ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                          (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 199/2019)

 

6 Ιουνίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΗΕRMES AIRPORTS LTD

                                                                                                           Εφεσείουσα,

v.

 

 ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

                                                                                                         Εφεσίβλητου.

 

--------------------

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για Εφεσείoυσα.

Α. Χαραλάμπους (κα), για Χ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

-----------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (εφεξής το «ΣΥΛ»), πρωτόδικα το Καθ’ου η αίτηση και ενώπιόν μας ο Εφεσίβλητος, απάντησε με επιστολή του ημερ. 10.7.2009 (ως προς αίτηση της Εφεσείουσας για μόνιμη παροχή νερού στο νέο τερματικό του Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας, εφεξής «ο νέος αερολιμένας») ότι η αίτηση θα εγκρίνετο άμα τη δια της Εφεσείουσας καταβολή δικαιωμάτων συγκεκριμένου ύψους.

 

Η Εφεσείουσα προσέβαλε την εν λόγω πράξη δια της Προσφυγής Αρ. 1315/2009 στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο την ακύρωσε με την απόφασή του ημερ. 23.1.2013 λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ενδεχόμενης πλάνης και ανεπαρκούς αιτιολογίας, ιδίως ως προς το κατά πόσο το ισχύον τότε νομικό καθεστώς (οι περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας Κανονισμοί του 2001, «εφεξής η ΚΔΠ 505/2001») επέβαλλε στο ΣΥΛ την υποχρέωση να επιβάλει μειωμένου ύψους δικαιώματα στην Εφεσείουσα.

 

Εν συνεχεία, με επιστολή του ημερ. 1.3.2013, το ΣΥΛ ενημέρωσε την Εφεσείουσα ότι -κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου- επανεξέτασε την αίτησή της και την απέρριψε, με την αιτιολογία ότι η αίτηση ήταν ελλιπής, καλώντας την Εφεσείουσα να του υποβάλει νέα αίτηση για υδροδότηση του νέου αερολιμένα.  Η  Εφεσείουσα αντέδρασε με επιστολή ημερ. 29.3.2013 των δικηγόρων της προς το ΣΥΛ, με την οποία χαρακτήρισε την επιστολή ημερ. 1.3.2013 ως παράνομη πράξη, χωρίς όμως να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της με προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ένεκα τούτου, το ΣΥΛ απάντησε, με επιστολή του ημερ. 7.8.2013 προς την Εφεσείουσα, εμμένοντας στη θέση ότι η τελευταία δέον να του υποβάλει νέα αίτηση, δεόντως συμπληρωμένη.

 

Η Εφεσείουσα ανταποκρίθηκε, υποβάλλοντας στο ΣΥΛ (νέα) αίτηση ημερ. 27.9.2013 για μόνιμη παροχή νερού στο νέο αερολιμένα, στην οποία επισυνάπτονταν διάφορα έγγραφα προς τεκμηρίωσή της και η οποία παρέθετε τους χώρους του νέου αερολιμένα τους οποίους η νέα αίτηση αφορούσε.

 

Για τον σκοπό αξιολόγησης της νέας αίτησης, εκπονήθηκε ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 11.3.2014 από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του ΣΥΛ (εφεξής «το υπηρεσιακό σημείωμα») το οποίο, αφενός, καθόρισε το συνολικό εμβαδό της αξιοποιούμενης γης και, αφετέρου, των οικοδομών που χρησιμοποιούντο από την Εφεσείουσα για τη λειτουργία του νέου αερολιμένα. Εν συνεχεία, το υπηρεσιακό σημείωμα καθόρισε τα ποσά τα οποία το ΣΥΛ νομιμοποιείτο να χρεώσει την Εφεσείουσα βάσει αυτών των εμβαδών, κατ’ εφαρμογή των περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας Κανονισμών του 2013 (εφεξής «η ΚΔΠ 83/2013») η οποία τέθηκε σε ισχύ την 15.3.2013 με τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα, καταργώντας και αντικαθιστώντας την ΚΔΠ 505/2001.

 

Ακολούθως, το ΣΥΛ εξέτασε τη νέα αίτηση της Εφεσείουσας στη συνεδρία του ημερ. 13.3.2014, υιοθετώντας ρητά το υπηρεσιακό σημείωμα ως αιτιολογικό μέρος της απόφασής του, αφού πρώτα διεξήλθε τη νέα αίτηση, το σύνολο των θέσεων της Εφεσείουσας, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το  υπηρεσιακό σημείωμα με ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο υπολογισμού των δικαιωμάτων και πάντοτε σε συνάρτηση με τα όσα προνοούνται στην ΚΔΠ 83/2013.

 

Με επιστολή του ημερ. 20.5.2014, ο Διευθυντής του ΣΥΛ ενημέρωσε την Εφεσείουσα περί της ειλημμένης απόφασης του ΣΥΛ, ως εξής:

 

«Με την παρούσα σας πληροφορώ ότι το ΣΥΛ, αφού διεξήλθε όλα τα ενώπιον του δεδομένα, αποφάσισε να εγκρίνει την παροχή νερού στο Νέο Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας, νοουμένου ότι θα καταβάλετε στο ΣΥΛ-

(α) δικαιώματα ύψους €6.068.095,00, τα οποία έχουν υπολογιστεί με βάση το  εμβαδόν της αξιοποιούμενης γης, πλέον

(β) δικαιώματα ύψους €497.428,00, τα οποία έχουν υπολογιστεί με βάση το εμβαδόν των ανεγερθέντων οικοδομών.

 

Αναφορικά με το αίτημά σας για καταβολή μειωμένων δικαιωμάτων, διευκρινίζεται ότι το ΣΥΛ αποφάσισε ότι η συγκεκριμένη ανάπτυξη δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 9(γ) των περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας Κανονισμών του 2013 (Κ.Δ.Π. 83/2013), βάσει των οποίων καταβάλλεται μόνον 20% των κανονικών δικαιωμάτων, επειδή σύμφωνα με τα δεδομένα ενώπιον του ΣΥΛ, προκύπτει ότι στα πλαίσια της ανάπτυξης και λειτουργίας των Διεθνών Αερολιμένων Λάρνακας και Πάφου, αποβλέπεται η πραγματοποίηση κέρδους και η εμπορική εκμετάλλευση της ανάπτυξης.».

 

 

Δια της Προσφυγής Αρ. 921/2014, η Εφεσείουσα προσέβαλε την ως άνω απόφαση του ΣΥΛ, με ανεπιτυχή όμως κατάληξη, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε με την απόφασή του ημερ. 11.10.2019 η οποία εφεσιβάλλεται ενώπιόν μας.

 

Λόγοι έφεσης αφορούντες την τελική απόφαση ημερ. 11.10.2019 του πρωτοδίκου Δικαστηρίου:

 

Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον λόγο ακύρωσης της Εφεσείουσας περί εσκεμμένης στάσης και κατάχρησης εξουσίας των Εφεσιβλήτων να εξετάσουν την νέα αίτηση της Εφεσείουσας με το νέο νομικό καθεστώς, ήτοι τους περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας Κανονισμούς ΚΔΠ 83/2013, δυνάμει των οποίων τροποποιήθηκαν οι διατάξεις που εφαρμόζονται για την Εφεσείουσα.».

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Καταρχάς, είναι εσφαλμένη η τοποθέτηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την ως άνω αιτίαση, καθότι στην απόφασή του ρητά αναφέρει και απορρίπτει την (εν είδει λόγου ακύρωσης) έκφανση ασυνέπειας η οποία κατ’ ισχυρισμό διέπει την προσβαλλόμενη απόφαση και καταστρατηγεί το Άρθρο 51 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων, στο πλαίσιο του οποίου ισχυρισμού η Εφεσείουσα καταλόγισε στο ΣΥΛ εσκεμμένη και αντιφατική στάση επειδή εξέτασε τη νέα αίτησή της με το νέο νομικό καθεστώς (την ΚΔΠ 83/2013). Περαιτέρω, η Εφεσείουσα δεν καταλογίζει βάσιμα στο ΣΥΛ παρανομία επειδή εφάρμοσε την ΚΔΠ 83/2013, για τους εξής λόγους:

 

Η πρωτοδίκως καταχωρισθείσα αίτηση ακύρωσης συνιστά -κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962- το υπόβαθρο επί του οποίου εκδικάζεται η υπόθεση (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018), υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν ασχολείται παρά με την εξέταση λόγων ακύρωσης οι οποίοι παρατίθενται με ευκρίνεια στο δικόγραφο αυτό (εξαιρουμένων των θεμάτων δημόσιας τάξης).

 

Εν προκειμένω, στην αίτηση ακύρωσής της, η Εφεσείουσα όχι μόνο δεν καταλόγισε παρανομία στο ΣΥΛ επειδή αυτό εφάρμοσε την ΚΔΠ 83/2013, αλλά αντιθέτως του προσάπτει παρανομία επειδή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση αυτής (νομικά σημεία 2, 3, 7, 8 και 9), όπερ σημαίνει ότι σιωπηρώς, όχι απλά αποδέχεται, αλλά υποστηρίζει τη νομιμότητα της εφαρμογής της επί των επίδικων γεγονότων. 

Επιπροσθέτως, η Εφεσείουσα κωλύεται εκ της συμπεριφοράς της να επιχειρηματολογεί τοιουτοτρόπως, στερούμενη έτσι του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος να προωθεί τον ως άνω λόγο ακύρωσης εν είδει λόγου έφεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 100/2019 Πρωτοπαπά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 20.2.2024), διότι, όχι μόνο δεν προσέβαλε την απορριπτική απόφαση ημερ. 1.3.2013 του ΣΥΛ αναφορικά με την αρχική της αίτηση, αλλά και δέχτηκε να υποβάλει νέα αίτηση σε χρόνο κατά  τον οποίο ήταν πλέον σε ισχύ το νέο νομικό καθεστώς της ΚΔΠ 83/2013.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα καταλογίζει παρανομία στο ΣΥΛ, επειδή έλαβε την επίδικη απόφασή του βάσει μεν του νέου νομικού καθεστώτος αλλά, αντιφατικώς, βάσει των στοιχείων της πρώτης υποβληθείσας από την Εφεσείουσα αίτησης.  Συνεπώς,  καταλογίζει σφάλμα και στο πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή απέτυχε να διαγνώσει αυτή την παρανομία.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης κρίνεται αβάσιμος και απορρρίπτεται, για τους εξής λόγους:

Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εμφανές (ιδίως από το υπηρεσιακό σημείωμα το οποίο το ΣΥΛ υιοθέτησε) ότι το ΣΥΛ έλαβε την επίδικη απόφασή του στη βάση της νέας αίτησης, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη τα δικά της δεδομένα και συνημμένα, αλλά και τα αποτελέσματα επί τόπου επιθεώρησης των Τεχνικών του Υπηρεσιών  η οποία έλαβε χώρα μετά την υποβολή αυτής της νέας αίτησης.

 

Το  υπηρεσιακό σημείωμα, που συνιστά την αιτιολογία της επίδικης απόφασης του ΣΥΛ, βασίστηκε σε παλαιότερα της νέας αίτησης δεδομένα (όπως την έγκριση ημερ. 8.5.2006 της ανάπτυξης του νέου αερολιμένα από την Πολεοδομική Αρχή) μόνο στην έκταση που αυτά παρέμειναν αμετάβλητα από τη νέα αίτηση και το νέο νομικό καθεστώς.  Επίσης, το υπηρεσιακό σημείωμα αναφέρεται σε παλαιά δεδομένα της πρώτης αίτησης (τα οποία η νέα αίτηση διαφοροποίησε) μόνο για σκοπούς αντιπαραβολής η οποία καθιστά επαρκέστερη και ευκρινέστερη την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Εν κατακλείδι, ενόψει του ακυρωτικού αποτελέσματος της Προσφυγής Αρ. 1315/2009 όπου το ΣΥΛ κατακρίθηκε δικαστικώς για ανεπαρκή έρευνα και αιτιολογία, οι Τεχνικές Υπηρεσίες εκπόνησαν, κρίνουμε, ένα εμπεριστατωμένο υπηρεσιακό σημείωμα ικανό να αντέξει τη βάσανο του δικαστικού ελέγχου.

 

Κατά τον τρίτο λόγο έφεσης, το ΣΥΛ παράνομα δεν εφάρμοσε υπέρ της Εφεσείουσας τον Κανονισμό 9(γ)(i) της ΚΔΠ 83/2013 και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέγνωσε αυτήν την παρανομία.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ο Κανονισμός 9 προβλέπει τα εξής:

«9. Κάθε πρόσωπο, στο οποίο χορηγείται δικαίωμα προμήθειας οικιακού νερού από την υδατοπρομήθεια του Συμβουλίου, για να χρησιμοποιηθεί μέσα στην περιοχή υδατοπρομήθειας ως πηγή υδατοπρομήθειας της γης του, για σκοπούς αξιοποίησης ή διαχωρισμού της σε οικόπεδα ή για  να μεταφερθεί σε οικοδομή που ανεγείρεται, οφείλει να πληρώνει προς το Συμβούλιο, πριν ή μετά την έκδοση άδειας διαχωρισμού ή άδειας οικοδομής, επιπρόσθετα από οποιοδήποτε ποσό που πληρώνεται, δυνάμει οποιουδήποτε άλλου Κανονισμού, τα ακόλουθα δικαιώματα:

         (α) Δικαιώματα αξιοποιούμενης γης:

                     Τα δικαιώματα αυτά υπολογίζονται με βάση το συνολικό εμβαδό

               της αξιοποιούμενης γης και καθορίζονται στην υποπαράγραφο (α) της

               παραγράφου 3 του Πρώτου Πίνακα:

                                    Νοείται ότι-

(i)           σε περίπτωση αξιοποίησης μέρους του εμβαδού τεμαχίου γης, τα πληρωτέα δικαιώματα υπολογίζονται επί ολόκληρου του εμβαδού του τεταχίου, αλλά καταβάλλονται δικαιώματα κατ’ αναλογία με βάση το αξιοποιούμενο εμβαδό·

(ii)         […]·

(iii)        […].

          (β) Δικαιώματα εμβαδού οικοδομής:

                       Καταναλωτής που με βάση την εξασφαλισθείσα άδεια οικοδομής

                       υποβάλλει αίτηση υδροδότησης υποστατικού, καταβάλλει στο

                       Συμβούλιο δικαιώματα εμβαδού οικοδομής, τα οποία

                       καθορίζονται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (3) του

                       Πρώτου Πίνακα και υπολογίζονται επί του συνολικού εμβαδού

                       όλων των ορόφων του υποστατικού που ανεγείρεται:

          Νοείται ότι-

                     (i)  [….]·

                                     (ii) στις περιπτώσεις προσθηκών σε υφιστάμενα

                                           υποστατικά, τα οποία υδροδοτούνταν πριν από

                                           την έγκριση των παρόντων Κανονισμών, τα

                                           δικαιώματα πάνω στο εμβαδό της οικοδομής,

                                           επιβάλλονται πάνω στις προσθήκες.

          (γ) Στις ακόλουθες περιπτώσεις καταβάλλεται μειωμένο δικαίωμα:

(i)           Εργοστάσια, εργαστήρια, αποθήκες ή άλλα βιομηχανικά υποστατικά μέσα ή έξω από βιομηχανικές περιοχές που δεν χρησιμοποιούν νερό για βιομηχανικούς σκοπούς, πληρώνουν στο Συμβούλιο μόνο το 20% των κανονικών δικαιωμάτων ύδρευσης με βάση το εμβαδό οικοδομής:

Νοείται ότι, σε περίπτωση αλλαγής χρήσης του υποστατικού ή αναδιαρρύθμισης, έτσι ώστε να εγκατασταθεί άλλη βιομηχανία έχουσα σαν μία από τις κύριες ύλες το νερό, τότε η μείωση τερματίζεται και εισπράττονται κανονικά δικαιώματα εμβαδού οικοδομής.

 

(ii)         Για ανάπτυξη γης που ανήκει στη Δημοκρατία, σε Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου, σε Αρχή Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε Εκκλησίες και Κοιμητήρια, με σκοπό την ανέγερση κυβερνητικών, κοινοτικών κτιρίων, χώρων λατρείας, υποστατικών δημόσιας ωφέλειας, ευαγών ιδρυμάτων και υποστατικών, τα οποία σύμφωνα με την κρίση του Συμβουλίου έχουν αντικείμενο την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, μη αποβλέποντα σε πραγματοποίηση κέρδους ή εμπορική εκμετάλλευση, καταβάλλεται στο Συμβούλιο-

(αα) ποσοστό 20% των κανονικών δικαιωμάτων, που υπολογίζεται με βάση το εμβαδό αξιοποιούμενης γης,

(ββ) ποσοστό 20% των κανονικών δικαιωμάτων, που υπολογίζεται με βάση το εμβαδό οικοδομής.».

 

 

Βάσει της διατύπωσης του Kανονισμού 9(γ)(i), η καταβολή μειωμένου δικαιώματος εφαρμόζεται επί υποστατικού που διέπεται σωρευτικά από τρία χαρακτηριστικά:

(α) είναι βιομηχανικό υποστατικό (εργοστάσιο, εργαστήριο, αποθήκη ή άλλο)·

(β) δεν χρησιμοποιεί νερό για βιομηχανικό σκοπό·

(γ)  είναι μέσα ή έξω από βιομηχανική περιοχή.

 

Kρίνουμε ότι δεν επαρκεί η κατ’ ισχυρισμό παράβαση του Κανονισμού 9(γ)(i), απλά διά της αναφοράς ότι το ΣΥΛ δεν εξέτασε επαρκώς κατά πόσο η Εφεσείουσα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού, στην απουσία υποβολής οποιασδήποτε απόδειξης από πλευράς της ίδιας ότι εμπίπτει σε αυτό το πεδίο.  Η εν λόγω θέση της Εφεσείουσας προσκρούει στη γενική αρχή κατά τον οποία, ενόψει του μαχητού τεκμηρίου νομιμότητας το οποίο καλύπτει τις διοικητικές πράξεις, είναι ο προσφεύγων που φέρει το βάρος να αποδείξει την υπ’ αυτού ισχυριζόμενη παρανομία της προσβαλλόμενης από αυτόν πράξης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 169/2019 Φράγκου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 29.3.2024).

 

 Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει, ως όφειλε, τον ως άνω λόγο ακύρωσης, με το να υποδείξει στοιχεία του διοικητικού φακέλου ή προσαγάγοντας μαρτυρία με δικονομικά παραδεκτό τρόπο, ώστε να αποδείξει ότι η εξεταζόμενη νέα αίτησή της αφορούσε μερικώς ή ολικώς υποστατικά που να πληρούν τις τρεις προαναφερθείσες, σωρευτικές, προϋποθέσεις του Κανονισμού 9(γ)(i) και, ιδιαίτερα, κατά πόσο τα υποστατικά του νέου αερολιμένα δύνανται να κατηγοριοποιηθούν ως «βιομηχανικά».

Τέλος, ενώ ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την κατ’ ισχυρισμό παράβαση (από πλευράς ΣΥΛ) του Κανονισμού 9(γ)(i) σε βάρος της Εφεσείουσας, στην αιτιολογία αυτού προβάλλεται και ότι παραβιάστηκε σε βάρος της και ο Κανονισμός 9(γ)(iii).

 

Πλην όμως,  ο  Κανονισμός 9 δεν εμπεριέχει διάταξη «(γ)(iii)» και, επιπροσθέτως, η σχετική αιτίαση είναι δικονομικά απαράδεκτη και, ως τέτοια, ανεπίδεκτη εφετειακής εξέτασης, καθότι δεν επιτρέπεται σε διακριτό λόγο έφεσης να παρεισφρέει ως μέρος της αιτιολογίας άλλου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 182/2019 M.T. MAGNETIC HI-TECHNOLOGIES LTD κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 23.4.2024). Αλλά, έστω και αν επιεικώς ήθελε θεωρηθεί ότι η Εφεσείουσα αναφέρεται κατ’ ακρίβειαν στον Κανονισμό 9(γ)(ii) και ο παρεισφρέων λόγος ακύρωσης εξεταστεί στην ουσία του εν είδει λόγου έφεσης, και πάλι θα απορρίπτετο διότι και πάλι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ως πεπλανημένη περί τα πράγματα την κρίση του ΣΥΛ κατά την οποία ο νέος αερολιμένας, υπό τη λειτουργία της Εφεσείουσας, αποσκοπεί σε πραγματοποίηση κέρδους ή εμπορική εκμετάλλευση οπότε και εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής του Κανονισμού 9(γ)(ii).

 

Κατά τον τέταρτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά την εξέταση λόγου ακύρωσης περί πλάνης και μη δέουσας έρευνας, με το να υπενθυμίσει ότι η διοικητική πράξη είναι γενικά δικαστικώς ανέλεγκτη επί θεμάτων τεχνικής φύσης ή απαιτούντων τεχνικές γνώσεις.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπενθύμισε ότι, στο πλαίσιο δικαιοδοσίας περιοριζόμενης σε έλεγχο νομιμότητας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στη διοικητική κρίση επί τεχνικών θεμάτων ή σε κρίση αντλούμενη από τεχνική γνώση, εκτός αν καταδειχτεί (από τον προσφεύγοντα) πλάνη, ανεπαρκής αιτιολογία ή υπέρβαση των ακραίων ορίων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 107/2015 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 8.6.2022).

 

Κατά τον πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης, οι οποίοι συμπλέκονται, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ΣΥΛ εξέτασε επαρκώς και άνευ πλάνης τη νέα αίτηση της Εφεσείουσας, καταλήγοντας στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο πέμπτος και o έκτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται, για τους εξής λόγους:

 

Κατά τον προαναφερόμενο Κανονισμό 9 της ΚΔΠ 83/2013, το ΣΥΛ δικαιούται να χρεώσει και να λάβει, σε σχέση με υδροδότηση την οποία παρέχει, δικαιώματα (τέλη), συγκεκριμένου ύψους τα οποία υπολογίζονται με βάση δύο κατά περίπτωση εμβαδά:

(α) το συνολικό εμβαδό της αξιοποιούμενης γης (παράγραφος (α))· ή/και

(β) το συνολικό εμβαδό των εμβαδών οικοδομής (παράγραφος (β)).

 

Το υπηρεσιακό σημείωμα αναλύει λεπτομερώς και ευκρινώς τον από πλευράς ΣΥΛ υπολογισμό των συνολικών εμβαδών, τόσο της αξιοποιούμενης γης όσο και των οικοδομών, που άπτοντο της ενώπιόν του νέας αίτησης της Εφεσείουσας.  Στο πλαίσιο αυτό, το υπηρεσιακό σημείωμα ρητά αναφέρει τα επιμέρους εμβαδά τα οποία (ως «εμβαδά ανάπτυξης») αθροίζουν το συνολικό εμβαδό αξιοποιούμενης γης (παράγραφος 4.ii), v) και vi)), διευκρινίζοντας μάλιστα (παράγραφος 5) ότι το ακριβές του υπολογισμού επιβεβαιώνεται και συνάδει τόσο με το τοπογραφικό σχέδιο το οποίο επισυνάπτεται στη νέα αίτηση της Εφεσείουσας όσο και με το τοπογραφικό σχέδιο της παλαιάς της αίτησης (αν προσθαφαιρεθούν από το τελευταίο σχέδιο οι διαφοροποιήσεις του πρώτου σχεδίου).

 

Τέλος, το υπηρεσιακό σημείωμα (παράγραφος 4.i) iii) και iv)) ρητά αναφέρει εμβαδά του επίδικου χώρου τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στο συνολικό εμβαδό αξιοποιούμενης γης για τον σκοπό υπολογισμού των επιβαλλόμενων δικαιωμάτων, προφανώς κατ’ εφαρμογή εξαιρέσεων που προβλέπονται στις επιφυλάξεις του Κανονισμού 9(α) ή/και (β), είτε αυτό δηλώνεται ρητά στο υπηρεσιακό σημείωμα είτε υπονοείται σαφώς στη βάση του τεκμηρίου νομιμότητας κατά το οποίο, αν δεν ανατραπεί, τεκμαίρεται η εκ του ΣΥΛ ορθή εφαρμογή του Κανονισμού.

 

Επίσης, το υπηρεσιακό σημείωμα (παράγραφος 11) διευκρινίζει, σε σχέση με το εμβαδό οικοδομών, ότι αυτό το εμβαδό λήφθηκε υπόψη ως προσθήκη οικοδομής, και όχι ως νέα οικοδομή (δεδομένης της ύπαρξης του παλαιού αεροδρομίου με βοηθητικά κτίρια), σιωπηρώς πλην σαφώς παραπέμποντας στην εφαρμογή του στοιχείου (ii) της επιφύλαξης του Κανονισμού 9(β).

 

Με αυτόν τον τρόπο, το υπηρεσιακό σημείωμα προβαίνει στις εξής κατηγοριοποιήσεις:

(α) τα εμβαδά τα οποία εμπίπτουν στην αξιοποιούμενη γη για σκοπούς υπολογισμού των δικαιωμάτων αξιοποιούμενης γης·

(β) τα εμβαδά τα οποία εκπίπτουν της αξιοποιούμενης γης, επισημαίνοντας εξ αυτών το εμβαδό το οποίο ενδεχομένως να ενταχθεί μελλοντικά σε αυτή τη γη (αν και εφόσον αξιοποιηθεί),

(γ) τις οικοδομές και το εμβαδό τους το οποίο προσμετράται για τον υπολογισμό δικαιωμάτων εμβαδού οικοδομής, πως αυτές προσμετρούνται (ως πρόσθετες οικοδομές και όχι ως νέες) και οικοδομές οι οποίες δεν προσμετρήθηκαν για τον σκοπό της υπό εξέταση (νέας) αίτησης της Εφεσείουσας.

 

Eνόψει της ακρίβειας και ευκρίνειας από πλευράς ΣΥΛ ως προς την ανάλυση των υπολογισμών του, εναπόκειτο στην Εφεσείουσα, ως φέρουσα το βάρος απόδειξης, να αποδείξει με αντίστοιχη ακρίβεια και ευκρίνεια (και με δικονομικά παραδεκτό τρόπο, δια της προσκόμισης της αναγκαίας μαρτυρίας) σε  ποιο σημείο του υπηρεσιακού σημειώματος ακριβώς (και για ποιο επιμέρους εμβαδό ακριβώς) η ανάλυση του υπηρεσιακού σημειώματος ή των συνημμένων του είναι (ως ο ισχυρισμός της) πεπλανημένη περί τα πράγματα και γιατί.

 

Συνεπώς, η θέση της Εφεσείουσας απορρίπτεται, στην απουσία (δεόντως αποδεδειγμένου) συγκεκριμένου ισχυρισμού περί της απόκλισης του υπηρεσιακού σημειώματος με τα της εξεταζόμενης αίτησης, είτε ως προς τα επιμέρους εμβαδά τα οποία λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του συνολικού εμβαδού είτε ως προς τις ακριβείς διαστάσεις αυτών των επιμέρους εμβαδών είτε ως προς την ορθότητα του μαθηματικού υπολογισμού δια του οποίου τα επιμέρους εμβαδά στοιχειοθετούν το συνολικό εμβαδό είτε ως προς το ορθό του μαθηματικού τύπου διά του οποίου το συνολικό εμβαδό μεταφράστηκε σε δικαιώματα  αξιοποιούμενης γης, ως ο μαθηματικός τύπος αναφύεται από την εφαρμογή του Κανονισμού 9(α) σε συνάρτηση με την παράγραφο 3(α) του Πρώτου Πίνακα, της ΚΔΠ 83/2013.

 

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την λεπτομερή ανάλυση στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει για να αιτιολογήσει την από πλευράς του απόρριψη του εκ της Εφεσείουσας προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης περί ανεπαρκούς έρευνας, πλάνης ή ελλιπούς αιτιολογίας από πλευράς του ΣΥΛ, απορρίπτεται η ενώπιόν μας θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει δεόντως τις θέσεις της όπως προβλήθηκαν ενώπιόν του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να αναφέρει εξαντλητικά και να απαντήσει κάθε επιμέρους αιτίαση η οποία στοιχειοθετεί τους λόγους ακύρωσης τους οποίους αυτή προέβαλε ενώπιόν του, εφόσον από το σκεπτικό του αναδεικνύεται ότι εξετάστηκαν οι λόγοι ακύρωσης.

 

Μπορεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην αναφέρει, στην εφεσιβαλλόμενη απόφασή του, τις επιμέρους αιτιάσεις τις οποίες η Εφεσείουσα επαναλαμβάνει στην αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, πλην όμως ρητά αναφέρει τον ως άνω λόγο ακύρωσης και τον απορρίπτει, αναφέροντας ότι «διερευνήθηκαν ενδελεχώς και σε κάθε περίπτωση επαρκώς όλες οι πτυχές της υπόθεσης και με το σύνολο των επιμέρους παραγόντων και στοιχείων αναφορικά με τον υπολογισμό του συνολικού εμβαδού της αξιοποιούμενης γης και του συνολικού εμβαδού οικοδομών, στη βάση του οποίου υπολογισμού υπολογίστηκαν τα επίδικα δικαιώματα».  Συνεχίζει δε αναφέροντας ότι, κατά την κρίση του, το υπηρεσιακό σημείωμα (το οποίο συνιστούσε τον πυρήνα του σκεπτικού και της αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης) ήταν κατατοπιστικό με επαρκή σαφήνεια, δεικνύον ότι τα επιβαλλόμενα δικαιώματα επί της Εφεσείουσας ήταν προϊόν δέουσας έρευνας και ορθής αντιμετώπισης του νόμου και των πραγμάτων, ώστε να εξοβελίζεται το ενδεχόμενο πλάνης.  Συνεπώς, απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέγνωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ως επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ως προαναφέρθηκε, το ΣΥΛ ρητά υιοθέτησε το υπηρεσιακό σημείωμα ως την αιτιολογία βάσει της οποίας εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτό δε το σημείωμα κατά την κρίση μας (ως αναλύθηκε ανωτέρω) συνιστά επαρκή αιτιολογία.

Η Εφεσείουσα επικαλείται, περαιτέρω, (στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου έφεσης) σε βάρος της παράβαση του Κανονισμού 9(α) από το ΣΥΛ, ο οποίος προβλέπει μεν ότι τα δικαιώματα αξιοποιούμενης γης υπολογίζονται με βάση το συνολικό εμβαδό αυτής της γης, αλλά -κατά το στοιχείο (i) της επιφύλαξής του- σε περίπτωση αξιοποίησης μέρους του εμβαδού τεμαχίου γης, τα πληρωτέα δικαιώματα υπολογίζονται επί ολόκληρου του εμβαδού πλην καταβάλλονται κατ’ αναλογία με βάση το αξιοποιούμενο εμβαδό.  Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα παραπονείται επειδή τα δικαιώματα αξιοποιούμενης γης, που της επέβαλε ο ΣΥΛ με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν μειώθηκαν κατ΄εφαρμογή του στοιχείου (i) της ως άνω επιφύλαξης, με το να εξαιρεθεί (από το εμβαδό) η γη που δεν αξιοποιείται (είτε είναι παντελώς αναξιοποίητη είτε ενδέχεται να αξιοποιηθεί στο μέλλον) ή που δεν χρήζει, κατά τον ισχυρισμό της, υδροδότησης (όπως δίαυλοι, τροχοδρόμοι, χώροι φόρτισης και εκφόρτησης αεροσκαφών).  Επίσης, καταλογίζει στο ΣΥΛ παρανομία, επειδή ενέταξε (στο συνολικό εμβαδό της αξιοποιούμενης γης) εμβαδό του παλαιού τερματικού το οποίο είχε ήδη υδροδοτηθεί.

 

Και πάλιν, ο ισχυρισμός για παράνομη συμπερίληψη (στο συνολικό εμβαδό) γης που δεν αξιοποιείτο ή που ανήκε στο παλαιό τερματικό δεν αποδεικνύεται δεόντως και με τον κατάλληλο δικονομικό τρόπο, ιδίως ενόψει των περί αντιθέτου ρητών αναφορών του υπηρεσιακού σημειώματος περί εξαίρεσης (από το συνολικό εμβαδό) του παλαιού αεροδρομίου (παράγραφος 4.i) σημειώματος) και εμβαδού το οποίο -στο επισυνημμένο στην αίτηση τοπογραφικό σχέδιο- δεικνύεται ως παραχωρημένο εμβαδό προς ανάπτυξη αλλά οι Τεχνικές Υπηρεσίες του ΣΥΛ διαπίστωσαν με επιτόπια επιθεώρηση ότι κατ’ ακρίβειαν κείται εκτός ανάπτυξης (παράγραφος 4.iii) σημειώματος).

 

Ως προς το παράπονο της Εφεσείουσας για συμπερίληψη -στο συνολικό εμβαδό αξιοποιούμενης γης- και χώρων που δεν χρήζουν υδροδότησης, αυτό δεν βρίσκει έρεισμα στον Κανονισμό 9.

 

Αντιθέτως, κατά την ρητή και σαφή διατύπωσή του, ο Κανονισμός 9 προβλέπει τον υπολογισμό των δικαιωμάτων αξιοποιούμενης γης (τα οποία το ΣΥΛ χρεώνει για την από πλευράς του υδροδότηση) στη βάση του συνολικού εμβαδού «αξιοποιούμενης γης», αυτή δε η φράση δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την «υδροδοτούμενη γη», αντιθέτως έχει ευρύτερη έννοια από την τελευταία φράση.

 

Πέραν του ότι η παράγραφος (α) του Κανονισμού 9 αναφέρεται ρητά σε καταβλητέα «δικαιώματα αξιοποιούμενης γης», η «αξιοποιούμενη γη» χρωματίζεται εννοιολογικά από την εισαγωγή του ίδιου Κανονισμού, η οποία αναφέρει την υδατοπρομήθεια της γης του Αιτητή για σκοπούς (μεταξύ άλλων) αξιοποίησής της.  Αυτή η γενική αναφορά, σιωπηρώς πλην σαφώς έχει ευρύτερη έννοια από τα επιμέρους σημεία αυτής της γης τα οποία όντως υδροδοτούνται, καθότι η αναφορά συνδέεται με τη γη ως αξιοποιείται ή δύναται να αξιοποιηθεί γενικά.

 

Για να μας πείσει περί του αντιθέτου, κατά την ενώπιόν μας ακρόαση η Εφεσείουσα μας κάλεσε να προσεγγίσουμε το ζήτημα διαφορετικά, ερμηνεύοντας τη φράση «αξιοποιούμενη γη» τελεολογικά και με βάση το πνεύμα του κανονιστικού Νομοθέτη, αντί γραμματικά.

 

Έχοντας διεξέλθει το όλο κείμενο της ΚΔΠ 83/2013 δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να μας επιτρέπει να αποκλίνουμε από τη γραμματική ερμηνεία της επίμαχης φράσης, η οποία γραμματική ερμηνεία συνιστά τον βασικό ερμηνευτικό κανόνα εκτός αν προκύπτει ασάφεια (Πολιτική Έφεση Αρ. 159/2021 ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ ν. Παντέλα, απόφαση ημερ. 1.12.2023· Αίτηση Αρ. 1/2024 των Δικηγόρων του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια Λίμιτεδ, απόφαση ημερ. 23.5.2024) και ασάφεια δεν προκύπτει, κατά την κρίση μας, στην προκείμενη περίπτωση.

 

Λόγοι έφεσης αφορούντες την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21.9.2018 του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

Οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης αφορούν την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21.9.2018 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση της Εφεσείουσας για τροποποίηση της πρωτοδίκως καταχωρισθείσας αίτησης ακύρωσης, ώστε να περιληφθεί λόγος ακύρωσης περί του ότι ο Κανονισμός 9(γ) της ΚΔΠ 83/2013 είναι ultra vires του Συντάγματος και του εξουσιοδοτικού αυτής νόμου.

 

Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να κρίνει ότι-

(α) ο Κανονισμός 9(γ) ξεκάθαρα τέθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση της 20.5.2014, συνιστών μάλιστα τη νομική της βάση (όγδοος λόγος έφεσης),

(β) ο προτεινόμενος νέος λόγος απόρριψης έρχετο σε αντίθεση με νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης ως είχε αρχικά καταχωριστεί (ένατος λόγος έφεσης),

(γ) η αίτηση τροποποίησης υποβλήθηκε καθυστερημένα, πέραν των τεσσάρων ετών από την καταχώρηση της Προσφυγής (δέκατος λόγος έφεσης),

(δ) με την αίτηση επιχειρείτο η εισαγωγή νέου και ανεξάρτητου των υφισταμένων λόγου ακύρωσης ο οποίος θα διεύρυνε ανεπίτρεπτα τη νομική βάση της Προσφυγής (ενδέκατος λόγος έφεσης),

(ε) η επιδιωκόμενη τροποποίηση δεν συνήδε με το περιεχόμενο των προϋπαρχόντων λόγων απόρριψης, διότι οι τελευταίοι δεν αναφέρονται σε αντισυνταγματικότητα της ΚΔΠ 83/2013 με τη δέουσα λεπτομέρεια και στοιχειοθέτηση (δωδέκατος λόγος έφεσης), και

(στ) δεν πείστηκε για τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε η αίτηση στο συγκεκριμένο χρονικό στάδιο, ιδίως από την στιγμή που ξεκάθαρα προκύπτει ότι η νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν γνωστή στην Εφεσείουσα πριν την καταχώρηση της Προσφυγής (δέκατος τρίτος λόγος έφεσης).

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το ότι η επίδικη επιστολή ημερ. 20.5.2014 του ΣΥΛ (η οποία ενημερώνει την Εφεσείουσα για την προσβαλλόμενη απόφαση) ρητά αναφέρει, όχι απλώς την ΚΔΠ 83/2013, γενικά, αλλά τον Κανονισμό 9(γ) ειδικά, ως τη νομική βάση αυτής της απόφασης.  Κατά προέκταση, η Εφεσείουσα ήταν ενήμερη, προ της καταχώρησης της Προσφυγής, για το ότι ο Κανονισμός 9(γ) συνιστούσε αυτή τη νομική βάση, δυνάμενη έτσι να παραθέσει εξαρχής στην Προσφυγή τον προτεινόμενο νέο λόγο ακύρωσης. 

 

Ενόψει του γεγονότος ότι η Εφεσείουσα εδύνατο να προσθέσει εξαρχής τον προτεινόμενο νέο λόγο ακύρωσης στο δικόγραφο της Προσφυγής πριν αυτό καταχωριστεί, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αίτηση τροποποίησης υπεβλήθη ιδιαιτέρως καθυστερημένα (τριάμιση έτη από την καταχώρηση της αίτησης ακύρωσης), με αποτέλεσμα η απόρριψή της να κείται εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου (SIGMA RADIO T.V. LTD ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ.2), (2010) 3 Α.Α.Δ. 579) χωρίς να χωρεί εφετειακή παρέμβαση και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί οτιδήποτε άλλο εκ των συναφών λόγων έφεσης.

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ (επιπλέον ΦΠΑ), ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ του Εφεσίβλητου και κατά της Εφεσείουσας.

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                    

                                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο