ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 234/23)

 

27 Ιουνίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧΧ SOLIMAN

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Μ. Παυλίδου (κα), για Εφεσείοντα

Ε. Κωνσταντίνου (κα) με Π. Κουττούκη (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με οκτώ λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική τη φυλάκιση 18 μηνών με την οποία τιμωρήθηκε, κατόπιν παραδοχής του, από το Ε.Δ. Λευκωσίας επί τω ότι μεταξύ Ιουνίου του 2023 και 25ης Αυγούστου του 2023, ενώ ήταν απαγορευμένος μετανάστης διέμενε στη Δημοκρατία χωρίς άδεια, κατά παράβαση του Άρθρου 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (κατηγορία 2). Με τον ένατο λόγο έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη τη μη αναστολή εκτέλεσης τόσο της πιο πάνω 18μηνης φυλάκισης όσο και της 3μηνης φυλάκισης με την οποία τιμωρήθηκε για την παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία περί τα τέλη Ιουνίου του 2023 κατά παράβαση των Άρθρων 12(1), (5) και 20 του ίδιου Νόμου (κατηγορία 1).

 

        Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα ο Εφεσείων κατάγεται από την Αίγυπτο και είχε αφιχθεί στη Δημοκρατία για πρώτη φορά στις 13.2.18 ως επισκέπτης μέχρι τις 24.2.18. Στις 19.3.18 υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία απερρίφθη στις 10.8.22. Στο ενδιάμεσο όμως και συγκεκριμένα στις 8.6.21 ο Εφεσείων είχε καταδικαστεί, για αδικήματα κλοπών, σε συντρέχουσες ποινές με ψηλότερη αυτή των δύο ετών άμεσης φυλάκισης. Στις 3.9.22 αποφυλακίστηκε δυνάμει προεδρικής χάρης. Λίγους μήνες αργότερα, στις 6.1.23, συνελήφθη και απελάθηκε βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, το δε όνομα του καταχωρήθηκε στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών στη Δημοκρατία.

 

        Παρά ταύτα, στις 25.8.23, η Αστυνομία ενημερώθηκε από το Γ.Ν. Λευκωσίας ότι στο Τμήμα Α΄ Βοηθειών ευρίσκετο ο Εφεσείων ο οποίος ισχυρίζετο ότι είχε απαχθεί και ότι χρειαζόταν τη βοήθεια της Αστυνομίας. Σε επίσκεψη της Αστυνομίας ο Εφεσείων ανέφερε ότι υπήρξε θύμα απαγωγής από δύο Σύρους εναντίον των οποίων επιθυμούσε να υποβάλει γραπτό παράπονο. Μετά από αστυνομική έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο Εφεσείων είχε καταχωρηθεί στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών κατά την απέλαση του στις 6.1.23 και ότι εισήλθε ξανά στη Δημοκρατία περί τα τέλη Ιουνίου του 2023 από μη εγκεκριμένο λιμάνι και δη από άγνωστη περιοχή των Κατεχομένων εδαφών της (κατηγορία 1). Ακολούθησε η σύλληψη του και για τα δύο αδικήματα (εισόδου και παραμονής), τα οποία και παραδέχθηκε αμέσως, δηλώνοντας ότι είχε καταβάλει σε κάποιους το ποσό των €1.000 για να πετύχει την είσοδο του στη Δημοκρατία, ως ανωτέρω.

 

        Αποτελεί σταθερή νομολογιακή θέση ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής. Επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό (Γενικός Εισαγγελέας ν. Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερ. 15.9.23). Όπως αναλυτικότερα τέθηκε στην S.J.L v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/21 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

        «Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, …».

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπ΄ όψιν την κατάσταση της υγείας του (λόγος έφεσης αρ. 1), τις συνθήκες διάπραξης και το κίνητρο του (λόγος έφεσης αρ. 2), το ότι χωρίς τη δική του επικοινωνία δεν θα αποκαλύπτοντο τα αδικήματα (λόγος έφεσης αρ. 3) και την παραδοχή του (λόγος έφεσης αρ. 4), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπ΄ όψιν τις επιπτώσεις στα παιδιά του (λόγος έφεσης αρ. 5), την κατάσταση υγείας του η οποία μάλιστα επιδεινώθηκε με τη φυλάκιση του (λόγος έφεσης αρ. 6), τις ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις του λόγω της κατάστασης υγείας και τις ιδιαίτερες συνθήκες διάπραξης (λόγος έφεσης αρ. 8) και τέλος ότι επέβαλε δυσανάλογη ποινή στην κατηγορία 2 σε σχέση με την κατηγορία 1 (λόγος έφεσης αρ. 7), τις οποίες εσφαλμένα δεν ανέστειλε (λόγος έφεσης αρ. 9).

 

        Έχουμε την άποψη ότι λόγω συνάφειας μεταξύ τους καθίσταται προσφορότερη η εξέταση κατά ομάδες, πρώτα των λόγων έφεσης υπ' αρ. 2 έως 5, ακολούθως των λόγων έφεσης υπ' αρ. 1, 6 και 8 και εν συνεχεία κατά μόνας των λόγων έφεσης υπ' αρ. 7 και 9.

 

Λόγοι Έφεσης Αρ. 2 έως 5

 

        Σε σχέση με την πρώτη ομάδα λόγων έφεσης δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση είτε ότι δεν ελήφθησαν επαρκώς υπ' όψιν το κίνητρο επανεισόδου στη Δημοκρατία, η συμβολή του Εφεσείοντος στην εξιχνίαση των αδικημάτων και η παραδοχή του είτε ότι δεν ελήφθησαν καθόλου υπ' όψιν οι επιπτώσεις στα παιδιά του.

 

        Ακολουθώντας την πρωτόδικη καταγραφή παρατηρούμε ότι εξαρχής ο πρωτόδικος Δικαστής σημείωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο προέκυψε η εξιχνίαση είναι κάπως ασυνήθιστος, εφόσον ήταν ο ίδιος ο Εφεσείων που ζήτησε τη βοήθεια της Αστυνομίας μέσω του Τμήματος Α' Βοηθειών όπου ευρίσκετο για εξετάσεις και ότι εκεί είχε παραδεχθεί αμέσως τα αδικήματα. Ως προς το κίνητρό του, πράγματι αυτό ήταν επίσης κάτι που ο (τότε) συνήγορος του είχε θέσει στο Δικαστήριο, λέγοντας ότι ο σκοπός για τον οποίο είχε έρθει ο Εφεσείων στην Κύπρο ήταν απλώς για να επισκεφθεί τα ανήλικα παιδιά του. Μάλιστα, σε αντίθεση με όσα ενώπιόν μας προωθούνται (περί τωρινής επιθυμίας μόνιμης παραμονής), τότε είχε λεχθεί πως ήθελε να τα δει «και να φύγει». Ο λόγος της επιστροφής παρά την απέλαση καταγραφόταν και στην έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας («ΥΚE»). Στην ίδια έκθεση υπήρχε ειδικότερη αναφορά για το ιστορικό του Εφεσείοντος, την εκπαίδευσή του, τα δύο τέκνα (12 και 8 ετών), το διαζύγιο του κατά το 2020 με τη μητέρα τους και την επιθυμία του να παραμείνει στην Κύπρο για να στηρίξει συναισθηματικά και οικονομικά τα παιδιά του, παρά την αναφορά σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Η ουσία όμως είναι πως όλα αυτά τα είχε ήδη εξαρχής καταγράψει αναλυτικά και ο πρωτόδικος Δικαστής ενώ περαιτέρω τα συνόψισε αργότερα συνεκτιμώντας τα για σκοπούς ποινής ως εξής:

 

        «Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπ' όψιν μου προς όφελος του Κατηγορούμενου, την άμεση παραδοχή του στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει που δείχνει και την έμπρακτη του μεταμέλεια. Επίσης, το κίνητρο που τον οδήγησε να παρανομήσει, που ήταν η ανάγκη του να βρεθεί κοντά στα ανήλικα παιδιά του που νόμιμα διαμένουν στη Δημοκρατία. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, τον τρόπο που η Αστυνομία οδηγήθηκε στη σύλληψη του, την συνεργασία του με τις αρχές και τις προσωπικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφαίνονται τόσο από την Έκθεση που ετοιμάστηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, όσο και μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του».

 

        Πριν από οποιοδήποτε άλλο σχόλιο υπενθυμίζουμε τη βασική αρχή ότι η αρμόζουσα ποινή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και τις συνθήκες του παραβάτη (Jokarbozorgi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 726). Ως θέμα λογικής μέσα στις συνθήκες της υπόθεσης περιλαμβάνεται και το κίνητρο όταν προκύπτει από τα γεγονότα και στην παρούσα αυτό είχε τεθεί με σαφήνεια ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να αμφισβητηθεί. Η ύπαρξη κινήτρου βέβαια δεν σημαίνει ότι εξαλείφει την παρανομία ή ότι δικαιολογεί την καταφυγή στο έγκλημα. Αυτό βέβαια ισχύει ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες, όπως εδώ, εκ της φύσεως των αδικημάτων συνήθως το κίνητρο συνδέεται με την πηγαία επιθυμία κάθε ανθρώπου για καλυτέρευση είτε της προσωπικής κατάστασης κάποιου είτε αυτής των οικείων του. Λαμβάνεται όμως υπ΄ όψιν ως στοιχείο της συναισθηματικής κατάστασης και κατ΄ αναλογίαν της συναισθηματικής φόρτισης η οποία διασυνδέεται με εγκληματική δράση (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603). Η δε εκούσια αποκάλυψη εγκλήματος, η συνεργασία με την Αστυνομία και η παραδοχή είναι όντως στοιχεία τα οποία αποτελούν μετριαστικούς παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής (Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 582, Chafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, Χαρτoύπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Όπως ήδη αναφέραμε, όσον αφορά την παρούσα δεν συμφωνούμε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής είτε παρέλειψε να λάβει οτιδήποτε από τα πιο πάνω υπ' όψιν είτε ότι δεν τα έλαβε επαρκώς υπ' όψιν.

 

        Ειδικά ως προς τις προσωπικές περιστάσεις και δη τις επιπτώσεις στην οικογένεια ενός κατηγορούμενου υπενθυμίζουμε περαιτέρω πως αυτές συγκαταλέγονται μεν στους μετριαστικούς παράγοντες αλλά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (Domotov κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328). Σε σοβαρά αδικήματα για τα οποία η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προς τούτο σημειώνουμε πως από παλιά το Ανώτατο Δικαστήριο είχε υποδείξει αφενός την έξαρση των αδικημάτων παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και αφετέρου το συνεχές καθήκον των Δικαστηρίων να προστατεύσουν τη Δημοκρατία από τέτοιες ενέργειες και το κοινωνικό σύνολο από τις αρνητικές επιπτώσεις, μέσω επιβολής αποτρεπτικών ποινών (Khlef κ.ά. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 203, Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231). Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε, στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421, την πιο κάτω προσέγγιση:

 

«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης.  Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.

 

Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»

 

        Όπως είχαμε αναφέρει στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερ. 15.9.23, ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των Δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες.

 

        Ειδικότερα για την παρούσα θα πρέπει να προσθέσουμε πως αυτή εντάσσεται στις σοβαρές του είδους, υπό την έννοια ότι ο Εφεσείων πέτυχε την παράνομη είσοδο και παράνομη παραμονή του στη Δημοκρατία μετά την παλαιότερη απέλασή του, ωθούμενος μόνον από την προσωπική του επιθυμία και σε πλήρη παραγνώριση του γεγονότος ότι με βάση τους Νόμους της είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης (βλ. και El Feky κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166). Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε εντός του ορθού πλαισίου τα προαναφερθέντα μετριαστικά στοιχεία και απέδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στο καθένα. Δεν συμφωνούμε λοιπόν ότι υπάρχει οποιαδήποτε βασιμότητα στους λόγους έφεσης 2 έως 5, οι οποίοι και απορρίπτονται.

 

Λόγοι Έφεσης Αρ. 1, 6, 8

 

        Όπως διαπιστώνεται από το εφετήριο, από το διάγραμμα αγόρευσης, καθώς και από την προφορική αγόρευση, οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1, 6 και 8 έχουν ως επίκεντρο την κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντος. Το ζήτημα, όπως εγείρεται ενώπιόν μας, είναι δισκελές και αφορά αφενός την υφιστάμενη κατά την επιβολή της ποινής κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντος και αφετέρου την κατ' ισχυρισμόν μεταγενέστερη επιδείνωσή της. Σύμφωνα με τη νομολογία μας και οι δύο αυτές πτυχές, με την κατάλληλη τεκμηρίωση και υπό προϋποθέσεις, δυνατόν να επηρεάσουν το ύψος της ποινής. Αυτονόητο είναι πως το ζήτημα της υγείας εγείρεται στην πρώτη περίπτωση ενώπιον του εκδικάζοντος πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189, Γενικός Εισαγγελέας v. Ζαννέτου (2001) 2 Α.Α.Δ. 438) και στη δεύτερη περίπτωση συνήθως ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (Καρυόλαιμου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 437, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315) εκτός εάν διασυνδέεται με επιδείνωση κατά την περίοδο τυχόν προφυλάκισης, οπότε ενημερώνεται και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού προχωρήσει στην επιβολή ποινής.

 

        Σε σχέση με την παρούσα υπόθεση εν πρώτοις να παρατηρήσουμε πως ο τότε εκπροσωπών τον Εφεσείοντα συνήγορος δεν προέβη κατά την αγόρευσή του σε οποιαδήποτε αναφορά για πρόβλημα υγείας. Παρομοίως έπραξε ατυχώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεχομένως παρασυρόμενο από τη μη ρητή υπόδειξη οποιουδήποτε ζητήματος υγείας από τον τότε συνήγορο του Εφεσείοντος. Πλην όμως υπήρχαν προβλήματα υγείας και είχαν καταγραφεί στην έκθεση των ΥΚΕ ημερ. 19.9.23, η οποία ετοιμάστηκε κατόπιν δικαστικών οδηγιών ακριβώς για σκοπούς γεγονότων και ποινής. Ασφαλώς υπό κανονικές βέβαια περιστάσεις αποτελούσε καθήκον και του συνηγόρου όχι μόνο να τα είχε επισημάνει στον εκδικάζοντα Δικαστή αλλά και να ήταν έτοιμος να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς αυτούς εάν απαιτείτο (βλ. «Ο Ρόλος του Δικηγόρου Υπεράσπισης στον Καθορισμό της Ποινής», Ν.Γ. Σάντη, Επετηρίδα Κυπριακού & Ευρωπαϊκού Δικαίου 2013, σ. 9).

 

        Παρά τη μη εξειδικευμένη επισήμανση ή υπόδειξη των προβλημάτων υγείας όμως, ο συνήγορος του Εφεσείοντος αγορεύοντας είχε, έστω και με γενική αναφορά του, υιοθετήσει τα περιεχόμενα στην έκθεση των ΥΚΕ. Αυτό με τη σειρά του ενεργοποιούσε την υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με το ζήτημα. Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο προβληματιζόταν ή δεν αποδεχόταν τα καταγραφόμενα προβλήματα υγείας ώφειλε να θέσει το θέμα στον συνήγορο Υπεράσπισης, ζητώντας ενδεχομένως και μαρτυρία ή άλλη τεκμηρίωση (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ζαννέτου, ανωτέρω). Η αποτίμηση, δηλαδή η αξιολόγηση των προβλημάτων υγείας ως ελαφρυντικών παραγόντων και η βαρύτητα που θα απεδίδετο ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά (1996) 2 Α.Α.Δ. 257). Σε καμμιά όμως περίπτωση δεν ήταν ορθό να αγνοήσει παντελώς τα αναφερθέντα στην έκθεση προβλήματα υγείας. Η παντελής αυτή παραγνώριση συνιστά σφάλμα αρχής το οποίο δικαιολογεί αφ΄ εαυτής την παρέμβαση του Εφετείου στην επιβληθείσα ποινή.

 

        Όσον αφορά ειδικότερα τα προβλήματα υγείας σημειώνουμε πως στην προαναφερθείσα έκθεση των ΥΚΕ και στη βάση της πληροφόρησης, που ο Εφεσείων είχε δώσει τότε, είχε καταγραφεί μόνον: (i) Ότι έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, για τον οποίο έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή, (ii) Ότι λόγω παχυσαρκίας είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στομάχου και (iii) Ότι αντιμετώπιζε δισκοπάθεια.

 

        Με τους εξεταζόμενους λόγους έφεσης αρ. 1, 6 και 8 τα πιο πάνω προβλήματα τέθηκαν ανάμικτα αφενός με την κατ' ισχυρισμόν μεταγενέστερη επιδείνωση της κατάστασης υγείας και αφετέρου με προβλήματα για τα οποία, παρά τις προσπάθειες μας, δεν προσκομίστηκε καμμιά ιατρική τεκμηρίωση για την ύπαρξη τους, όπως η κίρρωση ήπατος, ο καρκίνος στήθους και η μαστεκτομή, τα οποία κατ΄ επέκταση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν. Όσον αφορά τα υπόλοιπα ειδικότερα τέθηκε ότι ο Εφεσείων:

 

·               Έχει ηπατίτιδα Β και Γ, ηπατική δυσλειτουργία.

·               Έχει υποβληθεί σε γαστρική επέμβαση (στομάχου) λόγω διαβήτη και υπερβολικού βάρους.

·               Έχει υποβληθεί σε επεμβάσεις για τέσσερεις κήλες.

·               Κατά την προφυλάκιση, καθώς και μετά την ποινή, στο σημείο της επέμβασης «άνοιξε και αιμορραγεί» με πύον εντός των Φυλακών, με αποτέλεσμα τη μόλυνση.

·               Έχει υποβληθεί σε τρεις εγχειρήσεις στη σπονδυλική στήλη λόγω δισκοκήλης.

 

        Σημειώνουμε ότι με τον έκτο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι και ο μόνος με τον οποίο τίθεται θέμα επιδείνωσης, το ζήτημα ουσιαστικά περιορίζεται στην κατά καιρούς αιμορραγία στο σημείο της εγχείρησης στομάχου. Μετά τον ορισμό της έφεσης τέθηκε ενώπιόν μας μόνο μια αρχική ιατρική ενημέρωση μέσω επιστολής του Επιθεωρητή Φυλακών (κ. Μασώνου), την οποία κατόπιν ενεργειών της είχε εξασφαλίσει και μας παρέδωσε η κα Παυλίδου. Από αυτή την αρχική ενημερωτική έκθεση προκύπτει: (i) Ότι ο Εφεσείων παρακολουθείτο στενά από χειρουργό από τις 17.9.23, (ήτοι προ της επιβολής ποινής στις 8.11.23), ο οποίος κατόπιν αξονικής τομογραφίας είχε προγραμματίσει θεραπεία σε ειδική χειρουργό θεμάτων κοιλιακής χώρας, (ii) Ότι παρακολουθείτο επίσης από ειδικό δερματολόγο για έκζεμα στις αγκωνιαίες περιοχές και από ψυχίατρο με παράλληλη λήψη ψυχοτρόπων φαρμάκων, (iii) Ότι κατά καιρούς υπήρχαν αιμορραγίες αλλά οφείλοντο σε αιμορρόιδες, (iv) Ότι ο Εφεσείων ήταν υπέρβαρος και ότι παρά τις σχετικές συστάσεις δεν υπήρξε η αναγκαία συνεργασία για απώλεια βάρους.

 

        Όπως και στη Γενικός Εισαγγελέας v. Ζαννέτου (ανωτέρω), από την πρώτη στιγμή ζητήσαμε από τη συνήγορο του Εφεσείοντος να φροντίσει για νεότερη ενημέρωση μέσω ιατρικής έκθεσης για τα πιο πάνω ζητήματα και για την υφιστάμενη σήμερα κατάσταση. Παρότι η κα Παυλίδου, συμφωνώντας, ζήτησε και έλαβε χρόνο προς τούτο, εντούτοις δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε εκ μέρους του Εφεσείοντος οπότε δόθηκαν νεότερες οδηγίες για την ετοιμασία ιατρικής έκθεσης από τις Κεντρικές Φυλακές. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίστηκε νεότερη γραπτή ενημέρωση ημερ. 28.5.24 για την ιατρική κατάσταση, προερχόμενη όμως και πάλι από τον ίδιο Επιθεωρητή Φυλακών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκσυγχρονισμό της παλαιότερης ενημέρωσης και έχει πλέον τη σημασία της η αυτούσια παράθεση των κρίσιμων αποσπασμάτων της, τα οποία έχουν ως εξής:

 

«Σύμφωνα με την έκθεση της Ιατρικής Λειτουργού του Τμήματος Φυλακών, ο εν λόγω κατάδικος παραλήφθηκε στο Τμήμα στις 31/08/2023 και αμέσως εξετάστηκε από ιατρό όπως γίνεται με όλους τους κρατούμενους, όπου και ανέφερε όλα τα προβλήματα υγείας του. Επισημαίνει, ότι πρόκειται για άτομο υπέρβαρο το οποίο υποβλήθηκε παλαιότερα σε εγχείρηση στομάχου (γαστρική παράκαμψη) για να απωλέσει βάρος.

 

Εντούτοις, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν τήρησε το πρωτόκολλο διατροφής του, αντί να απωλέσει βάρος, συμπλήρωσε βάρος με αποτέλεσμα να εμφανίσει κοιλιακές κήλες. Επί τούτου, παρακολουθείται από Χειρουργούς για προετοιμασία κοιλιοπλαστικής εγχείρησης, κάτι για το οποίο στο παρόν στάδιο υπάρχει κώλυμα λόγω ηπατίτιδας. Το θέμα αυτό, είναι υπό διερεύνηση από την Ηπατολόγο Δρ. Παπανικολάου σε συνεργασία με την ειδική Χειρουργό κοιλιακών επεμβάσεων, Δρ. Παπαηροδότου.

 

Περαιτέρω, η Ιατρική Λειτουργός στην έκθεση της προσθέτει ότι διενεργούνται όλες οι απαραίτητες ενέργειες τόσο από τους πιο πάνω ειδικούς ιατρούς, όσο και από το Τμήμα Φυλακών και όταν κριθεί κατάλληλο να προχωρήσει το θέμα χειρουργείου για τον υπό αναφορά κατάδικο, το Τμήμα θα ειδοποιηθεί για την ημερομηνία εισαγωγής του. Επίσης, σημειώνει ότι το Ιατρείο του Τμήματος γνώριζε τον κατάδικο όπως και τα θέματα υγείας του, από προηγούμενη φυλάκιση του, και ενώ κατά την αποφυλάκιση του είχε παροτρυνθεί να ενδιαφερθεί για την χειρουργική του επέμβαση, ο ίδιος αδιαφόρησε.

 

Καταληκτικά, η Ιατρική Λειτουργός χαρακτηρίζει την γενική κατάσταση της υγείας του ως πολύ καλή».

 

        Διευκρινίζουμε πως δεν θα μας απασχολήσουν οι αιτιάσεις της κας Παυλίδου περί του ότι η δεύτερη αυτή ενημέρωση (28.5.24) δεν προέρχεται από ιατρό και τούτο για διάφορους λόγους. Κατ' αρχάς επειδή αυτό το νεότερο έγγραφο συνιστά τη συνέχεια της ενημέρωσης που και η ίδια (η κα Παυλίδου) μάς είχε παραδώσει αρχικά. Κατά δεύτερον επειδή στο έγγραφο γίνεται ρητή ονομαστική αναφορά σε θεράποντες ιατρούς, των οποίων παρατίθενται οι επιστημονικές απόψεις. Κατά τρίτον διότι παρότι δόθηκε χρόνος εντούτοις δεν προσκομίστηκε διαφορετική μαρτυρία ή τεκμηρίωση για την κατάσταση της υγείας αλλά αντιθέτως και η ίδια η κα Παυλίδου εντίμως δήλωσε ότι κατά βάσιν συμφωνεί με το περιεχόμενο της ενημέρωσης αυτής, εκφράζοντας διαφορετική θέση μόνο για δύο σημεία, τα οποία όμως δεν αναιρούν καθόλου τη βασιμότητα των υπολοίπων καταγραφομένων εκεί στοιχείων.

 

        Ειδικότερα η κα Παυλίδου διαφώνησε αφενός με το ότι κατά την αποφυλάκισή του (το 2022) ο Εφεσείων είχε παροτρυνθεί να ενδιαφερθεί για επέμβαση πλην όμως αδιαφόρησε και αφετέρου με τη θέση της ιατρικής λειτουργού ότι η υγεία του Εφεσείοντος είναι πολύ καλή. Όσον αφορά το πρώτο σημείο θα πρέπει να πούμε πως αυτό που έχει σημασία είναι η υφιστάμενη σημερινή κατάσταση της υγείας του και όχι το εάν είχε παροτρυνθεί προ διετίας (κατά την αποφυλάκιση του και πριν την απέλασή του) να ενδιαφερθεί για εγχείρηση. Εν σχέσει με το δεύτερο σημείο θα λέγαμε ότι είναι μια ιατρική άποψη η οποία ούτως ή άλλως δύναται να ελεγχθεί και πάλι στη βάση της υφιστάμενης κατάστασης της υγείας, για την οποία κατάσταση και δεν αμφισβητείται κάτι από αυτά τα οποία παρέθεσαν οι κατονομαζόμενοι ιατροί.

 

        Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι όλοι συμφωνούν πως πριν την οποιαδήποτε κράτηση, για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης, ο Εφεσείων είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στομάχου, ένεκα της φύσης της οποίας αναμένετο να χάσει βάρος. Αντί απώλειας όμως σημειώθηκε αύξηση βάρους, εξαιτίας του οποίου εμφανίστηκαν κατά τη φυλάκιση του οι κοιλιακές κήλες. Για αυτές τις κήλες είναι που απαιτείται κοιλιοπλαστική εγχείρηση η οποία επί του παρόντος δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω της ηπατίτιδας. Όπως και η κα Παυλίδου διευκρίνισε αγορεύοντας προφορικά και χωρίς να αντικρουστεί, η αναγκαιότητα για τη δεύτερη αυτή εγχείρηση ανέκυψε κατά τον Ιανουάριο του 2024. Ελλείψει οποιασδήποτε τεκμηρίωσης εκ μέρους της κας Παυλίδου δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω οι εισηγήσεις της ότι δεν μπορεί να μην προχωρά η επέμβαση λόγω ηπατίτιδας και ότι υπάρχει κωλυσιεργία των ιατρών. Θα απαιτείτο προς τούτο άλλη ιατρική μαρτυρία ότι είναι δυνατή η εγχείρηση παρά την ηπατίτιδα και δεν έχει προσκομιστεί οτιδήποτε σχετικό.

 

        Η ουσία λοιπόν είναι αφενός πως υπήρχαν κατά την επιβολή ποινής προβλήματα υγείας ως ανωτέρω τα οποία εσφαλμένα δεν είχαν συνεκτιμηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αφετέρου πως υπήρξε επιδείνωση της υγείας του Εφεσείοντος μετά τη φυλάκιση η οποία θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σε αυτό το δευτεροβάθμιο στάδιο. Διευκρινίζουμε ότι, όπως και στην υπόθεση Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144, δεν έχει καταδειχθεί σύνδεση της νυν κατάστασης υγείας του με τη φυλάκιση, υπό την έννοια ότι δεν προέκυψε πως έχει επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του ως αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής (βλ. Κακής ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 162, Kara ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 239, Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39). Ούτε η κατάσταση της υγείας, ως την έχουμε περιγράψει πιο πριν, εντάσσει την περίπτωση στις εξαιρετικές (Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Έχουμε όμως την άποψη ότι τόσο τα προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας τα οποία δεν συνεκτιμήθηκαν καθόλου, όσο και η επιδείνωση μετά τη φυλάκιση, παρότι αντιμετωπίζονται με τη μέγιστη δυνατή προσοχή και πλήρη φροντίδα από τις Αρχές των Φυλακών, δικαιολογούν παράλληλα την επέμβαση μας και τη μείωση της φυλάκισης κατά τρεις μήνες σε σχέση με την κατηγορία 2 και κατά 1,5 μήνα σε σχέση με την κατηγορία 1.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 7

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης, όπως δύνανται να συνοψιστούν τα επιχειρήματα, υποστηρίζεται ότι η εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσείοντος συνίσταται μόνο σε μια πράξη, ήτοι στην παράνομη είσοδο στη Δημοκρατία οπότε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας ποινές και στις δύο κατηγορίες, έσφαλε αφενός διότι τιμώρησε δύο φορές («διπλά») τον Εφεσείοντα και αφετέρου επειδή εν συγκρίσει με την κατηγορία 1 τού επέβαλε στην κατηγορία 2 δυσανάλογα μεγαλύτερη ποινή για την ίδια πράξη.

 

        Η αρχή ότι «ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν» κατοχυρώνεται ρητώς στο Άρθρο 12.2 του ημεδαπού Συντάγματος και συνιστά πτυχή του δόγματος του δεδικασμένου, το οποίο για να είναι εφαρμοστέο πρέπει να πρόκειται για το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και τον νόμο (Κονέ ν. Φλουρή κ.α. (2015) 2 Α.Α.Δ. 80). Το ζήτημα της διπλής τιμωρίας θα μπορούσε να ανακύψει σε ορισμένες υποθέσεις με πολλαπλές κατηγορίες υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στην υπόθεση Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385, στην οποία είχε λεχθεί ότι:

 

        «Ορισμένη συμπεριφορά είναι δυνατό να στοιχειοθετεί περισσότερα από ένα αδικήματα. Το κάθε ένα από τα συστατικά στοιχεία ενός αδικήματος είναι δυνατό να είναι και από μόνο του αυτοτελής αξιόποινη πράξη. Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται μια κατηγορία είναι δυνατό να μή διαφέρουν από τα γεγονότα άλλης ή είναι δυνατό να περιλαμβάνουν και τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται άλλη κατηγορία. Όσο και αν είναι, ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης, ενδεδειγμένο να προσάπτεται ξεχωριστή κατηγορία για το καθένα από τα αδικήματα που στοιχειοθετούνται, στο τέλος, όταν αναζητείται το μέγεθος της κύρωσης που αρμόζει, σημείο αναφοράς θα πρέπει να είναι το συνολικό αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς και όχι τα επί μέρους αδικήματα στα οποία αυτή η συμπεριφορά μπορεί να διασπαστεί. Όταν λοιπόν προσάπτονται περισσότερες της μιας κατηγορίας και τα γεγονότα της μιας από αυτές υπερκαλύπτουν ή ενσωματώνουν ή εμπεριέχουν τα γεγονότα των υπολοίπων, το ορθό είναι να επιβάλλεται ποινή μόνο σ' αυτή. Διαφορετικά, ουσιαστικά ο κατηγορούμενος θα τιμωρείται διπλά για τα επί μέρους αδικήματα και επομένως για την ίδια πράξη».

(Έμφαση προστεθείσα)

 

        Ως κλασικές περιπτώσεις των όσων αναφέρονται πιο πάνω θα μπορούσαν να αναφερθούν το αδίκημα της ληστείας εν σχέσει με την κλοπή, ο τραυματισμός εν σχέσει με την επίθεση ή τη μεταφορά μάχαιρας ή ο φόνος εν σχέσει με τη μεταφορά όπλου. Με κάθε σεβασμό όμως προς την εισήγηση, στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε ούτε μόνο μια πράξη ούτε πράξη η οποία υπερκαλύπτει ή ενσωματώνει ή εμπεριέχει την άλλη. Το αδίκημα της κατηγορίας 1 είναι η παράνομη είσοδος από μη εγκεκριμένο λιμάνι, κατά παράβαση του Άρθρου 12(1)(5) του Κεφ. 105 και το αδίκημα της κατηγορίας 2 είναι η παράνομη παρουσία στη Δημοκρατία προσώπου το οποίο είχε κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης, κατά παράβαση του Άρθρου 19(2) του Κεφ. 105. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση περί του ότι κάποιο πρόσωπο αφενός είναι δυνατόν να εισέλθει μέσω μη εγκεκριμένου λιμανιού χωρίς να είναι απαγορευμένος μετανάστης, οπότε διαπράττει μόνο το αδίκημα της παράνομης εισόδου και αφετέρου είναι πιθανόν ενώ αρχικά είχε εισέλθει από εγκεκριμένο λιμάνι ο ίδιος αργότερα να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης.

 

        Παρατηρούμε ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για δύο ξεχωριστές πράξεις και όχι για μια ως υπήρξε εισήγηση. Η πρώτη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 12 μήνες και η δεύτερη με φυλάκιση μέχρι 10 έτη. Καταλήγουμε λοιπόν ότι δικαιολογείτο η επιβολή ποινών και στις δύο κατηγορίες. Η δε επιβολή υψηλότερης ποινής στη σοβαρότερη κατηγορία 2 αντανακλούσε ουσιαστικά το μέτρο της κρίσης του Δικαστηρίου για αυτή (Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323). Στη βάση αυτή και ο λόγος έφεσης αρ. 7 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 9

 

        Σε σχέση με την εισήγηση για αναστολή θα πρέπει να επαναλάβουμε πως η βασική νομολογιακή αρχή είναι ότι στο στάδιο αυτό επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930: «[Η] υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

        Ειδικότερα η κα Παυλίδου εισηγείται ότι έπρεπε να χορηγηθεί η αναστολή εκτέλεσης εν όψει του ότι ο Εφεσείων είναι πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, των σοβαρών προβλημάτων υγείας, της άσχημης οικονομικής θέσης του Εφεσείοντος, της έμπρακτης μεταμέλειας του με βάση την παραδοχή και συνεργασία, του λόγου που τον ώθησε να διαπράξει το αδίκημα και της αποκάλυψης από τον ίδιο της δράσης του στην Αστυνομία.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις αρχές, έλαβε υπ΄ όψιν τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Εφεσείοντος και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά της αναστολής. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πιο πάνω κρίση του. Ούτε οι περιστάσεις της υπόθεσης ούτε και οι προσωπικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των θεμάτων υγείας, δύνανται βάσιμα να χαρακτηριστούν ως ιδιάζουσες, ως υποβάλλεται επίσης εισήγηση, κατά τρόπον που θα επέβαλλαν την αναστολή εκτέλεσης. Ειδικά ως προς τα ζητήματα υγείας έχει καταδειχθεί πως δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας που δεν μπορούν να τύχουν χειρισμού από τις Αρχές των Φυλακών στα πλαίσια του σχετικού Νόμου και Κανονισμών, όπως και πράγματι τυγχάνουν επιμελούς φροντίδας (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 67/24, ημερ. 26.4.24). Καταληκτικά, επαναλαμβάνουμε το λεχθέν στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.21 ότι: «[Τ]ην αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό».

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές αντικαθίστανται με ποινές 1,5 μηνός φυλάκιση στην κατηγορία 1 και 15 μηνών φυλάκισης στην κατηγορία 2, οι οποίες παραμένουν συντρέχουσες και άμεσες όσον αφορά την εκτέλεση τους.

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο