ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 211/20)

28 Ιουνίου 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Γ. ΠΑΥΛΟΥ 

Εφεσείοντας / Ενάγοντας

και

1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
  2. Α.
AKATHIOTIS DEVELOPERS LTD

Εφεσίβλητοι / Εναγόμενοι

 

-----------------------------

 

Ο εφεσείοντας παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Φούλα Χ" Νικολή (κα) για Ανδρέας Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή 4960/2013, με την οποία αξίωνε από τους εφεσίβλητους 1 και 2 το ποσό των €69.710,94 ως συμφωνηθείσα και/ή νόμιμη προμήθεια και/ή εύλογη αμοιβή για τη διαμεσολάβηση του στην πώληση ακίνητου του εφεσίβλητου 1 και/ή ως αποζημίωση για παράβαση σύμβασης εκ μέρους των εφεσίβλητων 1 και 2.

 

            Όπως ισχυρίστηκε πρωτόδικα ο εφεσείων, ήταν αδειούχος κτηματομεσίτης και ασκούσε το επάγγελμα του διατηρώντας γραφείο στη Λάρνακα. Ο εφεσίβλητος 1 ήταν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 37 Φ./Σχ. 50/55 Τμήμα Ο στην τοποθεσία Φανάρι ή Πλατύ κοινότητας Περβολιών στη Λάρνακα. Η εναγόμενη 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται μεταξύ άλλων με κτηματικές επιχειρήσεις.

 

            Ήταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πρωτόδικα ότι κατά τον Ιανουάριο του 2003 ο εφεσίβλητος 1 του είχε αναθέσει κατά αποκλειστικότητα την εξεύρεση αγοραστή για το ως άνω ακίνητο με τιμή €2.562.902,10 (αντίστοιχο του ποσού των Λιρών Κύπρου 1.500.000 ως ήταν τότε). Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι τοποθέτησε στο ακίνητο του εφεσίβλητου 1 μεταλλική ταμπέλα με τα επαγγελματικά του στοιχεία, λάμβανε τηλεφωνήματα, έκανε επαφές και υποδείκνυε το ακίνητο σε ενδιαφερόμενους αγοραστές. Το 2006, ως ο ισχυρισμός του, τοποθέτησε και δεύτερη μεγαλύτερη μεταλλική ταμπέλα για καλύτερη διαφήμιση του ακίνητου.

 

            Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, ότι το καλοκαίρι του 2006 επικοινώνησε μαζί του ο διευθυντής των εναγομένων 2, Α.Κ., ο οποίος ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το ακίνητο και έλαβε από τον ίδιο σχετικές πληροφορίες. Ως η θέση που προώθησε ο εφεσείων πρωτόδικα, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 χωρίς να τον ενημερώσουν συμφώνησαν μεταξύ τους όπως η εναγόμενη 2 αγοράσει το ακίνητο από τον εφεσίβλητο 1 με συμφωνία που υλοποιήθηκε στις 17.10.2006, οπόταν ο εφεσίβλητος 1 μεταβίβασε το ακίνητο στην εναγόμενη 2 έναντι του ποσού των €2.323.697,96. Ο εφεσείων καταχώρισε την αγωγή αξιώνοντας το ποσό που έχει αναφερθεί και προωθώντας τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 εκμεταλλεύτηκαν τις ενέργειες του σε σχέση με το εν λόγω ακίνητο και επωφελήθηκαν έναντι του, παραγνωρίζοντας τις νόμιμες και συμβατικές τους υποχρεώσεις, ενεργώντας κακόπιστα και αθέμιτα και κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών και της νόμιμης πρακτικής στις συναλλαγές.

 

            Ο εφεσίβλητος 1 πρωτόδικα, στην Υπεράσπιση του ισχυρίστηκε ότι ανέθεσε στον εφεσείοντα την εξεύρεση αγοραστή για το εν λόγω ακίνητο, όχι όμως κατά αποκλειστικότητα, αλλά ότι είχε αναθέσει την πώληση σε πολλούς κτηματομεσίτες, οι οποίοι προέβαιναν σε παράλληλα διαβήματα για εξεύρεση αγοραστή. Η συμφωνία με τον εφεσείοντα ήταν για καταβολή προμήθειας σε εκείνο μόνο εάν αυτός εξεύρισκε αγοραστή. Προώθησε τη θέση ότι η πώληση έγινε στην εναγόμενη 2, χωρίς τη μεσολάβηση του εφεσείοντα, o οποίος δεν είχε καμία σχέση με την πώληση και γι' αυτό δεν του οφείλει κανένα ποσό. Η εναγόμενη 2 με τη σειρά της ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, καθ' ότι ουδέποτε δεσμεύτηκε συμβατικά με αυτόν. Παραδέχτηκε ότι αγόρασε το επίδικο ακίνητο, αλλά αρνήθηκε ότι σε αυτή την αγοραπωλησία συμμετείχε ο εφεσείων καθ' οιονδήποτε τρόπο, και αρνείται ότι ο διευθυντής της, Α.Κ., επικοινώνησε μαζί του και ότι έλαβε από αυτόν πληροφορίες σε σχέση με το ακίνητο.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις αρχές της νομολογίας που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αξιολόγησε τους τρεις μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιόν του. Οι μάρτυρες αυτοί ήσαν, o ίδιος ο εφεσείων, ο εφεσίβλητος 1 και ένας ακόμα μάρτυρας, ο Α.X. o οποίος το 2003 ήταν εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης στο Λονδίνο. Δεν παρουσιάστηκε καμία μαρτυρία από πλευράς της εναγόμενης 2. Κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν του έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας, η εκδοχή που παρουσίασε στερείται πειστικότητας και αληθοφάνειας και προέβαλε ασαφείς και αόριστους ισχυρισμούς σε σχέση με τις συνθήκες σύναψης της κατ' ισχυρισμό σύμβασης αποκλειστικότητας, μεταξύ του ιδίου και του εφεσίβλητου 1. 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε επίσης τον εφεσείοντα για τον λόγο καθυστέρησης που παρουσιάστηκε στην καταχώριση αγωγής από πλευράς του. Όπως φαίνεται από την υπόθεση, η αγωγή καταχωρήθηκε το 2013, ενώ ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ήταν ότι σύναψε τη σύμβαση αποκλειστικότητας με τον εφεσίβλητο 1 τον Ιανουάριο του 2003 και το επίδικο ακίνητο πωλήθηκε στις 17.10.2006. Το ποσό της κατ’ ισχυρισμό προμήθειας του ήταν μεγάλο και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι καθυστέρησε να κινήσει αγωγή για να εισπράξει το λαβείν του επειδή «θα χαλούσε το όνομα του στο εμπορικό κέντρο της Λάρνακας» ως ισχυρίστηκε και προχώρησε με την καταχώριση της αγωγής μόνο όταν ο δικηγόρος του τον πληροφόρησε ότι ενδέχεται να παραγραφεί το αγώγιμο δικαίωμα του. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσείοντα σε σχέση με τις θέσεις που προώθησε με το δικόγραφο του, τις οποίες και καταγράφει.

 

            Αντίθετα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τον εφεσίβλητο 1 και τον μάρτυρα του Α.Χ. Σε ό,τι αφορά τον Α.Χ. η συμβολή του στην υπόθεση ήταν να αναφέρει ότι αρχές του 2003 ο εφεσίβλητος 1 του ανέθεσε να βρει αγοραστή για το επίδικο ακίνητο για το ποσό των Λιρών Κύπρου 1.500.000, εξ αρχής αναφέροντας του ότι είχε αναθέσει την υπόθεση και σε άλλους κτηματομεσίτες, ουδέποτε υπέγραψαν οποιαδήποτε συμφωνία, αλλά ούτε και συμφώνησαν συγκεκριμένη αμοιβή.

 

            Σε ό,τι αφορά τον εφεσίβλητο 1, ήταν η θέση του ότι ανέθεσε σε διάφορους κτηματομεσίτες, μεταξύ των οποίων και τον εφεσείοντα, να βρουν αγοραστή για το επίδικο ακίνητο για το ποσό των Λιρών Κύπρου 1.500.000 και ήταν η θέση του ότι είχε αποστείλει στον εφεσείοντα με φαξ τον τίτλο ιδιοκτησίας και το τοπογραφικό σχέδιο του ακίνητου, αλλά και ότι τον είχε ενημερώσει ότι είχε αναθέσει την πώληση και σε άλλους κτηματομεσίτες. Ο διευθυντής της εναγόμενης 2 επικοινώνησε μαζί του τηλεφωνικά, τον ρώτησε εάν υπήρχε κτηματομεσίτης στη μέση και αυτός αρνήθηκε και μετά από διαπραγμάτευση κατέληξαν στην πώληση του επίδικου ακίνητου στην εναγόμενη 2 για το συνολικό ποσό των Λιρών Κύπρου 1.360.000.

 

            Όπως έχει αναφερθεί στη νομολογία, και προς τούτο επαναλαμβάνουμε σχετικά πρόσφατη απόφαση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση των μαρτύρων που δίδουν δια ζώσης μαρτυρία ενώπιόν του και το Εφετείο δεν παρεμβαίνει με τα ευρήματα του, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Παραπέμπουμε σχετικά στην πάγια νομολογία αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως την έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024

 

«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

   Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, απέρριψε την αγωγή εναντίον και των δύο εναγομένων. Ο εφεσείων, παραπονούμενος από την απόφαση, καταχώρισε έφεση στην οποία προέβαλε 6 λόγους έφεσης. Σημειώνεται ότι ο εφεσείων από ένα σημείο και μετά χειρίστηκε την υπόθεση μόνος του τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι τόσο ο εναγόμενος 1, όσο και ο μάρτυρας που παρουσίασε αναφέρθηκαν σε λανθασμένο αριθμό εγγραφής του επίδικου κτήματος, που όπως αναφέρει, είναι εντελώς άσχετο με το επίδικο. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι ο μάρτυρας Υπεράσπισης Α.Χ. πήγε στο Δικαστήριο για να ενισχύσει τη θέση του εφεσίβλητου 1 που ισχυρίστηκε ότι έδωσε το επίδικο κτήμα για πώληση σε πολλούς κτηματομεσίτες, ενώ δεν γνώριζε ούτε την τοποθεσία, ούτε το επίδικο ακίνητο και ούτε ανάφερε ότι είχε οποιαδήποτε συνομιλία με οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο αγοραστή. Ο τρίτος λόγος έφεσης προωθεί τον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ταμπέλες που τοποθέτησε ο εφεσείων στο κτήμα και οι ενέργειες προώθησης του κτήματος που έγιναν από τον ίδιο, δεν στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο κύριος και/ή ο αποκλειστικός παράγοντας για την πώληση του κτήματος. Αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης είναι η λανθασμένη, κατά τον εφεσείοντα, αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η κρίση του ότι o ίδιος ήταν αναξιόπιστος και απέρριψε τη μαρτυρία του, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης προωθεί τον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν είχε γίνει συμφωνία μεταξύ του και του εφεσίβλητου 1 για αποκλειστική προώθηση του εν λόγω κτήματος από τον εφεσείοντα. Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και με αυτό προωθείται ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόλογη και ορθή τη μαρτυρία του εναγόμενου 1 και του μάρτυρα του Α.Χ..

            Τόσο ο εφεσείων όσο και ο συνήγορος του εφεσίβλητου 1, καταχώρισαν γραπτές αγορεύσεις προωθώντας τις θέσεις τους. Η προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου ότι επειδή η αγόρευση του εφεσείοντα είναι χειρόγραφη και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, άρα συνεπώς η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, το οποίο και έχει υιοθετήσει προφορικά και το οποίο θα ληφθεί υπόψη για σκοπούς της παρούσας έφεσης και θα τύχει εξέτασης ως βεβαίως και το περίγραμμα του εφεσίβλητου 1.

 

            Σε ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι φανερό ότι έχει γίνει κάποιος αναγραμματισμός στον αριθμό του επίδικου κτήματος, όπως έχει αναφερθεί από τον εφεσίβλητο 1 και τον μάρτυρα του. Συγκεκριμένα, αντί του αριθμού 4698 αναγράφηκε ο αριθμός 4968. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το επίδικο κτήμα ήταν το ένα και το αυτό. Σε σχέση με αυτό δόθηκε η μαρτυρία και των τριών μαρτύρων κατά την πρωτόδικη διαδικασία και ήταν αποδεκτό από όλους ότι ήταν το επίδικο ακίνητο για το οποίο έγινε η οποιαδήποτε ανάθεση προς εξεύρεση αγοραστή από τον εφεσίβλητο 1 προς τον εφεσείοντα και ότι ήταν το επίδικο ακίνητο που τελικά πωλήθηκε από τον εφεσίβλητο 1 στην εναγόμενη 2. Η λανθασμένη αναφορά σε αριθμό που είναι αμελητέα δεν μπορεί να πλήξει την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει γίνει από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και του Α.Χ. και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

            Ο πρώτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.

 

            Ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης μπορεί να γίνει αποδεκτός. Το γεγονός ότι ο Α.Χ. δεν γνώριζε πού βρισκόταν ακριβώς το κτήμα, εφόσον δραστηριοποιείτο στην Αγγλία τη δεδομένη στιγμή και έβρισκε αγοραστές από εκεί για την Κύπρο, δεν ισοδυναμεί με λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα. Όπως είναι ξεκάθαρο από τα όσα έχει αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο λόγος που δόθηκε μαρτυρία από τον Α.Χ. ήταν για να αντικρουστεί η θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε αναθέσει σε αυτόν κατά αποκλειστικότητα την εξεύρεση αγοραστή για το επίδικο ακίνητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, ότι όντως ο εφεσίβλητος 1 είχε αναθέσει και στον Α.Χ. μεταξύ άλλων προσώπων, της εξεύρεσης αγοραστή για το επίδικο ακίνητο, με τον οποίο δεν τον συνέδεε τίποτε άλλο από μία απλή γνωριμία.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι κατά αποκλειστικότητα του είχε αναθέσει ο εφεσίβλητος 1 την εξεύρεση αγοραστή για το επίδικο ακίνητο. Όπως ανάφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την πράξη και μόνο της τοποθέτησης δύο ταμπελών με το όνομα του εφεσείοντα εντός του επίδικου κτήματος, δεν καταδεικνύεται αυτή η αποκλειστική σύμβαση που ισχυρίστηκε ο εφεσείοντας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν πίστεψε τον εφεσείοντα. Οι λόγοι αυτοί καταγράφονται με λεπτομέρεια στην απόφαση του και παραπέμπουμε σχετικά στις σελίδες 5 και 6 της πρωτόδικης απόφασης. Δεν διαπιστώνουμε κανένα σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον τρόπο που προσέγγισε το συγκεκριμένο σημείο. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προσεγγίζοντας το θέμα της σύμβασης και κατά πόσο συνήφθη οποιαδήποτε σύμβαση αποκλειστικότητας μεταξύ εφεσίβλητου 1 και εφεσείοντα, καταλήγει ότι ο εφεσίβλητος 1 ανέθεσε στον εφεσείοντα να μεσολαβήσει για την πώληση του ακίνητου έχοντας παράλληλα αναθέσει την πώληση του και σε άλλους 6 κτηματομεσίτες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις αποφάσεις Orphanides v. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309 και Χατζηκυριάκος ν. Σεβέρη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 92, έχει επίσης αναφέρει ότι δεν έχει ικανοποιηθεί ότι η τοποθέτηση των ταμπελών από τον ενάγοντα ήταν ο άμεσος και καθοριστικός συνδετικός κρίκος μεταξύ της αγοράς και της πώλησης. Όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στη νομολογία στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να τεκμηριωθεί η απαίτηση για πληρωμή μεσολαβητικής προμήθειας, πρέπει να αποδειχτεί άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ της μεσολάβησης και της πώλησης. Για να θεμελιωθεί η απαίτηση πρέπει η μεσολάβηση να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για τη διενέργεια της πώλησης. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της μεσολάβησης και της πώλησης πρέπει να είναι άμεσος και καθοριστικός.

 

            Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

             
            Οι τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης, ουσιαστικά αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα ευρήματα του. Επαναλαμβάνουμε όλα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω αναφορικά με τις νομολογιακές αρχές και την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ενώπιόν του δεδομένα και την τεκμηριωμένη απόφαση του γιατί απορρίπτει τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ενώ αποδέχεται τη μαρτυρία του εναγόμενου 1 και του μάρτυρα του Α.Χ.. Πέραν του ότι δεν υπάρχει, όπως έχουμε αναφέρει, κανένας λόγος παρέμβασης μας με τα συμπεράσματα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφέρουμε ότι παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει τη μαρτυρία και τη θέση του εφεσείοντα, προβληματίστηκε κατά πόσο θα έπρεπε να του αποδώσει οποιαδήποτε αποζημίωση ως εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχε στον εφεσίβλητο 1, με το δεδομένο ότι αποδέχτηκε ότι ο εφεσίβλητος 1 όντως είχε αναθέσει σε αυτόν την πώληση του επίδικου ακίνητου και ότι όντως ο εφεσείων είχε τοποθετήσει δύο ταμπέλες με τα δικά του στοιχεία εντός του επίδικου κτήματος. Όμως, όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε ενώπιόν του ικανοποιητική μαρτυρία για να καταφύγει σε τέτοιους υπολογισμούς, και αυτό το εύρημα του δεν αποτελεί αντικείμενο λόγου έφεσης. Η αγωγή του εφεσείοντα προωθήθηκε στη βάση κατ’ ισχυρισμόν σύμβασης και δη αποκλειστικής με τον εφεσίβλητο 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι θα ήταν σχήμα οξύμωρο να αποδοθούν αποζημιώσεις σε διαφορετική βάση, και προς τούτο παρέπεμψε, ορθά, στην απόφαση
Eliades v. Petrides (1972) 1 C.L.R. 5 και συγκεκριμένα στο πιο κάτω απόσπασμα:


«We have considered the possibility of whether the respondent could be found to be entitled to the amount of £3,000 or any lesser amount by way of remuneration for his services, on a quantum meruit basis. The authorities point definitely against adopting such a course in the present case where there was an agreement for the payment of commission upon the happening of a certain event and when such event has not materialized.»

 

            Επομένως και οι τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και απορρίπτονται.

 

            Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της.

 

            Επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητου 1 τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας τα οποία ανέρχονται σε €3.900 πλέον ΦΠΑ.

 

                 ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

                      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

                            

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο