ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε174/2019)

 

 

28 Ιουνίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]



     ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ 

Εφεσείοντας / Καθ’ ου η αίτηση 2

και

CAC CORAL LIMITED

Εφεσίβλητοι / Αιτητές

    -----------------------------

 

Κατερίνα Θ. Μενοίκου (κα), για τον Εφεσείοντα - Καθ’ ου η αίτηση 2.

Ροδούλα Ευσταθίου (κα), για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές.

 

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Κανονισμού του 2021]

 

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια της αγωγής 167/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στις 24.5.2004 εκδόθηκε υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα απόφαση για ποσό €3.856,77 (αντίστοιχο του ποσού των Λίρων Κύπρου 2.257,27) πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 23.10.2003 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα της αγωγής και έκδοσης απόφασης, πλέον τόκους από 27.1.2004 μέχρι τελείας εξόφλησης, πλέον ΦΠΑ. Προς εκτέλεση της απόφασης εκδόθηκε διάταγμα εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα στις 26.1.2007 για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις εκ €170,86 έκαστη (το ποσό ήταν Λίρες Κύπρου 100) μηνιαίως από 1.3.2007 μέχρι εξόφλησης.

 

            Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εκδίκασε αίτηση ημερ.11.12.2017 που καταχωρήθηκε από τους ενάγοντες‑εφεσίβλητους, με την οποία αξίωναν κατ' ουσίαν διάταγμα τροποποίησης και αύξησης του ποσού του διατάγματος ημερ.26.1.2007 που εκδόθηκε εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα.

 

            Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση υπαλλήλου των εναγόντων‑ εφεσίβλητων, η οποία αναφέρθηκε στην έκδοση της απόφασης, εναντίον όλων των εναγομένων συμπεριλαμβανομένου και του εναγόμενου 2-εφεσείοντα. Στις 9.11.2004 καταχωρήθηκε αίτηση προς έκδοση εντάλματος κινητής περιουσίας όλων των εναγομένων, το οποίο ένταλμα επεστράφη ανεκτέλεστο. Στις 26.1.2007, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εκδόθηκε το διάταγμα μηνιαίων δόσεων εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, ενώ στις 6.4.2016 οι ενάγοντες‑εφεσίβλητοι έλαβαν άδεια για εκτέλεση της επίδικης απόφασης.

 

            Όπως περαιτέρω αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για αύξηση του ποσού του διατάγματος των μηνιαίων δόσεων που έχει εκδοθεί εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, το εξ αποφάσεως χρέος δεν έχει ακόμα εξοφληθεί, το μοναδικό ποσό που κατέβαλε ο εναγόμενος 2‑εφεσείοντας έναντι του εξ αποφάσεως χρέους ήταν το ποσό των €947,38 στις 16.5.2013, ενώ το υπόλοιπο του χρέους κατά τις 30.11.2017 ανερχόταν στο ποσό των €14.830 πλέον τόκους 8% από 1.12.2017 μέχρι εξόφλησης. Ήταν η θέση της ενόρκως δηλούσας ότι το ποσό της δόσης του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα πρέπει να αυξηθεί, αναφέροντας ότι έχουν παρέλθει 10 χρόνια από την έκδοση του διατάγματος στο διάστημα των οποίων έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες και η οικονομική κατάσταση του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, κατά τρόπο που να δικαιολογείται η αύξηση του ποσού σε €500. Όπως επίσης αναφέρει, δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουν ή να αποκαλύψουν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του εναγόμενου 2, αλλά αναφέρουν ότι διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία.

 

            Ο εναγόμενος 2‑εφεσείοντας καταχώρισε ειδοποίηση ένστασης στην εν λόγω αίτηση ουσιαστικά ζητώντας την απόρριψη της με βασικό λόγο ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν προχώρησαν έγκαιρα στην εκτέλεση της απόφασης εναντίον της πρωτοφειλέτιδας η οποία έχει αποβιώσει, υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης με αποτέλεσμα o ίδιος να σχηματίσει την εντύπωση ότι το χρέος έχει εξοφληθεί προ καιρού, ότι είναι τόσο μεγάλη η καθυστέρηση που η συμπεριφορά των εναγόντων-εφεσιβλήτων τους εμποδίζει από την προώθηση της αίτησης, αλλά ταυτόχρονα η ολιγωρία και η αδράνεια τους είναι τέτοιας φύσης που εμποδίζονται στην προώθηση της καθ' ότι επηρεάζονται τα δικαιώματα του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα και δη το δικαίωμα ανάκτησης οποιουδήποτε ποσού καταβλήθηκε εκ μέρους του από την πρωτοφειλέτιδα, η οποία απεβίωσε.

 

            Την ένσταση συνόδευε η ένορκος δήλωση του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα στην οποία αναφέρει ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως παράτυπη και καταχρηστική καθ' ότι έχουν παρέλθει 10 ολόκληρα χρόνια από την τροποποίηση του Νόμου 60(I)/2008 και υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της. Ο ίδιος είχε την εντύπωση ότι το χρέος είχε εξοφληθεί από την πρωτοφειλέτιδα, αν και η απόφαση εκδόθηκε το 2004 εντούτοις οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι παρέλειψαν να στραφούν έγκαιρα εναντίον της ενόσω αυτή βρισκόταν εν ζωή και είχε την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος. Τέλος, ότι κανένα από τα στοιχεία που προβάλλονται δεν αποκαλύπτουν τέτοια αλλαγή δεδομένων ή δικαιολογούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

            Κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι συνήγοροι των διαδίκων δήλωσαν ως παραδεχτό και κοινά αποδεκτό γεγονός ότι: «Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι μπορεί να εκδώσει τροποποιημένο διάταγμα, τότε η οικονομική δυνατότητα του εναγόμενου 2 προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις ανέρχεται σε ποσό εκ €250 μηνιαίως και οι ενάγοντες αποδέχτηκαν την έκδοση του διατάγματος τροποποιημένου σε αυτό το ποσό.».

 

            Ήταν οι βασικές θέσεις του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, τις οποίες και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε προσεκτικά, ότι αδικαιολόγητα οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν προώθησαν διαδικασία εναντίον της πρωτοφειλέτιδας από το 2004 που εκδόθηκε η απόφαση, ότι το 2013 στα πλαίσια διαδικασίας εναντίον άλλων πελατών του από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους, η οποία απορρίφθηκε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος πληρωμής δικηγορικών εξόδων υπέρ του, το ποσό των εξόδων αυτών κατακρατήθηκε από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους έναντι του επίδικου χρέους και ότι για πρώτη φορά οχλήθηκε από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους για το επίδικο χρέος το 2016‑2017 όπου του ανέφεραν ότι το επίδικο χρέος συνεχίζει να υφίσταται και o ίδιος είχε προτείνει την καταβολή του ποσού των €3.000, πλέον το ποσό που είχαν ήδη κατακρατήσει από την προηγούμενη διαδικασία για την οριστική απαλλαγή του από το χρέος, πρόταση την οποία οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν αποδέχτηκαν και του ζήτησαν να υποβάλει βελτιωμένη πρόταση.

 

            Επανέλαβε τη θέση του ότι η αδράνεια των εναγόντων-εφεσιβλήτων είναι ασυγχώρητη και παραβιάζει τα δικαιώματα του και ότι αν τον ενοχλούσαν έγκαιρα θα μπορούσε να λάβει τα χρήματα που θα κατέβαλλε έναντι του χρέους από την πρωτοφειλέτιδα, κάτι που τώρα δεν μπορεί να πράξει λόγω του θανάτου της. Επέμενε ότι δεν γνώριζε ότι το χρέος δεν είχε εξοφληθεί και ήταν με την εντύπωση, αφού είχε μιλήσει με την πρωτοφειλέτιδα και τον σύζυγο της και τον πληροφόρησαν ότι πλήρωναν κανονικά το ποσό της δόσης.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε το παραδεχτό ζήτημα για την οικονομική δυνατότητα του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα να πληρώνει το ποσό των €250 μηνιαίως, σε περίπτωση που κατέληγε ότι η αίτηση των εναγόντων‑εφεσίβλητων μπορούσε να προωθηθεί, προχώρησε και κατέγραψε τα παραδεχτά γεγονότα που πλαισίωναν την αίτηση. Αυτά ήταν η κοινά αποδεκτή ύπαρξη της δικαστικής απόφασης ημερ.24.5.2004, η έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος καταβολής μηνιαίων δόσεων εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα στις 26.1.2007 ήτοι €170,86 μηνιαίως από 1.3.2007 μέχρι εξόφλησης, ότι ο εναγόμενος 2‑εφεσείων δεν πλήρωσε κανένα ποσό ως δόση σύμφωνα με το ως άνω διάταγμα και ότι το μοναδικό ποσό που καταβλήθηκε έναντι του εξ αποφάσεως χρέους είναι το ποσό των €957,38 στις 16.5.2013, όταν ποσό που ο εναγόμενος 2‑εφεσείοντας είχε να λαμβάνει από τους ενάγοντες ως δικηγορικά έξοδα κατακρατήθηκε έναντι του χρέους αυτού.

 

            Δεν αμφισβητήθηκε επίσης το γεγονός που ανάφεραν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι ότι το εξ αποφάσεως χρέος ανερχόταν στις 30.11.2017 σε ποσό €14.830 πλέον τόκους από 1.12.2017.

 

            Ήταν αδιαμφισβήτητα επίσης τα γεγονότα ότι στις 6.4.2016 δόθηκε άδεια για εκτέλεση της εκδοθείσας απόφασης, στις 9.11.2004 εκδόθηκε ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας και εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα το οποίο δεν εκτελέστηκε και επιστράφηκε, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι ενέγραψαν την απόφαση επί της κινητής περιουσίας του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, δηλαδή το memo 801/04 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου και η δε εγγραφή αυτή ανανεώθηκε με διατάγματα του Δικαστηρίου ημερ.14.9.2010, 30.5.2012 και 3.7.2014, το memo 1097/08 η ισχύς του οποίου ανανεώθηκε στις 3.7.2014 και το memo 1121/08 η ισχύς του οποίου επίσης ανανεώθηκε στις 3.7.2014.

 

            Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει το επίδικο ζήτημα που προωθούσε ο εναγόμενος 2‑εφεσείων, δηλαδή κατά πόσο η εν λόγω αίτηση προωθείται καταχρηστικά, ενόψει του ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προωθήσουν μέτρα εναντίον της πρωτοφειλέτιδας και του εναγόμενου 3, που ήταν επίσης εγγυητής. Τούτο, κατά το επιχείρημα εμπόδιζε την προώθηση της αίτησης, ενόψει του θανάτου της εναγόμενης 1 και της απώλειας της δυνατότητας του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα να κινηθεί εναντίον της για ανάκτηση των ποσών. Τέλος, εξετάστηκε η θέση ότι προστιθέμενα τα ποσά της μηνιαίας δόσης των €170,86 μέχρι και την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης (11.12.2017), υπερβαίνουν το οφειλόμενο ποσό και το καλύπτουν, άρα το Δικαστήριο εμποδίζεται να θεωρήσει ότι υπάρχει για σκοπούς τροποποίησης του εκδοθέντος διατάγματος οφειλόμενο χρέος.

 

            Όπως ανάφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που άπτεται άμεσα του κύρους της δικαστικής διαδικασίας. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης συναρτάται από την αποτελεσματικότητα της, τα προβλεπόμενα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός στις απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις και πρέπει να εξισορροπείται η ανάγκη εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων με την προοπτική αξιοπρεπούς διαβίωσης του ανθρώπου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. (Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.  v. Μ. Κωνσταντίνου (2000) 1Α.Α.Δ. 1034, S.X. και X.X. Πολιτική Έφεση 31/2015, ημερ. 19.10.2018 και GESICO v. J.K. VIDEO ART CO. LTD. (1991) 1Α.Α.Δ. 134).

            Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε το ζήτημα της κατάχρησης που είχε εγείρει ο εναγόμενος 2‑εφεσείων με αναφορά στις θέσεις ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι από το 2007 που εκδόθηκε το δικαίωμα μηνιαίων δόσεων δεν προσέφυγαν σε άλλα μέτρα εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα και ότι η παράλειψη προώθησης μέτρων εναντίον των εναγομένων 1 (πρωτοφειλέτιδας) και 3 (εγγυητή) εμποδίζουν τους ενάγοντες-εφεσίβλητους να προωθήσουν την αίτηση λόγω της απώλειας της δυνατότητας να κινηθεί ο εναγόμενος 2‑εφεσείοντας εναντίον της πρωτοφειλέτιδας για ανάκτηση ποσών λόγω του θανάτου της.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας αυτό το επιχείρημα του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, ορθά σημείωσε ότι οι θέσεις του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αφού έχει γίνει καταγραφή πιο πάνω των ενεργειών και μέτρων που έχουν λάβει οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι από την έκδοση της απόφασης μέχρι σήμερα. Περαιτέρω, ορθά σημείωσε ότι ο εναγόμενος 2‑εφεσείοντας o οποίος από το 2007 είχε αποδεχτεί την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων και δέχεται ότι ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι, είχε λέει την εντύπωση ότι το χρέος είχε εξοφληθεί επειδή είχε ζητήσει από τον δικηγόρο των εναγόντων να προωθήσει μέτρα εκτέλεσης εναντίον των εναγομένων 1 και 3 (πρωτοφειλέτιδας και εγγυητή). Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή ως γενική και αόριστη και ορθά σημείωσε ότι παρέλειψε o ίδιος να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό ενεργώντας έτσι θετικά προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους ως οφείλει και ικανοποιώντας το διάταγμα μηνιαίων δόσεων που έχει δεχτεί και ανέμενε από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους να «κυνηγήσουν» τους άλλους εναγόμενους.

 

            Όπως επίσης ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε η θέση του περί αδυναμίας ανάκτησης τυχόν ποσών που θα καταβάλει έναντι του χρέους από την πρωτοφειλέτιδα ένεκα του θανάτου της μπορεί να επιτύχει, αφού, όπως ορθά και πάλι σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αναφέρθηκε η ημερομηνία θανάτου της πρωτοφειλέτιδας και ουδέποτε ενόσω αυτή βρισκόταν εν ζωή ο εναγόμενος 2‑εφεσείων πλήρωσε έναντι του χρέους οποιαδήποτε δόση.

 

            Επίσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα ότι δήθεν ενημερώθηκε για την ύπαρξη του χρέους και τη μη εξόφληση του περί τα έτη 2016 και 2017, αφού υπήρχε το παραδεχτό γεγονός ότι το 2013 δικηγορικά έξοδα που οφείλονταν στον εναγόμενο 2‑εφεσείοντα από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους σε άλλη υπόθεση κατακρατήθηκαν από αυτούς και καταβλήθηκαν έναντι του επίδικου χρέους. Άρα καταδεικνύεται σαφώς ότι το 2013 τουλάχιστον γνώριζε σαφώς ότι εξακολουθεί να υπάρχει χρέος και ότι o ίδιος ευθύνεται και δεσμεύτηκε για πληρωμή του ως επίσης σε κατοπινό χρόνο, συγκεκριμένα μεταξύ 2016 και 2017, o ίδιος ο εναγόμενος 2‑εφεσείων πρότεινε την καταβολή συγκεκριμένου ποσού προς την ενάγουσα για εξόφληση και απαλλαγή του από το εξ αποφάσεως χρέος, η οποία απορρίφθηκε από τους ενάγοντες-εφεσίβλητους.

 

            Περαιτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία σε ό,τι αφορά τις ενέργειες των εναγόντων-εφεσιβλήτων σε σχέση με τη λήψη μέτρων προς εκτέλεση της απόφασης και ζητήματα καθυστέρησης, κατέγραψε, όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, τα διαβήματα που ακολούθησε η πλευρά της ενάγουσας προς εκτέλεση της απόφασης πέραν της ανανέωσης της απόφασης και παρέπεμψε σχετικά στην Πολιτική Έφεση 367/2012 Σταυρινίδη v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ημερ.17.1.2019. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τη νομολογία και αναφερόμαστε σχετικά στην υπόθεση Biochemie Rose Ltd v. Τράπεζας Κύπρου, Πολιτική Έφεση 11/2013 ημερ.1.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A264 και Σταυρινίδης v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω), στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε τέτοια απραξία εκ πλευράς των εναγόντων-εφεσιβλήτων ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι ευλόγως δημιούργησε στον εναγόμενο 2‑εφεσείοντα την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να εκτελέσει την απόφαση. Προς επίρρωση της κατάληξης του, κατέγραψε εκ νέου τις ενέργειες αυτές, δηλαδή την ανανέωση της ισχύς των διαφόρων memo επί της ακίνητης περιουσίας του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας, τη λήψη άδειας για εκτέλεση της απόφασης, την κατακράτηση ποσού που δικαιούτο ο εναγόμενος 2‑εφεσείων και την κατάθεση του έναντι του οφειλόμενου ποσού στην περίοδο 2007‑2016, καθώς επίσης και την απόρριψη της πρότασης του εναγόμενου 2-εφεσείοντα για καταβολή ενός συγκεκριμένου ποσού προς πλήρη απαλλαγή του από το εξ αποφάσεως χρέος. Συνακόλουθα έκρινε και ορθά ότι δεικνύουν την πρόθεση των εναγόντων-εφεσιβλήτων να εκτελέσουν την απόφαση και δεν δικαιολογείται η εντύπωση που ισχυρίζεται ο εναγόμενος 2‑εφεσείων ότι είχε περί μη προώθησης εκτέλεσης.

 

            Ακολούθως, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει το σκέλος της ένστασης του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα που αφορά την ύπαρξη του διατάγματος μηνιαίων δόσεων. Συγκεκριμένα ήταν η θέση του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα ότι η πρόσθεση του ποσού των μηνιαίων δόσεων για το διάταγμα που βρίσκεται σε ισχύ από το 2007 μέχρι και την ημέρα έκδοσης της επίδικης απόφασης, οδηγεί σε ποσό μεγαλύτερο από το υπόλοιπο που καταγράφουν στην αίτηση τους οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι και επομένως δεν μπορεί να εκδοθεί τροποποιηθέν διάταγμα, εφόσον με τις δόσεις αυτές το χρέος δεν υφίσταται.

 

            Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω θέση του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, σημειώνοντας ότι από τη στιγμή που συμφωνεί και παραδέχεται ότι ουδεμία δόση κατέβαλε, μόνο θεωρητική σημασία μπορεί να έχει αυτή του η θέση η οποία βασίζεται επί ενός εντελώς υποθετικού σεναρίου, τη στιγμή που υπάρχει πραγματική βάση γεγονότων που είναι κοινά αποδεκτή που δεικνύει ότι το χρέος σήμερα συνεχίζει να υφίσταται.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο επομένως απορρίπτοντας τις ενστάσεις του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, και με βάση το παραδεχτό γεγονός ότι έχει την ικανότητα να πληρώνει το ποσό των €250 μηνιαίως, προχώρησε και τροποποίησε το διάταγμα μηνιαίων δόσεων ημερ.26.1.2007 σε €250 από 1.9.2019 και ακολούθως κάθε 1η κάθε επόμενου μήνα μέχρι τελικής εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων που επίσης επιδίκασε υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων και εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

            Δεν βρίσκουμε κανένα λάθος στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι 4 λόγοι έφεσης που προώθησε ο εναγόμενος 2‑εφεσείων και οι οποίοι είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά κατέληξε στην απόφαση, ότι δεν επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα του με τη συμπεριφορά που επέδειξαν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, ότι απέτυχε να κατανοήσει το θέμα της κατάχρησης ως τέθηκε από τον εναγόμενο 2-εφεσείοντα αναφορικά με την ύπαρξη διατάγματος μηνιαίων δόσεων ημερ.26.1.2007, η κατάληξη του ότι εφόσον ο εναγόμενος 2‑εφεσείων δεν πλήρωσε κανένα ποσό έναντι του εν λόγω διατάγματος οδηγεί σε σενάριο φανταστικό ότι δεν υπάρχει πλέον χρέος προς εξόφληση εφόσον ήταν παραδεχτό ότι καμία δόση δεν έχει καταβληθεί από αυτόν και η καθολική του θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά απέρριψε όλους τους λόγους ένστασης που ο εναγόμενος 2‑εφεσείων διατύπωσε στη γραπτή του ένσταση, είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και απορρίπτονται.

 

            Ένα σχόλιο αναφορικά με το περίγραμμα αγόρευσης των εναγόντων-εφεσίβλητων, φαίνεται ότι έχει διαλάθει την προσοχή του συνηγόρου τους ότι είχε τεθεί σαν παραδεχτό γεγονός η ικανότητα του εναγόμενου 2‑εφεσείοντα να πληρώνει το ποσό των €250 μηνιαίως σε περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριπτε όλους τους άλλους λόγους ένστασης, γι' αυτό και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο ο εφεσείων είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλει το εν λόγω ποσό μηνιαίως. Στην αγόρευση τους ασχολούνται άσκοπα με τη νομολογία που καταδεικνύει πώς προσεγγίζεται από το Δικαστήριο η μαρτυρία αναφορικά με τα εισοδήματα ενός οφειλέτη και ο καθορισμός του ποσού της μηνιαίας δόσης αφού ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που έχουν καθιερωθεί.

 

            Θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ορθή στην ολότητα της, η οποία και επικυρώνεται. Όλοι οι λόγοι έφεσης που έχουν προωθήσει ο εναγόμενος 2 - εφεσείοντας απορρίπτονται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.200 πλέον ΦΠΑ.


             
  ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

         Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 


                                   ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο