ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 238/2018)

 

28 Ιουνίου, 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΙΝΤΙΝΙΔΗΣ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΛΦΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητων.

____________________

 

Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Εύζωνα (κα) για κ.κ. Α. & Μ. Εύζωνα, για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι, κατόπιν αγωγής που καταχώρισαν, εξασφάλισαν απόφαση, προς όφελος τους και εναντίον του εφεσείοντα, για το ποσό των €4.451,00, με νόμιμο τόκο, πλέον τα έξοδα, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο.  Η απαίτηση των εφεσίβλητων βασίστηκε στο γεγονός ότι υπήρξε, εκ μέρους του εφεσείοντα, παράβαση ασφαλιστικού συμβολαίου, ο οποίος επέτρεψε στον υιό του να οδηγεί το αυτοκίνητο του ενώ γνώριζε ότι ήταν ηλικίας κάτω των 25 ετών.  Ως αποτέλεσμα υπήρξε τροχαίο ατύχημα από το οποίο προκλήθηκαν ζημιές, σε δύο οχήματα, τις οποίες υποχρεώθηκαν, ως ήταν ο ισχυρισμός τους, να καλύψουν.  Αποτέλεσαν, κατά την πρωτόδικη δίκη, ως προκύπτει από τα δικόγραφα, μεταξύ άλλων, αποδεκτά γεγονότα ότι:

 

«3.  Σύμφωνα με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του Εναγομένου με αριθμό 552751 η ασφάλιση του ειρημένου αυτοκινήτου του, έγινε υπό τους πιο κάτω αναφερόμενους όρους και περιορισμούς:

 

α)  Η ημερομηνία έναρξης της ισχύος της ασφάλισης για τους σκοπούς του Νόμου είναι η 22.01.2010 και η ημερομηνία λήξης η 16.09.2010,

 

β)  Το ασφαλισθέν αυτοκίνητο θα οδηγείται από το πρόσωπο προς όφελος του οποίου έχει εκδοθεί το ασφαλιστήριο και το οποίο είναι ο Εναγόμενος και

 

γ)  Το ειρημένο αυτοκίνητο θα οδηγείται από οποιονδήποτε άλλο πρόσωπο που οδηγεί με εντολή ή εξουσιοδότηση του προσώπου προς όφελος του οποίου έχει εκδοθεί το ασφαλιστήριο, νοουμένου ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ηλικίας πέραν των 25 ετών.»

 

Η έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης ήταν το προϊόν αποδοχής της μαρτυρίας που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι. Ειδικότερα, ότι ο εφεσείοντας, αντισυμβατικά, επέτρεψε στο υιό του, ο οποίος ήταν ηλικίας κάτω των 25 ετών, να οδηγεί το αυτοκίνητο του και στις 03.07.2010  ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα για την πρόκληση του οποίου ήταν υπεύθυνος. Ο εφεσείοντας, ως εναγόμενος, δεν προσκόμισε μαρτυρία. Η ουσία της δικογραφημένης εκδοχής του ήταν πως ουδέποτε επέτρεψε στον υιό του να οδηγήσει το όχημα για το οποίο ήταν ασφαλισμένος, ότι ουδέποτε τον κάλεσαν οι εφεσίβλητοι για να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, καθώς και ότι, αυτός ουδέποτε αναγνώρισε οποιαδήποτε υποχρέωση για να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό προς τους εφεσίβλητους.  Τέλος, πρόβαλε τη θέση πως, αν ήθελε αποδειχθεί ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πληρώσει, οποιοδήποτε ποσό, όφειλαν να το διεκδικήσουν από τον υιό του. Εν πάση περιπτώσει, αρνείτο ότι οι εφεσίβλητοι ήταν υπόχρεοι, εκ του νόμου, να πληρώσουν τους ιδιοκτήτες των άλλων δύο εμπλεκόμενων οχημάτων για τις υλικές ζημιές που αυτά υπέστηκαν.

 

Με την παρούσα έφεση του ο εφεσείοντας αμφισβητεί την προαναφερόμενη απόφαση και εγείρει δεκαεπτά (17) λόγους έφεσης, με τους οποίους προωθεί τις θέσεις του περί λανθασμένων κρίσεων και συμπερασμάτων του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.  Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν σε παράπονα του εφεσείοντα ότι αυτός δεν έτυχε δίκαιης δίκης.  Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αφορούν στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι όλοι οι μάρτυρες των εφεσίβλητων ήταν αξιόπιστοι.  Οι λόγοι έφεσης 5, 6, 7 και 8 έχουν ως κύριο παράπονο ότι, το κατώτερο Δικαστήριο, λανθασμένα και αναιτιολόγητα επέτρεψε να παρουσιαστεί μαρτυρία στη δίκη ενώ δεν ήταν επιτρεπτό.  Με τον λόγο έφεσης 9 βάλλεται το εύρημα ότι ο εφεσείοντας επέτρεψε στον υιό του να οδηγήσει το όχημα με αριθμούς εγγραφής EMY 945, και, με τον δέκατο λόγο το εύρημα ότι την ευθύνη για το δυστύχημα, ημερομηνίας 03.07.2010, έφερε ο υιός του εφεσείοντα.  Έτερα παράπονα, του εφεσείοντα, είναι πως λανθασμένα αποφασίστηκε ότι αυτός συμφώνησε με τους εφεσίβλητους να τους πληρώσει το ποσό των €4.500,00, με μηνιαίες δόσεις των €187,00 (εντέκατος λόγος), ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι τα Άρθρα 14 και 15 του Ν. 96(Ι)/2000 δεν τύγχαναν εφαρμογής (δωδέκατος λόγος), ενώ δεν εξετάστηκε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν να εγείρουν δικαστικά μέτρα εναντίον του εφεσείοντα (δέκατος τρίτος λόγος), ότι δεν εξετάστηκε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν, ποτέ, τον εφεσείοντα ποιόν ή ποιους όρους του ασφαλιστικού συμβολαίου παραβίασε (δέκατος τέταρτος λόγος). Ακόμη, ο εφεσείοντας, παραπονείται ότι το κατώτερο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο οι εφεσίβλητοι του έδωσαν, ποτέ, το δικαίωμα να εξετάσει τις ισχυριζόμενες ζημιές που είχαν υποστεί τα εμπλεκόμενα, στο δυστύχημα, οχήματα (δέκατος πέμπτος λόγος), ότι υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία για το Τεκμήριο 4 (δέκατος έκτος λόγος), και, ότι λανθασμένα καταδικάστηκε, ο εφεσείοντας, στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας (δέκατος έβδομος λόγος έφεσης).

 

Δεδομένου του περιεχομένου των λόγων έφεσης 12 και 13, το οποίο είναι ουσιαστικά συνυφασμένο, φρονούμε ότι η εξέταση τους χρήζει προτεραιότητας έναντι των υπόλοιπων λόγων έφεσης, υπό την έννοια ότι, ανεξάρτητα αν κριθούν ορθά τα υπόλοιπα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και δη ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και επί των ευρημάτων, η έφεση θα επιτύχει αν κριθούν βάσιμοι οι λόγοι έφεσης 12 και 13.

 

Με αναφορά στο Τεκμήριο 6, το οποίο αποτελεί το σχετικό με την υπόθεση ασφαλιστικό συμβόλαιο, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι, ενώ το εν λόγω τεκμήριο παραπέμπει, ουσιαστικά, στα Άρθρα 14 και 15 του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου (Ν. 96(Ι)/2000), ωστόσο το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε, χωρίς την παραμικρή αιτιολογία, ότι τα εν λόγω άρθρα δεν ετύγχαναν εφαρμογής.  Έχουμε αξιολογήσει το περιεχόμενο της αιτιολογίας των υπό συζήτηση λόγων έφεσης, καθώς και ό,τι παρατίθεται, ως σχετικό, στα περιγράμματα αγόρευσης των συνηγόρων των διαδίκων. 

 

Ό,τι κατανοούμε, ως θέση του εφεσείοντα, είναι πως οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν ότι είχαν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του, διότι απαραίτητη προϋπόθεση, για τέτοιο δικαίωμα, ήταν η έκδοση δικαστικής απόφασης, εναντίον των εφεσίβλητων και προς όφελος των ιδιοκτητών των άλλων δύο εμπλεκόμενων οχημάτων στο ατύχημα, την οποία οι εφεσίβλητοι θα ήταν υπόχρεοι να εξοφλήσουν.  Ως είναι κοινό έδαφος τέτοια απόφαση δεν εκδόθηκε.  Επίσης είναι ξεκάθαρο ότι οι εφεσίβλητοι αποζημίωσαν τους άλλους δύο ιδιοκτήτες των εμπλεκόμενων, στο ατύχημα, οχημάτων χωρίς να αποστείλουν προς τον εφεσείοντα σχετική επιστολή ούτως ώστε αυτός να τοποθετηθεί για το ύψος των αποζημιώσεων ή να επιθεωρήσει, αν ήθελε, τις ζημιές των άλλων δύο εμπλεκόμενων οχημάτων, ή γνωστοποιώντας του ότι θα στρέφονταν μελλοντικά εναντίον του, σε περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης εναντίον τους.  Πλήρωσαν χωρίς να καταχωριστεί αγωγή εναντίον τους.

 

Το θέμα ηγέρθηκε ευθέως, πρωτόδικα, και το κατώτερο Δικαστήριο τοποθετήθηκε ως ακολούθως:

 

«Το επιχείρημα ότι στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 1447 και 1548 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Ν.96(Ι)/2000), όπως έχει τροποποιηθεί, δεν είναι βάσιμο και απορρίπτεται.  Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα ότι η Ενάγουσα δεν είχε κανένα δικαίωμα να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, εφόσον δεν της εκχώρησαν τα δικαιώματα τους τα πρόσωπα που υπέστησαν ζημιά από το ατύχημα, ημερομηνίας 03.07.2010». 

 

Κρίνουμε πως η πλευρά του εφεσείοντα έχει δίκαιο ότι η θέση της απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία.

 

Προκύπτει ευθέως πως η απαίτηση των εφεσίβλητων στηριζόταν στον ισχυρισμό, ως προβάλλεται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης, ότι αυτοί ήταν κατά νόμο υπεύθυνοι να καλύψουν τους ιδιοκτήτες των άλλων δύο εμπλεκόμενων στο ατύχημα οχημάτων για τις ζημιές που υπέστηκαν, και πως προς το σκοπό της μείωσης των ζημιών, κατέβαλαν προσπάθειες και διαπραγματεύθηκαν τις απαιτήσεις των ιδιοκτητών και πλήρωσαν το συνολικό ποσό των €4.551,00.  Ως έχει ήδη αναφερθεί υπήρχε άρνηση στον εν λόγω ισχυρισμό.

 

Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ v. Πιτσιλλίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2015, ημερομηνίας 31.05.2024 (του Νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία), σε παρόμοια γεγονότα, υπό την έννοια της παράβασης συμβολαίου, επιβεβαιώθηκε πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή, με την οποία διεκδικούνταν ποσά που θα καλούνταν να πληρώσει η ασφαλιστική εταιρεία, σε εκκρεμούσες αγωγές που κινήθηκαν εναντίον της, ως πρόωρη, και ότι δεν υφίστατο αγώγιμο δικαίωμα, εφ’ όσον δεν είχε εξασφαλισθεί προηγουμένως δικαστική απόφαση. Λέχθηκε ότι:

 

«Χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης και στις δύο πιο πάνω Αγωγές, οι οποίες και απερρίφθησαν, οι διάδικες πλευρές κατέληξαν σε εξώδικο διακανονισμό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να καταβληθεί και καταβλήθηκε, από τους Εφεσείοντες, στους Ενάγοντες στις Αγωγές, το ποσό που στο πλαίσιο του εν λόγω διακανονισμού είχε συμφωνηθεί.

 

Εκείνο το οποίο οι Εφεσείοντες παραβλέπουν είναι το γεγονός ότι για να δικαιούντο ανάκτηση του ποσού που κατέβαλαν στους ζημιωθέντες από τη χρήση του ασφαλισμένου οχήματος, από τον Εφεσίβλητο, ασφαλισμένο τους, σε σχέση με ευθύνη του οδηγού του οχήματος που δεν καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο έγγραφο, ήταν η προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης σε σχέση με την ευθύνη έναντι τρίτου που κάλυπτε το ασφαλιστήριο, όπως διαλαμβάνεται στο εδάφιο (1) του Άρθρου 14 του Ν. 96(Ι)/2000 και όχι η απλή συμφωνία για πληρωμή εξωδικαστικά.

 

………………………………………………………………………………

 

Κατά συνέπεια στην υπό συζήτηση περίπτωση, το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσειόντων για ανάκτηση καταβληθέντων ποσών είτε δυνάμει της Σύμβασης, είτε δυνάμει του Νόμου, θα αποκρυσταλλώνετο εάν είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις στις προαναφερθείσες Αγωγές 1216/2008 και 3330/2008 και οι Εφεσείοντες είχαν καταβάλει στους δικαιούχους τα επιδικασθέντα ποσά (βλ. PROGRESSIVE INSURANCE (ανωτέρω)). Είναι, συνεπώς, προφανές ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τους σκοπούς ανάκτησης από τον ασφαλιστή ποσού που καταβλήθηκε, είναι η έκδοση δικαστικής απόφασης.

 

Τι συνιστά, δε, δικαστική απόφαση ρητώς προνοείται στο Άρθρο 2 του Νόμου Ν. 96(I)/2000 και «σημαίνει απόφαση ή διάταγμα που εκδίδεται από αρμόδιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας, για την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού που αφορά σε αποζημιώσεις για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου».

 

Στην υπόθεση Φωτοπούλου κ.ά. v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία (Δημόσια) Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1246, λέχθηκε ότι:

 

«Το Άρθρο 14 λοιπόν επιβάλλει υποχρέωση στην ασφαλιστική εταιρεία να πληρώνει προς ικανοποίηση δικαστικής απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον προσώπου που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο έγγραφο (Άρθρο 14(1)(α)) όσο και εναντίον προσώπου που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο έγγραφο (Άρθρο 14(1)(β)), όπως ήταν ο Ανδρέας Συμεού. Θέτει όμως το Άρθρο 14 όρους οι οποίοι πρέπει να πληρούνται για να εφαρμόζεται. Τους επισημαίνουμε: 

 

1. Πρέπει να έχει εκδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης.

 

2. Πρέπει να έχει εξασφαλιστεί δικαστική απόφαση.

 ................................................................................................

 

3. Το επιδικασθέν ποσό πρέπει να είναι «σε σχέση με ευθύνη για θάνατο ή για σωματική βλάβη ή για ζημιά σε περιουσία» (Άρθρο 14(4)).

 ...................................................................................................

 

4. Η δικαστική απόφαση πρέπει να είναι «σε σχέση με ευθύνη που απαιτείται να καλύπτεται από ασφαλιστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 4 (Άρθρο 14(1)) και, είτε να αποτελεί ευθύνη που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο στην περίπτωση απόφασης εναντίον προσώπου που δικαιούται να οδηγεί σύμφωνα με το ασφαλιστήριο (Άρθρο 14(1)(α)), είτε να αποτελεί ευθύνη που θα εκαλύπτετο, αν αυτό παρείχε κάλυψη, στη περίπτωση απόφασης εναντίον προσώπου που δεν περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο (Άρθρο 14(1)(β)).»

 

 

Το ότι για τους σκοπούς του Νόμου Ν. 96(Ι)/2000 και εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 14 προϋπόθεση είναι η έκδοση δικαστικής απόφασης και όχι εξώδικης διευθέτησης, έχει τονισθεί και στην υπόθεση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Βλάχου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2013, ημερ. 25/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A446, ECLI:CY:AD:2019:A446 στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Όπως επισημάνθηκε:

 

«Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 96(Ι)/2000 είναι σαφείς και δεν επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας απ' εκείνη που μεταδίδει το ίδιο το κείμενο στο συνετό και λογικό άνθρωπο ότι δηλαδή εφαρμόζεται στην περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης και όχι εξώδικης διευθέτησης με την Ασφαλιστική Εταιρεία της πληρωτέας αποζημίωσης. Η προϋπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 15 του πιο πάνω Νόμου το οποίο πραγματεύεται περί των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για καταβολή αποζημίωσης από την Ασφαλιστική Εταιρεία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14.»

 

Πέραν των πιο πάνω νομολογηθέντων είναι σημαντικό να υποδείξουμε πως η υπόθεση Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ (ανωτέρω) ασχολήθηκε και με την υπόθεση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Βλάχου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2013, ημερομηνίας 25.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A446, τονίζοντας ότι τα γεγονότα της υπόθεσης, που αποφάσισε, ήταν διαφορετικά, λόγω του ότι μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω) το όχημα, για το οποίο υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη, οδηγήθηκε από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό.  Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην παρούσα υπόθεση, πρωτοδίκως, η θέση των εφεσίβλητων, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ήταν πως ο υιός του εφεσείοντα οδήγησε το όχημα του με τη συγκατάθεση του τελευταίου και/ή με τη γνώση ή την έγκριση του. 

 

Τέλος, κρίνουμε απαραίτητο να τονίσουμε πως το δικαίωμα των εφεσίβλητων, για ανάκτηση οποιουδήποτε ποσού, αυτοί θα καλούνταν να πληρώσουν, ήταν συνδεδεμένο με τον όρο του Τεκμηρίου 6 που φέρει τίτλο «ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΚΤΗΣΕΩΣ», ο οποίος προνοεί ότι:

 

«Σε περίπτωση που η Εταιρία καταβάλει οποιοδήποτε ποσό βάσει των διατάξεων του Νόμου το οποίο δεν θα ήταν υπόλογη να καταβάλει δυνάμει των Όρων του Ασφαλιστηρίου αυτού, τότε ο Ασφαλισμένος και/ή οδηγός οφείλει να επιστρέψει το ποσό αυτό στην Εταιρία και η Εταιρία δικαιούται να επιζητήσει την ανάκτηση του ποσού αυτού από τον Ασφαλισμένο και/ή τον οδηγό.»

 

Προβάλλει, συνακόλουθα του πιο πάνω όρου, πως το δικαίωμα ανάκτησης ήταν ξεκάθαρα συνδεδεμένο με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας που δεν είναι άλλη από τον Ν. 96(Ι)/2000, ειδικότερα το Άρθρο 14 το οποίο προϋποθέτει την έκδοση δικαστικής απόφασης.

 

Ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, οι λόγοι έφεσης αρ. 12 και 13 κρίνονται βάσιμοι με αποτέλεσμα η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης να καθίσταται πλέον ακαδημαϊκή διεργασία και συνεπώς παρέλκει. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Το κατώτερο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αγωγή των εφεσίβλητων.  Την απορρίπτουμε κατ’ ενάσκηση των εξουσιών που μας παρέχονται από το Άρθρο 25 του Ν. 14/1960, και το Μέρος 41.12(1)(2)(α) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023. Τα πρωτόδικα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή.

 

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης ύψους €2.000,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσίβλητων.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο