ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  

(Ποινική Έφεση Αρ.: 173/22)

 

13 Ιουνίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Χ. Δημητρίου, για Νίκος & Χριστόφορος Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα

Ε. Κληρίδου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με δυο λόγους έφεσης ο Εφεσείων, πρωτοδίκως κατηγορούμενος 2, προσβάλλει την καταδίκη του από το Κακουργοδικείο Λάρνακας σε τρεις κατηγορίες οι οποίες αφορούν:

 

·          Κατοχή εννέα φυσιγγίων με εκρηκτική ύλη κατά παράβαση άρθρων του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 (κατηγορία 1).

 

·          Κατοχή και μεταφορά αυτόματου πυροβόλου όπλου κατηγορίας Α΄ (στρατιωτικό τυφέκιο τύπου G3A4) κατά παράβαση άρθρων του περί Πυροβόλων Όπλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Ν.113(I)/04 (κατηγορία 2).

 

·          Κατοχή και μεταφορά εννέα πλήρων φυσιγγίων του ως άνω πυροβόλου όπλου κατά παράβαση άρθρων του προαναφερθέντος Ν.113(I)/04 (κατηγορία 3).

 

        Άλλος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορούσε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 4,5 ετών έχει αποσυρθεί. Τις ίδιες κατηγορίες από κοινού αντιμετώπιζε και ο Κατηγορούμενος 1 για συμμετοχή βάσει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.»), ο οποίος όμως είχε εξαρχής παραδεχθεί την κατοχή και μεταφορά του όπλου (κατηγορία 2), οπότε για τον ίδιο η ακρόαση προχώρησε μόνον εν σχέσει με την κατοχή και μεταφορά των φυσιγγίων (κατηγορίες 1 και 3), στις οποίες εν τέλει αθωώθηκε. Τιμωρήθηκε μόνο για τη μεταφορά του όπλου με 3ετή άμεση φυλάκιση.

 

        Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ο Εφεσείων και ο Κατηγορούμενος 1 στις 26.10.21 κατείχαν και μετέφεραν ένα πυροβόλο όπλο και εννέα φυσίγγια. Εξαρχής είχαν δηλωθεί ως παραδεκτά γεγονότα ότι:

 

·          Στις 26.10.21 τρεις αστυφύλακες είχαν εντοπίσει στον χώρο στάθμευσης του Moments Hall αυτοκίνητο με τη μηχανή σε λειτουργία και τον Κατηγορούμενο 1 καθήμενο στη θέση του οδηγού.

 

·          Σε σχετική έρευνα, η οποία ακολούθησε, εντόπισαν στο καπό του αυτοκινήτου ένα σεντόνι μέσα στο οποίο υπήρχε τυλιγμένο μπλε πλαστικό (νάιλον) σακούλι και πάνω σε αυτό κολλημένο με κολλητική ταινία ένα κίτρινο σακούλι.

 

·          Μέσα στο μπλε σακούλι υπήρχε ένα αυτόματο πυροβόλο όπλο G3A4, (χωρίς φλογοκρύπτη), σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση και εννέα πλήρη χρησιμοποιήσιμα φυσίγγια διαμετρήματος 7,62, κατάλληλα για το πιο πάνω όπλο.

 

·          Μέσα στο κίτρινο σακούλι υπήρχε μια κενή γεμιστήρα, επίσης κατάλληλη για το πιο πάνω όπλο.

 

        Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει ως μάρτυρες τον επικεφαλής της ανάκρισης (Μ.Κ.1), τη μια εκ των αστυφυλάκων οι οποίοι είχαν βρει τον οπλισμό (Μ.Κ.2) και τελευταίο τον εμπλεκόμενο συνεργό τόσο στη διακίνηση του οπλισμού όσο και στη σχεδιαζόμενη τότε εγκληματική ενέργεια εναντίον οχήματος και οικίας (Μ.Κ.3). Μετά την κλήση τους σε απολογία οι Κατηγορούμενοι άσκησαν το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσαν οποιονδήποτε μάρτυρα.

 

        Η παραδοχή του Κατηγορουμένου 1 στην κατηγορία 2 συνήδε τόσο με τα όσα είχε αναφέρει κατά τον εντοπισμό του όπλου στην κατοχή του όσο και με όσα είπε αργότερα στις τρεις καταθέσεις του. Βασικά αυτός είχε εξαρχής δεχθεί αφενός ότι κάποιες μέρες πριν τη σύλληψή του είχε συναντηθεί με τον Μ.Κ.3, ο οποίος του είχε υποδείξει την οικία έξω από την οποία θα πυρπολούσαν το εκεί σταθμευμένο όχημα και προς την οποία (οικία) θα πυροβολούσαν και αφετέρου ότι στις 26.10.21, λίγο πριν τη σύλληψή του, είχε παραλάβει σεντόνι και το πλαστικό σακούλι με το όπλο από τον Μ.Κ.3. Αρνείτο μόνο το ότι γνώριζε για την ύπαρξη των φυσιγγίων εντός της συσκευασίας αυτής.

 

        Όπως γίνεται αντιληπτό, η μαρτυρία του Μ.Κ.3 είχε ιδιάζουσα σημασία στην υπόθεση. Σύμφωνα με τον Μ.Κ.3 κάποιες μέρες πριν τις 26.10.21, ο Εφεσείων τού είχε ζητήσει να συναντηθεί με τον Κατηγορούμενο 1 στον χώρο στάθμευσης του γηπέδου της Ανόρθωσης. Όταν αυτό έγινε και ο Μ.Κ.3 παρέλαβε με το αυτοκίνητό του τον Κατηγορούμενο 1 από εκεί, ο Εφεσείων μέσω της εφαρμογής «WhatsApp» καθοδήγησε τον Μ.Κ.3 ούτως ώστε να κατευθυνθεί προς την οδό επί της οποίας ευρίσκετο η οικία, η οποία αποτελούσε τον στόχο της προγραμματιζόμενης (τότε) εγκληματικής ενέργειας και να υποδείξει την οικία στον Κατηγορούμενο 1.  

 

        Ακολούθως, στις 26.10.21, περί τις 21:00, ο Εφεσείων τηλεφώνησε στον Μ.Κ.3, τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να παραλάβει κάτι εκ μέρους του και τον καθοδήγησε, ξανά μέσω της εφαρμογής «WhatsApp», να μεταβεί σε χωράφι στα Κελλιά και να παραλάβει ένα μπλε πλαστικό σακούλι. Ο Μ.Κ.3 υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για όπλο αλλά όταν ρώτησε τον Εφεσείοντα για το περιεχόμενο, ο τελευταίος τον προέτρεψε να μην ρωτά. Όταν ο Μ.Κ.3 είπε ότι θα παρέδιδε το μπλε σακούλι στην οικία του Εφεσείοντος, ο τελευταίος αντέδρασε αρνητικά («ρε μα είσαι κουτός, έχεις μαϊμού μες’ τον εγκέφαλο;»), ενημερώνοντας τον ότι θα τού τηλεφωνούσε κάποιος. Όντως στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος 1 τηλεφώνησε στον Μ.Κ.3 και κατόπιν σχετικής διευθέτησής τους, οι δύο συναντήθηκαν σε χώρο στάθμευσης της πρώην φρουταρίας Eurofresh στην Αραδίππου, όπου ο Μ.Κ.3 παρέδωσε τη μπλε σακούλα στον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος την τοποθέτησε στο καπό του αυτοκινήτου του.

 

        Το Κακουργοδικείο, παρέθεσε τις αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας συνεργού με αναφορά στις υποθέσεις Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 175/16, ημερ. 23.11.18, Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 38/2019, ημερ. 20.1.22 και Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/17, ημερ. 20.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D246. Προειδοποιήθηκε δε για τους πιθανούς κινδύνους από την αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας και αξιολογώντας τη μαρτυρία του κατέληξε ότι η ποιότητα της, η πειστικότητα του και το αδιαμφισβήτητο των βασικών του ισχυρισμών επέτρεπαν στο Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία του Μ.Κ.3 χωρίς ενίσχυση. Αποδεχόμενο λοιπόν τη μαρτυρία αυτή και μετά από ανάλυση της νομικής πτυχής, το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι ο Εφεσείων είχε κατοχή του περιεχομένου της μπλε σακούλας μέσω τρίτων, καθώς και ότι γνώριζε το περιεχόμενο της, άρα και τη φύση των αντικειμένων τα οποία περιείχε, οπότε τον έκρινε ένοχο και στις τρεις κατηγορίες.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι υπήρξε πλημμελής αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού χωρίς την κατάλληλη αυτοπροειδοποίηση, υπό την έννοια ότι το Κακουργοδικείο δεν είχε προσεγγίσει σωστά τις νομολογιακές αρχές, καθότι δεν έδωσε πλήρη επεξήγηση της αυτοπροειδοποίησης του για αποδοχή της μαρτυρίας.

       

        Όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού αναφέρονται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (ανωτέρω, σ. 539) τα εξής:

 

«Όταν το Δικαστήριο καταλήγει ότι μάρτυς είναι συνεργός - την αξιοπιστία του οποίου θα πρέπει να κρίνει με βάση τα ίδια κριτήρια της και των άλλων μη συνεργών μαρτύρων - τότε οφείλει να αξιολογεί τη μαρτυρία του με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα και να αυτοπροειδοποιείται για τους κινδύνους αποδοχής της αναζητώντας προς τούτο ενισχυτική μαρτυρία».

(Έμφαση προστεθείσα)

 

        Τα πιο πάνω ευρίσκονται σε αρμονία με τα αναφερθέντα στην υπόθεση Ρόπας κ.ά. (ανωτέρω) ότι «...τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος» και ότι υπάρχει ανάγκη προειδοποίησης «[Ε]φόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ’ αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του...» ενώ παράλληλα σε άλλο σημείο γίνεται αναφορά στην «τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού», πράγμα που εξ αντιδιαστολής παραπέμπει ακριβώς στο ότι προϋποτίθεται μια «αρχική» αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού. Αυτό είναι και το νόημα της, σχετικής με την ορθή διαδικασία, κατάληξης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω), η οποία έχει ως εξής:

 

        «Η ορθή λοιπόν αντιμετώπιση της μαρτυρίας συνεργού θα πρέπει να έχει έναυσμα την καθ΄ αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του.  Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά βάση ως αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο, ……………………, τότε τυχόν στοιχεία της μαρτυρίας που τείνουν να ενισχύσουν το αξιόπιστο μπορούν να αναζητηθούν, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο. Είναι λάθος, όμως, να κρίνεται το αξιόπιστο της μαρτυρίας ενός συνεργού είτε στη βάση ενισχυτικής μαρτυρίας είτε ως σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος».

(Έμφαση προστεθείσα)

 

        Εννοείται πως, εάν κατά την «αρχική» αυτή αξιολόγηση, (η οποία γίνεται βάσει των ίδιων κριτηρίων που ισχύουν και για τους άλλους μη συνεργούς μάρτυρες) κριθεί αναξιόπιστος ο συνεργός, τότε δεν τίθεται οποιοδήποτε περαιτέρω ζήτημα και το θέμα τελειώνει εκεί. Εάν όμως κριθεί κατά βάσιν ή κατ΄ αρχήν αξιόπιστος, τότε είναι που εισέρχεται στο προσκήνιο η αναγκαιότητα αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου για τους πιθανούς κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν σε περίπτωση που βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Αυτό είναι και το στάδιο κατά το οποίο το Δικαστήριο αυτοπροειδοποιούμενο προχωρεί στην «τελική κρίση» της αξιοπιστίας της μαρτυρίας ενός συνεργού, στο οποίο και υπήρξε αναφορά στην υπόθεση Ρόπας κ.ά. (ανωτέρω).

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση του Εφεσείοντος ότι με βάση την υπόθεση Ρόπας (ανωτέρω) επιβάλλεται ανυπερθέτως ως θέμα πρακτικής όπως πρώτα εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία και μετά να προχωρεί το Δικαστήριο στην «τελική κρίση» της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Είναι γεγονός πως υπήρξε εκεί  μια σχετική αναφορά για «ορθολογιστική αντιμετώπιση» του θέματος αλλά αυτό έγινε με την παράλληλη προς τούτο σαφέστατη διευκρίνιση «ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση».

 

        Ούτε βέβαια διαβλέπουμε οποιοδήποτε παραλληλισμό της παρούσας με την υπόθεση Kondratjev v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 551, ως εισηγείται ο Εφεσείων. Εκεί, σε υπόθεση σεξουαλικής φύσης, το Δικαστήριο εσφαλμένα είχε ήδη κρίνει «τελειωτικά» το θέμα της αξιοπιστίας της παραπονούμενης για βιασμό, ήτοι πολύ πριν προειδοποιηθεί και εξετάσει κατά πόσο η μαρτυρία της μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση. Όπως σημείωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε παρατηρηθεί το νομικά απαράδεκτο φαινόμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε προβεί σε κάποιο προηγούμενο στάδιο της απόφασής του σε «τελικά» ευρήματα και συμπεράσματα ως προς την ανεπιφύλακτη αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, καθώς και σε τελικά ευρήματα περί της ενοχής του εφεσείοντος.

  

        Δεν τίθενται ασφαλώς τέτοια ζητήματα σοβαρών σφαλμάτων στην παρούσα περίπτωση. Η πορεία που ακολούθησε το Κακουργοδικείο ήταν, μετά την παράθεση της σχετικής νομολογίας, να επισημάνει τα όσα θα είχε υπ’ όψιν του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού και δη εν σχέσει με τους πιθανούς κινδύνους ως εξής:

  

«Υπό το πιο πάνω πρίσμα εξετάσαμε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 με ιδιαίτερη προσοχή, επιμέλεια, επιφυλακτικότητα, καχυποψία, υπενθυμίζοντας συνεχώς τους εαυτούς μας ότι πρόκειται για ένα σπιλωμένο μάρτυρα του οποίου η μαρτυρία μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα και υπενθυμίζοντας και προειδοποιώντας εαυτούς συνεχώς κατά την διαδικασία της αξιολόγησης του ότι ως συνεργός πιθανόν να επιθυμεί να απενεχοποιήσει τον εαυτό του, έστω και εάν είπε ότι θα παραδεχτεί τις ίδιες κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε άλλο ξεχωριστό κατηγορητήριο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ή να επιδιώκει να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την Κατηγορούσα Αρχή, βοηθώντας την να καταδικάσει τους άλλους συμμετέχοντας στα αδικήματα».

 

        Αυτό το οποίο θα μπορούσε να λεχθεί είναι μόνον πως η ακριβέστερη και καταλληλότερη θέση των πιο πάνω ήταν μετά την «καθ’ αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του συνεργού», ήτοι μετά την «αρχική» αξιολόγηση και πριν την «τελική» κρίση της αξιοπιστίας του συνεργού. Κατά τα άλλα είναι εμφανές ότι πρόκειται για μια επαρκέστατη και προσαρμοσμένη στα γεγονότα της υπόθεσης αυτοπροειδοποίηση για τους κινδύνους που υπήρχαν σε σχέση με την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού. Εκ μέρους δε του Εφεσείοντος δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα για το σημείο στο οποίο είχαν επισημανθεί οι κίνδυνοι από τη μαρτυρία του συνεργού και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

   

        Παραπονείται όμως ο Εφεσείων ότι το Κακουργοδικείο αξιολόγησε ως αξιόπιστο τον Μ.Κ.3 προτού παραθέσει το σύνολο της μαρτυρίας και αναφέρεται προς τούτο στην, αμέσως μετά την πιο πάνω παράθεση των κινδύνων, χρησιμοποιηθείσα φράση ότι «[Σ]υνολικά ο Μ.Κ.3 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του επί των ουσιωδών γεγονότων δεν έχει αμφισβητηθεί». Διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εισαγωγική φράση, η οποία απέδωσε προκαταρκτικά τη γενική εντύπωση του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο ακριβώς της καθ’ αυτό αποτίμησης της αξιοπιστίας του Μ.Κ.3.  Εξ ου και ακολουθεί αμέσως μετά τετρασέλιδη αναλυτική αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Αρχόμενη αυτή μάλιστα με τον όρο «Συγκεκριμένα», πράγμα που επιβεβαιώνει τη γενικότητα της προηγούμενης τοποθέτησης για τη συνολική εντύπωση. Ασφαλώς λοιπόν τα όσα ακολούθησαν συνιστούν την αιτιολογία και τεκμηρίωση της «θετικής εντύπωσης». Καταρρίπτεται έτσι το επιχείρημα ότι σε αυτές τις σελίδες το Κακουργοδικείο παρέθεσε εκ των υστέρων τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 και ότι αυτό το έπραξε αφού είχε προαποφασίσει περί της αξιοπιστίας του.

 

        Αυτό το οποίο έχει σημασία και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται είναι πως αμέσως μετά την αξιολόγηση του συνεργού, το Κακουργοδικείο αυτοπροειδοποιούμενο πλέον για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του χωρίς ενίσχυση, αναφερόταν ακριβώς στα όσα είχε προηγουμένως καταγράψει ως τέτοιους κινδύνους.

  

        Όπως τονίζεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 525, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται δικαστική αυτοπροειδοποίηση «… δεν υπάρχει συγκεκριμένη φρασεολογία που πρέπει να ακολουθείται, καθότι σημασία έχει η σαφής και ορθή εφαρμογή του πνεύματος της αυτοπροειδοποίησης …». Αυτά, με παραπομπή στην υπόθεση Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, στην οποία για το ίδιο θέμα υιοθετήθηκαν σχετικά αποσπάσματα αφενός από το σύγγραμμα Phipson on Evidence, 12η έκδοση, σ. 691 [No magic formula need be used by the judgeIt is submitted however that whatever words are used the warning should refer to thedanger” (of acting upon the uncorroborated evidence …)”] και αφετέρου από το σύγγραμμα «Η Απόδειξη», Γ. Κακογιάννη, 1983, σ. 311 («…δεν σημαίνει ότι κάποιος δικολαβικός φραστικός τύπος θα πρέπει αυτόματα να απαγγέλλεται από το Δικαστή ή ότι οποιοσδήποτε ειδικός τύπος λέξεων ή οποιοδήποτε ειδικό σχήμα πρέπει να χρησιμοποιείται …»).

 

        Στη βάση των πιο πάνω και παρά την κάπως πρωθύστερη παράθεση των κινδύνων, κρίνουμε πως ο συνολικός χειρισμός και φρασεολογία του Κακουργοδικείου ικανοποιεί τα αναγκαία επίπεδα μιας σαφούς και ορθής εφαρμογής του πνεύματος της αυτοπροειδοποίησης. Η ουσία δε, είναι πως μετά από την αυτοπροειδοποίηση το Κακουργοδικείο αισθανόταν βέβαιο να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του συνεργού χωρίς ενίσχυση. Δεν θεωρούμε ότι δημιουργείται οποιοδήποτε ζήτημα από το γεγονός ότι δεν προχώρησε να διαπιστώσει κατά πόσον υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία, αφού ως έχουμε αναφέρει, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας περί ύπαρξης τέτοιας υποχρέωσης. Για σκοπούς πληρότητας σημειώνουμε πως διατηρούσε τη δυνατότητα να στηριχθεί μόνο στη μαρτυρία του συνεργού (όπως και έπραξε) ενώ παράλληλα μπορούσε να υποδείξει την τυχόν ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, λέγοντας ότι δεν τη χρειαζόταν (βλ. Nvoorwzefr v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505). Κάτι τέτοιο όμως ήταν ευχέρεια και όχι υποχρέωση. Σχετικό με το θέμα είναι και το προαναφερθέν απόσπασμα από την υπόθεση Χαραλάμπους («… μπορούν να αναζητηθούν, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο»).

 

        Δεν συμφωνούμε επίσης ούτε με το επιχείρημα ότι το Κακουργοδικείο προέβη στην αξιολόγηση του Μ.Κ.3 απομονωμένα και όχι σε σχέση με τη συνολική μαρτυρία. Οι άλλοι δύο μάρτυρες ήταν μέλη της Αστυνομίας, ο μεν πρώτος εκ των εξεταστών, η δε δεύτερη εκ των εντοπισάντων τον οπλισμό. Κανένας εξ αυτών δεν είχε προσφέρει μαρτυρία περί εμπλοκής του Εφεσείοντος και κυρίως σε κανένα σημείο η δική τους μαρτυρία δεν συσχετίζετο με αυτή του συνεργού Μ.Κ.3, η οποία ήταν και η μόνη που ενέπλεκε τον Εφεσείοντα. Σε ό,τι αφορά λοιπόν τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 και υπό τις περιστάσεις της παρούσας, δεν προέκυπτε ανάγκη αντιπαραβολής της μαρτυρίας τους με εκείνη του Μ.Κ.3.

 

        Κατά συνέπειαν ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε πλημμελής αξιολόγηση του Μ.Κ.3 σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία του.

 

        Τις αρχές επέμβασης του Εφετείου σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στην υπόθεση P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd κ.ά. v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/2001 κ.α., ημερ. 12.9.23 και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι κατά πάγια νομολογία το ζήτημα της αξιολόγησης και συνακόλουθα αυτό της αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί πως υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίδουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Μια τέτοια περίπτωση είναι όταν η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Κουρέας v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 896).

 

        Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης αυτού ειδικότερα υποστηρίζεται αφενός ότι ερωτηθείς ο Μ.Κ.3 από τον συνήγορο του Εφεσείοντος κατά πόσον είχε συμφωνήσει μαζί του για τη διάπραξη οποιασδήποτε παράνομης πράξης, απάντησε αρνητικά και αφετέρου ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.3 αποδομεί το σύνολο της μαρτυρίας του για εμπλοκή του Εφεσείοντος στα αδικήματα.

 

        Εν πρώτοις να διευκρινίσουμε ότι η ερώτηση ήταν κατά πόσον ο Μ.Κ.3 είχε συνεννοηθεί οποτεδήποτε με τον Εφεσείοντα να βοηθήσει εκείνον να διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα. Είναι δε γεγονός πως ο Μ.Κ.3 έδωσε αρνητική απάντηση. Όμως το ουσιώδες ήταν πως η απάντηση αυτή δεν αναιρούσε οτιδήποτε είτε από τις γραπτές καταθέσεις του Μ.Κ.3 είτε από την προφορική του μαρτυρία. Τα γεγονότα αυτά απεκάλυπταν λεπτομερώς την παραλαβή, διακίνηση και παράδοση τυφεκίου και φυσιγγίων, κατόπιν συγκεκριμένων οδηγιών που είχε δώσει ο Εφεσείων. Ήταν τα γεγονότα αυτά τα οποία υπαχθέντα στον Νόμο στοιχειοθέτησαν τις τρεις κατηγορίες. Σίγουρα δεν απαιτείτο μαρτυρία για ρητή συμφωνία δεδομένου ότι το σύνολο των αποδειχθέντων γεγονότων κατεδείκνυε συμμετοχή στα εκδικαζόμενα αδικήματα στη βάση του Άρθρου 20 του Ποινικού Κωδικός,  η οποία ήταν αρκετή.

 

        Προβάλλει ο Εφεσείων ότι επειδή το Κακουργοδικείο, παραθέτοντας τις πάγιες και διαχρονικές αρχές αξιολόγησης, συμπεριέλαβε και αυτήν που ορίζει ότι, μικρές ασυνέπειες δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία, έπεται πως όντως υπήρχαν τέτοιες και αφού δεν τις εξειδίκευσε το Κακουργοδικείο, έπεται περαιτέρω ότι όλα παρέμειναν στο σκοτάδι στερώντας τον Εφεσείοντα από την ευκαιρία να τοποθετηθεί ενώπιον του Εφετείου. Ασφαλώς βέβαια δεν μπορεί να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα από την παράθεση πρωτοδίκως γενικών νομολογιακών αρχών για οποιοδήποτε θέμα. Το Κακουργοδικείο δεν παρέθεσε οποιαδήποτε ασυνέπεια ή αντίφαση ή μικροδιαφορά επειδή απλούστατα δεν εντόπισε τέτοια αδυναμία στη μαρτυρία του Μ.Κ.3. Σημειώνουμε ότι και ενώπιόν μας, παρά τη (γενικόλογη) θέση ότι οι αντιφάσεις φαίνονται στα πρακτικά και είναι ουσιώδεις, εντούτοις δεν μας έχει υποδειχθεί κάτι συγκεκριμένο. Ούτε εμείς εντοπίζουμε οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε καν να τεθεί σε τέτοια βάσανο. Κάποια άλλα θέματα, τα οποία επιδερμικά κατεγράφησαν στο διάγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος, είχαν ούτως ή άλλως επαρκώς και επιμελώς σχολιαστεί στην πρωτόδικη απόφαση ως εξής:

 

«Το γεγονός ότι ο μάρτυρας δεν ανέφερε πως η μπλε νάιλον σακούλα τυλίχθηκε σε σεντόνι δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του, αφού σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα εντός του καπό του οχήματος του Κατηγορούμενου (εννοεί του Κατηγορούμενου 1) βρέθηκε μια μπλε νάιλον σακούλα. Υπενθυμίζεται ότι τα γεγονότα που δηλώνονται ως παραδεκτά και εγκρίνονται από το Δικαστήριο, ανάγονται σε δεδομένα. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στην απόφαση Αντρέα κ.ά. v. Αστυνομίας (ανωτέρω). Επομένως το εάν ο ίδιος παρέδωσε τη μπλε νάιλον σακούλα τυλιγμένη σε σεντόνι ή όχι δεν μεταβάλει (sic) το γεγονός ότι την παρέδωσε στον Κατηγορούμενο 1 και ότι αυτή τοποθετήθηκε στο καπό του. Ούτε μπορεί να επηρεάσει τη συνολική του αξιοπιστία, αφού η εκδοχή του, ως τέθηκε ενώπιον της, συνάδει με τον πυρήνα των γεγονότων που δηλώθηκαν παραδεκτά και ως εκ τούτου συνιστούν δεδομένα ενώπιον της».

..................................................................................................................

«Ούτε το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο, κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου 2, δήλωσε ότι δεν γνώριζε ότι η επίδικη σακούλα περιείχε στρατιωτικό τυφέκιο κλονίζει την αξιοπιστία του, αφού δήλωσε ότι μόλις την παρέλαβε αντιλήφθηκε ότι περιείχε κάποιου είδους όπλο και συγκεκριμένα υπέθεσε ότι περιείχε κυνηγετικό όπλο. Το γεγονός ότι δήλωσε πως, κατά τον χρόνο που παραλάμβανε την μπλε νάιλον σακούλα, δεν γνώριζε τι αυτή περιείχε δεν αντιφάσκει με τη δήλωση του ότι προτίθεται να παραδεχτεί τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει με βάση το κατηγορητήριο Τεκμήριο 10. Αντίθετα μέσα από το σύνολο των απαντήσεων του επί του συγκεκριμένου σημείου αναδύεται η εικόνα του ειλικρινούς μάρτυρα, ο οποίος δήλωσε ευθαρσώς το πότε αντιλήφθηκε ότι θα μετέφερε όπλο».

 

        Στη βάση των ανωτέρω δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε βασιμότητα στις αιτιάσεις του Εφεσείοντος για ζητήματα αξιολόγησης. Κατά συνέπειαν και ο δεύτερο λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται παραβίαση του Άρθρου 30.3(β) του Συντάγματος επί τω ότι κατά την προφορική μαρτυρία του Μ.Κ.3 παρουσιάστηκε και κατατέθηκε δεύτερη γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία, η οποία δεν είχε προηγουμένως δοθεί στον Εφεσείοντα. Το δε Κακουργοδικείο απέρριψε τα αιτήματά του για αναβολή προς μελέτη του «νέου μαρτυρικού υλικού» με αποτέλεσμα να στερηθεί του δικαιώματος προετοιμασίας της υπεράσπισής του κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης.

 

        Είναι γεγονός ότι κατά τη μαρτυρία του ο Μ.Κ.3 αναγνώρισε, υιοθέτησε και κατέθεσε χωρίς ένσταση, ως μέρος της κυρίως εξέτασής του (και) το Έγγραφο Γ2, το οποίο αποτελούσε τη δεύτερη ανακριτική κατάθεσή του, ημερομηνίας 14.11.21. Η πρώτη του τέτοια κατάθεση είχε ληφθεί την αμέσως προηγούμενη ημέρα. Το Έγγραφο Γ2 αποτελείτο από 17 ερωτήσεις και αντίστοιχες απαντήσεις, εκτεινόμενες σε τέσσερεις σελίδες. Εκ μέρους του Κατηγόρου δεν υπήρχε βεβαιότητα για το ότι παλαιότερα είχε παραδοθεί και η εν λόγω κατάθεση προς τους Κατηγορούμενους και για αυτό το Κακουργοδικείο έκρινε ορθό να διακόψει τη διαδικασία επί 20λεπτο, ούτως ώστε να τη μελετήσουν, όπερ και έγινε. Μετά το διάλειμμα δήλωσαν και οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης ότι είχαν διαβάσει την κατάθεση αυτή και προχώρησε πρώτα η αντεξέταση εκ μέρους του Κατηγορούμενου 1.

 

        Είναι περαιτέρω γεγονός πως όταν έφτασε η σειρά του συνηγόρου του Εφεσείοντος να αντεξετάσει, αυτός ζήτησε αναβολή της ακρόασης διότι, ως υποστήριξε, υπήρχαν δύο πολύ σημαντικά θέματα για την αντεξέταση, τα οποία θα έπρεπε να δει νοουμένου ότι θα του παραδίδοντο και κάποια επιπλέον έγγραφα. Αυτά αφορούσαν, ως είχε αναφέρει τότε, αφενός ένα κατηγορητήριο, το οποίο υπήρχε και του παρεδόθη πάραυτα από τον Κατήγορο (Τεκμήριο 10) και αφετέρου ένα υποτιθέμενο ημερολόγιο ενεργείας εν σχέσει με το Έγγραφο Γ2 και συγκεκριμένα εν σχέσει με αναφορές του Μ.Κ.3 περί του ότι είχε αποστείλει «κάτι» σε «κάποια κοπέλα». Δεν ήταν όμως βέβαιο κατά πόσον υπήρχε τέτοιο ημερολόγιο ενεργείας, σχετιζόμενο δηλαδή με έρευνα στο τηλέφωνο του Μ.Κ.3 αλλά μετά από νέο διάλειμμα διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε.

   

        Επιλυθέντων των ζητημάτων αυτών ο συνήγορος του Εφεσείοντος επανήλθε θέτοντας θέμα για το ότι είχε παραλάβει το Έγγραφο Γ2 νωρίτερα την ίδια ημέρα και ότι επρόκειτο για κατάθεση μεγαλύτερη από την αρχική. Παρόλον ότι για τον ίδιο ίσως να ήταν διευκρινιστική (ως δήλωσε), και δεν άλλαζε παρά πολύ τη γραμμή υπεράσπισης (ως δήλωσε) εντούτοις υπήρχαν δύο - τρία σημεία για τα οποία ήθελε άλλη δικάσιμο. Το Κακουργοδικείο εξετάζοντας το αίτημα επισήμανε αφενός ότι ήδη είχε δοθεί χρόνος μισής ώρας περίπου για τη μελέτη της και αφετέρου ότι πράγματι αυτή αφορούσε διευκρινιστικές ερωτήσεις εν σχέσει με την πρώτη κατάθεση, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση, οπότε απέρριψε ξανά το αίτημα.

 

        Εν συνεχεία, προχώρησε η αντεξέταση του Μ.Κ.3 από τον συνήγορο του Εφεσείοντος. Είναι προφανές από τα πρακτικά ότι αυτή κάλυψε σειρά ζητημάτων με αναφορά και στη δεύτερη κατάθεση, το Έγγραφο Γ2 (βλ. πρακτικά, σ. 53 έως 56). Ειδικότερα κάλυψε ζητήματα τόσο λεκτικής όσο και μηνυματικής τηλεφωνικής επικοινωνίας του Εφεσείοντος με την «Κούλλα», η οποία στο Έγγραφο Γ2 φερόταν ως η συμβία του Εφεσείοντος, που εκτός από την παρουσία της κατά τη συνάντηση του Εφεσείοντος με τον Μ.Κ.3, είχε και κάποιες τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Μ.Κ.3 ενόσω αυτός ήταν ακόμα στη Θεσσαλονίκη.

 

        Σε αυτό το σημείο, με αίτημα εκ μέρους του Εφεσείοντος, υπήρξε και τρίτο διάλειμμα, διάρκειας 15 λεπτών αυτή τη φορά. Επανερχόμενος ο συνήγορος του, ζήτησε και πάλι αναβολή, υποστηρίζοντας ότι είχαν προκύψει αρκετά νέα θέματα από την αντεξέταση και τούτο λόγω της δεύτερης κατάθεσης. Το Κακουργοδικείο επισήμανε ότι δεν είχε αναφερθεί κάτι πέραν των προηγηθέντων προς υποστήριξη του πρώτου αιτήματος ενώ παράλληλα είχε δοθεί και περαιτέρω χρόνος στο ενδιάμεσο, οπότε απέρριψε το αίτημα. Η αντεξέταση συνεχίστηκε και, όπως διαπιστώνεται, κάλυψε ξανά κάποια ζητήματα και των δύο καταθέσεων (πρακτικά, σ. 57 έως 62).

 

        Όπως είχαμε επισημάνει στην υπόθεση Δ.Σ.Δ. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.  271/22, ημερ. 20.12.23, η μη έγερση θέματος παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης πρωτοδίκως δεν εμποδίζει την έγερση του κατ’ έφεσιν, καθότι αφορά την εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας στην ολότητά της και η παραβίαση του καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή, συνιστώντας εξ ορισμού ουσιώδη πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Χριστόπουλος v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, Γιάγκου «Λεμόνας» v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421).

 

        Στην ίδια υπόθεση Δ.Σ.Δ. (ανωτέρω) είχαμε προσθέσει πως σύμφωνα με τη νομολογία το θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας. Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο Κατηγορούμενος υπέστη δυσμενή επηρεασμό (actual prejudice). Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Δημοκρατία v. Σταυρινού, Ποιν. Έφ. 266/18 ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 157/2017, ημερ. 20.06.2022,  Δημοκρατία v. Κουρουζίδη, Ποιν. Έφ. 19/20 κ.ά., ημερ. 29.7.2022, Κλεοβούλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 141/23, ημερ. 20.10.2023). 

 

        Πολύ πιο πρόσφατα, στην υπόθεση Ντιμιτρένκο v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 124/21, ημερ. 18.4.24, υποδείξαμε ότι, ως έχει επισημανθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ούτε κατ’ αφηρημένο τρόπο (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (βλ. Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017, Παπανδρέας Αθανάση v. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 867).

 

        Εννοείται ότι δεν θα μας απασχολήσει η θέση ότι ο συνήγορος του Εφεσείοντος δεν είχε υποβάλει ορισμένες ερωτήσεις στη Μ.Κ.2 (αστυφύλακα) καθότι, ως υποστηρίζεται, δεν είχε τότε στη διάθεσή του το Έγγραφο Γ2 το οποίο αναφερόταν σε μηνύματα μεταξύ του Μ.Κ.3 και της συμβίας του Εφεσείοντος. Εάν υπήρχε όντως τέτοια πρόθεση θα μπορούσε να είχε υποβληθεί αίτημα επανάκλησης της Μ.Κ.2 και είμαστε βέβαιοι ότι το Κακουργοδικείο θα το εξέταζε δεόντως στη βάση των σχετικών καθιερωμένων αρχών (βλ. Μαυρόλουκα κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 74/2021, ημερ. 31.10.23).

 

        Ούτε βέβαια συμφωνούμε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να εγκριθεί το αίτημα αναβολής έστω και για μια ημέρα, όπως υποστηρίζεται, επειδή υπήρχε περιθώριο να δοθεί χρόνος αφού συμβάλλοντος του Εφεσείοντος είχαν δηλωθεί παραδεκτά γεγονότα και για να μην αισθάνεται έντονα ο Εφεσείων για την έλλειψη κατανόησης. Ασφαλώς το ζήτημα αναβολής δεν είναι ούτε θέμα ανταλλάγματος για τη δήλωση παραδεκτών γεγονότων ούτε θέμα ύπαρξης συναισθημάτων αδικίας ή παραπόνου. Όπως αναφέρεται και στο απόσπασμα, το οποίο και ο ίδιος ο Εφεσείων παρέθεσε, από την υπόθεση Παπαδοπούλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 202/20, ημερ. 20.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B356, για το θέμα αναβολής:

 

«Αυτή θα παραχωρηθεί εφόσον τα συμφέροντα της δικαιοσύνης το απαιτούν και αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα ότι η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται μέχρι την πλήρη διεκπεραίωση της, εφόσον υπάρχει δικαστικός χρόνος και δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε μέρους με τη συνέχιση της διαδικασίας χωρίς διακοπή.  Ακριβώς γι’ αυτό η άρνηση της αναβολής, για να αναδεικνύεται εσφαλμένη, πρέπει να συναρτάται με διαφαινόμενο δυσμενή επηρεασμό του κατηγορούμενου και απολήγει η απόφαση άρνησης της αναβολής να είναι ουσιαστική στα δικαιώματα του κατηγορούμενου για δίκαια δίκη όταν πράγματι έχει προκαλέσει δυσμενή επηρεασμό.  Διαφορετικά, ακόμα και εσφαλμένη, με τα τότε δεδομένα, άρνηση αναβολής, δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαια και δεν προκαλεί ρήγμα στην εγκυρότητα της διαδικασίας».

(Έμφαση προστεθείσα)

 

        Είναι λοιπόν προφανές πως στο επίκεντρο ευρίσκεται ξανά το κατά πόσον υπήρξε δυσμενής επηρεασμός, κάτι το οποίο βαρύνει τον κατηγορούμενο να καταδείξει. Προς αυτή την κατεύθυνση ο Εφεσείων στην παρούσα προέβαλε επανειλημμένως στο διάγραμμα του ότι με τη δεύτερη κατάθεση εμφανίστηκαν «νέα δεδομένα» για πρώτη φορά. Αναφέρει προς τούτο τρία στοιχεία και δη: (i) Τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του Μ.Κ.3 με τον Εφεσείοντα και τη συμβία του (ii) Το ότι ο Μ.Κ.3 αμέσως μετά τα γεγονότα εγκατέλειψε την Κύπρο και (iii) Το ότι κατά την επιστροφή και σύλληψή του είχε ξεχάσει στη Θεσσαλονίκη τη μια εκ των δύο τηλεφωνικών συσκευών, ήτοι αυτή που πριν είχε και χρησιμοποιούσε στην Κύπρο.

 

        Πέραν όμως των πιο πάνω λεκτικών αναφορών δεν μας έχει εξηγηθεί με ποιο τρόπο οτιδήποτε είχε καταγραφεί στη δεύτερη κατάθεση του Μ.Κ.3 επηρέασε δυσμενώς τον Εφεσείοντα ή έστω είχε δυνητικά τέτοια δυναμική. Παρόλα αυτά (και εκ του περισσού ίσως) έχουμε ελέγξει το περιεχόμενο των δύο καταθέσεων σε συσχετισμό και με την προφορική μαρτυρία του Μ.Κ.3 αλλά και πάλι δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να τείνει έστω να δημιουργήσει υπόνοιες δυσμενούς επηρεασμού, για λόγους οι οποίοι παρατίθενται κατωτέρω.

 

        Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η δεύτερη κατάθεση περιελάμβανε περιορισμένο αριθμό ερωτήσεων, όλες τεθείσες προς διευκρίνιση ζητημάτων, στα οποία είχε ήδη αναφερθεί ο Μ.Κ.3 κατά την πρώτη κατάθεσή του. Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι και στην πρώτη κατάθεσή του είχε: (i) Παραθέσει τη σειρά τηλεφωνικών επικοινωνιών του αφενός με τον Εφεσείοντα μέχρι και την επόμενη μέρα της παράδοσης του όπλου στον Κατηγορούμενο 1 και αφετέρου με τη συμβία του Εφεσείοντος ενόσω ο ίδιος ο Μ.Κ.3 ευρίσκετο στη Θεσσαλονίκη, (ii) Αναφέρει ρητώς ότι την επόμενη της παράδοσης του όπλου είχε αναχωρήσει για Θεσσαλονίκη, ως ήταν προγραμματισμένο από προηγουμένως, (iii) Αναφέρει ότι διέθετε δύο κινητά τηλέφωνα, το ένα εκ των οποίων χρησιμοποιούσε μόνο κατά τα ταξίδια του στην Ελλάδα.

 

        Ούτως ή άλλως δηλαδή, βασικά δεν υπήρχε οποιοδήποτε νέο δεδομένο και δη νέο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τον Εφεσείοντα υπό την έννοια του να τον φέρει προ εκπλήξεως ή εξ απροόπτου, παγιδεύοντας τον σε οτιδήποτε ή μη επιτρέποντας του να προβάλει την υπεράσπιση που επιθυμούσε.

 

        Το μόνο το οποίο όντως ο Μ.Κ.3 δεν είχε αναφέρει εξειδικευμένα στην πρώτη κατάθεσή του ήταν το ότι επιστρέφοντας δεν είχε φέρει μαζί του τη συσκευή που χρησιμοποιούσε στην Κύπρο αλλά μόνον την άλλη που κρατούσε στην Ελλάδα (η οποία και κρατήθηκε από την Αστυνομία κατά τη σύλληψή του). Αυτό πράγματι το ανέφερε στη δεύτερη κατάθεσή του, όταν πλέον ερωτήθηκε ειδικά για το πού ευρίσκοντο οι συσκευές του. Από την προφορική μαρτυρία του είχε προκύψει πως τη συσκευή που είχε ξεχάσει την έφερε αργότερα κάποιος φίλος του στην Κύπρο και είχε παραδοθεί επίσης στην Αστυνομία. Είναι για αυτή τη συσκευή που υποβάλλεται ότι υπήρχε πρόθεση να ερωτηθεί η Μ.Κ.2 για το κατά πόσον ήλεγξε τις επικοινωνίες και τι διαπίστωσε. Έχουμε ήδη πει ότι δεν υπεβλήθη οποτεδήποτε αίτημα επανάκλησης της εν λόγω μάρτυρος. Προσθέτουμε πως όχι μόνον η ύπαρξη των επικοινωνιών αλλά και το περιεχόμενό τους είχαν ούτως ή άλλως τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου μέσω της άμεσης μαρτυρίας του Μ.Κ.3 που τις είχε βιώσει και έχουν εξαχθεί ευρήματα γεγονότων, τα οποία δεν προσβάλλονται με την έφεση. Δεν μπορούμε συνεπώς να συμφωνήσουμε ότι υπήρξε οποιοσδήποτε επηρεασμός και δη δυσμενής εις βάρος του Εφεσείοντος εκ του ότι η υπόθεση προχώρησε χωρίς αναβολή σε άλλη δικάσιμο.

 

            Συνεπώς και ο τρίτος λόγος είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

            Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο