ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 110/2018)

 

 

21 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                        


                
1. C&SO MEDICAL PROPERTIES LIMITED
                         2. C&S AMERICAN HEART INSTITUTE LIMITED

   3. ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

4. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

και
 

       ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ 

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

 

-----------------------------

 

Κάτια Κακουλλή (κα) για Χρύσης Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Θανάσης Κορφιώτης μαζί με Γεωργία Μάρκου (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

     -------------------------------

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η πενταετής συμφωνία συνεργασίας που συνομολογήθηκε στη Λευκωσία στις 27.11.1998 (με ημερομηνία έναρξης την 1.2.1999), μεταξύ της εφεσίβλητης αφενός και της εφεσείουσας 2 και/ή της εφεσείουσας 1 αφετέρου που τελούσε υπό την εγγύηση τήρησης των όρων της από τους εφεσείοντες 3 και 4, όχι μόνον δεν ήταν ευοδωθείσα, αλλά οδήγησε σε τέτοια ρήξη, που σήμερα, 25 και πλέον χρόνια μετά, συνεχίζονται με ένταση και επίταση οι αναφύουσες δικαστικές διαμάχες.  

 

Με την πιο πάνω συμφωνία, η εφεσίβλητη παραχώρησε στις εφεσείουσες, κτηριακές εγκαταστάσεις εντός του νοσοκομείου που λειτουργούσε στο Στρόβολο υπό την επωνυμία «Απολλώνειο Νοσοκομείο», για σκοπούς δημιουργίας και λειτουργίας καρδιολογικής κλινικής (εφεξής η κλινική). Μεταξύ άλλων όρων και προϋποθέσεων, ως αντιπαροχή, οι εφεσείοντες θα κατέβαλλαν κάθε μήνα ποσό £2.900 (€4.955) πλέον ποσοστό επί των τιμών του εκάστοτε τιμοκαταλόγου της κλινικής (εξαιρουμένων των τιμών για επιπλοκές). Σε κάποια στιγμή επήλθε ρήξη, εξ υπαιτιότητας των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη στις 13.12.2001, να τερματίσει νόμιμα την εν λόγω συμφωνία (βλ. C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD κ.α. v. ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ Πολ. Έφεση 356/11, ημερ.15.2.2018). Παρόλα ταύτα, οι εφεσείοντες δεν εγκατέλειψαν τις εν λόγω κτηριακές εγκαταστάσεις και συνέχισαν να λειτουργούν την κλινική μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2011, χωρίς όμως να αποδίδουν στην εφεσίβλητη, τα ποσοστά που προβλέπονταν στη ρηθείσα συμφωνία.

 

Σημειώνεται, ότι, έχει ήδη κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ v. C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD (2011) 1 Α.Α.Δ. 379, ότι η συμφωνία των μερών ημερ.27.11.1998 δεν ήταν συμφωνία ενοικίασης, αλλά μια «ιδιότυπη συμφωνία» και ότι «στην ουσία η όλη διαφορά των διαδίκων είναι καθαρά οικονομική…». Η κατάληξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνον για το ζήτημα της καθ’ ύλη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά και για το μέτρο αποζημίωσης, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία που μας αφορά, η εφεσίβλητη διεκδικούσε μια σειρά από θεραπείες και αποζημιώσεις, αναφύουσες κατά βάση από την πιο πάνω τερματισθείσα συμφωνία και κατ’ ουσία από τα όσα εκτυλίχθηκαν στη συνέχεια, δια της συνέχισης της λειτουργίας της κλινικής, χωρίς την απόδοση ποσοστών επί των καρδιοχειρουργικών περιστατικών και καθετηριασμών.

 

Τελικώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία, επιδίκασε στην εφεσίβλητη με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.23.3.2018, ποσό €336.924,23 πλέον νόμιμο τόκο, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσοστό που αυτή εδικαιούτο για τις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις και καθετηριασμούς που διενεργήθηκαν στην καρδιολογική κλινική μεταξύ 1.1.2001 και 31.1.2004. Επιπλέον, διέταξε τους εφεσείοντες να αποδώσουν σχετικούς λογαριασμούς για τις πιο πάνω υπηρεσίες, αλλά και για τα ποσά που είτε εισπράχθηκαν είτε τιμολογήθηκαν χωρίς να εισπραχθούν ακόμα, για την περίοδο μεταξύ 1.2.2004 και 23.2.2011, οπότε και αποχώρησαν από την κλινική. Τέλος, επιδικάστηκαν και τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης. Σημειώνεται, ότι μια σειρά από άλλες υπό διεκδίκηση θεραπείες, ως μη αποδειχθείσες, δεν αποδόθηκαν. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε καμία πλευρά ικανοποιημένη, αφού κατατέθηκε τόσο έφεση όσο και αντέφεση. Με την έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερεις λόγους έφεσης, ενώ με την αντέφεση, η εφεσίβλητη την αμφισβητεί με τρεις λόγους αντέφεσης.

 

            Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή με πλημμελή αιτιολογία και/ή λόγω πλάνης για το περιεχόμενο της ένστασης δεδικασμένου  που προέβαλαν οι εφεσείοντες σε ό,τι αφορά στην απόδοση λογαριασμών για την περίοδο μετά την 1.2.2004, καθώς και σε ό,τι αφορά την αξίωση καταβολής αποζημιώσεων για την ίδια περίοδο, το οποίο (δεδικασμένο) δημιουργήθηκε στις 5.8.2011 στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 182/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, στην οποία η εφεσίβλητη παρέλειψε να ζητήσει απόδοση λογαριασμών για την περίοδο μετά την 1.2.2004 ενώ θα μπορούσε. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα και/ή με πλημμελή αιτιολογία αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως θεραπεία, να εκδώσει διάταγμα απόδοσης λογαριασμών για την περίοδο μεταξύ 1.2.2004 και 23.2.2011. Ο τρίτος λόγος έφεσης  είναι ότι εσφαλμένα και/ή με πλημμελή αιτιολογία και/ή με πλάνη σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των δικογράφων αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση εναντίον και των τεσσάρων εφεσειόντων, θεωρώντας ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο από τη διαδικασία της αγωγής αρ. 182/2005, όπου εκδόθηκε διάταγμα απόδοσης λογαριασμών εναντίον των τεσσάρων εναγόμενων και/ή ανεπίτρεπτα εξέτασε ζήτημα δεδικασμένου χωρίς να έχει εγερθεί τέτοια ένσταση από την εφεσίβλητη. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει τη θέση των εφεσειόντων ότι για την περίοδο από 1.2.2004 μέχρι 23.2.2011, οι εφεσείοντες είχαν καταστεί ενοικιαστές από μήνα σε μήνα, δυνάμει προφορικής συμφωνίας ενοικίασης.            

            Στον αντίποδα, η εφεσίβλητη με τον πρώτο λόγο αντέφεσης  εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη διαταγή του να διατάξει τους εφεσείοντες να καταβάλουν προς την εφεσίβλητη μόνο νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής επί του ποσού της απόφασης, αποστέρησε από την εφεσίβλητη σημαντικά ποσά τόκων που εδικαιούτο βάσει της δοθείσας μαρτυρίας. Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, η εφεσίβλητη διαμαρτύρεται για το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να της αποδώσει οποιαδήποτε θεραπεία, παρ’ ότι προέβη σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες τον Φεβρουάριο του 2011 μετέφεραν τις δραστηριότητες τους σε ιδιόκτητο νοσηλευτήριο, αλλά παρέλειψαν να παραδώσουν κατοχή των υποστατικών της κλινικής στην εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα η τελευταία, μετά από προειδοποιήσεις, μόλις στις 17.10.2012 «δίκην απαράδεκτης αυτοδικίας», να μπορέσει να λάβει κατοχή. Τέλος, με τον τρίτο λόγο αντέφεσης, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι, απέτυχε να παρουσιάσει συγκεκριμένη και βαρύνουσα μαρτυρία που να αποδεικνύει τις αποζημιώσεις που δικαιούτο.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους, ενώ επιχειρηματολόγησαν και προφορικά εστιάζοντας σε κάποια από τα κύρια σημεία των εκατέρωθεν θέσεων τους. Διεξήλθαμε με προσοχή τα ομολογουμένως εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης και  αναφορά θα γίνει στη συνέχεια, εκεί όπου κριθεί αναγκαίο.  

 

Ξεκινούμε την εξέταση, κάνοντας αρχή από τον πρώτο λόγο έφεσης. Με τον λόγο αυτό, οι εφεσείοντες, σε συνάρτηση με τα όσα ειπώθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης εκδίκασης της αγωγής αρ.182/2005, ισχυρίζονται ότι υπάρχει δεδικασμένο σε σχέση με τη μετέπειτα  ζητηθείσα θεραπεία της απόδοσης λογαριασμών για την περίοδο μεταξύ 1.2.2004 και 23.2.2011, αλλά και για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για την ίδια περίοδο (δεν επιδικάστηκαν πρωτόδικα αποζημιώσεις, αλλά διεκδικούνται με την αντέφεση).  

 

Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου, ότι η συμφωνία ήταν πενταετής και συνεπώς, αν δεν τερματιζόταν νωρίτερα, όπως έγινε, θα έληγε στις 31.1.2004. Άρα, η περίοδος στην οποία αναφέρονται οι εφεσείοντες είναι, η μετά την κανονική λήξη της συμφωνίας περίοδος. Κατά την περίοδο αυτή, οι εφεσείοντες συνέχισαν να κατέχουν και να λειτουργούν την κλινική, καταβάλλοντας μηνιαία και αδιαλείπτως το ποσό των €4.955, το οποίο η εφεσίβλητη αποδεχόταν ανεπιφύλακτα. Ο πρωτόδικος ισχυρισμός των εφεσειόντων ήταν ότι για την περίοδο αυτή υπήρχε μεταξύ των μερών προφορική συμφωνία ενοικίασης από μήνα σε μήνα, ενώ η εφεσίβλητη πρωτόδικα, ισχυριζόταν ότι οι εφεσείοντες ήταν παράνομοι επεμβασίες (trespassers). 

 

Με την αγωγή αρ.182/2005, η οποία καταχωρήθηκε στις 7.1.2005, η εφεσίβλητη, διεκδικούσε από τους εφεσείοντες τη θεραπεία της  απόδοσης λογαριασμών, για την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.1.2004 και σε ξεχωριστή παράγραφο της ‘Έκθεσης Απαίτησης, την επιδίκαση συγκεκριμένου ποσού αποζημίωσης, ήτοι €431.814, καλύπτουσα την ίδια ακριβώς περίοδο.  

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της επί τούτου προδικαστικής ένστασης που υπέβαλαν οι εφεσείοντες, αναφέρει στις σελ.14-15 τα εξής:  

 

«Η απόδοση λογαριασμών συναρτήθηκε στην Αγωγή 182/05 με την απαίτηση των εναγόντων για επιδίκαση ποσού £432.814,00 (€739.506,62), που αποσύρθηκε στις 16.2.07, με την επιφύλαξη των εναγόντων να διεκδικήσουν τα όποια οφειλόμενα ποσά από τους εναγόμενους «... μετά την απόδόση λογαριασμών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη Συμφωνία»  (βλ. Τεκμήριο 4). Επομένως ‑ και ανεξαρτήτως ότι υφίστατο δυνατότητα απόδοσης λογαριασμών για την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2004 και Δεκεμβρίου 2005 [«Δεκεμβρίου 2004» θα έπρεπε προφανώς να γραφεί στο πρακτικό], ή ακόμα και μέχρι την 31.1.05 (εάν οι ενάγοντες αποφάσιζαν την καταχώριση της αγωγής με την εκπνοή του χρονικού αυτού διαστήματος) ‑ η άνευ βλάβης απόσυρση της ουσίας της αξίωσης επί του ζητήματος των λογαριασμών συμπαρασύρει κάθε σκέψη για γένεση κωλύματος επί δεδικασμένου καθότι σαφώς η απόσυρση μετέθεσε την προβληματική της τελεσίδικης κρίσης επί του σημείου σε μεταγενέστερη δικονομικώς στιγμή (βλ. κατ' αναλογίαν, Νικόλα v. Αντωνίου, Π.Ε.458/11, ημερ.19.7.17, ECLI:CY:AD:2017:A265, Κακοφεγγίτου v. Κυπριακές Αερογραμμές, Π.Ε.225/12, ημερ.6.12.17, ECLI:CY:AD:2017:D442, Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου (Αρ.2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 174, 182).         

   Όπως και έγινε, δια της παρούσης αγωγής.

 

Έτσι, υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει εν προκειμένω δεδικασμένο για την απόδοση των λογαριασμών (βλ. κατ' αναλογίαν, Walker v. APL Management Limited (2018) ΕWHC 543 (Ch), Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, 1301‑1304).»

 

Όπως αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με δεδομένο ότι η αγωγή αρ. 182/2005 καταχωρήθηκε τον Ιανουάριο του 2005, θα μπορούσε να περιλάβει και θεραπεία για απόδοση λογαριασμών για την περίοδο από τον Φεβρουάριο του 2004 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2004, ήτοι για περίοδο 11 μηνών.

 

Είναι γεγονός, ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν περιορίζεται μόνον σε ζητήματα που εκδικάστηκαν προηγουμένως, αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα που θα μπορούσαν, με επιμελή χειρισμό, να περιληφθούν στο πλαίσιο της προγενέστερης διαδικασίας (βλ. ΑΝΤΡΙΑΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ (2008) 1 Α.Α.Δ. 1298 και ΧΡΙΣΤΟΣ Μ. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ v. ΠΑΜΠΟΡΗΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (2009) 1 Α.Α.Δ. 563).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση όμως, μια τέτοια συμπερίληψη  δεν θα επιτύγχανε τον στόχο της τελεσιδικίας που βρίσκεται στον πυρήνα της αρχής του δεδικασμένου (βλ. K.S.R. COMERCIO E EMDUSTRIA DE PAPEL S.A. κ.ά. v. BLUECORAL NAVIGATION LIMITED (1995) 1 A.A.Δ. 309). Τούτο, διότι η συνολική περίοδος για την οποία τελικώς ζητήθηκε η απόδοση λογαριασμών ήταν πολύ μεγαλύτερη των 11 μηνών, επεκτεινόμενη μέχρι τις 23.2.2011, ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσείοντες αποφάσισαν να τερματίσουν τη λειτουργία της κλινικής. Δηλαδή, με την αγωγή αρ.873/12 ζητήθηκε ουσιαστική θεραπεία, καλύπτουσα περίοδο έξι και πλέον ετών, μετά την καταχώρηση της αγωγής αρ. 182/05. Εξ αυτού και μόνον του λόγου, καταρρίπτεται το όποιο επιχείρημα περί δεδικασμένου. Η θέση των εφεσειόντων ότι, η εφεσίβλητη θα μπορούσε στην αγωγή 182/05 να ζητούσε απόδοση λογαριασμών μέχρι την παράδοση της κλινικής, όποτε και αν αυτή ελάμβανε χώρα, θα δημιουργούσε χρονική αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά τα επίδικα θέματα, αφήνοντας συνάμα την εκκρεμοδικία στο διηνεκές. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια εισήγηση ουδόλως είναι δυνατό να τεκμηριώσει κώλυμα δεδικασμένου, σε σχέση με μεταγενέστερη, πλήρη και αποκρυσταλλωμένη θεραπεία, όπως ακριβώς ετέθη στην υπό συζήτηση αγωγή αρ.873/12.   

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, επί του σημείου αυτού, έχει τη σημασία της και η δήλωση του συνηγόρου της εφεσίβλητης που έγινε στις 16.2.2007, στο πλαίσιο της αγωγής αρ.182/05. Συγκεκριμένα ειπώθηκαν τα εξής:

 

«κ. Κορφιώτης: Επίσης θα ήθελα να δηλώσω στο στάδιο αυτό ότι δεν θα προωθήσω την απαίτηση υπό το στοιχείο (β) της παραγράφου 20 άνευ βλάβης κάθε δικαιώματος της πλευράς της ενάγουσας να διεκδικήσει οτιδήποτε οφείλεται από τους εναγόμενους όταν αυτοί αποδώσουν λογαριασμούς για τα ποσά τα οποία αφορούν τις υπερασπίσεις [«υπηρεσίες» θα έπρεπε προφανώς να γραφεί στο πρακτικό] που προσέφεραν κατά την επίδικη περίοδο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σχετική συμφωνία.»

 

Η απαίτηση υπό στοιχείο (β) ήταν για ποσό £432.814 και συναρτώταν όντως με την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.12.2004. Η επιφύλαξη όμως φαίνεται να αφορούσε τη διεκδίκηση κάθε ποσού που δυνατό να οφειλόταν μετά την απόδοση λογαριασμών. Τούτο, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσε την  «ουσία της αξίωσης επί του ζητήματος των λογαριασμών…»

 

Ενόψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες «βάλλουν» κατά της εν γένει δυνατότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα απόδοσης λογαριασμών για την περίοδο από 1.2.2004 μέχρι 23.2.2011, δηλαδή για την περίοδο μετά τη λήξη της κανονικής πενταετούς διάρκειας της συμφωνίας ημερ.27.11.1998. Η συλλογιστική της θέσης αυτής είναι ότι από τον τερματισμό της συμφωνίας και εντεύθεν δεν ήταν δυνατή, η κατ’ ουσία αναβίωση οποιουδήποτε όρου της συμφωνίας και με τη διαταγή για απόδοση λογαριασμών που προβλεπόταν στη συμφωνία, ακριβώς αυτό έγινε. Μετά τη λήξη της συμφωνίας, η εφεσίβλητη θα μπορούσε να διεκδικήσει την ενοικιαστική αξία της κλινικής, νοουμένου βέβαια ότι αυτή υπερέβαινε το ποσό των €4.995 που καταβαλλόταν αδιαλείπτως μέχρι και τις 31.12.2012. Ενώπιον μας, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων κα Κακουλή αναγνώρισε ότι στην C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD κ.α. v. ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ Πολ. Έφεση 356/11, ημερ. 15.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A81 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη διαταγή για απόδοση λογαριασμών μετά τον τερματισμό και μέχρι την κανονική λήξη της συμφωνίας, εισηγούμενη όμως ότι «το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να δώσει θεραπείες που θα είχε κανονικά η εφεσίβλητη εάν οι εφεσείοντες δεν ήταν σε παράβαση» (sic). Μετά την κανονική λήξη της συμφωνίας, πάντα κατά την εισήγηση της κας Κακουλή, η περίπτωση διαφέρει.   

 

Με κάθε εκτίμηση προς τη συνήγορο, διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε απαλλοτριώσεις, επιτάξεις, ενοικίασης ακινήτων, περιλαμβανομένων και αδειών χρήσης, το σύνηθες μέτρο αποζημίωσης, μετά από νόμιμη απαίτηση παράδοσης ή μετά από νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας και συνέχιση της κατοχής του ακινήτου υπό καθεστώς παράνομης επέμβασης, είναι όντως η ενοικιαστική αξία του ακινήτου (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχή Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 και Κιτσής v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077).  Στην προκειμένη όμως περίπτωση, δεν υπήρχε ποτέ συμφωνία ενοικίασης ή κάτι παραπλήσιο που να απέκλειε εξ ορισμού την έκδοση διαταγής για απόδοση λογαριασμών. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι δική μας, αλλά του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολ. Έφεση 356/11 (ανωτέρω). Τα ακόλουθα αποσπάσματα από διάφορα σημεία της εν λόγω απόφασης είναι αρκούντως διαφωτιστικά:

 

«Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης η ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί, η απόδοση λογαριασμών, ν' αφορά την περίοδο μετά τον τερματισμό επειδή αξίωση για απόδοση λογαριασμών δεν μπορεί να προβληθεί μετά τον τερματισμό. Με δεδομένο ότι οι Εφεσείοντες απέδωσαν λογαριασμούς μέχρι την ημερομηνία του τερματισμού το Διάταγμα σύμφωνα με αυτήν εξεδόθη αδικαιολόγητα.  Ήταν περαιτέρω η εισήγηση της αναφορικά με την παράνομη κατοχή ακινήτου μετά τον τερματισμό, ότι το μέτρο της αποζημίωσης είναι η ενοικιαστική αξία του κτήματος και όχι οτιδήποτε άλλο.  Όσον αφορά τη δήλωση της που προέβη κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ότι δηλ. η Εφεσίβλητη δικαιούται σε Διάταγμα ως η παράγρ. Α(1) και (2) του αιτητικού, είναι η θέση της ότι δεν προκύπτει αυτό που αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφαση του σελ. 32 και/ή είναι εμφανές ότι υπήρξε κάποια παραδρομή στο λόγο.  Αναφέρθηκε περαιτέρω σε τι είχε υπόψιν της και τι εννοούσε όταν προέβη στη δήλωση ως άνω.

 

Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη ο οποίος, βεβαίως, υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά μια παράνομη κατοχή ενός ακινήτου ή παραβίαση συμφωνίας ενοικίασης, αλλά περίπτωση όπου οι Εφεσείοντες καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη της Εφεσίβλητης και αξιοποιώντας τους χώρους εγκατάστασης, υποδομής, καλό όνομα, την πελατεία, τις άλλες ειδικότητες ή κλινικές που λειτουργούσαν στο Νοσοκομείο της Εφεσίβλητης συνέχισαν να κερδίζουν σε βάρους της και μετά τον τερματισμό της.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τα όσα μας έχουν τεθεί από αμφότερους του συνήγορους όπως επίσης το υλικό ενώπιον μας. Ανατρέξαμε, όπου αυτό επιβάλλετο, και στα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με όλο το σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες. Τα όσα ανέφερε αναφορικά με τις αρχές που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις ενοικίασης είναι ορθά μεν αλλά δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Όπως πολύ καλά γνωρίζει η ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, εφόσον ήταν η συνήγορος τους στην Έφεση μεταξύ των ιδίων διαδίκων Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ ν. 1. C & S American Heart Institute Ltd κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 379, δεν ευρισκόμαστε προ υποθέσεως η οποία αφορά ενοικίαση υποστατικού ώστε να τύχουν εφαρμογής οι αρχές που διέπουν το μέτρο αποζημίωσης για παράνομη κατοχή υποστατικού. Εδώ η φύση της συμφωνίας των μερών με πολλή λεπτομέρεια καθορίστηκε από το Εφετείο στην απόφαση του ως άνω.  Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι σχετικά.

 

"Προσεκτική εξέταση της συμφωνίας των διαδίκων αποκαλύπτει ένα έντονο προσωπικό στοιχείο με την καταγραφή μιας ιδιαίτερης συμφωνίας που δεν παραπέμπει σε μια απλή ενοικίαση. Το προοιμιακό μέρος της αποκτά τη δική του σημασία εφόσον καταγράφει την επιθυμία τόσο του Απολλώνειου, όσο και των εφεσιβλήτων «... να συνεργαστούν στη δημιουργία και λειτουργία της Κλινικής», αφού πιστοποιείται ότι το μεν Απολλώνειο «... διαχειρίζεται και λειτουργεί το Ιδιωτικό Νοσοκομείο στη λεωφόρο Λευκοθέου στο Στρόβολο που είναι γνωστό με την επωνυμία ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ...», ενώ ο έτερος των διαδίκων, ως Β Μέρος, «... επιθυμεί να δημιουργήσει και λειτουργήσει Κλινική Καρδιοχειρουργικών Θωρακοχειρουργικών και Καρδιολογικών Περιστατικών ...». Η παρ. 1 της συμφωνίας παραπέμπει σε αυτή τη δημιουργία και λειτουργία της Κλινικής «... εντός του χώρου του νοσοκομείου ...», το αυτό δε προνοεί και η παρ. 2, δηλώνοντας ότι η παραχώρηση (δεν χρησιμοποιείται ο όρος ενοικίαση), από το Απολλώνειο στους εφεσίβλητους των καθοριζομένων εκεί χώρων θα είναι «... εντός του νοσοκομείου ...»

(κάθε έμφαση προστέθηκε).

 

.............................

 

Η συμφωνία στο σύνολο της κάθε άλλο παρά σε συμφωνία ενοικίασης παραπέμπει. Πρόκειται για μια ιδιότυπη συμφωνία… 

 

…Στην ουσία η όλη διαφορά των διαδίκων είναι καθαρά οικονομική όπως άλλωστε αποκαλύπτεται από την όλη αλληλογραφία του Τεκμ. 4."

 

Συνεπώς η εισήγηση της προς αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί να επιτύχει.»

 

Με την πιο πάνω απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αποφάσισε απλώς να «δώσει θεραπείες που θα είχε κανονικά η εφεσίβλητη εάν οι εφεσείοντες δεν ήταν σε παράβαση» όπως εισηγήθηκε η κα Κακουλή, αλλά δημιούργησε δεσμευτική, νομική αρχή, αλλά και δεδικασμένο επί του προκειμένου, λαμβάνοντας υπόψη το ιδιότυπο της συμφωνίας ως σύνολο, τα ιδιαίτερα επιμέρους χαρακτηριστικά της, αλλά και την αμιγώς οικονομικής φύσεως  διαφορά που ανέκυπτε, ότι, ήταν δυνατή και ορθή η έκδοση διαταγής για απόδοση λογαριασμών μετά τον τερματισμό της συμφωνίας. Καμία διάκριση δεν έγινε, ούτε και υφίσταται τέτοια, μεταξύ του τερματισμού της συμφωνίας και της συμπλήρωσης της κανονικής της διάρκειας (αν δεν τερματιζόταν νωρίτερα), και της περιόδου που ακολούθησε μέχρι και την παύση της λειτουργίας της κλινικής. Από τη στιγμή που κρίθηκε δυνατή και ορθή η έκδοση διαταγής απόδοσης λογαριασμών μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, κρίνεται ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει ανάλογο διάταγμα απόδοσης λογαριασμών και για την περίοδο που ξεκινούσε από την ημερομηνία που θα έληγε η συμφωνία αν δεν τερματιζόταν νωρίτερα, ήτοι από 1.2.2004 μέχρι και την οριστική παύση της λειτουργίας της κλινικής στις 23.2.2011. Η έκδοση αυτής της διαταγής δεν ήταν αναβίωση όρου της συμφωνίας που έπαυσε να ισχύει ως εκ του τερματισμού της, αλλά η απόδοση θεραπείας που είναι δυνατή βάσει του δικαίου της επιείκειας (βλ. Κωστοπούλου κ.α. v. Λοίζου κ.α. (2005) 1 Α Α.Α.Δ. 576). Τέτοια θεραπεία, με βάση τη νομολογία, ενδείκνυται όταν δεν μπορεί διαφορετικά να αποκρυσταλλωθεί το εύρος της απώλειας του ενάγοντος.

      

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται του ζητήματος στις σελ.20 – 21 της απόφασης του, καταλήγοντας, ανάμεσα σε άλλα, στα   ακολούθα:

 

«Μόνο διά αυτής τής θεραπείας του δικαίου της επιείκειας - και ανεξαρτήτως του τερματισμού της συμφωνίας από τους ενάγοντες (βλ. C&S American Heart Institute Ltd και Άλλων ν Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ, ΠΕ 356/11, ημ. 15.2.18), ECLI:CY:AD:2018:A81 - θα μπορούσαν να δικαιωθούν σε ό,τι άπτεται της εξειδικευμένης αυτής έκφανσης τής συμβατικής σχέσης με τους εναγομένους, ειδάλλως δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν (και δεν μπορούν να γνωρίζουν), τι δικαιούνται από τους εναγομένους κατά τα εφαρμοζόμενα στη συμφωνία (βλ. κατ' αναλογίαν, Κωστόπουλου και Άλλης ν Λοΐζου και Άλλου (2005) 1(Α) ΑΑΔ 576, 583). 

 

………………

 

Το διάταγμα που συναφώς θα εκδοθεί για την απόδοση των επιδιωκόμενων λογαριασμών καίτοι εκπορεύεται από τη Δ.2 Θ8 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών αλλά και από τις ευρύτερες εξουσίες που παρέχονται στο Δικαστήριο από το άρθρο 31 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, έλκει το περιεχόμενο του και από τη συναφή καθοδήγηση στην C&S American Heart Institute Ltd και Άλλων ν Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ, ΠΕ 356/11, ημ. 15.2.18, ECLI:CY:AD:2018:A81 και στην Frederickou Schools Co Ltd και Άλλων ν Acuac Inc (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1527, 1549-1550, δίχως να υπάρχει δικαστική υποχρέωση περιορισμού του λεκτικού αυτού στα όσα προβλέπονται στη συμφωνία, εφόσον το υπό έκδοσιν διάταγμα απόδοσης λογαριασμών δεν θα επιβάλει προς τους εναγομένους υποχρεώσεις άλλες από εκείνες στη συμφωνία παρά μόνο θα περιλάβει τη μέθοδο επιβεβαίωσης και κοινοποίησης των λογαριασμών κατά τρόπο αποτελεσματικό και διασφαλιστικό των δικαιωμάτων εναγόντων και εναγομένων.

 

Η αξίωση στην παράγραφο 41(Γ) της Έκθεσης Απαίτησης, αποδείχθηκε.»

 

          Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην τερματισθείσα συμφωνία, δεν γίνεται για ταυτοποίηση του βάθρου από το οποίο έλκει εξουσία για έκδοση του διατάγματος απόδοσης λογαριασμών, αλλά ως κατάδειξη της συνισταμένης που παρείχε τις κατευθυντήριες γραμμές του περιεχομένου και των λεπτομερειών του διατάγματος που επρόκειτο να εκδοθεί. Η πηγή της θεραπείας, ήταν πάντοτε κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δίκαιο της επιείκειας και το σχετικό άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, αλλά και η Διαταγή 2 Θεσμός 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Επί τούτου, καμία πλάνη, πλημμέλεια ή σφάλμα στα αναφερθέντα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπάρχει, ως εισηγούνται οι εφεσείοντες. Εξάλλου, ας μη λησμονείται ότι η συμφωνία, παρά τον τερματισμό της, αποτελούσε «φάρο» και για τους εφεσείοντες, αφού κατά τα λεγόμενα τους, συνέχισαν μέχρι τέλους να καταβάλλουν μηνιαίως, το ποσό που προσδιοριζόταν στην παράγραφο 6Α(1) αυτής. Κατά λογική και νομική συνάφεια, η συμφωνία προσφερόταν ως κατευθυντήρια για τη θεραπεία που τελικώς αποδόθηκε.

         

Ενόψει των πιο πάνω απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

          Ερχόμαστε στον τρίτο λόγο έφεσης που αφορά στην υπόσταση των εφεσειόντων 1, 3 και 4 στην πρωτόδικη διαδικασία και ειδικά στο κατά πόσο θα έπρεπε να κριθούν νομικά συνυπεύθυνοι και συνυπόλογοι.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το ζήτημα στις σελ.12-14 της απόφασης του, επισημαίνοντας, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής:

 

«Το πρώτο θέμα - κατά δικαιϊκή και κοινή λογική - είναι εκείνο των πραγματικών διαδίκων στη διαφορά, με τους εναγομένους να υποβάλλουν ότι οι εναγόμενοι 1 δεν συνδέονται με τα όσα απαρτίζουν την αναλυόμενη διένεξη. Αυτό δεν ευσταθεί, για τον λόγο ότι - λαμβανομένων υπόψιν τού τελεσίδικου της απόφασης στην Αγωγή 182/05 και (κυρίως) τής δευτεροβάθμιας επί αυτής κρίσης στην C&S American Heart Institute Ltd και Άλλων ν Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο Λτδ, ΠΕ 356/11, ημ. 15.2.18, ECLI:CY:AD:2018:A81 (στο βαθμό που τούτες καλύπτουν πλείστα των τρεχόντων), την ταύτιση των εκεί διαδίκων με τους εδώ (με τις όποιες αποκλίσεις να άπτονται απλών αλλαγών ονομασίας και όχι αλλοιώσεων στο εταιρικό γίγνεσθαι και οντογονία των εναγομένων 1 και 2, οι οποίοι αναφέρονται στον τίτλο της αγωγής με ανάστροφη σειρά από ό,τι στις προειρημένες δικαστικές διαδικασίες [Τεκμήρια 5 και 22]), την ιδιότητα των διαδίκων και την ταύτιση των αντίστοιχων επίδικων θεμάτων στον πυρήνα τους - το ζητούμενο καλύπτεται από δεδικασμένο (βλ. κατ' αναλογίαν, Κακοφεγγίτου ν Κυπριακές Αερογραμμές, ΠΕ 225/12, ημ. 6.12.17), ECLI:CY:AD:2017:D442.

 

…………………..

Η θεματική τής σύνδεσης των εναγομένων 1 (ή οιουδήποτε των υπόλοιπων εναγομένων) με τα επίδικα, αναμενόταν όπως και να έχει το πράγμα πως θα απασχολούσε λογικώς τους εναγομένους στην Αγωγή 182/05, κάτι που δεν έγινε - και όχι μόνο αυτό αλλά οι (εδώ) εναγόμενοι υπέβαλαν και Ανταπαίτηση κατά των (εδώ) εναγόντων στην Αγωγή 182/05, για φερόμενες παραβιάσεις της συμφωνίας (Τεκμήριο 22) - με παρεπόμενο να δημιουργείται δεδικασμένο και ως εξ αυτού του λόγου και μόνο (βλ. κατ' αναλογίαν, Walker v APL Management Limited (2018) EWHC 543 (Ch), Χαραλάμπους ν Χαραλάμπους (2008)1(Β) ΑΑΔ 1298, 1301-1304).

 

Κατ' ακολουθίαν, το ζήτημα των διαδίκων και συμβαλλομένων μερών έχει ήδη αποφασιστεί τελεσιδίκως και δεσμευτικώς για τους εδώ διαδίκους (βλ. κατ' αναλογίαν, Κανάρης ν Λοΐζου και Άλλων (2006)1(Α) ΑΑΔ 599, 603-604), με την υπεράσπιση του δεδικασμένου (επί αυτής της διάστασης), να καλύπτεται από τη δικογραφία και δη από τις παραγράφους 3 και 4 στην Απάντηση και με την επίκληση του κωλύματος αυτού να είναι επιτρεπτή για ό,τι τώρα αναλύεται και λόγω και των όσων εξυφαίνονται από τα γεγονότα δίχως ανάγκη ρητής αναφοράς του στις γραπτές προτάσεις.»

 

Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι οι εφεσείοντες αναγνωρίζουν στο περίγραμμα τους ότι υπήρξε δικαστική κρίση και μάλιστα τελεσίδικη σε ό,τι αφορά την ευθύνη (και) των εφεσειόντων 1, 3 και 4 στο πλαίσιο της αγωγής αρ.182/2005 και κατ’ έφεση στα πλαίσιο της Πολ. Έφεσης 356/11 (ανωτέρω), αναφορικά με την προ της 31ης Ιανουαρίου 2004 περίοδο, όποτε και θα έληγε η πενταετής διάρκεια της συμφωνίας, αν δεν τερματιζόταν νωρίτερα. Εντούτοις, ανακόλουθα και σε απόκλιση με την πιο πάνω αποδοχή, στις σελ. 33-34 του περιγράμματος αγόρευσης, παρατίθεται επιχειρηματολογία με παραπομπή στα δικόγραφα και στη δοθείσα πρωτόδικα μαρτυρία που τείνει να υποστηρίξει (α) ότι κατά την υπογραφή της συμφωνίας ημερ.27.11.1998, η εφεσείουσα 2 δεν είχε ακόμα συσταθεί ως νομική οντότητα και (β) ότι η εφεσείουσα 1 που υφίστατο ως νομική οντότητα, δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας. Με άλλα λόγια, αμφισβητείται ευθέως, τουλάχιστον για την εφεσείουσα 1, η ευθύνη της, ακόμα και βάσει της συμφωνίας ημερ.27.1.1998. Τέτοια αμφισβήτηση όμως ουδέποτε τέθηκε στο πλαίσιο της αγωγής αρ.182/05, με αποτέλεσμα να κριθεί υπόλογη τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση για την περίοδό αυτή και να δημιουργείται πράγματι επί τούτου, δεδικασμένο.        

 

          Τα ίδια ισχύουν και για τους εφεσείοντες 3 και 4. Ούτε αυτοί ήγειραν οποιοδήποτε ζήτημα στο πλαίσιο της αγωγής αρ.182/05. Αντίθετα, όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέβαλαν ενιαία και συλλογικά και ανταπαίτηση. Παρόλα ταύτα, στην πρωτόδικη διαδικασία ισχυρίστηκαν ότι η εγγύηση τους έληξε με τον τερματισμό της συμφωνίας στις 13.12.2001 (παράγραφος 7 της Υπεράσπισης). Η θέση αυτή όμως, τελεσίδικα, κρίθηκε ότι δεν ισχύει, εξού και επικυρώθηκε η πρωτόδικη διαταγή για απόδοση λογαριασμών απ’ όλους τους εφεσείοντες μέχρι τις 31.12.2004 (βλ. Πολ. Έφεση 356/11 (ανωτέρω)). Επί του προκειμένου, σημειώνουμε ότι αν άλλαξε κάτι στη σχέση των διαδίκων, άλλαξε με τον τερματισμό της συμφωνίας στις 13.12.2001 και όχι στις 31.12.2004. Αυτή η ημερομηνία, με τον προηγηθέντα νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας, έπαυσε να έχει πρακτική σημασία ή και ουσία. Σε τέτοια περίπτωση βέβαια, η συμφωνία δεν εξαφανίζεται εξ υπαρχής. Οι πρωτεύουσες υποχρεώσεις του μέρους που διέρρηξε τη συμφωνία και δεν εκτελέστηκαν ως εκ της διάρρηξης, αντικαθίστανται από δευτερεύουσες υποχρεώσεις να πληρώσει χρηματική αποζημίωση προς το αναίτιο μέρος για τη ζημιά που υπέστη συνεπεία της μη εκτέλεσης των πρωτευουσών υποχρεώσεων μελλοντικά (βλ. Photo Production Ltd v. Secuvicon Transport Ltd [1980] AC 827). Συνακόλουθα, με επικύρωση της διαταγής εναντίον όλων των εδώ εφεσειόντων, για την απόδοση λογαριασμών μέχρι τις 31.12.2004, έχει ήδη αποδοθεί θεραπεία και μάλιστα τελεσίδικη σε χρόνο που δεν υφίσταται πλέον η συμφωνία ημερ.27.1.1998. Τούτο, καθιστά την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στη σελ.35 του περιγράμματος αγόρευσης των εφεσειόντων, περί μη ευθύνης των εφεσειόντων 3 και 4 για τη μετά τη λήξη της συμφωνίας περίοδο, ως ετεροχρονισμένη και πρόσκρουσα στο κώλυμα του δεδικασμένου.

 

          Σε ό,τι αφορά τη δικογράφιση ή μη «δεδικασμένου», ζήτημα το οποίο αναπτύσσεται τόσο στην αιτιολογία του λόγου έφεσης όσο και στις σελ.36-37 του περιγράμματος των εφεσειόντων, παρατηρούμε όντως ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στις παραγράφους 3 και 4 της Απάντησης. Στην παράγραφο 3 της Απάντησης υπάρχει άρνηση της παραγράφου 7 της Υπεράσπισης, στην οποία όπως υποδείξαμε προηγουμένως, οι εφεσείοντες ισχυρίζονταν ότι η εγγύηση των εφεσειόντων 3 και 4 έληξε στις 13.12.2001, ταυτόχρονα δηλαδή με τον τερματισμό της συμφωνίας. Με την προαναφερθείσα άρνηση στην Απάντηση λοιπόν, η εφεσίβλητη ουσιαστικά δήλωνε την επιμονή στη θέση ότι η ευθύνη των εφεσειόντων 3 και 4 ίσχυε και μετά τον τερματισμό της συμφωνίας και υφίστατο συνακόλουθα αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους. Όπως εξηγήσαμε ανωτέρω, η θέση αυτή δικαιώθηκε με τον τελεσίδικο λόγο της Πολ. Έφεσης αρ.356/11.  Πιθανώς, τούτο είναι που εκλήφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως (έμμεση) δικογραφική ανάδειξη ζητήματος δεδικασμένου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν σταμάτησε εκεί. Προχώρησε, εξηγώντας ότι η επίκληση κωλύματος δεδικασμένου, αφού περί είδους κωλύματος πρόκειται (estoppel by deed), είναι εν πάση περιπτώσει εφικτή από τα όσα εξυφαίνονται από τα γεγονότα, χωρίς ανάγκη ρητής αναφοράς στις γραπτές προτάσεις. Μολονότι οι απόψεις επί του ζητήματος φαίνεται να διίστανται, η θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστήριο έχει νομικό και νομολογιακό έρεισμα (βλ. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551 και Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 CL.R.542, καθώς και σελ.32 του συγγράμματος του Πόλυ Πολυβίου «Η Αρχή του Κωλύματος στο Σύγχρονο Δίκαιο». 

 

Απορρίπτεται επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

Ερχόμαστε στον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες διαμαρτύρονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση/υπεράσπιση τους, ότι από 1.2.2004 μέχρι 23.2.2011 είχαν καταστεί ενοικιαστές από μήνα σε μήνα δυνάμει προφορικής συμφωνίας. Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί τη θέση αυτή και να απορρίψει την αγωγή (σελ. 38, παρ.73 του περιγράμματος των εφεσειόντων).

 

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πρωτόδικα δεν ήταν αυτή η θέση των εφεσειόντων. Σύμφωνα με την παράγραφο 14 της Υπεράσπισης τους, στην οποία οι ίδιοι παραπέμπουν στο περίγραμμα αγόρευσης τους, η θέση τους ήταν ότι από την επομένη ημέρα του τερματισμού της συμφωνίας, δηλαδή από 14.12.2001, η εφεσίβλητη θα μπορούσε να διεκδικήσει μόνο την ενοικιαστική αξία της κλινικής. Η διεκδίκηση αυτή θα είχε χρηματικό αντίκρισμα μόνον αν η ενοικιαστική αξία υπερέβαινε το ποσό των €4.995, το οποίο  κατέβαλλαν μηνιαία και αδιάληπτα.   

 

Η θέση αυτή, κατ’ ουσία, έχει εξεταστεί όχι μία, αλλά δύο φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως υποδείξαμε και ανωτέρω στην υπόθεση ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ v. C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD (2011) 1 Α.Α.Δ. 379, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία των μερών ημερ.27.11.1998 δεν ήταν συμφωνία ενοικίασης, αλλά μια «ιδιότυπη συμφωνία» και ότι «στην ουσία η όλη διαφορά των διαδίκων είναι καθαρά οικονομική…». Στην υπόθεση C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD κ.α. v. ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ Πολ. Έφεση αρ.356/11, ημερ.15.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A81, το Ανώτατο Δικαστήριο διαμήνυσε ότι το πρωτόδικο εύρημα, ότι επήλθε ρήξη εξ υπαιτιότητας των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη στις 13.12.2001 να τερματίσει νόμιμα την εν λόγω συμφωνία, δεν είχε καν εφεσιβληθεί. Κατόπιν, προχώρησε στην επικύρωση της πρωτόδικης διαταγής για απόδοση λογαριασμών για την περίοδο από 1.1.2001 μέχρι 31.1.2004.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση (και) από τις πιο πάνω αποφάσεις και σε ό,τι αφορά άλλα πραγματικά γεγονότα, από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του, προχωρώντας στην εξαγωγή απολύτως εύλογων συμπερασμάτων. Διερωτόμαστε πραγματικά προς τί, η επιμονή των εφεσειόντων, ακόμα και ενώπιον μας, ότι είχαν καταστεί ενοικιαστές από μήνα σε μήνα, κατόπιν κάποιας δήθεν προφορικής συμφωνίας. Δηλαδή, η συμφωνία ημερ.27.11.1998 κρίθηκε τελεσίδικα ότι δεν ήταν συμφωνία ενοικίασης. Αντίθετα, ήταν μια «ιδιότυπη συμφωνία», με πολυδιάστατες οικονομικές εκφάνσεις θα προσθέταμε. Οι εφεσείοντες παραβίασαν αυτή τη συμφωνία με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη νόμιμα να την τερματίσει. Στη βάση ακριβώς της κρίσης, ότι οι διαφορές των μερών ήταν καθαρά οικονομικές, επικυρώθηκε η διαταγή για απόδοση λογαριασμών σε χρόνο που ακολούθησε τον τερματισμό της συμφωνίας. Παρακάμπτοντας όλο αυτό το πλαίσιο, οι εφεσείοντες συνεχίζουν να επιμένουν ότι επειδή παρέμειναν στην κλινική - έστω με κάποια ανοχή της εφεσίβλητης - και κατέβαλλαν μηνιαίως το ποσό που προβλεπόταν στη συμφωνία, αγνοώντας και παραλείποντάς να συμμορφωθούν με τις λοιπές οικονομικές υποχρεώσεις που αναφύονταν, θα έπρεπε να ωφεληθούν, να κριθούν δήθεν ως ενοικιαστές από μήνα σε μήνα και η εναντίον τους αγωγή να απορριφθεί. Η θέση αυτή είναι χωρίς αντίκρισμα και δεν υπάρχει κάτι επιπρόσθετο που το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, θα πρέπει παρενθετικά να επισημάνουμε και την ανακολουθία, αφενός να προβάλλεται η θέση ότι η αγωγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, ως εκ του πιο πάνω λόγου και αφετέρου να μην προσβάλλεται καν με την έφεση το μέρος της απόφασης όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους €336,924,23 (σελ.1, παρ.2 του περιγράμματος των εφεσειόντων).

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης ως εκ των ανωτέρω κρίνεται  ολωσδιόλου αβάσιμος και απορρίπτεται.             

 

          Ως προαναφέραμε, υπάρχει και αντέφεση, με την προώθηση τριών ομώνυμων λόγων.

 

          Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει επί του ποσού των €336.924,23, τόκο προς 7,5% ετησίως αντί νόμιμο τόκο. Επί τούτου γίνεται παραπομπή στην παράγραφο 51 της γραπτής δήλωσης του ΜΕ1, όπου αναφέρεται ότι μεγάλο μέρος της επέκτασης [του νοσοκομείου] έγινε με χρηματοδότηση που έφερε επιτόκιο 7,5%. Η επέκταση, ως ελέχθη, έγινε μεταξύ 2005-2011 και στοίχισε περίπου €17.000.000. Η μαρτυρία αυτή δεν ήταν ασφαλώς αρκετή για να δικαιολογήσει την επιδίκαση επιτοκίου 7,5% ετησίως επί του επιδικασθέντος ποσού. Ο σκοπός ήταν διαφορετικός, η περίοδος άλλη και η απόκλιση μεταξύ του ύψους των δύο ποσών, τεράστια. Απ’ εκεί και πέρα, όπως ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων στο απαντητικό περίγραμμα της, κανένα απτό πειστήριο (συμφωνία δανείου, κατάσταση λογαριασμού και λοιπά) δεν προσκομίστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο που να συγκεκριμενοποιεί σε βαθμό αποδεικτικής σαφήνειας, τον εν λόγω ισχυρισμό. Συνεπώς, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (σελ.22 της απόφασης του) ότι δεν αποδείχθηκε η αξίωση για επιδίκαση τόκου 7,5% ετησίως.

 

          Ο πρώτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.    

 

          Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να της επιδικάσει αποζημίωση για την περίοδο που ξεκινούσε από τον Φεβρουαρίου του 2011, οπότε οι εφεσείοντες τερμάτισαν τη λειτουργία της κλινικής, μέχρι τις 17.10.2012, οπότε η εφεσίβλητη έλαβε οριστικά κατοχή της κλινικής, μετακινώντας, μετά από προειδοποιήσεις, αντικείμενα που είχαν αφήσει στους θαλάμους οι εφεσείοντες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απομάκρυνση έγινε «δίκην απαράδεκτης αυτοδικίας». Είναι γεγονός, ότι το πλέγμα των γεγονότων, αλλά και η προαναφερθείσα κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραπέμπει στη διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης κατά παράβαση του άρθρου 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Κεφ. 148 για την αναφερθείσα περίοδο. Τα αστικά αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 37 και 39, για τα οποία επίσης γίνεται αναφορά στον σχετικό λόγο αντέφεσης, αφορούν σε κινητή και όχι ακίνητη ιδιοκτησία.

 

Απ’ εκεί και πέρα, ναι μεν το Δικαστήριο έχει χρέος να ξεψαχνίσει τη μαρτυρία, προς αναζήτηση θεμελίου για επιδίκαση αποζημίωσης (βλ. A. Panayides Contracting Limited v. M & M. Frangos Engineering & Contracting Ltd (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1136), δεν μπορεί όμως να αναμένεται να το πράττει επί ενός ζοφερού, ατελέσφορου και ενίοτε διφορούμενου υποβάθρου. Εναπόκειται στον εκάστοτε ενάγοντα να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου, με επάρκεια και σαφήνεια, τα στοιχεία που του προκάλεσαν τη ζημιά που υπέστη ως άμεσο απότοκο της διαπραχθείσας σε βάρος του αδικοπραξίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη, όχι μόνον δεν απέδειξε τέτοια ζημιά, αλλά ούτε και ενώπιον μας προβαίνει σε εισήγηση ως προς το ύψος της.    

 

Δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι σε περιπτώσεις απόδειξης αδικοπραξίας, αλλά όχι ζημιάς, ενδείκνυται, προς αναγνώριση του γεγονότος, η επιδίκαση ονoμαστικών αποζημιώσεων (nominal damages) (βλ. Ttantis v. Hadjimichael and another (1982) 1 C.L.R. 301, Koukoullou and another v. Koukoulli (1985) 1 C.L.R. 355, Παπακόκκινου κ.α. v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 και Αντωνιάδης v.  Σταύρου (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 1171).  Στην προκειμένη όμως περίπτωση, με δεδομένο ότι για την εν λόγω περίοδο, οι εφεσείοντες συνέχισαν να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό  των €4.955 (χωρίς ποσώς τούτο να νομιμοποιούσε τη συντελεσθείσα παρανομία), δεν θα εξυπηρετούσε κανένα πρακτικό ή και συμβολικό σκοπό, η επιπρόσθετη επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.

 

          Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος αντέφεσης.  

 

          Ο τρίτος λόγος αντέφεσης άπτεται της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει περαιτέρω αποζημιώσεις στην εφεσίβλητη ένεκα της μη προσκόμισης «συγκεκριμένης και βαρύνουσας μαρτυρίας».

 

            Η πρώτη μας παρατήρηση, η οποία γίνεται με κάθε εκτίμηση, είναι ότι φαίνεται να υπήρξε κάποια αναδίπλωση από πλευράς εφεσίβλητης σε ό,τι αφορά τον λόγο αντέφεσης αυτό από την καταχώρηση της Ειδοποίησης Εφεσίβλητου στις 27.4.2018 και τη συνοπτική αιτιολογία που εκεί καταγράφεται και του περιγράμματος αγόρευσης που καταχωρήθηκε στις 25.1.2024 και της εκεί επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται. Στο περίγραμμα αγόρευσης, για πρώτη φορά, η εφεσίβλητη εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει παραδειγματικές αποζημιώσεις, παραθέτοντας μάλιστα τα στοιχεία και τη νομολογία που κατά την εισήγηση, δικαιολογούσαν μια τέτοια κατάληξη. Η αναδίπλωση αυτή αναδεικνύεται με μεγαλύτερη επίταση από το γεγονός ότι ούτε στο Παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης ζητούνται παραδειγματικές αποζημιώσεις, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε τη γενική αρχή ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει θεραπεία που προκύπτει από το δικόγραφο και τη μαρτυρία, έστω και αν δεν περιλαμβάνεται στο Παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R.542 και Αριστοδήμου v. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319). Μια άλλη όμως πάγια νομολογιακή αρχή, είναι ότι ζητήματα που δεν εγείρονται στα δικόγραφα ή δεν αναδεικνύονται με ορθολογισμό και σαφήνεια στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν εξετάζονται κατ’ έφεση (βλ. Θωμά v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και Ορουντιώτης κ.ά v. Loukas Georghiou Management Ltd κ.ά. Πολ. Έφεση 71/2017, ημερ.14.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A453). Η παρούσα περίπτωση εμπίπτει σαφέστατα σε αυτή την κατηγορία.

 

            Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.22-23 εξηγεί με περισσή λεπτομέρεια γιατί η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν επαρκούσε για την επιδίκαση οποιασδήποτε μορφής αποζημίωσης. Δεν έχει τεθεί κανένα πειστικό στοιχείο ενώπιον μας που να θέτει την πιο πάνω κατάληξη υπό αμφισβήτηση και να μας πείθει ότι δικαιολογείται η από μέρους μας επέμβαση.

 

            Απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος αντέφεσης.  

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Η εξισορρόπηση που προκύπτει από την κατάληξη αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, στο οποίο και καταλήγουμε, ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να επωμιστεί τα έξοδα της στην κατ’ έφεση διαδικασία. Καμία παρέμβαση στην πρωτόδικη διαταγή εξόδων.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο