ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                          (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 200/2019)

 

13 Ιουνίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ          ΖΗΝΩΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

 

                                                                                                              Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

             1.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

                               2.ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 Χ.Θ Χριστάκη, για Χ.Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα.

Κ. Χατζηδημητρίου (κα),  εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 9/10/2019, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 553/2015, η οποία εστρέφετο εναντίον της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 19/2/2015 να απορρίψει το αίτημα του Εφεσείοντα για συνυπολογισμό στα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα και της πλασματικής του υπηρεσίας στο Στρατό της Δημοκρατίας.

 

Ο Εφεσείων διορίστηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας την 15/9/1983 και από την 1/10/2002 κατείχε τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.  Το Υπουργείο Άμυνας, με επιστολή ημερομηνίας 8/10/2013, ενημέρωσε τον Εφεσείοντα ότι με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 4 του περί των Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας (Αφυπηρέτηση και Συναφή Θέματα) (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012, Ν. 215(Ι)/2012, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης Αξιωματικού βαθμού Αντισυνταγματάρχη ο οποίος συμπληρώνει την ηλικία των 56 ετών μεταξύ της 1/1/2013 και της 31/12/2013, είναι η ηλικία των 56 ετών και 6 μηνών.  Επειδή δε ο Εφεσείων είχε συμπληρώσει το 56ο έτος στις 28/9/2013, πληροφορήθηκε ότι αφυπηρετεί υποχρεωτικά την 1/4/2014. 

 

Ακολούθησε ο υπολογισμός από το Υπουργείο Άμυνας των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του Εφεσείοντα για την περίοδο από 15/9/1983 μέχρι 31/12/2012 και  διεφάνη ότι δεν  πιστώθηκε στον Εφεσείοντα οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία του στον Στρατό της Δημοκρατίας.  Ο Εφεσείων αντέδρασε με επιστολή του δικηγόρου του προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας  2/5/2014, σε σχέση με τα «δικαιούμενα κατά Νόμο συνταξιοδοτικά ωφελήματα» του όπως αυτά απορρέουν από τα στοιχεία της υπηρεσίας του.  Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας, προκειμένου να απαντήσει,  ζήτησε τις απόψεις του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή ημερομηνίας 2/6/2014, οι οποίες δόθηκαν με σχετική επιστολή ημερομηνίας  23/7/2014 ως ακολούθως:

 

«2.  Το Υπουργείο Άμυνας, ορθά, κατά τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του κ. Μιχαηλίδη, δεν έλαβε υπόψη οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία εφόσον τούτο προβλέπει η κείμενη νομοθεσία.  Η οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, θα καταστρατηγούσε τις Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ειδικότερα την Αρχή της Νομιμότητας σύμφωνα με την οποία οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο».

 

 Ο Εφεσείων πληροφορήθηκε για τα ανωτέρω, μέσω επιστολής του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας 19/2/2015.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με διάταγμα του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 11/3/2016, επετράπη στον Εφεσείοντα η προσθήκη στα νομικά σημεία της Αίτησης Ακυρώσεως του,  νέας παραγράφου που άπτετο ζητήματος αντισυνταγματικότητας.  Ειδικότερα, ότι το Άρθρο 9(1) του Ν. 215(Ι)/2012 παραβιάζει τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος, ζήτημα το οποίο τελικά ήταν το μοναδικό που ανεπτύχθη πρωτόδικα από τον Εφεσείοντα. 

 

Επιλαμβανόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο του ζητήματος, κατέληξε ως ακολούθως:

«Στην υπό εξέταση περίπτωση, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και λαμβάνοντας υπόψη τις επίδικες διατάξεις που έχουν προεκτεθεί, αλλά και το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 9(1) του Νόμου δεν μπορεί να επιτύχει και ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Το άρθρο 9 του Νόμου φέρει πλαγιότιτλο «Κατάργηση ευνοϊκών ρυθμίσεων μονίμων μελών». Σύμφωνα με τις επίδικες διατάξεις του άρθρου 9(1) του Νόμου που εδώ ενδιαφέρουν-

 

«(1) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργούνται οι ακόλουθες κανονιστικές διατάξεις:

 

(α) Οι παράγραφοι (4) και (5) του Κανονισµού 49 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισµών του 1990 µέχρι 2012·

[.]

 

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρµογής σε Αξιωματικό και Υπαξιωματικό που βρίσκεται ήδη σε προαφυπηρετική άδεια, κατά την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.».

 

Οι δε δυνάμει του πιο πάνω άρθρου καταργηθείσες διατάξεις του Κανονισμού 49 προέβλεπαν τα εξής:

 

«(4) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Συντάξεων Νόμου, αναφορικά με το ανώτατο ποσοστό σύνταξης, σε περίπτωση που ανώτερος ή κατώτερος Αξιωματικός αφυπηρετεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Κανονισμού και κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του έχει συνολική υπηρεσία στο Στρατό πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά τόσους επιπλέον μήνες όσοι είναι οι μήνες της υπηρεσίας του πάνω από τα είκοσι πέντε χρόνια, με ανώτατο όριο τέτοιας αύξησης τους εξήντα μήνες. Η περίοδος υπηρεσίας που προστίθεται θεωρείται υπηρεσία με εισφορές.

 

(5) Αξιωματικός που αφυπηρετεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Κανονισμού, αφυπηρετεί με το βαθμό που φέρει κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, εκτός αν κατά τις τελευταίες πριν από την ημερομηνία αφυπηρέτησής του κρίσεις έχει κριθεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, ως προακτέος, οπότε αφυπηρετεί με τον επόμενο βαθμό στον οποίο προάγεται, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε άλλες πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών, την ημέρα που προηγείται της ημερομηνίας της αφυπηρέτησής του.».

 

Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι το προαναφερθέν άρθρο 9(1) προσβάλλει το υπό του Άρθρου 23 του Συντάγματος κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και δη τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, εφόσον «διαγράφει και/ή μηδενίζει και/ή εξαφανίζει την πλασματική υπηρεσία του», την οποία κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του Νόμου, ο αιτητής είχε, από 16.9.2008 μέχρι και την 31.12.2012, αναγνωρισμένη υπέρ του ως κεκτημένο συνταξιοδοτικό ωφέλημα και/ή περιουσιακό στοιχείο, δυνάμει των πιο πάνω κανονιστικών διατάξεων […]

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση. Οι πρόνοιες του άρθρου 9(1) του Νόμου έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω. Αυτό που ρητά προβλέπεται είναι ότι από την ηµεροµηνία έναρξης της ισχύος του Νόµου (215(Ι)/2012), ήτοι από 1.1.2013, καταργούνται, μεταξύ άλλων, και οι παράγραφοι (4) και (5) του Κανονισµού 49 των Κανονισµών. Πουθενά όμως στο Νόμο και δη στο εν λόγω άρθρο 9 δεν προβλέπεται αυτό που εισηγείται η πλευρά του αιτητή, ότι δηλαδή μηδενίζεται και/ή διαγράφεται και/ή δεν λαμβάνεται υπόψη η μέχρι την 31.12.2012 (ήτοι πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου) πλασματική υπηρεσία των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας, για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Το γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση, κατά τον υπολογισμό των υπό αναφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, πράγματι δεν έλαβαν υπόψη τους οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία, σαφώς και άπτεται της ερμηνείας και εφαρμογής, ενδεχομένως εσφαλμένης και/ή πεπλανημένης, των διατάξεων του Νόμου και δη του άρθρου 9 από τους ίδιους τους καθ' ων η αίτηση, δεν μπορεί όμως να οδηγεί σε ζήτημα και/ή συμπέρασμα περί αντισυνταγματικότητας της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, από το λεκτικό της οποίας, ως έχει προεκτεθεί δεν στοιχειοθετείται παραβίαση συνταγματικής διάταξης, πόσω μάλλον στο βαθμό που η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Περαιτέρω, το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Νόμου 216(Ι)/2012 και δη αυτές του άρθρου 7(4) του εν λόγω Νόμου[2], δεν υπάρχει στο Νόμο επαρκής και/ή η απαιτούμενη σαφήνεια και/ή διευκρίνιση ως προς τη χρονική περίοδο μέχρι την οποία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη πλασματική υπηρεσία για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι η διάταξη του άρθρου 9 του Νόμου είναι αντισυνταγματική. Τουναντίον, εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί ότι, δεδομένης της συνάφειας των θεμάτων των οποίων σκοπείται η ρύθμιση στα δυο νομοθετήματα, ισχύουν παρόμοιες ρυθμίσεις ως προς το επίδικο θέμα της πλασματικής υπηρεσίας και στο Νόμο 215(Ι)/2015. Όμως αυτό είναι, τελικά, θέμα ερμηνείας των διατάξεων του Νόμου.

 

Και εν προκειμένω, σαφώς και επρόκειτο για ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου από τους καθ' ων η αίτηση και αυτό φαίνεται να το έχουν αναγνωρίσει, ήδη από 2.5.2014, και οι ίδιοι οι συνήγοροι του αιτητή, με τα όσα εκθέτουν στην προαναφερθείσα επιστολή τους. Επ' αυτού, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω εκ νέου το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω επιστολή (η έμφαση προστέθηκε):[…]

 

Το κατά πόσον στην υπό κρίση περίπτωση οι καθ' ων η αίτηση, με την απόφασή τους να μην υπολογίσουν οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τελικά εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα τις διατάξεις του Νόμου και δη αυτές του άρθρου 9, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να αντίκειται στις προεκτεθείσες διατάξεις του Συντάγματος, είναι βεβαίως ζήτημα διάφορο και ανεξάρτητο από τον όποιο ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Ωστόσο, αυτό το ζήτημα δεν θα εξεταστεί, εφόσον δεν έχει εγερθεί και δεν έχει αναπτυχθεί οποιοσδήποτε συναφής ισχυρισμός των συνηγόρων του αιτητή στη γραπτή τους αγόρευση.

 

Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων ως προς την εξέταση αντισυνταγματικότητας νόμου, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος. Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η προσέγγισή μου εάν αμφισβητούνταν, μέσω της έγερσης και ανάπτυξης των κατάλληλων λόγων ακύρωσης, η εγκυρότητα, νομιμότητα και ορθότητα της επίδικης απόφασης. Αυτό ωστόσο δεν έγινε.

 

Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.»

 

 

Με δύο Λόγους Έφεσης (ο Λόγος Έφεσης Αρ. 3 απεσύρθη), οι οποίοι αναπτύχθηκαν σωρευτικά από τον Εφεσείοντα, πλήττεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιτύχει ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, ότι το Άρθρο 9(1) του Ν. 215(Ι)/2012 αντίκειται στα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το κατά πόσο η Εφεσίβλητη με την απόφασή της να μην υπολογίσει οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του Εφεσείοντα, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του Άρθρου 9 του Ν. 215(Ι)/2012.

 

Λόγω της συνάφειάς τους, οι Λόγοι Έφεσης θα τύχουν κοινής εξέτασης.

 

Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 4 στην Ένσταση, η Εφεσίβλητη υπολόγισε τα συνταξιοδοτικά  ωφελήματα του Εφεσείοντα μέχρι την 31/12/2012, «λόγω της καινούργιας νομοθεσίας Ν.216(Ι)/2012» και η υπόλοιπη υπηρεσία του Εφεσείοντα θα υπολογίζετο σε μεταγενέστερο στάδιο.  Σημειώνεται ότι με τον υπό αναφορά Νόμο (ο Περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμο του 2012), ορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού των ωφελημάτων αφυπηρέτησης των υπαλλήλων για την υπηρεσία τους, σε δύο περιόδους.  Για την υπηρεσία τους πριν από την 1/1/2013 και για την υπηρεσία τους από και μετά την 1/1/2013.

 

Διαπιστώνεται από τον υπολογισμό, ότι η Εφεσίβλητη πίστωσε στον  Εφεσείοντα ως πραγματική υπηρεσία για την περίοδο από 15/9/1983 μέχρι 31/12/2012, 352 μήνες (29 έτη, 3 μήνες, 16 ημέρες), αλλά όχι οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία. Η δε Εφεσίβλητη διευκρινίζει στην επιστολή της ημερομηνίας 23/7/2014 (Παράρτημα 7 στην Ένσταση), ότι ορθά δεν έλαβε υπόψη οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία «εφόσον τούτο προβλέπει η κείμενη νομοθεσία».  Αυτή μάλιστα η διαπίστωση σημειώθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο («Το γεγονός ότι οι καθ’ων η αίτηση, κατά τον υπολογισμό των υπό αναφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, πράγματι δεν έλαβαν υπόψη τους οποιαδήποτε πλασματική υπηρεσία…»).

 

Ο Εφεσείων κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του είχε συνολική υπηρεσία στο Στρατό της Δημοκρατίας πάνω από 25 χρόνια και η συντάξιμη υπηρεσία του, στη βάση των προνοιών του Κανονισμού 49(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 μέχρι 2012 (ΚΔΠ 90/90), θα αυξάνετο κατά τόσους μήνες όσοι θα ήταν και οι μήνες της υπηρεσίας του πάνω από τα 25 χρόνια.

 

Ο υπό αναφορά Κανονισμός 49(4), καταργήθηκε με τον Περί των Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας (Αφυπηρέτηση και Συναφή Θέματα) (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμο του 2012 (Ν. 215(Ι)/2012), υπό τον τίτλο «Κατάργηση ευνοϊκών ρυθμίσεων μονίμων μελών», Άρθρο 9(1)(α).  Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εδάφιο (2) του υπό αναφορά άρθρου του Νόμου, προνοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν τυγχάνουν εφαρμογής «σε Αξιωματικό και Υπαξιωματικό που βρίσκεται ήδη σε προαφυπηρετική άδεια, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος» του Νόμου, ήτοι από την 1/1/2013 ημερομηνία θέσπισης του Ν. 215(Ι)/2012 και ο Εφεσείων, ως είναι αποδεκτό, δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν την κατηγορία. 

Αποτελεί γεγονός, ότι ο Εφεσείων είχε αναπτύξει πρωτόδικα ένα μόνο λόγο ακύρωσης, ο οποίος άπτετο ζητήματος αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του Άρθρου 9(1)(α) του Ν. 215(1)/2012 με τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο του πιο πάνω λόγου ακύρωσης τον απέρριψε, με το σκεπτικό ότι δεν προβλέπεται στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου, ότι δεν λαμβάνεται υπόψη ή ότι διαγράφεται ή μηδενίζεται η πλασματική υπηρεσία των Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας για σκοπούς συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Συναφώς δε, ότι το όλο ζήτημα άπτετο της ερμηνείας και εφαρμογής, ενδεχομένως εσφαλμένης, των διατάξεων του πιο πάνω άρθρου από την Εφεσίβλητη, κάτι το οποίο δεν οδηγούσε σε ζήτημα αντισυνταγματικότητας.  Κατά την πρωτόδικη κρίση, εφόσον το ζήτημα της εσφαλμένης ερμηνείας δεν ηγέρθη και αναπτυχθεί από τον Εφεσείοντα, δεν μπορούσε να εξεταστεί.

 

Με όλο τον σεβασμό, δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Από τη μελέτη των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι η Εφεσίβλητη ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του Άρθρου 9(1)(α)  του Ν. 215(1)/2012, κατά τρόπο ώστε η πρότερη ευνοϊκή ρύθμιση του Κανονισμού 49(4) των σχετικών Κανονισμών, η οποία αφορούσε την πλασματική υπηρεσία του Εφεσείοντα για σκοπούς συνταξιοδότησής του, να μην τον καλύπτει πλέον, αφού ως μη όντας σε προαφυπηρετική άδεια, υπόκειτο στις πρόνοιες των διατάξεων του Άρθρου 9(1)(α) του Ν. 215(1)/2012.

 

Αυτή η ερμηνεία, κρίνουμε, ότι αποδίδει την γραμματική ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί στην επίμαχη διάταξη (και η οποία αποδόθηκε από την Εφεσίβλητη), η οποία είναι σαφής και δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας.  Εν προκειμένω, σύμφωνα με το γράμμα της επίμαχης διάταξης, καταργείται η ευνοϊκή ρύθμιση που αφορούσε τα μόνιμα μέλη του Στρατού της Δημοκρατίας, η οποία είχε θεσπιστεί δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 49(4) των σχετικών Κανονισμών, που αφορούσε την πλασματική τους υπηρεσία. Η δε Εφεσίβλητη, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την πιο πάνω νομοθεσία σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, δεν πίστωσε στον Εφεσείοντα την πλασματική του υπηρεσία. 

 

Για τη διαχρονική θέση της νομολογίας μας ότι η γραμματική ερμηνεία συνιστά τον πρωταρχικό κανόνα ερμηνείας νομοθετημάτων, χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου αναφορικά με την Αίτηση των Δικηγόρων του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια/Λίμιτεδ Εφεσιβλήτων στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 66/2023 ν. Αναφορικά με την Απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 66/2023, Αίτηση Αρ. 1/2024, ημερομηνίας 23/5/24:

«Υφίσταται διαχρονικώς αδιάθλαστη κατ' ουσίαν η νομολογιακή θέση [4] ότι η γραμματική ερμηνεία συνιστά τον ιεραρχικώς πρώτο, αλλά και θεμελιακό, κανόνα ερμηνείας νομοθετημάτων. Το απαύγασμα της νομολογίας αυτής δεικνύει πως ο κανόνας τούτος υπαγορεύει την απόδοση της απλής γραμματικής και κατά κυριολεξία ετυμολογικής σημασίας στις λέξεις που χρησιμοποιούνται σε ένα νομοθετικό κείμενο κατά τη φυσική και συνήθη έννοια τους. Μόνο όταν οι αφορώσες λέξεις ή όροι είναι ασαφείς το δικαστήριο προστρέχει σε άλλες ερμηνευτικές μεθόδους. Το νομοθετικό κείμενο συγκροτεί κατά λογική επακολουθία το σημείο εκκίνησης του ερμηνευτικού εγχειρήματος και το επίκεντρο της προσοχής του ερμηνευτή. Βεβαίως, η γραμματική ερμηνεία δεν παραμένει αποτμημένη από την ευρύτερη εικόνα του εκάστοτε νομοθετικού σκοπού. Τούτο, διότι, εκ των πραγμάτων, η γραμματική ερμηνεία σπανίως, αν ποτέ, επιχειρείται στο κενό. Αυτό εντούτοις, ως παράπλευρη παρατήρηση, ποσώς διαγράφει την πρωταρχική βαρύτητα του κανόνα της γραμματικής ερμηνείας. Ούτε την αμβλύνει. Μα μήτε και εξυπονοεί αυτομάτως την ασύμμετρη και τελικώς εσφαλμένη και άκαιρη σύμμειξη της με άλλες μεθόδους ερμηνείας».

 

Συνεπώς, το όλο ζήτημα δεν άπτετο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της επίμαχης διάταξης, όπως τελικά αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ούτε παρείχετο η δυνατότητα συμπλήρωσης του Νόμου από το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε με παραπομπή σε άλλο νομοθέτημα είτε στο περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου του Εφεσείοντα.

 

Κατ’ επέκταση, ο Εφεσείων θα  έπρεπε να στοχεύει κατά της νέας ρύθμισης που εισήγαγε η επίμαχη διάταξη του Νόμου και αυτό έπραξε, θέτοντας ζήτημα αντισυνταγματικότητας της νέας ρύθμισης.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Ελένη Κυριακίδου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2010) 3 Α.Α.Δ. 547 είναι χαρακτηριστικό για το ζήτημα που εδώ απασχολεί:

«Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η εφεσίβλητη δεν έπεσε θύμα κακής ερμηνείας των προνοιών του νέου Κανονισμού, ούτε και κατέστη αντικείμενο άνισης μεταχείρισης κατά την εφαρμογή του. Επομένως, το μόνο παράπονο το οποίο θα μπορούσε να έχει η εφεσείουσα, θα πρέπει να στοχεύει κατά της ίδιας της νέας ρύθμισης την οποία εισήγαγε ο Κανονισμός, η οποία έγινε κατά τρόπο με τον οποίο θα επωφελούντο κάποιοι υπάλληλοι ανάλογα με την ηλικία τους, αλλ' όχι η εφεσείουσα. Έπεται ότι μόνο με την ακύρωση και την επαναθέσπιση του Κανονισμού με τρόπο ο οποίος θα κάλυπτε και την αιτήτρια, αυτή θα μπορούσε να ικανοποιηθεί».

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η Έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση, ως επίσης και τα επιδικασθέντα έξοδα, παραμερίζονται.

 

Η Έφεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί κατά προτεραιότητα της υπόθεσης διά της εξέτασης του μόνου λόγου ακύρωσης που έθεσε ο Εφεσείων, αυτού της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διάταξης.

 

Επιδικάζονται 3500 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α.) έξοδα (πρωτόδικα και κατ’ έφεση), υπέρ του Εφεσείοντα και ενάντια της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο