ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 394/2018)

 

 

6 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]



  
SAEM ELECTRICAL ‑ MECHANICAL SERVICES LTD 

Εφεσείοντες / Ενάγοντες

και

      ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜΦΙΑΡΑΟΣ ΛΤΔ 

Εφεσίβλητοι / Εναγόμενοι

-----------------------------

 

Νίκος Τσιαπαλής, για τους Εφεσείοντες.

Μιχάλης Βασιλειάδης και Ροδοθέα Βασιλειάδη (κα) για Μιχάλης Βασιλειάδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε ηλεκτρονικά]

 

-----------------------------

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε την αγωγή που είχαν καταχωρίσει οι ενάγοντες-εφεσείοντες έναντι των εναγομένων-εφεσίβλητων με την οποία αξίωναν ποσό €20.000 πλέον €3.000 ΦΠΑ, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, αντιπροσώπευε εύλογη αμοιβή για ηλεκτρολογικές εργασίες που εκτέλεσαν κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων σε ανεγειρόμενη κατοικία που οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν να ανεγείρουν ως εργολάβοι.

            Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του:

 

«Κύριο σημείο της μεταξύ των διαδίκων δικαστικής διαμάχης, ήταν ποιο πρόσωπο ανέθεσε στους ενάγοντες τη συνέχιση και ολοκλήρωση των ηλεκτρολογικών εργασιών και συνεπώς ποιο πρόσωπο οφείλει να τους πληρώσει, κάτι για το οποίο οι δύο πλευρές εξέφρασαν έντονα διαφορετικές θέσεις. Οι ενάγοντες από τη μία πλευρά, υποστήριξαν ότι η συμφωνία για συνέχιση τους έγινε με τους εναγόμενους, οι οποίοι από την άλλη υποστήριξαν ότι έγινε μεταξύ των εναγόντων και του Α. Ι. (Μ.Ε.1) με τον οποίο οι ενάγοντες είχαν και προηγούμενη συνεργασία, αφού ο Μ.Ε.1 μέσω των εταιρειών που διατηρεί ασχολείται με οικοδομικές εργασίες ευρείας έκτασης, εδώ και πάρα πολλά χρόνια.».

 

            Για να καταλήξει στην απόφαση του αναφορικά με το ποιο πρόσωπο ανέθεσε στους ενάγοντες τη συνέχιση των εργασιών και συνεπώς ποιο πρόσωπο οφείλει να τους πληρώσει και να καταλήξει στην απόρριψη της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του από 4 μάρτυρες εκ πλευράς εναγόντων‑εφεσειόντων και 2 μάρτυρες εκ πλευράς εναγομένων ‑ εφεσίβλητων.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα το ζήτημα που αναφέρεται πιο πάνω ως κύριο σημείο της μεταξύ των διαδίκων δικαστικής διαμάχης, δηλαδή ποιο πρόσωπο ανέθεσε στους ενάγοντες τη συνέχιση και ολοκλήρωση των ηλεκτρολογικών εργασιών και συνεπώς οφείλει να τους πληρώσει, αποφασίζοντας ότι «Μεταξύ των δύο αντικρουόμενων εκδοχών, επιλέγω ως πλέον ειλικρινή και αξιόπιστη αυτή των εναγομένων. Και αυτό λόγω της αρνητικής εντύπωσης που σχημάτισα για τους Μ.Ε.1 και 2, οι οποίοι δεν με έπεισαν για την αλήθεια των όσων προέβαλαν...», και το Δικαστήριο προχωρεί και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο εύρημα του αυτό. Σε σχέση με αυτό το εύρημα του αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Ε.1, Μ.Ε.2, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2. Καταλήγει δε περαιτέρω ως ακολούθως: «Η απόρριψη της μαρτυρίας των εναγόντων ως προς την ουσιαστική αυτή πτυχή της υπόθεσης, και η αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της Υπεράσπισης, οδηγεί στην κατάληξη ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία με την οποία οι εναγόμενοι ανέθεσαν στους ενάγοντες την εκτέλεση ηλεκτρολογικών εργασιών στην ανεγειρόμενη τότε κατοικία του Μ.Ε.1 και της συζύγου του, γεγονός που αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου... ».

 

            Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση με ένα λόγο έφεσης. Σημειώνουμε ότι αρχικά είχαν προβληθεί δύο λόγοι έφεσης, όμως ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει εγκαταλειφθεί και αποσυρθεί όπως αναφέρει ξεκάθαρα ο συνήγορος των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχώρισε εκ μέρους τους στις 8.5.2023. Ο μοναδικός λόγος έφεσης που παραμένει, αφορά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία και/ή αποφασίζοντας επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, διέπραξε σφάλμα αρχής και/ή ενήργησε αυθαίρετα και/ή αναιτιολόγητα και/ή εσφαλμένα. Αιτιολογούν δε τον λόγο έφεσης αναφέροντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αναφορικά με την ταυτότητα και/ή την ιδιότητα των μαρτύρων, απέρριψε και/ή παρέλειψε να λάβει υπόψη μαρτυρία και γεγονότα που παρέμειναν αναντίλεκτα, εφάρμοσε εσφαλμένα και αυθαίρετα τους κανόνες και τη νομολογία σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων και το βάρος απόδειξης της κάθε πλευράς. Ισχυρίζονται επίσης ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου τόσο σε σχέση με την αξιοπιστία, όσο και με τα γεγονότα της υπόθεσης, αντιβαίνουν προς την κοινή λογική, είναι αυθαίρετα και/ή αναιτιολόγητα και/ή εσφαλμένα και ότι έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ή σε άλλες περιπτώσεις δεν λαμβάνουν υπόψη δοθείσα μαρτυρία. Σημειώνουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλονται ξεχωριστά.

 

            Οι συνήγοροι των δύο πλευρών υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης που είχαν καταχωρίσει, κοινοποιώντας τη θέση τους αυτή στο Δικαστήριο ηλεκτρονικά και χωρίς να παρουσιαστούν ενώπιόν του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία ακρόασης.

 

            Έχει καταστεί σαφές ότι ο μοναδικός λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως την έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024


«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση κατηύθυνε σωστά τον εαυτό του για το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας και παρέθεσε σχετικά την ορθή νομολογία. Αξιολόγησε επίσης έναν έκαστο των μαρτύρων ξεχωριστά σε αρκετά μεγάλη έκταση στην απόφαση του και κατέγραψε με λεπτομέρεια τα σχόλια και παρατηρήσεις του. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις σελίδες 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10 της πρωτόδικης απόφασης σε ό,τι αφορά τον Μ.Ε.1, στις σελίδες 10, 11, 12, 13, 14, 15 και 16 σε ό,τι αφορά τον Μ.Ε.2, ενώ περαιτέρω στις σελίδες 16 και 17 της απόφασης του, προς ενίσχυση της θέσης του ότι υπήρχε προσπάθεια των Μ.Ε.1 και 2 να μην αποκαλύψουν στο Δικαστήριο τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και ανάφερε σημεία στα οποία εντόπισε διαφορές στη μεταξύ τους μαρτυρία αναφορικά με επίδικα θέματα. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 17‑19 της απόφασης του αναφέρεται στη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 και εξηγεί γιατί αποδέχεται τη δική τους μαρτυρία θεωρώντας τους ως μάρτυρες της αλήθειας, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι και στη δική τους μαρτυρία είχαν εντοπιστεί κάποια κενά και ελλείψεις, τα οποία όμως δεν αφορούν ουσιαστικά σημεία της υπόθεσης, στα οποία, παρέμειναν σταθεροί και ακλόνητοι.

 

            Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία των εναγόντων ως προς την ουσιαστική πτυχή της υπόθεσης, ποιος ανέλαβε να εκτελέσει τις ηλεκτρολογικές εργασίες στην ανεγειρόμενη τότε κατοικία του Μ.Ε.1 και της συζύγου του, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο οι ενάγοντες με τη μαρτυρία που προσκόμισαν πέτυχαν να αποδείξουν την έκταση των ηλεκτρολογικών εργασιών και το ύψος της αμοιβής που αξιώνουν ως εύλογη. Υιοθετώντας την αξιολόγηση που έκανε για τον Μ.Ε.2, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε επίσης τους Μ.Ε.3 και M.E.4, καταλήγοντας να αποδεχτεί τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 ως αληθή, σημειώνοντας όμως ότι τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν είναι ελλιπή και δεν δίνουν στο Δικαστήριο την πλήρη εικόνα αναφορικά με την περιγραφή των εργασιών που εκτελέστηκαν και παραπέμπει σε σχετική νομολογία αναφορικά με τα Τεκμήρια αυτά, τα οποία, σημειώνουμε, είναι τιμολόγια. Όσον αφορά τον M.E.4, η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως καταγράφεται με λεπτομέρεια και πλήρη αιτιολογία από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 22 και 23 της απόφασης. Σημειώνεται ότι οι Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες και το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία τους ορθά στη βάση της νομολογίας, την οποία και παρέθεσε, σύμφωνα με την οποία γίνεται η αξιολόγηση των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων.

           
            Ειδικότερα αναφορικά με τον Μ.Ε.1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε μεταξύ άλλων τα ακολούθα:
«Παρακολουθώντας τον να καταθέτει, παρατηρώντας την όλη στάση και συμπεριφορά του, δεν έχω πεισθεί ότι μαρτύρησε την αλήθεια. Και αυτό γιατί σε πολλές περιπτώσεις απέφευγε να απαντά ευθέως, προβάλλοντας γενικόλογους και ασαφείς ισχυρισμούς, ενώ σε άλλες δεν κατάφερε να μην περιπέσει σε αντιφάσεις... », σχετική είναι η σελίδα 5 της πρωτόδικης απόφασης. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχωρεί και παραθέτει παραδείγματα για τη θέση του ότι ο Μ.Ε.1 απαντούσε με ασάφεια και με γενικό τρόπο, όπως και παραδείγματα των αντιφάσεων τις οποίες σημειώνει. Οι σελίδες 6, 7, 8, 9 και 10 της πρωτόδικης απόφασης περιέχουν με λεπτομέρεια σημεία που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αυτή του τη θέση για τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 με πλήρεις λεπτομέρειες. Στη σελίδα 10 δε της απόφασης του καταλήγει ως ακολούθως: «Αναφορά τέλος πρέπει να γίνει και στη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του που ήταν τέτοια, σε συνδυασμό με όλα τα πιο πάνω, που δεν μου επιτρέπει να τον αποδεχτώ ως μάρτυρα της αλήθειας. Και αυτό γιατί σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της ένορκης του μαρτυρίας κοίταζε προς το δικηγόρο των εναγόντων ως να αναζητούσε βοήθεια, χειρονομούσε, μιλούσε έντονα και σε κάποια μάλιστα περίπτωση χτύπησε και τα χέρια του.»

 

            Σε ό,τι αφορά τον Μ.Ε.2, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα ακολούθα: «Ούτε αυτός με έπεισε για την αλήθεια των όσων προέβαλε. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει, παρατηρώντας την όλη στάση και συμπεριφορά του, σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν εξέθεσε τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν, αλλά με τον τρόπο που o ίδιος ήθελε να τα παρουσιάσει... », σχετική είναι η σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης. Αμέσως μετά από αυτή τη θέση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 10, 11, 12, 13, 14, 15 παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, όπως και απαντήσεις του σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, δικαιολογώντας τις καταλήξεις του ως προς την αξιολόγηση του Μ.Ε.2.

 

            Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο περαιτέρω προχώρησε στις σελίδες 16 και 17 της απόφασης του αντιπαραβάλλοντας μαρτυρία του Μ.Ε.1 και του Μ.Ε. 2 επί των ίδιων σημείων, η οποία παρουσιάζει διαφορές μεταξύ της, για να καταλήξει στην τελική του θέση για απόρριψη ολόκληρης της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, εκτός από το μέρος της μαρτυρίας τους που συνάδει με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.

 

            Παρόμοιο τρόπο αξιολόγησης ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και για τους Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 τους οποίους θεώρησε ως μάρτυρες της αλήθειας και των οποίων τη μαρτυρία αποδέχτηκε.

 

            Σε ό,τι αφορά τον Μ.Ε.3, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας, αναφορά έχει ήδη γίνει πιο πάνω στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε η μαρτυρία του τόσο η προφορική αλλά και η γραπτή, τα Τεκμήρια δηλαδή που κατέθεσε και δη το Τεκμήριο 9, όπως και ορθά αξιολόγησε ως εμπειρογνώμονα τον M.E.4 του οποίου τη μαρτυρία δεν δέχτηκε, αναφέροντας με λεπτομέρεια στις σελίδες 22 και 23 της απόφασης του τους λόγους. Συναφώς για τον Μ.Ε.4 και πάλι δικαιολόγησε την απόφαση του να απορρίψει τη μαρτυρία του, παραπέμποντας σε σημεία της μαρτυρίας του και στην όλη στάση του ενώ κατέθετε στο Δικαστήριο.

 

            Η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ορθή και καθαρή εικόνα που φτάνει μέχρι το σημείο της σύγχυσης σε σχέση με την ιδιότητα των μαρτύρων, αλλά και σε σχέση με τη μαρτυρία που έδωσαν, και αναφέρεται ειδικότερα στην αξιολόγηση του Μ.Ε.1, δεν είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει σαφέστατα ποιος ήταν ο Μ.Ε.1, ιδιοκτήτης μαζί με τη σύζυγο του της επίδικης εξοχικής κατοικίας στην οποία εκτελέστηκαν οι επίδικες ηλεκτρολογικές εργασίες, και σε καμία περίπτωση δεν τον θεωρεί ως διευθυντή των εναγόντων‑εφεσειόντων, ως αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος τους. Στη δε σελίδα 7 της πρωτόδικης απόφασης, είναι ξεκάθαρη η αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι ο Μ.Ε.2 που είναι διευθυντής των εναγόντων, κάτι που φαίνεται και στη σελίδα 10 της απόφασης του. Επομένως, πέραν του ότι το βασικό επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγόντων‑εφεσειόντων είναι ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε εσφαλμένα, θέση με την οποία διαφωνούμε, είναι έκθετος σε απόρριψη και ο ισχυρισμός του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο που αξιολογούσε τη μαρτυρία είχε λανθασμένη εικόνα και άποψη για το ποιος είναι ποιος και την ιδιότητα του κάθε μάρτυρα, κάτι που επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου, τόσο έναντι του μάρτυρα, όσο και έναντι της μαρτυρίας του.

 

            Με την αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων προσπαθεί, απομονώνοντας σημεία της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, να τα ερμηνεύσει με τον τρόπο που να ευνοείται βεβαίως η πλευρά των εναγόντων‑εφεσειόντων και να αποδώσει στο πρωτόδικο Δικαστήριο είτε αμέλεια, είτε αδιαφορία, είτε σύγχυση, είτε επιπολαιότητα κατά το στάδιο της αξιολόγησης. Οι θέσεις αυτές δεν ευσταθούν. Όπως έχει με λεπτομέρεια αναφερθεί πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στο μεγαλύτερο μέρος της απόφασης του ασχολείται διεξοδικά με τον κάθε μάρτυρα που έδωσε ενώπιόν του μαρτυρία και αναφέρει συγκεκριμένα τους λόγους για τους οποίους απορρίπτει τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 αναφορικά με το κύριο και επίδικο σημείο, ποιο πρόσωπο ανέθεσε στους ενάγοντες τη συνέχιση και ολοκλήρωση των ηλεκτρολογικών εργασιών και ποιος οφείλει να τους πληρώσει, και αιτιολόγησε την απόφαση του για κάθε ένα εξ αυτών και για κάθε σημείο της απόρριψης της μαρτυρίας τους, παραπέμποντας και στα πρακτικά, αλλά και αναφέροντας και ασάφειες και ασυνέπειες που παρουσιάστηκαν στη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών που κατά την άποψη του ήταν σημαντικές και καίριες.

 

            Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο συνήγορος των εφεσειόντων αποδίδει στο Δικαστήριο ότι δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία και ούτε μπήκε στη διαδικασία να αξιολογήσει συγκεκριμένα γεγονότα και στοιχεία, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι εάν το έπραττε θα ήταν εντελώς διαφορετική η ετυμηγορία του. Αποδίδει επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο σταχυολόγηση κάποιων σημείων της μαρτυρίας και μάλιστα με επιλεκτικό τρόπο από τον οποίο «Αναδύεται μία σαφής μεροληπτική στάση και προκατάληψη προς όφελος των εναγομένων και εναντίον των εναγόντων, προκαλώντας την αίσθηση ότι για το «ζύγισμα» της μαρτυρίας χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά». Δεν ευσταθούν αυτές οι θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως φαίνεται από την τεκμηριωμένη του απόφαση, δεν ενήργησε καθόλου μεροληπτικά. Αντίθετα, παρέθεσε σχεδόν όλη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του από τον κάθε μάρτυρα και αιτιολόγησε το συμπέρασμα της αξιολόγησης του για κάθε ένα από αυτούς με περισσή προσοχή.

 

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, ουσιαστικά στην αγόρευση του προβαίνει ο ίδιος σε αξιολόγηση των μαρτύρων με δεδομένα όπως o ίδιος αντιλαμβάνεται, τα οποία  δεν αποτελούν ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υπενθυμίζουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλονται, ειδικά τα σημεία που αφορούν τις θέσεις του Δικαστηρίου επί των Τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιόν του. Όπως αναφέραμε και στην πρόσφατη απόφαση μας Εργοληπτική Εταιρεία ΚΩ.ΜΙ.ΚΩ. Λτδ ν. Α. Τρυφωνίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2018, ημερ.31.5.2024:

 

«Όπως έχει καθιερωθεί στη σχετική νομολογία (Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1486, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.α. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ.734, Φυλακτού v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 321) η απουσία αμφισβήτησης από τη πλευρά των εφεσειόντων των συγκεκριμένων μερών της πρωτόδικης απόφασης, αφήνει την πρωτόδικη απόφαση ανέπαφη και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά η έφεση να θεωρηθεί αλυσιτελής.

 

Στην Polytropo Advertising Ltd (ανωτέρω) που αφορούσε έφεση εναντίον ακυρώσεως προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε με μονομερή αίτηση, αποφασίστηκε ότι τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο για δημιουργία παραπλανητικής εικόνας από τους εφεσείοντες αποτελούσαν αυτοτελή λόγο ακύρωσης. Η μη προσβολή τους με έφεση τα άφηνε άθικτα με συνέπεια να καθίστατο αλυσιτελής η έφεση έστω και αν οι προβληθέντες δύο λόγοι της έφεσης ήθελαν αποφασιστεί υπέρ των εφεσειόντων.  Επομένως η διατύπωση της άποψης επί των δύο προβληθέντων λόγων έφεσης θα καθίστατο ακαδημαϊκό εγχείρημα, πλην όμως τα δικαστήρια δεν συνηθίζουν να αποφαίνονται επί ακαδημαϊκών θεμάτων. Περαιτέρω στη Marketrends Insurance Ltd (ανωτέρω), που αφορούσε αγωγή για απαίτηση καθορισμένου ποσού χρημάτων, αποφασίστηκε ότι παρόλο που ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβλήθηκε ευσταθούσε, η έφεση απορρίφθηκε για το λόγο ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μοναδική μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα/ενάγουσα προς υποστήριξη της απαίτησης της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και εξ ακοής, δεν εφεσιβλήθηκε με αποτέλεσμα να παραμένει ισχυρό. Τέλος, στην Φυλακτού (ανωτέρω) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πράξη είναι βεβαιωτική δεν προσβάλλεται και συνεπώς το Δικαστήριο αδυνατεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να εξετάσει αν πράγματι οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να προβούν σε νέα έρευνα ή όχι.»

 

            Καταληκτικά δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, ανέλυσε και αξιολόγησε τελικά τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων, ακόμα και αυτών που αφορούσαν το ύψος της απαίτησης μετά που αποφάσισε να απορρίψει την απαίτηση των εναγόντων‑εφεσειόντων και αιτιολόγησε πλήρως κάθε σημείο της απόφασης του και τους λόγους που το οδήγησαν σε αυτό. Υπάρχει τεκμηρίωση των θέσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου τόσο για τις ασάφειες και τις αντιφάσεις που εντόπισε οι οποίες δημιούργησαν, όπως και το ίδιο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, απορίες. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντοπίζει και καταγράφει διαφοροποιήσεις των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 στη μαρτυρία τους, όπως επίσης λαμβάνει υπόψη του στην αξιολόγηση τους την όλη στάση που τήρησαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, προτού καταλήξει σε συμπεράσματα.

 

            Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο μοναδικός λόγος έφεσης που προβάλλεται απορρίπτεται στην ολότητα του. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.200 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

                                                            ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                            ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
     

 

                                                            Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

                                               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο