ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

18 Ιουνίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

                  

(Πολιτική Έφεση αρ. 311/2022)

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ

Εφεσείουσα

ν.

1.   Χρίστη Χατζημιτσή

2.    Κεντρική Τράπεζα Κύπρου

(Πολιτική Έφεση αρ. 333/2022)

Χρίστη Χατζημιτσή

Εφεσείων

ν.

1.   Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ

2.   Κεντρική Τράπεζα Κύπρου


Εμφανίσεις στην 311/2022

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα.

Γ. Γεωργίου με Α. Ζερβού (κα) και Μ. Αντωνίου (ασκούμενο δικηγόρο) για Γιώργος Ζ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο 1.

Μ. Φράγκου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη 2.

 

Εμφανίσεις στην 333/2022

Γιώργος Γεωργίου με Α. Ζερβού (κα) και Μ. Αντωνίου (ασκούμενο δικηγόρο) για Γιώργος Ζ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο 1.

Μ. Φράγκου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη 2.

                  

 

         ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Ο αιτητής στην πρωτόδικη διαδικασία (εφεσείων στην έφεση 333/22), αποτάθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο) στις 17.12.13, ζητώντας αποζημιώσεις από τους εφεσίβλητους (Τράπεζα Κύπρου και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως αρχή εξυγίανσης), ισχυριζόμενος παράνομο τερματισμό της εργοδότησης του από την Τράπεζα Κύπρου. Είναι η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι ευθύνονται αλληλέγγυα για την κατ’ ισχυρισμό παράνομη απόλυση του αφού η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή εξυγίανσης, αποφάσισε την απομάκρυνση του από την θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου, η δε Τράπεζα Κύπρου που ήταν η εργοδότρια του, προχώρησε στην συνέχεια στην απόλυση του.

 

Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 8.11.2022, ήτοι 9 περίπου χρόνια μετά την καταχώρηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Οι λόγοι της μεγάλης αυτής καθυστέρησης εμφαίνονται στον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας και δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν εξαντλητικά. Απλά σημειώνουμε την καταχώρηση και εκδίκαση ενδιάμεσων διαδικασιών αρκετά χρόνια μετά την καταχώρηση της υπόθεσης.

 

Σημειώνεται ότι η Τράπεζα Κύπρου, πρωτοδίκως ήγειρε προδικαστικές ενστάσεις ως προς την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών να εκδικάσει την υπόθεση. Υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση για την απομάκρυνση του εφεσείοντα από τη θέση του Γενικού Διευθυντή του συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου, λήφθηκε όχι από την ίδια αλλά από την Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013. Έγινε επί του προκείμενου αναφορά, σε προσφυγή του εφεσείοντα στο Διοικητικό Δικαστήριο εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, με την οποία προσβάλει την απόφαση απομάκρυνσης του από τη θέση του Γενικού Διευθυντή του συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου. Ήταν η θέση της Τράπεζας Κύπρου ότι ως επακόλουθο της πιο πάνω προσφυγής, ο αιτητής στερείτο του δικαιώματος καταχώρησης αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για αποζημιώσεις, αλλά του παρεχόταν δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με το Άρθρο 146. 6 του Συντάγματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία, έκρινε ότι ο αιτητής απολύθηκε από την εργοδότρια του, ήτοι την Τράπεζα Κύπρου. Κρίθηκε επίσης ότι η απόλυση ήταν αποτέλεσμα επιστολής που στάλθηκε από την Κεντρική Τράπεζα (τεκμ. 5), με την οποία κοινοποιείτο απόφαση για απομάκρυνση του αιτητή από τα καθήκοντα του. Δεν υπήρχε όμως αμφιβολία κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η απόλυση έγινε από την Τράπεζα Κύπρου. Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε την υπεράσπιση που πρόβαλε η Τράπεζα Κύπρου για απόλυση του αιτητή ως αποτέλεσμα ανωτέρας βίας, έκρινε ότι η εν λόγω απόλυση ήταν παράνομη.

 

Απορρίφθηκαν επίσης οι προδικαστικές ενστάσεις για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, λόγω της προσφυγής που ο αιτητής καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο, εναντίον της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας. Κρίθηκε συναφώς ότι το αίτημα του αιτητή στην πιο πάνω προσφυγή, προσέβαλε την διοικητική πράξη της Κεντρικής Τράπεζας που αφορούσε την απομάκρυνση του από τη θέση του. Λέχθηκε ότι με την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ο αιτητής ζητούσε εντελώς διαφορετική θεραπεία που αφορούσε άλλη πράξη, δηλαδή την απόλυση του από την Τράπεζα Κύπρου. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η θεραπεία στην οποία οι δύο διαδικασίες αποβλέπουν δεν είναι η ίδια, ώστε να δικαιολογείται ισχυρισμός για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, καθόρισε τις αποζημιώσεις που ο αιτητής δικαιούται από την Τράπεζα Κύπρου λόγω παράνομης απόλυσης, στο ποσόν των €52.662,76. Η απαίτηση εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, απορρίφθηκε.

 

Ο αιτητής καταχώρησε την έφεση 333/22 με την οποία αμφισβητεί το πιο πάνω ποσόν που επιδικάστηκε πρωτοδίκως ως αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση. Ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ είχε τη διακριτική ευχέρεια να αποδώσει αποζημίωση στη βάση του πρώτου πίνακα του Νόμου 24/1967, αποφάσισε να δώσει το απόλυτο κατώτατο ποσόν με αποκλειστικό καθοριστικό παράγοντα, το ότι η Τράπεζα Κύπρου τελούσε υπό καθεστώς εξυγίανσης χωρίς να εξηγήσει γιατί παραγνωρίζει, όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που προβλέπονται από τον Νόμο. Ειδικότερα ο αιτητής παραπονείται ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη το ποσό που έλαβε έναντι προειδοποίησης και επιπλέον λανθασμένα δεν λήφθηκαν υπόψη, το επίδομα αυτοκινήτου και οι ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες του αιτητή.

 

Η Τράπεζα Κύπρου καταχώρησε επίσης την έφεση 311/2022, με την οποία αμφισβητεί μεταξύ άλλων το πρωτόδικο εύρημα ότι ο αιτητής απολύθηκε από την ίδια και όχι από την Κεντρική Τράπεζα. Γίνεται επί του προκειμένου αναφορά σε ελλιπή δικογράφηση από τον αιτητή που στην αίτηση του, αναφέρει ότι απολύθηκε από την Κεντρική Τράπεζα, κάτι που αγνοήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αμφισβητείται επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας και η κατάληξη του ότι δεν αποδείχθηκε κατάχρηση της διαδικασίας. Επιπλέον αμφισβητείται το εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε η υπεράσπιση της ανωτέρας βίας σε περίπτωση που απορρίπτονταν οι προδικαστικές ενστάσεις της Τράπεζας Κύπρου.

 

Οι δύο εφέσεις ορίστηκαν μαζί για προδικασία, λόγω του ότι αφορούν σε μεγάλο βαθμό, κοινά πραγματικά και νομικά ζητήματα.

 

Στο στάδιο της προδικασίας και προτού δοθούν οδηγίες για περιγράμματα, ο συνήγορος για την Τράπεζα Κύπρου εισηγήθηκε ότι το Εφετείο θα έπρεπε να εξετάσει κατά προτεραιότητα, δύο ζητήματα που κατά την άποψη του, είναι καταλυτικά και θα συντομεύσουν την εκδίκαση και των δύο εφέσεων. Το πρώτο ζήτημα αφορά την κατ’ ισχυρισμό ελλιπή δικογράφηση του αιτητή στην πρωτόδικη διαδικασία. Το δεύτερο ζήτημα, άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Αυτό, δεδομένης της απόφασης του Εφετείου στην αναθεωρητική έφεση  94/2019, στην οποία λέχθηκε ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, είχε εξουσία να ζητήσει την απομάκρυνση του αιτητή από την θέση του Γενικού Διευθυντή του συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου, δυνάμει του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013.

 

Σύμφωνα με τον συνήγορο της Τράπεζας Κύπρου, η κατά προτεραιότητα εξέταση των δύο πιο πάνω θεμάτων, θα περισώσει χρόνο στην εκδίκαση και των δύο εφέσεων. Ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για πολύ απλά και σαφή ζητήματα και η κατά προτεραιότητα εκδίκαση τους, δεν θα είναι χρονοβόρα. Από την στιγμή δε που γίνει αποδεκτή η θέση της Τράπεζας Κύπρου για αυτά, δεν θα χρειαστεί να ακουστούν τα υπόλοιπα ζητήματα, που θίγονται με τις δύο υπό κρίση εφέσεις.

 

Ο συνήγορος της Τράπεζας Κύπρου, απαντώντας σε ερωτήσεις του Εφετείου κατά την αγόρευση του με την οποία υπέβαλε το υπό κρίση αίτημα, διευκρίνισε ότι αυτό δεν στηρίζεται στο Μέρος 41.4 (4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, που παρέχει ευχέρεια να οριστεί η έφεση για ακρόαση χωρίς να προηγηθεί προδικασία, οποτεδήποτε το Εφετείο κρίνει τούτο ορθό. Το αίτημα είναι να δικαστούν κατά προτεραιότητα τα δύο ζητήματα που θεωρεί σημαντικά αφήνοντας στο Εφετείο τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτό. Στήριξε στην ουσία το αίτημα του στο Μέρος 41.2 (θ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που δίνει εξουσία στο Εφετείο να δώσει οποιαδήποτε διαταγή, με σκοπό τη διαχείριση της έφεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού.

 

Ο συνήγορος για τον αιτητή, έφερε ένσταση στο αίτημα. Εισηγήθηκε ότι παρέχεται ευχέρεια στο Εφετείο με βάση τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, να απορρίψει προδήλως αβάσιμη έφεση. Όμως, δεν παρέχεται ευχέρεια για αποδοχή προδήλως βάσιμης έφεσης όπως εισηγείται στην ουσία ο συνήγορος της Τράπεζας Κύπρου. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι δεν είναι δυνατόν να τεθούν ενώπιον του Εφετείου επιλεκτικά κάποια επίδικα θέματα, χωρίς να ακουστούν στο σύνολο τους, όλα τα ζητήματα που θίγονται με τις υπό κρίση εφέσεις.

 

Το ζήτημα της δικογράφησης τέθηκε πολλές φορές και απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όσον αφορά την απόφαση στην αναθεωρητική έφεση, ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι αυτή εκδόθηκε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται να δοθεί μαρτυρία επί των επιδίκων θεμάτων, στο στάδιο της έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα λέχθηκαν στην εν λόγω αναθεωρητική έφεση δεν μπορούν κατά τον συνήγορο να επηρεάσουν τις παρούσες εφέσεις, των οποίων το αντικείμενο είναι διαφορετικό αφού σχετίζεται με απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για παράνομη απόλυση.   

 

Η συνήγορος για την Κεντρική Τράπεζα χωρίς να έχει ένσταση στο αίτημα, ισχυρίστηκε ότι αυτό επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Έχουμε μελετήσει τις θέσεις των διαδίκων όπως τέθηκαν ενώπιον μας, με τις πιο πάνω αγορεύσεις των συνηγόρων. Έχουμε την άποψη για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στην συνέχεια ότι δεν ενδείκνυται η εκδίκαση κατά προτεραιότητα, συγκεκριμένων ζητημάτων που τίθενται στην έφεση της Τράπεζας Κύπρου.

 

Εν πρώτοις, είναι ορθή η θέση ότι δεν παρέχεται ευχέρεια για αποδοχή προδήλως βάσιμης έφεσης. Όμως ο συνήγορος της Τράπεζας Κύπρου στην ουσία δεν είναι αυτό που ζητά. Εισηγείται να δοθεί προτεραιότητα σε δύο ζητήματα που θέτει η Τράπεζα Κύπρου γιατί θεωρεί ότι με την αποδοχή τους, θα ανατραπεί η πρωτόδικη απόφαση χωρίς να χρειαστεί να εξεταστούν τα υπόλοιπα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου. Θεωρώντας προφανώς ότι τα δύο αυτά ζητήματα, είναι προδήλως βάσιμα. Χωρίς όμως να εξηγήσει γιατί αυτά προηγούνται των υπολοίπων λόγων έφεσης της Τράπεζας Κύπρου και γιατί η έφεση θα πρέπει να διασπαστεί με αυτό τον τρόπο και να μην εξεταστούν όλοι μαζί οι λόγοι έφεσης 333/22 της Τράπεζας Κύπρου.

 

Αντιθέτως, είναι προφανές ότι σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτές οι θέσεις της Τράπεζας Κύπρου επί των δύο πιο πάνω ζητημάτων, η αποδοχή του αιτήματος θα έχει σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης και της επίλυσης των επιδίκων ζητημάτων που εκκρεμούν για πάνω από 10 χρόνια.

 

Το Μέρος 41.2 (θ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 στο οποίο στήριξε το αίτημα του ο συνήγορος της Τράπεζας Κύπρου, δεν δίνει εξουσία στο Εφετείο για αποσπασματική εκδίκαση των λόγων έφεσης. Η προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού στον οποίο παραπέμπει ο πιο πάνω Κανονισμός, αφορά στην αποτελεσματική διαχείριση της έφεσης μεταξύ άλλων και στην υποβοήθηση των διαδίκων για διακανονισμό των επιδίκων θεμάτων. Δεν δικαιολογεί όμως τον κατατεμαχισμό της έφεσης και την εκδίκαση κατά προτεραιότητα μέρους των λόγων έφεσης, όπως εισηγείται ο συνήγορος της Τράπεζας Κύπρου.

 

Ανεξαρτήτως τούτου και επί της ουσίας, θεωρούμε ότι δεν ενδείκνυται σε προδικαστικό στάδιο να εξεταστούν κατά προτεραιότητα ζητήματα που τίθενται με την έφεση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο όταν θα έχουμε ενώπιον μας τις αναλυτικές θέσεις των διαδίκων επί του του συνόλου των επιδίκων θεμάτων, ώστε να διαφανεί αν κάποια από αυτά είναι καθοριστικά στην εκδίκαση της υπόθεσης, ώστε να χρήζουν εξέτασης κατά προτεραιότητα.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, το αίτημα της Τράπεζας Κύπρου απορρίπτεται.

 

Ακολούθως και αφού εξετάσαμε τους λόγους έφεσης και στις δύο εφέσεις, κρίνουμε ότι αυτοί είναι αρκούντως αιτιολογημένοι. Ως εκ τούτου δίδονται οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης σε κάθε έφεση ξεχωριστά, δυνάμει του Κανονισμού 16 του Μέρους 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 

Δίδονται επίσης οδηγίες όπως οι δύο εφέσεις εκδικαστούν μαζί, δυνάμει του Μέρους 41.2 (ε) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, αφού αυτές αφορούν την ίδια πρωτόδικη απόφαση, τα δε νομικά και πραγματικά ζητήματα που θα εξεταστούν, είναι σε μεγάλο βαθμό τα ίδια. 

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

Στ. Χριστοδουλίδου - Μέσσιου, Δ.

 

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο