ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 5/23)

                                               i-justice 

 

 7 Ιουνίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΙΤΣΙΟΣ, ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ/στές]

                  

 

Α. Χ. Β.

Εφεσείων

ν.

Μ. Γ. Μ.    

 

Μάριος Κοκωνάς για Α. Χρίστου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για εφεσείοντα.

Γεωργία Γεωργίου και Στέλλα Δεκατρή για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητη.

                  

         

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 13/10/2013 από τον οποίον απέκτησαν 2 τέκνα. Ως αποτέλεσμα της διάστασης που επήλθε μεταξύ τους στις 12/12/2021, η εφεσίβλητη καταχώρησε στις 5/5/2022 αίτηση, με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος που να καθορίζει τη συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή των τέκνων τους, ηλικίας 7 και 2 ετών.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία, εξέδωσε την υπό κρίση απόφαση, καθορίζοντας την αναλογία της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης, σε 62% και 38% αντίστοιχα. Στη βάση αυτής της αναλογίας και έχοντας υπόψη τα έξοδα διατροφής των ανηλίκων, εξέδωσε απόφαση με την οποία διατάσσεται ο εφεσείων όπως καταβάλει €236,00 ως έξοδα διατροφής για έκαστο τέκνο του, ήτοι συνολικά €472,00 μηνιαίως. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο, διέταξε όπως ο εφεσείων από τις 5/5/2022, καταβάλλει μηνιαίως το 62% των εξόδων της ασφάλειας υγείας των τέκνων του, της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης που δεν καλύπτεται από σχέδιο υγείας και από την ασφάλεια υγείας, των θεραπειών και των δραστηριοτήτων που παρακολουθεί ο υιός των διαδίκων και των εξόδων φοίτησης στο νηπιαγωγείο της θυγατέρας τους.

 

Ο εφεσείων με 4 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με τον 1ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη έχει κατά μέσο όρο μηνιαίο εισόδημα που ανέρχεται στο ποσό των €1.375,00.

 

Σημειώνεται ότι η εφεσίβλητη υποστήριξε πρωτοδίκως ότι το μηνιαίο εισόδημα που λαμβάνει από την εργασία της, ανέρχεται στο ποσό των €1.250,00 που με τις υπερωρίες αν υπάρχουν, μπορεί να ανέλθει στο ποσόν των €1.500,00. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα μαρτυρία, καθόρισε τα €1.375,00 που είναι ο μέσος όρος των πιο πάνω ποσών, ως το μηνιαίο εισόδημα της εφεσίβλητης.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το μηνιαίο εισόδημα της εφεσίβλητης θα έπρεπε να καθοριστεί στο ποσόν των €1.500,00, λόγω των υπερωριών που παραδέχθηκε ότι εργάζεται και ως εκ τούτου, είναι εσφαλμένη η αναλογία του 62% για τον εφεσείοντα και του 38% για την εφεσίβλητη που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με τα εισοδήματα των διαδίκων.

 

Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με την μαρτυρία της εφεσίβλητης την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο μισθός της ανέρχεται σε €1.250,00 μηνιαίως και θα μπορούσε να αυξηθεί σε €1.500,00, μόνον όταν είχε την δυνατότητα να εργασθεί υπερωριακά. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη εργαζόταν υπερωρίες σε μόνιμη βάση ώστε να δικαιολογείται εύρημα για μηναίο μισθό €1.500,00. Αντιθέτως, προκύπτει από την μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι δεν είχε τέτοια δυνατότητα για μόνιμες υπερωρίες, ιδιαίτερα μετά την διάσταση αφού ανέλαβε αποκλειστικά την φροντίδα των ανηλίκων τέκνων της.

 

Παρόλα αυτά, η πιθανότητα να εργαστεί υπερωριακά όχι σε μόνιμη βάση αλλά όποτε θα είχε την δυνατότητα, οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να καθορίσει τον μέσο όρο του εισοδήματος της, σε €1.375,00 μηνιαίως. Κατάληξη, που θεωρούμε υπό τας περιστάσεις εύλογη και δικαιολογημένη και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον 2ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το επίδομα τέκνου που λαμβάνει η εφεσίβλητη ύψους €345,00 ετησίως, προκειμένου είτε αυτό να συνυπολογιστεί στα εισοδήματά της είτε να αφαιρεθεί από τις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η πίστωση του επιδόματος αυτού στα εισοδήματα της εφεσίβλητης, επιφέρει την αύξηση τους με ποσό που αντιστοιχεί σε €28,75 μηνιαίως. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη θέση του εφεσείοντος ότι τα έσοδα της εφεσίβλητης από τον μισθό της ανέρχονται σε €1.500,00 μηνιαίως, μεταβάλλει έτι περαιτέρω το ποσοστό που αρμόζει στη συνεισφορά του, για διατροφή των ανήλικων τέκνων του. Κατά συνέπεια, είναι εσφαλμένο κατά τον εφεσείοντα, το ποσοστό του 62% που επιδικάστηκε πρωτοδίκως ως η δική του συνεισφορά.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, σε υποθέσεις αιτήσεων διατροφής τα ποσά που εισπράττει η μητέρα ως επιδόματα, θα πρέπει να υπολογίζονται έναντι των εισοδημάτων της (βλ. Ε. Σ. v. Ε. Σ., Έφεση Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου αρ. 17/2019, ημ. 5/2/2021).

 

Εξετάζοντας με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη στην πρωτόδικη διαδικασία δεν αρνήθηκε ότι λαμβάνει το πιο πάνω επίδομα τέκνου. Εντούτοις και παρότι δεν γίνεται σαφής αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση για επίδομα τέκνου, προκύπτει ότι αυτό λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό των εισοδημάτων της εφεσίβλητης και τον καθορισμό της συμμετοχής της, σε ποσοστό 38% στα έξοδα των ανηλίκων.

 

Είναι ορθή επί του προκειμένου η επισήμανση της συνηγόρου για την εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσης της, παρουσιάζοντας μάλιστα και τον σχετικό μαθηματικό τύπο, ότι χωρίς την συμπερίληψη του επιδόματος, η συνεισφορά της εφεσίβλητης θα ανερχόταν σε 37% και ότι μόνο μετά από τον συνυπολογισμό και του εν λόγω επιδόματος στα εισοδήματα της, το ποσοστό συνεισφοράς της, ανήλθε σε 38%.

 

Ως εκ τούτου και ο 2ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη ότι η εισοδηματική ικανότητα των διαδίκων, δικαιολογεί την συνεισφορά τους σε 62% για τον εφεσείοντα και 38% για την εφεσίβλητη.

 

Επαναλαμβάνονται στην αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης, οι ισχυρισμοί για λανθασμένο εύρημα ως προς τα εισοδήματα της εφεσίβλητης με την μη συμπερίληψη σε αυτά, των υπερωριών και του επιδόματος τέκνου. Είναι σαφές ότι αυτός ο λόγος έφεσης συνδέεται με τους δύο προηγούμενους, οι οποίοι αφορούν παράπονα του εφεσείοντα ως προς τον καθορισμό των εισοδημάτων της εφεσίβλητης και του επιδικασθέντος ποσοστού της συνεισφοράς των διαδίκων, στα έξοδα των τέκνων τους.

 

Για τους ίδιους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω κατά την εξέταση των δύο πρώτων λόγων έφεσης, και ο 3ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον 4ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται για την επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον του. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η τελική απόφαση του Δικαστηρίου είναι πιο κοντά στις δικές του θέσεις, όπως προωθήθηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η επιδίκαση των εξόδων εναντίον του. Το Άρθρο 43 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, καθορίζει ως ακολούθως την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στην επιδίκαση εξόδων αστικής δικαστικής διαδικασίας:

 

«Εξουσία επιδικάσεως εξόδων

43. Τα έξοδα οιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμενα προς αυτήν, ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, θα τελούν υπό την διακριτικήν εξουσίαν του δικαστηρίου και το δικαστήριον θα έχη πλήρη εξουσίαν να αποφασίζει υπό τινός και κατά τίνα έκτασιv τα τοιαύτα έξοδα θα πληρωθώσι.»

 

Σύμφωνα με την νομολογία, το αποτέλεσμα της δίκης συνιστά τον βασικό παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για επιδίκαση των εξόδων. Σχετική είναι η απόφαση Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ., 1566 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η έκδοση διαταγής για τα έξοδα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Γνώμονα για την άσκηση της, αποτελούν τα γεγονότα της υπόθεσης κυρίως το αποτέλεσμα. Όταν δεν συντρέχουν ικανοί λόγοι προς το αντίθετο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα (Βλ. Eleftheriou ν. Rousou and Another (1958) 23 C.L.R. 191, Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646, Ζαβρού ν. Μιχαηλίδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 477 και Χαψή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1403). Επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε σχέση με τα έξοδα, χωρεί μόνο όπου η διακριτική ευχέρεια δεν έχει ασκηθεί με τρόπο δικαστικό και έχει επομένως σημειωθεί παράβαση Νόμου ή όπου το διάταγμα για τα έξοδα είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή όπου ο εφεσείων έχει νωρίς επαρκή λόγο διαταχθεί να πληρώσει έξοδα τα οποία έχει δημιουργήσει η άλλη πλευρά (Βλ. Eleftheriou, πιο πάνω, και Δ.35θ.20 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).»

 

Η εν λόγω νομολογιακή αρχή, υιοθετήθηκε από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που για το Εφετείο τέθηκαν σε ισχύ από 3.7.2023. Σύμφωνα με το Μέρος 39.2 των Κανονισμών του 2023, ο γενικός κανόνας είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντος διαδίκου. Όμως, λαμβάνεται επίσης υπόψη και η γενικότερη συμπεριφορά των διαδίκων πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, όπως μεταξύ άλλων, ο τρόπος με τον οποίο ένας διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεσή του και επίσης κατά πόσον διάδικος που πέτυχε στην απαίτηση του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς τις αξιώσεις του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, επιτυχών διάδικος είναι χωρίς αμφιβολία η εφεσίβλητη, η οποία πέτυχε στην αξίωση της για έκδοση διατάγματος συνεισφοράς του εφεσείοντα στα έξοδα των ανηλίκων τέκνων τους. Δεν συμφωνούμε με την θέση που προέβαλε ο εφεσείων ότι η έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου, είναι πιο κοντά στις δικές του θέσεις και ότι η εφεσίβλητη υπερέβαλε στην απαίτηση της για το αξιούμενο από αυτήν ποσόν διατροφής.

 

Σημειώνεται ότι με την αίτηση της, η εφεσίβλητη ζητούσε συνεισφορά  του εφεσείοντα στα έξοδα των τέκνων τους. Ο εφεσείοντας με την υπεράσπιση του, αρνήθηκε το ύψος των εξόδων που η εφεσίβλητη προέβαλε και πρότεινε την πληρωμή ποσού €300,00 μηνιαίως για τα έξοδα διατροφής των δύο τέκνων του, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσόν των €600,00 συμπεριλαμβανομένης και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αναφορικά με τα υπόλοιπα έξοδα, ο εφεσείων, πρότεινε στην υπεράσπιση του να πληρώνονται επίσης εξ’ ημισείας, ανεξαρτήτως εισοδημάτων του κάθε διαδίκου, ενώ αμφισβήτησε τα έξοδα λογοθεραπείας που η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι παρακολουθεί ο υιός των διαδίκων. Σημειώνεται επιπλέον ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο εφεσείων αμφισβήτησε έντονα το ύψος των εισοδημάτων του αλλά και τα εισοδήματα της εφεσίβλητης, όπως τα προσδιόρισε η εφεσίβλητη στην αίτηση της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα, καθόρισε τα έξοδα διατροφής σε €380,00 για κάθε ανήλικο και όχι σε €300,00 όπως αρχικά εισηγήθηκε ο εφεσείων. Απέρριψε επίσης την θέση του εφεσείοντα για πληρωμή των εξόδων εξ’ ημισείας. Αντιθέτως, καθόρισε την εισοδηματική αναλογία των διαδίκων σε 62% για τον εφεσείοντα και σε 38% για την εφεσίβλητη, διατάσσοντας τον εφεσείοντα να καταβάλει το ποσόν των €472,00 μηνιαίως για την διατροφή των τέκνων του, που αναλογεί στο ποσοστό του 62% των εν λόγω εξόδων.

 

Ο εφεσείων διατάχθηκε επιπλέον να πληρώνει την αναλογία του 62% και όχι εξ’ ημισείας όπως ζητούσε, για τα έξοδα  της ασφάλειας υγείας των τέκνων του, της ιατροφαρμακευτικής τους περίθαλψης που δεν καλύπτεται από σχέδιο και ασφάλεια υγείας, αλλά και των θεραπειών και των δραστηριοτήτων που παρακολουθεί ο υιός των διαδίκων και των εξόδων φοίτησης στο νηπιαγωγείο της θυγατέρας τους. Το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας κατά την μαρτυρία του εφεσείοντα, έγινε εισήγηση από τον ίδιο για την πληρωμή του ποσού των €470,00 μηνιαίως για τα έξοδα διατροφής, δεν αλλοιώνει τις πιο πάνω διαπιστώσεις. Αυτό, γιατί ο εφεσείων εξακολουθούσε να θεωρεί ότι τα υπόλοιπα έξοδα θα πρέπει να πληρώνονται εξ’ ημισείας και επέμενε να αμφισβητεί τα εισοδήματα της εφεσίβλητης και το ποσοστό που του αναλογούσε στα έξοδα των ανηλίκων.

 

Να σημειωθεί ότι η εισοδηματική αναλογία που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τις αιτιάσεις του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία, συνεχίζει να αμφισβητείται από τον εφεσείοντα μέχρι και σήμερα, στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Υπό τας περιστάσεις, αδυνατούμε να αντιληφθούμε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη δεν είναι η επιτυχούσα διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία, αφού πλείστες από τις θέσεις που προέβαλε πρωτοδίκως, έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο, ενώ οι αντίστοιχες θέσεις του εφεσείοντα, απορρίφθηκαν. Ούτε εντοπίζεται κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οιαδήποτε συμπεριφορά της αιτήτριας για καθυστέρηση και δημιουργία αχρείαστων εξόδων ή υπερβολή στην προώθηση των αξιώσεων της που να δικαιολογεί μη επιδίκαση των εξόδων υπέρ της.

 

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης στα πλαίσια του 4ου λόγου έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιδίκαση των εξόδων εναντίον του, περιοριζόμενο να αναφέρει ότι αυτά επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, «ενόψει της κατάληξης» της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Ούτε αυτή η θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Παραθέτουμε επί του προκειμένου, το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την υπόθεση Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Δ.Δ 389, στο οποίο μας παρέπεμψε η συνήγορος για την εφεσίβλητη:

 

«Η απονομή των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η ευχέρεια ασκείται δικαστικά με γνώμονα, ως κύριο μέτρο, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο βαθιά θεμελιωμένη είναι η αρχή αυτή στην αστική διαδικασία, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ώστε να μη δίδονται κατά κανόνα λόγοι (εξυπακούονται) για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όταν η διαταγή για τα έξοδα συνάδει με την αρχή αυτή».

 

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να αιτιολογήσει την απόφαση του να επιδικάσει τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης αφού ήταν σαφές ότι αυτή ήταν η επιτυχούσα διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία.

 

Αυτό που όφειλε δυνάμει του Άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 να πράξει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν να ασκήσει δικαστικά τη διακριτική του εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων. Και αυτό  έπραξε, επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, της οποίας η αίτηση έγινε αποδεκτή και διατάσσοντας όπως αυτά πληρωθούν από τον εφεσείοντα, του οποίου οι ισχυρισμοί τόσον ως προς την εισοδηματική αναλογία των διαδίκων όσον και ως προς το ύψος των εξόδων των ανηλίκων τέκνων τους, απορρίφθηκαν.

 

Είναι προφανές ότι η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, δεν αντίκειται στον Νόμο και στην προαναφερθείσα νομολογία ώστε να χωρεί επέμβαση του Εφετείου. Αντιθέτως, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια ως προς τα έξοδα, στην βάση των ενώπιον του δεδομένων.

 

Ως αποτέλεσμα και ο 4ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.100,00 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

                              Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

                              Δ. Κίτσιος, Δ.

 

 

 

                              Μ. Αμπίζας Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο