ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 281/2018)

 

28 Ιουνίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]

 

Χρίστου Χούτρη κ.α.

Εφεσείοντες

ν.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Εφεσίβλητη

-------------------------

 

Π. Παναγιώτου και Μ. Προκοπίου (κα) για Κωνσταντίνου Παναγιώτου & Σία ΔΕΠΕ και Κ. Πατσαλίδου (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για εφεσείοντα.

Γ. Χατζηγιώργης για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για εφεσίβλητη.

-------------------------

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Οι 36 εφεσείοντες, προσλήφθηκαν στην εφεσίβλητη Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΗΚ) στην θέση Μηχανικού Β, με βάση προκηρύξεις που στηρίχθηκαν στην Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) που ίσχυε κατά το χρόνο πρόσληψης τους. Με αγωγή τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας διεκδίκησαν αποζημιώσεις από την εφεσίβλητη, ισχυριζόμενοι δυσμενή διάκριση και άνιση μεταχείριση σε σχέση με άλλους υπαλλήλους της ΑΗΚ. Υποστήριξαν επί του προκειμένου ότι η εφαρμογή της νέας ΣΣΕ με την οποία προσλήφθηκαν, προκαλεί αδικία, ανισότητα και δυσμενή διάκριση, σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι είχαν προσληφθεί στην ίδια θέση με την προηγούμενη ΣΣΕ, καθόσον ασκούν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα, τόσον ποιοτικά, όσον και ποσοτικά.

 

Είναι παραδεκτό ότι με βάση την ΣΣΕ που ίσχυε πριν από την πρόσληψη των εφεσειόντων, η κλίμακα εισδοχής για τη συγκεκριμένη θέση Μηχανικού Β ήταν Α9, ενώ με τη νέα ΣΣΕ με την οποία προσλήφθηκαν οι εφεσείοντες και η οποία ήταν τριετής με ισχύ από 1.1.1998 μέχρι 31.12.2000, η κλίμακα υποβιβάστηκε σε Α8-2. Είναι επίσης παραδεκτή η διαφορά στο συνολικό ποσό που οι εφεσείοντες θα εισέπρατταν ως μισθοδοσία στη βάση της προηγούμενης ΣΣΕ, αντί της μισθοδοσίας που έλαβαν κατ’ εφαρμογή της ΣΣΕ που ίσχυε κατά την πρόσληψη τους.  Αυτή εμφαίνεται για κάθε ένα από τους εφεσείοντες, σε πίνακα (τεκμ.1), που κατατέθηκε εκ συμφώνου για την αλήθεια του περιεχομένου του. Με την αγωγή τους, οι εφεσείοντες ζήτησαν όπως τους καταβληθεί από την εφεσίβλητη, η πιο πάνω διαφορά της μισθοδοσίας που θα λάμβαναν, με βάση τη ΣΣΕ που ίσχυε πριν από την πρόσληψη τους.

 

Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της, ισχυρίστηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή, αφού η επίδικη διαφορά ανάγεται στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Τονίστηκε ότι η εφεσίβλητη αποτελεί Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου και ότι οι εφεσείοντες προσλήφθηκαν δυνάμει δημόσιων προκηρύξεων και διαγωνισμών. Η πρόσληψη τους, συνιστά κατά την εφεσίβλητη εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία δεν προσβλήθηκε με προσφυγή, γεγονός που εμποδίζει τους εφεσείοντες να προωθούν τις αξιώσεις τους στα πλαίσια αγωγής. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι οι εφεσείοντες, εμποδίζονται να προωθήσουν την αγωγή, λόγω της συμπεριφοράς τους, αφού αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα τους όρους εργοδότησης τους. Επί της ουσίας, η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι δεν προκαλείται ανισότητα μεταξύ των εφεσειόντων και άλλων μηχανικών της ΑΗΚ, αφού οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνομολογήθηκαν οι ΣΣΕ, δεν ήταν όμοιες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά προτεραιότητα την ένσταση αναρμοδιότητας που ήγειρε η εφεσίβλητη. Κρίθηκε εύλογα ότι ήταν πρωταρχικής σημασίας, η απάντηση στο ερώτημα εάν η πρόσληψη των εφεσειόντων στην κλίμακα Α8-2 αντί της Α9, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, οπόταν το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν θα είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την διαφορά. Αυτό, με δεδομένο μεταξύ άλλων το γεγονός ότι η εφεσίβλητη αναμφίβολα, αποτελεί Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπό κρίση  ΣΣΕ δυνάμει της οποίας διορίστηκαν οι εφεσείοντες, έχει καταστεί μέρος της πρακτικής της εφεσίβλητης αφού έχει ενσωματωθεί στους προϋπολογισμούς της, από το έτος 2000. Περαιτέρω, η εν λόγω ΣΣΕ έχει ενσωματωθεί στις προκηρύξεις των επίδικων θέσεων και στους διορισμούς των εφεσειόντων. Ως εκ τούτου, δυνάμει πάγιας νομολογίας, σύμφωνα με την οποία σε τέτοια περίπτωση η ΣΣΕ δημιουργεί συνέπειες στον τομέα του διοικητικού δικαίου, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι προσλήψεις των εφεσειόντων στην βάση της πιο πάνω ΣΣΕ, συνιστούσαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που κατέστησαν τελεσίδικες, εφόσον δεν έχουν προσβληθεί με προσφυγή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να προσβάλουν με προσφυγή την άρνηση της εφεσίβλητης να ικανοποιήσει γραπτό αίτημα τους να ενταχθούν στην μισθοδοτική κλίμακα της προηγούμενης ΣΣΕ, δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιτυχία της αγωγής τους. Οι εφεσείοντες όφειλαν σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον διαφωνούσαν με την απόφαση της εφεσίβλητης να μην ικανοποιήσει το αίτημα τους, να καταχωρούσαν προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει τα εγειρόμενα με την αγωγή ζητήματα, σε σχέση με την κατ’  ισχυρισμό ανισομισθία και παράβαση της αρχής της ισότητας που προστατεύεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας των αξιώσεων, στην περίπτωση που αποφασισθεί κατ’ έφεση ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας. Έκρινε επί του προκειμένου ότι είναι έκδηλη η άνιση μεταχείριση των εφεσειόντων έναντι των άλλων συναδέλφων τους, οι οποίοι έτυχε να προσληφθούν, με βάση τους όρους προγενέστερης ΣΣΕ. Στην περίπτωση επομένως που η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας ήταν διαφορετική, θα αποφάσιζε ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της εφεσίβλητης της αρχής της ισότητας, στο βαθμό που προσέλαβε τους εφεσείοντες και τους διατηρούσε σε χαμηλότερη κλίμακα, με δυσμενέστερους όρους ανέλιξης, σε σχέση με συναδέλφους τους, που ασκούσαν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε επίσης την θέση της εφεσίβλητης για δημιουργία κωλύματος, λόγω της ανεπιφύλακτης αποδοχής από τους εφεσείοντες, των όρων εργοδότησης τους. Έκρινε ότι η αξίωση στηρίζεται στην παράβαση της αρχής της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν χωρεί συμβιβασμός σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, είτε από το ίδιο το άτομο είτε από Αρχή ή Όργανο της Δημοκρατίας.

 

Στη βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων, η αγωγή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης αρμοδιότητας να εκδικάσει την υπόθεση.

 

Οι εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβάλλουν ως λανθασμένη την πρωτόδικη κρίση ότι η επίδικη ΣΣΕ κατέστη μέρος της πρακτικής της εφεσίβλητης (1ος λόγος έφεσης). Περαιτέρω προσβάλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες όφειλαν να καταχωρήσουν προσφυγή εναντίον της απόφασης της εφεσίβλητης να απορρίψει το αίτημα τους να ενταχθούν στην μισθοδοτική κλίμακα της παλαιάς ΣΣΕ, και ότι έπρεπε να ασκήσουν προσφυγή εναντίον του διορισμού τους (2ος λόγος έφεσης). Καταληκτικά ισχυρίζονται με τον 3ο λόγο έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες θα έπρεπε να προσβάλουν τις προσλήψεις τους ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις και ότι η επίδικη διαφορά είναι Δημοσίου Δικαίου και ως εκ τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εκδικάσει την αγωγή.

Με την σειρά της, η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση. Αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην περίπτωση που είχε δικαιοδοσία, θα δικαίωνε τους εφεσείοντες αφού έκρινε ότι είναι έκδηλη η άνιση μεταχείριση τους έναντι των άλλων συναδέλφων τους, οι οποίοι έτυχε να προσληφθούν με τους όρους της προγενέστερης ΣΣΕ. Ισχυρίζεται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν εμποδίζονταν να προωθούν τα αιτήματα τους, παρά την αποδοχή των σχετικών διοικητικών πράξεων που αφορούσαν την μισθοδοσία τους κατά την υπογραφή της συμφωνίας εργοδότησης τους. 

 

Θα εξετάσουμε αρχικά τους λόγους έφεσης αφού είναι προφανές ότι αποδοχή τους, θα καταστήσει άνευ αντικειμένου την εξέταση της αντέφεσης. Ο πυρήνας των επιχειρημάτων των εφεσειόντων, εδράζεται στον ισχυρισμό ότι είναι λανθασμένη η κατάληξη  του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαφορά είναι Δημοσίου Δικαίου και ως εκ τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εκδικάσει την αγωγή. Στο πλαίσιο αυτό, αμφισβητούν τόσο την θέση ότι η ΣΣΕ κατέστη μέρος της πρακτικής της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να δημιουργεί νομικές συνέπειες διοικητικού δικαίου, όσο και την πρωτόδικη κατάληξη ότι θα μπορούσαν να προσφύγουν στο Διοικητικό Δικαστήριο εναντίον της απόφασης της εφεσίβλητης, με την οποία απέρριψε αίτημα τους για μισθολογική αναβάθμιση.

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, επισημαίνουμε τα ακόλουθα. Μελέτη της νομολογίας καταδεικνύει ότι η εφαρμογή μιας ΣΣΕ δεν παράγει έννομες συνέπειες στον τομέα του διοικητικού δικαίου, εκτός εάν η ΣΣΕ ενσωματωθεί σε νόμο ή κανονισμό ή στην περίπτωση που καταστεί μέρος της πρακτικής του διοικητικού οργάνου. Σχετική είναι η υπόθεση Παπαδόπουλος κ.α ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

 

« Δικαιώματα στο δημόσιο δίκαιο προκύπτουν μόνο από το Σύνταγμα, τους νόμους και τη δευτερογενή νομοθεσία που γίνεται βάσει των νόμων (βλ. Georghios Mavrommatis and Others v. The Land Consolidation Authority and Others (1984) 3 C.L.R. 1006. Βλ. περαιτέρω Ioannis Paphitis and Others v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 255, 261). Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι οι πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης στερούνται της επιβολής του νόμου, υπό την έννοια ότι εκτός αν υιοθετηθούν ως μέρος κανονισμών δημόσιου οργανισμού, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στον τομέα του δημόσιου δικαίου (Antonis Kontemeniotis v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1982) 3 C.L.R. 1027). Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία της συλλογικής σύμβασης θα παραβίαζε την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα (Ioannis Paphitis and Others v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 255, 261).

 

Η συλλογική σύμβαση από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει, τροποποιήσει ή καταργήσει οποιοδήποτε δικαίωμα, υποχρέωση ή οποιανδήποτε άλλη νομική σχέση δημόσιου δικαίου (Nitsa Evangelou and Others v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1985) 3 C.L.R. 1410). Η σημασία της συλλογικής σύμβασης κείται στον τομέα των εργατικών σχέσεων.  Εκτός αν καταστεί μέρος της πρακτικής διοικητικού οργάνου δεν δημιουργεί οποιεσδήποτε συνέπειες στον τομέα του δημόσιου δικαίου (Lana Der Parthogh v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 635, Spyros Drousiotis v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546).»

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συμπερίληψη της επίδικης ΣΣΕ στους προϋπολογισμούς της εφεσίβλητης και η ενσωμάτωση της στις προκηρύξεις των επίδικων θέσεων και στους διορισμούς που ακολούθησαν, δεν την καθιστούν μέρος της πρακτικής της εφεσίβλητης ώστε να παράγει έννομα αποτελέσματα διοικητικού δικαίου.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Στην υπόθεση Μάριος Αγγελίδης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ, ημερ. 1.9.2014 στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 46/2001 κ.α, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε παρόμοια εισήγηση. Λέχθηκε με παραπομπή στην υπόθεση Καζέπη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 1241 ότι ο περί Προϋπολογισμού Νόμος της ΑΤΗΚ, είναι Νόμος με την πλήρη έννοια, οι πρόνοιες του οποίου δημιουργούν υποχρεώσεις απόδοσης των δικαιωμάτων που θεσμοθετήθηκαν. Από την στιγμή δε που η ΣΣΕ ενσωματώνεται στον προϋπολογισμό της ΑΤΗΚ, έχει καταστεί μέρος της πρακτικής διοικητικού οργάνου, δημιουργεί νομικές συνέπειες και παράγει έννομα αποτελέσματα, στον τομέα του δημόσιου δικαίου.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η ΣΣΕ όχι μόνο συμπεριλαμβάνεται στους προϋπολογισμούς της εφεσίβλητης αλλά επιπλέον ενσωματώθηκε στις προκηρύξεις των επίδικων θέσεων και τους διορισμούς των εφεσειόντων. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια συλλογική σύμβαση εργασίας υφιστάμενων εργαζομένων που εφαρμόζεται αποκλειστικά στον τομέα των εργατικών σχέσεων και δεν δημιουργεί υποχρέωση ή άλλη νομική σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, η υπό κρίση ΣΣΕ ήταν άμεσα συνυφασμένη με την δημιουργία θεσμοθετημένων δικαιωμάτων δημοσίου δικαίου που σχετίζονταν με την πρόσληψη και τις συνθήκες εργασίας των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι  πρόκειται για μια απλή χρηματική διαφορά, και βασιζομένοι στην υπόθεση Ms (Kkyra) Vassas Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση 20/2016, 20/3/2023, ECLI:CY:AD:2023:C97, θεωρούν ότι αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Στην εν λόγω απόφαση, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι περαιτέρω νομολογημένο, ότι όταν το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ του διοικούμενου και της Διοίκησης, περιορίζεται σε χρηματική απαίτηση, χωρίς να υφίσταται το ενδεχόμενο άλλης   εφαρμογής της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ανεξάρτητα αν διέπεται από διοικητική νομοθεσία ή όχι, το Διοικητικό Δικαστήριο, στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της διαφοράς και αρμόδια είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια (βλ. Charalabides v. Republic (1982) 3 CLR 403, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 470 και Α. Γκίνης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 470).

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 -1959, σελ. 235 και 236 είναι σχετικό:

«Απομένει προς έρευναν το ζήτημα της χρηματικής διαφοράς της γεννωμένης εκ μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, εκδιδομένης επί τη βάσει κανόνων του διοικητικού δικαίου.

 Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν γίνεται δεκτόν υπό της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι εφ' όσον το αντικείμενον της αμφισβητήσεως περιορίζεται εις απαίτησιν συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, δεν υφίσταται δε ενδεχόμενον άλλης τινός εφαρμογής ή άλλης συνεπείας της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, αρμόδια τυγχάνουν τα πολιτικά δικαστήρια. Ούτω εκρίθησαν ως υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων η απαίτησις περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, εφ' όσον δεν υφίσταται ειδική διάταξις επιβάλλουσα την έκδοσιν διοικητικής πράξεως περί επιστροφής, η αίτησις η στρεφομένη κατά πράξεως αρνουμένης την καταβολήν χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, ως αρνήσεως προς καταβολήν συντάξεως.»

Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 16η Έκδοση (2022), σελ. 148, 150, παρ. 485 και 487.

 «485.  Δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι νομικές πράξεις (ή οι παραλείψεις διενέργειας νομικών πράξεων) των οργάνων, με τη στενή έννοια, του Κράτους (Δημοσίου) και των λοιπών δημόσιων νομικών προσώπων, οι οποίες εκδίδονται (ή συντελούνται) στο πλαίσιο συμβατικών ή  άλλων σχέσεων που ρυθμίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο.  Οι πράξεις αυτές δημιουργούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου, που υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (κατωτ. αριθ 592) και μπορούν να ενταχθούν κατά κατηγορίες, κυρίως σε:

 ................................................................................

 

487.  Δεν χωρεί αίτηση ακυρώσεως κατά διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων, με τις οποίες προκαλούνται χρηματικές διαφορές, δηλαδή διαφορές σχετικές είτε: i) με αξιώσεις των διοικουμένων κατά του Δημοσίου ή άλλου δημόσιου νομικού προσώπου για την αναγνώριση οφειλής ή την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού είτε ii) με υποχρεώσεις των διοικουμένων για την καταβολή στο Δημόσιο ή σε άλλο δημόσιο νομικό πρόσωπο ορισμένου χρηματικού ποσού.»»

 

Είμαστε της άποψης ότι η πιο πάνω απόφαση δεν βοηθά το επιχείρημα των εφεσειόντων. Στην παρούσα υπόθεση, η χρηματική απαίτηση προκύπτει από εφαρμογή διοικητικής πράξης, ήτοι της πρόσληψης των εφεσειόντων με τους συγκεκριμένους όρους εργασίας. Αυτό που ουσιαστικά προσβάλλεται είναι η εφαρμογή της ΣΣΕ και όχι ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής. Υπενθυμίζεται ότι ουσιαστικά, οι εφεσείοντες έθεσαν ζητήματα ισονομίας και παράβασης των συνταγματικών τους δικαιωμάτων, λόγω της εφαρμογής της ΣΣΕ. Είναι φανερό ότι οι περιπτώσεις «χρηματικών διαφορών» που αναφέρονται στα πιο πάνω συγγράμματα, δεν έχουν καμία σχέση με την απαίτηση των εφεσειόντων.

 

Αντιθέτως, στην παρούσα περίπτωση τίθενται σοβαρά ζητήματα παράβασης ουσιαστικών συνταγματικών δικαιωμάτων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των εφεσειόντων, αναγόμενα αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην απόφαση Άκη Παπασάββα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 Α Α.Α.Δ 92, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το απορρέον εκ του νόμου δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση και την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα (βλέπε Παπαγιώργης ν Α.Η.Κ (1996) 3Α.Α.Δ. 560) του οποίου η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο (Α.Η.Κ. ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342,346).

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι  οι εφεσείοντες προσλήφθηκαν δυνάμει των προνοιών της ΣΣΕ που είχε ήδη καταστεί μέρος της πρακτικής της εφεσίβλητης με την ενσωμάτωση της, στους προϋπολογισμούς. Οι δε επίδικες προσλήψεις έγιναν στην βάση προκηρύξεων που ενσωμάτωναν την πιο πάνω ΣΣΕ και τους συγκεκριμένους όρους εργασίας, τους οποίους οι εφεσείοντες γνώριζαν και αποδέχθηκαν κατά την πρόσληψη τους.

 

Ήταν επί του προκειμένου ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη ΣΣΕ κατέστη μέρος της πρακτικής της εφεσίβλητης, με συνέπεια  να παράγει έννομα αποτελέσματα διοικητικού δικαίου. Εν όψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Στο πλαίσιο υποστήριξης του 2ου λόγου έφεσης, ο συνήγορος των εφεσειόντων ισχυρίστηκε ότι δεν θα ήταν δυνατόν οι πελάτες του να προσβάλουν με προσφυγή, τους δικούς τους διορισμούς. Η πρέπουσα διαδικασία κατά τον συνήγορο για αμφισβήτηση της ΣΣΕ και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, ήταν η καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Δεν συμφωνούμε με αυτή την άποψη. Εν πρώτοις, οι εφεσείοντες δεν αμφισβητούν γενικά τους διορισμούς τους, αλλά ειδικά τους όρους εργοδότησης τους, όπως καθορίζονται στην επίδικη ΣΣΕ. Η προσφυγή τους θα μπορούσε ως εκ τούτου να περιοριστεί στον καθορισμό από την εφεσίβλητη της μισθοδοσίας τους και στις άλλες συνθήκες εργασίας τους, οι οποίες κατά την κρίση τους παραβίαζαν το δικαίωμα της ισότητας, σε σχέση με τους άλλους εργαζομένους της ίδιας ειδικότητας.

 

Στην πρόσφατη απόφαση Ζαντή ν. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου 129/2018, ημ. 14.2.2024, αποφασίστηκε ότι η εκεί εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την προγενέστερη αποδοχή της στην συγκεκριμένη βαθμίδα και κλίμακα, εν όψει του ότι η αποδοχή του διορισμού της ήταν σαφής και εκούσια, δόθηκε δηλαδή με ελεύθερη βούληση και χωρίς καμία επιφύλαξη. 

 

Προκύπτει, κατά την άποψή μας από την πιο πάνω απόφαση, ότι η όποια προσβολή των όρων εργοδότησης των εφεσειόντων, εμπίπτει στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο διοικητικής προσφυγής, νοουμένου ότι υπήρξε, ικανή επιφύλαξη, κατά την αποδοχή του διορισμού τους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο διοικητικό δίκαιο. Επομένως, συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού.

 

Πέραν τούτου, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να προσβάλουν με προσφυγή την άρνηση των εφεσιβλήτων να ικανοποιήσουν το αίτημα τους, δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιτυχία της αγωγής τους,  επειδή η εν λόγω άρνηση έχει εκτελεστό χαρακτήρα. Είναι η θέση τους ότι η εν λόγω απόρριψη του αιτήματος έχει πληροφοριακό χαρακτήρα, εφόσον απλά ενημερώνει τους εφεσείοντες για το ό,τι ισχύει με βάση τη ΣΣΕ και ότι η εφεσίβλητη θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα.

 

Θα συμφωνήσουμε επί του προκειμένου με την εισήγηση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η προσβολή της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αλυσιτελής, εν όψει της κρίσης μας ότι σε κάθε περίπτωση, αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διαφορά των διαδίκων είχε το διοικητικό Δικαστήριο.

 

Παρότι ζήτημα απαγόρευσης των εφεσειόντων να προσφύγουν στην δικαιοσύνη ως αποτέλεσμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή, δεν τίθεται με τους λόγους έφεσης, εντούτοις επισημαίνουμε ότι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν ευχερώς να προσβάλουν στο Διοικητικό Δικαστήριο, όχι την πράξη διορισμού τους, αλλά  την απόφαση της εφεσίβλητης να τους εντάξει σε χαμηλότερη μισθοδοσία από αυτή των συναδέλφων τους, νοουμένου ότι είχαν προβεί στην απαιτούμενη από το διοικητικό δίκαιο επιφύλαξη, όπως προκύπτει από την απόφαση Ζαντή, (ανωτέρω).

 

Ενόψει των πιο πάνω και ο 2ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον 3ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εκδικάσει την αγωγή.

 

Θεωρούμε σημαντικό να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο διαχωρισμός, αναθεωρητικής και πολιτικής δικαιοδοσίας, είναι απόλυτος. Σύμφωνα με την Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, 458, η αναθεωρητική δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία. Οι δύο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο. Το πολιτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης. Η κατ’ ισχυρισμό έκνομη λειτουργία της Διοίκησης, τεκμηριώνεται από την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, στο οποίο εναποτίθεται αποκλειστική δικαιοδοσία σε πρώτο βαθμό, της δικαστικής αναθεώρησης των διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων. Απαραίτητη δε προϋπόθεση για διεκδίκηση ζημίας που προκύπτει από την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, αποτελεί σύμφωνα με το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, η ακύρωση της από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Με δεδομένους τους λόγους για τους οποίους έχουν απορριφθεί οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης, κρίνουμε ως ορθή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή. Έπεται ότι και ο 3ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση της αντέφεσης. Η σχολαστική εξέταση των λόγων αντέφεσης θα είχε κάποια πρακτική σημασία, μόνο στην περίπτωση που γινόταν αποδεκτή η έφεση και κρίναμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή.

 

Παρά ταύτα, διατηρούμε κάποιες επιφυλάξεις ως προς την πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία κωλύματος, λόγω της ανεπιφύλακτης αποδοχής από τους εφεσείοντες, των όρων εργοδότησης τους, έχοντας υπόψη και τις αρχές που καθιέρωσε η απόφαση Ζαντή (ανωτέρω). Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης, συνεπάγεται αποστέρηση του έννομου συμφέροντος προσβολής της με προσφυγή. Σύμφωνα με τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης Ζαντή, η εφεσείουσα εκούσια και χωρίς καμιά επιφύλαξη, αποδέχθηκε τον διορισμό της, με μισθολογική τοποθέτηση στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8, με αποτέλεσμα να κωλύεται στην συνέχεια να προσβάλει απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της για μισθολογική αναβάθμιση.

Δεν θα ασχοληθούμε όμως  περαιτέρω με το ζήτημα ούτε και με τους υπολοίπους λόγους αντέφεσης αφού όπως προαναφέραμε, τέτοια ενασχόληση θα ήταν άνευ αντικειμένου λόγω της απόρριψης της έφεσης.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση για έλλειψη αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή, επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €3.000,00 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

Μ. Τουμαζή, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο