ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 92/18)

 

14 Ιουνίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

1.    ΒΕΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

2.    ΤΑΚΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

3.    ΔΗΜΗΤΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

Εφεσιβλήτων

-----------------------------

Σάββας Φασουλιώτης, για Χρήστος Πουργουρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Στέλιος Στυλιανού, για Στέλιος Κ. Στυλιανού, για τους Εφεσίβλητους.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σχετικά με παραπομπή που καταχώρισαν οι Εφεσείοντες, ως αποζημίωσα αρχή, με την οποία ζητούσαν δήλωση από το Δικαστήριο ότι το ποσό των €23.160 συνιστούσε την καταβλητέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση τμήματος γης από το ακίνητο των Εφεσιβλήτων. Μετά από ακροαματική διαδικασία και αφού αξιολόγησε τις εκτιμήσεις που παρουσιάστηκαν από τις δύο πλευρές, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε την εύλογη και δίκαιη καταβλητέα αποζημίωση στο ποσό των €77.200. Ο ουσιώδης χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης ήταν η ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης την 20.07.2007.

 

          Είναι χρήσιμο όπως στο σημείο αυτό, συνοψίσουμε τη διαδικασία και παραθέσουμε τα σχετικά με τους λόγους έφεσης ευρήματα και σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

          Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση και κάλεσαν ως μάρτυρα στη διαδικασία εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων (ΜΥ1), ο οποίος κατέθεσε έκθεση υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης. Εμπειρογνώμονα εκτιμητή ακινήτων κάλεσαν και οι Εφεσείοντες, τον ΜΕ1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην Vassiliko Cement Works v. Stavrou (1978) 1ΑΑΔ 389 σημείωσε ότι είναι νομολογημένο ότι τα Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να μην αποδεχθούν οποιαδήποτε από τις γνώμες των εκτιμητών, ή να αποδεχθούν μερικώς τη μια ή την άλλη γνώμη, ή να αποδεχθούν μόνο τη μία από τις δύο εκτιμήσεις.

 

          Με εκτενή και λεπτομερή αξιολόγηση διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας του ΜΕ1 το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η στάση του απέβλεπε στο να θολώσει τα νερά και να οδηγήσει το Δικαστήριο να δεχτεί την εκτίμηση του με την οποία υποστήριζε ότι η επίδικη αξία ανερχόταν σε περίπου €30 ανά τετραγωνικό μέτρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε επίσης ότι από τις δύο εκθέσεις του ΜΕ1 που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, πρόκυπτε η προσπάθεια του να μειώσει την αξία του επίδικου ακινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ουσιωδώς, κατά την άποψή μας, διαπίστωσε επίσης ότι τα συγκριτικά στοιχεία που επικαλέστηκε ο ΜΕ1 στην έκθεσή του ήταν ανομοιογενή και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τα ορθά, βάσιμα και δικαιολογημένα στοιχεία για τον καθορισμό της αξίας του σχετικού τεμαχίου και κατ’ επέκταση, του απαλλοτριωθέντος τμήματος γης. 

 

          Ο ΜΥ1 δημιούργησε θετική εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο σημείωσε ότι αν και αντεξετάστηκε επί μακρόν, εντούτοις η μαρτυρία του δεν κλονίσθηκε ή διαφοροποιήθηκε αλλά ήταν σταθερός, σαφής και πλήρως επεξηγηματικός. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημείωσε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί στο σύνολό της την μαρτυρία του ΜΥ1, η οποία στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το εν λόγω τεμάχιο μπήκε σε μεταγενέστερο από τον ουσιώδη χρόνο από τη γεωργική στην οικιστική ζώνη. Σημείωσε δε ρητώς ότι γι’ αυτό τον λόγο, δεν δέχθηκε ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ήταν τόσο ψηλή όπως περιγράφεται στη εκτίμηση του. Ο ΜΥ1 υποστήριξε στην έκθεσή του ότι η τιμή αναφορικά με το επίδικο ακίνητο ήταν €130 ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην τιμή των €100 ανά τετραγωνικό μέτρο.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την πιο πάνω κατάληξη του. Με την αιτιολογία, εξειδικεύεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να παραθέσει και/ή αναφέρει και/ή σχολιάσει ποια δεδομένα και/ή ποιες συγκριτικές πωλήσεις που παρουσίασαν οι δύο πιο πάνω εμπειρογνώμονες, έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα.

 

          Παρατηρούμε σχετικά τα εξής:

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι κατά την κρίση του, η μέθοδος υπολογισμού της τιμής σύμφωνα με τον ΜΥ1 ήταν πολύ πιο κοντά στα πραγματικά δεδομένα για το επίδικο ακίνητο. Επεξήγησε ότι τα ακίνητα τα οποία σύγκρινε ο ΜΥ1 στην έκθεση του με το επίδικο ακίνητο, προσομοίαζαν και ήταν πιο κατάλληλα ώστε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, με βάση τις θέσεις, τα μεγέθη, τα σχήματα, τη μορφολογία, την πρόσβασή τους σε δημόσιο δρόμο, τη διάθεση των αναγκαίων υπηρεσιών και τα φυσικά και νομικά τους χαρακτηριστικά. 

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τα κατατεθέντα τεκμήρια, σχεδιαγράμματα και φωτογραφίες και έκρινε ότι το περιεχόμενο τους είναι αρκετά σαφές για να βοηθήσει το Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά του επίδικου ακινήτου, καθώς και των συγκριτικών που επικαλέστηκαν οι ΜΥ1 και ΜΕ1, ώστε να διαπιστώσει αφενός τα πλεονεκτήματα του επίδικου τεμαχίου και αφετέρου, τη μειονεκτική θέση των συγκριτικών του ΜΕ1.

 

          Ειδικότερα σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του σε σχέση με τη βαρύτητα των εκατέρωθεν συγκριτικών πωλήσεων που παρουσιάστηκαν από τον ΜΕ1 και ΜΥ1 αντιστοίχως. Σε σχέση με τη μαρτυρία του ΜΕ1 ανέφερε:

 

«Τα συγκριτικά τα οποία ο ίδιος έλαβε υπόψη και όπως αυτά αναλύθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου δεν είχαν σε καμία περίπτωση τα ίδια χαρακτηριστικά με το υπό απαλλοτρίωση ακίνητο, εξ ου και το εν λόγω τεμάχιο εν τέλει σήμερα βρίσκεται σε οικιστική ζώνη

 

          Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τοποθετήθηκε, όπως προαναφέραμε, και ως προς το ότι δεν μπορούσε να δεχτεί στο σύνολό της την μαρτυρία του ΜΥ1 η οποία στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το εν λόγω τεμάχιο εντάχθηκε σε μεταγενέστερο από τον ουσιώδη χρόνο από  γεωργική σε οικιστική ζώνη. Σημείωσε δε ρητώς ότι γι’ αυτό τον λόγο, δεν δέχθηκε ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ήταν τόσο ψηλή όπως περιγράφεται στη εκτίμηση του ΜΥ1.

 

          Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέφερε ότι έλαβε υπόψη τους συγκριτικούς πίνακες της εκτίμησης του ΜΥ1, τονίζουμε όμως ότι επεσήμανε ρητώς τις ομοιότητες των ακινήτων που επικαλέστηκε ο ΜΥ1 με το επίδικο, ως προς τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και το γεγονός ότι αυτά ήταν σε διαφορετική ζώνη.

 

          Ειδικότερα, κατά την παράθεση πτυχών της μαρτυρίας του ΜΥ1, σημείωσε ότι 3 τεμάχια που περιλαμβάνονταν στα συγκριτικά πωλήθηκαν κατά πολύ περισσότερο, λόγω του ότι ήταν οικιστικά.

 

          Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση του ΜΥ3, αγρονόμου, τοπογράφου-μηχανικού, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι «με βάση το υπόμνημα και τα στοιχεία που μας παρέθεσε, αποδεικνύεται η ουσιώδης διαφορά του τεμαχίου 19, και τα πλεονεκτήματα του σε σχέση με τα συγκριτικά που επικαλέστηκε ο ΜΕ1.» (Σημειώνεται ότι το τεμάχιο 19 είναι το επίδικο).

 

          Είμαστε επομένως της άποψης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρίνισε επαρκώς ότι παρά το ότι οι πίνακες στην εκτίμηση του ΜΥ1 αφορούσαν ακίνητα σε διαφορετική πολεοδομική ζώνη, εντούτοις τα έλαβε υπόψη λόγω των χαρακτηριστικών τους.

 

          Επομένως, θεωρούμε ότι υπήρχε επαρκής εξήγηση για το πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να στηριχθεί ως γνώμονα στα συγκριτικά που προσκόμισε ο ΜΥ1 και αλλά όχι να τα αποδεχτεί αυτούσια.

 

          Καθίσταται σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηρίχθηκε στο σύνολο των ανωτέρω στοιχείων εκ της ενώπιον του μαρτυρίας ως προς τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του επίδικου ακινήτου για να καταλήξει το ίδιο σε δική του κρίση.

 

          Στην υπόθεση ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 204/13, 205/13, 206/13 και 207/13, 2/7/2019 λέχθηκαν τα εξής :

 

«Ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης αποφασίζεται από το Δικαστήριο εκτιμώντας τη μαρτυρία των εκατέρωθεν εμπειρογνωμόνων.  Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει κατ΄ ανάγκην τις απόψεις του ενός ή του άλλου εφόσον το ίδιο έχει την ευθύνη να καθορίσει την αποζημίωση, (Vasiliko Cement Works v. Σταύρου (1978) 1 Α.Α.Δ. 389). Εδώ το Δικαστήριο στην ουσία δεν ακολούθησε καμία από τις δύο θέσεις των εμπειρογνωμόνων και έδωσε προς τούτο ικανούς λόγους έχοντας και την πρωταρχική ευθύνη να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να κρίνει ποια από τις δύο προσέφερε την καλύτερη επιστημονική  βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή ακόμη και να αποφασίσει να μην ακολουθήσει καμία από τις δύο.  Τα όσα οι εφεσείοντες αναφέρουν στο περίγραμμα τους περί λανθασμένης αξιολόγησης δεν βρίσκουν έρεισμα στην απόφαση δεδομένου ότι με αναλυτική διάθεση το Δικαστήριο προχώρησε να εξηγήσει τους λόγους γιατί δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Α. Λ., αλλά και γιατί δεν ακολούθησε στην ουσία ούτε και τη μαρτυρία του Μ.Σ..  Υιοθετείται η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως ορθή και δεν χρειάζεται η επανάληψη της θεωρώντας ότι το Δικαστήριο προέβη σε καταγραφή όλων των αναγκαίων συγκριτικών και η κρίση του δεν μπορεί να λογιστεί ως λανθασμένη καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.»

 

          Είμαστε της άποψης ότι, η πιο πάνω θεώρηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφαρμόζεται στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων μας παρέπεμψε στην Φαντάρου Kώστας Xατζηχρίστου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 2092 όπου η έλλειψη αιτιολογίας στην πρωτόδικη απόφαση, οδήγησε σε διάταγμα επανεκδίκασης, και μας κάλεσε να αποφασίσουμε ανάλογα. Επισημαίνουμε ότι στην εν λόγω απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι:

«…στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προβεί σε διαπίστωση ότι οι δύο εκτιμήσεις πάσχουν λόγω πολλών σοβαρών μειονεκτημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την αποδοχή της μαρτυρίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε την αξία της γης σε £20 το τετραγωνικό μέτρο και το ποσοστό της επιζήμιας επίδρασης στο 50% των £20. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει καθόλου αυτές τις επιλογές του. Δεν έχει επίσης αιτιολογήσει γιατί απέρριψε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις των δύο εκτιμητών.»

 

         

          Αυτό δεν ισχύει εν προκειμένω, αφού, όπως επεξηγήσαμε πιο πάνω, στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις αναφορικά με τις ενώπιον του εκτιμήσεις καθώς και σε αιτιολόγηση ως προς το ποια στοιχεία έλαβε υπόψη του για καθορισμό της αποζημίωσης. Επομένως δεν συντρέχουν στην παρούσα λόγοι για επανεκδίκαση, βάσει της νομολογίας.

 

          Εν όψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τους λόγους έφεσης 2, 3, 5 και 6 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης.

 

          Με την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος επανέλαβε τα επιχειρήματά του περί έλλειψης αιτιολογίας και αοριστίας ως προς το ποια στοιχεία από την ενώπιον του μαρτυρία έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στην εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης πιο πάνω.

 

          Περαιτέρω εστιάστηκε στο ότι τα μοναδικά συγκριτικά που παρέπεμπαν σε τιμές πλησίον των €100 ανά τετραγωνικό που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρονταν στην έκθεση του ΜΥ1 και αφορούσαν ακίνητα που ενέπιπταν σε διαφορετική πολεοδομική ζώνη, ήτοι σε οικιστική, ενώ το επίδικο ενέπιπτε σε γεωργική. Υποστήριξε ότι διέπονταν από διαφορετική Δήλωση Πολιτικής και είχαν εντελώς διαφορετικά νομικά χαρακτηριστικά.

 

          Όπως προαναφέραμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε ρητώς στο ζήτημα των διαφορετικών πολεοδομικών ζωνών. Σημείωσε όμως και έλαβε υπόψη τις ομοιότητες των ακινήτων που επικαλέστηκε ο ΜΥ1 με το επίδικο, ενώ παράλληλα έλαβε υπόψη ότι αυτά βρίσκονταν σε οικιστική ζώνη. Δεν συμφωνούμε επομένως ότι η νομολογία την οποία επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων αναφορικά με την ανεπίτρεπτη σύγκριση ακινήτων σε διαφορετική ζώνη, εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση.

 

          Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, με αναφορά στη νομολογία υποστήριξε ότι το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο εντάχθηκε 6 χρόνια μετά τον επίδικο χρόνο σε οικιστική ζώνη, δεν θα έπρεπε να επηρεάσει την κρίση το πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν διαφωνούμε με τη θέση αυτή, πλην όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν μας υπέδειξε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης από όπου να προκύπτει ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επηρεάστηκε τοιουτοτρόπως. Ούτε και εμείς εντοπίσαμε κάτι τέτοιο. Δεν μας διαφεύγει ότι κατά την ανάλυση της μαρτυρίας του ΜΥ1 το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο μάρτυρας επεσήμανε ότι το επίδικο εντάχθηκε το 2013 σε οικιστική ζώνη, το έπραξε όμως για να καταδείξει ότι τα συγκριτικά που προσκόμισε ο ΜΕ1, εξακολουθούσαν να είναι γεωργικά.  

 

          Επομένως, το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου παραμένει μετέωρο και δεν καταδεικνύει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ακροσφαλής.

 

          Επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, υπέδειξε ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι σύμφωνα με την ισχύουσα Δημόσια Πολιτική η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του, επιτρεπόταν ανέγερση 4 κατοικιών. Υποστήριξε ότι η αναφορά αυτή είναι «ανεξήγητη», εφόσον ο μεν ΜΕ1 υποστήριξε, ερμηνεύοντας την Δημόσια Πολιτική, ότι θα μπορούσε να δοθεί άδεια για μία κατοικία, ενώ ο ΜΥ1 με τη δική του ερμηνεία, υποστήριξε ότι μπορούσε να δοθεί άδεια για 3 κατοικίες. Δεν θεωρούμε ότι το ενδεχόμενο ανέγερσης 4 κατοικιών επηρέασε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε βαθμό που να την καθιστά ακροσφαλή. Το σχόλιο του περί 4 κατοικιών, έγινε στο πλαίσιο της αξιολόγησης του ΜΕ1 με τον πιο κάτω τρόπο: «Στη συνέχεια όμως ο ΜΕ1, προσπάθησε και πάλι να υποτιμήσει το τεμάχιο 19, λόγω της ένταξης του στη ζώνη Γ3 που είναι γεωργική, παραλείποντας όμως να αναφέρει ότι με βάση τη Δήλωση Πολιτικής (τεκμήριο 10) επιτρεπόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο η ανέγερση 4 κατοικιών

 

          Εν όψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 2, 3, 5 και 6 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προτίμησε τη μαρτυρία του ΜΥ1 από αυτή του ΜΕ1. Σημειώνουμε τα όσα αναφέραμε στην Ανδρέας Αντωνίου κ.α. v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 154/18, 20/3/2024 αναφορικά με το ζήτημα που προωθείται με αυτό τον λόγο έφεσης:

 

«Όπως είναι όμως νομολογημένο, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πολ. Έφεση 26/21 ημ. 28.2.2024, είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε τις σχετικές νομολογιακές αρχές ως ακολούθως:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous(1970) 1 C. L.R. 172 και Σολομού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd(1998) 1 Α.Α.Δ300).»

 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που οι εφεσείοντες προσκόμισαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Κρίνουμε πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία της μαρτυρίας που οι εφεσείοντες προσκόμισαν ως προς την εξόφληση του επίδικου γραμματίου.

 

Αντιθέτως, βρίσκουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας που καταγράφει σε σχέση με την μαρτυρία του εφεσείοντα.»

 

         

          Παρομοίως στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασής μας. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέλυσε με περισσή λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ1, με συγκεκριμένες αναφορές τόσο στην αντεξέταση του, όσο και αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία του με τη μαρτυρία του ΜΥ1 και του ΜΥ3, την οποία βρήκε αξιόπιστη.

 

          Τα όσα δε αναφέρονται στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης περί αναιτιολόγητης θετικής αξιολόγησης του ΜΥ1 έναντι του ΜΕ1, όπως προκύπτει εξάλλου και από την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης ανωτέρω, δεν ευσταθούν.

 

          Επίσης με την αιτιολογία υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε, κατά την αξιολόγηση του ΜΕ1 σε κατ’ ισχυρισμό ατεκμηρίωτο συμπέρασμα ότι ο ΜΕ1 ετοίμασε 2 διαφορετικές εκτιμήσεις. Θεωρούμε το σημείο αυτό επουσιώδες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε σωρεία άλλων λόγων για να απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΕ1.

 

          Συνακόλουθα, και ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Η έφεση αποτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

         

          Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων ύψους €3.900, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

 

 

 

 

                                                                               Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

                                                                               Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                               Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο