ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2018)

 

19 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΜΕΣΣΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                     

     ----------------------------

 

1.   HERMES AIRPORTS LTD

2.   ADAIRPORT MEDIA LTD

Eφεσείουσες/Ενάγουσες

και

 

Α. POLYCARPOU DEVELOPERS LTD

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

----------------------------

 

Μ. Λοϊζίδου για Πολύκαρπος Πετρίδης & Σια, για τις Εφεσείουσες.

Π. Ευθυμίου για Παύλος Γ. Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                     από τον κ. Κονή.

 

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 28/2/2018 με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εφεσειουσών εναντίον της εφεσίβλητης.

 

Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσειουσών η εφεσείουσα 1 κατείχε τα αποκλειστικά δικαιώματα διαχείρισης των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου  ενώ η εφεσείουσα 2 ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εφεσείουσας 1 σε θέματα διαφήμισης στα εν λόγω αεροδρόμια. Η εφεσίβλητη ασχολείτο μεταξύ άλλων με πάσης φύσεως κτηματικές εργασίες.

 

Δυνάμει τριμερούς συμφωνίας ημερομηνίας 15/9/2008 μεταξύ των διαδίκων, οι εφεσείουσες θα προέβαλαν ή και θα διαφήμιζαν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της εφεσίβλητης στο αεροδρόμιο Πάφου σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, οι οποίοι αφορούσαν μεταξύ άλλων την τοποθεσία, το είδος και τη συχνότητα της διαφήμισης.  Η συμφωνία ήταν διάρκειας 12 ετών και άρχιζε την 11/11/2008.  Η αμοιβή των εφεσειουσών καθορίστηκε στο ποσό των €1.800 μηνιαίως πλέον ΦΠΑ και θα υπόκειτο σε αύξηση 3% η οποία θα άρχιζε κατά την έναρξη του 3ου έτους της συμφωνίας. Η εφεσίβλητη κατέβαλε το ποσόν των €5.400 ως εγγύηση, το οποίο αντιστοιχούσε σε δικαιώματα διαφήμισης 3 μηνών ενώ επί οποιουδήποτε καθυστερημένου ποσού η εφεσίβλητη θα κατέβαλλε τόκο 1,5% από την ημερομηνία που το ποσό θα καθίστατο πληρωτέο.

 

Περαιτέρω σύμφωνα με τις εφεσείουσες, την 7/5/2009 συνομολογήθηκε δεύτερη τριμερής συμφωνία μεταξύ των διαδίκων η οποία προνοούσε ότι και η πρώτη, με τη διαφορά ότι ήταν διάρκειας 6 ετών και άρχιζε την 1/6/2009. Η αμοιβή των εφεσειουσών καθορίστηκε στο ποσό των €500,00 τον μήνα και η εφεσίβλητη κατέβαλε ως εγγύηση το ποσό των €1.500,00.

 

Με βάση τις δυο πάνω συμφωνίες η εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να καταβάλλει τα ως άνω αναφερόμενα μηνιαία δικαιώματα διαφήμισης, για ολόκληρη τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στις συμφωνίες. Σύμφωνα με αυτές, οι εφεσείουσες, σε περίπτωση που η εφεσίβλητη για οποιοδήποτε λόγο παρέλειπε να καταβάλει τα μηνιαία δικαιώματα διαφήμισης, είχαν το δικαίωμα να αξιώσουν τη καταβολή τους δικαστικά, υπό μορφή εκκαθαρισμένης ζημιάς, από την ημερομηνία που η εφεσίβλητη θα έπαυε να τα καταβάλλει μέχρι και τη λήξη των συμφωνιών ή και σε περίπτωση που η εφεσίβλητη επιχειρούσε να τερματίσει τις συμφωνίες πριν τη λήξη τους.

 

Οι εφεσείουσες πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εφεσίβλητη και αυτή ανέλαβε να τους καταβάλλει ανελλιπώς τα ως άνω μηνιαία δικαιώματα διαφήμισης.

 

Σύμφωνα πάντα με τις εφεσείουσες, οι οποίες τιμολογούσαν ξεχωριστά την εφεσίβλητη, κατά τον Φεβρουάριο του έτους 2012 το χρεωστικό υπόλοιπο της εφεσίβλητης προς την εφεσείουσα 1 ήταν €3.929,21 και προς την εφεσείουσα 2 €5.088,65. Ακολούθησε επιστολή ημερομηνίας 6/2/2012 των δικηγόρων των εφεσειουσών προς την εφεσίβλητη καλώντας την να καταβάλει όλα τα καθυστερημένα δικαιώματα διαφήμισης. Οι δικηγόροι της εφεσίβλητης με επιστολή τους ημερομηνίας 7/2/2012 αμφισβήτησαν το οφειλόμενο υπόλοιπο και την υποχρέωση της πελάτιδος τους να καταβάλει τα ως άνω δικαιώματα διαφήμισης, ισχυριζόμενοι ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε τη συμφωνία με επιστολή ημερομηνίας 4/1/2011. Οι δικηγόροι των εφεσειουσών απάντησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 10/2/2012.

 

Οι εφεσείουσες προχώρησαν στην καταχώρηση της αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης με την οποία η μεν εφεσείουσα 1 αξίωνε €13.246,22 (€4.739,13 καθυστερημένα δικαιώματα πλέον €8.507,09 υπό μορφή ζημιάς), η δε εφεσείουσα 2 €17.190,05 (€6.140,61 καθυστερημένα δικαιώματα πλέον €11.049,44 υπό μορφή ζημιάς).

 

Η εφεσίβλητη αμφισβητώντας την απαίτηση των εφεσειουσών, ήγειρε στο δικόγραφο της διαζευκτικά διάφορες υπερασπίσεις. Στην πρώτη παράγραφο της Υπεράσπισης υπήρχε μια γενική άρνηση όλων των παραγράφων της Έκθεσης Απαίτησης, ακολουθούσαν  διάφορες διαζευκτικές υπερασπίσεις, υπήρχε γενική άρνηση του αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης στην παράγραφο 10 της Υπεράσπισης, ήγειραν ζήτημα κωλύματος λόγω συμπεριφοράς στην παράγραφο 11 και στην παράγραφο 12, επαναλαμβάνοντας τα πιο πάνω, ζητούσαν την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης.  Κατά τη διάρκεια όμως της ακροαματικής διαδικασίας και ειδικότερα κατά το στάδιο αντεξέτασης του διευθυντή της εφεσίβλητης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της, προέβη σε δήλωση ότι η εφεσίβλητη εγκαταλείπει όλες τις υπερασπίσεις,  πλην αυτής της παραγράφου 9 και ότι η εφεσίβλητη παραδέχεται ότι υπέγραψε τη συμφωνία ημερομηνίας 7/5/2009 και ότι δεν τίθεται θέμα πλαστογραφίας. Εν όψει της πιο πάνω εξέλιξης το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του ως η μόνη υπεράσπιση της εφεσίβλητης, τα ακόλουθα:

 

«Η συμφωνία ημερομηνίας 7/5/2009 τερματίστηκε νομότυπα και έγκυρα, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, ημερομηνίας 4/1/2011 το οποίο στάλθηκε από τους δικηγόρους των εναγόμενων προς τους ενάγοντες, λόγω παράβασης της συμφωνίας εκ μέρους τους, οι οποίοι, από τη συμπεριφορά τους και από τα έγγραφα εμποδίζονται να ισχυριστούν το αντίθετο, αφού αναγνώρισαν τις παραβάσεις τους.»

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι:

«Με αντιπαραβολή των εκατέρωθεν δικογραφημένων ισχυρισμών, τα βασικά επίδικα θέματα που καλούμαι να επιλύσω είναι τα εξής: πρώτο, ευσταθεί ή όχι η παραπάνω υπεράσπιση των εναγόμενων; Δεύτερο, ανεξάρτητα από την απάντηση που θα δοθεί στο προηγούμενο ερώτημα, οι ενάγοντες δικαιούνται στην έκδοση απόφασης για οποιοδήποτε ποσό συνθέτει τις αξιώσεις τους εναντίον των εναγόμενων και αν ναι, για ποιο ποσό;»

 

Επισήμανε στη συνέχεια τη σημασία των εγγράφων προτάσεων στα πλαίσια της δίκης παραπέμποντας μεταξύ άλλων, στη Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) ΑΑΔ 836 όπου λέχθηκε ότι η δικογραφία συνιστά το θεμέλιο της δίκης και αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στη διαπίστωση ότι κατά τη δίκη, υπήρξε, εκ μέρους των εφεσειουσών, θεμελιακή απόκλιση αναφορικά με ουσιώδη γεγονότα που συνέθεταν τη βάση της αγωγής τους  και θεμελίωναν το αγώγιμο δικαίωμα τους εναντίον της εφεσίβλητης, αφού σημαντικό μέρος της μαρτυρίας που πρόσφεραν είτε  δεν σύναδε είτε δεν καλυπτόταν είτε ερχόταν σε σύγκρουση με τα δικόγραφα τους. Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Δε μου διαφεύγει η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόντων – σύμφωνα με τη γραπτή του αγόρευση -, ότι, δεδομένης της δήλωσης του δικηγόρου των εναγόμενων – μετά την έναρξη της αντεξέτασης του διευθυντή τους – ότι η μόνη υπεράσπιση που θα προωθήσουν είναι αυτή της παραγράφου 9, το μόνο ζήτημα που θα πρέπει να με απασχολήσει είναι κατά πόσο ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας (τεκμήριο 5) ήταν καλόπιστος και δικαιολογημένος ή κακόπιστος, αδικαιολόγητος και προσχεδιασμένος.

 

Η παραπάνω θέση του κ. Πετρίδη, με κάθε σεβασμό, δε με βρίσκει σύμφωνο.  Ακολουθεί το σκεπτικό:

 

Δεδομένου ότι οι δύο ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων, δυο διαφορετικά ποσά, το ένα υπό μορφή καθυστερημένων δικαιωμάτων μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής και το άλλο, υπό μορφή ειδικής ζημιάς μέχρι και τη λήξη της επίδικης συμφωνίας (τεκμήριο 5) σε συνδυασμό και με το γεγονός, ότι ο τερματισμός της εν λόγω συμφωνίας από τους εναγόμενους, στις 4/1/2011 προηγήθηκε της καταχώρησης της αγωγής είναι σαφές, ότι η απόδειξη και ο ακριβής προσδιορισμός όσων αξιώνουν οι ενάγοντες δεν μπορεί να μην αποτελούν επίδικο θέμα της υπόθεσης.

 

Εις επίρρωση της παραπάνω θέσης μου παραπέμπω και στο περιεχόμενο της παραγράφου 12 της υπεράσπισης των εναγόμενων – που είναι και η τελευταία – σύμφωνα με την οποία: «Οι εναγόμενοι επαναλαμβάνοντας τα πιο πάνω ζητούν όπως η αγωγή εναντίον τους απορριφθεί ως αβάσιμη και όπως οι ενάγοντες καταδικαστούν εις τα έξοδα της διαδικασίας.»  Ενώ από τη μια δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς βάσιμα, ότι οι εναγόμενοι θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν το περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου με την οποία ζητούν απόρριψη της αγωγής, από την άλλη, το αίτημά τους για απόρριψή της, ως αβάσιμης θεωρώ ότι τους παρέχει το δικαίωμα, τουλάχιστον να αμφισβητούν επί της ουσίας, δηλαδή ως γεγονός, τα διάφορα ποσά που συνθέτουν τις διάφορες αξιώσεις των εναγόντων εναντίον τους, οι οποίοι είχαν εξ υπαρχής και εξακολουθούν να έχουν μέχρι τέλους το σχετικό βάρος απόδειξης των εν λόγω αξιώσεών τους, με κατάλληλη και νομικά αποδεκτή μαρτυρία.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια παραπέμπει  σε μέρη της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, που κατέθεσαν για τις εφεσείουσες, για να καταλήξει ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν του άφησαν θετική εντύπωση θεωρώντας ότι υπέπεσαν σε σοβαρές αντιφάσεις τόσο μεταξύ τους όσο και αυτοτελώς ως επίσης ότι αρκετοί από τους ισχυρισμούς τους έρχονται σε αντίφαση με τη γραπτή μαρτυρία που αποτελούσε πραγματική μαρτυρία και τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσειουσών.  Τέλος σε σχέση με τα οφειλόμενα ποσά έκρινε ότι η μαρτυρία τους ήταν εξ ακοής.

 

Όσον αφορά τον διευθυντή της εφεσίβλητης, που ήταν και ο μοναδικός της μάρτυρας, ούτε αυτός  του άφησε θετική εντύπωση αφού κατά τα γραφόμενα η μαρτυρία του συγκρούετο ουσιωδώς με το περιεχόμενο της γραπτής/πραγματικής μαρτυρίας ως επίσης διότι υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις και πρόβαλε ισχυρισμούς που στερούνται λογικής και πειστικότητας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πλευρά της εφεσίβλητης, λόγω της αναξιοπιστίας του διευθυντή της, απέτυχε να αποδείξει ότι τερμάτισε τη συμφωνία ημερομηνίας 7/5/2019 νομότυπα και έγκυρα και ότι το μόνο που κατάφερε να αποδείξει ήταν ότι την 4/1/2011 τερμάτισε τη συμφωνία με ηλεκτρονικό μήνυμα των δικηγόρων της.

 

Παρά το πιο πάνω συμπέρασμα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείουσες δεν δικαιούνταν στην έκδοση απόφασης για οποιοδήποτε ποσό. Όπως ανέφερε:

 

«Η αποτυχία και αυτών, λόγω αναξιοπιστίας και των δικών τους μαρτύρων να τεκμηριώσουν τα διάφορα ποσά που συνθέτουν τις αξιώσεις τους εναντίον των εναγομένων, τα οποία ουσιαστικά διεκδικούν υπό μορφή ειδικής ζημιάς – χωρίς να παραγνωρίζω και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν με τα δικόγραφα τους – καθιστά συνολικά τις αξιώσεις τους, έκθετες σε απόρριψη.»

 

Συνεπεία των πιο πάνω, προχώρησε σε απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος των εφεσειουσών.

 

Οι εφεσείουσες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με εννέα λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεκτάθηκε σε αξιολόγηση και απόρριψη των καταστάσεων λογαριασμού (τεκμήρια 11 έως 14), από τη στιγμή που διά δηλώσεως του δικηγόρου της εφεσίβλητης, μετά την έναρξη της αντεξέτασης του διευθυντή της (Μ.Υ.1), ανέφερε ρητώς ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η μόνη υπεράσπιση που θα προωθούσε ήταν αυτή της παραγράφου 9 της Υπεράσπισης η οποία αφορούσε το κατά πόσον ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας (Τεκμήριο 5) από την εφεσίβλητη ήταν καλόπιστος και δικαιολογημένος ή κακόπιστος, αδικαιολόγητος και προσχεδιασμένος. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης οι εφεσείουσες προβάλλουν ότι η δήλωση αυτή του δικηγόρου της εφεσίβλητης ουσιαστικά ισοδυναμούσε με δήλωση ότι η εφεσίβλητη δεν αμφισβητεί οποιαδήποτε άλλη παράμετρο της υπόθεσης και συνεπακόλουθα δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, πλέον ούτε το ιστορικό της συνεργασίας των διαδίκων, ούτε η υπογραφή των επίδικων συμφωνιών, ούτε η εφαρμογή, τελικά, της δεύτερης, μόνο, συμφωνίας και όχι της πρώτης και ούτε, βεβαίως, ήταν αμφισβητούμενο το αξιούμενο υπόλοιπο για τις προσφερθείσες διαφημιστικές υπηρεσίες, όπως αυτό αποτυπωνόταν στις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 11 έως 14. Αντί δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει τη δήλωση αυτή (η οποία έγινε μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας των εφεσειουσών και το κλείσιμο της υπόθεσης τους), ως δήλωση περιορισμού των επιδίκων θεμάτων και να το απασχολήσει το μοναδικό που απέμεινε και αφορούσε τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας - Τεκμήριο 5, αναλώθηκε αχρείαστα στην αξιολόγηση των Τεκμηρίων 11 έως 14,  για να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν την υπόθεση τους εναντίον της εφεσίβλητης.

       

Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι δήλωση δικηγόρου εκφράζει τη θέση του διαδίκου που εκπροσωπεί και ότι η θέση δικηγόρου κατά την αντεξέταση αντιδίκου ταυτίζεται με τη θέση του πελάτη του  και δεσμεύει αυτόν (Μιχαηλίδης v. Μαυρόπουλου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1143 και Μιχαήλ κ.α. v. Φίλιου Γ. Συκοπετρίτη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1049 αντίστοιχα).

 

Κρίνουμε επίσης σκόπιμο να υποδείξουμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η γενική άρνηση ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων που την αποδυναμώνουν (βλ.  Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Πιττής v. Progress Electronics Co Ltd (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 50, Latifundia Prop. Ltd v. Ψακή κ.α. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 670 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Εφ. 87/2013 ημερ. 3/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A503). Περαιτέρω το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιον του η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δεν συνάδει με αυτά και δεν μπορεί να επεκτείνεται στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα (βλ.  Καθητζιώτης v. Μέλιος & Παφίτης Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 252, Εταιρεία Bulk Oil AG v. Α.Η.Κ. κ.α. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1277, Latifundia Prop. Ltd (ανωτέρω), Παπαδόπουλος κ.α. v. Cyp-Cana Alarms Ltd (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 704, Βαριάνου v. Βορκά (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1541 και Federal Bank of Libanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422).

 

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, μετά τη δήλωση του δικηγόρου θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο το κατά πόσον η εφεσίβλητη τερμάτισε τη συμφωνία Τεκμήριο 5 νομότυπα και έγκυρα.  Δεν θα έπρεπε να το απασχολήσει το περιεχόμενο της παραγράφου 12 της υπεράσπισης, αφού ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δήλωσε ρητά ότι η εφεσίβλητη εγκαταλείπει όλες τις υπερασπίσεις της πλην αυτής της παραγράφου 9. Με τη δήλωση του δικηγόρου της εφεσίβλητης απέμεινε η υπεράσπιση της παραγράφου 9.  Η παράγραφος 1 που περιλάμβανε γενική άρνηση όλων των ισχυρισμών της έκθεσης απαίτησης ως και η παράγραφος 12 που επαναλάμβανε τις προηγούμενες παραγράφους της υπεράσπισης των οποίων οι υπερασπίσεις δεν προωθούνταν πλέον (πλην αυτής της παραγράφου 9) και ζητούσε απλά απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης. Δηλαδή πέραν της υπεράσπισης της παραγράφου 9, η εφεσίβλητη δεν πρόβαλλε πλέον οτιδήποτε άλλο πέραν από γενική άρνηση ισχυρισμών.   Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τη νομολογία σε σχέση με τη γενική άρνηση ισχυρισμών.

 

Αυτών λεχθέντων η πιο πάνω δήλωση του δικηγόρου της εφεσίβλητης δεν απάλλασσε την πλευρά των εφεσειουσών από την γενικότερη υποχρέωση να αποδείξει την υπόθεση της.  Οι εφεσείουσες δηλαδή, είχαν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους σε σχέση με την απαίτηση τους αφού για να υπάρξει δέσμευση διαδίκου από δηλώσεις που προβαίνει μέσω του δικηγόρου του, για οποιαδήποτε απαίτηση, απαιτείται συμφωνία μεταξύ των μερών η οποία να είναι σαφής και άνευ όρων και να δηλωθεί ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Πιττάλης κ.α. v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814). Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με τα πρακτικά της διαδικασίας, δεν συνέβηκε κάτι τέτοιο, δεν υπήρξε δηλαδή δήλωση παραδεκτών γεγονότων ή σαφής και άνευ όρων δήλωση εκ μέρους της εφεσίβλητης όσον αφορά την απαίτηση των εφεσειουσών.  Υπό αυτή την έννοια, ορθά το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των Τεκμηρίων 11 έως 14, παρόλο που η δικαιολογία που έδωσε για να το πράξει δεν ήταν η κατάλληλη. Υπό αυτό το πρίσμα ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.   

 

Συναφής είναι και ο όγδοος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία του Μ.Υ.1, επί του ισχυρισμού του ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε την  επίδικη συμφωνία νομότυπα και έγκυρα, θα έπρεπε να αποδώσει στις εφεσείουσες τις αιτούμενες αποζημιώσεις. Σύμφωνα με τις εφεσείουσες εν όψει της πιο πάνω δήλωσης του δικηγόρου της εφεσίβλητης και έχοντας απορρίψει την εκδοχή της εφεσίβλητης περί νομότυπου και έγκυρου τερματισμού της συμφωνίας - Τεκμήριο 5, δεν θα έπρεπε να πραγματευτεί οποιοδήποτε άλλο νομικό ζήτημα δυνατό να είχε προκύψει εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας και να εκδώσει απόφαση υπέρ των εφεσειουσών συμφώνως της απαίτησης τους, στη βάση των τεκμηρίων 11 έως 14.  Η πιο πάνω κατάληξη μας όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης συμπαρασύρει και τον όγδοο λόγο έφεσης ο οποίος επίσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 3, 4, 5, 6 και 7 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

            Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσον αφορά την αρτιότητα και την αποδεικτική ικανότητα των καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμήρια 11‑14, είναι λανθασμένα. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης, η πλευρά των εφεσειουσών υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τα Τεκμήρια 11‑14, τα οποία αποτύπωναν και περιέγραφαν λεπτομερώς την οφειλή της εφεσίβλητης έναντι των εφεσειουσών. Ειδικότερα όσον αφορά τη μαρτυρία της ΜΕ 2, αυτή τόσο στη βάση της γραπτής της δήλωσης όσο και στη βάση της προφορικής της μαρτυρίας σε σχέση με τα Τεκμήρια 11‑14, όχι μόνο δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση αλλά αποκάλυψε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την πραγματική εικόνα και το πώς προκύπτουν τα οφειλόμενα υπόλοιπα, με παραπομπή σε κάθε ποσό χρέωσης και πίστωσης όπως αυτά αναφέρονται στις καταστάσεις λογαριασμού.

  

            Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 16 της πρωτόδικης απόφασης περί σφάλματος και αντίφασης της Μ.Ε.2 σε σχέση με την επίδικη συμφωνία - Τεκμήριο 5, δεν έχουν οποιοδήποτε πραγματικό έρεισμα. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 16 της πρωτόδικης απόφασης κατέληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η Μ.Ε.2 υπέπεσε σε αντίφαση όταν ισχυρίστηκε ότι τελικά, μόνο η δεύτερη επίδικη συμφωνία Τεκμήριο 5 εφαρμόστηκε και συνδύασε μάλιστα την επισήμανση τούτη με το ότι οι αναφορές της Μ.Ε.2 δεν ταυτίζονται με την Έκθεση Απαιτήσεως.  

 

            Με τον 5ο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 20 της απόφασης του περί του ότι η μαρτυρία της Μ.Ε.2 αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, σε σχέση με τα Τεκμήρια 11 και 13 διότι αφορούν περίοδο πριν την εργοδότηση της μάρτυρος στην εφεσείουσα 2 είναι λανθασμένο. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά των εφεσειουσών υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας, σύμφωνα με την αντίληψή του το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, αποφάσισε να μην προσδώσει βαρύτητα στο περιεχόμενο οποιασδήποτε κατάστασης λογαριασμού είχε κατατεθεί από τις εφεσείουσες κατά την ακροαματική διαδικασία, θεωρώντας ότι αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Οι εφεσείουσες περαιτέρω υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πλήρως τη δήλωση της Μ.Ε.2 στη γραπτή της δήλωση ότι «και για τον σκοπό αυτό έχω επιθεωρήσει και ελέγξει το αρχείο και τα έγγραφα και των 2 εναγουσών εταιρειών που αφορούν τον συγκεκριμένο πελάτη», ως επίσης τη δήλωσή της «Στα πλαίσια της καθημερινής μου ενασχόλησης και των καθηκόντων μου ετοιμάζω και ελέγχω τις σχετικές τιμολογήσεις, αλλά και καταστάσεις λογαριασμού που σχετίζονται με την προσφορά διαφημιστικών υπηρεσιών από την ενάγουσα αριθμός 2 προς τους διαφημιζόμενους πελάτες της, στους διεθνείς αερολιμένες της Λάρνακας και Πάφου. Ένας από αυτούς τους πελάτες ήταν και η Εναγόμενη Εταιρεία». Συνακόλουθα των πιο πάνω η Μ.Ε.2 έθεσε, σύμφωνα με τις εφεσείουσες ενώπιον του Δικαστηρίου την ιδιότητά της και υπάρχει δικαιολογία γιατί η μαρτυρία της δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να αναμένει από τις εφεσείουσες να είναι σε θέση να παρουσιάσουν ενώπιον του Δικαστηρίου και μετά από παρέλευση και αναμονή 5 ετών για την εκδίκαση της υπόθεσής τους, μάρτυρα, ο οποίος να είχε ετοιμάσει τις σχετικές καταστάσεις λογαριασμού.

 

            Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το εύρημα ή και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 19 της απόφασης του, σε σχέση με τη δήλωση του δικηγόρου των εφεσειουσών αναφορικά με την πρώτη επίδικη συμφωνία η οποία δεν τέθηκε σε ισχύ είναι λανθασμένο. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά των εφεσειουσών προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 19 της απόφασής του αποφάσισε ότι η δήλωση του δικηγόρου των εφεσειουσών ότι «Τα αγώγιμα δικαιώματα της αγωγής προκύπτουν από τις συμφωνίες που αποκαλύπτονται μέσα από την αγωγή. Δεν διεκδικείται οποιοδήποτε ποσό» εννοώντας παλαιότερη συμφωνία του έτους 2007, είχε οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση. Η δήλωση αυτή σύμφωνα με τις εφεσείουσες έγινε κατά το στάδιο που οι εφεσείουσες επιχείρησαν να καταθέσουν συμφωνία του έτους 2007 για την οποία ο δικηγόρος της εφεσίβλητης είχε ένσταση στην κατάθεσή της ως μη αποκαλυφθείσας. Καμία όμως σχέση δεν είχε η διευκρίνιση αυτή με την ουσία της επίδικης διαφοράς, αφού το συγκεκριμένο ζήτημα αναφέρθηκε στα πλαίσια μαρτυρίας της ΜΕ2 προς ενίσχυση του ισχυρισμού των εφεσειουσών περί του ότι υπήρχε και παλαιότερα συνεργασία μεταξύ εφεσειουσών και εφεσίβλητης και δεν αναφέρθηκε ως σχετική συμφωνία με τις απαιτήσεις της αγωγής.

 

            Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειουσών ως εκτίθεται στις λεπτομέρειες του κλητηρίου τους και μάλιστα τέτοιας μορφής που να δικαιολογείται η απόρριψη της αγωγής. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης οι εφεσείουσες υποστηρίζουν ότι ουδεμία υποχρέωση είχαν οι εφεσείουσες να δικογραφήσουν, με πάσα λεπτομέρεια την αξίωσή τους εναντίον της εφεσίβλητης. Στις παραγράφους 4 και 5 της έκθεσης απαίτησης δικογραφούνται από τις εφεσείουσες οι δύο τριμερείς συμφωνίες ημερομηνίας 15.9.2008 και 7.5.2009 που υπογράφηκαν μεταξύ των διαδίκων. Το γεγονός ότι η πρώτη από τις δύο συμφωνίες τελικά δεν εφαρμόστηκε, δεν συνιστά παρέκκλιση από τα δικόγραφα αλλά περιορισμό των επίδικων θεμάτων. Συνεπακόλουθα, σύμφωνα με την πλευρά των εφεσειουσών, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του ολοκληρωμένο πλέγμα γεγονότων για να μπορούσε να εκδώσει απόφαση στη βάση των καταστάσεων λογαριασμού και το γεγονός ότι η πρώτη συμφωνία δεν εφαρμόστηκε τελικά, δεν αποτελούσε κανένα νομικό ή και πραγματικό εμπόδιο, αλλά ούτε και έπληττε, με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία και αποδεικτική αξία των καταστάσεων λογαριασμού (Τεκμήρια 11 έως 14).

 

Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης  τα όσα έχουν λεχθεί στη Χ΄Μάρκου ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 108:

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»

 

Κρίνουμε όμως ότι στην παρούσα υπόθεση η παρέμβαση του εφετείου είναι επιβεβλημένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τα τεκμήρια 11 έως 14 υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων με αποτέλεσμα οι διαπιστώσεις του να αντιστρατεύονται την κοινή λογική και τα συμπεράσματα του να είναι αυθαίρετα και ανεδαφικά.

 

Αρχίζοντας από την Μ.Ε.2 αυτή ανέφερε ότι εργαζόταν στο λογιστήριο της εφεσείουσας 2 και ότι στα πλαίσια της καθημερινής της ενασχόλησης και των καθηκόντων της ετοίμαζε και έλεγχε τις σχετικές τιμολογήσεις  αλλά και καταστάσεις λογαριασμού, που σχετίζονταν με την προσφορά διαφημιστικών υπηρεσιών από την εφεσείουσα 2 προς τους διαφημιζόμενους πελάτες της μεταξύ των οποίων και η εφεσίβλητη.  Ήταν επίσης εξουσιοδοτημένη από την εφεσείουσα 1 προς απόδειξη και διευκρίνηση και της δικής της απαίτησης εναντίον της εφεσίβλητης και για αυτό το σκοπό είχε επιθεωρήσει και ελέγξει το αρχείο και τα έγγραφα και των δύο εφεσειουσών που αφορούσαν τον συγκεκριμένο πελάτη δηλαδή την εφεσίβλητη. Αφού έκανε αναφορά στα οφειλόμενα ποσά, η Μ.Ε.2 ανέφερε ότι έλεγξε τα Τεκμήρια 11, 12, 13 και 14 που είχαν κατατεθεί από τον Μ.Ε.1 και επιβεβαίωσε ότι σε αυτά δεν υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα ή λανθασμένη εγγραφή. Είχε επίσης μαζί της όλα τα σχετικά δικαιολογητικά με βάση τα οποία μπορούσε να εξηγήσει τις λογιστικές εγγραφές επί των καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμήρια 11 και 13 και ότι τα οφειλόμενα ποσά από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα 1 είναι €13.246,22 ως αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 11 και €17.190,05 ως αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 13. Η μάρτυρας επεξήγησε τις εγγραφές στα τεκμήρια 11  και 13. Η μάρτυρας ανέφερε επίσης  κατά την κύρια εξέταση της ότι η εγγραφή €41,58 στο Τεκμήριο 11 και η εγγραφή €39,16 στο Τεκμήριο 13 προερχόταν από παλαιότερη συμφωνία μεταξύ των μερών που είχε συνομολογηθεί το έτος 2007. Αυτό όμως δεν αποκαλούσε στοιχείο που θα έπρεπε να οδηγήσει σε μη αποδοχή των τεκμηρίων 11 έως 14 και της μαρτυρίας της Μ.Ε.2 για τον λόγο ότι η εν λόγω συμφωνία δεν δικογραφείτο. Θα έπρεπε το ποσό αυτό να μην ληφθεί υπόψη και να αφαιρεθεί από το αξιούμενο ποσό. Ούτε η δήλωση του δικηγόρου των εφεσειουσών ότι «τα αγώγιμα δικαιώματα της αγωγής» προκύπτουν από τις συμφωνίες που αποκαλύπτονται στα δικόγραφα και ότι δεν διεκδικείται οποιοδήποτε άλλο ποσόν, θα έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πιο πάνω κατάληξη του.

 

Κατά την αντεξέταση της η μάρτυρας ανέφερε ότι εργαζόταν στην εφεσείουσα 2 από τον Ιανουάριο του έτους 2016 και επομένως δεν ήταν το πρόσωπο που απέστειλε τις τιμολογήσεις στην εφεσίβλητη. Αυτό το στοιχείο όμως δεν έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην προσδώσει βαρύτητα επικαλούμενο το άρθρο 27 του περί αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Πέραν του ότι η Μ.Ε.2 ανέφερε κατά την κύρια εξέταση της ότι είχε ελέγξει όλες τις εγγραφές  στα τεκμήρια 11 και 13 και είχε μαζί της όλα τα δικαιολογητικά σε σχέση με αυτές, δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση στα Τεκμήρια αυτά, εκτός από τις καταχωρήσεις των ποσών €41,58 και €39,16 που αναφέρονται πιο πάνω και ενός ποσού €2.815,20 ως επίσης για τα ποσά που δόθηκαν ως εγγύηση για τα οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Της έγιναν απλώς κάποιες γενικές υποβολές ότι οι καταστάσεις λογαριασμού περιείχαν λανθασμένες καταχωρήσεις ή ότι περιείχαν καταχωρήσεις προηγούμενης συμφωνίας. Το στοιχείο αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως και το γεγονός ότι η εφεσίβλητη στην Υπεράσπιση της δεν έθετε θέμα λανθασμένων ή αδικαιολόγητων χρεώσεων. Στο Σύγγραμμα «Το δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, Έκδοση 2014,  στη σελίδα 720 αναφέρεται ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι η παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του και της εκδοχής που προτάσσει – ή ακόμη και καθόλου – παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη ως αποδοχή των ισχυρισμών της αντίδικης πλευράς στα σημεία που καλύφθηκαν από την κυρίως εξέταση (παραπέμπει μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Εργοληπτική Εταιρεία Σταύρος Δημοσθένους Λτδ κ.α. v. Α.Η.Κ. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2627, Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1057 και ACT Textiles Ltd v. Zodhiatis (1986) 1CLR 89).    Επομένως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα και λανθασμένα σχολίασε αρνητικά ότι δεν τέθηκε ενώπιον του οποιοδήποτε παραστατικό έγγραφο για να μπορεί να ελεγχθεί η ορθότητα και η ακρίβεια των Τεκμηρίων 11 έως 14.

 

Η Μ.Ε.2 ανέφερε κατά την κύρια εξέταση της ότι η συμφωνία ημερομηνίας 15/9/2008  (Τεκμήριο 4) δεν τέθηκε τελικά σε ισχύ και εφαρμόστηκε η συμφωνία ημερομηνίας 7/5/2009 (Τεκμήριο 5).  Ανέφερε επίσης κατά την κύρια εξέταση της ότι στο Τεκμήριο 11 υπήρχε μια χρέωση δια ποσόν €2.815,20 που αφορούσε τη συμφωνία ημερομηνίας 15/9/2008 το οποίο τελικά ακυρώθηκε αφού η χρέωση θεωρήθηκε λανθασμένη και ότι οι υπόλοιπες εγγραφές στα Τεκμήρια 11 και 13 αφορούν τη συμφωνία ημερομηνίας 7/5/2009 (Τεκμήριο 5). Τα πιο πάνω επανάλαβε και κατά την αντεξέταση της. Το γεγονός ότι η συμφωνία – Τεκμήριο 4 δεν τέθηκε τελικά σε ισχύ δεν δημιουργούσε πρόβλημα στις δικογραφημένες θέσεις των εφεσειουσών. Οι εφεσείουσες δικογραφούν την υπογραφή των συμφωνιών Τεκμήρια 4 και 5. Το γεγονός ότι η μια δεν εφαρμόστηκε, δεν αποτελεί παρέκκλιση από τα δικόγραφα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι το σύνολο σχεδόν της απαίτησης των εφεσειουσών βασίζεται στη συμφωνία Τεκμήριο 5. Επομένως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας και των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειουσών.

 

Εσφαλμένα επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε στη σελίδα 17 της απόφασης του ότι η χρέωση του ποσού των €2.815,20 στο Τεκμήριο 11 και η ακύρωση του τρεις μέρες αργότερα αποτελούσε στοιχείο που οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εγγύηση ή ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι υπήρχαν και άλλα σοβαρά λάθη στις καταστάσεις λογαριασμού που δεν είχαν διορθωθεί. Πρόκειται για συμπέρασμα αυθαίρετο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε αρνητικά και τη χρέωση του ποσού των €362,81 την 15/5/2009 στο Τεκμήριο 11 τη στιγμή που η συμφωνία Τεκμήριο 5 υπογράφηκε μεν την 7/5/2009, τέθηκε όμως σε ισχύ την 1/6/2009. Θα πρέπει καταρχάς να αναφερθεί ότι η χρέωση αυτή εξοφλήθηκε, σύμφωνα με το Τεκμήριο 11,  την 26/6/2009 με την καταβολή του ακριβούς ποσού. Η εξόφληση αυτού του ποσού δείχνει, καταρχάς, μια εκ πρώτης όψεως αποδοχή του εκ μέρους της εφεσίβλητης. Πέραν τούτου η Μ.Ε.2 είχε μαζί της κατά τη μαρτυρία της όλα τα παραστατικά για τις εγγραφές στα Τεκμήρια 11 και 13 και μπορούσε να δώσει εξηγήσεις σε σχέση με τη χρέωση αυτή αλλά δεν αντεξετάστηκε. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να σχολίασει αρνητικά το στοιχείο αυτό αναφέροντας ότι ουδεμία απάντηση δόθηκε από τη Μ.Ε.2 για το στοιχείο αυτό. Τα ίδια ισχύουν και για τη χρέωση του ποσού των €471,25 την 8/5/2009 στο Τεκμήριο 13 το οποίο εξοφλήθηκε την 26/6/2009 με την καταβολή του ακριβούς ποσού. Αρνητικά σχολίασε το πρωτόδικο Δικαστήριο και την αναφορά της Μ.Κ.2 στη γραπτή της δήλωση ότι η αξίωση των εφεσειουσών για ενδιάμεσα οφέλη καλύπτει την περίοδο από 15/7/2012 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2016, πράγμα ανεπίτρεπτο αφού η συμφωνία ημερομηνίας 7/5/2009 (Τεκμήριο 5) ίσχυε για περίοδο 6 ετών, ήτοι 15 μήνες προηγουμένως. Διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ποσά που αξιώνονται ως ενδιάμεσα οφέλη καταδεικνύονται στα Τεκμήρια 12 και 14 όπου τα τελευταία οφειλόμενα ενδιάμεσα οφέλη καλύπτουν την περίοδο 15/4/2015 – 31/5/2015 που ολοκληρωνόταν η συμφωνία – Τεκμήριο 5. Τα πιο πάνω οφειλόμενα ενδιάμεσα οφέλη είναι καταχωρημένα και καταδεικνύονται και στις καταστάσεις λογαριασμού Τεκμήρια 11 και 13 και καλύπτουν την περίοδο 15/7/2012 – 31/5/2015. Η ημερομηνία καταχώρησης των πιο πάνω ποσών στα Τεκμήρια 11 και 13 είναι η 20/9/2016 και είναι για αυτό προφανώς που η Μ.Ε.2 ανέφερε στη γραπτή δήλωση της ότι τα ενδιάμεσα οφέλη αφορούν την περίοδο 15/7/2012 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2016.  Ούτε για το ζήτημα αυτό  αντεξετάστηκε η Μ.Ε.2.

 

Τα τεκμήρια 11 έως 14 κατατέθηκαν από τον Μ.Ε.1 κατά την κύρια εξέταση του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του στις σελίδες 12-13 τα όσα σχετικά ανέφερε ο Μ.Ε.1 κατά την κύρια εξέταση του:

«Οι καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 11) αφορούν το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο των εναγομένων στους ενάγοντες 1, το οποίο σπάζει σε ποσό που έχει τιμολογηθεί και σε ποσό που δεν έχει τιμολογηθεί μέχρι και τη λήξη της συμφωνίας, ημερομηνίας 7/5/2009 (τεκμήριο 5).  Το ποσό των €8.507,09 που φαίνεται στο τεκμήριο 11 αναλύεται στο τεκμήριο 12.  Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αναλύεται και η κατάσταση λογαριασμού των εναγόντων 2.  Υπάρχει το ποσό μέχρι και την ημερομηνία που είχε γίνει η τιμολόγηση και το ποσό των €11.049,44 που δεν έχει τιμολογηθεί το οποίο αφορά τη χρέωση των εναγομένων μέχρι και τη λήξη της ίδιας σύμβασης (τεκμήριο 5).  Το ποσό της τιμολογημένης περιόδου ήταν €6.140,61 και το συνολικό οφειλόμενο προς τους ενάγοντες 2, €17.190,05.»

 

Ούτε ο Μ.Ε.1 αντεξετάστηκε για το ζήτημα αυτό, πέρα από κάποιες γενικές υποβολές. Ως προς τις καταστάσεις λογαριασμού ως ήταν αναμενόμενο παρέπεμψε στο λογιστήριο των εφεσειουσών.         

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να σχολιάσει αρνητικά το πάνω ζήτημα.

 

Το ζήτημα των ποσών των €5.400,00 και €1.500,00 αποτέλεσε αντικείμενο αξιολόγησης, επίσης αρνητικής, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σχολίασε αρνητικά το γεγονός ότι οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 δεν ανέφεραν στις γραπτές δηλώσεις που υιοθέτησαν κατά την κυρίως εξέταση τους, ότι τα πιο πάνω ποσά θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα αξιούμενα ποσά και ότι τούτο ήταν στοιχείο που έπληττε την αξιοπιστία τους. Το γεγονός, συνέχισε ότι οι πιο πάνω μάρτυρες  δέχθηκαν κατά την αντεξέταση τους ότι θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα εν λόγω ποσά από τα αξιούμενα ποσά, δεν διαφοροποιούσε τα δεδομένα αφού αν δεν ανεδείκνυε το θέμα η Υπεράσπιση, δεν θα το ανεδείκνυαν οι εφεσείουσες, οι οποίες τόσο δικογραφικά όσο και με τη μαρτυρία τους, το αποσιώπησαν. Κρίνουμε ότι και αυτό το συμπέρασμα είναι αυθαίρετο.  Υποδεικνύουμε καταρχάς ότι στην Έκθεση Απαιτήσεως αναφέρεται ρητά ότι τα πιο πάνω ποσά καταβλήθηκαν ως εγγύηση (Deposit) με την υπογραφή των συμφωνιών. Στα Τεκμήρια 4 και 5 αναφέρεται ως «Security Deposit». Δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε τεκμήριο ότι τα πιο πάνω ποσά δόθηκαν  έναντι των οφειλών της εφεσίβλητης. Επομένως το γεγονός ότι στην Έκθεση Απαιτήσεως δεν αναφέρεται ότι από τα αξιούμενα ποσά θα πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που δόθηκαν ως εγγύηση δεν θα έπρεπε να σχολιαστεί με το τρόπο που το έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα ίδια ισχύουν και για το γεγονός ότι τα πιο πάνω ποσά δεν συμπεριλαμβάνονται στα Τεκμήρια 11 και 13 και κατ’ επέκταση στις γραπτές δηλώσεις των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 κατά την κύρια εξέταση τους.  Η άμεση παραδοχή εκ μέρους των πιο πάνω μαρτύρων ότι τα ποσά των εγγυήσεων θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα αξιούμενα στην Έκθεση Απαίτησης ποσά, έπρεπε να αντικρισθεί θετικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ένδειξη ειλικρίνειας και συνέπειας με την εκδοχή των εφεσειουσών. Εξάλλου η πλευρά των εφεσειουσών κατά τη γραπτή τελική αγόρευση των δικηγόρων της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 7/12/2017 ανέφερε ότι από το συνολικό ποσό της απαίτησης των εφεσειουσών θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα ποσά που δόθηκαν ως εγγύηση, δηλαδή τα ποσά των €5.400,00 και €1.500,00.

 

Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να δεχθεί το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 11 έως 14 και τη σχετική μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειουσών και ειδικότερα της Μ.Ε.2, η οποία ήταν η μάρτυρας που κλήθηκε στο Δικαστήριο για να επεξηγήσει τα πιο πάνω Τεκμήρια και να διευκρινίσει οποιοδήποτε στοιχείο σε σχέση με αυτά.

 

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε άλλο σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης οι οποίοι κρίνονται βάσιμοι. Επομένως οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 6 και 7 επιτυγχάνουν.   

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 29 της πρωτόδικης απόφασης ότι η εφεσίβλητη είχε σοβαρό λόγο τερματισμού της επίδικης συμφωνίας, Τεκμήριο 5, επειδή οι εφεσείουσες της πρόσφεραν ως ένδειξη αποζημίωσης («..as a token of compensation..»), είναι λανθασμένο. Κρίνουμε ότι παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού έφεσης από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι τερμάτισε τη συμφωνία, Τεκμήριο 5, νομότυπα και έγκυρα. Δεν εξυπηρετεί δηλαδή σε οτιδήποτε η εξέταση του λόγου αυτού έφεσης.

 

Κρίνουμε επίσης ότι παρέλκει η εξέταση του ένατου λόγου έφεσης όπου προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε στα έξοδα της διαδικασίας τις εφεσείουσες δεδομένου ότι απέρριψε και την εκδοχή της εφεσίβλητης.

 

Συνεπεία των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται όπως και η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον της εφεσίβλητης ως ακολούθως:

-      Για την εφεσείουσα 1 €4.697,55 (€4.739,13 - €41,58) ως καθυστερημένα δικαιώματα, πλέον €8.507,09 ως ενδιάμεσα οφέλη, ήτοι €13.204,64,

-      Για την εφεσείουσα 2 €6.101,45 (€6.140,61 - €39,16) ως καθυστερημένα δικαιώματα πλέον €11.049,44 ως ενδιάμεσα οφέλη, ήτοι €17.150,89,

πλέον τόκο 1,5% επί του εκάστοτε καθυστερημένου ποσού, από την ημερομηνία που αυτό κατέστη πληρωτέο, δυνάμει της επίδικης συμφωνίας – Τεκμήριο 5.

 

          Από το συνολικό ποσόν των πιο πάνω να αφαιρεθούν τα ποσά των €5.400,00 και €1.500,00 ως η δήλωση των δικηγόρων των εφεσειουσών μέσω της γραπτής τελικής αγόρευσης τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 7/12/2017.

 

Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα ως θα υπολογιστούν, όσο και τα έξοδα της έφεσης (€2.500 πλέον Φ.Π.Α.) επιδικάζονται υπέρ των εφεσειουσών/εναγουσών και σε βάρος της εφεσίβλητης/εναγομένης.  

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο