ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 183/18)

 

4 Ιουνίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΙΤΣΙΟΣ, ΤΟΥΜΑΖΗ Δ/στές]

 

 

1.     N.N. ¨FIESTA¨ LIMITED

2.     Νεόφυτος Νεοφύτου

3.     Νεόφυτος Νεοφύτου υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της Χρίστας Νεοφύτου Κυριάκου

4.     Δήμητρα Νεοφύτου

Εφεσείοντες

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ    

 

Μιράντα Αγγελίδου (κα), για Χριστόφορος Χατζηστερκώτης και Συνεργάτες  Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείουσες.

Αλέκα Φασιανού (κα), για Ι. Φράγκος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους.

               

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, με την οποία διατάχθηκαν να πληρώσουν στην εφεσίβλητη Τράπεζα το ποσό των €171.919,22, πλέον τόκους και έξοδα. Επιπλέον, εκδόθηκε διάταγμα εναντίον της εφεσείουσας 3, με το οποίο διατάσσεται η εκποίηση 2 υποθηκών που παραχώρησε στην εφεσίβλητη, προς ικανοποίηση του πιο πάνω χρέους. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, οι αξιώσεις της εφεσίβλητης τράπεζας προέκυψαν ως αποτέλεσμα δανειακών διευκολύνσεων που παραχώρησε προς την εφεσείουσα 1, με την εγγύηση των εφεσειόντων 2, 3 και 4.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη τράπεζα ως προς την σύναψη των επίδικων δανειακών και εγγυητικών συμβάσεων καθώς και την παράβαση τους από τους εφεσείοντες. Αποδέχθηκε επίσης την μαρτυρία της τράπεζας ως προς το ύψος του αιτούμενου οφειλόμενου ποσού.

 

Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείοντες, απορρίφθηκε στο σύνολο της. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για τροποποίηση των δανειακών συμβάσεων χωρίς την ενημέρωση των εγγυητών αλλά και για μη επεξήγηση σε αυτούς, των όρων της εγγύησης. Απορρίφθηκαν επίσης οι θέσεις της υπεράσπισης ως προς την αποτυχία απόδειξης των τελικών οφειλόμενων ποσών και την παράλειψη ενημέρωσης για την αύξηση του επιτοκίου. Επιπλέον δεν έγιναν αποδεκτοί ως αντιφατικοί, ισχυρισμοί των εφεσειόντων για μη υπογραφή των συμβάσεων από αυτούς και για υπογραφή τους κατόπιν δόλου, ψευδών παραστάσεων και ψυχικής πίεσης. Τέλος απορρίφθηκε ως ατεκμηρίωτη, μαρτυρία για την κακή κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας 3, όταν παραχωρούσε τις επίδικες υποθήκες. Πέραν τούτου, επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν δικογραφείται στην υπεράσπιση ως λόγος ακύρωσης των επίδικων υποθηκών, η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας της εφεσείουσας 3, ούτε γίνεται αναφορά σε κακή κατάσταση της υγείας της, κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον των εφεσειόντων για το πιο πάνω ποσόν, πλέον τόκους και έξοδα. Διέταξε επίσης την εκποίηση των επίδικων υποθηκών προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Για τους ιδίους λόγους, η ανταπαίτηση της εφεσείουσας 3 για ακύρωση των υποθηκών, απορρίφθηκε. 

Οι εφεσείοντες με 13 λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω  κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι λόγοι έφεσης, αφορούν κατά βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία ήταν αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

Συγκεκριμένα, αμφισβητείται η κατάθεση του τεκμηρίου 19 που συνιστούσε την επίδικη κατάσταση λογαριασμού (1ος λόγος έφεσης), το εύρημα για το νόμιμο του τερματισμού της σύμβασης (2ος λόγος έφεσης), το εύρημα της υπογραφής εγγύησης από την εφεσείουσα 3 και η απόρριψη των ισχυρισμών για την κακή της υγεία (λόγοι έφεσης 3, 4, και 5) και το εύρημα για την νόμιμη επιβολή του τόκου υπερημερίας, με την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 (6ος λόγος έφεσης).

 

Αμφισβητείται επίσης, η αποδοχή ως μαρτυρίας των τεκμηρίων 1 και 2 που αφορούν τις συμφωνίες για τραπεζικές διευκολύνσεις αλλά και των τεκμηρίων 10,11,13 και 14 που συνιστούσαν τα επίδικα έγγραφα υποθήκης  (λόγοι έφεσης 8 και 9). Με τον 10ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη και ειλικρινή την μαρτυρία των επτά μαρτύρων που κατέθεσαν για την εφεσίβλητη τράπεζα. Παρατίθενται ενδεικτικά στην αιτιολογία του 10ου λόγου έφεσης, κάποια παραδείγματα που σύμφωνα με τους εφεσείοντες, αποκαλύπτουν κενά, ασάφειες και αντιφάσεις στην μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων. Ομοίως με τον 11ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η απόρριψη του συνόλου της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσείοντες.

 

Με τον 12ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η αποδοχή των πληρεξουσίων (τεκμήρια 21 α και β) ως μαρτυρίας αφού κατά τους εφεσείοντες, αυτή η θέση δεν ήταν δικογραφημένη στην έκθεση απαίτησης. Τέλος με τον 13ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η απόρριψη της ανταπαίτησης της εφεσείουσας 3, με την οποία ζητούσε ακύρωση των επίδικων υποθηκών.

 

Θεωρούμε χρήσιμο στο στάδιο αυτό να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων, παρέχεται μόνο όταν αυτή καταφαίνεται εξ’ αντικειμένου ανυπόστατη ή όταν είναι παράλογη και αυθαίρετη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση συμπεράσματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν . Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300).

Αναφορικά με αντιφάσεις στη μαρτυρία, για τις οποίες γίνεται λόγος ειδικά στον 10ο λόγο έφεσης, σημειώνουμε ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο στην περίπτωση, όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση (βλ. Α.Ο. v. D.T.V, Έφεση Δευτ. Οικ. Δικαστηρίου αρ. 19/2022, ημ. 20/10/2022). Ως τέτοιες, μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (βλ. Αθανάση ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ 867).

 

Προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι για την αναίρεση της πρωτόδικης κρίσης ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία, είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη (βλ. σχετικά, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, (2016) 2 Α.Α.Δ 705).

 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και τους λόγους που έχουν προβάλει οι εφεσείοντες για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας, στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της ενώπιον του δοθείσας μαρτυρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με επαρκή τεκμηρίωση, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποδέχθηκε την μαρτυρία των μαρτύρων για την εφεσίβλητη, απορρίπτοντας αυτή των εφεσειόντων και δεν διαπιστώνουμε ανακολουθία ή πλημμελή αξιολόγηση των δεδομένων που παρουσιάστηκαν ενώπιον του κατά τη δίκη. Ούτε εντοπίζονται αντιφάσεις τέτοιας φύσης που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση της εφεσίβλητης ή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία των μαρτύρων που παρουσίασε στο Δικαστήριο.

 

Ειδικότερα, ήταν εύλογο από την δοθείσα μαρτυρία το εύρημα ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Πολύ σωστά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι σχετικές υποβολές στον Μ.Ε.1 αναφορικά με το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού, ήταν γενικές και αόριστες χωρίς να του υποδειχθεί γιατί το οφειλόμενο ποσό θεωρείτο λανθασμένο και ποιες ήταν οι χρεώσεις που οι εφεσείοντες δεν αποδέχονταν. Σημειώνουμε επιπλέον ότι υπήρξε μαρτυρία από τον Μ.Ε.1 ότι συνέκρινε τις καταχωρίσεις του τεκμηρίου 19 με τις αρχικές καταχωρίσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τράπεζας και διαπίστωσε ότι το αιτούμενο υπόλοιπο, ήταν ορθό. Ήταν ως εκ τούτου ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 19, συνιστά αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίο και αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρίσεων που αυτό εμπεριέχει, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου ν. Deme-Dairy Ltd Πολ. Έφεση 246/2013 ημ. 11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523, παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Φρουταρία το Πανέρι Λτδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Co Ltd, Πολ. Εφ. 426/11, ημερ. 29.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A432, αναφορικά με την απόδειξη οφειλόμενου υπολοίπου σε αγωγή τραπεζικού χρέους:

 

«Γενικά να λεχθεί ότι σε αυτού του είδους τις υποθέσεις ο ρόλος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πόσον μάλλον του Εφετείου, δεν είναι να προβεί σε λογιστικό ή άλλο αναλογιστικό έλεγχο των κατατεθειμένων λογαριασμών (η εφεσίβλητη τράπεζα κατέθεσε όλους τους λογαριασμούς που υπερβαίνουν τις 500 σελίδες), αλλά να αποφασίσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων κατά πόσο η τράπεζα που διεκδικεί το οφειλόμενο ποσό έχει καταφέρει να αποδείξει την υπόθεση της.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη τράπεζα παρουσίασε όλο το ιστορικό της διαφοράς, τους αρχικούς και τους αναδομημένους λογαριασμούς και εξήγησε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τις χρεώσεις που έγιναν αφαιρώντας ό,τι θεωρήθηκε ως μη συμβατό με την τραπεζική πρακτική και τη νομολογία.  Από την άλλη, οι οφειλέτες, δηλαδή οι εφεσείοντες, δεν ήσαν επιτυχείς στο να δείξουν ότι οι λογαριασμοί αυτοί ήσαν λανθασμένοι και αναμφίβολα η εισήγηση τους ότι ήταν η τράπεζα που τους χρωστούσε χρήματα ήταν εντελώς εξωπραγματική και δεν υποστηρίχθηκε από σαφή μαρτυρία.».

Στην παρούσα περίπτωση, η εφεσίβλητη κατέθεσε ως μέρος του τεκμηρίου 19, αναδομημένους λογαριασμούς με τους οποίους περιόρισε το επιτόκιο σε σχέση με τον τόκο υπερημερίας σε 2% και στους οποίους αιτιολογούνται οι σχετικές χρεώσεις τόκων και επιβαρύνσεων, σύμφωνα με τις επίδικες συμβάσεις αλλά και την τραπεζική πρακτική.

 

Ορθό και εύλογο είναι επίσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη τράπεζα νόμιμα και αιτιολογημένα προέβη σε καταγγελία των δανειακών και εγγυητικών συμβάσεων, λόγω παράβασης των όρων τους από τους εφεσίβλητους. Σημειώνεται επί του προκειμένου η μαρτυρία του Μ.Ε.1, σύμφωνα με την οποία ο επίδικος τρεχούμενος λογαριασμός, παρουσίαζε υπερβάσεις που λόγω της μη κάλυψης τους, ανάγκασαν την εφεσίβλητη να προβεί στην αποστολή των επιστολών (τεκμ. 18), με το οποίο τερμάτισε τον επίδικο λογαριασμό και κατέστησε απαιτητό το χρεωστικό υπόλοιπο. Οι εν λόγω επιστολές τερματισμού, στάλθηκαν στις διευθύνσεις που οι εφεσείοντες έδωσαν στην τράπεζα.

 

Ορθά κατά την κρίση μας απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν έλαβαν τις επιστολές τερματισμού. Είναι νομολογημένο ότι από την στιγμή που αποδεικνύεται η ταχυδρόμηση επιστολών και η μη επιστροφή τους, αυτές θεωρείται ότι έχουν παραδοθεί στην διεύθυνση που στάλθηκαν, λίγες ημέρες μετά την αποστολή τους. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η απόφαση Πιτάκκα ν Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 1895, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Σύμφωνα με τη Νομολογία υφίσταται τεκμήριο ότι επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (βλ. Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, 18:  "There is a presumption that a letter shown to have been posted, and not returned by the post office, is prima facie evidence of its delivery to the person to whom it is addressed ..".»

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι για να ανατραπεί το μαχητό τεκμήριο της παράδοσης των επιστολών, απαιτείται κάτι παραπάνω από ένα απλό ισχυρισμό ότι ουδέποτε αυτές παραλήφθηκαν. Στην παρούσα περίπτωση, έχει αποδειχθεί η αποστολή των επιστολών τερματισμού στις διευθύνσεις που οι ίδιοι οι εφεσείοντες έδωσαν στην εφεσίβλητη, χωρίς αυτές να επιστραφούν. Οι εφεσείοντες πέραν του γενικού ισχυρισμού ότι δεν παρέλαβαν τις επιστολές, δεν παρουσίασαν οιανδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει τον εν λόγω ισχυρισμό τους. Κρίνεται ως εκ τούτου, εύλογο και δικαιολογημένο το πρωτόδικο συμπέρασμα για την παραλαβή των επιστολών τερματισμού των επίδικων συμβάσεων από τους εφεσείοντες.  

Αναφορικά με την θέση για μη υπογραφή του επίδικου εγγυητηρίου εγγράφου από την εφεσείουσα 3, κρίνουμε ότι ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. Το ίδιο ισχύει και για την θέση της υπεράσπισης ότι η εφεσείουσα 3 δεν υπέγραψε τα επίδικα πληρεξούσια έγγραφα στον σύζυγο της, για να τα χρησιμοποιήσει για την εγγραφή των επίδικων υποθηκών. Είναι ορθή η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τέτοιος ισχυρισμός, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση και αντίφαση με το δικογραφημένο ισχυρισμό της εφεσείουσας 3, σύμφωνα με την οποία τα πληρεξούσια είναι άκυρα και/ή ακυρώσιμα και/ή ανακλήθηκαν.  

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για την κακή υγεία της εφεσείουσας 3, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι πέραν του ότι δεν δόθηκε αποδεκτή μαρτυρία για αυτό, επιπλέον  δεν δικογραφείται στην υπεράσπιση ως λόγος ακύρωσης των επίδικων υποθηκών, η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας της εφεσείουσας 3, ούτε γίνεται αναφορά σε κακή κατάσταση της υγείας της κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Δεν συμφωνούμε με την θέση που εκφράζεται στην αιτιολογία του 4ου λόγου έφεσης ότι τα προβλήματα υγείας της εφεσείουσας 3 και συγκεκριμένα ότι ήταν βαριά άρρωστη, δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον και δεν μπορούσε να μετακινηθεί, είναι ζητήματα που δεν μπορούσαν να παρατεθούν στο δικόγραφο, αλλά παρεχόταν ευχέρεια να παρουσιαστούν στην ακροαματική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν υπεράσπιση κατά το δίκαιο των συμβάσεων ως προς την δικαιοπρακτική ικανότητα συμβαλλομένου, απουσία της οποίας οδηγεί στην ακύρωση της σύμβασης (βλ. Άρθρο 12 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149). Θα πρέπει ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί αυτοί να δικογραφούνται από τον διάδικο που τους προβάλλει, ο οποίος έχει και το βάρος απόδειξης τους (βλ. Imperial Loan Co v. Stone [1892] 1 QB 599, 601, στην οποία παραπέμπει η υπόθεση Κοροπούλλης ν. Πηλίδη κα (2014) 1 Α.Α.Δ 2483).

 

Η αποδοχή των υπό κρίση πληρεξουσίων (τεκμήρια 21 α και β) ως μαρτυρίας για την οποία παραπονούνται οι εφεσείοντες, ήταν εύλογα επιτρεπτή για το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική αναφορά στα δικόγραφα. Πρόκειται για τα πληρεξούσια με τα οποία η εφεσείουσα 3 διόρισε ως αντιπρόσωπο της τον εφεσείοντα 2, ο οποίος και υπέγραψε εκ μέρους της, τα έγγραφα της υποθήκης. Είναι εμφανές ότι αυτά συνιστούν μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο συστάθηκαν οι επίδικες υποθήκες και όχι ισχυρισμό γεγονότος που είναι αναγκαίο να συμπεριλαμβάνεται στα δικόγραφα. Σύμφωνα δε με πάγια νομολογία, τα δικόγραφα θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο ισχυρισμούς γεγονότων και όχι μαρτυρία (βλ. Merchants' and Manufacturers' Insurance Co. ν. Davies [1938] 1 Κ.Β. 196, 207 και Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ ν. Σαββίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 685).

Αναφορικά με την ανταπαίτηση της εφεσείουσας 3, για τους ιδίους λόγους που εκτίθενται πιο πάνω ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, κρίνουμε ότι ήταν εύλογη και απολύτως τεκμηριωμένη, η απόρριψη της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν κατακλείδι, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε στο σύνολο τους, όλα τα επίδικα θέματα που τέθηκαν ενώπιον του και με μια πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, κατέληξε σε εύλογα ευρήματα που δικαιολογούνταν πλήρως από την μαρτυρία και τις νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται στην υπόθεση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €4.000,00 έξοδα πλέον Φ.Π.Α αν υπάρχει εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

Δ. Κίτσιος, Δ.

 

 

Μ. Τουμαζή, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο