ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

28 Ιουνίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 147/2018)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείοντας/Εναγόμενος,

 

v.

 

ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΡΟΤΣΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου/Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 152/2018)

 

ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΡΟΤΣΙΔΗΣ,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσιβλήτου/Εναγομένου.

 

____________________

 

Σ. Στυλιανού με Σ. Στυλιανού (κα) για κ.κ. Στέλιος Κ. Στυλιανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 147/2018 και Εφεσίβλητο στην 152/2018.

Χ. Ιωάννου για κ.κ. Χ.Π. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε. για Εφεσίβλητο στην 147/2018 και Εφεσείοντα στην 152/2018.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Η παρούσα υπόθεση αφορά τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 04.04.2010 στον κύριο δρόμο Πελενδρίου – Τριμίκληνης, με εμπλεκόμενα οχήματα ένα αυτοκίνητο και μία μοτοσυκλέτα. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ο εφεσείοντας στην έφεση αρ. 147/2018 – εφεσίβλητος στην έφεση αρ. 152/2018 – εναγόμενος στην πρωτόδικη διαδικασία (στο εξής εναγόμενος).  Τη μοτοσυκλέτα οδηγούσε ο εφεσίβλητος στην έφεση αρ. 147/2018 – εφεσείοντας στην έφεση 152/2018 – ενάγοντας (στο εξής ενάγοντας). 

 

Ο ενάγοντας, με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης του, αξίωνε εναντίον του εναγομένου, γενικές αποζημιώσεις για πόνο ταλαιπωρία, σωματικές βλάβες και/ή μόνιμη και/ή μερική ανικανότητα και ζημιές, πλέον γενικές αποζημιώσεις για απώλεια απολαύσεων της ζωής και/ή απώλεια ικανότητας ενασχόλησης σε αθλητικές και άλλες δραστηριότητες, πλέον ειδικές αποζημιώσεις για το ποσό των €31.293,01, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα που ισχυρίζετο ότι υπέστη συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος,  για το οποίο αποκλειστική ευθύνη, κατά τον ισχυρισμό του, έφερε ο εναγόμενος.

 

Ο εναγόμενος, με την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης του, αρνήθηκε ότι έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το εν λόγω ατύχημα και ισχυρίστηκε ότι αυτό επεσυνέβη συνεπεία της αμέλειας και/ή παράβασης των νομίμων καθηκόντων του ενάγοντα.

 

Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, έδωσαν μαρτυρία για τον ενάγοντα, εκτός από τον ίδιο (ΜΕ3), η Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (ΜΕ1), ο Α/Αστυφ. 2218 (ΜΕ2), ο οποίος ήτο ο αστυνομικός εξεταστής, ο Β.Ε. (ΜΕ4) ο οποίος ήτο οδηγός μηχανών μεγάλου κυβισμού, οι ιατροί Α.Α. (ΜΕ5) και Σ.Ι. (ΜΕ6), και η Σ.Ζ. (ΜΕ7) υπεύθυνη στο τμήμα ασφαλειών της Πολυκλινικής Υγείας. Για τον εναγόμενο έδωσε μαρτυρία, εκτός από τον ίδιο (ΜΥ3) ο Αστυφ. 1674 (ΜΥ1) ο οποίος ετοίμασε πρόχειρο και στη συνέχεια συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής του ατυχήματος, ο Θ.Μ. (ΜΥ2) εμπειρογνώμονας και ο ιατρός Κ.Κ. (ΜΥ4). 

 

Ο ενάγοντας (ΜΕ3) ισχυρίστηκε, κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, ότι οδηγούσε στον δρόμο Πελενδρίου - Τριμίκλινης μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού και κατευθυνόταν με νότια πορεία, κάνοντας λογική χρήση της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, σε σχέση με την πορεία του.   Σε κάποιο σημείο του δρόμου, υπήρχε μία κλειστή αριστερόστροφη στροφή, στην οποία εισήλθε, έχοντας μειωμένη ορατότητα ως προς τα οχήματα που έρχονταν από την αντίθετη πλευρά, κρατώντας την άκρη αριστερή πλευρά του δρόμου, και με ταχύτητα γύρω στα 30 χ.α.ω., λόγω του κατηφορικού δρόμου και της επικινδυνότητας της στροφής.  Ενώ βρισκόταν περίπου στο μέσο της στροφής, αντίκρισε ξαφνικά το αυτοκίνητο του εναγομένου (ΜΥ3) με αντίθετη κατεύθυνση, σε απόσταση 10-12 μέτρων.  Μέρος του αυτοκινήτου, περίπου το μισό, κινείτο εντός της δικής του (της μοτοσυκλέτας) λωρίδας κυκλοφορίας.  Ο ίδιος πανικοβλήθηκε όταν το είδε, εφάρμοσε τα φρένα της μοτοσυκλέτας του και κατέβασε το αριστερό του πόδι.  Η μοτοσυκλέτα του κινήθηκε προς το κέντρο του δρόμου και συγκρούστηκε με το όχημα πλευρικά, κοντά στο κέντρο του δρόμου, καθαρά όμως στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας και στη συνέχεια ανατράπηκε,  με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές σωματικές βλάβες και ζημιές.  Ο ενάγοντας επεξήγησε ότι «όταν οδηγείς μοτοσικλέτα και πλησιάζεις σε στροφή μένοντας στην άκρη του δρόμου χρειάζεται να «πάρεις» την στροφή να χρησιμοποιήσεις σε κάποιο στάδιο και το μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας σου και αν είναι η στροφή απότομη χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις και το δεξιό μέρος της λωρίδας κυκλοφορίας σου δηλαδή να κινηθείς κοντά στο κέντρο του δρόμου. … Την στιγμή 15:03 που ευρίσκομαι στην αριστερή άκρη του δρόμου στη κλειστή αυτή στροφή και ενώ γνωρίζω ότι το οδόστρωμα το οποίο στην συνέχεια θα χρειαστεί να κατευθυνθώ με τη μοτοσικλέτα μου είναι το δεξιό της πλευράς μου, βλέπω το αυτοκίνητο του εναγόμενου (στο λεπτό 15:04) για πρώτη φορά, να καταλαμβάνει εκείνο ακριβώς το μέρος του δρόμου, της πλευράς μου το οποίο χρειάζομαι.  Αυτός ήταν ο λόγος που πανικοβλήθηκα.»  Ο ενάγοντας, επίσης, ανέφερε ότι εγέρθηκε εναντίον του ποινική υπόθεση για το εν λόγω τροχαίο και ότι, μετά από ακρόαση, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε των κατηγοριών.

 

Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος αρνήθηκε την πιο πάνω εκδοχή και αντέτεινε ότι ο ίδιος, ενώ βρισκόταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του, είδε ξαφνικά μία μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού να έρχεται ανεξέλεγκτα κατευθείαν επάνω του και να συγκρούεται στη δεξιά πλευρά του οχήματος του.  Τον είδε για πρώτη φορά, λίγα μέτρα μακριά του.  Η ταχύτητα του ενάγοντα ήταν μεγάλη και λόγω της κλειστής επικίνδυνης στροφής, δεν είχε ικανοποιητικό χρόνο να λάβει ο ίδιος μέτρα, για να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του, αναφέρθηκε στο παραδεκτό γεγονός ότι ο ενάγοντας ακολουθείτο από άλλο μοτοσυκλετιστή, ο οποίος είχε τοποθετημένη επί της μοτοσυκλέτας του κάμερα, η οποία κατέγραψε μέρος της πορείας του ενάγοντα και την στιγμή της σύγκρουσης (Τεκμήριο 4). Τόνισε δε ότι το βίντεο αποτελεί πραγματική μαρτυρία η οποία συνιστά σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτιση των περιστατικών του ατυχήματος και για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων (βλ. Χατζηελευθερίου v. Κανάρη, Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2014, ημερομηνίας 27.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:A264, ECLI:CY:AD:2022:A264, Σαμαρά v. Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 355/2014, ημερομηνίας 26.09.2023).  Αναφέρθηκε, επίσης, στο ότι η θέση του ενάγοντα πως είδε για πρώτη φορά τον εναγόμενο σε απόσταση 10-12 μέτρων, συμφωνούσε με τη θέση του εναγόμενου ότι όταν είδε τον ενάγοντα, η απόσταση ήτο πολύ κοντινή.

 

Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που του προσκομίστηκε, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Στις 4/4/2010 ο ενάγων οδηγούσε την μοτοσικλέτα του με αρ. εγγραφής [      ] στον δρόμο Πελενδρίου - Τριμίκληνης ενώ ο εναγόμενος κατά τον ίδιο χρόνο οδηγούσε στον ίδιο δρόμο με αντίθετη κατεύθυνση το αυτοκίνητο του με αρ. εγγραφής [      ]. Στο κάποιο σημείο του δρόμου υπάρχει αριστερή με βάση την πορεία του ενάγοντα και δεξιά με βάση την πορεία του εναγόμενου κλειστή στροφή. Η στροφή αυτή με βάση πινακίδα τοποθετημένη επί του σημείου, στην κατεύθυνση που κινείτο ο ενάγων, έχει κλίση 8 - 10 μοίρες (κατωφέρεια) ενώ το όριο ταχύτητας καθορίζεται σε 30 χαω.

 

Ο ενάγοντας εισήλθε στην στροφή τηρώντας την αριστερή πλευρά της λωρίδας κυκλοφορίας και με τέτοια ταχύτητα που για να εξέλθει της στροφής έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου. Ο εναγόμενος ερχόμενος εξ' αντιθέτου και εισερχόμενος στην στροφή οδηγούσε στο κέντρο του δρόμου και ενώ το όχημα του βρισκόταν πάνω στην διαχωριστική άσπρη συνεχή γραμμή καταλαμβάνοντας αυτήν στο σημείο της σύγκρουσης. Ο ενάγων στην προσπάθεια του να κινηθεί στο κέντρο του δρόμου και έχοντας δει τον εναγόμενο στην πιο πάνω θέση απώλεσε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του και κτύπησε πλευρικά επί του οχήματος του εναγόμενου και αφού ανατράπηκε συνέχισε την πορεία του επί του οδοστρώματος μέχρι την άκρη του δρόμου στην αντίθετη από την πορεία του πλευρά.

 

Το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται κοντά στο κέντρο του δρόμου.  Ο δρόμος στο συγκεκριμένο σημείο είναι πλάτους 3.60 μέτρα έκαστη λωρίδα και αμφότερες οι λωρίδες έχουν ασφάλτινο παγκέτο πλάτους 1.80 μέτρα έκαστη. Το πλάτος του οχήματος του εναγόμενου είναι περίπου 1.50 μέτρα.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέδωσε αμέλεια στον εναγόμενο για τη σύγκρουση.  Καταλογίστηκε, επίσης, συντρέχουσα αμέλεια στον ενάγοντα.  Συνεκτιμώντας τα γεγονότα που περιέβαλλαν την σύγκρουση, το Δικαστήριο κατένειμε την ευθύνη μεταξύ των διαδίκων, ως εξής: ενάγοντας 60%, εναγόμενος 40%.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα για το ποσό των €20.000,00 (€50.000,00 Χ 40%), ως γενικές αποζημιώσεις, και για το ποσό των €7.685,20 (€19.213,01 Χ 40%), ως ειδικές αποζημιώσεις.  Σημειώνεται ότι μέρος του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων, ήτοι ποσό €3.348, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός.

 

Τόσο ο ενάγοντας, όσο και ο εναγόμενος, εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

 

Ο εναγόμενος, με την έφεση αρ. 147/2018, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, με τους ακόλουθους τέσσερις λόγους έφεσης: 

 

«1ος Λόγος Έφεσης:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αβάσιμα και αδικαιολόγητα βρήκε ότι ο Εναγόμενος δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά την οδήγηση του οχήματος του με αποτέλεσμα να κινείται στο κέντρο του δρόμου και να πατά επί της διαχωριστικής άσπρης γραμμής, με αποτέλεσμα να αποτελεί κίνδυνο και να καταστεί εμπόδιο στη διέλευση του Ενάγοντα ή και ότι η παρουσία του Εναγόμενου στο σημείο του δρόμου συνδεόταν με το ατύχημα και/ή βρήκε τον Εναγόμενο συνυπαίτιο και/ή ότι φέρει ευθύνη για τη πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος και/ή καταμέρισε σ’ αυτόν ποσοστό ευθύνης κατά 40%.

……………………………………………………………………………………………

 

2ος Λόγος Έφεσης:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αντίθεση με την μαρτυρία την οποία απεδέχθη, αυθαίρετα, λανθασμένα, αβάσιμα και αδικαιολόγητα δεν απεδέχθη το εύρημα του μάρτυρα υπεράσπισης (Μ.Υ.2) εμπειρογνώμονα Θράσου Ο’ Μαχόνι, ότι το επίδικο δυστύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στην υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα του Ενάγοντα και σε καμία άλλη αιτία και/ή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί την θέση του εμπειρογνώμονα αυτού ότι η παρουσία του Εναγόμενου στο σημείο του δρόμου, ουδόλως συνδέεται με το ατύχημα ή και ότι σε περίπτωση μη παρουσίας του οχήματος του Εναγόμενου στο σημείο εκείνο, ο Ενάγων θα συνέχιζε τη πορεία του και θα εξερχόταν της στροφής.

…………………………………………………………………………………………..

 

3ος Λόγος Έφεσης:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αβάσιμα και αδικαιολόγητα απεδέχθη ή βρήκε ή και κατέληξε (σελίς 34 απόφασης) ότι ο Ενάγοντας ανέφερε την αλήθεια όσον αφορά το μέρος της μαρτυρίας του που άπτεται της αντίληψης της παρουσίας του Εναγόμενου στο δρόμο και την σύνδεση αυτής με την απώλεια ελέγχου της μοτοσυκλέτας του.

…………………………………………………………………………………………..

4ος Λόγος Έφεσης:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αβάσιμα και αδικαιολόγητα απέρριψε ή και δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του αστυνομικού Παναγιώτη Κοφτερού, (ΜΥ1), αναφορικά με το καθορισμό ή και τοποθέτηση του σημείου Χ στο σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος ή και βρήκε ή αποφάσισε ότι το υπόβαθρο επί του οποίου ο μάρτυρας τοποθέτησε το σημείο Χ και ιδιαίτερα ο εντοπισμός ενός κομματιού πλαστικού δεν ήταν ικανοποιητικό στοιχείο για να στηρίξει και δικαιολογήσει το σημείο Χ ως σημείο σύγκρουσης των 2 ενεχομένων οχημάτων ή και ότι δεν μπορούσε να προκύψει το σημείο σύγκρουσης από τη μαρτυρία του και/ή γενικά και αόριστα αποφάσισε (σελίς 43 απόφασης) ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν κοντά στο κέντρο του δρόμου.»

 

Ο ενάγοντας, με την έφεση αρ. 152/2018, προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση, με τους ακόλουθους έντεκα λόγους έφεσης:

 

«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενου από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λανθασμένος και/ή χωρίς επαρκή δικαιολογία και δεν συνάδει με τα ευρήματα του Δικαστηρίου βάση της αξιολόγησης, της μαρτυρίας και των ευρημάτων του δικαστηρίου.

………………………………………………………………………………

2ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η παρέμβαση του Δικαστηρίου στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του Εναγομένου είναι αυθαίρετη και εσφαλμένη.

………………………………………………………………………………

3ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα εξέτασε ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα και στη συνέχεια προέβη σε καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ Ενάγοντα και Εναγομένου.

………………………………………………………………………………

4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η ταχύτητα του Ενάγοντα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη σύγκρουση και ως εκ τούτου συνιστούσε συντρέχουσα αμέλεια.

………………………………………………………………………………

5ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Δεν αποδείχθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία η υπερβολική ταχύτητα του Ενάγοντα, αλλά ούτε και αποδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια της ταχύτητας με το ατύχημα.

………………………………………………………………………………

6ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι μπορούσε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ΜΥ2 η οποία είχε στηριχθεί σε μετρήσεις και δεδομένα που έλαβε στη σκηνή του δυστυχήματος επειδή δεν υποβλήθηκε στον ΜΥ2 ότι η κατάσταση του δρόμου στη σκηνή του δυστυχήματος είχε αλλάξει με την πάροδο 7 σχεδόν χρόνων.  Και ότι ο ίδιος δεν είχε καθήκον και υποχρέωση, να παρέχει τέτοια εξασφάλιση και να αποδειχθεί είτε με δική του είτε με οιανδήποτε άλλη μαρτυρία ότι τα στοιχεία στα οποία στήριξε την πραγματογνωμοσύνη του ήταν τα ίδια με αυτά που ίσχυαν επιτόπου την ημέρα του ατυχήματος.

………………………………………………………………………………

7ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας είχε πρόθεση να κινηθεί στο κέντρο του δρόμου στην επίδικη στροφή αντιστρατεύεται τη μαρτυρία του Ενάγοντα την οποία αποδέχθηκε. Ο Ενάγοντας ουδέποτε ανέφερε ότι έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου στη στροφή αλλά εξερχόμενος της στροφής και ότι ο λόγος που κινήθηκε προς το κέντρο του δρόμου πάνω στη στροφή ήταν η αγωνία της σύγκρουσης λόγω της παρουσίας του Εναγόμενου στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας στο σημείο εξόδου της στροφής, όπου ακριβώς είχε πρόθεση να κατευθυνθεί.

………………………………………………………………………………

8ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τον καταμερισμό της ευθύνης θεώρησε ότι ο Ενάγων με τον τρόπο που οδήγησε θα ήταν αναγκασμένος να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου πάνω στη στροφή παρά το ότι δέχθηκε τη μαρτυρία του Ενάγοντα και λανθασμένα θεώρησε ότι ο Ενάγοντας παρέβηκε το καθήκον του να οδηγεί στην αριστερότερη πλευρά της λωρίδας του προσεγγίζοντας τη στροφή.

………………………………………………………………………………

9ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 βρίσκονται σε αναντιστοιχία με το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΥ2 με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα.

………………………………………………………………………………

10ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πιθανό και προβλεπτό κίνδυνο την ενέργεια του Εναγομένου να οδηγεί στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας σε κλειστή και επικίνδυνη στροφή, παρέλειψε να της προσδώσει την σημασία που είχε ως γενεσιουργού αιτίας της πρόκλησης του ατυχήματος με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι ο Ενάγοντας όφειλε να λάβει αποτρεπτικά μέτρα.

………………………………………………………………………………

11ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν θεώρησε ότι η γενεσιουργός αιτία επέλευσης του ατυχήματος ήταν η οδηγική συμπεριφορά του Εναγόμενου ή λανθασμένα ενώ θεώρησε ως γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος το ότι ο Εναγόμενος κατακρατούσε μέρος της λωρίδας του Ενάγοντα πάνω στην επίδικη στροφή, δεν απέδωσε τη σημασία που έπρεπε και καταμέρισε μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ευθύνη στον Ενάγοντα και μικρότερο στον Εναγόμενο.»

 

Θα ξεκινήσουμε με την έφεση αρ. 147/2018, με την οποία ο εναγόμενος παραπονείται για την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία του καταλόγισε ευθύνη για αμέλεια. 

 

Με τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και ότι οδηγήθηκε σε αντιφατικά συμπεράσματα.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εναγόμενου, στο περίγραμμα αγόρευσης του, προέταξε ότι ενώ το Δικαστήριο απεδέχθη ότι ο ενάγοντας παρέλειψε να οδηγήσει, ως όφειλε, και ότι εισήλθε στη στροφή με μη ενδεδειγμένη ταχύτητα, απέδωσε ευθύνη στον εναγόμενο, ο οποίος οδηγούσε μέσα στη λωρίδα κυκλοφορίας του και δεν κρατούσε μέρος της λωρίδας κυκλοφορίας του μοτοσυκλετιστή.  Κατά την προφορική αγόρευση ενώπιον μας, ο δικηγόρος του εναγόμενου υιοθέτησε τα πιο πάνω και πρόσθεσε ότι λόγω της ύπαρξης του αυτοκινήτου του εναγόμενου στη λωρίδα κυκλοφορίας του και πάνω στην άσπρη διαχωριστική γραμμή, το ποσοστό ευθύνης 10% στον εναγόμενο θα ήτο δικαιολογημένο.  

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα όσον αφορά το μέρος της μαρτυρίας του που άπτεται της αντίληψης της παρουσίας του εναγομένου στον δρόμο και την σύνδεση αυτής με την απώλεια του ελέγχου της μοτοσυκλέτας του. 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Μαρίνου ν.  Σοφοκλέους (2016) 1 Α.Α.Δ. 967, όπου λέχθηκε ότι «αμφότεροι οι ενεχόμενοι οδηγοί, προσεγγίζοντας κλειστή στροφή, όφειλαν να ελαττώσουν ταχύτητα και να τηρούν όσο ήταν δυνατό την αριστερή πλευρά του δρόμου - ως είχαν καθήκον -», και κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Από την πιο πάνω πρόσφατη απόφαση προκύπτει ότι οδηγός που προσεγγίζει κλειστή στροφή οφείλει να ελαττώσει ταχύτητα και να τηρεί όσο ήταν δυνατό την αριστερή πλευρά του δρόμου. Εφαρμόζοντας τα γεγονότα της παρούσης με βάση τα ευρήματα ως καταγράφηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι ο εναγόμενος μπορούσε να τηρεί αριστερότερη πορεία, κάτι που παρέλειψε να πράξει με αποτέλεσμα να βρίσκεται επί της διαχωριστικής άσπρης γραμμής στο κέντρο του δρόμου. Η αμέλεια του συνίσταται στο ότι όφειλε, εφόσον είχε και την δυνατότητα λαμβάνοντας υπόψη μου το πλάτος της λωρίδας στα 3.60, το ασφάλτινο παγκέτο στο 1.80 και το πλάτος του οχήματος του στο 1.50, να τηρεί αριστερότερη πορεία και να μην κινείται στο κέντρο του δρόμου εισερχόμενος σε μια κλειστή στροφή και προσεγγίζοντας αυτή.

 

Συνεπακόλουθα καταλήγω ότι ο εναγόμενος δεν επέδειξε την δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά την οδήγηση του οχήματος του με αποτέλεσμα να κινείται στο κέντρο του δρόμου και να πατά επί της διαχωριστικής άσπρης γραμμής με αποτέλεσμα να αποτελεί κίνδυνο και να καταστεί εμπόδιο στην διέλευση του ενάγοντα ο οποίος και συγκρούστηκε πλευρικά με αυτόν περίπου στο κέντρο του δρόμου.»

 

Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις και καταλήξαμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης στα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος είχε ευθύνη στην πρόκληση του ατυχήματος, βασίστηκε στην ενώπιον του μαρτυρία και ειδικότερα στο βίντεο (Τεκμήριο 4).  Ο ίδιος ο εναγόμενος τοποθέτησε το σημείο σύγκρουσης πάνω στη διαχωριστική γραμμή (Χ1) και αντεξεταζόμενος, ανέφερε, ότι το αυτοκίνητο του ήτο πάνω στη διαχωριστική άσπρη γραμμή.   Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εναγόμενος όφειλε, εφόσον κινείτο σε κλειστή στροφή με μειωμένη ορατότητα να τηρεί αριστερότερη πορεία, και να μην κινείται στο κέντρο του δρόμου, επί της διαχωριστικής άσπρης γραμμής. 

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης στην έφεση αρ. 147/2018 απορρίπτεται. Θα επανέλθουμε, στον πρώτο λόγο έφεσης, σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης μας, όταν θα εξεταστεί η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην δεχθεί τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της πλευράς της υπεράσπισης (ΜΥ2), ότι το δυστύχημα οφείλετο στην υπερβολική ταχύτητα του ενάγοντα, και όχι σε άλλη αιτία.   Θα συνεξετάσουμε, στο σημείο αυτό, τον έκτο και έννατο λόγο έφεσης του ενάγοντα, στην έφεση αρ. 152/2018, λόγω του ότι επίσης προσβάλλεται ως λανθασμένη, η αξιολόγηση του Δικαστηρίου σε σχέση με τον ΜΥ2, με αιτιολογία ότι λανθασμένα έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του η οποία στηρίχθηκε σε δεδομένα που έλαβαν χώρα επτά σχεδόν χρόνια μετά το δυστύχημα και ότι δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία του ΜΥ2 ότι ο ενάγοντας, λόγω της ταχύτητας, έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του. 

 

Ο ΜΥ2 επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος το 2017, έλαβε υπόψη του διάφορα δεδομένα και στοιχεία από τη σκηνή και από το βίντεο (Τεκμήριο 4), εφάρμοσε συγκεκριμένους μαθηματικούς τύπους για να δείξει την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο ενάγοντας τη μοτοσυκλέτα και ετοίμασε σχετική έκθεση (Τεκμήριο 48).  Χρησιμοποιώντας μαθηματικό τύπο, υπολόγισε ότι η μοτοσυκλέτα, τη στιγμή της σύγκρουσης, εκινείτο με ταχύτητα 68.7 – 75.6 χαω, δηλαδή αρκετά πιο πάνω από την ταχύτητα την οποία δύναται να διέλθει ένα όχημα για να μην παρεκτραπεί, και την οποία καθόρισε στα 58 χαω.  Η θέση του ΜΥ2 ήτο ότι το δυστύχημα οφείλετο στην υπερβολική ταχύτητα της μοτοσυκλέτας και δεν οφείλετο σε άλλη αιτία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε ότι ο ΜΥ2 εξήγησε πλήρως τα δεδομένα που έλαβε υπόψη του, ανέφερε τα εξής:

 

«Εκείνο το οποίο επιχείρησε να καταδείξει και να δικαιολογήσει ήταν την αιτία που ο ενάγοντας κινήθηκε προς το κέντρο του δρόμου που δεν ήταν άλλη από την μη ενδεδειγμένη ή υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα. Σημειώνω ότι το φάσμα τιμών που δίνει για την ταχύτητα του ενάγοντα δεν μπορεί να αποτελέσει κατά την κρίση μου ασφαλές σημείο εξαγωγής συμπερασμάτων. Το εύρος αυτό είναι μεγάλο και προέκυψε από μετρήσεις που άπτονται από στοιχεία που λήφθηκαν από το βίντεο. Τα όσα ο ίδιος ο συνήγορος υπεράσπισης κάλεσε το Δικαστήριο να εξετάσει μέσα από την τελική του αγόρευση με αναφορά σε ανάγκη διεξαγωγής πράξεων κρίνω ότι δεν εμπίπτουν στην νοητική ή άλλη εργασία που το Δικαστήριο καλείται να πράξει. Η μαρτυρία έκαστου μάρτυρα δεν κρίνεται μικροσκοπικά αλλά από αυτήν λαμβάνεται η ουσία και κύρια θέση που στην προκειμένη είναι ότι ο ενάγων οδηγώντας με ταχύτητα υπό τις περιστάσεις υπερβολική αναγκάστηκε να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου με σκοπό να μεγαλώσει την καμπύλη που θα χρησιμοποιούσε για να εξέλθει της στροφής. Θέση που άλλωστε δεν αμφισβήτησε και ο ίδιος ο ενάγων αλλά και ο ΜΕ4, οι οποίοι ανάφεραν ότι για να μπορούσε η μοτοσικλέτα να παρέμενε αριστερότερα στην πορεία της θα έπρεπε να κινείται με χαμηλότερη ταχύτητα.  Αμφότεροι αναφέρθηκαν σε ανάγκη χρήσης του κέντρου του δρόμου ως παράγοντα ασφάλειας εξόδου από την στροφή και αναγκαία πορεία.

 

Όσον αφορά την θέση του και το συμπέρασμα του με το οποίο καταλήγει ότι το δυστύχημα οφείλεται στην υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα του μοτοσικλετιστή και σε καμία άλλη αιτία δεν θα προσδώσω οιαδήποτε βαρύτητα. Αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο Δικαστήριο η κατάληξη σε αιτία και όχι ζήτημα μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα. Το ουσιαστικό στοιχείο από την μαρτυρία του ΜΥ2, πέραν από το ότι επιχείρησε να καταδείξει την αιτία που ο ενάγων οδήγησε την μοτοσικλέτα του προς το κέντρο του δρόμου, ήταν η υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, κάτι το οποίο για τους λόγους που επεξήγησα αποδέχομαι. Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του ανάφερε ότι η μοτοσικλέτα του ενάγοντα άρχισε να ανατρέπεται η οδηγείτο ανεξέλεγκτα πριν από την σύγκρουση. Εκείνο που είπε ήταν ότι κινήθηκε προς το κέντρο του δρόμου για να εξέλθει της στροφής.

 

………………………………………………………………………………

 

Ενόψει των όσων έχω αναφέρει καταλήγω ότι μπορώ να αποδεχτώ την μαρτυρία του ΜΥ2 με αναφορά στην ταχύτητα του ενάγοντα και ειδικότερα ότι αυτή ήταν υπερβολική υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, αιτία που τον οδήγησε στην ανάγκη να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου. Οι αναφορές του σε επακριβή ταχύτητα και αιτία δεν γίνονται αποδεχτές. Επίσης δεν μπορώ να αποδεχτώ την θέση περί του ότι η παρουσία του εναγόμενου στο σημείο του δρόμου ουδόλως συνδέεται με το ατύχημα.». 

 

Ως προς τον ισχυρισμό του ενάγοντα ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη η μαρτυρία του ΜΥ2, διότι αυτός επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος επτά χρόνια μετά, το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Αναφέρω σε σχέση με την κατάσταση του οδικού δικτύου ότι έγινε εισήγηση από πλευράς συνηγόρου του ενάγοντα ότι ο ΜΥ2 δεν έλαβε υπόψη του την κατάσταση του οδοστρώματος κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά 7 χρόνια μετά το δυστύχημα. Η θέση αυτή του συνηγόρου δεν μπορεί με όλο τον σεβασμό να γίνει αποδεκτή. Πέραν του ότι ουδεμία θέση υποβλήθηκε περί του ότι οι συνθήκες του δρόμου έχουν αλλάξει αγνοείται το πολύ σημαντικό στοιχείο της ύπαρξης του τεκμηρίου 4 το οποίο δείχνει την επιτόπου κατάσταση κατά την ημέρα και ώρα του δυστυχήματος. Ουδέν τέθηκε από οιοδήποτε από τις πλευρές ότι το οδόστρωμα, οι σημάνσεις, τα μήκη και πλάτη του δρόμου και των παγκέτων άλλαξαν στην πάροδο αυτή των 7 ετών. Σημειώνω περαιτέρω ότι στο τεκμήριο 48 ο ΜΥ2 αναφέρει το πλάτος κάθε λωρίδας και των παγκέτων και οι μετρήσεις είναι ταυτόσημες με αυτές που οι μάρτυρες ΜΕ2 και ΜΥ1 ανέφεραν. Επίσης οι αναφορές του σε πινακίδες προειδοποιητικές για την κλίση της στροφής την επικινδυνότητα και το όριο ταχύτητας εντοπίζονται από τον ΜΥ2 στον δρόμο όπως φαίνονται και στο τεκμήριο 4 και σημειώνονται και από τους αστυφύλακες που ενώπιον μου κατέθεσαν.»

 

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στους λόγους που έδωσε το Δικαστήριο για να αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΥ2 ότι η ταχύτητα του ενάγοντα δεν ήτο η ενδεδειγμένη.  Ταυτόχρονα, εύλογη κρίνεται και η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση του εναγόμενου ότι η ταχύτητα του ενάγοντα ήτο η μόνη αιτία για το ατύχημα.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με λεπτομέρεια, τόσο με αναφορά στον ΜΥ2, όσο και στον ίδιο τον εναγόμενο, και στην πραγματική μαρτυρία (Τεκμήριο 4 και σχεδιαγράμματα), τους λόγους που το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος είχε ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος, και ότι δεν ήτο η ταχύτητα του ενάγοντα η μόνη αιτία.  Ορθά, επίσης, απέρριψε τη θέση του ενάγοντα ότι δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τη μαρτυρία του ΜΥ2 λόγω του ότι επισκέφθηκε τη σκηνή επτά χρόνια μετά το ατύχημα, εφόσον ο ΜΥ2 είδε το σχετικό βίντεο, και η μαρτυρία του ως προς τις μετρήσεις του δρόμου ήταν ταυτόσημες με αυτές που ανέφεραν οι αστυφύλακες ΜΕ2 και ΜΥ1.  

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, στην έφεση αρ. 147/2018, και ο έκτος και έννατος λόγος έφεσης στην έφεση αρ. 152/2018, απορρίπτονται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης στην έφεση αρ. 147/2018 ο εναγόμενος παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη το μέρος της μαρτυρίας του αστυφύλακα ΜΥ1, η οποία αφορούσε το σημείο σύγκρουσης. 

 

Ο ΜΥ1, επισκέφθηκε το σημείο σύγκρουσης και ετοίμασε σχετικά σχεδιαγράμματα στα οποία σημείωσε τρία σημεία σύγκρουσης, το Χ1 που υποδείχθηκε από τον εναγόμενο, το Χ2 που υποδείχθηκε από τον ενάγοντα και το Χ που σημείωσε ο ίδιος, βασιζόμενος σε μικρά κομμάτια πλαστικού, προερχόμενα από τη μοτοσυκλέτα και τα οποία βρήκε στο συγκεκριμένο σημείο. Ο ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης από τη μοτοσυκλέτα ή το αυτοκίνητο. Το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΥ1 όσον αφορά την επικινδυνότητα της στροφής και τις μετρήσεις σε σχέση με το πλάτος του δρόμου και το ασφάλτινο παγκέτο που υπήρχε και στις δύο πλευρές, τα  οποία δεν αμφισβητήθηκαν από οποιανδήποτε πλευρά. Το Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«'Όσον αφορά όμως το σημείο Χ που ο ίδιος τοποθέτησε, λαμβάνοντας υπόψη μου τον λόγο που τοποθετήθηκε εκεί, κρίνω ότι δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Δέχτηκε μάλιστα ο ΜΥ1 ότι για να υπήρχαν μικρά κομμάτια πλαστικού στο σημείο Χ, θα πρέπει να προηγήθηκε σπάσιμο μεγαλύτερου κομματιού. Το υπόβαθρο επί του οποίου τοποθέτησε το σημείο Χ και ιδιαίτερα ο εντοπισμός ενός κομματιού πλαστικού, όταν μάλιστα δέχεται ότι από τη σύγκρουση μπορεί και να εκσφενδονίστηκαν κομμάτια, δεν είναι ικανοποιητικό να στηρίξει και να δικαιολογήσει το σημείο Χ. Ως εκ τούτου, από το σύνολο της μαρτυρίας του δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι το σημείο Χ απεικονίζει το πραγματικό σημείο σύγκρουσης, όπως επίσης δεν κατάφερε να δώσει στοιχεία για το κατά πόσο το ορθότερο σημείο σύγκρουσης είναι είτε το Χ1 είτε το Χ2.»

 

Το Δικαστήριο, κατά την άποψη μας, για τους λόγους που επεξήγησε, ορθά επέλεξε να μην στηριχθεί στη μαρτυρία του ΜΥ1, ως προς το σημείο σύγκρουσης.  

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Θα προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης αρ. 152/2018, ξεκινώντας με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι είναι ουσιαστικά ταυτόσημοι.

 

Με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, ο ενάγοντας προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κωλύετο από το να εξετάσει θέμα συντρέχουσας αμέλειας, καθότι αυτή δεν δικογραφείτο στην υπεράσπιση, αλλά αντίθετα υπήρχε επίκληση αποκλειστικής αμέλειας και ευθύνης του ενάγοντα και συνεπώς από τη στιγμή που το Δικαστήριο απέδωσε ευθύνη στον εναγόμενο, το θέμα θα έπρεπε να τελειώσει εκεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, στην απόφαση του, ότι το γεγονός πως στην υπεράσπιση ο εναγόμενος αναφέρετο σε λεπτομέρειες αμέλειας του ενάγοντα, χωρίς αναφορά στη φράση «συντρέχουσα αμέλεια», δεν συνιστούσε κώλυμα για εξέταση του ζητήματος αυτού από το Δικαστήριο, εφόσον παρατίθεντο σωρεία λεπτομερειών αναφορικά με την αμέλεια του ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένης της ταχύτητας και του τρόπου οδήγησης. Ανεξαρτήτως αυτού, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, το θέμα συντρέχουσας αμέλειας θα εξετάζετο, εν πάση περιπτώσει, εφόσον το ζητούμενο στην υπόθεση ήτο κατά πόσο ο ενάγων αποδείκνυε ότι ο εναγόμενος είχε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα.

 

Κρίνουμε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του θέματος από την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή, ήτο ορθή και δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης μας.

 

Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος έφεσης, απορρίπτονται.

 

Ο πρώτος, τέταρτος, πέμπτος, έβδομος, όγδοος και δέκατος λόγος έφεσης θα εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο, εφόσον αφορούν το παράπονο του ενάγοντα αναφορικά με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε εκ μέρους του συντρέχουσα αμέλεια, απορρέουσα από την υπερβολική ταχύτητα, ως επίσης και το παράπονο του ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης.

 

Σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της αμέλειας και της συντρέχουσας αμέλειας, γίνεται αναφορά στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Φιλίππου κ.α. v. Παναγή κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1275 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο οδηγός αυτοκινήτου έχει καθήκον να μεριμνά για την ασφάλεια παντός άλλου προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο και να λαμβάνει προφυλάξεις, προς αποτροπή προβλεπτών κινδύνων. Ανάλογο καθήκον έχει ο οδηγός για την προστασία της ασφάλειας του ιδίου και της περιουσίας του έναντι προβλεπτών κινδύνων. Παραλείψεις για την προστασία της ασφάλειας τρίτου καθιστούν τον οδηγό ένοχο αμέλειας και παραλείψεις για την ασφάλεια του ιδίου τον καθιστούν ένοχο συντρέχουσας αμέλειας. Αμέλεια και συντρέχουσα αμέλεια των οδηγών οχημάτων, που συγκρούονται, προσμετρούν στον καθορισμό της ευθύνης, ανάλογα με το βαθμό που οι παραλείψεις εκατέρου συμβάλλουν στην πρόκληση της ζημίας. Και στις δύο περιπτώσεις, το κριτήριο για την απόδοση ευθύνης είναι το προβλεπτό του κινδύνου και παραλείψεις για τη λήψη προστατευτικών μέτρων για την αποφυγή του.

………………………………………………………………………………

Γνώμονα για τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ δύο οδηγών, συνυπαίτιων για τροχαίο δυστύχημα, αποτελεί, αφενός, η υπαιτιότητα εκατέρου για το ακούσιο συμβάν και, αφετέρου, η εγγενής δυνατότητα πρόκλησης ζημίας από παραλείψεις εκπλήρωσης του καθήκοντος επιμέλειας - (βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 178).»

     

Στις υποθέσεις όπου εξετάζεται αμέλεια, το Δικαστήριο εξετάζει πρώτα αν έχει αποδεχθεί αμέλεια σε βάρος εναγομένου και αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε εξετάζει αν ο ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια και ακολούθως καθορίζει το εκατέρωθεν ποσοστό ευθύνης (βλ. Μαυρίδης v. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Μ. Αθανασίου ή άλλως Μ. Νικολάου v. Π. Νικολάου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 453/2019, ημερομηνίας 21.05.2024)

 

Ο ενάγοντας κρίθηκε από το Δικαστήριο ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Εκείνο το οποίο ο ενάγων επιχείρησε και προσπάθησε να δείξει στο Δικαστήριο είναι ότι αυτός οδηγούσε με την ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις ταχύτητα αλλά και τρόπο. Συγκεκριμένα ανάφερε ότι μια μοτοσικλέτα για να εισέλθει και εξέλθει μιας κλειστής στροφής με ασφάλεια θα πρέπει να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου για να αποκτήσει μεγαλύτερο διάδρομο και καμπυλότητα ώστε να εξέλθει με ασφάλεια και να μην ανατραπεί. Η θέση αυτή του ενάγοντα αλλά και του ΜΕ4, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του οποίου ακολουθεί, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και δεν μπορώ να της προσδώσω βαρύτητα για τους λόγους που θα επεξηγήσω. Η οδήγηση ενός μηχανοκίνητου οχήματος με ασφάλεια και με τον ενδεδειγμένο τρόπο προκύπτει από πολλές περιστάσεις και γεγονότα σε κάθε περίπτωση και δεν μπορεί να τίθεται κανόνας ή αρχή ότι μια μοτοσικλέτα εισερχόμενη σε μια στροφή για να εξέλθει αυτής απαιτείται αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος οδήγησης. Εκείνο το οποίο προκύπτει με βάση τα ενώπιον μου τεθέντα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκ του αποτελέσματος είναι ότι προφανώς ο ενάγοντας υπό τις περιστάσεις δεν οδηγούσε με τον ενδεδειγμένο τρόπο και την ενδεδειγμένη ταχύτητα γι' αυτό και κατευθύνθηκε, στην προσπάθεια του να εξέλθει της στροφής, προς το κέντρο του δρόμου. Άλλωστε αποτέλεσε και θέση του ίδιου ότι χρειαζόταν αυτή την πορεία προς το κέντρο για να εξέλθει με ασφάλεια χωρίς να αποκλείει άλλο τρόπο με πιο χαμηλή ταχύτητα έστω και εάν αυτή θα ήταν πολύ χαμηλή ως ανέφερε. Επομένως η θέση που εκφράζει σε σχέση με την ταχύτητα που κινείτο αλλά και την κίνηση που ακολούθησε με σκοπό να εξέλθει της στροφής δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή

 

………………………………………………………………………………

 

Με βάση την απόφαση Κωστή Μαρίνου (ανωτέρω) αμφότεροι οι οδηγοί που προσεγγίζουν μια κλειστή στροφή οφείλουν να τηρούν όσο κατά το δυνατό την αριστερότερη πλευρά της λωρίδας κυκλοφορίας τους. Ο ενάγων στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου εισήλθε στην στροφή με τέτοια υπό τις περιστάσεις ταχύτητα η οποία δεν του επέτρεπε να κινηθεί στην αριστερή πλευρά της πορείας του και να προχωρήσει με ασφάλεια ενώ παράλληλα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο που θα εκδηλωνόταν στην πορεία του. Εισερχόμενος με ταχύτητα μεγάλη υπό τις περιστάσεις της κλειστής στροφής, παρέλειψε να ελαττώσει ταχύτητα με αποτέλεσμα να χρειαστεί να αρχίσει να μεγαλώνει την ακτίνα καμπυλότητας του προς το κέντρο του δρόμου με αποτέλεσμα όταν είδε τον εναγόμενο να βρίσκεται εντός του κέντρου του δρόμου να απολέσει τον έλεγχο της μοτοσικλέτας του και να συγκρουστεί με το όχημα του εναγόμενου, πλευρικά.

 

Η πάνω οδηγητική συμπεριφορά που επέδειξε ο ενάγοντας καταλήγω ότι συνιστά αμέλεια και μπορώ να αποδώσω σε αυτόν συντρέχουσα αμέλεια λαμβάνοντας υπόψη μου ότι ενέργησε υπό τις περιστάσεις λανθασμένα και οδήγησε με ακατάλληλη υπό τις συνθήκες ταχύτητα αναγκαζόμενος να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου και αγνοώντας τον ενδεχόμενο κίνδυνο εις τον οποίο έθετε τον εαυτό του κινούμενος σε μια κλειστή στροφή με μειωμένη ορατότητα.

 

……………………………………………………………………………..

 

Η ευθύνη του ενάγοντα έγκειται στο ότι παρά την μειωμένη ορατότητα λόγω της φύσης της στροφής εισήλθε σε αυτήν με τέτοια ταχύτητα η οποία του επέβαλλε να κινηθεί προς το κέντρο του δρόμου και να συγκρουστεί με το όχημα του εναγόμενου πλευρικά. Παράλληλα όταν είδε τον εναγόμενο σε απόσταση 10 - 12 μέτρων μακριά του απώλεσε τον έλεγχο της μοτοσικλέτας.  Παρέλειψε δηλαδή όχι μόνο να οδηγεί με την ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις ταχύτητα αλλά και να τηρεί ως όφειλε, εισερχόμενος σε κλειστή στροφή, την αριστερή πλευρά του δρόμου.

 

……………………………………………………..………………………

 

Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι πιο πάνω παραλείψεις του δικαιολογούν την απόδοση σε αυτόν κάποιου ποσοστού ευθύνης για το επίδικο ατύχημα ή ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ενέργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής και ως εκ τούτου αυτό τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ευθύνη.

 

………………………………………………………………………..……

 

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη μου ναι μεν την πολύ κοντινή απόσταση που για πρώτη φορά ο ενάγοντας είδε το όχημα του εναγομένου αλλά η οδηγητική συμπεριφορά του ενάγοντα, που κρίνω ότι αποτελεί παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του, σημειώθηκε σε στάδιο ενωρίτερα της διαπίστωσης του εναγόμενου στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου. Ο ενάγοντας είχε ήδη εισέλθει στην στροφή με μη ενδεδειγμένη ταχύτητα με πρόθεση να οδηγήσει προς το κέντρο του δρόμου και αρχόμενη η ενέργεια του αυτή. Στο σημείο αυτό ουδεμία επαφή είχε με το όχημα του εναγόμενου. Η αντίδραση του μετά την διαπίστωση του εναγόμενου αποτέλεσε επακόλουθο και της δικής του οδηγητικής συμπεριφοράς.

 

Δεδομένων των πιο πάνω κρίνω ότι και ο ενάγοντας ευθύνεται για το επίδικο δυστύχημα.»

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενάγοντα υποστήριξε ότι ο εναγόμενος, αμέσως πριν τη σύγκρουση, αλλά και επί κλειστής στροφής, χωρίς ορατότητα, οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και παρά ταύτα, αποδόθηκε σ’ αυτόν μικρότερη ευθύνη από τον ενάγοντα, ο οποίος ουδέποτε οδήγησε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Προέβαλε, επίσης, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε πως η ταχύτητα του ενάγοντα συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη σύγκρουση. Υποστηρίχθηκε ότι, ούτε αποδείχθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία η υπερβολική ταχύτητα του ενάγοντα.  Κατά τον δικηγόρο του ενάγοντα, το Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει σε εύρημα ότι ο ενάγοντας ενήργησε κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης και δεν θα έπρεπε να του αποδώσει οποιαδήποτε αμέλεια.  Ήτο περαιτέρω εισήγηση ότι, εν πάση περιπτώσει, η ευθύνη του ενάγοντα δεν έπρεπε να ξεπεράσει το 25%. 

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο και τα ευρήματα θα πρέπει να προσεγγισθούν σφαιρικά και στην ολότητα τους (βλ. Kanika Hotels PLC v. Χρυσάνθου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 309/2015, ημερομηνίας 11.01.2024).  Κρίνοντας την απόφαση σφαιρικά, διαπιστώνουμε ότι προκύπτει με σαφήνεια ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ήτο ότι το αυτοκίνητο του εναγομένου, κατά τη σύγκρουση, βρισκόταν πάνω στη διαχωριστική άσπρη γραμμή και η αναφορά στην απόφαση ότι ο εναγόμενος χρησιμοποιούσε μέρος της λωρίδας του εναγόμενου δεν αφορούσε τα τελικά ευρήματα, τα οποία αποκρυσταλλώθηκαν σε μεταγενέστερο σημείο της απόφασης. Σημειώνουμε, επιπρόσθετα, ότι ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ενάγοντα, στην αγόρευση ενώπιον μας, δέχθηκε ότι στο βίντεο (Τεκμήριο 4), δεν φαίνεται καθαρά ότι το αυτοκίνητο του εναγομένου βρισκόταν μέσα στη λωρίδα κυκλοφορίας του ενάγοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηρίχθηκε στο σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας και κυρίως στην πραγματική μαρτυρία, δηλαδή το βίντεο (Τεκμήριο 4) και στη θέση του ενάγοντα ότι στη στροφή οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα προς το κέντρο, και την παραδοχή του, στην αντεξέταση, ότι εάν πήγαινε με πιο χαμηλή ταχύτητα, ίσως να μπορούσε να περάσει τη στροφή, χωρίς πρόβλημα.  Ο ενάγοντας παραγνώρισε ότι η στροφή διέκοπτε την ορατότητα και ότι ήτο εύλογα προβλεπτή η πιθανότητα αντιμετώπισης κινδύνου για τον ίδιο, μετά την ανάκτηση ορατότητας (βλ. Πουρίκκος v. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256).  Το Δικαστήριο αποδέχθηκε, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τη μαρτυρία του ΜΥ2 ότι η ταχύτητα του ενάγοντα δεν ήτο η ενδεδειγμένη.  Δεν είχε τεκμηριωθεί λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στο εύρημα αυτό του Δικαστηρίου.

 

Το Δικαστήριο δεν συνέδεσε την κατάληξη του, ότι ο ενάγοντας έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας, στη μαρτυρία του ΜΥ2, αλλά βασίστηκε στη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα, ο οποίος ανέφερε ότι πανικοβλήθηκε και κατέβασε το αριστερό του πόδι, αντιλαμβανόμενος, προφανώς, ότι θα έχανε τον έλεγχο, τον οποίο, εν τέλει, έχασε.

 

Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά όλη την ενώπιον του μαρτυρία, εφάρμοσε ορθά τις νομολογιακές αρχές και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα της συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του ενάγοντα. 

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος, τέταρτος, πέμπτος, έβδομος, όγδοος και δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Το ύψος του καταμερισμού ευθύνης, προσβάλλεται τόσο με τον πρώτο λόγο έφεσης στην έφεση αρ. 147/2018, όσο και με τον ενδέκατο λόγο έφεσης στην έφεση αρ. 152/2018.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου δηλαδή υπάρχει λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμένος (βλ. Κλεάνθους κ.α. v. Ευαγγέλου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1681).

 

Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, δεν θεωρούμε ότι η απόφαση για τον καταμερισμό της ευθύνης (ενάγοντας 60%, εναγόμενος 40%) είναι καταφανώς εσφαλμένος, είτε ότι υπάρχει λάθος αρχής.  Το Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω ποσοστό, στη βάση ότι αμφότεροι οι ενεχόμενοι οδηγοί, προσεγγίζοντας κλειστή στροφή, όφειλαν να τηρούν όσο ήταν δυνατό, την αριστερή πλευρά του δρόμου, καθήκον που δεν τήρησαν, αποδίδοντας μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης στον ενάγοντα, ο οποίος, επιπροσθέτως, δεν οδηγούσε με την ενδεδειγμένη, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα.  Η κατάληξη αυτή ήτο εύλογη.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης στην έφεση αρ. 147/2018 και ο ενδέκατος λόγος έφεσης στην έφεση αρ. 152/2018 απορρίπτονται.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, τόσο η Πολιτική Έφεση Αρ. 147/2018, όσο και η Πολιτική Έφεση Αρ. 152/2018, απορρίπτονται και η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται. 

 

Δεδομένης της αποτυχίας αμφοτέρων των εφέσεων που καταχώρησαν οι διάδικοι, κρίνουμε εύλογο όπως διατάξουμε η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της και στις δύο εφέσεις.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο