ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E130/2018)

 

6 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΜΕΣΣΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                     

     

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ  

Eφεσείοντα/Ενάγοντα/Αιτητή

και

 

ΛΑΜΠΡΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ URBAN SPLASH ή URBAN SPLASH CHARTERED AGENTS

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου/Καθ΄ου η αιτηση

 

----------------------------

 

Μ. Πανταζή (κα) μαζί με Γ. Μάρκου (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μ. Βιολάρης, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                     από τον κ. Κονή.

 

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το  πρωτόδικο Δικαστήριο») με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντα/ενάγοντα/αιτητή για έκδοση διατάγματος παράτασης χρόνου καταχώρησης Απάντησης («η Αίτηση»).

Τα γεγονότα που περιβάλλουν το όλο θέμα και περιγράφονται στην ενδιάμεση απόφαση («η πρωτόδικη απόφαση») έχουν ως ακολούθως:

Η αγωγή καταχωρήθηκε την 10/10/2017.

Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στον εφεσίβλητο/εναγόμενο την 4/12/2017.

Την 7/12/2017 ο εφεσίβλητος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και την 16/1/2018 Υπεράσπιση.

Την 17/5/2018 ο εφεσείων καταχώρησε την Αίτηση.

Η Αίτηση βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στη Δ.57 Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως ίσχυαν τότε.

Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα.  Ο εφεσείων στην ένορκη δήλωση του παρέπεμπε στην Υπεράσπιση και στον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτός ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας URBAN SPLASH LIMITED και ουδέποτε υπό την προσωπική του ιδιότητα. Τον ισχυρισμό αυτόν ο εφεσείων τον απέρριπτε αφού στο Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του, υποστήριζε ότι είναι το έγγραφο που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων και αναφέρεται στο όνομα «URBAN SPLASH CHARTERED SURVEYORS», Registered  Real Estate Agent, Registration Number 337, PROPERTY VIEWING FORM (Εγγεγραμμένου Κτηματομεσιτικού Γραφείου με Αριθμό Εγγραφής 337)». Σύμφωνα ακόμα με τον εφεσείοντα, αυτός προχώρησε σε έρευνα στο Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών (το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν αναφέρει πότε το έπραξε) ζητώντας να του επιβεβαιώσουν το όνομα και τα στοιχεία του Εγγεγραμμένου Κτηματομεσίτη με αριθμό 337. Το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών («το Συμβούλιο»)  του απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 7/5/2018 η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο 2-3 μέρες πριν την καταχώρηση της Αίτησης.

 

Η πλευρά του εφεσίβλητου καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας ως μοναδικό λόγο ότι  από τις 2/5/2018 και μετέπειτα η αγωγή θεωρείτο, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.30 Θ.1(γ) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως εγκαταλειφθείσα με αποτέλεσμα να απουσιάζει το πλαίσιο υπό το οποίο μπορούσε να εγερθεί οποιαδήποτε αίτηση ή και δικονομικό διάβημα ή και με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία να εκδώσει οιασδήποτε φύσης διάταγμα πλην της απόρριψης της αγωγής. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, από τη στιγμή που η Υπεράσπιση καταχωρήθηκε την 16/1/2018, η προθεσμία που επίτασσε η Δ.30 Θ.1(α) είχε εκπνεύσει την 17/4/2018, ενώ η προθεσμία της Δ.30 Θ.1(γ) είχε παρέλθει από την 2/5/2018, κάτι που παραδεχόταν και ο εφεσείων στην ένορκη δήλωση του.

 

Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι σύμφωνα με τη Δ.21. Θ.14(1)1 η καταχώρηση Απάντησης καθορίζεται στις 7 μέρες από την καταχώρηση της Υπεράσπισης ως επίσης ότι η Δ.57 Θ.22 δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να παρατείνει τους χρόνους που τίθενται από τους ίδιους τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Υπέδειξε ότι οι προβλεπόμενες προθεσμίες θα πρέπει να τηρούνται με αυστηρότητα και ότι η παράταση προθεσμιών συνιστά εξαιρετικό διαδικαστικό μέτρο το οποίο θα πρέπει να δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις (Α/φοι Ιακώβου v. Χατζηνικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ.470 και Παπαιωάννου v. Κωνσταντίνου (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1083).

 

Έπειτα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση από τη Λυσιώτη v. Δημοκρατίας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 364 παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα:

«Το θέμα της παράτασης της προθεσμίας στην κρινόμενη περίπτωση διέπεται από την Δ.57  θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο θεσμός αυτός παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας που προβλέπεται από τους θεσμούς. Έχει επανειλημμένα εξεταστεί από τη νομολογία μας.

 

Από την επισκόπηση της σχετικής νομολογίας προκύπτουν οι πιο κάτω αρχές:

 

1. Η προεξάρχουσα αρχή είναι ότι η σχετική εξουσία του δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα διακριτικής ευχέρειας (Loizou v. Konteatis (1968) 1 C.L.R. 291, 293 και Schafer v. Blyth [1920] 3 K.B. 143). Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά και να λαμβάνονται υπόψη όλα τα ουσιώδη περιστατικά της υπόθεσης. Ανάμεσα στα περιστατικά πρωτεύουσα θέση κατέχει η ύπαρξη ή όχι ικανοποιητικής δικαιολογίας για την παράλειψη του αιτητή να κάμει μέσα στις καθορισμένες προθεσμίες αυτό που τώρα επιζητεί να κάμει (Λυρατζής ν. Χαραλάμπους κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ., 193, Loizou (πιο πάνω), Cyprian Seaway Agencies v. Republic (1981) 3 C.L.R. 271).

 

2. Οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (Μιχαηλίδης v. Χρίστου (1996) 1(B) A.A.Δ. 1190, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348 και Βαρδιάνου ν. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698). Όπου ο νομοθέτης θέτει προθεσμίες για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων οι πρόνοιες αναφορικά με τις  προθεσμίες πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά.  Η τήρηση τους εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.  Πρόκειται για ζήτημα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρο για την τελεσιδικία και επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα των διαδίκων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα που τάσσονται από τους θεσμούς εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης (Χόππης ν. Παναγή (1993) Α.Α.Δ. 140, Βαρδιάνου (πιο πάνω) και Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1108).

 

3. Ειδικές περιστάσεις όπως υπερβολική αργοπορία δυνατόν να πείσουν το δικαστήριο να αρνηθεί την παράταση της προθεσμίας (Eaton v. Storer 22 Ch. D. 92, C.A. και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 904).

 

4. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστικό οδηγό για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση της προθεσμίας (Χόππης (πιο πάνω), σελ. 143.   Βλ. και Ιωάννου ν. Θεοδούλου κ.ά., (2000) 1 Α.Α.Δ. 7 στην οποία έχουν επισημανθεί τα εξής: "Ο προσδιορισμός των συμφερόντων της δικαιοσύνης σε κάθε περίπτωση, είναι έργο σύνθετο. Αντισταθμίζονται, αφενός, οι συνέπειες της παρεκτροπής από τα θέσμια, τα επακόλουθα τους στα δικαιώματα του αντιδίκου και, αφετέρου, οι συνέπειες άρνησης του αιτήματος στα συμφέροντα του αιτητή. Όπως εξηγείται στη Χοππής, σελ. 143:  "Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολό των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης" (Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 241 και Πισσούριου ν. Golden Hand Co. Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 257).

 

Την έγκριση της παρούσας αίτησης θα ακολουθήσει αίτημα για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εφεσείοντα.  Θεωρούμε, επομένως, πως τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα σε παρόμοιες διαδικασίες αναφορικά με την αργοπορία.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε στην συνέχεια ότι το αίτημα για παράταση χρόνου υποβλήθηκε με καθυστέρηση τεσσάρων περίπου μηνών.  Τούτο, παρά τον ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ότι ο εφεσείων έδρασε μόλις έλαβε την απάντηση του Συμβουλίου.

 

Ανάφερε περαιτέρω ότι δεν αποκαλύπτεται ο λόγος που η Αίτηση δεν υποβλήθηκε νωρίτερα,  αν όχι πριν τη λήξη της προθεσμίας, έστω αμέσως μετά τη λήψη της Υπεράσπισης που οδήγησε τον εφεσείοντα στην ανάγκη να αποταθεί στο Συμβούλιο. Δεν αποκαλύπτεται επίσης, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο πότε ο εφεσείων αντέδρασε για να λάβει την απάντηση που ζητούσε, πότε ο εφεσείων απέστειλε την επιστολή προς το Συμβούλιο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη τη νομολογία που διέπει το όλο ζήτημα και αντιπαραβάλλοντας τη με τους λόγους που προβλήθηκαν για παράταση του χρόνου, έκρινε ότι οι λόγοι αυτοί δεν ήταν από μόνοι τους ικανοποιητικοί ενώ και η καθυστέρηση στην καταχώρηση της Αίτησης δεν είχε καθόλου αιτιολογηθεί.

 

Πρόσθετα των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι το αίτημα της πλευράς του εφεσείοντα δεν μπορούσε να εξεταστεί αποκομμένα και ανεξάρτητα από τις πρόνοιες της Δ.30, όπως αυτή τροποποιήθηκε την 28/7/2017.

 

Περαιτέρω παρατήρησε ότι όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, ουδέποτε καταχωρήθηκε κλήση για οδηγίες μετά το πέρας των 90 ημερών ως η Δ.30 Θ.1(α) προβλέπει, από το χρόνο που τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα, δηλαδή μετά την πάροδο 90 ημερών από την τελευταία ημέρα που ο εφεσείων μπορούσε να καταχωρήσει Απάντηση, ήτοι 7 μέρες από την 16/1/2018.

 

Αφού το πρωτόδικο παραθέτει τις πρόνοιες της Δ.30 Θ1(α)3 και Δ.30 Θ.2(β)4 καταλήγει ότι πρόθεση του Νομοθέτη είναι «η αυστηρή τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων που η ίδια η Δ.30 επιτάσσει και η μη παρέκκλιση από αυτά παρά μόνο εκεί όπου διαφαίνεται να προέκυπτε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης.  Αναζητώντας άλλωστε και τον τελολογικό σκοπό της Δ.30 διαφαίνεται ότι τούτη συνετάχθη με σκοπό τον περιορισμό του χρόνου καθορισμού των επίδικων θεμάτων και των ζητημάτων που αναφύονται σε κάθε υπόθεση προς την κατεύθυνση της συντομότερης διεκπεραίωσης μιας διαφοράς που έχει τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου.  Αυτός φαίνεται να είναι ο σκοπός της νέας Δ.30 και ο σκοπός αυτός είναι που δεν πρέπει να καταστρατηγείται από τους διάδικους.  Η δε ρητή ειδική πρόνοια υπό ποιες περιστάσεις παρατείνεται ο χρόνος της Δ.30 θ.1 και η μη άφεση του στην γενικότερη διατύπωση της Δ.57 αποκαλύπτει ότι η παράταση του χρόνου για τις προθεσμίες της Δ.30 είναι ακόμα αυστηρότερη από αυτή που η Νομολογία έχει θέσει απτομένη των προνοιών της Δ.57 το περιεχόμενο της οποίας αντιπαραβαλλόμενο με τις πρόνοιες της Δ.30 θ.2 είναι σαφώς ευρύτερο.»

 

Προχωρώντας το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει επίσης ότι το αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης με τις προθεσμίες της Δ.30 είναι αυστηρά διατυπωμένο παραθέτοντας τις πρόνοιες της Δ.30 Θ.1(γ)5.

 

Καταλήγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε το σαφές «γράμμα» του θεσμού 1 της Δ.30, ότι δηλαδή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.30 σε σχέση με τις προθεσμίες, δημιουργείται τεκμήριο ότι η αγωγή  έχει εγκαταλειφθεί. Υπέδειξε ότι η προθεσμία των 90 ημερών για καταχώρηση κλήσης για οδηγίες στην αγωγή παρήλθε άπρακτη, όπως άπρακτη παρήλθε και η προθεσμία των 15 ημερών που δίδεται στον εναγόμενο. Υπέδειξε επίσης ότι ουδείς λόγος τέθηκε συγκεκριμένα για την παράλειψη αυτή και έκρινε ότι ο λόγος που προβάλλεται στα πλαίσια της αίτησης για παράταση του χρόνου καταχώρησης Απάντησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανός και επαρκώς αιτιολογημένος για να άρει το τεκμήριο της εγκατάλειψης της αγωγής από τον εφεσείοντα.

 

Συνακόλουθα προχώρησε στην απόρριψη της Αίτησης με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση  με τρεις λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασης του  αναφέρει ότι ουδόλως αποκαλύπτεται ο λόγος που η Αίτηση δεν υποβλήθηκε νωρίτερα αν όχι πριν τη λήξη της προθεσμίας, έστω αμέσως μετά τη λήψη τη υπεράσπισης που οδήγησε τον εφεσείοντα να αποστείλει επιστολή στο Συμβούλιο, ότι δεν αποκαλύπτεται πότε ο εφεσείων αντέδρασε για να λάβει την απάντηση που ζητούσε και ότι δεν αποκαλύπτεται πότε ο εφεσείων απέστειλε την επιστολή προς το Συμβούλιο. Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης αναφέρεται ότι στο Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση επισυνάπτεται το ηλεκτρονικό μήνυμα που στάληκε από τη γραμματέα του εφεσείοντα προς το Συμβούλιο την 30/3/2018, κάτι που καταδεικνύει ότι ο εφεσείων αναζήτησε απάντηση στους προβαλλόμενους στην Υπεράσπιση ισχυρισμούς. Επομένως, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει ότι ο εφεσείων δεν αποκάλυψε πότε στάληκε η επιστολή. Η επιστολή από το Συμβούλιο σύμφωνα με το Τεκμήριο 2 πιο πάνω, φέρει ημερομηνία 7/5/2018 και όπως επεξηγείται στην ένορκη δήλωση πιο πάνω, παραλήφθηκε 2-3 μέρες πριν την καταχώρηση της Αίτησης και είναι τότε που θεμελιώθηκε η ανάγκη για την παράθεση όλων των γεγονότων. Θα ήταν παράλογο και αδόκιμο για τον εφεσείοντα, όπως υποστηρίζει η πλευρά του, να αιτηθεί την παράταση της καταχώρησης Απάντησης πριν την λήψη της επιστολής του Συμβουλίου και επομένως ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογος. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 4 και 5 της πρωτόδικης απόφασης καταλήγει ότι ο λόγος που έχει προβληθεί για την παράταση του χρόνου δεν είναι από μόνος του ικανοποιητικός ενώ η καθυστέρηση που έχει σημειωθεί στην καταχώρηση της αίτησης δεν έχει καθόλου αιτιολογηθεί. Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου αναφέρεται ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη ή και δεν ανέγνωσε ολοκληρωμένα την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα στην οποία καταγράφονται με πλήρη λεπτομέρεια όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρησης της Αίτησης. Περαιτέρω δεν ανέγνωσε ή δεν ανέγνωσε ολοκληρωμένα τα δικόγραφα και συνεπώς τη σημασία και αναγκαιότητα διερεύνησης των ισχυρισμών που προβάλλονται στην Υπεράσπιση πριν την καταχώρηση Απάντησης ή κλήσης για οδηγίες καθώς δεν μπορούσε να καταχωρηθεί Απάντηση κατά γενικό και αόριστο τρόπο και χωρίς να διερευνηθεί η αλήθεια του βασικού ισχυρισμού του εφεσίβλητου.

 

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι πράγματι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση περιλαμβάνεται το ηλεκτρονικό μήνυμα που εστάλη από πλευράς εφεσείοντα στο Συμβούλιο.  Ως εκ τούτου παρόλο που ο εφεσείων δεν διευκρινίζει στην ένορκη δήλωση του πότε απέστειλε το εν λόγω μήνυμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με πιο ενδελεχή εξέταση της ένορκης δήλωσης και των τεκμηρίων που επισυνάπτονται σ’ αυτήν, θα μπορούσε να εντοπίσει το εν λόγω μήνυμα. Πέραν από αυτό όμως, όλες οι υπόλοιπες παρατηρήσεις στις οποίες προβαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθές. Η πλευρά του εφεσείοντα δεν δικαιολογεί στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση γιατί δεν καταχωρήθηκε η Αίτηση νωρίτερα. Μπορούσε να καταχωρηθεί η Αίτηση και να δίνονταν εξηγήσεις  ότι διερευνούνταν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου στην Υπεράσπιση. Η 30/3/2018 που είναι η ημερομηνία που φέρει το μήνυμα του εφεσείοντα προς το Συμβούλιο δεν είναι στοιχείο που καταδεικνύει ότι ο εφεσείων κινήθηκε με ταχύτητα και σεβασμό στις προβλεπόμενες προθεσμίες. Το αντίθετο μάλιστα, αφού άφησε να περάσει ένα χρονικό διάστημα δυόμιση περίπου  μηνών από την καταχώρηση της Υπεράσπισης (16/1/2018) για να απευθυνθεί προς το Συμβούλιο. Ακόμη και μετά την αποστολή του μηνύματος και από τη στιγμή που η απάντηση από το Συμβούλιο δεν ερχόταν, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εφεσείων επικοινώνησε με το Συμβούλιο για να ζητήσει να λάβει σύντομα απάντηση για τις πληροφορίες που ζήτησε.  Δεν αντέδρασε δηλαδή με οποιοδήποτε τρόπο για να λάβει απάντηση νωρίτερα. Προκύπτει από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα που συνοδεύει την Αίτηση ότι μετά την αποστολή του μηνύματος προς το Συμβούλιο, αυτός δεν προέβη σε οποιεσδήποτε ενέργειες για να έχει απάντηση το συντομότερο δυνατόν και άφησε το ζήτημα του χρόνου της απάντησης στην ανέλεγκτη βούληση του Συμβουλίου. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον χρόνο καταχώρησης της Αίτησης και την καθυστέρηση που διαπιστώθηκε, ήταν ορθές.  

 

Περαιτέρω, τα όσα η πλευρά του εφεσείοντα προβάλλει κατ’ έφεση αναφορικά με την αναγκαιότητα διευρεύνησης των ισχυρισμών στην Υπεράσπιση και  τη θέση ότι θα ήταν αδόκιμο και παράλογο να υποβάλει την Αίτηση νωρίτερα από την 17/5/2018, πέραν του ότι δεν είναι ικανοποιητικά, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα. Επομένως οι πιο πάνω θέσεις της πλευράς του εφεσείοντα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (βλ. Ορουντιώτης κ.α. ν. Loukas Georghiou Management Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση 71/2017, ημερ. 14/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A453).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία επί του θέματος και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός των πλαισίων που θέτουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (όπως ίσχυαν τότε) και  τη νομολογία. (βλ. μεταξύ άλλων Πετρούδη ν. Αντωνίου (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2816 και Αλεξάνδρου ν. Ελευθερίου (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 136).  Το γεγονός ότι τα γεγονότα που περιγράφονται στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα που συνοδεύει την Αίτηση δεν αμφισβητήθηκαν από την πλευρά του εφεσίβλητου, δεν επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο την εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του. Κατά τον ίδιο τρόπο το γεγονός ότι ο μοναδικός λόγος ένστασης της πλευράς του εφεσίβλητου εστιαζόταν κυρίως στις πρόνοιες της Δ.30, δεν επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο την εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάσει την Αίτηση με βάση τις πρόνοιες των Δ.21 Θ.14(1), Δ.57. Θ.2 ως επίσης τη νομολογία που διέπει το όλο θέμα.   

 

Η πλευρά των εφεσειόντων πέραν από γενικές αναφορές και τοποθετήσεις ως επίσης ισχυρισμούς που δεν τέθηκαν πρωτόδικα, δεν έχει υποδείξει οποιαδήποτε σημείο που να καταδεικνύει βάσιμα ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον του (Παπόρη ν. Maskinfabriken «SIO» A/S, (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037 και Agini v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε(1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 11).

 

         Συνεπεία των πιο πάνω  ο πρώτος  και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Η κατάληξη μας όσον αφορά τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, που αφορούν την απόρριψη της Αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί της ουσίας, καθιστά αχρείαστη την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση πρόσθετα, με βάση τις πρόνοιες της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.100 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος του εφεσείοντα.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.                                            

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.                

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

1.     Or.21, r.14. (1) Where the plaintiff desires to deliver a reply, he shall file and deliver it within seven days from the delivery of the defence.

2.     Or.57, r.2. A Court or Judge shall have power to enlarge or abridge the time appointed by these Rules, or fixed by any order enlarging time, for doing any act or taking any proceeding, upon such terms (if any) as the justice of the case may require, and any such enlargement may be ordered although the application for the same is not made until after the expiration of the time appointed or allowed : provided that when the time for delivering any pleading or document or filing any affidavit, answer or document, or doing any act is or has been fixed or limited by any of these Rules or by any direction or order of the Court or Judge, the costs of any application to extend such time and of any order made thereon shall be borne by the party making such application unless the Court or Judge shall otherwise order.

3.     Δ.30, θ.1(α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών.

4.     Δ.30. θ.2(β) Οι προθεσμίες που προβλέπονται στον Κανονισμό 1(α) και 2(α) ανωτέρω, δύνανται να παραταθούν, εάν καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω προθεσμίες ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράτασή τους.

5.     Δ.30, θ.1(γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο (α) πιο πάνω κλήση για οδηγίες, ο εναγόμενος δύναται, εντός περαιτέρω 15 ημερών, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο δύναται, επιλαμβανόμενο τέτοιας αίτησης, είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο, είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της παρούσας διαταγής:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα.

Νοείται ότι, η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιτούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο