ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε212/2019)

 

25 Ιουνίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]

 

Efim Malitikov

Εφεσείων

v.

 

M. Michael Metals Ltd

Εφεσίβλητη

-------------------------

 

Μαρία Θεοδώρου (κα) για Michalis Michael & Co LLC, για εφεσείοντα.

Ηλίας Μ. Ηλιάδης, για εφεσίβλητη.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Οι διάδικοι είναι συνεναγόμενοι σε αγωγή που κινήθηκε εναντίον τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, από την εταιρεία Olympus Sports Ltd (η ενάγουσα), και η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων ενάγεται ως εναγόμενος 1 και η εφεσίβλητη ως εναγομένη 2. Στην έκθεση απαίτησης, η ενάγουσα επικαλείται συμφωνία που είχε με τους εναγομένους για προμήθεια και εγκατάσταση εξοπλισμού γυμναστηρίου. Είναι η δικογραφημένη θέση της, ότι οι εναγόμενοι της οφείλουν αλληλέγγυα και ξεχωριστά, συγκεκριμένο ποσόν που υπολείπεται μετά την εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

 

Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του, μεταξύ άλλων ισχυρισμών, αρνείται ότι έχει συμβληθεί με την ενάγουσα. Προβάλλει την εκδοχή ότι είναι η εναγομένη 2 και όχι ο ίδιος που συμφώνησε με την ενάγουσα, στην αγορά και εγκατάσταση του πιο πάνω εξοπλισμού. Ισχυρίζεται εντούτοις ότι κατέβαλε στην εναγομένη 2, ποσόν για την αγορά εξοπλισμού του ιδίου που ο εναγόμενος 2 αγόρασε από την ενάγουσα.

 

Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρησε και επέδωσε στην εναγομένη 2 ειδοποίηση απαίτησης, δυνάμει της Δ.10 Θ.12 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που ίσχυαν κατά τους επίδικους χρόνους. Με την εν λόγω ειδοποίηση απαίτησης, ο εφεσείων αιτήθηκε κάλυψη και/ή συνεισφορά από την εναγομένη 2 για οιονδήποτε ποσόν κληθεί να πληρώσει στην ενάγουσα, στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής. Στη συνέχεια, καταχώρησε αίτηση δια κλήσεως, με την οποία ζήτησε την έκδοση οδηγιών για ανταλλαγή δικογράφων, μεταξύ του και της εναγομένης 2, δυνάμει της Δ.10 Θ.12.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση στο αίτημα. Επικαλέστηκε παρατυπία της αίτησης λόγω εκπρόθεσμης καταχώρησης της αλλά και αναρμοδιότητα του ομνύοντος στην ένορκη δήλωση, επειδή είναι δικηγόρος. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν δικαιολογείται το αίτημα επί της ουσίας με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης αφού από το δικόγραφο της υπεράσπισης του εφεσείοντα, δεν προκύπτει οποιοδήποτε δικαίωμα συνεισφοράς ή αποζημίωσης από την εφεσίβλητη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την θέση της εφεσίβλητης για αντικανονικότητα της ένορκης δήλωσης λόγω της υπογραφής της από δικηγόρο, και χωρίς να εξετάσει την ένσταση ως προς το εκπρόθεσμο της διαδικασίας, προχώρησε στην συνέχεια στην εξέταση της ουσίας του αιτήματος. Έκρινε ότι από την στιγμή που ο εφεσείων αρνείται την εμπλοκή του στην επίδικη συμφωνία, δεν δικαιολογείται το αίτημα του για κάλυψη ή συνεισφορά από την εφεσίβλητη.

 

Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι η βασική θέση του εφεσείοντα όπως διαμορφώνεται από το δικόγραφο της υπεράσπισής του, είναι ότι δεν έχει καμία νομική δέσμευση απέναντι στην ενάγουσα, αναφορικά με το εγειρόμενο θέμα της αγωγής και τις αξιώσεις της. Κρίθηκε ως εκ τούτου πρωτοδίκως, ότι ο εφεσείων δεν έθεσε με την υπεράσπιση του, ζήτημα που να συνδέεται ή που να είναι ουσιαστικά το ίδιο με θέμα που εγείρεται μεταξύ της ενάγουσας και της εφεσίβλητης συνεναγομένης του. Το ότι στην έκθεση υπεράσπισης του εφεσείοντα καταγράφεται ισχυρισμός ότι πλήρωσε στην ενάγουσα εκ μέρους της εφεσίβλητης, ένα μέρος ή ολόκληρο το ποσό που η ενάγουσα αξιώνει, δεν διαφοροποιεί το σκηνικό, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ του και της εφεσίβλητης συνεναγομένης του, δυνάμει της Δ.10. Θ.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επί της ουσίας δεν δικαιολογείται στην υπό κρίση υπόθεση, η ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων.

 

Με τον 1ο λόγο έφεσης γίνεται αναφορά στην υπεράσπιση του εφεσείοντα στην οποία παρατίθεται ισχυρισμός ότι αυτός έχει καταβάλει το επίδικο ποσόν ή μέρος του στην εφεσίβλητη – εναγομένη 2, η οποία το κατακρατεί χωρίς να το αποδώσει στην ενάγουσα. Ως εκ τούτου, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε συνεισφορά ή κάλυψη από την εφεσίβλητη, οιουδήποτε ποσού διαταχθεί να πληρώσει στην ενάγουσα.

 

Με τον 2ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι δεν υπάρχει ζήτημα μεταξύ συνεναγομένων που να συνδέεται με το αντικείμενο της αγωγής και το οποίο να χρήζει εξέτασης. Επεξηγείται στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για μη εμπλοκή του στην σύμβαση και ανυπαρξία υποχρέωσης πληρωμής του επίδικου ποσού στην ενάγουσα, δεν επηρεάζει την απαίτηση του να το διεκδικήσει από την εφεσίβλητη, στην περίπτωση που οι θέσεις του δεν γίνουν αποδεκτές και διαταχθεί από το Δικαστήριο να το καταβάλει. Γίνεται επί του προκειμένου παραπομπή στην έκθεση απαίτησης της ενάγουσας, με την οποία ζητά ανάλογη θεραπεία, στην περίπτωση που διαφανεί ότι η εφεσίβλητη εισέπραξε το επίδικο ποσόν από τον εφεσείοντα και το κατακράτησε χωρίς να το αποδώσει στην ενάγουσα.

 

Οι ίδιοι ισχυρισμοί προβάλλονται και στον 3ο λόγο έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την ερμηνεία του όρου “substantially the same” στο πλαίσιο της εφαρμογής της Δ.10 Θ.12 (β) και (γ). Αναφέρεται στην αιτιολογία του 3ου λόγου έφεσης ότι προσδόθηκε δυσανάλογη βαρύτητα στην άρνηση του εφεσείοντα ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με το επίδικο συμβόλαιο. Την ίδια στιγμή, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ο ισχυρισμός του ότι έχει καταβάλει το επίδικο ποσό στην συνεναγόμενη του. Με αυτόν τον τρόπο παραβιάστηκε κατά τον εφεσείοντα, ο σκοπός της Δ.10 Θ.12, που είναι η επίλυση ζητημάτων που δυνατόν να προκύψουν μεταξύ εναγομένων και ενάγουσας αλλά και μεταξύ συνεναγομένων.

 

Η Δ.10 Θ.12 επί της οποίας στηρίχθηκε η αίτηση του εφεσείοντα έχει ως ακολούθως:

 

12. (1) Where a defendant claims against another defendant-

(a) that he is entitled to contribution or indemnity, or

(b) that he is entitled to any relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff, or

(c) that any question or issue relating to or connected with the said subject matter is substantially the same as some question or issue arising between the plaintiff and the defendant making the claim and should properly be determined not only as between the plaintiff and the defendant making the claim but as between the plaintiff and that defendant and another defendant or between any or either of them,

the defendant making the claim may without any leave issue and serve on such other defendant a notice making such claim or specifying such question or issue.

(2) No appearance to such notice shall be necessary and the same procedure shall be adopted for the determination of such claim, question or issue between the defendants as would be appropriate under this Order if he were a third party.

(3) Nothing herein contained shall prejudice the rights of the plaintiff against any defendant to the action.

 

 

Η πιο πάνω διάταξη αντιγράφει πλήρως την αγγλική διαταγή O16Α, R.12 των παλιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών. Ως εκ τούτου η αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία είναι βοηθητική επί του θέματος.

 

Είναι σαφές από τον πιο πάνω Κανονισμό ότι βασική προϋπόθεση για να δικαιούται ένας εναγόμενος να προωθήσει την διαδικασία συνεισφοράς ή κάλυψης από συνεναγόμενο του δυνάμει της Δ.10. Θ.12, θα πρέπει να εγείρει ζήτημα που να συνδέεται και να είναι ουσιαστικά το ίδιο (substantially the same) με το αρχικό ζήτημα που τίθεται στην αγωγή.

 

Η έννοια της φράσης «substantially the same», επεξηγείται στην σελίδα 399 του συγγράμματος The Annual Practice 1958 ως ακολούθως:

 

«The right or remedy is “substantially the same” within the meaning of the rule, if the claim by one defendant against the other is connected with the plaintiff’s claim against both defendants, and is one which in the event of plaintiff being successful, would determine which defendant should bear the lost.»

 

Στο ίδιο σύγγραμμα The Annual Practice 1958, τονίζεται η ανάγκη εξασφάλισης οδηγιών από τον εναγόμενο που εκδίδει την ειδοποίηση. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα δικαιούται καμίας θεραπείας εναντίον του συνεναγομένου του. Παραθέτουμε το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την σελίδα 399 του πιο πάνω συγγράμματος, υπό τον τίτλο “Directions”:

 

«Subject to what is stated above in “Application of the rule”, directions must be obtained by the defendant issuing the notice (Citty F. p.304 26), or he will not be entitle to any relief against his co-defendant (see Triton v. Bankart, 56 L.J. Ch 629) and he should also consider what directions he should ask for under r.8 as to the “mode and extend” to which the co- defendant as third party is to be bound.» 

 

Σχετική είναι και η υπόθεση Ιωαννίδης ν. Χαραλάμπους κα (1992) 1 Α.Α.Δ 558, στην οποία λέχθηκε ότι οι οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων, είναι αναγκαίες ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφασίσει κατά ποσόν δικαιολογείται συνεισφορά από τον ένα εναγόμενο στον άλλο. Λέχθηκε επίσης ότι πρέπει να ακολουθείται παρόμοια διαδικασία με αυτή της έκδοσης οδηγιών στην περίπτωση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου (βλ. επίσης Α.Η.Κ ν. Rawnsello κα (2003) 1 Α.Α.Δ 1570 & Σπύρου ν. Λανίτου κα (2001) 1 Α.Α.Δ 1538).

 

Στην παρούσα περίπτωση, η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι το αίτημα του εφεσείοντος για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων, είναι εκπρόθεσμο. Προκύπτει ως θέση της εφεσίβλητης ότι η διαδικασία αυτή ταυτίζεται με την διαδικασία τριτοδιαδίκου στην οποία καθορίζονται σχετικές προθεσμίες. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την Δ.10 Θ.1 η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου υποβάλλεται το αργότερο, πριν την πάροδο ενός μηνός από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης υπεράσπισης του εναγομένου. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με την Δ.10 Θ.2 σε ειδοποίηση συνεναγομένου θα ακολουθείται η ίδια διαδικασία, ωσάν ο συνεναγόμενος να ήταν τριτοδιάδικος.

 

Είναι παραδεκτό ότι η ειδοποίηση συνεναγομένου καταχωρήθηκε μετά την πάροδο ενός μηνός από την καταχώρηση της υπεράσπισης του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα παρά το ότι η εφεσίβλητη προέβαλε με συγκεκριμένο λόγο ένστασης, τον ισχυρισμό ως προς το εκπρόθεσμο του αιτήματος. Προχώρησε στην εξέταση της ουσίας του θέματος, κρίνοντας για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει εντός των προνοιών της Δ.10 Θ.12.

 

Η εφεσίβλητη, δεν αμφισβήτησε με αντέφεση την επιλογή του Δικαστηρίου να μην εξετάσει τον λόγο ένστασης της, αναφορικά με το εκπρόθεσμο του αιτήματος. Εντούτοις και ενώπιον μας, προέβαλε μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του συνηγόρου της, τους ίδιους ισχυρισμούς για την εκπρόθεσμη προώθηση της διαδικασίας ανταλλαγής δικογράφων, μεταξύ συνεναγομένων.

 

Έχουμε την άποψη ότι το πιο πάνω στοιχείο δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης αφού όπως προαναφέραμε, η εφεσίβλητη δεν καταχώρησε αντέφεση στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εξετάσει τον λόγο ένστασης της, για το εκπρόθεσμο του αιτήματος. Τα μόνα ζητήματα που τίθενται ενώπιον μας όπως προκύπτουν από τους λόγους έφεσης που καταχώρησε ο εφεσείων, αφορούν αποκλειστικά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της Δ.10 Θ.12, και συγκεκριμένα, το στοιχείο της ομοιότητας των ζητημάτων που ήγειρε ο εφεσείων με το αρχικό ζήτημα που τέθηκε στην αγωγή.

 

Πέραν των πιο πάνω, κρίνουμε επί της ουσίας ότι δεν ευσταθούν οι θέσεις της εφεσίβλητης για εκπρόθεσμη προώθηση της ειδοποίησης συνεναγομένου. Η Δ.10 Θ.12 δεν προβλέπει προθεσμία για την έκδοση ειδοποίησης συνεναγομένου όπως προβλέπεται στην Δ.10 Θ.1 για την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου. Η πρόνοια της Δ.10 Θ.2 σύμφωνα με την οποία σε ειδοποίηση συνεναγομένου θα ακολουθείται η ίδια διαδικασία, ωσάν ο συνεναγόμενος να ήταν τριτοδιάδικος, αφορά την ανταλλαγή δικογράφων και την διαδικασία εκδίκασης των διαφορών μεταξύ των εναγομένων και όχι τις προθεσμίες έκδοσης της σχετικής ειδοποίησης.  

 

Πέραν των πιο πάνω, έχουμε την άποψη πως αν η πρόθεση των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ήταν να καθορίσουν προθεσμία στην έκδοση της ειδοποίησης συνεναγομένου θα το προέβλεπαν ρητά στην Δ.10. Θ.12, όπως ρητά προβλέπεται στην Δ.12 Θ.1 για την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου.

 

Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην υπόθεση Λουκαΐδου (2005) 1 Α.Α.Δ 1280 που αφορούσε αίτηση προνομιακού εντάλματος Certiorari εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε ειδοποίηση συνεναγόμενου και απορρίφθηκε αίτηση για οδηγίες ανταλλαγής δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων. Η ειδοποίηση εκδόθηκε από τον εναγόμενο μετά την προσθήκη δευτέρου εναγομένου στην αγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να θέσει ζήτημα προθεσμιών, έκρινε ότι από τη στιγμή που το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε επιτρέψει τη συνένωση του δεύτερου εναγόμενου, τότε αυτόματα και δικαιωματικά, η εναγόμενη 1 είχε το δικαίωμα να αποστείλει την ειδοποίηση συνεναγόμενου, κάτι που μπορούσε να πράξει χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Περαιτέρω με βάση τις πρόνοιες της Δ.10, Θ.12 (2), η εναγόμενη 1 είχε δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο για να ζητήσει, οδηγίες ωσάν να επρόκειτο περί διαδικασίας τριτοδιαδίκου.

 

Έπεται ότι δεν ευσταθεί η θέση της εφεσίβλητης ότι η έκδοση ειδοποίησης συνεναγομένου δυνάμει της Δ.10. Θ.12, ήταν εκπρόθεσμη.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματος και αφού εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων όπως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τα περιγράμματα αγόρευσης των συνηγόρων, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην ενδιάμεση απόφαση του, με την οποία απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων.

 

Το γεγονός ότι ο εφεσείοντας αναφέρει με την υπεράσπιση του ότι δεν συμβλήθηκε με την ενάγουσα δεν σημαίνει ότι είναι εντελώς άσχετος με την επίδικη συμφωνία. Αντιθέτως, είναι η θέση του ότι κατέβαλε στην εφεσίβλητη ένα ποσόν για την αγορά του επίδικου εξοπλισμού.

 

Από όλα τα πιο πάνω, προκύπτει ότι ο εφεσείων δεν ισχυρίζεται ότι είναι εντελώς ξένος με την υπόθεση παρά την θέση του ότι δεν έχει συμβληθεί ο ίδιος απευθείας με την ενάγουσα. Θέτει με την υπεράσπιση του, ζητήματα και απαιτήσεις εναντίον του συνεναγομένου του, που άπτονται της επίδικης συμφωνίας. Τα ζητήματα αυτά εντάσσονται εντός του όρου “substantially the same” της Δ.12 Θ.10 (3) (γ) αφού σχετίζονται με το αρχικό θέμα της αγωγής και ενδείκνυται να εκδικαστούν όχι μόνον μεταξύ της ενάγουσας και του εφεσείοντος αλλά και μεταξύ των συνεναγομένων, εφεσείοντα και εφεσιβλήτου. Με τον τρόπο αυτό θα εξοικονομηθεί δικαστικός χρόνος και δαπάνη, αφού θα εκδικαστούν στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, το σύνολο των θεμάτων που αφορούν όλους τους διαδίκους, αναφορικά με την επίδικη σύμβαση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία παραμερίστηκε η ειδοποίηση συνεναγομένου, ακυρώνεται.

 

Προκύπτει από τον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας ότι η αγωγή είναι ορισμένη για ακρόαση στις 7.10.2024. Ο φάκελος επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να δοθούν πριν την ακρόαση, οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων, ως η αίτηση του εφεσείοντα.

 

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης €3.000,00 έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

 

 

ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

               ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

 

               Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο