ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2019)

 

 

19 Ιουλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                         

                        

 

 

           ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ  

 

Εφεσείοντες / Ενάγοντες

και

        Α.Σ. ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ 

 

Εφεσίβλητη / Εναγόμενη

 

------------------------------

 

                                                         

Αναστάσιος Μυλωνάς για Αναστάσιος Ζ. Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Γεωργία Δημητρίου (κα) για Αντρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

     -------------------------------

 

 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες/ενάγοντες αξίωσαν από την εφεσίβλητη/εναγόμενη το ποσό των €1.189,10 ως οφειλόμενα αποχετευτικά τέλη για το έτος 2013, περιλαμβανομένων επιβαρύνσεων σε σχέση με τέσσερα ακίνητα, των οποίων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, φερόταν να ήταν ιδιοκτήτρια. Στην πορεία, η απαίτηση μειώθηκε σε €862,09 ένεκα του γεγονότος ότι για ένα από τα ακίνητα, τα αποχετευτικά τέλη πληρώθηκαν το 2017.

 

Η υπεράσπιση της εφεσίβλητης κινήθηκε σε τρεις άξονες. Ο πρώτος, ότι δεν ήταν ιδιοκτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο και άρα δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό αφού τα επίδικα ακίνητα τα είχε προ πολλού πωλήσει και μεταβιβάσει. Ο δεύτερος, ότι ουδέποτε έλαβε  επιστολή με την οποία οι εφεσείοντες να την καλούσε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό και ο τρίτος (διαζευκτικά) ότι εάν όφειλε οποιοδήποτε ποσό, το έχει εξοφλήσει.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι η απαίτηση δεν υπερέβαινε τα €3.000  ενέπιπτε στην κατηγορία των υποθέσεων «ταχείας εκδίκασης» και διέπετο από τις πρόνοιες της Διαταγής 30 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η ακροαματική διαδικασία επομένως διεξήχθη στη βάση έγγραφης μαρτυρίας, υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων στο πλαίσιο προώθησης των εκατέρωθεν εκδοχών των διαδίκων. Εκ μέρους των εφεσειόντων προσκομίστηκε ένορκη δήλωση της Α.Γ.Π γραμματέως του Συμβουλίου των εφεσειόντων και εκ μέρους της εφεσίβλητης, του διευθυντή της Σ.Κ και της υπεύθυνης λογιστηρίου, Ε.Κ. Σημειώνεται, ότι δεν ζητήθηκε η αντεξέταση ενόρκως δηλούντων, ούτε και επιχειρήθηκε η ενεργοποίηση της κατ’ εξαίρεση διαδικασίας προσκόμισης προφορικής μαρτυρίας ως προβλεπόταν στη Διαταγή 30, Θεσμός 7, εδάφια (β) μέχρι (ε).      

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.31.1.2019, αφού κατέγραψε τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, παρέθεσε τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας, επισημαίνοντας, ότι, ενόψει της ιδιαιτερότητας ότι δεν δόθηκε δια ζώσης μαρτυρία, η αξιολόγηση αποτιμάται με την αντιπαραβολή των θέσεων κάθε πλευράς, τη συνάρτηση της επιμέρους μαρτυρίας με τη λοιπή προσκομισθείσα μαρτυρία, τη συνοχή που παρουσιάζει, αλλά και την εν γένει λογικότητα της προβαλλόμενης εκδοχής. Ακολούθως, με περισσή αιτιολογία, εξηγεί γιατί η προσκομισθείσα από πλευράς εφεσειόντων μαρτυρία, έπασχε, από πλευράς ποιότητας και πειστικότητας, αφήνοντας κενά, ελλείψεις και σοβαρές αμφιβολίες σε ό,τι αφορά την απαίτηση τους. Συναφώς, παραθέτοντας τις διακριτές αρχές που διέπουν το βάρος απόδειξης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν το απέσεισαν, απορρίπτοντας συνακόλουθα την αγωγή τους.

 

 

 

          Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τέσσερεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την ιδιοκτησία των ακινήτων σε σχέση με τα οποία επέβαλαν τα τέλη αποχετεύσεων. Ο δεύτερος λόγος έφεσης ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν απέδειξαν την αποστολή και τη λήψη της επιστολής των δικηγόρων τους ημερ.19.09.2014, από τους εφεσίβλητους. Ο τρίτος λόγος έφεσης ότι λανθασμένα προχώρησε σε εξέταση της εν γένει ορθότητας της απόφασης των εφεσειόντων να επιβάλουν την πληρωμή τελών αποχέτευσης στην εφεσίβλητη, καθώς η εν λόγω απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία ελέγχεται μόνο μέσω της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τέλος, με τον τέταρτο λόγος έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε τη νομολογία και τις αποκρυσταλλωμένες νομικές αρχές σε σχέση με την απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων σε διαδικασία ταχείας εκδίκασης σύμφωνα με την προαναφερθείσα Διαταγή 30.

 

Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσώπησαν τους διαδίκους, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία έχουμε διεξέλθει με κάθε προσοχή.  

 

Είναι προφανές ότι και οι τέσσερις λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και το βάρος απόδειξης. Έτσι η εξέταση θα είναι κοινή, με αναφορά σε επιμέρους λόγους έφεσης, όπου τούτο κριθεί αναγκαίο.

 

            Δυο λόγια πρώτα για το βάρος απόδειξης. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι σε πολιτικές υποθέσεις, το βάρος απόδειξης ή το γενικό βάρος όπως κάποτε περιγράφεται (burden/onus of proof) το έχει κατά κανόνα ο ενάγοντας και το επίπεδο απόδειξης (standard of proof) το οποίο θα πρέπει να αποσείσει είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (balance of probabilities), δηλαδή να αποδείξει ότι η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (more probable than not). Σχετική είναι η υπόθεση Χρυσάνθου κ.α. v. Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1295, όπου λέχθηκαν τα ακολούθα:


«Όπως διευκρινίστηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. v. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1858


«το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (
onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδειχτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). »

 

            Το βάρος απόδειξης, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υποβαθμίζεται ούτε αντιμετωπίζεται εκπτωτικά σε υποθέσεις «ταχείας εκδίκασης» που διέποντο από τις πρόνοιες της Διαταγής 30.  Ο ενάγοντας έχει το ίδιο βάρος απόδειξης και θα πρέπει να το αποσείσει στο ίδιο επίπεδο, αν θέλει να δικαιούται σε απόφαση. Συνεπώς, σε μια υπόθεση όπως την παρούσα, οι ενάγοντες/εφεσείοντες όφειλαν να προσκομίσουν αξιόπιστη, σαφή, πειστική, αλλά και την καλύτερη, υπό τις περιστάσεις, μαρτυρία που να αποδείκνυε (α) ότι είχαν τη διά Νόμου εξουσία επιβολής αποχετευτικών τελών και επιβαρύνσεων στην επίδικη περιοχή, (β) ότι η εναγόμενη/εφεσίβλητη ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο πρόσωπο (νομικό επί του προκειμένου) υποκείμενο στην επιβολή τέτοιων τελών – αυτό προϋπόθετε την απόδειξη κυριότητας και/ή κατοχής του ακινήτου και (γ) ότι πράγματι επιβλήθηκαν τα τέλη και επιβαρύνσεις για την αυτή περίοδο στο ύψος που διεκδικούντο – αυτό προϋπόθετε την απόδειξη της δημοσίευσης ή της κοινοποίησης της αρχικής επιβολής των τελών/επιβαρύνσεων προς το υποκείμενο πρόσωπο και/ή τουλάχιστον της επαναβεβαίωσης της επιβολής και της προειδοποίησης ότι υπήρξε καθυστέρηση πληρωμής και (δ) ότι το επιβαλλόμενο ποσό παραμένει απλήρωτο.

 

            Ο συνοπτικός τρόπος εκδίκασης, ήτοι δια της προσαγωγής ενόρκων δηλώσεων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις δεδηλωμένης δικογραφημένης αντίθεσης, θα πρέπει να θέτει σε εγρήγορση τον ενάγοντα κατά τη διεργασία απόδειξης της υπόθεσης του. Θα πρέπει να προσκομίσει ένορκες δηλώσεις από τα αρμόδια πρόσωπα με συνημμένα όλα τα σχετικά τεκμήρια, και αναλόγως αμφισβήτησης, να είναι έτοιμος να ζητήσει την κατ’ εξαίρεση ενεργοποίηση του μηχανισμού αντεξέτασης ή ακόμα και προσκόμισης προφορικής μαρτυρίας δυνάμει της Διαταγής 30, Θεσμός 7.

 

            Δεν νοείτο, στην υπό συζήτηση περίπτωση, οι εφεσείοντες, αρκούμενοι σε μια λακωνική και άκρως ελλειμματική ένορκη δήλωση της γραμματέως του Συμβουλίου, μαρτυρώντας συλλήβδην επί παντός επιστητού, μπροστά στο εύρος αμφισβήτησης που υπήρξε από πλευράς εφεσίβλητης, να ανέμεναν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα πως απέσεισαν το βάρος απόδειξης που επωμίζονταν. Αναμφίβολα δεν το απέσεισαν.

 

            Για την κυριότητα του ακινήτου κατά τον επίδικο χρόνο (λόγος έφεσης 1) όφειλαν να προσκομίσουν μαρτυρία και πειστήρια προερχόμενα από την επίσημη αρχή, ήτοι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Παράλληλα, με κάποιο από τους προβλεπόμενους τρόπους, να εδραίωναν τις θέσεις τους, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη δεδηλωμένη, αντίθετη εκδοχή της εφεσίβλητης. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στον περί Αποχετευτικών Τελών Νόμο 1/1971 υπάρχει ειδική πρόνοια ώστε να διευκολύνεται το εκάστοτε Συμβούλιο Αποχετεύσεων στην προσπάθεια του αυτή. Πρόκειται για το άρθρο 30Α, όπου υπό τον τίτλο  «Δυνατότητα Συμβουλίου να ζητά από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των εξουσιών του» αναφέρεται ότι:

 

«Το Συμβούλιο δύναται, με αίτηση του, να ζητεί από τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας πληροφορίες όσον αφορά το όνομα του ιδιοκτήτη ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται μέσα στα όρια της περιοχής στην οποία τούτο ασκεί τις αρμοδιότητες του, τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη και την αξία [γενικής εκτίμησης] [προστέθηκε με την τροποποίηση 35(1)/2017] της ιδιοκτησίας αυτής, όπως αυτές είναι καταχωρημένες στα βιβλία ή άλλα Μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας».     

            Οι εφεσείοντες δεν έπραξαν κανένα από τα πιο πάνω και επομένως δεν απέδειξαν το συγκεκριμένο συστατικό στοιχείο. Να προσθέσουμε ότι δεν τίθετο θέμα είτε μετακύλισης του βάρους απόδειξης είτε αυτοτελούς υποχρέωσης απόσεισης κάποιου βάρους, από πλευράς εφεσίβλητης.

 

            Ο πρώτος λόγος έφεσης συνεπώς απορρίπτεται.               

 

            Σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης είναι γεγονός ότι έχει κριθεί νομολογικά ότι γνωστοποίηση καθορισμού αποχετευτικών τελών δεν είναι κανονιστική πράξη, αλλά εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. Kanika Hotels κ.α. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού -Αμαθούντος (1996) 3 Α.Α.Δ.169). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ορθότητα/νομιμότητα της πράξης προσβάλλεται με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο (προηγουμένως στο Ανώτατο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η εκτελεστότητα όμως είναι ουσιαστικό στοιχείο της διοικητικής πράξης, αλλά και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για κατάταξη της πράξης στην υποκείμενη κατηγορία, για προσβολή δυνάμει του προαναφερθέντος Άρθρου 146 (βλ. Nicos Kolokassides and The Republic of Cyprus through The Minister of Finance (1965) 3 C.L.R. 542).

 

          Η εκτελεστότητα προϋποθέτει απόδειξη της δημοσίευσης ή αρχικής επιβολής των αποχετευτικών τελών προς το υποκείμενο πρόσωπο. Μόνον τότε ξεκινά η ουσιαστική ισχύς της διοικητικής πράξης. Στο σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά με τίτλο «Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» αναφέρονται στη σελ.135 τα εξής:

 

 

 

«Συμπερασματικά, πράξη ή απόφαση της Διοίκησης υπόκειται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου υπό το Άρθρο 146, μόνο εάν είναι εκτελεστή. Πρέπει να είναι πράξη ή απόφαση με την οποία η βούληση του διοικητικού οργάνου γίνεται γνωστή για ένα θέμα και που έχει σαν σκοπό την παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι του διοικούμενου και συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση της. Το κύριο στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής πράξης, λοιπόν, είναι η άμεση παραγωγή έννομου αποτελέσματος, που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου.»

 

 

(η υπογράμμιση δική μας).

 

            Στην προκειμένη περίπτωση καμία απολύτως μαρτυρία δεν προσκομίστηκε για τη δημοσίευση ή την αρχική γνωστοποίηση προς την εφεσίβλητη της επιβολής των αποχετευτικών τελών/επιβαρύνσεων. Ούτε όμως και για την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής των δικηγόρων (λόγος έφεσης 2), προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία. Είναι γεγονός ότι στην υπόθεση Οδυσσέως v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 481 την οποία επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης του, υπογραμμίστηκαν τα εξής:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση ο φορολογούμενος γνώριζε για την επιστολή του καθ' ου η αίτηση, με την οποία του κοινοποιείτο η ειδοποίηση επιβολής φορολογίας. Στην καλύτερη γι' αυτόν περίπτωση αμέλησε να την παραλάβει. Ή πιο σωστά αδιαφόρησε να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Υπό τις συνθήκες αυτές τεκμαίρεται πλήρης γνώση. Σκοπός του νομοθέτη, θεσπίζοντας το Άρθρο 47,  ήταν να αντιμετωπίσει και τέτοιες περιπτώσεις. Διαφορετικά οι φορολογούμενοι θα μπορούσαν να αποφεύγουν εύκολα - και χωρίς συνέπειες - την καταβολή των φόρων, που αποτελούν τον αιμοδότη των κρατικών λειτουργιών. Άλλωστε η νομολογία στην Ελλάδα καθιέρωσε τεκμήριο πλήρους γνώσης "εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως". Eδώ η περίοδος πλησιάζει τη δεκαετία και θα μπορούσε, πιστεύουμε, να λεχθεί εκ του ασφαλούς πως ο αιτητής δεν επέδειξε εύλογο ενδιαφέρον για την υπόθεσή του.»

 

            Εδώ όμως δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για τη δημοσίευση ή την αρχική γνωστοποίηση προς την εφεσίβλητη της επιβολής των αποχετευτικών τελών/επιβαρύνσεων, αλλά ούτε προς επαρκή τεκμηρίωση αποστολής της προειδοποιητικής επιστολής των δικηγόρων των εφεσειόντων και μάλιστα με συστημένο ταχυδρομείο ως διατείνοντο. Θα μπορούσε λόγου χάρη - ενόψει της αμφισβήτησης - να προσκομισθεί μαρτυρία σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόσωπο που την ταχυδρόμησε, αλλά και να παρουσιαστεί η απόδειξη αποστολής του ταχυδρομείου, κάτι που θα διάνοιγε ενδεχομένως τον δρόμο για ενεργοποίηση του μαχητού τεκμηρίου λήψης και ενημέρωσης.      

 

            Εν όψει των πιο πάνω απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 2 και 3.

            Τέλος, η αβασιμότητα του τέταρτου λόγου έφεσης που άπτεται των αρχών που διέπουν υποθέσεις «ταχείας εκδίκασης» δυνάμει της Διαταγής 30, ήδη προκύπτει από τα όσα έχουμε υποδείξει ανωτέρω, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω, επαναληπτικός σχολιασμός. Συνεπώς συμπαρασύρεται και απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 4.

 

 

 

Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο