ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2019)

 

11 Ιουνίου 2024

 

[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,  Δ/στες]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,

Εφεσείων

v.

 

GORDIAN HOLDINGS LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Θ. Αναστασιάδης για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης και Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα

Π. Μακρίδης με Λ. Σάββα (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ. Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απέρριψε αίτηση/έφεση των εφεσειόντων. Ζητείτο, με την εν λόγω διαδικασία, ο παραμερισμός Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ και ο σκοπούμενος με αυτήν πλειστηριασμός ενυπόθηκου ακινήτου των εφεσειόντων.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε. Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αποδίδουν σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση να απορρίψει τη θέση του εφεσείοντα ότι η επίδικη Ειδοποίηση κατά τον Τύπο ΙΑ δεν πληροί τις απαιτούμενες, κατά τον προβλεπόμενο τύπο και περιεχόμενο, προϋποθέσεις (1ος λόγος) και ότι η εν λόγω ειδοποίηση, για να είναι σύμφωνη με το δείγμα του Δεύτερου Παραρτήματος, πρέπει να αναγράφεται σ’ αυτήν το οφειλόμενο ποσό καθώς και το ποσό – και όχι το ποσοστό – του τόκου, ώστε ο οφειλέτης να γνωρίζει το ακριβές ποσό που θα πρέπει να πληρώσει (2ος λόγος). Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η πρωτόδικη απόφαση ότι ο πρώτος εγειρόμενος λόγος παραμερισμού δεν ευσταθεί, ενώ, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση ότι η προσβληθείσα ειδοποίηση δεν είναι άκυρη διότι δεν συνιστά ακραίας μορφής κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων. Με τον έκτο λόγο έφεσης, αποδίδεται σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση ότι ουδείς από τους λόγους παραμερισμού της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ, που ο εφεσείων προέβαλε, ευσταθεί.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων.

 

Λόγω της συνάφειας τους, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 εξετάζονται παράλληλα. Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, από την αιτιολογία των δύο αυτών λόγων έφεσης (εξειδικευμένη αναφορά στις σελίδες 8 και 9 της πρωτόδικης απόφασης, στον πρώτο λόγο και ρητό λεκτικό της αιτιολογίας, στον δεύτερο), αλλά και τη σχετική επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, προκύπτει ότι το τι αυτοί αναδεικνύουν αφορά την ασυμφωνία της επίδικης Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ με το προνοούμενο, στο Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου 9/65, δείγμα, λόγω της περιγραφής του του τόκου, αντί της αναγραφής του ποσού του οφειλόμενου τόκου.

 

Επί του προκειμένου, στο σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρονται τα εξής:

 

«Με την αγόρευση του ο συνήγορος του Αιτητή προέβαλε ακόμη ένα θέμα. Διαφορετικό από τα άλλα και από εκείνα που εγείρονται με τους λόγους έφεσης. Ότι στην ειδοποίηση Τύπου «ΙΑ», για να είναι αυτή σύμμορφη με το δείγμα του Δεύτερου Παραρτήματος, πρέπει να αναγράφεται το οφειλόμενο ποσό καθώς και το ποσό – και όχι το ποσοστό – του τόκου ώστε οφειλέτης να γνωρίζει το ποσό που θα πρέπει να πληρώσει. Ενώ στην επίδικη ειδοποίηση καταγράφεται το οφειλόμενο ποσό και το ποσοστό επιτοκίου.

Παρατηρείται ότι το θέμα τούτο δεν εγέρθηκε στους λόγους έφεσης. Αν θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τη γενική αναφορά του μη συμβατού με τον τύπο και το περιεχόμενο, όμως δεν υποστηρίχθηκε ούτε έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην ένορκη δήλωση του Αιτητή, όπως έγινε για τα υπόλοιπα τα οποία τόνισε και συγκεκριμενοποίησε. Συνεπώς δεν εξετάζεται.»

 

           Μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της πλευράς του εφεσείοντα ότι το πιο πάνω ζήτημα καλύπτετο από την πρωτόδικη αίτηση και ένορκη δήλωση. Συγκεκριμένα, ο λόγος έφεσης 5 στην πρωτόδικη αίτηση/έφεση και η παράγραφος 8.5 στην ένορκη δήλωση που την υποστήριζε, προβάλλουν ότι η προσβληθείσα ειδοποίηση δεν πληροί τις απαιτούμενες κατά τον προβλεπόμενο τύπο και περιεχόμενο προϋποθέσεις. Η γενικότητα στην αναφορά και η ταύτιση του λεκτικού με τον προβλεπόμενο στο Νόμο πιθανό λόγο προσβολής της ειδοποίησης, δεν αναιρεί το ότι η φράση αποδίδει ένα γεγονός. Η δε υπό κρίση ειδοποίηση, αυτούσια, επισυνάφθηκε στην αίτηση και ένορκη δήλωση, επομένως, τέθηκε, ως μαρτυρία, ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

          Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα προβληθέντα, από τον εφεσείοντα, περί λανθασμένων αναφορών, για τα οποία αναμενόταν και απαιτείτο συγκεκριμένη αναφορά γεγονότος, ώστε να διαφαινόταν το λάθος, επί του προκειμένου, σε επίπεδο πραγματικού υποβάθρου, η αίτηση και η ένορκη δήλωση δεν υπολείπονταν σε οτιδήποτε του, έστω κατ’ ελάχιστον, απαραίτητου. Ο επικαλούμενος λόγος έφεσης και η βάση του τέθηκε με τον λόγο έφεσης 5 στην αίτηση/έφεση. Η αναφορά αυτή, έστω χωρίς συγκεκριμενοποίηση της ασυμφωνίας της ειδοποίησης με τον προβλεπόμενο τύπο, έγινε με την παράγραφο 8.5 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης/έφεσης. Η δε υπό κρίση Ειδοποίηση κατά τον Τύπο ΙΑ, το περιεχόμενο της οποίας θα αποδείκνυε, ή όχι, την ασυμφωνία αυτή, επισυνάφθηκε στα έγγραφα της διαδικασίας. Επομένως, όσον αφορά το πραγματικό υπόβαθρο, δεν απαιτείτο οτιδήποτε άλλο, ώστε να δύναται το πρωτόδικο Δικαστήριο, να εξετάσει τον εγειρόμενο λόγο έφεσης. Το δε εγειρόμενο σημείο εξηγήθηκε, μέσω της επιχειρηματολογίας, στην τελική αγόρευση. Δεν επρόκειτο για εισαγωγή μαρτυρίας μέσω της αγόρευσης, κάτι που, ως γνωστό, δεν επιτρέπεται. Επρόκειτο για ανάπτυξη επιχειρηματολογίας επί εγερθέντος σημείου.

 

          Φρονούμε ότι, έστω και αν η πλευρά του εφεσείοντα θα μπορούσε να είχε συγκεκριμενοποιήσει το σημείο, ως έπραξε με άλλα θέματα, η περίπτωση ήταν τέτοια που το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα αντί να καταλήξει ότι, λόγω μη υποστήριξης του, ή ύπαρξης αναφοράς στην ένορκη δήλωση, το θέμα δεν εξετάζεται.

 

          Καθίσταται αντιληπτό ότι η κατάληξη μας αυτή κρίνει ως βάσιμους τους λόγους έφεσης 1 και 2 και μερικώς, τουλάχιστον, τον λόγο έφεσης 6, υπό την έννοια της μη ύπαρξης πρωτόδικης κρίσης επί του ως άνω αναφερόμενου εγερθέντος ζητήματος. Ακολουθεί ότι θα πρέπει να αποφασίσουμε κατά πόσο θα πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Είναι γεγονός ότι, παρά την εδώ και χρόνια θέσπιση των σχετικών νομοθετικών προνοιών, από πλευράς νομολογίας, το εγειρόμενο ζήτημα δεν έχει αποφασιστεί από το Εφετείο.

 

          Όπως λέχθηκε στην Trafalgar Developments Ltd κ.α. ν. Uralchem Holdings P.L.G. κ.α., ECLI:CY:AD:2019:A49, Πολιτική Έφεση 331/2017, ημερομηνίας 21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:A49, «Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι αυτό που καθοδηγεί κατά πόσο μία τέτοια υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί από το Εφετείο ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο.» Η παρέλευση τέτοιου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την εκδίκαση της πρωτόδικης διαδικασίας, η φύση του ζητήματος προς απόφανση και η έλλειψη δεσμευτικής νομολογίας επί αυτού δεν μας αφήνουν αμφιβολία για το ότι η ορθότερη, υπό τας περιστάσεις, απόφαση είναι όπως το ζήτημα κριθεί από το Εφετείο.

 

          Αφετηρία, επί του προκειμένου, θα πρέπει να αποτελέσουν οι πρόνοιες του Άρθρου 44(Γ) του Ν. 9/65, με βάση τις οποίες ο ενυπόθηκος οφειλέτης, καθώς και οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος, στο οποίο έχει επιδοθεί Ειδοποίηση κατά τον Τύπο ΙΑ, δύναται να επιδιώξει, μέσω αίτησης/έφεσης, τον παραμερισμό αυτής της ειδοποίησης για τη σκοπούμενη πώληση, στη βάση συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι, περιοριστικά, αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο.

 

Ο πρώτος τέτοιος λόγος είναι αν η επιδοθείσα ειδοποίηση δεν πληροί τις απαιτούμενες κατά τον προβλεπόμενο τύπο και περιεχόμενο, προϋποθέσεις. Από την εν λόγω πρόνοια, καθίσταται προφανής η πρόθεση του νομοθέτη να αποδώσει σημασία στην ακριβή ταύτιση της ειδοποίησης που αποστέλλεται στον ενυπόθηκο οφειλέτη, με τον προβλεπόμενο τύπο.

 

Από τον προβλεπόμενο Τύπο ΙΑ, ως τίθεται στο σχετικό Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου 9/65, προκύπτει ότι, ως ο νομοθέτης προνόησε, θα πρέπει να γίνεται αναφορά και συγκεκριμενοποίηση στο ποσό το οποίο κατέστη απαιτητό, δυνάμει της υπό αναφοράς υποθήκης, στο ποσό του τόκου (αντί περιγραφής του τόκου), καθώς επίσης και στο ποσό των εξόδων.  Αυτό συνάγεται από το ότι προνοείται: «Το ποσό το οποίο κατέστη απαιτητό δυνάμει της πιο πάνω Υποθήκης ανέρχεται στο ποσό των €………….., πλέον τόκος €…………….. πλέον έξοδα €…………. .» Άλλωστε, κάτι τέτοιο συνάδει και με τη λογική ότι, στο πλαίσιο της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ, το οφειλόμενο ποσό που αφορά η σκοπούμενη εκποίηση έχει ήδη συγκεκριμενοποιηθεί (ως αναφέρει και η ειδοποίηση) σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Η ενδεχόμενη προσθήκη μεταγενέστερων τόκων δεν αναιρεί τα πιο πάνω. Η εν λόγω διαπίστωση, πέραν της ξεκάθαρης νομοθετικής πρόνοιας, υποστηρίζεται και από τη διαφορετική πρόθεση του νομοθέτη στα όσα καθόρισε ως απαιτούμενα στην Ειδοποίηση κατά τον Τύπο Ι, όπου, αναφορικά με τον τόκο προβλέπεται: «…, πλέον τόκοι επί ……….. προς …………… επί τοις εκατόν από της, …».

 

          Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να αντικαταστήσει την πρόθεση του νομοθέτη με το τι το ίδιο κρίνει ότι είναι ή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η πρόθεση αυτή. Το θέμα δεν μπορεί να αναχθεί σε θέμα τυπολατρίας, αφού αυτό προβλέπει ο νόμος. Μη συμμόρφωση με τον τύπο αποτελεί λόγο παραμερισμού της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σχετικό Τεκμήριο, η Ειδοποίηση κατά τον Τύπο ΙΑ, η οποία αφορά το ενυπόθηκο χρέος, αναφέρεται σε ποσό το οποίο κατέστη απαιτητό δυνάμει της αναφερόμενης υποθήκης, σε ποσό εξόδων €0,00, αλλά σε περιγραφή καθορισμού του οφειλόμενου τόκου χωρίς συγκεκριμενοποίηση ποσού.

 

Το δικαίωμα του εφεσείοντα – ενυπόθηκου οφειλέτη να ζητήσει διευκρινήσεις, ή το ενδεχόμενο επιχείρημα ότι το ποσό του τόκου ήταν υπολογίσιμο με βάση την αναφορά, δεν αναιρεί το καθορισμένο περιεχόμενο του Τύπου ΙΑ, ούτε την υποχρέωση συμμόρφωσης με αυτό. Ούτε, ασφαλώς, αφαιρεί από τον εφεσείοντα το δικαίωμα να προβάλει την εν λόγω μη συμμόρφωση, ως λόγο παραμερισμού της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ.

 

Αναπόφευκτα, στη βάση των εν λόγω νομοθετικών προνοιών, προκύπτει ότι η επιδοθείσα ειδοποίηση δεν πληρούσε τις απαιτούμενες, κατά τον προβλεπόμενο τύπο και περιεχόμενο, προϋποθέσεις.  Θεώρηση με βάση την οποία θα μπορούσε να κριθεί ότι τα αναφερόμενα στην ειδοποίηση, από μόνα τους ή σε συνδυασμό με οτιδήποτε άλλο, ικανοποιούν τα απαιτούμενα, θα τροποποιούσε τα όσα με σαφή τρόπο προνόησε ο Νομοθέτης.

 

Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά προφανές ότι η υπό κρίση αίτηση/έφεση θα έπρεπε να έχει επιτυχή κατάληξη. Κάτι που καθιστά αχρείαστη τη, σε ακαδημαϊκό, πλέον, επίπεδο, ενασχόληση μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Η παρούσα έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο παραμερίζεται η Ειδοποίηση Τύπου ΙΑ, ημερομηνίας 23.8.2018. 

 

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης. Τα πρωτόδικα έξοδα καθορίζονται να είναι ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται στο ποσό των €5.400.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                               Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                              

 


 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2019)

 

11 Ιουνίου 2024

 

[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,  Δ/στες]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,

Εφεσείων

v.

 

GORDIAN HOLDINGS LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Θ. Αναστασιάδης για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης και Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα

Π. Μακρίδης με Λ. Σάββα (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η (Μειοψηφίας)

 

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε αίτηση-έφεση του Εφεσείοντα για παραμερισμό της ειδοποίησης  «κατά τον Τύπο ΙΑ» του Δευτέρου Παραρτήματος του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 1968 («ο Νόμος»), που του επιδόθηκε βάσει του Άρθρου 44Γ(2) αυτού. Η επίδικη ειδοποίηση εκδόθηκε στις 23.8.2018 αφότου είχε τεθεί σε ισχύ ο τροποποιητικός Ν. 87(Ι)/2018 την 13.7.2018. Ο παραμερισμός ζητείτο, μεταξύ άλλων, βάσει του Άρθρου 44Γ(3) του Νόμου. Το Άρθρο 44Γ(3)(α) του Νόμου περιλαμβάνει ως λόγο παραμερισμού της ειδοποίησης της σκοπούμενης πώλησης το ότι «Η επιδοθείσα ειδοποίηση δεν πληροί τις απαιτούμενες κατά τον προβλεπόμενο τύπο και περιεχόμενο, προϋποθέσεις».

 

          Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει την εγειρόμενη με την αγόρευση του συνηγόρου του Εφεσείοντα θέση ότι, για να είναι σύμμορφη με το δείγμα του Δεύτερου Παραρτήματος η Ειδοποίηση Τύπου ΙΑ, πρέπει να αναγράφεται σε αυτήν το οφειλόμενο ποσό καθώς και το ποσό - όχι το ποσοστό - του τόκου, ώστε ο οφειλέτης να γνωρίζει το ποσό που πρέπει να πληρώσει. Η θέση υποστηρίζεται με βάση τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου και του Άρθρου 42 του Περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1. Υποστηρίζεται επίσης και το εξής αυτολεξεί: «Ακόμα δε περισσότερο είναι αντίθετες με τις Αρχές της Επιείκειας που παρέχουν στον ενυπόθηκο οφειλέτη το εξ επιεικείας δικαίωμα (Equitable Right of Redemption)

 

          Είναι χρήσιμο όπως παρατεθεί αυτούσιο το σχετικό Δεύτερο Παράρτημα του Νόμου.

 

«ΤΥΠΟΣ «IΑ»

[Άρθρο 44Γ(2)]ΟΙ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1965 ΜΕΧΡΙ 2014

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣ ΟΛΑ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Προς ……………………………………………………
από……………………………………………………………………………

Ειδοποιείσθε ότι το ενυπόθηκο χρέος το εξασφαλιζόμενο με την υποθήκη με αριθμό Υ…………………………………..., του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου …………………………………………, προς όφελος μου, έχει καταστεί πληρωτέο από τις ........................ και γι’ αυτό προτίθεμαι να προχωρήσω σε πώληση στις ............................ και ώρα …………. στον ………………με τη διαδικασία πλειστηριασμού ως  προβλέπεται  στο Μέρος VIA του παρόντος Νόμου των ακινήτων, που περιγράφονται στον πιο κάτω Πίνακα, ιδιοκτησίας του ........................ από ……………………………., τα οποία βαρύνονται επίσης με το προς όφελος σας εμπράγματο βάρος/την προς όφελος σας απαγόρευση *, με αριθμό ………………………. του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ...................... , σύμφωνα με τους όρους της πιο πάνω υποθήκης και τηρουμένων των προϋποθέσεων του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών. Το ποσό το οποίο κατέστη απαιτητό δυνάμει της πιο πάνω Υποθήκης ανέρχεται στο ποσό των €………………………………………………….……………., πλέον τόκος, € ………………………………………………………………………………………………………….………………… πλέον έξοδα
€ …………………………………………………………………………………………………………………….
»

 

          Στην επίδικη Ειδοποίηση αναγράφονται τα εξής:

«Το ποσό το οποίο κατέστη απαιτητό δυνάμει της πιο πάνω Υποθήκης ανέρχεται στο ποσό €…, πλέον τόκοι επί €… προς ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο … (Ενός μηνός Euribor προσαυξημένο κατά 2,25 επί τοις εκατόν ετησίως με κεφαλαιοποίηση των τόκων μία φορά τον χρόνο) επί τοις εκατόν από της 01/04/2018».

 

          Δεν συμφωνώ, με όλο τον σεβασμό, με την κατάληξη της πλειοψηφίας ότι από το Άρθρο 44Γ(3)(α) του Νόμου, «καθίσταται προφανής η πρόθεση του νομοθέτη να αποδώσει σημασία στην ακριβή ταύτιση της ειδοποίησης που αποστέλλεται στον ενυπόθηκο οφειλέτη με τον προβλεπόμενο τύπο» και ότι «μη συμμόρφωση με τον τύπο αποτελεί λόγο παραμερισμού της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ».

 

          Αντιθέτως, είμαι της άποψης ότι σκοπός του Νόμου είναι όπως δώσει δικαίωμα παραμερισμού της ειδοποίησης αν αυτή «δεν πληροί τις απαιτούμενες κατά τον προβλεπόμενο τύπο και περιεχόμενο, προϋποθέσεις», δίδοντας δηλαδή, έμφαση στην πλήρωση των απαιτούμενων από τον τύπο και το περιεχόμενο αυτού προϋποθέσεων και όχι στη «συμμόρφωση με τον τύπο». Δεν εξετάζεται επομένως από το Δικαστήριο, σε κάθε ενώπιον του υπόθεση, κατά πόσο υπήρξε ακριβής ταύτιση με τον τύπο, πράξη μηχανιστική, που δεν ενέχει δικανική κρίση. Σε κάθε υπόθεση, το Δικαστήριο ερμηνεύοντας τον Νόμο στα ενώπιον του γεγονότα, θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο η παρέκκλιση που επικαλείται ο εκάστοτε αιτητής είναι τέτοια μορφής ώστε το έντυπο να μην πληροί συγκεκριμένη προϋπόθεση που απαιτείται από τον τύπο και το περιεχόμενο του Εντύπου ΙΑ. 

 

          Θεωρώ ότι από τον τύπο και το  περιεχόμενο του Εντύπου ΙΑ δεν προκύπτει σαφής προϋπόθεση όσον αφορά τον τρόπο διατύπωσης του τόκου. Θεωρώ ότι προβλέπεται σαφώς η προϋπόθεση όπως αναφερθεί το ποσό το οποίο κατέστη απαιτητό δυνάμει της Υποθήκης με αναφορά στο «ποσό στο οποίο αυτό ανέρχεται». Μετά την αναφορά αυτή, μετά από κόμμα, προβλέπεται όπως αναφερθούν οι οφειλόμενοι τόκοι και έξοδα, χωρίς επανάληψη της λέξης «ποσόν». Με δεδομένη την ασάφεια την οποία εντοπίζω, θεωρώ  ότι το έργο του Δικαστηρίου με βάση τους ερμηνευτικούς κανόνες είναι να εφαρμόσει σε κάθε περίπτωση τον Νόμο στα ενώπιον του γεγονότα.

          Σε σωρεία δημοσιευμένων μέχρι και πρόσφατα, πρωτόδικων υποθέσεων, ενυπόθηκοι οφειλέτες αιτήθηκαν τον παραμερισμό ειδοποίησης του Τύπου ΙΑ, επικαλούμενοι ανεπιτυχώς την, κατά τους ίδιους, μη πλήρωση των προϋποθέσεων του εν λόγω εντύπου. Υπήρξαν διάφορες αιτιάσεις για μη πλήρωση των προϋποθέσεων του Εντύπου ΙΑ, όπως: Προωθήθηκε ότι ο τόκος συγκεκριμενοποιήθηκε με ποσό υπολογιζόμενο κατά την ημέρα της έκδοσης της ειδοποίησης και ότι ο υπολογισμός αυτός δεν ανταποκρινόταν στον οφειλόμενο τόκο κατά τη δυνητική ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον οφειλέτη ή και της εξόφλησης του. Επίσης, αιτήθηκε ο παραμερισμός Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ η οποία περιλάμβανε το ποσό του τόκου υπολογιζόμενο κατά την ημερομηνία έκδοσης της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ συνοδευόμενου με αναφορά στο ότι θα υπήρχε επιπλέον τόκος υπολογιζόμενος με συγκεκριμένο επιτόκιο από συγκεκριμένη ημερομηνία. Περαιτέρω, αιτήθηκε ο παραμερισμός της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ, επειδή ο τόκος ήταν εκφρασμένος σε ελβετικά φράγκα.

 

          Η πιο πάνω παράθεση των διαφορετικών αιτιάσεων των ενυπόθηκων οφειλετών στις δημοσιευμένες αποφάσεις εναντίον διαφόρων τρόπων περιγραφής του τόκου, είναι θεωρώ ενδεικτική της ασάφειας του Εντύπου ΙΑ όσον αφορά το ζήτημα του τόκου.

 

          Αν και υπάρχει πλούσια κυπριακή νομολογία για την ερμηνεία νόμων, εντούτοις το ιδιάζον ζήτημα της ερμηνείας εντύπου που αποτελεί μέρος νομοθετήματος, όπως προκύπτει στην παρούσα υπόθεση, δεν έχει αποφασισθεί από κυπριακό δεσμευτικό προηγούμενο. Σύμφωνα με το Άρθρο 42 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, «Κάθε Παράρτημα σε Νόμο, μαζί με σημείωση σε αυτό θα ερμηνεύεται και εφαρμόζεται ως μέρος του Νόμου.» Το ίδιο ισχύει και στο κοινοδίκαιο: Στην A-G v. Lamplough (1878) 3 Ex D 214, λέχθηκαν τα εξής:

 

«The Schedule is as much a part of the statute, and is as much an enactment, as any other part.».

 

          Όπως δε αναφέρεται με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, στο σύγγραμμα Bennion on Statutory Interpretation, 5η έκδοση, Lexis Nexis, σελ. 722, τα Παραρτήματα ερμηνεύονται με βάση τη γενική αρχή ότι η ερμηνεία ενός νομοθετήματος λαμβάνει υπόψη το σύνολο των προνοιών του.

 

          Τα κυπριακά Δικαστήρια, ακολουθούν, κατά κανόνα, τις αρχές ερμηνείας νόμου όπως αναπτύχθηκαν από το αγγλικό κοινοδίκαιο. Στο σύγγραμμα Bennion on Statutory Interpretation, 5η έκδοση, Lexis Nexis, σελ. 1123, γίνεται  συγκεκριμένη αναφορά στις περιπτώσεις μικρών παρεκκλίσεων από έντυπα που καθορίζονται με νομοθετήματα (minor departure from prescribed forms). Αναφέρεται ότι, είτε ένα έντυπο περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα Νόμου, είτε δίδονται οδηγίες στον Νόμο για το περιεχόμενο του, επιτρέπεται ένας λογικός βαθμός ελαστικότητας. Παραθέτω  αυτούσιο το απόσπασμα:

 

«Minor departure from prescribed forms. Formerly a regulatory Act would often contain a Schedule setting out forms to be used in transactions governed by the Act. In modern times it is more usual for the Act to contain a power to make regulations prescribing such forms. Sometimes the Act or regulations will lay down very precise instructions as to the way prescribed forms are to be reproduced for use in actual transactions. Whether this is so or not, a sensible degree of latitude is permitted. Authority for slight variations from the statutory form is not usually to be found in the Act or regulations, but, on the de minimis principle, is laid down in the case law relating to statutory forms generally. »

 

          (Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)

 

          Μια εκ των αρχών που εφαρμόζεται στο κοινοδίκαιο κατά την ερμηνεία νόμων (maxims of interpretation) είναι και η αναφερόμενη στο πιο πάνω απόσπασμα αρχή de minimis not curat lex. Αναγνωρίστηκε και εφαρμόστηκε στο κυπριακό δίκαιο από τον Δικαστή Ι. Μαλαχτό, στην απόφαση LORDOS & SONS v. WATER BOARD LIMASSOL (1978) 3 CLR 215.

 

          Η εν λόγω αρχή τέθηκε στο κυπριακό δίκαιο και με ρητή νομοθετική πρόνοια, ήτοι με το  Άρθρο 36 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1 αναφορικά με τη ερμηνεία των τύπων:

 

«Παρεκκλίσεις από τύπους

36. Εκτός αν διαφορετικά ρητά προνοείται, όταν καθορίζονται τύποι, μικρές παρεκκλίσεις από αυτούς, ή αναγκαίες αλλαγές σε αυτούς οι οποίες δεν επηρεάζουν την ουσία ή οι οποίες δεν υπολογίζουν να παραπλανήσουν δεν τους καθιστούν άκυρους

 

          Ο σκοπός της Ειδοποίησης κατά τον Τύπο ΙΑ περιεγράφηκε στην Polyxenia Isaak Restaurant Limited κ.ά. v. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.2/2023, 2/6/2023: «Η διαδικασία πώλησης ακινήτου όπως προνοείται από το Μέρος VIA των Νόμων (πρόκειται για τη διαδικασία που έχει εισαχθεί με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2014, Ν.142(Ι)/2014, που αφορά στην πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή) στο στάδιο της υποχρέωσης ειδοποίησης ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί με πλειστηριασμό, που γίνεται με την επίδοση ειδοποίησης κατά τον Τύπο «IΑ».  Στην ΜΥΛΩΝΑΣ v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε176/2019, 10/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A519 λέχθηκαν τα εξής: «Πρόκειται για τη διαδικασία που έχει εισαχθεί με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2014 (Ν.142(Ι)/2014) που αφορά στην πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή.  Η διαδικασία εκποίησης υποθήκης δυνάμει των προνοιών  του Μέρους VIA των Νόμων άρχεται με την επίδοση ειδοποίησης σύμφωνα με τον τύπο «Ι».  Εάν ο ενυπόθηκος οφειλέτης δεν συμμορφωθεί με την ειδοποίηση αυτή, ο ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να του επιδώσει  ειδοποίηση σύμφωνα με τον τύπο «ΙΑ» στην οποία να αναφέρεται ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί με πλειστηριασμό.»

 

          Με δεδομένο τον σκοπό της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ, θεωρώ ότι ο Νόμος δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τρόπο που να θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση την με αυστηρότητα περιγραφή του ποσού στο οποίο ανέρχεται ο τόκος. Αν ο τόκος αναγράφεται στο Έντυπο είτε ως ποσό υπολογιζόμενο την ημερομηνία έκδοσης της Ειδοποίησης, είτε ως συνδυασμός του εν λόγω ποσού με την επιπλέον περιγραφή του τρόπου υπολογισμού του μέχρι την εξόφληση, είτε η περιγραφή του με απαραίτητα προς τον υπολογισμό του στοιχεία ως στην παρούσα υπόθεση, τότε πληρείται κατά την άποψη μου η προϋπόθεση που απαιτείται από τον τύπο και το περιεχόμενο αναφορικά με τον τόκο, με βάση την πιο πάνω αρχή de minimis Εξάλλου η ουσία έγκειται στο να μπορεί να κατανοήσει ο Οφειλέτης τι ποσό θα πρέπει να καταβληθεί ώστε να αποφευχθεί η εκποίηση του ακινήτου του, πράγμα που καθίσταται σαφές με οποιονδήποτε από τους πιο πάνω τρόπους καταγραφής.

 

          Το εν προκειμένω επιχείρημα του Εφεσείοντα είναι ότι θα έπρεπε ο τόκος να τεθεί σε ποσό, αντί σε ποσοστό, ώστε να γνωρίζει το ποσό που έπρεπε να πληρώσει. Με δεδομένο το ότι ο τόκος μεταβάλλεται, το παράπονο του Αιτητή, ως προς το ότι δεν γνώριζε βάσει της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ το ποσό που έπρεπε να πληρώσει κρίνεται ανεδαφικό και απορριπτέο, εφόσον η μέθοδος που επιλέχθηκε για προσδιορισμό του τόκου του επέτρεπε να τον υπολογίσει μέχρι την ημέρα που δυνητικά θα επέλεγε να τον πληρώσει και βεβαίως βάσει του Άρθρου 44 (Ι) του Νόμου μέχρι της είσπραξης του από τον ενυπόθηκο δανειστή από το εκπλειστηρίασμα σε περίπτωση υλοποίησης της πώλησης. Σημειωτέον ότι τέτοια θα ήταν, ενδεχομένως, και η διατύπωση σε δικαστική απόφαση σε περίπτωση που είχε εκδοθεί εναντίον του Εφεσείοντα για το ως άνω χρέος.   

 

          Με γνώμονα τα πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι η εν προκειμένω περιγραφή του τόκου, πληροί την προϋπόθεση του τύπου και του περιεχομένου του Εντύπου ΙΑ, εφόσον περιλαμβάνεται το ποσό που κατέστη απαιτητό, πλέον τόκοι, που περιγράφονται με τα απαραίτητα για τον υπολογισμό τους στοιχεία, εκφραζόμενοι στο νόμισμα Ευρώ. Υπάρχουν όπως έχει υποδειχθεί και σε πρωτόδικες αποφάσεις, αρκετά στοιχεία ώστε ο παραλήπτης του Εντύπου ΙΑ να μπορεί να προβεί στον υπολογισμό του τόκου.

 

          Υιοθετώ το σκεπτικό του  Lord Denning MR,  στην Samuel Montagu & Co & Ltd v. Swiss Air Transport Co Ltd [1966] QB 314, αναφορικά με την ερμηνεία Νόμου που προέβλεπε ότι έγγραφο έπρεπε να περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρητώς τιθέμενες λεπτομέρειες: «I do not interpret the article as meaning the waybill must contain the statement verbatim. It is sufficient if it contains a statement to the like effect. »

 

          Επίσης, ο Lord Denning MR, στην Munnich v. Godstone RDC [1966] 1 All ER 930, ανέφερε τα εξής αναφορικά με το περιεχόμενο ειδοποίησης από δημόσια αρχή: «We now reject technicalities and apply the simple test enunciated by Upjohn LJ: Does the [enforcement notice] tell him fairly what he has done wrong and what he must do to remedy it

          Το πιο πάνω ερώτημα κατά την άποψη μου, απαντάται εν προκειμένω καταφατικά: Είμαι της άποψης ότι η επίδικη ειδοποίηση με το Έντυπο Τύπου ΙΑ που παραλήφθηκε από τον Εφεσείοντα, περιελάβανε  όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από τον τύπο και το περιεχόμενο του εν λόγω Εντύπου ΙΑ, να του μεταφερθούν ώστε να αντιληφθεί τις συνέπειες της Ειδοποίησης και να δύναται να προβεί σε διαβήματα προς αποφυγή τους.

 

          Κατά την άποψή μου, στην περίπτωση ασάφειας ο ερμηνευτικός ρόλος του Δικαστηρίου είναι να παραθέσει την έννοια των επίδικων διατάξεων, έχοντας κατά νου το νομοθετικό πλαίσιο. Θεωρώ ότι το επίδικο Άρθρο του Νόμου και συνακόλουθα και το επίδικο Έντυπο θα πρέπει να ερμηνευθούν έχοντας υπόψη το νομοθέτημα στο σύνολο του.  Με την τροποποίηση του Νόμου με τον  Ν. 142(Ι)/2014, τέθηκε μια διαδικασία πώλησης χωρίς να είναι απαραίτητη η προηγούμενη εξασφάλιση δικαστικής απόφασης και χωρίς την ανάγκη εμπλοκής κυβερνητικών υπηρεσιών. Αποσκοπούσε, συνεπώς, στην ευχερέστερη προώθηση των διαδικασιών. Παραθέτω απόσπασμα από την αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου που δημοσιεύθηκε στο Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Παράρτημα Έκτο, την 5/11/2014, σελίδα 1250. «Σκοπός του παρόντος νομοσχεδίου είναι η τροποποίηση του βασικού νόμου, με την εισαγωγή νέου Μέρους VIA, το οποίο να προβλέπει για την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων από τους ενυπόθηκου δανειστές, χωρίς την παρέμβαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Η ανάγκη εισαγωγής του νέου Μέρους VIA στο βασικό νόμο αποτελεί μνημονιακή προϋπόθεση και σκοπό έχει την επιτάχυνση των διαδικασιών εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων. Συγκεκριμένα, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο προβλέπονται μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: (α) Η διαδικασία διεξαγωγής της εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων γίνεται εξ΄ολοκλήρου από τον ενυπόθηκο δανειστή, χωρίς την οποιανδήποτε παρέμβαση κυβερνητικών υπηρεσιών, είτε με πλειστηριασμό είτε με πώληση

 

          Προκύπτει κατά την άποψή μου, ότι ο σκοπός των επίδικων Άρθρων του Νόμου είναι να τεθεί μία διαδικασία η οποία θα εξισορροπεί τα δικαιώματα αμφοτέρων των πλευρών.  Απαιτείται εξισορρόπηση ώστε η διαδικασία να μην ματαιώνεται για λόγους τύπου εκτός και αν διαπιστώνεται μη πλήρωση προϋπόθεσης. Η χρήση της λέξης «προϋπόθεση», δεικνύει ότι η μη πλήρωση αυτής αποτελεί ουσιαστικό λόγο ματαίωσης της διαδικασίας προς διασφάλιση των συμφερόντων του υποκειμένου στη διαδικασία.

 

          Αναφορικά τέλος με τη θέση που προβάλλεται με τον παρόντα λόγο έφεσης σε σχέση με το «Equitable Right of Redemption», υιοθετώ τα όσα λέχθηκαν στην ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση. Αρ. Ε95/2021, 8/2/2024. Αν και λέχθηκαν σε έφεση αναφορικά με συνοπτική απόφαση, θεωρώ ότι το ίδιο σκεπτικό εφαρμόζεται και στην παρούσα υπό κρίση διαδικασία:

 

«Η σχετική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες αναφορικά με το «equity of redemption» εδράζεται  επί της θέσης τους ότι η επίδικη υποθήκη δεν επιτρέπει σε αυτούς να επανακτήσουν την ιδιοκτησία τους όπου η υποθήκη έχει ξοφληθεί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετική θέση τίθεται στην ένσταση που καταχωρίστηκε στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, εντελώς θεωρητικά και χωρίς καμία παραπομπή σε συγκεκριμένη παράβαση κάποιου δικαιώματος των Εφεσειόντων. Ούτε και από το κείμενο της επίμαχης υποθήκης προκύπτει πως εμποδίζεται με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητήσουν την εξάλειψη της, νοουμένου φυσικά ότι ξοφλήσουν το ενυπόθηκο χρέος. Ούτε και αναφέρθηκε από τους Εφεσείοντες ότι υπήρξε τέτοια εξόφληση ή έστω τέτοια αίτημα. Θα επισημαίναμε, μάλιστα ότι το ίδιο το Άρθρου 44(Γ) και η Ειδοποίηση Τύπου  «Ι» προβλέπουν ακριβώς για το δικαίωμα ενυπόθηκου οφειλέτη να αποφύγει την έναρξη της διαδικασίας εκποίησης, αποπληρώνοντας το ενυπόθηκο χρέος. Επομένως η επίκληση από μέρους τους της πιο θέσης αναφορικά με το «equity of redemption», παραμένει μετέωρη και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και του Εφετείου.»

 

          Σημειώνεται ότι παρομοίως στην παρούσα υπόθεση, δεν τέθηκε από τον Εφεσείοντα οποιοδήποτε σχετικό πραγματικό υπόβαθρο, επομένως η επίκληση του ζητήματος παραμένει μετέωρη και έκθετη σε απόρριψη.

 

          Εν όψει των πιο πάνω, θα απέρριπτα τον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει την αναφερομένη στον πιο πάνω δεύτερο λόγο έφεσης ένσταση του Εφεσείοντα. Σημειώνω ότι στην παράγραφο 8 της επίδικης ένορκης δήλωσης του Αιτητή-Εφεσείοντα δηλώνεται ότι η Ειδοποίηση Τύπου ΙΑ είναι άκυρη ή και δέον ακυρωθεί και/ή παραμεριστεί από το Δικαστήριο για τους «ακόλουθους λόγους». Απαριθμούνται έπειτα, με υποπαραγράφους 8.1-8.15, δεκαπέντε λόγοι από τους οποίους οι εννέα αναφέρονται ρητώς στο γιατί το οφειλόμενο ποσό που αναγράφεται στην εν λόγω ειδοποίηση, είναι λανθασμένο, ή και αυθαίρετο ή και παράνομο. Σε κανένα από αυτούς τους εννέα λεπτομερείς λόγους δεν αναφέρεται ότι το ποσό των τόκων έπρεπε να αναγραφεί σε συγκεκριμένο ποσό και όχι να παρατεθεί ο τρόπος και τα στοιχεία προς τον υπολογισμό του, όπως εν προκειμένω έγινε. Δεν θεωρώ επομένως, αβάσιμο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού. Εντούτοις, συμφωνώ με το σκεπτικό της πλειοψηφίας αναφορικά με το ζήτημα καθώς και με την κατάληξή της ότι αυτός ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει, εξ ου και εξέτασα πιο πάνω τον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

          Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του Εφεσείοντα ότι η Ειδοποίηση Τύπου Ι είναι εσφαλμένη διότι δεν συνοδεύεται από πραγματική Κατάσταση Λογαριασμού του Ενυπόθηκου Χρέους. Όπως αναφέρθηκε στην Μυλωνάς ανωτέρω, στο πλαίσιο της αίτησης παραμερισμού της ειδοποίησης ΙΑ, οι λόγοι περιλαμβάνονται περιοριστικά στο  επίδικο Άρθρο του Νόμου, και συνεπώς το σημείο αυτό δεν μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας. Εν όψει των πιο πάνω, θα απέρριπτα τον τρίτο λόγο έφεσης.

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ειδοποίηση Τύπου ΙΑ δεν συνιστά ακραίας μορφής κατάχρησης δικαστικών διαδικασιών.

 

          Υιοθετώ και συμφωνώ με το εξής σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα κατάχρησης: «Με τον τροποποιητικό Νόμο 87(Ι)/18 και το άρθρο 44Α, εδάφιο (4Α) αυτού, ουσιαστικά επιτρέπεται ρητά και με απόλυτο τρόπο η συνύπαρξη είτε πολιτικής αγωγής, είτε απόφασης, με τη διαδικασία πλειστηριασμού, καθορίζοντας πως ….. Συνεπώς κρίνεται πως δεν υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας με τη συνύπαρξη αγωγής και διαδικασίας σύμφωνα με το μέρος VIA». Με το ίδιο ως άνω σκεπτικό,  θα απέρριπτα τον τέταρτο λόγο έφεσης.

 

          Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προωθήθηκε η ακυρότητα της επίδικης υποθήκης κατά παράβαση του Άρθρου 21(1)(γ) του Νόμου αλλά και κατά παράβαση του «Equitable Remedy of Redemption» του Εφεσείοντα. Επαναλαμβάνω τα όσα λέχθηκαν ανωτέρω κατά την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης, αναφορικά με τον περιορισμό των λόγων παραμερισμού της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ. Επίσης επαναλαμβάνω τα όσα λέχθηκαν κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης αναφορικά με το «Equitable Remedy of Redemption». Για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, θα απέρριπτα τον πέμπτο λόγο έφεσης.

 

          Ο έκτος λόγος έφεσης προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδείς λόγος παραμερισμού της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ που υποστήριξε ο Εφεσείοντας ευσταθεί. Δεν προστίθεται με την αιτιολογία οποιοσδήποτε λόγος παραμερισμού, πέραν των όσων προωθήθηκαν με τους λοιπούς λόγους έφεσης. Εφόσον θα απέρριπτα τους λοιπούς λόγους έφεσης περί λόγων παραμερισμού της εν λόγω ειδοποίησης, θα απέρριπτα συνακόλουθα και τον έκτο λόγο έφεσης.

 

          Εν κατακλείδι, ενόψει της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης ως προς τη μη εξέταση συγκεκριμένης ένστασης του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτή εξετάστηκε με τον δεύτερο λόγο έφεσης και κρίθηκε απορριπτέα. Επίσης, θα απέρριπτα όλους τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που αφορούν τον αιτούμενο παραμερισμό της Ειδοποίησης Τύπου ΙΑ.

 



                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο