ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                             Συνεκδικαζόμενες Εφέσεις Αρ. 99/2021 και 107/2021

 

26 Ιουνίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

  (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 99/2021)

 

ΠΕΛΑΓΙΑ ΕΓΓΛΕΖΑΚΗ ΚΑΡΠΑΣΙΤΗ

 

                                                                                                                   Εφεσείουσα,

   v.

 

         ΚΙΚΑΣ ΚΑΣΙΝΗ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                Καθ’ ης η αίτηση.

-------------------

 

 (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/2021)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                                   Εφεσείουσα,

   v.

 

         ΚΙΚΑΣ ΚΑΣΙΝΗ

 

                                                                                                         Εφεσίβλητης.

  -------------------

Χρ. Θ. Χριστάκη, για ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Θ. ΧΡΙΣΤΑΚΗ Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 99/2021 και ενδιαφερόμενο μέρος στην Έφεση Αρ. 107/2021. Η Εφεσείουσα είναι παρούσα.  

Φρ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την καθ’ ης η αίτηση  στην Έφεση Αρ. 99/2021 και Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 107/2021.

Δ. Καλλής, για ΚΑΛΛΗΣ & ΚΑΛΛΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι Εφεσίβλητης και στις δύο ανωτέρω Εφέσεις.

                                                     --------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

          ---------------------

    ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.5.2019 στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 ΕΓΓΛΕΖΑΚΗ ΚΑΡΠΑΣΙΤΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ανατράπηκε η απόφαση  διορισμού της Εφεσίβλητης στις Εφέσεις Αρ. 99/2021 και 107/2021, από τις 2.10.2017, στη θέση Διευθύντριας Σχολής Τυφλών (εφεξής η «επίδικη θέση»). Κατόπιν επανεξέτασης από την καθ’ ης η αίτηση  στην ως άνω Έφεση Αρ. 99/2021 (και Εφεσείουσας στην Έφεση Αρ. 107/2021) διορίστηκε στην επίδικη θέση, αυτή τη φορά, η Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 99/2021, αναδρομικά από τις 2.10.2017. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε από την Εφεσίβλητη με την Προσφυγή Αρ. 1367/2019, η οποία είχε ακυρωτικό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, στην απόφαση του ημερομηνίας 24.6.2021, ως εξής:

 

«Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη και την επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων, η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν πρώτοις, προκύπτει με σαφήνεια από το πρακτικό της συνεδρία (sic) της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 12.6.2019, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, ότι η καθ' ης η αίτηση ενήργησε για την πλήρωση της επίδικης θέσης, «ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης Πρώτου Διορισμού». Πράγματι, κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ., επισημαίνοντας εξ' αρχής ότι όλες οι υποψήφιες για την επίδικη θέση ήσαν Λειτουργοί της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και έχοντας ως αφετηρία και/ή υιοθετώντας τις διαπιστώσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, ότι «η Ε.Δ.Υ., εντός ορθών πλαισίων, ενήργησε ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού, χωρίς να χρειάζεται η στάθμιση των νομοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, ήτοι της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας», ενήργησε, για την πλήρωση της θέσης, ωσάν να είχε ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού. Αυτές οι διαπιστώσεις του Δικαστήριου (sic), όπως και προηγηθείσα, παρόμοια διαπίστωσή του ότι «Η επίδικη θέση διεκδικήθηκε από την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασία, ως θέση Πρώτου Διορισμού», ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τους διαδίκους της παρούσας προσφυγής, που ήσαν οι διάδικοι και στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, αποκτώντας ωσαύτως ισχύ δεδικασμένου, που δέσμευε τα διάδικα μέρη, περιλαμβανομένης της Ε.Δ.Υ., η οποία όφειλε να ενεργήσει «ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού», ως εξάλλου η ίδια αναγνώρισε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Μάλιστα, παρατηρώ ότι και στην ίδια τη δημοσίευση (αρ. 641) της επίδικης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.7.2019, γίνεται αναφορά σε διορισμό του Ε.Μ. στην επίδικη θέση και όχι σε προαγωγή, όπως λ.χ. συνέβη για την αμέσως επόμενη δημοσίευση απόφασης της Ε.Δ.Υ. (αρ. 642), όπου γίνεται λόγος για προαγωγή.

 

Δεν παραγνωρίζω ότι το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ρητά αναφέρει ότι η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ωστόσο, έχω την άποψη ότι αυτό που εν προκειμένω έχει καθοριστική σημασία δεν είναι η υπό του σχεδίου υπηρεσίας περιγραφή της θέσης, αλλά η διαδικασία που ακολουθήθηκε απο το αποφασίζον διοικητικό όργανο, εν προκειμένω από την ίδια την Ε.Δ.Υ., η οποία, αφού επεσήμανε εξ αρχής ότι όλες οι υποψήφιες για την επίδικη θέση ήσαν Λειτουργοί της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ξεκάθαρα ενήργησε, ως και η ίδια αναγνωρίζει, σύμφωνα με το προεκτεθέν πρακτικό, ωσάν να επρόκειτο για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Νόμου που διέπουν την πλήρωση θέσης Πρώτου Διορισμού. Συναφώς, δεν συμφωνώ με την περί του αντιθέτου θέση των καθ' ων η αίτηση και του Ε.Μ., ενώ οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ε.Μ. προς επίρρωση της σχετικής επί του θέματος θέσης του, έχω την άποψη πως δεν προσθέτουν στην επιχειρηματολογία του, εφόσον σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αφορούσε σε προαγωγές και η ίδια η Επιτροπή, εφόσον δεν επρόκειτο για περιπτώσεις πρώτου διορισμού, είχε ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 34 του Νόμου, το οποίο διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

 

Αντίθετα, δεδομένης της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να ενεργήσει εν προκειμένω «ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού» το άρθρο του Νόμου που τυγχάνει εφαρμογής είναι το άρθρο 33, στα εδάφια (10) και (11) του οποίου προβλέπονται τα εξής:

 

«(10) Η Επιτροπή, πριν κάµει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαµβάνονται στον τελικό κατάλογο. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή µπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.

 

(11) Η Επιτροπή κατά την τελική επιλογή και διορισµό των καλύτερων υποψηφίων λαµβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (6):».

 

Στο δε εδάφιο (6) του ιδίου άρθρου, στο οποίο παραπέμπει το προεκτεθέν εδάφιο (11), προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«(6) Στη συνέχεια η Συµβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσµατα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα µε το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση µε τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόµενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δηµόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογηµένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει µε αλφαβητική σειρά τα ονόµατα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως «ο προκαταρκτικός κατάλογος»:».

 

Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι για τη διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού, ως η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην υπό εξέταση περίπτωση, η σύσταση του Διευθυντή δεν αποτελεί στοιχείο κρίσεως που νομίμως μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Ε.Δ.Υ.. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, η καθ' ης η αίτηση, για τη διαμόρφωση της τελικής της κρίσης και την επιλογή του Ε.Μ., έλαβε υπόψη της και τη σύσταση της Διευθύντριας υπέρ του Ε.Μ., «η οποία δεν επηρεάζεται από την Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ως εκ τούτου επιβιώνει και λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια της επανεξέτασης».

 

Τα πιο πάνω αναπόδραστα επηρεάζουν τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και σφραγίζουν την τύχη της παρούσας προσφυγής, εφόσον, υπό καθεστώς ουσιώδους πλάνης (βλ. Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 583) και κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου, η καθ' ης η αίτηση έλαβε υπόψη της κατά τη λήψη της επίδικης απόφασής της και τη σύσταση της Διευθύντριας, η οποία δεν αποτελούσε νόμιμο, αλλά εξωγενές στοιχείο κρίσης.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»

 

 

Τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφεσιβάλλονται με τις εδώ υπό εξέταση εφέσεις, οι οποίες ασκήθηκαν, τόσο από το πρωτόδικα ενδιαφερόμενο μέρος (Έφεση Αρ. 99/2021), με δύο λόγους έφεσης, όσο και από την Κυπριακή Δημοκρατία (Έφεση Αρ. 99/2021), με τρεις λόγους έφεσης.

 

Αναλυτικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 99/2021, προβλήθηκε ότι (εδώ συνοπτικά), εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρερμηνεύοντας το δεδικασμένο, το οποίο είχε παραχθεί με την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, αποφάσισε λανθασμένα ότι, η επίδικη διαδικασία αφορούσε πλήρωση θέσης Πρώτου Διορισμού και ως τέτοια υιοθετήθηκε και ακολουθήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90 (εφεξής ο «Νόμος»), στο οποίο δεν προβλέπεται η σύσταση της Διευθύντριας ως στοιχείο κρίσης δυνάμενο να ληφθεί υπόψη από την καθ’ ης η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης και, συνεπώς, λανθασμένα λήφθηκε, στην περίπτωση, υπόψη.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης στην εν λόγω Έφεση, υποστηρίζεται ότι, «το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, πεπλανημένα, αναρμόδια και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας, αντινομικά και αντίθετα στο άρθρο 59 του Ν. 158(Ι)/99 αγνόησε παντελώς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 1623/2019 και έκρινε εντελώς αντίθετα προς αυτό.».

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 107/2021 υποστηρίζεται ότι, «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε (σελ. 10 της πρωτόδικης απόφασης) ότι «αυτό που εν προκειμένω έχει καθοριστική σημασία δεν είναι η υπό του σχεδίου υπηρεσίας περιγραφή της θέσης, αλλά η διαδικασία που ακολουθήθηκε απο το αποφασίζον διοικητικό όργανο, εν προκειμένω από την ίδια την Ε.Δ.Υ., η οποία, αφού επεσήμανε εξ αρχής ότι όλες οι υποψήφιες για την επίδικη θέση ήσαν Λειτουργοί της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ξεκάθαρα ενήργησε, ως και η ίδια αναγνωρίζει, σύμφωνα με το προεκτεθέν πρακτικό, ωσάν να επρόκειτο για πλήρωση θέσης πρώτου διορισμού, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Νόμου που διέπουν την πλήρωση θέσης Πρώτου Διορισμού.».

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης στην εν λόγω Έφεση υποστηρίζεται ότι, «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε (σελ. 12 της πρωτόδικης απόφασης) ότι «κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου η καθ’ ης η αίτηση έλαβε υπόψη της κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης της και τη σύσταση της Διευθύντριας, η οποία δεν αποτελούσε νόμιμο, αλλά εξωγενές στοιχείο κρίσης.».

 

Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης της, η Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 107/2021 διατείνεται ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε (σελ. 9 της απόφασης του), ότι «η επίδικη θέση διεκδικήθηκε από την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασία, ως θέση Πρώτου Διορισμού», ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από τους διαδίκους της παρούσας προσφυγής, που ήσαν οι διάδικοι και στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, αποκτώντας ωσαύτως ισχύ δεδικασμένου, που δέσμευε τα διάδικα μέρη, περιλαμβανομένης της Ε.Δ.Υ., η οποία όφειλε να ενεργήσει «ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού», ως εξάλλου η ίδια αναγνώρισε».

 

Η πλευρά της Εφεσίβλητης υπέβαλε, καταρχάς, με τα περιγράμματα αγόρευσης της και στις δύο υπό εξέταση εφέσεις, προδικαστική ένσταση ότι, οι εφέσεις είναι αλυσιτελείς διότι, ουσιαστικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του δεν έχει εφεσιβληθεί. Υποστήριξε, συγκεκριμένα, ότι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης:

 

«Εν πρώτοις, προκύπτει με σαφήνεια από το πρακτικό της συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 12.6.2019, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, ότι η καθ' ης η αίτηση ενήργησε για την πλήρωση της επίδικης θέσης, «ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης Πρώτου Διορισμού». Πράγματι, κατά την επανεξέταση, η Ε.Δ.Υ., επισημαίνοντας εξ' αρχής ότι όλες οι υποψήφιες για την επίδικη θέση ήσαν Λειτουργοί της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και έχοντας ως αφετηρία και/ή υιοθετώντας τις διαπιστώσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, ότι «η Ε.Δ.Υ., εντός ορθών πλαισίων, ενήργησε ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού, χωρίς να χρειάζεται η στάθμιση των νομοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, ήτοι της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας», ενήργησε, για την πλήρωση της θέσης, ωσάν να είχε ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού.»

 

 

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 107/2021 η πλευρά της Εφεσίβλητης ήγειρε και δεύτερη προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι, αυτός είναι ατελής και, ως εκ τούτου, θνησιγενής.

 

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι πιο πάνω εισηγήσεις της Εφεσίβλητης. Το ζητούμενο είναι οι προβληθέντες λόγοι εφέσεως να προσδιορίζουν με σαφήνεια τα κριθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ζητήματα (βλ. απόφαση ημερομηνίας 15.3.2024 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/18  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ v. FIVE OCEANS FOOD LTD). Ο λόγος έφεσης συντίθεται από (α) τον προσδιορισμό του σφάλματος που καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ή μέρος της, εσφαλμένη και (β) τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα (βλ.  Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 ΑΑΔ 323). Η νομολογία δεν έχει απαιτήσει την παράθεση των συγκεκριμένων αποσπασμάτων της πρωτόδικης απόφασης, η ορθότητα των οποίων κατ’ έφεση αμφισβητείται, όσο και αν τέτοια πρακτική ενδεχομένως διευκολύνει τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, αρκεί η περιγραφή αυτών να είναι σαφής και συγκεκριμένη. Στην παρούσα περίπτωση, δύο ήταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω σχετικό απόσπασμα), ήτοι α) ότι την επίδικη διαδικασία, η οποία οδήγησε στην λήψη της επίδικης απόφασης, διέπουν, κατά το δεδικασμένο της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, τα οριζόμενα στο Άρθρο 33 του Νόμου και, ως εκ τούτου, β) η σύσταση του Διευθυντή, ως μη προβλεπόμενη στο Άρθρο 33 του Νόμου, δεν μπορούσε νομίμως να ληφθεί υπόψη και κακώς λήφθηκε, καθιστώντας την επίδικη απόφαση, γι’ αυτό το λόγο, άκυρη. Τα δύο αυτά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλονται, βρίσκουμε, με τους εγερθέντες λόγους εφέσεως και την συνοδεύουσα τους αιτιολογία και στις δύο Εφέσεις, με σαφή, περιεκτικό και συγκροτημένο τρόπο, ώστε να τίθενται ξεκάθαρα τα επίδικα θέματα, χωρίς να έχει παραμείνει στο απυρόβλητο ουσιώδες συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη απόφαση. Συνεπώς, οι εγερθείσες προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

 

Επί της ουσίας των εφέσεων και εξετάζοντας τους λόγους έφεσης συνοπτικά, έχουμε μελετήσει προσεκτικά τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των ευπαίδευτων συνήγορων για τους διάδικους, την πρωτόδικη απόφαση, την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, καθώς και το πραγματικό υλικό, ως αυτό τέθηκε ενώπιον μας. Δεν απαιτείται, στην παρούσα περίπτωση, να ενδιατρίψουμε, πέραν των όσων απαιτούνται, σε ένα έκαστο των επιχειρημάτων των πλευρών, τα οποία έχουμε εξετάσει. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23:

 

«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 490:

 

«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.  Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»

 

Η αρχή αυτή έχει επανειλημμένα τονιστεί (Βλ. μεταξύ άλλων, Νίκος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 179/22, ημερ. 8.2.2023, Λ.Γ.Γ. (L.G) ν. Π.Γ., Έφεση Αρ. 2/23 (i-justice), ημερ. 21.6.2023, Sokolowski v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 52/19, ημερ. 23.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:B267, Ειρηναίος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.2022), ECLI:CY:AD:2022:B304»

 

 

Θεμέλιο της πρωτόδικης κρίσης αποτέλεσε η ερμηνεία και η εμβέλεια, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στο δεδικασμένο της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 και, συγκεκριμένα, ότι (κυρίως) η εκεί αναφορά «η Ε.Δ.Υ., εντός ορθών πλαισίων, ενήργησε ωσάν να έχει ενώπιον της διαδικασία πλήρωσης θέσης Πρώτου Διορισμού, χωρίς να χρειάζεται η στάθμιση των νομοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, ήτοι της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας», καθώς και η αναφορά   ότι «Η επίδικη θέση διεκδικήθηκε από την αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διαδικασία, ως θέση Πρώτου Διορισμού» μετάταξε την επίδικη διαδικασία από την δια της προκηρύξεως της θέσης ως Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, την οποία διέπει το Άρθρο 34 του Νόμου, σε θέση  Πρώτου Διορισμού, την οποία διέπει το Άρθρο 33 του Νόμου. Η ορθότητα ή μη της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, κατά παράβαση του δεδικασμένου λήφθηκε υπόψη, κατά την επανεξέταση, η σύσταση του Διευθυντή, συναρτάται ευθέως με την ορθότητα της της προηγηθείσας θέσης του περί του δεδικασμένου.

 

Η έκταση, την οποία καλύπτει το δεδικασμένο αποτελεί θέμα ερμηνείας που είναι πάντοτε θέμα νομικό (βλ. Γεωργίου Kλεάνθης Hλία ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή Kοινωνικών Aσφαλίσεων και άλλου, (1995) 3 ΑΑΔ 349).

 

Με κάθε σεβασμό, δεν ασπαζόμαστε τη θέση ότι, με την Προσφυγή Αρ. 1623/2017 δημιουργήθηκε δεδικασμένο, ως το προσέγγισε και αντιλήφθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η ορθή θέση είναι ως αυτή των θέσεων των Εφεσειόντων, ως συνοψίσθηκε από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, συγκεκριμένα:

 

«Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση επί των πιο πάνω, η οποία επιχειρηματολογεί υπέρ της νομιμότητας και εγκυρότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και απέληξε στην έκδοση της επίδικης απόφασης. Τονίζει εξ' αρχής η κα Σωτηρίου ότι η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως εξάλλου και το ίδιο το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει. Κατά τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, οι προεκτεθείσες διαπιστώσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 δεν επηρεάζουν το γεγονός ότι η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και στη βάση τούτου, η σύσταση που αφορούσε στην επίδικη θέση δόθηκε συμφώνως του άρθρου 34(9) του Νόμου και δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη: στην υπό εξέταση περίπτωση, ο ρόλος που επιτέλεσε η Διευθύντρια κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ήταν καθοδηγητικός, συμβουλευτικός, αλλά και υποβοηθητικός του έργου της Επιτροπής. Σε κάθε δε περίπτωση, καταλήγει η κα Σωτηρίου, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η σύσταση της Διευθύντριας αποτελούσε παράνομο, εξωγενές και άσχετο στοιχείο κρίσεως, καλύπτεται και/ή αντικρούεται από το δεδικασμένο στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 και, με αναφορά στην Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ.(Δ) 38, υποβάλλει ότι δεν επιτρέπεται η συζήτηση θεμάτων που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, θεμάτων δηλαδή που αφορούσαν προηγηθείσες αμέλειες και άπτονται των λόγων που οδηγήσαν στην ακυρωτική απόφαση.

Υπέρ της νομιμότητας της διαδικασίας και της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. επιχειρηματολογεί και ο συνήγορος για το Ε.Μ., ο οποίος ισχυρίζεται ότι από τη στιγμή που η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, η διαδικασία πλήρωσής της διέπεται απο το άρθρο 34 του Νόμου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αιτήτρια και Ε.Μ. διεκδίκησαν τη θέση ως πρώτου διορισμού. Κατά τον κ. Χριστάκη, η ακολουθητέα διαδικασία δεν καθορίζεται και δεν εξαρτάται ούτε από το ποιοι διεκδικούν τη θέση (εξωτερικοί ή εσωτερικοί υποψήφιοι), ούτε από το εάν η θέση διεκδικείται ως θέση πρώτου διορισμού ή ως θέση προαγωγής. Σύμφωνα δε με το άρθρο 28(2) του Νόμου, η κατηγορία κάθε θέσης ορίζεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο εν προκειμένω ρητά καθορίζει την επίδικη θέση ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Εξάλλου, συνεχίζει ο συνήγορος για το Ε.Μ., κατ' εφαρμογή του άρθρου 59(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), το δεδικασμένο στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 επέβαλλε στην Ε.Δ.Υ. να λάβει υπόψη της τη σύσταση της Διευθύντριας και σε περίπτωση που αποφάσιζε να μην την ακολουθήσει, να καταγράψει με σαφήνεια τους λόγους απόκλισής της από αυτήν. Συνεπώς, η σύσταση, εφόσον αποτελούσε νόμιμο στοιχείο κρίσης, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου, ορθώς λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ., της οποίας η απόφαση υπήρξε σύννομη, δεόντως αιτιολογημένη, αλλά και το προϊόν προηγηθείσας δέουσας έρευνας.»

 

Η διαπίστωση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 ότι, οι συγκεκριμένοι διάδικοι διεκδίκησαν την επίδικη θέση ως θέση Πρώτου Διορισμού και, ως εκ τούτου,  δεν απαιτείτο «η στάθμιση των νομοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, ήτοι της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας» αντανακλά σαφώς την νομολογιακή θέση περί του πλαισίου σύγκρισης υποψηφίων, οι οποίοι δεν διεκδικούν οι ίδιοι τη θέση ως Προαγωγής, αλλά ως Πρώτου Διορισμού. Ουδόλως, όμως, τέτοια διαπίστωση εξομοιώνεται με εύρημα του εν λόγω Δικαστηρίου ότι, μεταβάλλεται η νομική βάση πλήρωσης της θέσης, ήτοι από αυτή του Άρθρου 34 του Νόμου, που αφορά διαδικασίες Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, σ’ αυτή του Άρθρου 33 του Νόμου, που αφορά σε διαδικασίες Πρώτου Διορισμού. Τέτοιο εύρημα σαφώς δεν προκύπτει να ήταν πρόθεση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, ούτε εξάγεται από το γράμμα της δικαστικής απόφασης. Αντιθέτως, το Διοικητικό Δικαστήριο στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017 εξέφρασε στην ίδια την απόφαση του και την κατάληξη του σε σχέση με το παράνομο της απόκλισης της ΕΔΥ από τη δοθείσα σύσταση (προφανώς θεωρώντας αυτή ως νομίμως δοθείσα, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 34(9) του Νόμου), αναφέροντας, σχετικά, ότι:

 

«Διαπιστώνω και πρόσθετο λόγο ακύρωσης. Η Γενική Διευθύντρια κλήθηκε να παραστεί στην προφορική εξέταση των υποψηφίων, προκειμένου να βοηθήσει, όπως καταγράφεται στα πρακτικά συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 12.9.2017, την τελευταία στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων. Η Γενική Διευθύντρια προέβη σε σύσταση υπέρ της αιτήτριας. Η Ε.Δ.Υ. δεν υιοθέτησε την υπέρ της αιτήτριας σύσταση, καθότι η τελευταία υστέρησε σε απόδοση στην προφορική εξέταση.

 

Διαφορά όμως στην αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση, καθώς νομολογήθηκε, δεν συνιστά ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της δοθείσας σύστασης (Σπανού (ανωτέρω), Χριστοδούλου (ανωτέρω) και Ξενοφώντος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C380, Α.Ε. 73/2011 κ.ά. ημερομηνίας 26.10.2017).

 

Εάν η Ε.Δ.Υ. αποφασίσει να μην την ακολουθήσει, θα πρέπει να καταγράψει καθαρά τους λόγους που την ώθησαν να διαφοροποιηθεί (Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).»

Το πιο πάνω εύρημα, ως ορθώς και εύστοχα επισημάνθηκε από τους Εφεσείοντες, δέσμευε την ΕΔΥ κατά την επανεξέταση πλήρωσης της επίδικης θέσης, όπως λάβει

υπόψη τη δοθείσα σύσταση ως νόμιμη και, συνεπώς, λανθασμένα, κατά την άποψη μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε ορθώς και δεόντως το πιο πάνω εύρημα κατά τον συλλογισμό του σε σχέση με το εύρος και την ορθή ερμηνεία του παραχθέντος δεδικασμένου στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017, προσεγγίζοντας, ενδεχομένως, αποσπασματικά και όχι στην ολότητα της την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1623/2017.

 

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, βρίσκουμε ότι, η πρωτόδικη κρίση πάσχει τόσο ως προς την ερμηνεία του δεδικασμένου της Προσφυγής Αρ. 1623/2017 από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συγκεκριμένα, της κατάληξης του ότι την επίδικη διαδικασία διέπουν τα οριζόμενα στο Άρθρο 33 του Νόμου, όσο και του συνακόλουθου ευρήματος, που έκρινε, τελικά, το αποτέλεσμα της Προσφυγής Αρ. 1367/2019, ότι, παράνομα λήφθηκε υπόψη η σύσταση του Διευθυντή.

 

Ως εκ τούτου, οι εφέσεις επιτυγχάνουν στην ολότητα τους, με έξοδα ύψους 1750 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α., εκεί που εφαρμόζεται) υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, μαζί με τα επιδικασθέντα έξοδα αυτής. Δεν έχουμε εντοπίσει από τα ενώπιον μας στοιχεία να έχει προωθηθεί οποιοσδήποτε λόγος ακυρώσεως πρωτόδικα, ο οποίος να μην έτυχε εξέτασης, εν όψει του πρωτόδικου αποτελέσματος, ώστε να τίθεται ζήτημα επιστροφής της υπόθεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο προς αυτό το σκοπό. Συνεπώς, η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο