ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 89/23)

 

13 Ιουνίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΝΕΤΑΛ ΚΑΜΠΙΣΙΟ

                                        Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                        Εφεσίβλητης

 

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 90/23)

 

OUDAY SABBAG

                                        Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                        Εφεσίβλητης

 

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 91/23)

 

HASSAN FARHAT

            Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Κ. Σοφοκλέους (κα) με Ι. Ιωάννου (κα), για Εφεσείοντες

Ε. Μανώλη (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες 1 και 3 προσβάλλουν την καταδίκη τους μετά από ακροαματική διαδικασία για σωρεία κατηγοριών αφορώσες συνωμοσία, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Ν.29/1977, ήτοι: (α) Συνωμοσία για διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στις κατηγορίες  2 - 12 (κατηγορία 1), (β) Κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια μεθαμφεταμίνης συνολικού βάρους 94,18 γραμμαρίων, (κατηγορίες 2, 7), (γ) Κατοχή κοκαΐνης συνολικού βάρους 2,19 γραμμαρίων (κατηγορία 3), (δ) Κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 44 δισκίων αμφεταμίνης, (κατηγορίες 4, 8), (ε) Κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 49,06 γραμμαρίων κάνναβης (κατηγορίες 9, 12), (στ) Κατοχή ιχνών μεθαμφεταμίνης και κοκαΐνης (κατηγορία 5), και κάνναβης και μεθαμφεταμίνης (κατηγορία 11), τα οποία ανιχνεύθηκαν σε δυο ζυγαριές ακριβείας αντίστοιχα, (ζ) Κατοχή ιχνών μεθαμφεταμίνης που ανιχνεύθηκαν σε μεταλλικό κουταλάκι (κατηγορία 6), (η) Κατοχή 10 δισκίων τραμαδόλης (κατηγορία 19).

 

        Ο Εφεσείων 2 παραδέχτηκε όλες τις εν λόγω κατηγορίες πλην της συνωμοσίας για την οποία καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία, την οποία καταδίκη και προσβάλλει με την παρούσα έφεση του (κατηγορία 1).

 

        Οι Εφεσείοντες 1, 2, 3 ήταν οι κατηγορούμενοι 3, 2, 1 αντίστοιχα, στην πρωτόδικη διαδικασία.

 

        Το κατηγορητήριο περιελάβανε και άλλες κατηγορίες για παράνομη κατοχή περιουσίας (κατηγορίες 14, 17, 18), κατοχή αρχαιοτήτων (κατηγορία 15) και συνωμοσία (κατηγορίες 13, 16), στις οποίες δεν χρειάζεται να αναφερθούμε, εκτός στον βαθμό και έκταση που σχετίζονται με την παρούσα έφεση. Ο Εφεσείων 3 δεν παραδέχτηκε ενοχή σε καμία από τις εν λόγω κατηγορίες. Το ίδιο και ο Εφεσείων 1 πλην των κατηγοριών 14 και 17 τις οποίες παραδέχτηκε σε προχωρημένο στάδιο της ακρόασης. Ο Εφεσείων 2 παραδέχτηκε ενοχή και σε αυτές τις κατηγορίες πλην των κατηγοριών για συνωμοσία.

 

        Μετά από ακροαματική διαδικασία, οι Εφεσείοντες 1, 2 και 3 καταδικάστηκαν για συνωμοσία κατοχής αρχαίου αντικειμένου (κατηγορία 13) και οι Εφεσείοντες 1 και 3 για κατοχή του αρχαίου αντικειμένου (κατηγορία 15). Ο Εφεσείων 3 αθωώθηκε στην κατηγορία 14, και όλοι οι Εφεσείοντες αθωώθηκαν στην κατηγορία 16.

 

        Στους Εφεσείοντες 1 και 3 επιβλήθηκαν διάφορες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερες αυτές των 4 ετών (κατηγορία 7),  3,5 ετών (κατηγορία 12) και 3 ετών (κατηγορία 4). Για τις ίδιες κατηγορίες επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα 2 ποινές φυλάκισης 3½, 3 και 2 ετών αντίστοιχα. Οι εν λόγω ποινές προσβάλλονται ως έκδηλα υπερβολικές.

 

        Για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των λόγων έφεσης οι οποίοι αναφέρονται στη συνέχεια, θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε σε σύντομη αναφορά των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης. 

 

        Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι ως άνω ποσότητες ναρκωτικών, ένας αρχαίος αμφορέας και άλλη περιουσία ανευρέθηκαν στις 11.2.2022, κατόπιν αστυνομικής έρευνας διενεργηθείσας βάσει δικαστικού εντάλματος, στο διαμέρισμα 202 στο οποίο ευρίσκονταν οι Εφεσείοντες μαζί με άλλο πρόσωπο το οποίο αθωώθηκε. Ενοικιαστής του διαμερίσματος ήταν ο Εφεσείων 2. Η Αστυνομία χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος και μετά πάροδο 10-15 δευτερολέπτων, τους άνοιξε ο Εφεσείων 2. Κατά την είσοδο της αστυνομίας οι Εφεσείοντες 1 και 3 κάθονταν αμήχανοι γύρω από ένα τραπεζάκι στο σαλόνι, το οποίο βρισκόταν δίπλα από την μπαλκονόπορτα η οποία ήταν ανοιχτή. Ουδείς εκ των Εφεσειόντων φορούσε γάντια. Στο σημείο που καθόταν  ο Εφεσείων 1 κάτω από την καρέκλα, βρίσκονταν κομμένα άδεια σακουλάκια έτοιμα για συσκευασία ναρκωτικών. Σε κάλαθο αχρήστων ο οποίος βρισκόταν στο μπαλκόνι του σαλονιού εντοπίστηκαν κρυμμένα δυο μαύρα τσαντάκια (τεκμήρια 7 και 32) στα οποία  υπήρχαν οι ναρκωτικές ουσίες σε διάφορες συσκευασίες μαζί με δυο μικρές ζυγαριές ακριβείας και μια μεγάλη μεταλλική τσιμπίδα (τεκμήριο 30).  Το τσαντάκι τεκμήριο 7 περιείχε και ένα άλλο μωβ μικρό πλαστικό τσαντάκι (τεκμήριο 13) στο οποίο επίσης υπήρχαν ναρκωτικές ουσίες (τεκμήρια 14, 15, 16). Όλες οι ναρκωτικές ουσίες βρίσκονταν εντός του τεκμηρίου 7 πλην των τεκμηρίων 33 και 34, οι οποίες περιέχονταν στο τεκμήριο 32.

 

        Με βάση τη μαρτυρία πολλές από τις συσκευασίες ναρκωτικών βρίσκονταν σε μικρά διαφανή νάιλον σακουλάκια κλειστά δια καψίματος. Έχουμε ιδία γνώση των εν λόγω τεκμηρίων, τα οποία ελλείψει φωτογραφικού υλικού, επιθεωρήσαμε για να έχουμε καλύτερη οπτική αντίληψη της πραγματικής μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνολικά υπήρχαν 29 τεμάχια νάιλον διαφανή σακουλάκια μεθαμφεταμίνης (τεκμήρια 15, 33), 17 τεμάχια νάιλον διαφανή σακουλάκια κάνναβης (τεκμήρια 12, 14) και 20 καλαμάκια μεθαμφεταμίνης (τεκμήρια 16, 34). Επιπρόσθετα εντοπίστηκαν (α) νάιλον διαφανές σακούλι (τεκμήριο 9) στο οποίο υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης (τεκμήριο 10), (β) τεμάχιο διαφανές σακουλάκι κλειστό δια καψίματος εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα καφέ συμπαγούς ουσίας (τεκμήριο 22), (γ) τεμάχιο νάιλον διαφανές σακούλι κλειστό δια καψίματος εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα κρυσταλλικής ουσίας (τεκμήριο 23), (δ) τεμάχιο νάιλον διαφανές σακουλάκι κλειστό δια καψίματος εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα άσπρης σκόνης (τεκμήριο 25), (ε) τεμάχιο νάιλον διάφανες σακούλι κλειστό δια καψίματος εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα κρυσταλλικής ουσίας (τεκμήριο 26), (στ) τεμάχιο νάιλον διάφανες σακούλι κλειστό δια καψίματος εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα κρυσταλλικής ουσίας (τεκμήριο 27), (ζ) πλαστικά δοχεία στα οποία υπήρχε ποσότητα κρυσταλλικής ουσίας (τεκμήρια 17, 18, 19, 21) και στερεάς άσπρης ουσίας (τεκμήριο 20).

 

        Συμφώνως της μαρτυρίας (Μ.Κ.4) η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως η συνολική λιανική αξία των εν λόγω ναρκωτικών ξεπερνά τις €10.000.

 

        Όλα τα αντικείμενα τα οποία σχετίζονταν με τις ναρκωτικές ουσίες στάλθηκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (εφεξής «Ι.Ν.Γ.Κ.») για εξετάσεις γενετικού υλικού. Σε ορισμένα εξ αυτών εντοπίστηκε γενετικό υλικό των Εφεσειόντων 1, 2 και 3 το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως περιστατική μαρτυρία εναντίον τους.

 

        Ο Εφεσείων 3 άσκησε το δικαίωμα της σιωπής ενώ οι Εφεσείοντες 1 και 2 κατέθεσαν ενόρκως. Στη δεύτερη ανακριτική κατάθεση του ο Εφεσείων 2 ανέφερε ότι δεν γνώριζε ποιος συσκεύασε τα ναρκωτικά και ότι ουδέποτε πώλησε ναρκωτικά. Αντιθέτως, κατά τη δίκη ισχυρίστηκε ότι τα ναρκωτικά ήταν δικά του και προορίζονταν για δική του χρήση, και ότι μερικές φορές πωλεί ναρκωτικά για να βοηθήσει τον γιο του ο οποίος είναι άρρωστος στη Συρία. Οι ζυγαριές ακριβείας οι οποίες εντοπίστηκαν κατά την έρευνα ήταν για να ζυγίζει τη δόση του. Οι υπόλοιποι Εφεσείοντες δεν είχαν καμία σχέση με τα ναρκωτικά και δεν έλαβαν μέρος στη συσκευασία. Για τον δε Εφεσείοντα 3, είπε ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών στο διαμέρισμα. Ισχυρίστηκε ότι τα τσαντάκια στα οποία βρέθηκαν τα ναρκωτικά τα πήρε εν αγνοία του Εφεσείοντος 3 από το δωμάτιο του, και έβαλε ναρκωτικά μέσα για να πίνει μόνος του. Πριν να έρθει η Αστυνομία τα ναρκωτικά τα είχε στο τραπεζάκι του σαλονιού γιατί έκανε χρήση. Ετοίμασε δυο καλαμάκια με κρυσταλλική ουσία για να κάνει τη δόση του. Ο Εφεσείων 1 του ζήτησε ένα καλαμάκι, ήπιε λίγο και το έκλεισε μόνος του. Ο Εφεσείων 2 διέμενε τους τελευταίους δυο μήνες στο διαμέρισμα στο οποίο διενεργήθηκε η αστυνομική έρευνα, ενώ ο Εφεσείων 1 τις τελευταίες δέκα ημέρες.

 

        Η θέση του Εφεσείοντος 1, σε μια εκ των ανακριτικών του καταθέσεων, ήταν ότι δεν άγγιξε, ούτε χρησιμοποίησε τα ναρκωτικά για οποιονδήποτε λόγο. Αντιθέτως κατά τη δίκη ανέφερε ότι είναι χρήστης σκληρών ναρκωτικών και πως όταν είδε ότι ο Εφεσείων 2 άνοιξε το τσαντάκι με τα ναρκωτικά, ζήτησε και πήρε ένα καλαμάκι με μεθαμφεταμίνη για να κάνει τη δόση του και ακολούθως το έκλεισε. Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι κατά την έρευνα της Αστυνομίας ένας εκ των αστυνομικών (Μ.Κ.4) βρήκε και παρέλαβε το καλαμάκι (με μεθαμφεταμίνη) από την τσέπη του και το τοποθέτησε στο τσαντάκι (τεκμήριο 13) μαζί με τα υπόλοιπα οκτώ καλαμάκια μεθαμφεταμίνης κλειστά δια καψίματος (τεκμήριο 16).

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους Εφεσείοντες 1 και 2 αναξιόπιστους, πλην της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 2 η οποία συνήδε με την υπόλοιπη μαρτυρία και κρίθηκε αξιόπιστη.

 

        Η καταδικαστική απόφαση για τους Εφεσείοντες 1 και 3 προσβάλλεται με 16 πανομοιότυπους λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν: (α) Τη μη απόδειξη του στοιχείου της κοινής κατοχής και κοινής κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών (λόγοι έφεσης 1, 2), (β) Τη μη απόδειξη της ύπαρξης συνωμοσίας (λόγος έφεσης 3), (γ) Εσφαλμένα ευρήματα μη υποστηριζόμενα από την προσαχθείσα μαρτυρία (λόγοι έφεσης 4, 7), (δ) Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας κατά παράβαση των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών (λόγοι έφεσης 5, 6, 8, 9, 10, 11), (ε) Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονος δρος Μάριου Καριόλου (λόγος έφεσης 12), (στ) Εσφαλμένη μετάθεση του αποδεικτικού βάρους (λόγος έφεσης 13), (ζ) Εσφαλμένη αξιολόγηση αντιφάσεων στη μαρτυρία των Εφεσειόντων 1 και 2 ως ψεύδη τα οποία συνιστούν περιστατική μαρτυρία εναντίον τους χωρίς την αναγκαία αυτοπροειδοποίηση, και χρήση του ψεύδους ως περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του Εφεσείοντος 2, (η) Εσφαλμένη χρήση των παραδοχών των Εφεσειόντων 1 και 2 ως μαρτυρίας κατά του Εφεσείοντος 3 χωρίς την αναγκαία αυτοπροειδοποίηση (λόγος έφεσης 15), (θ) Μη απόσειση του αποδεικτικού βάρους (λόγος έφεσης 16), (ι) Αναιτιολόγητη απόφαση (λόγος έφεσης 17).

 

        Ο Εφεσείων 2 προσβάλλει ως εσφαλμένη την καταδίκη του για συνωμοσία στις κατηγορίες 1 και 13 (λόγος έφεσης 1) και μη απόδειξη της ενοχής του πέραν λογικής αμφιβολίας (λόγος έφεσης 2) στις εν λόγω κατηγορίες.

 

(Ι) Αξιολόγηση της Μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 5, 6, 8, 9, 10, 11, 12)

 

        Το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι περιορισμένο. Οι αρχές της νομολογίας συγκεφαλαιώνονται στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300:

 

        «Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου, (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).

 

        Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασµα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραµµίζεται ότι το πλεονέκτηµα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο µε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους µάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

 

        Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208.

 

        Αναφορικά με τη δυνατότητα του Εφετείου να αχθεί στα δικά του συμπεράσματα σε περίπτωση που ενεργοποιούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275

 

«… το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705)».

 

        (βλ. μεταξύ άλλων, Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.2021, και P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά., ημερ. 12.9.2023).  

 

        Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και επιχειρηματολογία των συνηγόρων των Εφεσειόντων 1 και 3 κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ως αυτές προβάλλονται στους λόγους έφεσης και αναπτύσσονται στα διαγράμματα αγόρευσης. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε λεπτομερώς τα όσα αναφέρονται σε έκαστο λόγο έφεσης επί του εν λόγω ζητήματος. Αρκούμεθα να πούμε ότι οι συνήγοροι των Εφεσειόντων ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αντινομική, παραβιάζουσα τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, αναιτιολόγητη και μεροληπτική, σε βαθμό που οδηγεί σε αντιστροφή του αποδεικτικού βάρους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε δυο μέτρα και δυο σταθμά στην αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας αφενός και υπεράσπισης αφετέρου, το οποίο είναι έκδηλο στην αξιολόγηση του εμπειρογνώμονος δρα Μάριου Καριόλου (Μ.Κ.6), μη λαμβάνοντας υπόψη την παράλειψη αντεξέτασης της Κατηγορούσας Αρχής επί του στοιχείου του κοινού ελέγχου των ναρκωτικών ουσιών.

 

        Για σκοπούς εξέτασης των λόγων έφεσης μελετήσαμε τις καταθέσεις των Εφεσειόντων 1 και 2, στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση και διεξήλθαμε τα πρακτικά της δίκης. Δεν συμφωνούμε ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία να επιτρέπει την επέμβαση του Εφετείου βάσει των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας.

 

        Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2, ενδεικτικά και μόνο αναφερόμαστε στις ακόλουθες θέσεις οι οποίες ορθώς κρίθηκαν παράλογες από το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) Πριν την έρευνα της Αστυνομίας συσκεύασε τα ναρκωτικά μόνος του στο σαλόνι του διαμερίσματος, και μάλιστα τα ζύγισε για να είναι η δόση του ακριβείας και να «πίνει» αργότερα, ενώ μπαινόβγαιναν οι άλλοι κατηγορούμενοι αλλά ουδείς εξ αυτών τον είδε, (β) Παρόλο που δεν ήθελε τους άλλους κατηγορούμενους να δουν το τσαντάκι με τα ναρκωτικά, εντούτοις το έβγαλε στο τραπεζάκι του σαλονιού για να κάνει τη δόση του ενώ όλοι βρίσκονταν στο διαμέρισμα, (γ) Το τσαντάκι (τεκμήριο 13) μέσα στο οποίο βρίσκονταν τα εννέα καλαμάκια με μεθαμφεταμίνη, το πήρε από τον Εφεσείοντα 3 εν αγνοία του, άδειασε τα κέρματα τα οποία περιείχε και έβαλε μέσα ναρκωτικά, (δ) Εν αγνοία του Εφεσείοντος 3 πήρε από τα προσωπικά του πράγματα και τα άλλα τσαντάκια (τεκμήρια 7 και 32) στα οποία επίσης έβαλε μέσα ναρκωτικά, (ε) Για κανένα τσαντάκι δεν χρειάστηκε να ρωτήσει τον Εφεσείοντα 3 καθότι εκείνος του είπε να χρησιμοποιεί και να παίρνει ότι θέλει από το σπίτι του διότι ο ίδιος δεν είχε προσωπικά πράγματα ή ρούχα, (στ) Αντεξεταζόμενος δέχτηκε ότι τα προσωπικά του αντικείμενα τα άφησε στο διαμέρισμα 107 το οποίο ενοικίαζε στην ίδια πολυκατοικία, (ζ) Τα δυο τσαντάκια (τεκμήρια 7, 32) με τα ναρκωτικά τα πέταξε έξω στον κάλαθο των αχρήστων όχι επειδή άκουσε την Αστυνομία η οποία κτυπούσε την πόρτα και τους φώναζε να ανοίξουν (ισχυρίστηκε ότι άκουγε τραγούδια με ακουστικά), αλλά για να μην τα δουν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι.

 

        Η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεδομένη την καταδίκη και ότι η προσέγγιση του επί της μαρτυρίας υποδηλώνει μεροληψία και αντιστροφή του αποδεικτικού βάρους στερούνται ερείσματος. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχτηκαν στο περιεχόμενο της μαρτυρίας των Εφεσειόντων 1 και 2, η οποία υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο, αντιπαραβαλλόμενη σε πολλά σημεία με αντιφατικούς ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλαν στις καταθέσεις τους. Επισημαίνουμε ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όταν διατυπώνονται ισχυρισμοί για μεροληψία του Δικαστηρίου οι οποίοι θα πρέπει να γίνονται με περίσκεψη, συνοδευόμενοι από επαρκείς και πειστικούς λόγους.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό. Εκεί όπου υπήρχε πεδίο για αντιπαραβολή της εκδοχής γεγονότων των Εφεσειόντων 1 και 2 με την υπόλοιπη μαρτυρία, είχε ληφθεί υπόψη και αξιολογήθηκε. Για παράδειγμα, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 1, η θέση του ότι ο αστυφύλακας Ιωάννου (Μ.Κ.4) o οποίος συμμετείχε στην έρευνα του διαμερίσματος πήρε από την τσέπη του το καλαμάκι με το crystal (μεθαμφεταμίνη), και στη συνέχεια, αφού το έδειξε σε όλους, το έβαλε στο τσαντάκι (τεκμήριο 13), απορρίπτεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθότι τέτοια θέση ουδέποτε υπεβλήθη στους μάρτυρες κατηγορίας. Επίσης, η σύγχυση του Εφεσείοντος 1 όταν διαπίστωσε την επίσκεψη των αστυνομικών οι οποίοι φώναζαν από έξω επιβεβαιώνει τη θέση του Μ.Κ.5 ότι οι Εφεσείοντες 1 και 2 ήταν ανήσυχοι όταν οι αστυνομικοί εισήλθαν στον χώρο.

 

        Ο Εφεσείων 2 αντεξετάστηκε επί της ανεύρεσης γενετικού υλικού των υπολοίπων Εφεσειόντων σε συσκευασίες των ναρκωτικών και σε δυο τσάντες στις οποίες υπήρχαν ναρκωτικά, όπως και ο Εφεσείων 1 για την ανεύρεση του δικού του γενετικού υλικού σε ένα καλαμάκι με μεθαμφεταμίνη, δίνοντας εξηγήσεις οι οποίες στερούνταν κάθε λογικής και πειστικότητας.

 

        Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποκόμισε αλγεινή εντύπωση από τη μαρτυρία του Εφεσείοντος 2 η οποία «διακατεχόταν από αντιφάσεις, ψεύδη και εκ των υστέρων σκέψεις» με εμφανή προσπάθεια κάλυψης των υπολοίπων κατηγορουμένων για τα ανευρεθέντα ναρκωτικά, ήταν ευλόγως επιτρεπτό. Τα ίδια ισχύουν για τα συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αναξιοπιστίας του Εφεσείοντος 1, του οποίου η μαρτυρία επίσης διακατεχόταν από ασάφειες, αοριστίες και ψεύδη. Ορθώς επισημαίνεται στην απόφαση πως «διαφάνηκε ξεκάθαρα» ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος Εφεσείων «αναίρεσαν ενόρκως τις αρχικές του θέσεις τις καταθέσεις τους και δεν παρουσιάζουν πειστικότητα για να τους δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα».

 

        Όσον για τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την αποδοχή μέρους της μαρτυρίας, παρατηρούμε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντος 2 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, «πλην όσων συμφωνούν με την λοιπή μαρτυρία που έγινε δεκτή». Πρόκειται για γενικόλογη και πτωχή διατύπωση. Το Δικαστήριο όφειλε να προσδιορίσει τα μέρη της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 2 τα οποία συμφωνούν με την υπόλοιπη μαρτυρία την οποία αποδέχτηκε. Από την άλλη, διαπιστώνουμε ότι σχεδόν το σύνολο της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 2 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστο. Καμία ουσιώδης πτυχή της μαρτυρίας του δεν έγινε πιστευτή ούτως ώστε να δημιουργεί ανακολουθία με το εύρημα αναξιοπιστίας του, για το οποίο υπάρχει πλήρης αιτιολόγηση.

 

        Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι υπήρξε παράλειψη αντεξέτασης από την Κατηγορούσα Αρχή σχετικά με την κοινή κατοχή των ναρκωτικών. Κατά την αντεξέταση υπήρξε πλήρης αμφισβήτηση κάθε ισχυρισμού τον οποίο οι Εφεσείοντες 1 και 2 προέβαλαν, ο οποίος ήταν αντίθετος ή ασυμβίβαστος με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Γεγονός είναι ότι στον Εφεσείοντα 1 δεν υπεβλήθη ευθέως ότι κατείχε από κοινού όλες τις ποσότητες των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια ή ότι συνωμότησε προς τούτο με τους υπόλοιπους Εφεσείοντες. Αυτό όμως δεν συνιστά παράλειψη αντεξέτασης εν όψει της πλήρους αμφισβήτησης της αξιοπιστίας του. Όπως λέχθηκε στην Παφίτη & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, από τον Πική Δ., όπως ήταν τότε:

 

«…. Παρόλο που ένας από τους σκοπούς της αντεξέτασης είναι να φέρει τον μάρτυρα αντιμέτωπο με την εκδοχή της πλευράς που αντεξετάζει τον μάρτυρα οι θέσεις του αντεξεταστή δεν είναι απαραίτητο να τεθούν ευθέως στο μάρτυρα με τον κλασσικό τρόπο "Σου υποβάλλω ότι διέπραξες ...". Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Θεώρηση της αντεξέτασης των εφεσειόντων φανερώνει ότι αμφισβητήθηκε τόσο η αξιοπιστία τους όσο και οι ισχυρισμοί τους που έτειναν να τους αποσυνδέσουν από τη διάπραξη των εγκλημάτων. Η παράλειψη της Κατηγορίας να υποβάλει στους εφεσείοντες συγκεκριμένα ότι διέπραξαν τα εγκλήματα για τα οποία είχαν κατηγορηθεί δεν άφησε κενό στην υπόθεση της».

 

        (βλ. και Archbold 2021, παρ. 8-259).

 

        Τέλος, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε δυο μέτρα και δυο σταθμά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία εστιάζει στον τρόπο αξιολόγησης του εμπειρογνώμονα (Μ.Κ.6) αφενός και των Εφεσειόντων 1 και 2 αφετέρου. Θεωρούμε απόλυτα δικαιολογημένη και επιβεβλημένη τη λεπτομερή ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις πολλές αντιφάσεις, ανακολουθίες και παράλογους ισχυρισμούς που προκύπτουν μέσα από τη μαρτυρία τους, επί των οποίων ερείδεται το εύρημα αναξιοπιστίας.

 

        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.6 έγινε βάσει των καθιερωμένων αρχών αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Παρείχε δηλαδή στο Δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να σχηματίσει ιδίαν ανεξάρτητη γνώμη περί της ορθότητας των συμπερασμάτων του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 140, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214). Στην Αγγλική υπόθεση R v. Harris [2005] EWCA Crim 1980, παρ. 271, γίνεται λεπτομερής αναφορά των καθηκόντων του εμπειρογνώμονα προς το Δικαστήριο, περιλαμβανομένης της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας η οποία θα πρέπει να χαρακτηρίζει την επιστημονική του γνώμη (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023, F11.36, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 580-582).

 

        Η υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε την ορθότητα των αποτελεσμάτων γενετικής εξέτασης ως αυτά καταγράφονται στην έκθεση του εμπειρογνώμονα (τεκμήριο 44), ούτε την στατιστική εκτίμηση του λόγου πιθανοφάνειας (τεκμήριο 51). Η αντεξέταση εστίασε κυρίως στο ότι δεν αποκλείεται η έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού, καθώς και στην ερμηνεία ορισμένων αποτελεσμάτων επιστημονικής εξέτασης όπου αναφέρεται ότι οι Εφεσείοντες 2 και 3 ή έκαστος εξ αυτών δεν αποκλείονται από δότες μέρους του γενετικού υλικού, για τα οποία ο εμπειρογνώμονας έδωσε επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις. Εν σχέσει με το δεύτερο, δεν δίστασε μάλιστα να αναφέρει ότι απουσιάζουν αρκετά από τα γενετικά τους χαρακτηριστικά και επομένως δεν μπορεί να εκφράσει άποψη μετά βεβαιότητας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ανέφερε ότι δεν μπορεί να καθοριστεί αν πρόκειται για άμεση ή έμμεση μεταφορά (π.χ. τεκμήρια 7 (Δ.811 - 1.1) και 32 (Δ.811 - 28.3).  Οι εν λόγω απαντήσεις και τοποθετήσεις χαρακτηρίζουν την ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα της μαρτυρίας του, η οποία ορθώς έγινε δεκτή στο σύνολο της ως αξιόπιστη.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 6, 8, 9, 10, 11, 12 απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.

 

(ΙΙ) Ευρήματα του Δικαστηρίου

 

        Με τους λόγους έφεσης 4 και 7 προσβάλλεται η ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην επιχειρηματολογία των συνηγόρων των Εφεσειόντων 1 και 3 καταγράφονται λεπτομερώς τα ευρήματα τα οποία προσβάλλονται ως εσφαλμένα. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε καθότι προσδιορίζονται στην κάτωθι εξέταση.

 

        Πράγματι, με κάθε σεβασμό, διαπιστώνουμε ότι δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία τα ακόλουθα ευρήματα:

 

        (α)   Ο Εφεσείων 3 κατέβαλε το ενοίκιο στον Σ.Τ. εκτός του διαμερίσματος 202 «για να μην διαπιστώσει τα ναρκωτικά τα οποία ευρίσκονταν εκεί». Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι τα ναρκωτικά βρίσκονταν στο εν λόγω διαμέρισμα σε χρόνο άλλο από την ημέρα εντοπισμού τους από την Αστυνομία, ή οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί το εν λόγω συμπέρασμα. 

 

        (β)   Το ποσό των 1.200 το οποίο ανευρέθηκε στο διαμέρισμα 107 το οποίο ενοικίαζε ο Εφεσείων 2, «ήταν προϊόν παράνομης δραστηριότητας του από την πώληση ναρκωτικών αφού και ο ίδιος παραδέχεται ότι πωλούσε ναρκωτικά». Με κάθε σεβασμό, πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα. Δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία συνέδεε το εν λόγω ποσό με την πώληση ναρκωτικών, ούτε ο Εφεσείων 2 αντιμετώπιζε κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πέραν τούτου το εν λόγω ποσό δεν αποτελούσε επίδικο θέμα καθότι συμπεριλαμβανόταν στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 18 για παράνομη κατοχή περιουσίας, την οποία παραδέχτηκε ο Εφεσείων 2. Το υπό εξέταση εύρημα βρίσκεται σε αντινομία με την εν λόγω παραδοχή.

 

        (γ)   Ότι «με την είσοδο της αστυνομίας στον χώρο η πόρτα που οδηγούσε στην βεράντα ήταν ανοικτή γιατί … βεβιασμένα οι κατηγορούμενοι 1 - 3 τοποθέτησαν για να κρύψουν τα ναρκωτικά στον κάλαθο με απώτερο σκοπό τη μη ανεύρεση τους από την αστυνομία». Δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει τέτοιο συμπέρασμα. Η μόνη ένορκη μαρτυρία για την τοποθέτηση των ναρκωτικών στον κάλαθο της βεράντας προερχόταν από τους Εφεσείοντες 1 και 2, οι οποίοι κρίθηκαν αναξιόπιστοι.

 

        Εν σχέσει με τις υπόλοιπες θέσεις και εισηγήσεις τοποθετούμαστε ως ακολούθως:

 

        Πρώτον, δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ότι τα ναρκωτικά στα κλειστά δια καψίματος νάιλον διαφανή σακουλάκια ή καλαμάκια ήταν έτοιμα προς πώληση, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Αστυφύλακα 3819 (Μ.Κ.5). Το αστυνομικό όργανο μπορούσε βάσει της εμπειρίας και τριβής του με το αντικείμενο να δώσει μαρτυρία επί του προκειμένου, όπως και για τις τιμές πώλησης των ναρκωτικών στην αγορά (βλ. Oakley (1979) 70 Cr. App. R. 7, R v. Hodges and Another [2003] EWCA Crim 290, Blackstone’s Criminal Practice 2019, F11.5, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση, των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 575, 576). Ο σκοπός πώλησης των ναρκωτικών ενισχύεται περαιτέρω από την ανεύρεση ζυγαριών ακριβείας με ίχνη κοκαϊνης, κάνναβης και μεθαμφεταμίνης.

 

        Δεύτερον, δεν συμφωνούμε ότι τα ευρήματα τα οποία άπτονται της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα είναι εσφαλμένα. Τούτου λεχθέντος, με κάθε σεβασμό, βρίσκουμε τα εν λόγω ευρήματα ελλιπή καθότι δεν περιλαμβάνουν ορισμένες ουσιώδεις διευκρινίσεις και τοποθετήσεις του εμπειρογνώμονα επί των αποτελεσμάτων επιστημονικής εξέτασης. Συνεπεία τούτου υπήρξε εσφαλμένη θεώρηση μέρους του γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 3, ως εναντίον του περιστατικής μαρτυρίας, το οποίο εξηγούμε αναλυτικά στην επόμενη ενότητα των λόγων έφεσης.

 

        Τρίτον, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς υιοθέτησε ως μέρος των ευρημάτων του, τις αναφορές του εμπειρογνώμονα σε στατιστική εκτίμηση του Λόγου της Πιθανοφάνειας (likelihood ratio), η οποία αποτελεί αποδεκτή και κατάλληλη επιστημονική μέθοδο για εκτίμηση της ισχύος της μαρτυρίας γενετικού υλικού (evaluating the strength of DNA evidence - Blackstones Criminal Practice 2019, par. F19.30). Η στατιστική εκτίμηση του Λόγου της Πιθανοφάνειας γίνεται στο τεκμήριο 51, για έκαστο τεκμήριο στο οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό των Εφεσειόντων. Η γνώμη του εμπειρογνώμονα εκφράζεται με στατιστικά δεδομένα βάσει επιστημονικά αποδεκτής μεθοδολογίας.

 

        Τέταρτον, ο εμπειρογνώμονας αναφέρθηκε και σε υπολογισμό του Λόγου της Πιθανοφάνειας για ορισμένα τεκμήρια επί των οποίων ανευρέθηκε γενετικό υλικό των Εφεσειόντων. Σχετικό είναι το κάτωθι συμπεράσμα του εμπειρογνώμονα από το τεκμήριο 60 (Υπολογισμοί Λόγου Πιθανοφάνειας), το οποίο υιοθετείται στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

        «Είναι δυο φορές πιο πιθανό το γενετικό υλικό που ανακτήθηκε από τα τεκμήρια Δικαστηρίου 12 (Δειγματοληψία 811-6.2, 16 (δειγματοληψία 16, 30 (δειγματοληψία 811-26), 32 (δειγματοληψία 811-28.2) και 33 (δειγματοληψίες 811-29.1, 811-29.5 και 811-29.8) να παρατηρείται επειδή οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν ή ετοίμασαν τα πιο πάνω τεκμήρια παρά να παρατηρείται επειδή υπήρχε και παρέμεινε σε αυτά, πριν τα χρησιμοποιήσει και ετοιμάσει κάποιο άλλο πρόσωπο».

 

        Εν σχέσει με την ορθή ερμηνεία των πιο πάνω αποτελεσμάτων ο εμπειρογνώμονας επισημαίνει στο τεκμήριο 60, ότι «[μ]ια χαμηλή τιμή του λόγου της πιθανοφάνειας που είναι πάνω από 1 δεν παρέχει υποστήριξη στη θέση της υπεράσπισης». Στον υπολογισμό του Λόγου της Πιθανοφάνειας παρατίθενται αλληλοαποκλειόμενες θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής και της Υπεράσπισης με τη χρήση μαθηματικής φόρμουλας για τον υπολογισμό του αποτελέσματος. Πρόκειται για επιστημονικά αποδεκτή μέθοδο η οποία εξηγείται και αναλύεται εν εκτάσει στο επιστημονικό άρθρο τεκμήριο 55. Στη χρήση της μεθόδου αυτής αποφεύγεται η χρήση των όρων άμεση ή έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού. Δεν θεωρούμε ότι η χρήση του Λόγου της Πιθανοφάνειας εκφεύγει του αποδεκτού πλαισίου επιστημονικής μαρτυρίας της συγκεκριμένης ειδικότητας και ότι εσφαλμένα υιοθετήθηκε στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Δημοκρατία ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. 59/20, ημερ. 27.5.21).

 

(IΙΙ) Ψεύδη Εφεσειόντων 1 και 2

 

        Με τον 14ο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) έκρινε τις αντιφάσεις των Εφεσειόντων 1 και 2 ως ψεύδη, και (β) έλαβε υπόψη τα ψεύδη ως περιστατική μαρτυρία εναντίον τους, χωρίς την απαιτούμενη αυτοπροειδοποίηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν «από την περιστατική μαρτυρία που έχει γίνει δεκτή» λέγει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Οι Κ2 και 3 είπαν διάφορα ψέματα στις καταθέσεις τους για τα ανευρεθέντα ναρκωτικά και για την περιουσία».

 

        Τα κριτήρια βάσει των οποίων η καταφυγή στο ψεύδος δύναται να αποτελέσει περιστατική μαρτυρία κατά του κατηγορούμενου, καταγράφονται στο κάτωθι απόσπασμα από την Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260:

 

        «Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-

 

(α)   Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.

(β)   Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.

(γ)   Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας.  Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.

(δ)   Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα».

 

        (βλέπε και Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, Ξυδάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 807).

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τα πιο πάνω κριτήρια προτού καταλήξει στο ότι το ψεύδος συνιστά περιστατική μαρτυρία εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2, ούτε καθόρισε σε ποια ψεύδη αναφέρεται. Πέραν τούτου η περιστατική μαρτυρία του ψεύδους θα έπρεπε να συναρτηθεί με τις κατηγορίες στις οποίες δεν παραδέχτηκαν ενοχή. Υπενθυμίζεται ότι ο Εφεσείων 1 δεν παραδέχτηκε όλες τις κατηγορίες πλην των κατηγοριών 14 και 17 για παράνομη κατοχή περιουσίας, ενώ ο Εφεσείων 2 παραδέχτηκε όλες τις κατηγορίες πλην των κατηγοριών 1, 13 και 16 για συνωμοσία. Το εν λόγω σφάλμα εκθεμελιώνει τη θεώρηση του ψεύδους ως περιστατικής μαρτυρίας.

 

V) Μαρτυρία Συγκατηγορούμενου

 

        Στον 15ο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη χρήση μαρτυρίας των Εφεσειόντων 1 και 2 κατά του Εφεσείοντος 3 ενώ τούτο ήταν ανεπίτρεπτό καθότι ήταν συγκατηγορούμενοι. Εισηγούνται ότι τούτο έγινε σε σχέση με παραδοχές των εν λόγω Εφεσειόντων οι οποίες έγιναν δεκτές κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δεν προσδιορίζεται στον λόγο έφεσης σε ποιες παραδοχές αναφέρονται και σε ποιο μέρος της δικαστικής απόφασης γίνεται χρήση των παραδοχών κατά του Εφεσείοντος 3. Στην απουσία αναγκαίας αιτιολόγησης δεν μπορούμε να εξετάσουμε τον λόγο έφεσης.

 

(V) Αντιστροφή Αποδεικτικού Βάρους

 

        Με τον 13ο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι υπήρξε αντιστροφή του αποδεικτικού βάρους στις ακόλουθες αναφορές οι οποίες περιλαμβάνονται στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου από περιστατική μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή:

 

        (α) «Ο Κ1 δεν κατέθεσε ενόρκως και δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την ανεύρεση του γενετικού του υλικού σε αρκετά από τα ανευρεθέντα τα οποία εξήγησε επαρκώς ο ΜΚ.6. Ως αναφέρθηκε οι ισχυρισμοί του Κ2 ότι αυτός χρησιμοποιούσε τα προσωπικά αντικείμενα του Κ1 απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι».

        (β) «Ούτε και εξήγησε γιατί μέσα στο Δ.202 το οποίο ο ίδιος ενοικίαζε, βρέθηκαν ναρκωτικά διαφόρων τάξεων, ήτοι μεθαμφεταμίνης, κάνναβης, αμφεταμίνης, κοκαΐνης, τραμαδόλης, 2 ζυγαριές ακριβείας οι οποίες βεβαίως μπορεί να χρησιμοποιηθούν και για άλλο σκοπό αλλά αυτές έφεραν πάνω τους τον δεδομένο χρόνο, ίχνη μεθαμφεταμίνης, κοκαΐνης και κάνναβης, ομοίως και για το ευρεθέν κουταλάκι με την μεθαμφεταμίνη αλλά και για την ύπαρξη τόσων πολλών έτοιμων διαχωρισμένων ποσοτήτων ναρκωτικών σε νάιλον συσκευασίες, πλείστες εξ αυτών κλειστές δια καψίματος».

        (γ) «Επίσης θεωρώ και αποκλείω ότι ο Κ1 ως ενοικιαστής του Δ.202 να μην γνώριζε για την ύπαρξη εντός αυτού των ναρκωτικών και την φύση τους. Είναι επίσης αναντίλεκτη η θέση του ΜΚ5 ότι αυτός απασχόλησε την ΥΚΑΝ και σε άλλες περιπτώσεις».

 

        Αρχίζοντας από το στοιχείο (α) ανωτέρω, εκεί όπου η μαρτυρία γενετικού υλικού συνδέει άμεσα τον κατηγορούμενο με τη σκηνή του εγκλήματος, και το μόνο λογικό συμπέρασμα βάσει των γεγονότων είναι ότι το γενετικό του υλικό εναποτέθηκε κατά τη διάπραξη του αδικήματος, τότε στην απουσία λογικής και πειστικής εξήγησης, το Δικαστήριο δύναται να οδηγηθεί σε συμπέρασμα ενοχής πέραν λογικής αμφιβολίας (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010), 2 Α.Α.Δ. 485). Η λογική εξήγηση σε τέτοια περίπτωση δύναται να διαρρήξει τη συνοχή της περιστατικής μαρτυρίας κατά του κατηγορούμενου. Εάν όμως από το σύνολο της μαρτυρίας μπορούν εύλογα να εξαχθούν διαζευκτικές πιθανότητες για την εναπόθεση του γενετικού του υλικού επί αντικειμένου που σχετίζεται με το έγκλημα, τότε η αναμονή λογικής εξήγησης από τον κατηγορούμενο παραβιάζει την αρχή του αποδεικτικού βάρους (βλ. Chashvili v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 94/20, ημερ. 4.7.2020).

 

        Στην υπόθεση R v. Kelly [2014] EWCA Crim 1968, η οποία αφορούσε παράνομη κατοχή οπλισμού, αναφέρεται ότι (παρ. 40, 41) εκεί όπου ο εντοπισμός γενετικού προφίλ του κατηγορούμενου δεν αφορά την παρουσία του στη σκηνή του εγκλήματος αλλά την παράνομη κατοχή αντικειμένου, υπάρχει πολύ στενότερη σχέση μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της ανεύρεσης γενετικού υλικού. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η εναπόθεση γενετικού υλικού έγινε με άμεση ή έμμεση μεταφορά [βλ. Crown Court Compendium Part. I (June 2023) 15-43, par. 24].

 

        Στα τελικά του συμπεράσματα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και μαρτυρία γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 3 η οποία δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως περιστατική μαρτυρία εναντίον του και επομένως δεν αναμενόταν η οποιαδήποτε λογική εξήγηση, το οποίο εξετάζεται στην επόμενη ενότητα.

 

        Εν σχέση με το στοιχείο (β) ανωτέρω, με κάθε σεβασμό, διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο παραβιάζει το δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250), καθώς και την αρχή του αποδεικτικού βάρους η οποία συναρτάται με το τεκμήριο της αθωότητας. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 459:

 

«Αποτελεί βασικό σφάλμα αρχής, η αναμονή εξηγήσεων από την υπεράσπιση. Στο σύστημα δικαίου που ακολουθείται στην Κύπρο, συχνά λησμονείται άμεσα ή έμμεσα, ότι η υπεράσπιση δεν έχει να αποδείξει οτιδήποτε. Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να υπερπηδήσει πρώτιστα το μέτρο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και στη συνέχεια να αποκόψει και το νήμα της απόδειξης ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Κατά την προσπάθεια της αυτή, η κατηγορούσα αρχή έχει να αντιμετωπίσει τη νόμιμη προσπάθεια της υπεράσπισης να δημιουργήσει εύλογες ρωγμές στο  όλο οικοδόμημα της, ούτως ώστε το Δικαστήριο να παραμείνει στο τέλος της ημέρας με εκείνη την αμφιβολία που θα ήταν νομολογιακά λανθασμένο να καταδικάσει».

 

        Το τεκμήριο της αθωότητας κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485) και το Άρθρο 6(2) της ΕΣΔΑ.

 

        Παρεμπιπτόντως, η μόνη περίπτωση μεταφοράς στους ώμους του κατηγορούμενου του αποδεικτικού βάρους (evidential burden), σε αντιδιαστολή με το νομικό βάρος (legal burden), σε υποθέσεις παράνομης κατοχής ναρκωτικών, είναι οι υπερασπίσεις που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 32, εδάφια (2) και (3)(β), του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (29/1977), το οποίο  αποτελεί αντιγραφή του Άρθρου 28 του Misuse of Drugs Act 1971 (βλ. R v. Lambert (2001) 3 All E.R. 577, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Maciuca v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 72/15, ημερ. 22.1.2018). Πρωτοδίκως οι Εφεσείοντες 1 και 3 δεν επικαλέστηκαν τις εν λόγω υπερασπίσεις.

 

        Αναφορικά με το στοιχείο (γ), το ότι ο Εφεσείων 3 απασχόλησε την Υ.ΚΑ.Ν. σε άλλες περιπτώσεις, πέραν του ότι συνιστά ανεπίτρεπτη μαρτυρία κακού χαρακτήρα λόγω απουσίας των σχετικών προϋποθέσεων (βλ. Άρθρο 1(f)(2) του Αγγλικού Criminal Evidence Act 1898, και Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη έκδοση του Γ.Μ. Πική, σελ. 188-190), δεν μπορούσε να  οδηγήσει σε οποιοδήποτε ενοχοποιητικό συμπέρασμα εναντίον του (βλ. Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση, των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 445). Ο γενικός κανόνας διατυπώνεται στο κλασσικό απόσπασμα από την υπόθεση Makin v. Attorney General of New South Wales (1893) AC 57, PC:

 

“It is undoubtedly not competent for the prosecution to adduce evidence tending to show that the accused has been guilty of criminal acts other than those covered by the indictment, for the purpose of leading to the conclusion that the accused is a person likely from his criminal conduct or character to have committed the offence for which he is being tried …”.

 

(VI) Απόδειξη κοινής κατοχής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια και απόσειση του αποδεικτικού βάρους

 

        Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 των Εφεσειόντων 1 και 3, συνεξετάζονται με τον λόγο έφεσης 16, καθότι άπτονται της απόδειξης των κατηγοριών της κοινής κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών, περιλαμβανομένης της ύπαρξης συνωμοσίας. Συνεξετάζονται επίσης οι λόγοι έφεσης 1 και 2 του Εφεσείοντος 2 οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, την καταδίκη του για συνωμοσία.

 

        Σχετικά με τους λόγους έφεσης 1 και 2 είναι η θέση των Εφεσειόντων 1 και 3 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή υπαγωγή των γεγονότων στον νόμο εν σχέσει με την κοινή κατοχή και κοινή κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην υπόθεση Hiscock ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 183/15 κ.ά., ημερ. 19.10.2017, αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της κοινής κατοχής. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

        «Tο γεγονός και μόνο πως ένας κατηγορούμενος γνωρίζει ότι κάποιο άλλο πρόσωπο κατέχει ναρκωτικά στο υποστατικό όπου διαμένουν μαζί ή στο όχημα όπου διακινούνται, δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει κατοχή από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει, περιπλέον της γνώσης, ότι υφίσταται «κοινή κατοχή» («joint possession»). Κοινή δε, θεωρείται η κατοχή όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ασκούν, έκαστος, κάποιο βαθμό ελέγχου επί των ναρκωτικών (R v. Irala-Prevost [1965] Crim. L.R. 606). Ως προς την έννοια του ελέγχου, στην R. v. Searle [1971] Crim. L.R. 592, τέθηκε ως κριτήριο η στοιχειοθέτηση «κοινής παρακαταθήκης» («common pool») εκ της οποίας κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προβεί σε ανάληψη κατά βούληση (βλ. Σίφουνας ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 91). Στην υπόθεση R v. Strong (1989) 86 (10) L.S.G. 41, ελέχθη ότι θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι κάθε κατηγορούμενος είχε λόγο για το χειρισμό των ναρκωτικών.

        ………………………………………………………………………………………….

        Έχει δε διευκρινιστεί ότι η ανοχή ή η συγκατάθεση (acquiescence) ενός συγκατοίκου δεν συνιστά, αφ΄ εαυτής,  παροχή βοήθειας ή υποκίνηση. Απαιτείται περαιτέρω μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, τουλάχιστον, ενθάρρυνση (R v. Conway and Burkes [1994] Crim. L.R. 887)».

 

        Για τον Εφεσείοντα 3 γίνεται εισήγηση ότι: (α) η ανεύρεση των ναρκωτικών στο διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε δεν εξυπακούει υπό τις περιστάσεις ότι γνώριζε για την ύπαρξη τους, (β) ακόμη και αν γνώριζε ή συγκατατέθηκε, αυτό δεν εξυπακούει ότι ασκούσε έλεγχο και δη από κοινού έλεγχο επί των ναρκωτικών, (γ) η ανεύρεση του γενετικού του υλικού επί ορισμένων αντικειμένων δεν αποτελεί περιστατική μαρτυρία εναντίον του καθότι επιδέχεται αθώας εξήγησης.

 

        Η εισήγηση για τον Εφεσείοντα 1 είναι ότι ο ίδιος είχε γνώση και έλεγχο για μόνο ένα καλαμάκι μεθαμφεταμίνης και δεν γνώριζε ούτε ασκούσε οποιοδήποτε έλεγχο επί της συνολικής ποσότητας των ναρκωτικών.

 

        Εν σχέσει με το αδίκημα της συνωμοσίας (κατηγορία 1) οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι δεν στοιχειοθετείται από την περιστατική μαρτυρία στην υπόθεση, ενώ η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι προκύπτει από την κοινή δράση και συμπεριφορά των Εφεσειόντων εκ της οποίας το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι υπήρξε από κοινού συμφωνία για την τέλεση των παράνομων πράξεων.

 

        Αναφορικά με την απόσειση του αποδεικτικού βάρους είναι η θέση των Εφεσειόντων 1 και 3 ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ήταν τέτοια που στο σύνολο της έπρεπε να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες καθότι:

 

        (α)   Το Δικαστήριο σε όλη την απόφαση μιλά για πιθανότητες θεωρώντας ότι είναι πιο πιθανή ή άμεση παρά η έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού, χωρίς αποκλεισμό της έμμεσης μεταφοράς η οποία εν προκειμένω δεν ήταν μια «πρακτικώς αμελητέα πιθανότητα».

 

        (β)   Η άμεση ή έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού ήταν άσχετη στην περίπτωση του Εφεσείοντος 3 καθότι τα αντικείμενα επί των οποίων ανευρέθηκε το γενετικό του υλικό ήταν αντικείμενα κοινής χρήσης τα οποία μάλιστα ο Εφεσείων 2 χρησιμοποίησε για τα ναρκωτικά εν αγνοία του Εφεσείοντος 3.

 

        (γ)   Οι Εφεσείοντες 1 και 3 δεν είχαν υποχρέωση να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση για τον εντοπισμό γενετικού τους υλικού σε τεκμήρια, το οποίο παραβιάζει την αρχή του αποδεικτικού βάρους.

 

        Στο κάτωθι απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται η μαρτυρία γενετικού υλικού η οποία ελήφθη υπόψη για την εξαγωγή ενοχοποιητικών συμπερασμάτων:

 

«Για το θέμα της σύνδεσης των κατηγορουμένων παραπέμπω πιο πάνω στη μαρτυρία του ΜΚ.6 αλλά ειδικότερα επισημαίνω:

Την σύνδεση του Κ1 μεταξύ άλλων στα 5 τεμάχια νάιλον διαφανή σακουλάκια (τεκμ. 33) εντός των οποίων υπάρχει κρυσταλλική ουσία, κλειστά δια καψίματος, με άμεση μεταφορά γενετικού υλικού. Στην μεταλλική τσιμπίδα τεκμ.30 όπου είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα ο Κ1 να εναποθέσει άμεσα το γενετικό του υλικό, παρά ένα άλλο άγνωστο τυχαίο άτομο. Στο τεμάχιο νάιλον διαφανές σακουλάκι, κλειστό δια καψίματος τεκμ. 23 το οποίο περιέχει 2ο τεμάχιο νάιλον διαφανές σακουλάκι, κλειστό δια καψίματος όπου είναι πιθανόν ο Κ1 να έχει μεταφέρει έμμεσα το γενετικό υλικό του Κ2 και όχι το αντίθετο.

Την σύνδεση του Κ2 με αρκετά τεκμήρια τα οποία εξέτασε ο ΜΚ.6. Βεβαίως εκείνο που δεν αποδέχεται ο Κ2 είναι οι συνωμοσίες για τα αδικήματα.

Την σύνδεση του Κ3 με το τεμάχιο καλαμακιού που είχε κρυσταλλική ουσία τεκμ.16 θέση την οποία αποδέχεται ως χρήστης ναρκωτικών.

Αναφορικά με τον Κ4 δεν έχουν προκύψει αποτελέσματα στο επίπεδο του γενετικού υλικού.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψην (sic) μου το σύνολο της πιο πάνω περιστατικής μαρτυρίας την δύναμη και συνοχή των κοινών ενεργειών και δράσης των κατηγορουμένων 1 - 3 και ελλείψει κάποιας άλλης λογικής εξήγησης από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή, κρίνω ότι δεν μπορώ να καταλήξω οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά μόνο στο αναμφίβολο ότι οι κατηγορούμενοι 1-3 είχαν όχι μόνο γνώση αλλά για την ύπαρξη στο Δ.202 που διέμεναν αλλά και έλεγχο της συνολικής ποσότητας ναρκωτικών ουσιών που εντοπίστηκαν από την αστυνομία.

Συνεπώς γι’ αυτούς έχει στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη από μέρους τους κοινής κατοχής του συνόλου των ναρκωτικών που εντοπίσθηκαν εκείνο το βράδυ».

 

        Κατόπιν προσεκτικής μελέτης θεωρούμε ότι η μαρτυρία γενετικού υλικού η οποία επισημαίνεται για τον Εφεσείοντα 3 μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως περιστατική μαρτυρία εναντίον του.

 

        Το πρώτο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας αφορά τα 5 τεμάχια νάιλον διαφανή σακουλάκια (μέρος του τεκμηρίου 33) περιέχοντα κόκκους μεθαμφεταμίνης, των οποίων ο Εφεσείων 3 είναι ο κύριος δότης του μεικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε. Με βάση τη στατιστική εκτίμηση του Λόγου της Πιθανοφάνειας το εν λόγω μικτό γενετικό προφίλ είναι 398.000.000.000 φορές πιο πιθανό να παρατηρηθεί εάν είναι μείγμα που προέρχεται από τον Εφεσείοντα 3 και ένα άγνωστο, παρά από δυο άγνωστα πρόσωπα. Η θέση της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση ήταν ότι το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 3 μεταφέρθηκε στα σακουλάκια από τρίτο άτομο το οποίο άγγιξε σε επιφάνεια (π.χ. πόμολο της πόρτας, τραπεζάκι ή πιάτο) με την οποία ήρθε προηγουμένως σε επαφή ο Εφεσείων 3. Ο εμπειρογνώμονας απάντησε ότι με βάση την πολυετή του πείρα θεωρεί εξαιρετικά απίθανο το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντος 3 το οποίο παρουσιάζεται στα ηλεκτροφερογράμματα του τεκμηρίου 52 (σελ. 53, 55) να έχει παραχθεί από δευτερεύουσα, έμμεση μεταφορά. Επομένως η έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού ήταν εν προκειμένω μια «πρακτικώς αμελητέα πιθανότητα», όπως στην υπόθεση Νικολάου (Αρ.1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, η οποία ακολουθείται στην Chashvili v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) (βλ. και Tsekiri [2017] EWCA Crim 40, παρ. 16-21, Jones (William Francis) [2020] EWCA Crim 1021, παρ. 31, 40).

 

        Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διακρίνονται από εκείνα της Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, στην οποία αποφασίστηκε ότι η ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντος σε σακούλι το οποίο ήταν τοποθετημένο μεταξύ του πώματος και του δοχείου στο οποίο βρισκόταν συσκευασία κάνναβης, σε αποθήκη της οικίας των γονέων του στην οποία είχε πρόσβαση μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας, δεν ήταν τέτοιας καταλυτικής σημασίας ώστε να οδηγήσει σε εύρημα πέραν λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων είχε την κατοχή των ναρκωτικών. Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση:

 

«Ως εκ της φύσης του, το σακούλι ήταν ουδέτερο και μη προσωπικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διάφορα άτομα για ποικίλους σκοπούς. Όπως τονίστηκε από το δικαστή Lord Hamilton στην υπόθεση Maguire v. HM Advocate 2003 S.L.T. 1307, με αναφορά σε υποθέσεις όπου μαρτυρία η οποία συνίστατο σε δακτυλικά αποτυπώματα ή σε άλλη παρόμοια περιστατική μαρτυρία θεωρήθηκε αδύναμη να οδηγήσει σε καταδίκη, πολλά εξαρτώνται από τη φύση του αντικειμένου στο οποίο εντοπίζεται το αποτύπωμα ή ο συνδετικός με τον κατηγορούμενο κρίκος (identifying link) και τη σχέση του με το χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος. Η ευκολία (readiness) με την οποία ένας κατηγορούμενος μπορεί αθώα να είχε έρθει σε επαφή με ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να είναι τέτοια που,  ακόμα και στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης εκ μέρους του, να μην μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα επαρκούς σύνδεσης μεταξύ του και του εγκλήματος (Βλ. επίσης Campbell v. HM Advocate 2008 S.C.L. 1245)».

 

        Η υπόθεση Cambell (ανωτέρω) αφορούσε την ανεύρεση δακτυλικού αποτυπώματος στο εξωτερικό μέρος σακούλας σκουπιδιών με την οποία ήταν τυλιγμένο  πυροβόλο όπλο το οποίο ανευρέθηκε την επομένη ημέρα που o εφεσείων επισκέφθηκε το διαμέρισμα της φιλενάδας του. Αποφασίστηκε ότι στην απουσία άλλης μαρτυρίας δεν μπορούσε να εξαχθεί ενοχοποιητικό συμπέρασμα καθότι ο εφεσείων θα μπορούσε να είχε έρθει σε επαφή με τη σακούλα των σκουπιδιών σε ακαθόριστο χρόνο, μη σχετιζόμενο με το τύλιγμα του πυροβόλου όπλου.

 

          Κατά την κρίση μας η διαφορά μεταξύ του σακουλιού στο οποίο εντοπίστηκε το γενετικό υλικό στη Χρυσάνθου και του δακτυλικού αποτυπώματος στη μαύρη σακούλα σκουπιδιών στην Cambell αφενός, και τα πέντε τεμάχια νάιλον διαφανή  σακουλάκια στα οποία εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 3 αφετέρου, έγκειται στο ότι υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ουδέτερο στοιχείο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί «από διάφορα άτομα για ποικίλους σκοπούς» (βλ. κατ’ αναλογία Δημοκρατία ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. 59/20, ημερ. 27.5.2021). Επρόκειτο για πολύ μικρά διαφανή τεμάχια νάιλον (μόλις μερικών εκατοστών) τα οποία στην κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν δεν είχαν την οποιαδήποτε χρησιμότητα πέραν της συσκευασίας μικρών ποσοτήτων ναρκωτικών. Ως προς το ενδεχόμενο ο Εφεσείων 3 να ήρθε σε αθώα επαφή με μεγαλύτερο νάιλον διάφανες σακούλι πριν τον κατατεμαχισμό του για την εν λόγω χρήση, η ανεύρεση γενετικού του υλικού σε 5 από τα 25 νάιλον κομματάκια του τεκμηρίου 33, τείνει να αποκλείσει την πιθανότητα τυχαίας επαφής. Πέραν τούτου δεν υπάρχει κανένα μαρτυρικό υπόβαθρο για την εξέταση τέτοιου ενδεχόμενου, ούτε αυτό προκύπτει ως μια λογική ή διαζευκτική πιθανότητα μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης. Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την Guruli  v. Δημοκρατιας, Ποιν. Έφ. Αρ. 263/2017, ημερ. 22.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B160:

 

«…Όπως και η νομολογία μας επιτάσσει (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706), ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητά της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής, ανθρώπινης, εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές ή πιθανότητες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να προβληθούν στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Οι όποιες διαζευκτικές πιθανότητες θα πρέπει να είναι τέτοιες, που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου».

 

        (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525, Μαυρολούκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 74/21, ημερ. 31.10.2023, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/21, ημερ. 19.1.2024)).

 

        Το δεύτερο κατά σειρά στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά του Εφεσείοντος 3, είναι η μεταλλική τσιμπίδα (τεκμήριο 30) στην οποία εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικού του οποίου είναι ο κύριος δότης. Μάλιστα εάν δεν επρόκειτο για τέσσερα ξένα αλλήλια που παρατηρούνται στην επαναληπτική εξέταση (τεκμήριο 52, σελ. 35) θα μπορούσε να δοθεί και ως μονό γενετικό προφίλ. Με βάση τη στατιστική εκτίμηση του Λόγου της Πιθανοφάνειας το μικτό γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το εν λόγω αντικείμενο είναι 1.600.000.000 φορές πιο πιθανό να παρατηρηθεί εάν είναι μείγμα που προέρχεται από τον Εφεσείοντα 3 και ένα άγνωστο παρά από δυο άγνωστα. Η πιθανότητα είναι μεγαλύτερη ο Εφεσείων 3 να εναπέθεσε άμεσα το γενετικό του υλικό παρά ένα άγνωστο και τυχαίο άτομο το οποίο δεν γνωρίζουμε. Στην ερευνητική μελέτη τεκμήριο 58, καταδεικνύεται η τάση το άτομο που ήρθε σε άμεση επαφή να αφήνει τις μεγαλύτερες ποσότητες γενετικού υλικού το οποίο παρατηρείται στις πλείστες των περιπτώσεων. Επιπλέον ο εμπειρογνώμονας απέκλεισε την πιθανότητα έμμεσης μεταφοράς από τον Εφεσείοντα 2. Ούτε υπάρχει μαρτυρία χρήσης του συγκεκριμένου διαμερίσματος από άτομα άλλα από τους κατηγορούμενους. Ελλείψει μαρτυρικού υπόβαθρου, η άμεση εναπόθεση γενετικού υλικού στη τσιμπίδα από τρίτο άγνωστο άτομο δεν αποτελεί ρεαλιστική πιθανότητα η οποία ευλόγως να προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

        Περιπλέον, συμφώνως της αποδεκτής μαρτυρίας η χρησιμότητα της τσιμπίδας έγκειτο στη ζύγιση των κόκκων μεθαμφεταμίνης και τοποθέτησης τους σε καλαμάκι ή σακουλάκι. Όπως είδαμε ανωτέρω το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 3 εντοπίστηκε σε 5 σακουλάκια κλειστά δια καψίματος περιέχοντα κόκκους μεθαμφεταμίνης. Ο αριθμός των αντικειμένων αυτών, αποτελεί πρόσθετο στοιχείο το οποίο συνηγορεί υπέρ της άμεσης επαφής του Εφεσείοντος 3 με την τσιμπίδα. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω παραγόντων, ορθώς το υπο συζήτηση γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 3 προσμετρήθηκε στην εναντίον του περιστατική μαρτυρία.

 

        Το τρίτο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας αφορά τον εντοπισμό γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 3 σε τεμάχιο νάιλον σακουλάκι (εξωτερικά) κλειστού δια καψίματος (τεκμήριο 23), το οποίο περιέχει δεύτερο τεμάχιο νάιλον διάφανες σακουλάκι κλειστό δια καψίματος εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα κρυσταλλικής ουσίας (κόκκοι μεθαμφεταμίνης). Με βάση τη στατιστική εκτίμηση του Λόγου της Πιθανοφάνειας (τεκμήριο 51) το μεικτό γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το πιο πάνω αντικείμενο είναι 14.000.000 φορές πιο πιθανό να παρατηρηθεί εάν είναι μείγμα που προέρχεται από τον Εφεσείοντα 3 και δυο άγνωστα άτομα παρά από τρία άγνωστα. Στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι είναι πιο πιθανό ο Εφεσείων 3 να έχει μεταφέρει έμμεσα το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 2 και όχι το αντίθετο. Τούτο όμως δεν αποδίδει ορθά τη γνώμη του εμπειρογνώμονα ως αυτή προκύπτει μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας του επί του προκειμένου.

 

        Αντεξεταζόμενος δυο φορές αρνήθηκε τη θέση της Υπεράσπισης ότι από τις χρωμοσωμικές θέσεις στο ηλεκτροφερόγραμμα (τεκμήριο 52), δεν αποκλείεται ο Εφεσείων 2 να μετέφερε το γενετικό υλικό των άλλων δυο προσώπων. Τόνισε επίσης κατά την αντεξέταση ότι ως προκύπτει από την ερευνητική μελέτη (τεκμήριο 58) είναι δύσκολο να μεταφέρει κάποιος το γενετικό υλικό άλλων ατόμων χωρίς να μεταφέρει το δικό του γενετικό υλικό. Ενώ η γνώμη του επί ενός σεναρίου έμμεσης μεταφοράς ήταν ότι ο Εφεσείων 3 μετέφερε το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 2 επί του τεκμηρίου 23. Ερωτώμενος ξανά κατά πόσο δεν μπορούσε να αποκλείσει να μην είναι αυτό που είπε στη μαρτυρία του, παρέμεινε σταθερός στη θέση του. Με αυτά ως δεδομένα θεωρούμε ότι η έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 3 από τον Εφεσείοντα 2 δεν ήταν υπό τις περιστάσεις μια εύλογη διαζευκτική πιθανότητα. Ορθώς επομένως λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ως περιστατική μαρτυρία κατά του Εφεσείοντος 3.

 

        Πέραν της προαναφερθείσας μαρτυρίας γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 3, προκύπτει σαφώς από την απόφαση ότι εναντίον του λήφθηκε υπόψη και η υπόλοιπη μαρτυρία γενετικού του υλικού η οποία αναφέρεται στα ευρήματα, τουτέστιν (α) το λουρί κρεμάσματος στο μαύρο τσαντάκι (τεκμήριο 7) - είναι δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού μαζί με τον Εφεσείοντα 2 και ένα άγνωστο πρόσωπο (δειγματοληψία 811 - 1.1), (β) σε άλλη δειγματοληψία (811 - 1.2) εξωτερικά του τεκμηρίου 7, οι Εφεσείοντες 2 και 3 «δεν αποκλείονται από δότες μέρους του μικτού γενετικού υλικού», (β) το πλαστικό τσαντάκι (τεκμήριο 13) από δειγματοληψία (811 - 7.1) εξωτερικά ο Εφεσείων 3 δεν αποκλείεται από δότης μέρους του μικτού γενετικού υλικού, (γ) (τεκμήριο 22) τεμάχιο διάφανες σακουλάκι κλειστό δια καψίματος, το οποίο περιέχει δεύτερο τεμάχιο νάιλον σακουλάκι εντός του οποίου υπάρχει ποσότητα καφέ συμπαγούς ουσίας, ο Εφεσείων 3 δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους του μικτού γενετικού υλικού, (δ) στο μαύρο τσαντάκι (τεκμήριο 32) από ληφθέν επίχρισμα εσωτερικά (811 - 28.3), το μεικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε είναι 21.000.000 πιο πιθανόν να παρατηρηθεί εάν είναι μείγμα που προέρχεται από τους Εφεσείοντες 2 και 3 και δυο άγνωστα πρόσωπα παρά από τέσσερα άγνωστα πρόσωπα.

 

        Αντεξεταζόμενος ο εμπειρογνώμονας συμφώνησε για τη δειγματοληψία από το λουρί κρεμάσματος του τεκμηρίου 7, ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει αν πρόκειται για άμεση ή έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού. Σε ό,τι αφορά τη δειγματοληψία εξωτερικά του τεκμηρίου 7 απουσίαζαν αρκετά γενετικά χαρακτηριστικά για να τοποθετηθεί μετά βεβαιότητας σε ποιους ανήκει το γενετικό προφίλ, όπως και για το γενετικό προφίλ που εντοπίστηκε στα τεκμήρια που αναφέρονται στο (β) και (γ) ανωτέρω αντίστοιχα. Αυτή είναι η σημασία των αναφορών στην επιστημονική του έκθεση (τεκμήριο 44) ότι ο Εφεσείων 2 «δεν αποκλείεται από δότης του μεικτού γενετικού υλικού». Για το δε τεκμήριο 32 αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την πιθανότητα έμμεσης μεταφοράς γενετικού υλικού. Επομένως, για όλα αυτά η αποδεικτική δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας γενετικού υλικού εναντίον του Εφεσείοντος 3, δεν ήταν τέτοια που να οδηγεί σε σύνδεση του με τα ναρκωτικά στην απουσία λογικής εξήγησης.

 

        Σε ό,τι αφορά τον Εφεσείοντα 1, θεωρούμε ότι η ανεύρεση γενετικού του υλικού σε καλαμάκι κλειστού δια καψίματος περιέχον μεθαμφεταμίνη, αποτελεί στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εκ του οποίου δύναται να εξαχθεί ενοχοποιητικό συμπέρασμα σύνδεσης του με τη συσκευασία  της ναρκωτικής ουσίας στην απουσία λογικής εξήγησης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα από την καμένη άκρη απομονώθηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 1 ως κύριου δότη. Με βάση τη στατιστική εκτίμηση του Λόγου της Πιθανοφάνειας, το μεικτό γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το πιο πάνω αντικείμενο είναι 3.800.000.000.000 φορές πιο πιθανό να παρατηρηθεί εάν είναι μείγμα που προέρχεται από τον Εφεσείοντα 1 και ένα άγνωστο άτομο παρά από δυο άγνωστα. Επί του προκειμένου ισχύουν όσα έχουμε ήδη αναφέρει ότι στις πλείστες των περιπτώσεων άμεσης μεταφοράς παρατηρείται κύρια συνεισφορά από το άτομο που ήρθε σε επαφή με το αντικείμενο. Ιδιαίτερα όμως σημαντικό είναι και το σημείο εντοπισμού γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 1 ως προκύπτει από την κάτωθι αναφορά του εμπειρογνώμονα στο τεκμήριο 60:

 

«ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Επειδή η άκρια του 1ου καλαμακιού ήταν καμένη, θεωρώ ότι είναι πιο πιθανό το σάλιο να τοποθετήθηκε κατά ή μετά το κλείσιμο του καλαμακιού διότι εάν υπήρχε σάλιο στη θέση εκείνη από προηγουμένως (δηλ. κάποιος χρησιμοποίησε το καλαμάκι για να πιεί) με την καύση θα καταστρέφετο και το ένζυμο της Αμυλάσης με αποτέλεσμα να παίρναμε αρνητική ένδειξη στην παρουσία του σαλιού».

(Έμφαση δοθείσα).

 

        Ορθώς επομένως ο εντοπισμός γενετικού υλικού του Εφεσείοντος 1 επί του εν λόγω αντικειμένου λήφθηκε υπόψη ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του.

 

(VIII) Η επιφύλαξη του Άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155

 

        Εν όψει των διαπιστώσεων μας περί σφαλμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στους λόγους έφεσης τους οποίους ήδη εξετάσαμε εν σχέσει με την καταδίκη των Εφεσειόντων 1 και 3 για τα ναρκωτικά, το επόμενο θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155, το οποίο προνοεί ότι:

 

        «Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης».

(Έμφαση δοθείσα).

 

        Η εφαρμογή της επιφύλαξης εξηγείται στο κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, του Γ.Μ. Πική, 2η έκδοση, (2014), σελ. 324:

 

«Το κριτήριο το οποίο υιοθετείται από το Εφετείο δεν είναι ο βαθμός του σφάλματος, αλλά κατά πόσο υφίσταται, παρά το σφάλμα, επαρκής μαρτυρία και επαρκής καθοδήγηση για λογικό σώμα ενόρκων οριστικά και δίκαια να καταδικάσει, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει ουσιαστική απόκλιση από τα θέσμια της δικαιοσύνης. Παρά ταύτα, εάν το σφάλμα μπορούσε να έχει ουσιαστική επίδραση σε λογικό σώμα ενόρκων, η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί γιατί επικύρωσή της θα συνιστούσε απόκλιση από τα θέσμια της δικαιοσύνης. Μεταφορικά το ερώτημα είναι εάν με τη διαγραφή του σημειωθέντος σφάλματος στοιχειοθετείται ισχυρή υπόθεση για καταδίκη».

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Στην A.F.K. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/18 κ.ά. ημερ. 6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:B515, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

        «Το κριτήριο είναι, το κατά πόσον, παρά το σφάλμα, με τη σωστή καθοδήγηση, το εκδικάζον Δικαστήριο αλλά και κάθε άλλο Δικαστήριο, θα κατέληγαν, επί του συνόλου της μαρτυρίας, αναπόφευκτα, σε καταδικαστική απόφαση (Δέστε: Vouniotis (ανωτέρω) και Hiscock v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 183/15, ημερ. 19.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:B362). Όπως χαρακτηριστικά παρατίθεται στην απόφαση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, 668:

 

        «Το κριτήριο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του Νόμου, καθώς προκύπτει, είναι η βέβαιη διαπίστωση ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του δικάσαντος δικαστηρίου και αν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε»».

 

        Αρχίζοντας από τον Εφεσείοντα 3, αυτός ήταν ο μοναδικός ενοικιαστής του διαμερίσματος στο οποίο ανευρέθηκαν οι ναρκωτικές ουσίες. Στη Hiscock ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το Εφετείο άντλησε καθοδήγηση από την R v. Kousar [2009] EWCA Crim 139, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

        «Στην υπόθεση εκείνη είχε ανευρεθεί στη σοφίτα της οικογενειακής οικίας μεγάλος αριθμός πλαστών προϊόντων (απομιμήσεις) τα οποία εμπορευόταν ο σύζυγος.  Η σύζυγος κατηγορήθηκε για κοινή κατοχή με το σύζυγό της, ως αυτουργός (principal) και όχι υπό την έννοια της παροχής βοήθειας κτλ.  Ήταν η θέση της κατηγορούσας αρχής ότι αυτή γνώριζε την ύπαρξη των προϊόντων στο σπίτι, ότι συνεργάστηκε και επέτρεψε να βρίσκονται εκεί, εφόσον κατελάμβαναν μεγάλο μέρος της αποθήκης, και ότι είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο σε σχέση με τα προϊόντα που βρίσκονταν στο σπίτι όπου ζούσε, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να απαιτήσει την απομάκρυνσή τους ή και να τα απομακρύνει η ίδια.  Το Εφετείο, όπου κατέληξε η υπόθεση, εξέτασε την περίπτωση και υπό το πρίσμα της συνήθους οικογενειακής κατάστασης, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο/η σύζυγος μπορεί να θεωρηθεί ότι τελεί σε κοινή κατοχή των αντικειμένων μέσα στο σπίτι, τα οποία αποτελούν περιουσία του άλλου συζύγου. Επί αυτού ελέχθησαν τα εξής:

 

        «Permission may be something more than an acquiescence but even then is not in our judgment sufficient to render the permittor a person in possession of the goods.  In the field of drugs offences there is a specific offence of permitting premises to be used for certain activities but there is no equivalent in the legislation with which we are concerned.  A finding of being able to exercise a measure of control, which is the basis upon which this issue was in due course left to the jury, is not the same as a finding that she did exercise control»».

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Στη μεταγενέστερη υπόθεση R v. Skye Case [2015] EWCA Crim 2080, το Αγγλικό Εφετείο προέβη στην εξής σημαντική διευκρίνιση σχετικά το με υπογραμμισμένο μέρος του ανωτέρω αποσπάσματος:

 

32. We would add just one other point. As we have said, there was one remark made in the course of the judgment in Kousar to this effect:

"Permission may be something more than an acquiescence but even then is not in our judgment sufficient to render the permittor a person in possession of the goods." 

 

33.In our view, with all respect, that statement is not to be taken as a proposition of law of general application. All will depend on the circumstances of the case. There may well be cases where permission will render a person giving permission a possessor of the item in question: for example, if the owner of a house knowingly permits a friend who has a gun to store the gun in that owner's house, then the owner of the house may certainly be capable of being in "possession" of a firearm for the purposes of the firearms legislation. This is just one straightforward exposition of circumstances where giving of permission may indeed be capable of rendering a person liable to be prosecuted for possession of an item: even though that possession may be shared with others. Accordingly, that particular statement in Kousar is to be read with the qualification we have indicated”.

(Έμφαση δοθείσα).

 

        Με βάση τα γεγονότα στη Skye Case, ο εφεσείων επέτρεψε σε τρίτο άτομο το οποίο δεν κατονόμασε λόγω φόβου, να μείνει για λίγα βράδια σε κατοικία την οποία ενοικίαζε, κατά το διάστημα που ο ίδιος απουσίαζε. Εκ των υστέρων το άτομο αυτό του αποκάλυψε ότι στην κατοικία άφησε πυροβόλο όπλο. Παρότι ο εφεσείων του ζήτησε να το μετακινήσει, εκείνος δεν το έπραξε. Φοβούμενος το άτομο εκείνο, ο εφεσείων δεν επικοινώνησε με την αστυνομία. Στο όπλο και στα πυρομαχικά εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό του εφεσείοντος και άλλων προσώπων, το οποίο δεν αποδείκνυε συμπερασματικά ότι ο εφεσείων ήρθε σε επαφή με το όπλο ή τα πυρομαχικά. Εντούτοις, το  Αγγλικό Εφετείο έκρινε ασφαλή την καταδίκη του εφεσείοντος για παράνομη κατοχή όπλου και πυρομαχικών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ότι ο εφεσείων ήταν ο μοναδικός ενοικιαστής του διαμερίσματος, δικαιούμενος σε αποκλειστική κατοχή του χώρου.

 

        Παρατηρούμε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της Skye Case. Δεν είναι η περίπτωση εντοπισμού ναρκωτικών ή πλαστών προϊόντων στη συζυγική κατοικία όπως ήταν τα γεγονότα στην Kousar ή στη Hiscock.

 

        Εφαρμόζοντας το σκεπτικό της Skye Case στην παρούσα υπόθεση, το ότι ο Εφεσείων 3 εν γνώσει του επέτρεψε στον Εφεσείοντα 2 να έχει ναρκωτικά στο διαμέρισμα του οποίου ήταν ο μοναδικός ενοικιαστής, είναι ικανό για τη στοιχειοθέτηση της κατοχής των ναρκωτικών, την οποία εν προκειμένω μοιραζόταν με άλλους. Συμφώνως της νομολογίας το αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών συνίσταται στον φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου το οποίο κατέχεται (βλ. Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, Σιβιτανίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166). Το φυσικό στοιχείο προϋποθέτει απόδειξη ότι η απαγορευμένη ουσία βρίσκεται κάτω από την φύλαξη ή υπόκειται στον έλεγχο του κατηγορούμενου (βλ. Boyesen (1982) AC 768, Lambert (2002) 2 AC 545). To νοητικό στοιχείο προϋποθέτει γνώση ότι η απαγορευμένη ουσία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του κατηγορούμενου. Η έννοια της κατοχής ως συνοψίζεται στον Blackstones Criminal Practice 2016, B19.23-24, υιοθετείται στη Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 123/15, ημερ. 19.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B385.

 

        Το γεγονός ότι ο Εφεσείων 3 ήταν ο μοναδικός ενοικιαστής του διαμερίσματος στο οποίο βρίσκονταν τα ναρκωτικά αποδεικνύει το στοιχείο του φυσικού ελέγχου. Ως προς την απόδειξη του στοιχείου της γνώσης του Εφεσείοντος 3 για την ύπαρξη των ναρκωτικών στο διαμέρισμα, εφαρμόζονται τα αποφασισθέντα στην Lewis (G.) (1988) 87 Cr. App. R. 279, τα οποία συνοψίζονται στον Archbold 2023, παρ. 27-61:

 

In Lewis (G.) (1988) 87 Cr. App. R. 270, CA, police officers discovered drugs, during a search of a house of which L was the sole tenant. L’s case was that he rarely visited the house which was frequented by others. The drugs had apparently been found in a cassette case hidden under some clothing. The appellant submitted that the minimum that had to be proved was knowledge of the existence of the cassette case. The court rejected this, holding that the following is an adequate direction (conforming to Warner): a person is in possession of something when he has knowledge of its presence and some control over it; but he would not have possession of it unless he either knew, or the circumstances were such that he had the opportunity, whether he availed himself of it or not, to learn or to discover in a general way what the items were”.

(Έμφαση δοθείσα).

 

        Περιπλέον, η γνώση του Εφεσείοντος 3 προκύπτει αβίαστα από την προαναφερθείσα περιστατική μαρτυρία γενετικού υλικού στα 5 νάιλον σακουλάκια μεθαμφεταμίνης (τεκμήριο 33), τη τσιμπίδα (τεκμήριο 30) και το σακούλι περιέχον άλλο σακούλι με μεθαμφεταμίνη (τεκμήριο 23) εκ των οποίων συμπερασματικά προκύπτει τόσον η γνώση όσον και η ενεργός συμμετοχή του Εφεσείοντος 3 στη συσκευασία των ναρκωτικών. Η εν λόγω περιστατική μαρτυρία αθροιστικά αποτιμώμενη είναι ασυμβίβαστη με οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα εκτός από την ενοχή του πέραν λογικής αμφιβολίας (βλ. Παφίτης & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102). Η περιστατική μαρτυρία γενετικού υλικού ήταν τέτοιας δυναμικής ώστε να θεμελιώνει αφ΄ εαυτής εύρημα ενοχής (βλ. Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (Αρ. 1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525). Θεωρούμε ότι υπήρχε συντριπτική μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντος 3 για τη στοιχειοθέτηση της κοινής κατοχής και κοινής κατοχής με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών για τα οποία καταδικάστηκε. Πέραν της ποσότητας, ο σκοπός της προμήθειας προκύπτει βάσει της μαρτυρίας, και από τον τρόπο συσκευασίας των ναρκωτικών σε πολύ μικρές ποσότητες μέσα σε σακουλάκια ή καλαμάκια κλειστά δια καψίματος.

 

        Τονίζεται ότι εν όψει της εν λόγω περιστατικής μαρτυρίας η συμμετοχή του Εφεσείοντος 3 δεν ήταν υποθετικό συμπέρασμα όπως ήταν τα γεγονότα στη Hiscock. Ακόμη και με βάση τον λόγο της Koursar ή της Hiscock στοιχειοθετείται η κοινή κατοχή των ναρκωτικών  για τον Εφεσείοντα 3, και συνακόλουθα κατοχή με σκοπό την προμήθεια, καθότι πέραν της απλής γνώσης ή συγκατάθεσης, υπάρχει περιστατική μαρτυρία συμμετοχής του στη συσκευασία των ναρκωτικών.

 

        Αναφορικά με τον Εφεσείοντα 1, το γενετικό του υλικό εντοπίστηκε σε ένα καλαμάκι μεθαμφεταμίνης κλειστό δια καψίματος μαζί με άλλα 8 τέτοια καλαμάκια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα αν το σάλιο στο σημείο καψίματος (στο οποίο εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 1) είχε τοποθετηθεί πριν το κλείσιμο τότε «με την καύση θα καταστρέφετο και το ένζυμο της Αμυλάσης με αποτέλεσμα να παίρναμε αρνητική ένδειξη στην παρουσία του σαλιού». Επομένως ο εντοπισμός του γενετικού υλικού στο συγκεκριμένο σημείο επιμαρτυρεί ότι αυτός έκλεισε το καλαμάκι. Με βάση τη μαρτυρία του Μ.Κ.5 η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως, το κλείσιμο δια καψίματος ήταν ο τρόπος σφράγισης των ναρκωτικών για πώληση.

 

        Κατά την κρίση μας η ως άνω επιστημονική μαρτυρία γενετικού υλικού σε συνάρτηση με τα κομμένα νάιλον σακουλάκια για τη συσκευασία ναρκωτικά τα οποία βρίσκονταν στα πόδια του κατά την είσοδο της Αστυνομίας, αθροιστικά αποτιμώμενα οδηγούν στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων 1 είχε γνώση και συμμετοχή στη συσκευασία των ναρκωτικών, εκ των οποίων συνάγεται η άσκηση κοινού ελέγχου.  

 

        Καταλήγοντας για τους Εφεσείοντες 1 και 3, είμαστε βέβαιοι ότι παρά τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία έχουμε εντοπίσει, υπήρχε επαρκής μαρτυρία ούτως ώστε «με τη σωστή καθοδήγηση, το εκδικάζον Δικαστήριο αλλά και κάθε άλλο Δικαστήριο, θα κατέληγαν, επί του συνόλου της μαρτυρίας, αναπόφευκτα, σε καταδικαστική απόφαση» (βλ. A.F.K., ανωτέρω) εν σχέσει με την κοινή κατοχή και κοινή κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών.

 

        Τέλος θα εξετάσουμε κατά πόσο δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης αναφορικά με την καταδίκη των Εφεσειόντων για συνωμοσία αφορώσα την κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ποσοστήτων ναρκωτικών για τις οποίας καταδικάστηκαν. Όπως λέχθηκε στην Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134:

 

«Το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δυο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για την συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέρα από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απότυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. (Βλέπε Mulcany v. R. [1868] L.R. 34 H.L. 328, O' Connell v. R. (1844) 5 St. Tr. (N.S.) 1, R. v. Aspinall [1876] 2 Q.B.D. 48, Archbold, ανωτέρω, σελ. 2035 παραγρ. 28-4».

 

        (βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).

 

        Η ύπαρξη της συνωμοσίας συνήθως αποδεικνύεται βάσει περιστατικής μαρτυρίας. Όπως αναφέρεται στον Archbold 2021, παρ. 33-14:

 

        “Proof of the existence of a conspiracy is generally a “matter of inference, deduced from certain criminal acts of the parties accused, done in pursuance of an apparent criminal purpose in common between them”.

 

        Εν προκειμένω η ύπαρξη της συνωμοσίας στοιχειοθετείται από την περιστατική μαρτυρία γενετικού υλικού καταδεικνύουσα την κοινή δράση όλων των Εφεσειόντων στην κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ποσοτήτων ναρκωτικών για τις οποίες καταδικάστηκαν. Επρόκειτο για πολύ καλά οργανωμένη επιχείρηση, με ζύγιση και  συσκευασία ξεχωριστών ποσοτήτων οι οποίες προορίζονταν για πώληση.  Εν σχέσει με το αδίκημα της συνωμοσίας σημαντικό είναι επίσης ότι σε  ορισμένα από τα εξετασθέντα τεκμήρια που σχετίζονται με τις ναρκωτικές ουσίες εντοπίστηκε και γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 2, όπως σε 10 από τα 25 μικρά νάιλον σακουλάκια που περιείχαν μεθαμφεταμίνη (τεκμήριο 33) και τη ζυγαριά (τεκμήριο 12), το οποίο επιβεβαιώνει και τη δική του ενεργό συμμετοχή στον εγκληματικό σκοπό. Επομένως δεν υπήρξε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης εν σχέσει με την καταδίκη των Εφεσειόντων για το αδίκημα της συνωμοσίας.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 16 απορρίπτονται.

 

(IX) Απόδειξη της συνωμοσίας για παράνομη κατοχή περιουσίας και παράνομη κατοχή αρχαιότητας

 

        Με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3 οι Εφεσείοντες 1 και 3 προσβάλλουν επίσης την καταδίκη τους για παράνομη κατοχή αρχαιότητας καθώς και συνωμοσίας για τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος. Η προρρηθείσα συνωμοσία προσβάλλεται και με τους λόγους έφεσης 1 και 2 του Εφεσείοντος 2.

 

        Διαπιστώνουμε ότι στα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πουθενά δεν καταγράφεται το σκεπτικό στο οποίο στηρίχτηκε η  καταδίκη για τα εν λόγω αδικήματα. Το σχετικό μέρος της απόφασης με υπότιτλο κατηγορίες 14, 15 και 17 έχει ως ακολούθως:

 

        «Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία θεωρώ ότι με βάση το άρθρο 309 του Κεφ. 154 δεν έχει αποδειχθεί από την ΚΑ η οποία έχει και το βάρος απόδειξης όλων των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι γι’ αυτά τα αντικείμενα υπήρχαν εύλογες υπόνοιες ότι ήταν κλοπιμαία, πλην του αρχαίου αντικειμένου πρόχους (κατηγορία 15) αφού αυτό ανήκε στην ιδιωτική συλλογή της R. Williams».

 

        Παρατηρούμε ότι η κατηγορία 15, δεν αφορούσε παράνομη κατοχή περιουσίας κατά παράβαση των Άρθρων 309 και 20 του Κεφ. 154, αλλά παράνομη κατοχή αρχαιοτήτων κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 33(1) του περί Αρχαιοτήτων Νόμου Κεφ. 31 όπως τροποποιήθηκε. Η μη παράθεση του σκεπτικού βάσει του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση για τα εν λόγω αδικήματα καθιστά το σχετικό μέρος της απόφασης αναιτιολόγητο. Η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων επιβάλλεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Neophytou v. The Police (1981) 2 C.L.R. 195, σε Ελληνική μετάφραση από το σύγγραμμα Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου του Γ.Μ. Πική, σελ. 97:

 

        «Η πρέπουσα αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, ιδιαίτερα η παράθεση των λόγων της καταδίκης του κατηγορούμενου, επιβάλλεται επιτακτικά από το Σύνταγμα, ειδικά από το Άρθρο 30.2, και, παράλληλα, συνιστά αμετάβλητο γνώρισμα των θεσμών απονομής της δικαιοσύνης. Μακροχρόνια, η πίστη στη δικαστική λειτουργία της Πολιτείας και στην αποστολή της εξαρτάται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από την πειστικότητα του σκεπτικού των δικαστικών αποφάσεων. Οποιαδήποτε χαλάρωση του κανόνα, αναπόφευκτα, θα υπονόμευε την πίστη στο οικοδόμημα της Δικαιοσύνης. Η πρέπουσα αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλεται μόνο για την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων αλλά και προς διασφάλιση του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Η εντύπωση της αυθαιρεσίας είναι το στοιχείο το οποίο πρέπει κατά πάντα να αποκλείεται από τη σφαίρα της δικαστικής λειτουργίας».

 

        Αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων στην ποινική δίκη, σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490:

 

«Η αιτιολόγηση στοιχειοθετείται με αναφορά στα επίδικα θέματα, που, στην ποινική δίκη, καθορίζονται από το κατηγορητήριο (κατηγορίες), την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τον καθορισμό των ευρημάτων του καθώς και τη σαφή διατύπωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540·Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195). Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων. Εφόσον επιχείρημα είναι δραστικό και παραγνωρίζεται, οι συνέπειες είναι ορατές στην απόφαση του δικαστηρίου και μπορεί να εξεταστούν στην έφεση».

 

        (βλ. και Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/15 κ.α., ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241).

 

        Συμφώνως της νομολογίας, εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης καθιστά άκυρη την καταδικαστική απόφαση (βλ. Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294).

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, ακυρώνεται η καταδίκη των Εφεσειόντων 1, 2 και 3 για το αδίκημα της συνωμοσίας στην κατηγορία 13 και των Εφεσειόντων 1 και 3 για το αδίκημα της παράνομης κατοχής αρχαιότητας στην κατηγορία 15.

 

        Με τον λόγο έφεσης 17, η δικαστική απόφαση προσβάλλεται στο σύνολο της ως αναιτιολόγητη. Πλην του μέρους της δικαστικής απόφασης στο οποίο μόλις έχουμε αναφερθεί, το υπόλοιπο μέρος κρίνουμε ότι πληροί τις προϋποθέσεις αιτιολογημένης απόφασης ως καθορίζονται στη νομολογία.

 

 

 

(Χ) Οι Εφέσεις κατά της ποινής

 

        Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως έκδηλα υπερβολικές τις ακόλουθες επιβληθείσες ποινές: (α) Στην κατηγορία 7 για κατοχή με σκοπό την προμήθεια μεθαμφεταμίνης (ελεγχόμενο φάρμακο Τάξης Α) συνολικού βάρους 94,18 γραμμαρίων (4 έτη στους Εφεσείοντες 1, 3 και 3,5 έτη στον Εφεσείοντα 2), (β) Στην κατηγορία 12 για κατοχή με σκοπό την προμήθεια κάνναβης (ελεγχόμενο φάρμακο Τάξης Β) συνολικού βάρους 49,06 γραμμαρίων (3,5 έτη στους Εφεσείοντες 1, 3 και 3 έτη στον Εφεσείοντα 2), και (γ) Στην κατηγορία 8 για κατοχή 44 δισκίων αμφεταμίνης (ελεγχόμενο φάρμακο Τάξης Α) (3 έτη στους Εφεσείοντες 1, 3 και 2 έτη στον Εφεσείοντα 2).

 

        Οι αρχές βάσει των οποίων το Εφετείο επεμβαίνει στην επιβληθείσα ποινή είναι καλά καθιερωμένες. Πρέπει να υπάρχει (α) εμφανής αναντιστοιχία μεταξύ σοβαρότητας του αδικήματος και επιβληθείσας ποινής, και (β) ουσιώδης απόκλιση από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία, (βλ. μεταξύ άλλων Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141).

 

        Η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών για την καταπολέμηση της μεγάλης μάστιγας των ναρκωτικών είναι επιβεβλημένη. Προς τούτο παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350:

 

        «Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική». (Βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατία (2010) 2 ΑΑΔ 633, και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει)».

 

        (βλ. Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 79/2017, ημερ. 13.3.2017, Valdez v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/16 κ.ά., ημερ. 21.2.2017, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωκράτους, Ποιν. Έφ. 67/21, ημερ. 17.3.2023), ECLI:CY:AD:2023:B92.

 

        Η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών καθιστά τις προσωπικές περιστάσεις των κατηγορούμενων περιθωριακής σημασίας παράγοντα, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχει το στοιχείο της εμπορίας, χάριν προστασίας του κοινωνικού συνόλου  (βλ. Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, Ρεσλάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 127).

 

        Είναι επίσης γνωστή η αρχή ότι προηγούμενες αποφάσεις επιβολής ποινών δεν δημιουργούν δεσμευτικό προηγούμενο. Είναι μόνο ενδεικτικές του μέτρου της τιμωρίας ομοειδών αδικημάτων και των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Valdez κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/16 (Σχ. 145/16), ημερ. 21.2.2017, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 (Σχ. 130/19), ημερ. 10.3.2021).

 

        Η διαφοροποίηση της ποινής σε ό,τι αφορά τους Εφεσείοντες 1 και 3 αφενός και του Εφεσείοντος 2 αφετέρου, έγκειται στο ότι αυτοί βαρύνονταν με προηγούμενες καταδίκες. Ο Εφεσείων 1 είχε δυο καταδίκες για ναρκωτικά (σε μια εξ αυτών στις 9.6.22 του επιβλήθηκε φυλάκιση 18 μηνών), και ο Εφεσείων 3 μια καταδίκη για ναρκωτικά (στις 29.6.22 καταδικάστηκε σε 2 μήνες φυλάκιση με 3ετή αναστολή λήγουσα την 29.6.25). Ενώ ο Εφεσείων 2 είναι λευκού ποινικού μητρώου. Πέραν τούτου παραδέχτηκε όλες τις κατηγορίες πλην των κατηγοριών 1 και 13 στις οποίες καταδικάστηκε. Οι προηγούμενες καταδίκες των Εφεσειόντων 1 και 3 δεν επέτρεπαν στο Δικαστήριο να επιδείξει την όποια επιείκεια θα μπορούσε να επιδειχθεί σε καταδικασθέντα λευκού ποινικού μητρώου. Επιπρόσθετα, για τον Εφεσείοντα 2 προσμετρά ως ελαφρυντικός παράγοντας η παραδοχή του σε όλες τις κατηγορίες για τα ναρκωτικά πλην της συνωμοσίας, το οποίο δικαιολογεί ανάλογη έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). 

 

        Εν σχέσει με τις επιβληθείσες ποινές στην κατηγορία 7, δεν θεωρούμε ότι είναι έκδηλα υπερβολικές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς καθοδηγήθηκε ως προς το μέτρο της ενδεικνυόμενης ποινής με αναφορά στη σχετική νομολογία. Στη Hijazi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 1 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών για 9,9 γραμμάρια σκευάσματος περιέχων 98% κοκαΐνης, ενώ στην Τσιάκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, ποινή φυλάκισης 5,5 ετών για 48.0943 γραμμάρια ηρωίνης μειώθηκε σε 4 έτη λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφεσείουσα η οποία βαρυνόταν με μια προηγούμενη καταδίκη, ήταν μητέρα.

 

        Στην προκείμενη περίπτωση, οι ποσότητες των ναρκωτικών ήταν επιμελώς χωρισμένες σε σακουλάκια και καλαμάκια κλειστά δια καψίματος προορισμένα για πώληση σε χρήστες, ενώ ανευρέθηκαν και δυο ζυγαριές ακριβείας. Ήταν έκδηλος ο σκοπός εμπορίας των ναρκωτικών. Όπως υποδείξαμε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/21, ημερ. 19.1.2024: «τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι η περίπτωση δεν αφορά μεν εμπόρους ή διακινητές μεγάλων ποσοτήτων (όπως στις πιο πάνω) πλην όμως αφορούν μιαν άλλη ομάδα εμπόρων ή διακινητών ή προμηθευτών ή πωλητών και συγκεκριμένα αυτούς οι οποίοι προμηθεύουν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας και δη τον χρήστη». Δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα επέμβασης στην ποινή των 4 και 3,5 ετών αντίστοιχα για την εν λόγω κατηγορία η οποία βρίσκεται εντός του ορθού πλαισίου.

 

        Τα ίδια ισχύουν και για τις ποινές των 3,5 και 3 ετών αντίστοιχα στην κατηγορία 12 για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 49,06 γραμμαρίων κάνναβης, οι οποίες παρότι αυστηρές δεν θεωρούμε ότι είναι έκδηλα υπερβολικές. Στη Βαρδάκη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/21, ημερ. 14.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B302, ποινή φυλάκισης 28 μηνών για  κατοχή με σκοπό την προμήθεια 35 γραμμαρίων κάνναβης σε άτομο λευκού ποινικού μητρώου μειώθηκε σε 18 μήνες εν όψει του ότι από τη διάπραξη του αδικήματος παρήλθαν 4 έτη και τρεις μήνες, παράγοντας ο οποίος δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση. Στην απόφαση τονίστηκε ότι ακόμη και όταν η κατοχή με σκοπό την προμήθεια αφορά σχετικά μικρές ποσότητες ναρκωτικών δεν ατονεί η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής.

 

        Τέλος, εν σχέσει με τις ποινές των 3 και 2 ετών αντίστοιχα στην κατηγορία 4 για κατοχή 44 δισκίων αμφεταμίνης, δεν θεωρούμε ότι η είναι έκδηλα υπερβολικές εν όψει της ποσότητας και της κατηγοριοποίησης της αμφεταμίνης ως ναρκωτικού Τάξης Α.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης κατά των ποινών κρίνονται ως ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

        Οι εφέσεις κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτονται πλην της καταδίκης των Εφεσειόντων 1, 2, 3 στην κατηγορία 13 και των Εφεσειόντων 1 και 3 στην κατηγορία 15 οι οποίες ακυρώνονται και οι Εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται στις εν λόγω κατηγορίες. Συνακόλουθα ακυρώνονται οι ποινές φυλάκισης των Εφεσειόντων 1, 2, 3 στην κατηγορία 13 και των Εφεσειόντων 1 και 3 στην κατηγορία 15.

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο