ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 211/2018)

 

4 Ιουνίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ

Εφεσείουσας

v.

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΑΣ

 

Εφεσίβλητων

-----------------------------

 

Α. Χρ. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα. 

Ι. Παπαζαχαρίας με M. Καραγιαννίδου (κα) και Ε. Πόγιαννου (κα), για                   Ιωάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

      ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της Εφεσείουσας, εναντίον του Εφεσιβλήτου Κοινοτικού Συμβουλίου («οι Εφεσίβλητοι»), που είχε εγερθεί στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, όπως αυτό προβλέπεται στο Άρθρο 43 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

 

          Παραθέτουμε εν συντομία τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας στην πρωτόδικη διαδικασία: Ως ιδιοκτήτρια χωραφιού στο χωριό Δρούσια, έδωσε γραπτή συγκατάθεση με την οποία παραχώρησε δωρεάν έκταση γης επί του χωραφιού της για τη διαπλάτυνση του υφιστάμενου επίσημου εγγεγραμμένου αγροτικού δρόμου και/ή μονοπατιού, προκειμένου να κατασκευασθεί δημόσιος δρόμος, την  οποία όμως μεταγενέστερα απέσυρε. Το Εφεσίβλητο Συμβούλιο δεν  κατασκεύασε τον δημόσιο δρόμο, αλλά προέβη ενόσω η συγκατάθεση ήταν σε ισχύ, σε ασφαλτόστρωση επί της γης της Εφεσείουσας.

 

          Στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Απαίτησης της Εφεσείουσας δικογραφείται ότι πάρα την απόσυρση της ως άνω συγκατάθεσης και παρά τις διαμαρτυρίες της Εφεσείουσας, «…Οι Εναγόμενοι, υπηρέτες και/ή αντιπρόσωποι των συνεχίζουν να επεμβαίνουν και/ή παρεμβαίνουν παράνομα και/ή αυθαίρετα επί των πιο πάνω ακινήτων τους κατέχοντας και/ή χρησιμοποιώντας και/ή προκαλώντας την επέμβαση και/ή παρέμβαση και/ή κατοχή και/ή χρήση αυτών ως αγροτικού δρόμου και/ή δρόμου

 

          Με την παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης, δικογραφούνται τα εξής: «Οι Εναγόμενοι, υπηρέτες και/ή αντιπρόσωποι των συνεχίζουν να επεμβαίνουν και/ή παρεμβαίνουν και/ή συνεχίζουν να προκαλούν, επέμβαση και/ή παρέμβαση παράνομα και/ή αυθαίρετα επί των ακινήτων των Εναγουσών ως πιο πάνω αναφέρεται και/ή χωρίς τη συγκατάθεση και/ή άδεια των Εναγουσών ως ακολούθως:..» (Ακολουθεί περιγραφή του επίδικου εμβαδού των ακινήτων όπου κατ’ ισχυρισμό τελείτο η παράνομη επέμβαση).

 

          Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, η Εφεσείουσα, κατά το στάδιο της αντεξέτασης,  περιόρισε τις αιτιάσεις της περί παράνομης επέμβασης από πλευράς των Εφεσιβλήτων ως ακολούθως:

 

«Απαντώντας σε ερώτηση, πως η ίδια αντιλαμβάνεται την επέμβαση των Εναγομένων στα τεμάχιά της, εκτός από το παράπονό της ότι δεν ενέγραψαν το δημόσιο δρόμο, ανέφερε, ότι επειδή οι Εναγόμενοι πήραν μόνο τα έξι πόδια από τα δικά της τεμάχια και δεν πήραν αντίστοιχη έκταση από τα απέναντι τεμάχια, ο δρόμος δεν είναι αρκετά φαρδύς και τα διερχόμενα αυτοκίνητα (όχι των Εναγομένων) κινούνται εκτός από την άσφαλτο και σε μέρος των τεμαχίων της, εξηγώντας ότι, λόγω της στενότητας του δρόμου, που χωρά να περάσει μόνο ένα μικρό αυτοκίνητο, όταν συναντηθεί με ένα δεύτερο αυτοκίνητο, «θα πέσουν μέσα στο χωράφι της.»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η δικογραφημένη θέση της Εφεσείουσας ότι Εναγόμενοι και/ή υπηρέτες και/ή αντιπρόσωποί τους διαπράττουν την παράνομη επέμβαση δεν αποδείχθηκε από τη μαρτυρία της ίδιας και για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων, η αγωγή απορρίφθηκε.

 

          Θα εξετάσουμε αρχικά τον τέταρτο λόγο έφεσης δεδομένου ότι είναι και ο μόνος λόγος έφεσης που πραγματεύεται το κατά πόσον αποδείχτηκε η πιο πάνω βάση αγωγής  και άρα θεωρούμε ότι είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της παρούσας.

 

          Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τα  συστατικά στοιχεία της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, σημειώνουμε ότι στην Παπαχριστοφόρου ν. Καπνίση κ.α (2005) 1 ΑΑΔ 244 αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Βέβαια με βάση το άρθρο 43 του δικού μας περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η παράνομη επέμβαση μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ως εξής: (1) Με οποιαδήποτε παράνομη είσοδο στην περιουσία ή (2) οποιαδήποτε παράνομη πρόκληση ζημιάς ή (3) με παράνομη παρέμβαση σε τέτοια περιουσία από οποιοδήποτε πρόσωπο.»

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπάρχει δικογραφημένος ισχυρισμός στην Έκθεση Απαίτησης της αγωγής της Εφεσείουσας ότι οι Εφεσίβλητοι συνεχίζουν να επεμβαίνουν και/ή παρεμβαίνουν μέσα στα επίδικα ακίνητα της Εφεσείουσας κατέχοντας αυτά αυθαίρετα και/ή παράνομα για χρήση αυτών ως δρόμος.

 

          Στην πραγματικότητα  αντίθετα με το τι υποστηρίζεται με τον παρόντα λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς αναφέρθηκε στην απόφασή του και έλαβε υπόψη τους δικογραφημένους ισχυρισμούς στις παραγράφους 7 και 8 της Έκθεσης Απαίτησης της Εφεσείουσας όπως τους παραθέσαμε αυτολεξεί ανωτέρω. Πλην όμως εν όψει της πιο πάνω μαρτυρίας της Εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το Εφεσίβλητο Συμβούλιο, ή οι υπηρέτες αυτού ή οι αντιπρόσωποι του, διέπρατταν παράνομη επέμβαση.

 

          Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο συνήγορος της Εφεσείουσας με τη γραπτή του αγόρευση υποστήριξε ότι  οι Εναγόμενοι ευθύνονται για την παράνομη επέμβαση ή πρόκληση παράνομης επέμβασης ή παρέμβασης από πρόσωπα έστω και αν δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στη διάπραξη της, λόγω ευθύνης εκ προστήσεως (vicarious liability), η οποία βασίζεται στο Άρθρο 12(1)(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι οι Εφεσίβλητοι ευθύνονται για τη  συνέχιση της διέλευσης οχημάτων μέσα από τα επίδικα ακίνητα χρησιμοποιώντας το δρόμο που χάραξαν οι Εφεσίβλητοι. Περαιτέρω υποστηρίχθηκε πως οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να σταματήσουν να επιτρέπουν τη χρήση του δρόμου, ότι  όφειλαν να μεριμνήσουν για το κλείσιμο του δρόμου ή να αλλάξουν την κατεύθυνση του έξω από τα επίδικα ακίνητα και να ελέγξουν ότι ο δρόμος θα σταματήσει να χρησιμοποιείται. Υποστηρίχθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι, ως αρμόδια τοπική αρχή, με εξουσία και  καθήκον να  ρυθμίσει  το  θέμα ώστε να μην  χρησιμοποιεί  το κοινό τα  επίδικα  ακίνητα  της Εφεσείουσας ως δρόμο στα όρια της κοινότητας της, όχι μόνο δεν έπραξε τίποτα αλλά αντίθετα, με το να αφήσει ανοικτό το δρόμο, υποβοήθησε, ενθάρρυνε, προήγαγε και καθοδήγησε ή άφησε το κοινό με την εντύπωση ότι υπάρχει μέσα από τα επίδικα ακίνητα δρόμος που μπορούν να χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα το κοινό να συνεχίσει να τον χρησιμοποιεί. Διευκρίνισε ο συνήγορος με την αγόρευση του πρωτοδίκως, ότι είναι με αυτόν τον τρόπο που οι Εφεσίβλητοι καθίστανται εκ προστήσεως υπεύθυνοι, ως συναδικοπραγούντες, στη διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης στα ακίνητα της Εφεσείουσας.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι η πιο πάνω επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων δικηγόρων της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή και την απέρριψε ενόψει του ότι σε κανένα σημείο της Έκθεσης Απαίτησης δεν δικογραφούνται τέτοιοι ισχυρισμοί. 

 

          Εξετάσαμε και αυτή την κατάληξη του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης εφόσον με την αιτιολογία του υποστηρίζεται ότι η δικογράφηση προσδιορίζει ότι επέμβαση συνίσταται και στη χρήση των επίδικων ακινήτων ως δημόσιος δρόμος και ότι περιλαμβάνεται στην Έκθεση Απαίτηση και ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι είναι αρμόδιοι να μεριμνούν και για την κατασκευή, επίστρωση και βελτίωση δρόμων στην κοινότητα.

 

          Θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ούτε οι ισχυρισμοί περί εκ προστήσεως ευθύνης των Εφεσιβλήτων, λόγω της χρήσης του ακινήτου από το κοινό, ούτε οι ισχυρισμοί περί παράβασης των εκ του νόμου καθηκόντων των, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εφόσον σαφώς δεν δικογραφούνται.

 

          Δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσείουσας πως ο τρόπος της επέμβασης, ότι δηλαδή συνίστατο στο ότι επιτρεπόταν από τους Εφεσίβλητους η χρήση των ακινήτων ως δημόσιος δρόμος από το κοινό, αποτελούσε μαρτυρία και δεν απαιτείτο να δικογραφηθεί. Για ισχυρισμούς  σ' ό,τι αφορά  την παραβίαση των νομίμων καθηκόντων των Εφεσιβλήτων, έπρεπε να γίνει σαφής επίκληση των νομοθετικών προνοιών με την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια που απαιτούσαν και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Δ.19, θ.13), όπως επισημάνθηκε στην Παναγή κ.ά ν. Παναγή (2009) 1 ΑΑΔ 145.

 

          Επισημαίνουμε εν πάση περιπτώσει ότι όχι μόνο οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν δικογραφούνται, αλλά ούτε και προωθήθηκαν με μαρτυρία. Με την γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας μας παρέπεμψε στη γραπτή δήλωση της Εφεσείουσας, την οποία μελετήσαμε και διαπιστώσαμε ότι δεν προκύπτει εκεί σχετική με τους πιο πάνω ισχυρισμούς μαρτυρία.

 

          Θα προσθέταμε ότι ο ισχυρισμός περί εκ προστήσεως ευθύνης των Εφεσιβλήτων για τις ενέργειες του κοινού, είναι εν πάση περιπτώσει καταδικασμένος σε αποτυχία. Εν πρώτοις  δεν νοείται εκ προστήσεως ευθύνη για πράξεις προσώπων που δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους Εφεσίβλητους (βλ. Εφημερίδα ή Περιοδικό Αποκάλυψη της Πάφου Λτδ και Άλλοι ν. Σπύρου Κονιώτη και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 1697).

 

          Φαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση ότι ο συνήγορος της Εφεσείουσας παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα Αστικά Αδικήματα, Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, Τόμο Ι, σελ. 41, όπου αναφέρεται το Άρθρο 12(1)(α) του Κεφ. 148, που αφορά την ευθύvη για πράξεις πoυ τελέστηκαv από πρόσωπα άλλα από υπηρέτες και ανεξάρτητους εργολήπτες και προβλέπει:

 

«12.-(1)    Για τoυς σκoπoύς τoυ Νόμoυ αυτoύ-

(α) Κάθε πρόσωπo πoυ συvεργεί, παρέχει συvδρoμή, εξoυσιoδoτεί, συμβoυλεύει, διατάσσει, πρoάγει ή εγκρίvει πράξη πoυ τελέστηκε ή πρόκειται vα τελεστεί από άλλo πρόσωπo, ευθύvεται για τηv πράξη αυτή͘»

 

          Το εν λόγω Άρθρο ερμηνεύτηκε στην Anastassiou v. Demetriou and Another (1981) 1 CLR 589 όπου λέχθηκε ότι ο σκοπός του ήταν να καταστήσει υπεύθυνους για αστικό αδίκημα πρόσωπα που συνδράμουν με ένα από τους τρόπους που αναφέρονται σε αυτό στη διενέργεια της αδικοπραξίας («…to render liable in tort persons who contribute in one or more ways indicated therein to the production of the tortious act. »)

 

          Θεωρούμε ότι τα γεγονότα της παρούσας δεν στοιχειοθετούν ευθύνη των Εφεσιβλήτων βάσει του εν λόγω Άρθρου 12(1)(α) του Κεφ.148, ακόμη και αν δεν υπήρχε η σκόπελος της μη δικογράφησης των σχετικών ισχυρισμών. Aκόμη και τα όσα γενικόλογα υποστηρίζονται με την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρων των Εφεσειουσών δεν δεικνύουν ότι οι Εφεσίβλητοι συνέβαλαν στην ισχυριζόμενη επέμβαση τρίτων με οποιοδήποτε από τους τρόπους που ρητώς προνοούνται στο εν λόγω Άρθρο 12(1)(α).

 

          Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν απέδειξε την υπόθεση της όσον αφορά τη βάση της αγωγής της, οι λοιποί λόγοι έφεσης που αφορούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με ζήτημα δεδικασμένου, τη μη απόδειξη αποζημιώσεων καθώς και ευρήματα του επί πραγματικών γεγονότων,  δεν επηρεάζουν την έκβαση της παρούσας έφεσης, καθίστανται άνευ αντικειμένου, και δεν χρήζουν εξέτασης.

 

          Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1.900 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του Εφεσιβλήτου και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                                                    Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

                                                                    Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                                    Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο