ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ   – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

27 Ιουνίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 139/2018

σχ. με 168/2018)

 

ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες

v.

 

ΚΟΣΜΑ ΜΟΛΕΣΚΗ,

Εφεσίβλητου

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 168/2018

σχ. με 139/2018)

 

ΚΟΣΜΑΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ,

Εφεσείων

v.

 

1. ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

2. ΑΝΔΡΕΑ ΜΥΡΙΑΝΘΟΥΣ,

Εφεσίβλητων

 

Θ. Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες στην 139/2018

Ν. Αβρααμίδης με Μ. Κατσαρού (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο στην 139/2018 και για Εφεσείοντα στην 168/2018

Θ. Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ και Χ. Μαυρικίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 1 στην 168/2018

Χ. Μίτσιγκας και Χ. Μαυρικίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 2 στην 168/2018

 

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Τα προβλήματα υγείας τα οποία ο εφεσίβλητος στην 139/2018 και εφεσείων στην 168/2018 αντιμετώπιζε, τον οδήγησαν στην αναζήτηση θεραπείας. Η εξέλιξη των γεγονότων είχε ως αποτέλεσμα να τύχει ιατρικών υπηρεσιών από τον εφεσίβλητο 2 στην 168/2018, στο ιδιωτικό νοσοκομείο των εφεσιβλήτων 1 στην 168/2018 – εφεσειόντων στην 139/2018. Τα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα στην 168/2018 δεν επιλύθηκαν, ενώ υποβλήθηκε και σε αχρείαστη επέμβαση αφαίρεσης ολόκληρου του προστάτη και σε σειρά άλλων θεραπειών και επεμβάσεων.

 

Η διαφορά οδηγήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφασή του, επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 (εφεσείοντα και εφεσιβλήτων 1 και 2 στην 168/2018, αντιστοίχως), αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, €70.000.- ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον €3.023,63, ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε από όλους τους εμπλεκόμενους. Η έφεση 139/2018 καταχωρήθηκε από τους εναγόμενους 1 στην αγωγή, εναντίον του ενάγοντα στην αγωγή. Η έφεση 168/2018 καταχωρήθηκε από τον ενάγοντα στην αγωγή, εναντίον των εναγομένων 1 και 2 στην αγωγή, ιδιωτικού νοσοκομείου και ιατρού, αντιστοίχως. Επτά λόγους έφεσης αφορά η 139/2018 και δώδεκα λόγους έφεσης η 168/2018. Αντέφεση, την οποία ο εναγόμενος 2 – εφεσίβλητος 2 καταχώρησε στην 168/2018, αποσύρθηκε πριν την ακρόαση των εφέσεων.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάθε τι που αφορά τις εξεταζόμενες εφέσεις, συμπεριλαμβανομένων των εγειρόμενων λόγων έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία των αντιδίκων πλευρών σε κάθε μία από τις παρούσες εφέσεις. Πρόσφορη κρίνουμε την ενασχόλησή μας πρώτα με την έφεση 168/2018 και μετέπειτα την 139/2018.

 

ΕΦΕΣΗ 168/2018

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της κατάστασης που ο εφεσείων παρουσίασε μετεγχειρητικά και των αμελών πράξεων και παραλείψεων των εφεσιβλήτων 1 και 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με τις από μέρους του εφεσιβλήτου 2 παραλείψεις, κατέληξε ως εξής:

 

«Ο Εναγόμενος 2 δεν επέδειξε το επίπεδο δεξιότητας που έπρεπε να είχε κατά τον επίδικο χρόνο ένας επαγγελματίας γιατρός της ειδικότητας του.  Απέτυχε να διαγνώσει ότι η αιτία του προβλήματος του Ενάγοντα ήταν ο αυχένας της ουροδόχου κύστης.  Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε εύκολα να διαγνωσθεί με τη διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων, όπως ήταν η ουρηθροκυστεοσκόπηση.  Αντί να τον υποβάλει σε ουρηθροκυστεοσκόπηση, τον υπέβαλε σε αξονική τομογραφία, εξέταση που υποβάλλεται μόνο σε περίπτωση που ο ασθενής πάσχει από καρκίνο και ήταν εντελώς αχρείαστη στην υπό κρίση υπόθεση.  Ο Εναγόμενος 2 διέγνωσε ότι ο Ενάγοντας έπασχε από καρκίνο του προστάτη ενώ δεν υπήρχε οποιαδήποτε επιστημονική ένδειξη ότι ο προστάτης του Ενάγοντα παρουσίαζε καρκίνο.  Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας δεν έπασχε από καρκίνο, ήταν προφανές σε οποιονδήποτε λογικό, ικανό γιατρό της ειδικότητάς του. 

            Ο Εναγόμενος 2 ενημέρωσε τον Ενάγοντα ότι έπασχε από καρκίνο και ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε επέμβαση για να αφαιρεθεί ο προστάτης.  Δεν τον ενημέρωσε όμως με τρόπο που θα ήταν κατανοητός σε αυτόν τον τύπο της επέμβασης ότι επρόκειτο για διουρηθρική προστατεκτομή και παρέλειψε να τον ενημερώσει για τις πιθανές συνέπειες της πιο πάνω επέμβασης, συμπεριλαμβανομένης και της πιθανότητας αυτός να καταστεί σεξουαλικά ανίκανος.  Το μόνο που τού ανάφερε ήταν για την παλίνδρομη εκσπερμάτωση. Πέραν τούτου, παρέλειψε να συμπληρώσει το έντυπο συγκατάθεσης και κατ' επέκταση να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του.  Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας έθεσε την υπογραφή του σε ένα έγγραφο ασυμπλήρωτο, δεν συνεπάγεται ότι αυτός είχε δώσει τη συγκατάθεση του όπως υποβληθεί σε οποιαδήποτε επέμβαση. 

            Οι πιο πάνω πληροφορίες ήταν ουσιώδεις.  Ο Ενάγοντας είχε δικαίωμα να γνωρίζει τον τύπο της επέμβασης στην οποία θα υποβαλλόταν και ταυτόχρονα τους σημαντικούς κινδύνους που εμπερίκλειε η θεραπεία αυτή, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας αυτός να παραμείνει σεξουαλικά ανίκανος.  Υπενθυμίζω ότι η πιθανότητα ήταν 13% στην περίπτωση της διουρηθρικής προστατεκτομής (TURP) και 4.65 % στην περίπτωση της διουρηθρικής διατομής (TUIP).  Η συγκεκριμένη πληροφόρηση ήταν μεγάλης σημασίας στην υπό κρίση περίπτωση, καθότι η πιθανότητα ήταν αρκετά μεγάλη, ο Ενάγοντας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μόνο τριανταπέντε ετών και ήταν άτομο σεξουαλικά ενεργόν.  Ο Εναγόμενος 2 παρέλειψε να τον πληροφορήσει, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε η πιθανότητα η κατάσταση του στο μέλλον να υποτροπίαζε και να απαρουσίαζε εκ νέου στένωμα.  Αντιθέτως, τον καθησύχαζε ότι η επέμβαση θα είχε 100% επιτυχία.  Ο Ενάγοντας συγκατατέθηκε όπως υποβληθεί σε επέμβαση στο κάτω ουροποιητικό του σύστημα, η συγκατάθεση όμως αυτή δεν ήταν το αποτέλεσμα ορθής και πλήρους πληροφόρησης. Με βάση τη μαρτυρία του Ενάγοντα, η οποία είναι αποδεκτή και γίνεται εύρημα του Δικαστηρίου, εάν ετύγχανε της δέουσας ενημέρωσης  δεν θα συγκατατίθετο να υποβληθεί στη συγκεκριμένη επέμβαση. Καταλήγω ότι  παράλειψη σωστής ενημέρωσης και λήψις 'ενημερωμένης συγκατάθεσης', συνιστά παραβίαση του καθήκοντος που είχε ο Εναγόμενος 2 προς τον Ενάγοντα να επιδείξει επιμέλεια. 

            Μετά τη διενέργεια της διουρηθρικής προστατεκτομής και την αφαίρεση ολόκληρου του προστάτη, ο Εναγόμενος 2 προέβη σε διατομή του αυχένα (TUIP).  Η πιο πάνω ενέργεια ήταν, κατά την άποψη μου, υπό τις περιστάσεις, εύλογη για αντιμετώπιση της κατάστασης, έχοντας υπόψη την εικόνα που παρουσίαζε ο αυχένας της ουροδόχου κύστης, ήταν στενός και ινώδης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται απόφραξη των ούρων από την ουροδόχο κύστη προς την ουρήθρα, τα προβλήματα ούρησης που αντιμετώπιζε ο Ενάγοντας και το γεγονός ότι δεν υπήρξε σημαντική βελτίωση από τη φαρμακευτική αγωγή που έλαβε τους δύο τελευταίους μήνες.  Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η μη έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος της απόφραξης ούρων, θα μπορούσε να οδηγήσει στο απώτερο μέλλον σε νεφρική ανεπάρκεια. Το γεγονός όμως ότι η διενέργεια της πιο πάνω επέμβασης ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις δεν απάλλασε τον Εναγόμενο 2 από την υποχρέωση να ενημερώσει τον Ενάγοντα ότι θα διενεργούσε την πιο πάνω επέμβαση και τις πιθανές επιπλοκές που θα μπορούσε να του προκαλέσει η επέμβαση αυτή.»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του τι ακολούθησε των ως άνω, στο πλαίσιο της διαπίστωσης ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, ως εξής:

 

« Σε σχέση με το πρώτο, τη στυτική αδυναμία, με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πάθησης αυτής και της διενέργειας της διουρηθρικής προστατεκτομής (TURP) και της αφαίρεσης ολόκληρου του προστάτη. Υπάρχει επίσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της στυτικής αδυναμίας και  της διουρηθρικής διατομής του αυχένα (TUIP), έστω και αν η διενέργεια της δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. Η παράλειψη του Εναγομένου 2 να ενημερώσει δεόντως τον Ενάγοντα σε σχέση με την επέμβαση  συνιστά αμέλεια. Σχετική επί του θέματος της αιτιώδους συνάφειας, είναι η Αγγλική απόφαση Chester vAffshar[26] . 

            Σε σχέση όμως με τα υπόλοιπα προβλήματα που ο Ενάγοντας αντιμετώπιζε λίγους μήνες μετά την επέμβαση, ήτοι τη δυσκολία κατά την ούρηση και τον πόνο που παρουσιαζόταν κατά την ούρηση, τα οποία χειροτέρευσαν με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα ο αυχένας της ουροδόχου κύστης να παρουσιάσει μεγάλη στένωση και το 2009 να αναγκασθεί να υποβληθεί σε υπερηβική κυστεοστομή, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πιο πάνω προβλημάτων και της επίδικης επέμβασης.  Η στένωση του αυχένα της κύστης είναι, με βάση την επιστημονική μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και των συγγραμμάτων, μια πάθηση η οποία είναι δυνατό να μην αποθεραπευτεί με την επέμβαση και να ξαναδημιουργηθεί. Πέραν τούτου, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο μεγάλος αριθμός των επεμβάσεων στις οποίες υποβλήθηκε ο Ενάγοντας μετά την επίδικη, συμπεριλαμβανομένων και των δύο πλαστικών του αυχένα, που πρόκειται για βαριές επεμβάσεις, επηρέασαν την κατάσταση του Ενάγοντα. 

            Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι όσο περισσότερο «σκαλίζει» ο χειρούργος κατά την επέμβαση, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα δημιουργίας επιπλοκών και ότι μετά τη διενέργεια τόσου μεγάλου αριθμού επεμβάσεων, ήταν φυσικό επακόλουθο ο Ενάγοντας να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην ούρηση και να υπάρχει στένωμα στον αυχένα της ουροδόχου κύστης. 

          Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν μπορώ να καταλήξω σε ασφαλές συμπέρασμα ότι τα προβλήματα ούρησης που αντιμετώπιζε ο Ενάγοντας μετά την επέμβαση και συνεχίζει να αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα είναι απότοκα της επίδικης επέμβασης. 

            Σε σχέση με τη ψυχολογική κατάσταση του Ενάγοντα, ως καταγράφω και στα ευρήματα μου, αυτή έχει επηρεασθεί δυσμενώς, τόσο από τα προβλήματα ούρησης που αντιμετωπίζει, όσο και από τη σεξουαλική ανικανότητα του.  Επαναλαμβάνω όμως, πιθανό εκ του περισσού, ότι ο Εναγόμενος 2 ευθύνεται για τη στυτική δυσλειτουργία  του Ενάγοντα και ότι δεν έχω ικανοποιηθεί, στο βαθμό που απαιτείται, ότι αυτός ευθύνεται για τα προβλήματα ούρησης που αντιμετωπίζει.  Κατ' επέκταση, ο Εναγόμενος 2 δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη ψυχολογική κατάσταση του Ενάγοντα, καθότι αυτή επηρεάσθηκε τόσο από τη σεξουαλική ανικανότητα του, όσο και από τα προβλήματα ούρησης, γεγονός που θα ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων.»

 

          Προβάλλεται, από την πλευρά του εφεσείοντα, ότι η πιο πάνω κατάληξη είναι εσφαλμένη, αφού όλα όσα ο εφεσείων βίωσε μετά τη διενέργεια της επίδικης επέμβασης δεν ήταν οτιδήποτε άλλο από επαλήθευση των κινδύνων και επιπλοκών της επέμβασης στην οποία τον υπέβαλε ο εφεσίβλητος 2, χωρίς την ενημερωμένη συγκατάθεσή του και αντίθετα με την επιθυμία του να μην υποβληθεί σε διουρηθρική προστατεκτομή. Με την επιχειρηματολογία του αυτή, ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε σε σχετική νομολογία.

 

          Δεν συμφωνούμε με το όλο σκεπτικό του ευπαίδευτου συνηγόρου. Είναι γεγονός ότι η σύγχρονη νομολογία (Chester v. Affshar [2002] 3 All.E.R. 532, Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 ΑΑΔ 1541) καθορίζει τις σχετικές αρχές αναδεικνύοντας το δικαίωμα του ασθενούς να τυγχάνει πλήρους ενημέρωσης και να αποφασίζει τι επιθυμεί να πράξει, προτού υποβληθεί σε οποιαδήποτε επέμβαση. Συνακόλουθα, θα πρέπει να παρέχεται η κατάλληλη θεραπεία όταν το καθήκον αυτό παραβιάζεται και πραγματοποιείται ο κίνδυνος για τον οποίο ο ασθενής θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί, με αποτέλεσμα να υποστεί βλάβη (Chester, ανωτέρω). Ως θέμα πολιτικής, διευρύνεται το πλαίσιο εντός του οποίου αποδεικνύεται η αιτιώδης συνάφεια, χωρίς να είναι αποφασιστικής σημασίας η μη ύπαρξη αυστηρής σύνδεσης της παράλειψης καθήκοντος και της ζημιάς. Όμως, το τι η συναφής νομολογία καθορίζει δεν είναι να καλύπτεται με αιτιώδη συνάφεια οτιδήποτε ακολουθεί μιας επέμβασης για την οποία δεν εξηγήθηκαν τα ρίσκα και δεν λήφθηκε ενημερωμένη συγκατάθεση, ώστε να περιλαμβάνει και κάτι που θα υπήρχε ακόμη και χωρίς την επέμβαση.

 

          Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως τέθηκε ανωτέρω, δεν παρουσιάζει σφάλμα. Είναι στη βάση των ευρημάτων του επί των γεγονότων και της επιστημονικής μαρτυρίας που αποδέχτηκε, που κατέληξε στο ότι τα όσα αφορούσαν τα θέματα ούρησης, αφορούσαν μια πάθηση η οποία ήταν δυνατό να μην αποθεραπευθεί με την επέμβαση και να ξαναδημιουργηθεί. Επομένως, δεν αποτελούσαν υλοποίηση κινδύνου της επέμβασης για τον οποίο ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί, με αποτέλεσμα να υποστεί βλάβη, αλλά προϊόν της πάθησης από την οποία ο εφεσείων υπέφερε και ενδεχομένως να μην αποθεραπεύετο από την επέμβαση ή ενδεχομένως να ξαναδημιουργείτο. Αυτό, σε αντίθεση με τα όσα αφορούσαν τη στυτική αδυναμία, τα οποία, σαφώς, αποτελούσαν υλοποίηση κινδύνων από την επέμβαση, για τους οποίους ο εφεσείων δεν είχε ενημερωθεί, και δεν αποτελούσαν επιπτώσεις της αναφερόμενης πάθησης της στένωσης του αυχένα της κύστεος.

 

          Κρίνουμε, συνεπώς, ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης και τον απορρίπτουμε.

 

          Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ευρήματα ή/και συμπεράσματα τα οποία είναι παράλογα ή/και αντίθετα με την ενώπιον του μαρτυρία ή/και δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία ή/και στα ενώπιον του τεκμήρια ή/και είναι αντίθετα ή/και ασυμβίβαστα με τα ευρήματα και συμπεράσματα του σε άλλα σημεία της απόφασης.

 

          Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις που προβάλλονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης. Ουδόλως διαπιστώνεται, στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδοκιμάζει οποιανδήποτε ενέργεια ή πρακτική την οποία, άλλωστε, το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβίαζε τα δικαιώματα του εφεσείοντα.

 

          Προκύπτει σαφώς, μέσα από τα γραφόμενα στην πρωτόδικη απόφαση, η σφαιρική αντιμετώπιση των επιδίκων θεμάτων και η κατάληξη σε ορθά συμπεράσματα, στη βάση της αποδεκτής από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρίας.

 

          Ως αβάσιμο, απορρίπτουμε και τον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

          Ανάλογες σκέψεις ισχύουν και αναφορικά με τους λόγους έφεσης 3 και 4, οι οποίοι αφορούν την αρχικά χορηγηθείσα φαρμακευτική αγωγή και τη μεταγενέστερη διακοπή της.

 

          Πέραν του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία επί της οποίας βασίστηκε, θεωρούμε ότι το όλο ζήτημα δεν διατήρησε, στην εξέλιξη των γεγονότων, οποιαδήποτε σημασία, πέραν του ότι αποτελούσε ακόμη ένα στάδιο στην όλη αντιμετώπιση των θεμάτων που βασάνιζαν τον εφεσείοντα. Έχοντας, συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώσει τις παραλείψεις του εφεσίβλητου 2 και αποδώσει θεραπεία, θεωρούμε τους εν λόγω λόγους έφεσης χωρίς έρεισμα ή σχετικότητα στην κατάληξη της υπόθεσης.

 

          Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τον λόγο έφεσης 12, ο οποίος αφορά ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας και συναφείς αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην κρίση του. Αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε σε συμπεράσματα εντός των πλαισίων της ευχέρειας του. Δεν θα πρέπει να είναι μικροσκοπική η εξέταση της κάθε αναφοράς σε μία απόφαση, ιδιαιτέρως για ζητήματα που, από το σύνολο της απόφασης, φαίνεται ότι δεν θα είχαν ουσιαστική επίδραση στην τελική ετυμηγορία.

 

          Χωρίς έρεισμα και ουσιαστική σημασία στην τελική κατάληξη κρίνουμε και τον 12ο λόγο έφεσης.

 

          Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 12, επίσης, απορρίπτονται.

 

          Την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτου 2, ΜΥ5, ΜΥ7 και ΜΥ8 προσβάλλει ο πέμπτος λόγος έφεσης, προβάλλοντας ότι η μαρτυρία αυτή έπρεπε να αγνοηθεί στην ολότητά της (με εξαίρεση τα σημεία που επιβεβαίωναν την εκδοχή των μαρτύρων του εφεσείοντα ή/και όπου περιελάμβαναν παραδοχές), εφόσον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί μαρτυρικό υλικό.

 

           Έχουμε, με λεπτομέρεια, εξετάσει κάθε τι σχετικό με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής, δεδομένης, πάντοτε και της γνωστής νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα.  Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.

 

          Η προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση όπου οι υπό κρίση μάρτυρες κρίθηκαν παντελώς αναξιόπιστοι επί του συνόλου της μαρτυρίας τους. Το τι προβάλλεται, από την πρωτόδικη απόφαση, είναι η αποδοχή της εμπειρογνωμοσύνης των μαρτύρων και η λεπτομερής κρίση της μαρτυρίας τους, ώστε να καθοριστεί, με διαφανή τρόπο, ποιους από τους ισχυρισμούς τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόταν και ποιους όχι.

 

          Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε, ούτε επί της ουσίας της αξιολόγησης εντοπίζουμε σφάλμα.  Αντιθέτως, διαπιστώνεται η ξεκάθαρη αιτιολόγηση τόσο της απόρριψης ισχυρισμών όσο και της αποδοχής άλλων.  Αναφορικά δε, με τους αποδεκτούς ισχυρισμούς τους, διαφαίνεται η συμφωνία αυτών με μαρτυρία προερχόμενη από την πλευρά του εφεσείοντα ή άλλη επιστημονική μαρτυρία ή κοινώς αποδεκτή μαρτυρία. 

 

          Ως αβάσιμο, απορρίπτουμε και τον λόγο έφεσης 5.

 

          Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα της ακράτειας δεν ήταν δικογραφημένο και ότι η όλη μαρτυρία που ήταν σχετική με την ακράτεια θα έπρεπε να αγνοηθεί. 

 

          Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Κατά την ακροαματική διαδικασία ο Ενάγοντας ισχυρίσθηκε ότι ένα από τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν μετά την επίδικη επέμβαση ήταν η ακράτεια. Μεγάλο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας αναλώθηκε για το θέμα αυτό, οι πλείστοι μάρτυρες εξετάσθηκαν και αντεξετάσθηκαν επί τούτου και εξέφρασαν διάφορες απόψεις. Παρατηρώ ότι πουθενά στη πολυσέλιδη Εκθεση Απαίτησης γίνεται μνεία, έστω και έμμεσα για 'ακράτεια'. Ηταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Ενάγοντα ότι η ακράτεια εμπεριέχεται στον όρον 'δυσουρία', που αποτελεί, με βάση την Εκθεση Απαίτησης, μια από τις ζημιές που υπέστη ο Ενάγοντας. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη. Δυσουρία, με βάση το ερμηνευτικό λεξικό του Μπαμπινιώτη είναι 'η επώδυνη δυσχέρεια κατά την ούρηση', με βάση το Dorland's Medical Dictionary[1] είναι 'η δυσχερής ή επώδυνη ούρηση', ενώ σύμφωνα με την αδιαμφισβήτητη ιατρική μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου, είναι η δυσκολία στην έξοδο των ούρων που συνοδεύεται από πόνο. Ακράτεια, σύμφωνα με το  Λεξικό του Μπαμπινιώτη  είναι η 'αδυναμία εκούσιας συγκρατήσεως των απεκκρίσεων', σύμφωνα με το Dorland's Medical Dictionary είναι 'η αδυναμία ελέγχου των απεκκριτικών λειτουργιών', ενώ με βάση την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου είναι η ανεπιθύμητη, η άθελη απώλεια ούρων είτε από ένα απλό φτάρνισμα ή βήξιμο ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Καταλήγω ότι η 'ακράτεια' δεν περιλαμβάνεται στον όρον 'δυσουρία' και κατ' επέκταση πρόκειται για θέμα το οποίο δεν έχει δικογραφηθεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη[2]. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι παρά το γεγονός ότι η παρουσίαση της υπόθεσης του Ενάγοντα ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν πολύ καλή,  η Εκθεση Απαίτησης ήταν αχρείαστα μακροσκελής. Συμπεριλήφθηκε σε αυτή μαρτυρία ενώ κάποιες θέσεις κατεγράφησαν πέραν της μιας φοράς, γεγονός που κατέστησε  το έργο του Δικαστηρίου και των συνηγόρων, κατά την ακροαματική διαδικασία, δύσκολο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διελάθει της προσοχής όλων μας ότι ο ισχυρισμός περί ακράτειας δεν ήταν δικογραφημένος.»

 

          Είναι ορθή η ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι η δυσουρία δεν περιλαμβάνει την ακράτεια.  Μπορεί, με βάση τη δοθείσα μαρτυρία, να συνυπάρχουν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το ένα περιλαμβάνει το άλλο.  Είναι, επίσης, ορθή η διαπίστωση ότι το θέμα της ακράτειας δεν δικογραφείτο, ούτε θα μπορούσε ευλόγως να υπαχθεί σε γενικό ισχυρισμό για τον οποίο δεν ζητήθηκαν λεπτομέρειες.  Είναι λεπτομερής η παράθεση των βλαβών που, κατ’ ισχυρισμό στην έκθεση απαίτησης, υπέστη ο εφεσείων, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει σφάλμα στη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ούτε η αναζήτηση αποζημίωσης για πάννες συμπλήρωνε το κενό. 

 

          Με δεδομένη τη μη δικογράφηση του θέματος, ούτε ο μη εντοπισμός της νωρίτερα από οποιονδήποτε, ούτε η χωρίς ένσταση παράθεση μαρτυρίας, δύναται να συμπληρώσει το κενό.

 

          Δεν υφίσταται, συνεπώς, σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου. Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

          Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν τις ειδικές και γενικές αποζημιώσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε προς όφελος του εφεσείοντα. 

 

          Είμαστε της άποψης ότι το αποτέλεσμα των λόγων έφεσης 1 και 6 καθορίζει την τύχη και των λόγων έφεσης 7 και 8. Η απόφαση του Δικαστηρίου επί των αποζημιώσεων ήταν αποτέλεσμα απόδοσης αποζημίωσης για ό,τι κρίθηκε να είναι αποτέλεσμα συνδεόμενο με τις πράξεις για τις οποίες οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν αμελείς.  Με αυτό το δεδομένο, οι λόγοι έφεσης 7 και 8 δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν, δεδομένης της μη ανατροπής της ως άνω κατάληξης του Δικαστηρίου.

 

          Αναπόφευκτα, οι λόγοι έφεσης 7 και 8 απορρίπτονται.

 

          Με τον έννατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το ποσό των €70.000.- το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία ήταν υπέρμετρα χαμηλό, ακόμη και αν το μόνο πρόβλημα που μπορούσε να διασυνδεθεί με την επέμβαση ήταν το θέμα της σεξουαλικής ανικανότητας. 

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε το σκεπτικό του με βάση το οποίο κατέληξε στο συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης. Το Εφετείο, κατά κανόνα, δεν επεμβαίνει στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου απλώς για να αντικαταστήσει το αποδιδόμενο ποσό με το τι αυτό θεωρεί ορθό ως ποσό αποζημίωσης.  Δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη οποιοδήποτε σχετικό στοιχείο στη διεργασία κατάληξης στο ποσό της αποζημίωσης.  Όμως, στη βάση ακριβώς των στοιχείων αυτών, περιλαμβανομένων του νεαρού της ηλικίας του εφεσείοντα τότε (35 ετών) και των επιπτώσεων στην ψυχική του υγεία, θεωρούμε το επιδικασθέν ποσό υπέρμετρα χαμηλό ώστε να επιβάλλεται παρέμβαση μας στην πρωτόδικη κρίση. Διαφοροποιούμε, συναφώς, την πρωτόδικη κρίση, αυξάνοντας το ποσό των αποζημιώσεων από €70.000.- σε €100.000, το οποίο κρίνουμε ως το ενδεδειγμένο υπό τας περιστάσεις.

 

          Ο λόγος έφεσης 9 επιτυγχάνει.

 

          Με τον δέκατο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνόησε ή/και δεν έλαβε υπόψη τις αξιώσεις του εφεσείοντα σε σχέση με το αστικό αδίκημα της επίθεσης ή/και την αξίωση για επιδίκαση τιμωρητικών/παραδειγματικών αποζημιώσεων. 

 

          Είναι, όμως, γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ανάλυσης της νομικής πτυχής, εξήγησε και τα εξής:

 

«Άρρηκτα συνδεδεμένο με το θέμα της ενημέρωσης του ασθενή είναι η λήψης συγκατάθεσης από αυτόν. Ο γιατρός δεν έχει δικαίωμα να επέμβει στο σώμα οποιουδήποτε ασθενή εάν δεν λάβει την συγκατάθεση του. Παράλειψη του να το πράξει παραβιάζει το δικαίωμα του ασθενή να έχει έλεγχο επί του σώματος του. Στο σύγγραμμα Jonesσελ. 554, παρ.6-010 διαβάζουμε σχετικά τα πιο κάτω: 

«.Without a consent, either written or oral, no surgery may be performed.  This is not a mere formality; it is an important individual right to have control over one's body, even where medical treatment is involved.  It is the patient, not the doctor, who decides whether surgery will be performed, where it will be done, when it will be done and by whom it will be done.» 

            Σε περίπτωση που ο ασθενής δίδει τη συγκατάθεση του για επέμβαση αλλά η συγκατάθεση δόθηκε χωρίς αυτός να λάβει όλες τις σχετικές πληροφορίες, τότε αυτό συνιστά αμέλεια και όχι παραβίαση του δικαιώματος του ασθενής να έχει έλεγχο επί του σώματος του. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Tort Law της Jenny Steele[25], κάτω από τον τίτλο «Uninformed Consent», όπου εξηγείται η διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου δεν υπάρχει καθόλου συγκατάθεση και των περιπτώσεων όπου η συγκατάθεση δίδεται χωρίς να έχει προηγηθεί ικανοποιητική ενημέρωση.

 «The doctrine of "informed consent" originated in the United States.  This doctrine holds that consent to medical treatment is real and valid only if it is based on sufficient information about the risks involved.  Generally speaking, sufficiency of information would be judged for the purpose of this doctrine according to the requirements of a "prudent patient". 

The doctrine of informed consent in the context of the tort of battery was rejected by the House of Lords in Sidaway v. Bethlem Royal Hospital [1985] AC 871, holding that questions of information and advice as to risks should be addressed solely through the tort of negligence, not through trespass to the person.»»

 

          Γι’ αυτό και, προφανώς, ορθά ενέταξε το όλο ζήτημα της επέμβασης στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και όχι της επίθεσης, αποδίδοντας την αποζημίωση την οποία έκρινε ενδεδειγμένη.  Για σκοπούς πληρότητας, είναι καλώς γνωστό ότι τιμωρητικές/παραδειγματικές αποζημιώσεις αποδίδονται για να καταδειχθεί ο αποτροπιασμός και απέχθεια για αλόγιστη συμπεριφορά και αφετέρου, για αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου (Νεοφύτου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2019:A212, Πολιτική Έφεση 503/2012, ημερομηνίας 31.05.2019), ECLI:CY:AD:2019:A212.

 

          Στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, παρά την ύπαρξη σοβαρής αμέλειας, δεν εντοπίζουμε στοιχεία τέτοια που να δικαιολογούσαν απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων.

 

          Ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται.

 

          Ο ενδέκατος λόγος έφεσης αφορά τη μη επιδίκαση αποζημιώσεων για τη μη παράδοση στον εφεσείοντα των δεδομένων του ιατρικού φακέλου του, παρόλο που αποτελεί αυτοτελή αιτία αγωγής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί του προκειμένου, διαπίστωσε παράβαση και αποδέχτηκε ότι αποτελεί ξεχωριστή αιτία αγωγής για την οποία θα πρέπει να αποδοθεί ουσιαστική θεραπεία.  Εντόπισε, όμως, ότι:

 

«Επισημαίνω όμως ότι για να χορηγηθεί οποιαδήποτε θεραπεία, η θεραπεία αυτή θα πρέπει να δικογραφείται.  Στην υπό κρίση υπόθεση, δικογραφείται η άρνηση και η παράλειψη των Εναγομένων να δώσουν στον Ενάγοντα τα πιο πάνω στοιχεία, δεν δικογραφείται όμως τι θεραπεία αξιώνουν ούτε γίνεται μνεία σε οποιαδήποτε ζημιά.  Η παράγραφος 29 της Έκθεσης Απαίτησης, κάνει αναφορά σε «σοβαρές σωματικές βλάβες, πόνους, ταλαιπωρίες και μόνιμη ανικανότητα», που υπέστη ο Ενάγοντας.  Τα πιο πάνω όμως δεν συνδέονται με τις υπό εξέταση παραβιάσεις.  Ενόψει τούτου, δεν μπορεί να χορηγηθεί οποιαδήποτε θεραπεία για τις πιο πάνω παραβιάσεις.»

 

          Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Στην απουσία δικογράφησης και απόδειξης ζημιάς από την παράβαση αυτή δεν θα ήταν δυνατό να αποδοθεί ξεχωριστή θεραπεία. 

 

          Απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 11.

 

ΕΦΕΣΗ 139/2018

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλονται συγκεκριμένες αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίες τίθενται ως ευρήματα αυτού, ως λανθασμένες και μη συνάδουσες προς τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και μη αποτελούσες βάση για απόδοση εκ προστήσεως ευθύνη. 

 

          Φρονούμε ότι, επί του προκειμένου, υφίσταται παρεξηγημένη αντίληψη των όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του.  Δεν εντοπίζουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο να κατέληξε ότι υφίσταται εκ προστήσεως ευθύνη των εφεσειόντων για την αμέλεια του εφεσίβλητου 2 στην 168/2018.  Το συγκεκριμένο ζήτημα αναλύεται στις σελίδες 108 – 115 της πρωτόδικης απόφασης.  Από την έναρξη της ενασχόλησης του με την τυχόν ευθύνη των εφεσειόντων μέχρι και την επί τούτης κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την ενδεχόμενη ύπαρξη μη μεταβιβαζόμενης υποχρέωσης (non delegable duty)  και πουθενά δεν εντοπίζουμε εύρημα ή κατάληξη για ύπαρξη εκ προστήσεως ευθύνης. 

 

          Επί του προκείμενου λόγου έφεσης, ως αποτέλεσμα των ως άνω, δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω, πέραν του ότι οι συγκεκριμένες αναφορές του Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο την πραγματεύτηκε.  Επισημαίνουμε, για σκοπούς πληρότητας, ότι δεν εντοπίζεται κατάληξη σε εύρημα ότι ο εναγόμενος 2, κατ’ επέκταση, ήταν εργοδοτούμενος των εφεσειόντων.  Εκείνο το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, με αναφορά στο έγγραφο ανάληψης υποχρέωσης (μέρος του Τεκμηρίου 8Β), είναι ότι «Όπως ήταν διατυπωμένο το εν λόγω έγγραφο, παρουσιάζεται ότι ο θεράπων γιατρός, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Εναγόμενος 2, προσέφερε υπηρεσίες για λογαριασμό του Εναγόμενου 1 και κατ' επέκταση ότι ήταν εργοδοτούμενος αυτού.»  Θέτει, δηλαδή, την εντύπωση που το έγγραφο παρουσιάζει προς τον εκάστοτε τρίτο αναγνώστη του. 

 

          Κρίνουμε, συνεπώς, τον πρώτο λόγο έφεσης ως αβάσιμο και τον απορρίπτουμε.

 

          Ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει, ως λανθασμένο, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είχαν μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση επιμέλειας προς τον εφεσίβλητο.  Προβάλλεται, συναφώς, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος συμφώνησε ή ζήτησε οτιδήποτε από τους εφεσείοντες και ότι τα γεγονότα ουδόλως αποτελούν το υπόβαθρο για ύπαρξη τέτοιας υποχρέωσης. 

 

          Όπως προαναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε το θέμα αυτό, στην απόφαση του. Κατ’ αρχάς, προέβηκε σε νομική ανάλυση του θέματος, ως εξής:

«Το επόμενο θέμα που θα με απασχολήσει είναι η ευθύνη του Εναγόμενου 1, κατά πόσο αυτός ευθύνεται για τις ζημιές που υπέστη ο Ενάγοντας για τις οποίες κρίθηκε υπεύθυνος ο Εναγόμενος 2. 

Στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου A v. Ministry of Defence[27], το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το Νοσοκομείο έχει μια μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση (non delegable duty) σε σχέση με θεραπεία  η οποία χορηγήθηκε εντός του Νοσοκομείου, ανεξαρτήτως αν ο επαγγελματίας που ήταν αμελής ήταν εργοδοτούμενος του Νοσοκομείου ή αυτοεργοδοτούμενος.  Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα

«It seams to me that there are strong arguments of policy for holding that a hospital which offers treatment to a patient, accepts responsibility for the care with which the treatment is administered, regardless of the status of the person employed or engaged to deliver the treatment.  Lord Browne Wilkinson in X v. Bedfordshire proceeded on the premises that this is established in English law.»  

            Το σκεπτικό της αρχής ότι το Νοσοκομείο έχει μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση (non delegable duty), εδράζεται στο γεγονός ότι ο ασθενής δεν γνωρίζει ο,τιδήποτε για τη σχέση Νοσοκομείου - προσωπικού κατά πόσο κάποιος γιατρός ή νοσοκόμος είναι εργοδοτούμενος του Νοσοκομείου ή αυτοεργοδοτούμενος και δεν θα ήταν ορθό η απαίτηση τους να εξαρτάται από τη σχέση αυτή, την οποία ο ίδιος στην ουσία αγνοεί.  Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Medical Negligence, του MJones[28]

Παρ. 9-035 

«The underlying justification  for imposing a non-delegable duty on hospital authorities rest on patient expectations.  Patients know nothing about the terms upon which the hospital engages its staff.  They go to hospital for treatment and if they suffer injury in the course of that treatment their entitlement to damages should not turn upon whether the negligence was inflicted by an employed nurse or an agency nurse, a house surgeon or a visiting consultant.» 

           Ο πρώτος που αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο θέμα του μη μεταβιβαστέου καθήκοντος ήταν ο Lord Denning στην υπόθεση Cassidy v. Ministry of Health[29] . Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν από το High Court of Australia στην υπόθεση  Commonwealth v. Introvigne[30]  και στην Αγγλική απόφαση   Robertson vNottingham AHA[31] . Το σκεπτικό επί του οποίου βασίσθηκε ο Lord Dennning στη Cassidy υιοθετήθηκε από το Lord Browne Wilkinson στην υπόθεση in X (Minors) v. Bedfordshire County Council[32]. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα

'It is established that those conducting a hospital are under a direct duty of care to those admitted as patients to the hospital (I express no view as to the extent of that duty). They are liable for the negligent acts of a member of the hospital staff which constitute a breach of the duty whether or not the member of staff is himself in breach of a separate duty of care owed by him to the plaintiff'. 

        Σχετική επί του θέματος της μη μεταβιβαζόμενης υποχρέωσης (non delegable duty), είναι η πιο πρόσφατη απόφαση, Woodland vEssex Country Council[33] του Ανωτάτου Δικαστηρίου   της Αγγλίας.  Σε εκείνη την υπόθεση, ένα παιδί τραυματίσθηκε κατά τη διάρκεια μαθήματος κολύμβησης που έλαβε χώραν σε πισίνα,  που δεν ελεγχόταν  από το σχολείο, που υπαγόταν στην εκπαιδευτική Υπηρεσία, από επαγγελματία δάσκαλο κολύμβησης, που δεν ήταν εργοδοτούμενος του σχολείου.  Η απαίτηση στράφηκε εναντίον της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στη βάση ότι αυτή είχε μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση (non delegable duty) προς το παιδί.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε υπέρ του Ενάγοντα. 

            Προτού το Δικαστήριο καταλήξει ότι υπάρχει η πιο πάνω υποχρέωση με βάση το σκεπτικό της απόφασης, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις: 

i.              First it arises not from the negligent character of the act itself but because of an antecedent relationship between the defendant and the claimant.

ii.            The duty is positive or affirmative duty to protect a particular class or persons against a particular class of risks, and not simply a duty to refrain from acting in a way that foreseeably causes injury.

iii.           The duty is by virtue of that relationship personal to the defendant.  

The work required to perform such a duty may well be delegable and usually is.  But the duty itself remains the defendat's.  It's delegation makes no difference to the legal responsibility for the proper performance of a duty which in law is his own. 

Και σ' ελεύθερη μετάφραση στα Ελληνικά: 

i.              Πρώτον, αυτή (μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση) πηγάζει όχι από τον αμελή χαρακτήρα της πράξης καθ' εαυτής, αλλά λόγω της προηγηθείσας σχέσης μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου.

ii.            Δεύτερο, το καθήκον είναι ένα θετικό ή βεβαιωτικό καθήκον να προστατευθεί συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων από συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνων και δεν είναι ένα απλό καθήκον να απέσχει κάποιος να ενεργεί κατά τρόπο που είναι προβλεπτό ότι θα δημιουργήσει ζημιά.

iii.           Τρίτον, το καθήκον αυτό πηγάζει από αυτή τη σχέση που είναι προσωπική για τον ενάγοντα. 

Η εργασία που απαιτείται για την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος μπορεί να είναι μεταβιβαστέα και συνήθως είναι.  Αλλά το καθήκον παραμένει καθήκον του εναγόμενου.  Η μεταβίβαση του δεν διαφοροποιεί τη νομική του ευθύνη για τη σωστή εκτέλεση ενός καθήκοντος που με βάση το νόμο είναι δικό του.  Σε τέτοιες περιπτώσεις ο εναγόμενος αναλαμβάνει ένα καθήκον που είναι ανάλογο με το καθήκο που αναλαμβάνει ένα πρόσωπο». 

           Στην ιδίαν απόφαση τονίσθηκε από το Lord Sumption ότι για να υπάρχει μη μεταβιβαστέο καθήκον (non delegable duty), ο ενάγοντας θα πρέπει να είναι ασθενής ή παιδί ή πρόσωπο που για κάποιο ιδιαίτερο λόγο είναι ευάλωτο ή στηρίζεται στον εναγόμενο για να τον προστετεύσει έναντι πιθανών κινδύνων. Ο ενάγοντας δεν είναι σε θέση ελέγξει τον τρόπο που ο εναγόμενος θα επιλέξει να εκτελέσει τα καθήκοντα του, κατά πόσο θα τα εκτελέσει προσωπικά ή μέσω των υπαλλήλων του  ή μέσω τρίτων προσώπων. 

Σχετική επί του θέματος είναι και η Κυπριακή απόφαση ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και ΤΑΣΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΛΑΜΠΡΟΥ[34] στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε αμελής η Πολυκλινική.  Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα: 

«Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η μόνη ευθύνη της Πολυκλινικής των εναγομένων 1-εφεσειόντων για τον ασθενή ο οποίος εισήχθη στην Πολυκλινική τους, νοσηλευόταν στην ΜΕΘ, και χρεώθηκε για παρασχεθείσες ιατρικές υπηρεσίες, ήταν να ειδοποιήσουν τον θεράποντα ιατρό του.  Είχαν και οι ίδιοι, πρωτογενώς, ευθύνη επιμέλειας και φροντίδας έναντι του εφεσίβλητου ασθενούς τους, την οποίαν δεν εκπλήρωσαν δεόντως.  

Όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Michael Jones, Medical Negligence, 4th Edition, 2008, στις σελ. 123 κ.επ., σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, αναφορικά με ιατρική αμέλεια και ειδικά την απόφαση Caparo Industries plc v. Dickman (1990) 2 A.C. 605, πρέπει να είναι δίκαιο και εύλογο (just and reasonable) να επιβληθεί  καθήκον επιμέλειας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.    Το καθήκον επιμέλειας επιβάλλεται, ως θέμα πολιτικής του δικαίου, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει η αναγκαία προβλεψιμότητα του κινδύνου  και η αναγκαία εγγύτητα σχέσεως μεταξύ του οφείλοντος το καθήκον και του δικαιούχου της επιμέλειας (the requisite foreseeability and proximity of relationship) - Δέστε: X (Minors) v. Bedfordshire County Council (1995) 2 A.C. 633

Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο η προβλεψιμότητα των συνεπειών πιθανής αμέλειας, όσον  και η εγγύτητα της σχέσεως μεταξύ εφεσειόντων-εναγομένων 1 και εφεσίβλητου-ενάγοντα, επέβαλλαν καθήκον επιμέλειας εκ μέρους των εναγομένων 1 προς τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, το οποίο οι εναγόμενοι 1 παρέβησαν μη πράττοντας ουσιαστικά οτιδήποτε προς όφελος του ενάγοντα πέραν από του να καλέσουν τον θεράποντα ιατρό του, εναγόμενο 2 και να ακολουθούν τις οδηγίες του.   Ενήργησαν ουσιαστικά ως εάν ο εφεσίβλητος-ενάγων να βρισκόταν σε ξενοδοχείο, αντί σε ΜΕΘ αδειούχας Πολυκλινικής (ιδιωτικού νοσηλευτηρίου).»»

 

          Τέθηκε, από πλευράς εφεσειόντων, ότι το όλο ζήτημα καθίσταται ξεκάθαρο στη βάση των όσων αναφέρονται στην Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., (ανωτέρω).  Παρατηρείται ότι στην εν λόγω απόφαση, το Εφετείο, έχοντας ουσιαστικά αναγνωρίσει την πιθανότητα ύπαρξης πρωτογενούς αμέλειας εκ μέρους του ιδιωτικού νοσοκομείου, με αναφορά στην Πολυκλινική Υγεία Λίμιτεδ v. Λάμπρου (ανωτέρω), δεν εντόπισε οτιδήποτε ικανό να ανατρέψει την πρωτόδικη κατάληξη ότι, αφενός, δεν προέκυπτε θέμα εκ προστήσεως ευθύνης, ενώ αφετέρου, δεν υπήρξε μαρτυρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στο ιδιωτικό νοσοκομείο για πράξεις ή παραλείψεις του νοσηλευτικού τους προσωπικού.

 

          Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε, κατά γενικό τρόπο, ότι υφίστατο μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση επιμέλειας από μέρους των εφεσειόντων προς τον εφεσίβλητο.  Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής συγκεκριμενοποίησε και ανέλυσε το πως κατέληξε στην απόφαση της.  Αναφέρει σχετικά, υπαγάγοντας τα γεγονότα της υπόθεσης στην ως άνω νομική πτυχή:

 

«Η θέση που προβλήθηκε από την Υπεράσπιση ήταν ότι ο Εναγόμενος 2 δεν ήταν εργοδοτούμενος του Απολλώνειου Νοσοκομείου, αλλά αυτοεργοδοτούμενος.  Σχετική επί του θέματος ήταν η μαρτυρία του Νίκου Σατραζάμη, Μ.Υ.3, η οποία δεν έχει στην ουσία αμφισβητηθεί και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου.  Οι σχέσεις των δύο μερών διέποντο από γραπτή συμφωνία, η οποία όμως δεν αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου οι ακριβείς σχέσεις των δύο μερών παραμένουν άγνωστες.  Εκείνο όμως που προκύπτει αβίαστα από τη μαρτυρία και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, είναι ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν ένας εκ των ιδρυτών και μετόχων του εν λόγω και αυτός και  το Απολλώνειο Νοσοκομείο παρουσιάζονταν στους τρίτους ότι λειτουργούσαν ως μία οντότητα.  Σχετική είναι η μαρτυρία του Μ.Υ.3, διευθυντή του εν λόγω Νοσοκομείου.  Η μαρτυρία αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όλα τα τιμολόγια και οι αποδείξεις, είτε αυτά αφορούσαν νοσήλεια, είτε αμοιβή του Εναγόμενου 2, έφεραν το λογότυπο του Εναγόμενου 1.  Το λογότυπο του Εναγόμενου 1 έφεραν και όλα τα πιστοποιητικά που εξέδιδε ο Εναγόμενος 2 και αφορούσαν τον Ενάγοντα ως επίσης το έγγραφο συγκατάθεσης, Τεκμήριο 98. 

            Στο τελευταίο, ήτοι στο Τεκμήριο 98, το οποίο παρέθεσα αυτούσιο, πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν 'αυτοεργοδοτούμενος' και ότι  το Απολλώνειο Νοσοκομείο δεν έφερε καμία ευθύνη για τις πράξεις και ή παραλείψεις του.  Τουναντίον, ο τρόπος που είναι διατυπωμένο το εν λόγω έγγραφο, αφήνεται να εννοηθεί ότι η συμπλήρωση και η υπογραφή του εν λόγω εγγράφου, απαιτείτο από το ίδιο το Νοσοκομείο.  Παρατηρώ δε ότι το έγγραφο δεν φέρει απλώς το λογότυπο του Νοσοκομείου, αλλά κάτω από τον τίτλο «ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ, ΘΕΡΑΠΕΙΑ Ή ΕΓΧΕΙΡΗΣΗ» αναγράφεται «ΑΠΩΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ». 

            Περαιτέρω καμία μαρτυρία έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας είχε πληροφορηθεί ή ότι γνώριζε ότι ο Εναγόμενος 1 και ο Εναγόμενος 2 δεν λειτουργούσαν ως μία οντότητα και ότι στην πραγματικότητα ο Εναγόμενος 2 δεν ήταν εργοδοτούμενος του, αλλά αυτοεργοδοτούμενος.  Τουναντίον, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά την ανάληψη υποχρέωσης που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 8Β, που ζητήθηκε από τον Ενάγοντα να υπογράψει, προκύπτει ότι αυτός συμβλήθηκε μόνο με το Απολλώνειο Νοσοκομείο ήτοι τον Εναγόμενο 1 και όχι με τον Εναγόμενο 2.  Το όνομα του Εναγόμενου 2 δεν αναγράφεται καν στο έγγραφο.  Ο Ενάγοντας ανέλαβε να καταβάλει στο Απολλώνειο Νοσοκομείο όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων διάγνωσης της ασθένειας και της θεραπευτικής αγωγής, έξοδα που αφορούσαν υπηρεσίες που θα προσέφερε ο Εναγόμενος 2.  Όπως ήταν διατυπωμένο το εν λόγω έγγραφο, παρουσιάζεται ότι ο θεράπων γιατρός, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Εναγόμενος 2, προσέφερε υπηρεσίες για λογαριασμό του Εναγόμενου 1 και κατ' επέκταση ότι ήταν εργοδοτούμενος αυτού. 

           Ο Ενάγοντας δε, δεν υπόγραψε οποιονδήποτε έγγραφο Ανάληψης Υποχρέωσης με το οποίο αναλάμβανε να καταβάλει τα έξοδα του Εναγόμενου 2.  Το μόνο έγγραφο Ανάληψης Υποχρέωσης που υπέγραφε ήταν αυτό στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω. 

            Πέραν των πιο πάνω, επισημαίνω ότι ο Ενάγοντας δεν επέλεξε τον Εναγόμενο 2 από μόνος του, δεν τον γνώριζε καν προτού πάει στο Απολλώνειο Νοσοκομείο,  τού τον είχε συστήσει ο Δρ. Κρουσιόφσκι που ήταν γιατρός στο Απολλώνειο Νοσοκομείο.  Όταν ο Ενάγοντας επισκέφθηκε το Δρ. Κρουσιόφσκι στο Απολλώνειο Νοσοκομείο, ο τελευταίος τον παρέπεμψε στον Εναγόμενο 2, το ιατρείο του οποίου βρισκόταν στο εν λόγω Νοσοκομείο.  

           Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Ενάγοντας, υπό την ιδιότητα του ως ασθενής επρόκειτο για ευάλωτο πρόσωπο που στηριζόταν στο νοσοκομείο για να τον προστατεύσει από πιθανούς κινδύνους. 

Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές στα γεγονότα - ευρήματα που παρέθεσα πιο πάνω, καταλήγω ότι ο Εναγόμενος 1 είχε μη μεταβιβαζόμενη υποχρέωση επιμέλειας προς τον Ενάγοντα σε σχέση με τη διάγνωση και τη θεραπεία που χορηγήθηκε στον τελευταίο, ανεξαρτήτως της υπόστασης του γιατρού που προέβη στις πιο πάνω ενέργειες και ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις και ή παραλείψεις του Εναγομένου 2. Καταληκτικά θα ήθελα να αναφέρω ότι είναι αδιανόητο για ένα Νοσοκομείο να επικαλείται τη συμβατική σχέση μεταξύ του ιδίου και του γιατρού, τους ακριβείς όρους της οποίας ουδέποτε αποκάλυψε στον ασθενή  αλλά ούτε στη συνέχεια και στο Δικαστήριο, για να αποφύγει τις ευθύνες τους.»

 

          Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα είτε στην προσέγγιση είτε στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Τα αναφερόμενα, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκονται σε πλήρη ταύτιση με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, ως γεγονότα, ενώ το όλο σκεπτικό και ανάλυση του βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις νομολογιακές αρχές που παρέθεσε.  Δεν υφίσταται, θεωρούμε, περιθώριο επέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση, την οποία κρίνουμε ορθή, υπό τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης.

 

          Αβάσιμος, συνεπώς, κρίνεται και ο 2ος λόγος έφεσης και ως τέτοιος απορρίπτεται.

 

          Με τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης, προσβάλλονται, ως λανθασμένα, συγκεκριμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ύπαρξη στυτικής αδυναμίας ή σεξουαλικής ανικανότητας μετά την επέμβαση (τρίτος λόγος έφεσης) και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της στυτικής αδυναμίας και της διουρηθρικής διατομής του αυχένα (TUIP) έστω και αν η διενέργεια της δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. 

 

          Παρατηρείται ότι αμφότεροι οι λόγοι έφεσης δεν αναπτύσσονται, είτε όσον αφορά το πραγματικό τους υπόβαθρο, είτε ως προς τη νομική τους βάση και ανάλυση, στο περίγραμμα αγόρευσης.  Εντοπίζουμε, παράλληλα, ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι στυτική αδυναμία, εννοιολογικά δεν φαίνεται να ισοδυναμεί με αδυναμία στην εκσπερμάτωση ή ανοργασμία και επώδυνη εκσπερμάτωση, ως η αναφορά στον αναφερόμενο λόγο έφεσης.

 

          Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι στην πολυσέλιδη πρωτόδικη απόφαση, παρατίθενται, σε διάφορα σημεία, μη αμφισβητούμενα γεγονότα, μαρτυρία και ευρήματα ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καθώς επίσης κατάληξη ως αποτέλεσμα της νομικής ανάλυσης και υπαγωγής των γεγονότων της υπόθεσης σε αυτή. Δεν εντοπίζουμε έρεισμα στα όσα θέτουν οι λόγοι έφεσης 3 και 4, ως αυτοί τίθενται. Οι όποιες αναφορές και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούνται από τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του και έτυχαν εξέτασης και ανάλυσης από αυτό. 

 

          Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.

 

          Ούτε οι λόγοι έφεσης 5 και 6 έχουν έρεισμα. Ο πέμπτος λόγος έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την παράλειψη του εναγόμενου 2 να ενημερώσει τον εφεσίβλητο για τις πιθανές συνέπειες της επέμβασης και/ή να εξασφαλίσει την ενημερωμένη συγκατάθεση του, ενώ ο έκτος λόγος έφεσης, σε σχέση με εξέταση μη εγερθέντων στα δικόγραφα θεμάτων. 

 

          Είναι με λεπτομέρεια που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τα όσα αφορούν τη μη ενημέρωση του εφεσίβλητου για τις πιθανές επιπλοκές και συνέπειες της επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, τη λήψη μη ενημερωμένης συγκατάθεσης και τη θέση ότι τέτοια ενημέρωση θα οδηγούσε τον εφεσίβλητο να μην προχωρήσει με την υποβολή του σε επέμβαση. Και αυτό τόσο ως προς τα γεγονότα όσο και ως προς τα εγειρόμενα ζητήματα. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην προσέγγιση, ανάλυση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, μας υποδείχθηκε κάτι συγκεκριμένο επί τούτου.  Βρίσκουμε το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο καθ’ όλα ενδεδειγμένο ώστε να αποφάσιζε τα επίδικα θέματα τα οποία εντόπισε.

 

          Έπεται ότι απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 5 και 6.

 

          Με τον έβδομο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η δομή της πρωτόδικης απόφασης με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα που απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρογνωμοσύνη που δεν είχε. 

 

          Πέραν και πάλι, της γενικόλογης αναφοράς στον λόγο έφεσης και αιτιολογία αυτού, ώστε να μην είναι αντιληπτό το αποδιδόμενο στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα, ως προς την κατάληξη στην υπόθεση, δεν εντοπίζουμε η πρωτόδικη απόφαση να πάσχει.  Είναι εύκολα αντιληπτή η προσπάθεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει τα ζητούμενα σε μία δικαστική απόφαση κατά τρόπο, ως ήτο δυνατό υπό τας περιστάσεις, συνοπτικό και διαφανή ως προς τον συλλογισμό του Δικαστηρίου. Δεν εντοπίζουμε, στην προσπάθεια του αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο να υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα ή να τίθεται εν αμφιβόλω η κατάληξη του ως προς τα θέματα που ηγέρθηκαν και αφορούσαν τους εφεσείοντες και τον εφεσίβλητο. 

 

          Ως αβάσιμο απορρίπτουμε και τον 7ο λόγο έφεσης.

 

Έπεται ότι η έφεση 139/2018 απορρίπτεται, ενώ η έφεση 168/2018 επιτυγχάνει μόνο ως προς τον έννατο λόγο έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, με τη διαφοροποίηση του επιδικασθέντος ποσού γενικών αποζημιώσεων από €70.000.- σε €100.000.- για το οποίο εκδίδεται απόφαση.

 

Στην 139/2018, επιδικάζονται υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της έφεσης, ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.

 

Στην 168/2018, δεδομένης της μερικής επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζεται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 το 1/3 των εξόδων της έφεσης, ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.

 

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο