ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ


 (Πολιτική Έφεση Αρ.: 105/18)

 

19 Ιουλίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


             ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Σ.Α. ΦΡΑΝΤΖΙΔΗΣ ΛΤΔ 

Εφεσείοντες / Εναγόμενοι αρ. 1 


και

 1. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΥ

Εφεσίβλητος αρ. 1 / Ενάγοντας

    2. ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ 

    Εφεσίβλητος αρ. 2 / Εναγόμενος αρ. 2


-----------------------------

 

Θ. Αντρέου και Θ. Αντρέου (κα) για Θεοφάνης Αντρέου & Συνεργάτες  Δ.Ε.Π.Ε. για τους Εφεσείοντες.

Α. Γεωργίου και Γ. Ρούσου (κα) για Αριστοφάνης Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.

Σταύρος Σωτηρίου, Εφεσίβλητος 2, παρών.

 

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

       

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το εργατικό ατύχημα που συνέβηκε στις 28.12.2006 σε διώροφη οικοδομή στο Γέρι της επαρχίας Λευκωσίας συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε ο εφεσίβλητος 1‑ενάγοντας, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της αγωγής 7554/2009. 

            Ο εφεσίβλητος 1‑ενάγοντας ισχυρίστηκε στο δικόγραφο του ότι ενώ ήταν εργοδοτούμενος των εναγομένων 1‑εφεσειόντων και εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2 και εργαζόταν σε διώροφη οικοδομή και συγκεκριμένα στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου της οικοδομής, όπου ασχολείτο με επίχρισμα (σοβάτισμα) τούβλων, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά. Ισχυρίστηκε ότι υπεύθυνοι για το εν λόγω ατύχημα ήταν οι εναγόμενοι αρ. 1‑εφεσείοντες ως κυρίως εργολάβος και ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2 ως υπεργολάβος και εργοδότης του, οι οποίοι παρέλειψαν να του παρέχουν ασφαλές σύστημα εργασίας εξειδικεύοντας στην Έκθεση Απαίτησης του τις λεπτομέρειες αμέλειας που τους αποδίδει.

 

            Οι εναγόμενοι 1 στην Υπεράσπιση τους παραδέχονται μόνο ότι ήταν οι κύριοι εργολάβοι της αναφερόμενης οικοδομής και ισχυρίζονται ότι ο εναγόμενος 2 ήταν ο υπεργολάβος του έργου και ότι ο ενάγοντας ήταν υπάλληλος και/ή εργοδοτούμενος του εναγόμενου 2. Ισχυρίζονται επίσης, ότι στις 28.12.2006 το εργοτάξιο ήταν κλειστό ενόψει των διακοπών των Χριστουγέννων και ότι δεν γνώριζαν τίποτε για διεξαγωγή οποιασδήποτε εργασίας την ημέρα εκείνη στην οικοδομή.

 

            Ο εναγόμενος 2 στη δική του Υπεράσπιση για το επίδικο θέμα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε ήταν εργοδότης του ενάγοντα και συνεπώς δεν είχε καθήκον επιμέλειας απέναντι στον ενάγοντα, ούτε και είχε οποιαδήποτε ευθύνη για την ασφάλιση του ενάγοντα, ευθύνη την οποία είχαν οι εναγόμενοι 1.

 

            Οι συνήγοροι των διαδίκων είχαν από κοινού δηλώσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επί πλήρους ευθύνης οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις που δικαιούται ο εφεσίβλητος 1‑ενάγων είναι €400.000 και συνεπώς παρέμεινε προς εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης και τα ζητήματα συναφή προς την ευθύνη.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ευθύνονται για το επίδικο ατύχημα ως οι ιδιοκτήτες, κάτοχοι και κύριοι εργολάβοι του έργου και ότι ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2 ως εργοδότης του ενάγοντα- εφεσίβλητου 1 ήταν επίσης αμελής, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην οικοδομή που εργαζόταν ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα ασφάλειας από τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2, ούτε και ο ενάγοντας- εφεσίβλητος 1 προειδοποιήθηκε για θέματα ασφάλειας από αυτόν.

 

            Ειδικότερα, ως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 24 της απόφασης του:

 

«Ο εναγόμενος 2 ως επικεφαλής των οικοδομικών εργασιών και υπεργολάβος στο χώρο και ως εργοδότης του Ενάγοντα και ο αναθέτων εργασία στους οικοδόμους στο έργο μεταξύ των οποίων στον Ενάγοντα έπρεπε να παρείχε κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας, παρέλειψε υπό τις περιστάσεις να έχει ασφαλές και κατάλληλο σύστημα εργασίας και τρόπο εκτέλεσης της εργασίας, παρέλειψε να έχει σωστή οργάνωση εργασίας, παρέλειψε να κάνει μελέτη για τα θέματα ασφάλειας και υγείας στο χώρο εργασίας και ανέθεσε στην Ενάγοντα να εργασθεί σε πολύ επικίνδυνο σημείο της οικοδομής χωρίς να λάβει μέτρα ασφαλείας και παραλείποντας να τον προστατεύσει κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Επίσης, ως υπεργολάβος οικοδόμος παρέλειψε να απαιτήσει από τον κυρίως εργολάβο να λάβει μέτρα ασφαλείας και υγείας στο χώρο εργασίας αναφορικά με τους εργαζόμενους του.

Με βάση τα πιο πάνω, ο Εναγόμενος 2 εξέθεσε τον Ενάγοντα σε κίνδυνο κατά την εκτέλεση της εργασίας του και ευθύνεται για το ατύχημα

            Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο τίθετο θέμα συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 ως ισχυρίστηκαν στην Υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι και απάντησε αρνητικά το πιο πάνω ζήτημα. Απέρριψε επίσης τη θέση των εναγομένων 1 ‑εφεσειόντων, ότι θα έπρεπε να γίνει καταμερισμός τυχόν ευθύνης που θα τους αποδιδόταν με τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2, ενόψει του ότι είχε σταλεί από τους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες ειδοποίηση για συνεισφορά σύμφωνα με τη Δ.10 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέφερε ότι πράγματι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες είχαν αποστείλει ειδοποίηση για συνεισφορά και κάλυψη από τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2 για αμέλεια και/ή παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του που είχε ως εργοδότης του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποφάσισε, εφόσον δεν προχώρησαν με καταχώριση κλήσης για οδηγίες, ούτε και είχαν ανταλλαγεί δικόγραφα μεταξύ των εναγομένων 1‑εφεσειόντων και του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2, δεν ήταν δυνατό να γίνει καταμερισμός ευθύνης μεταξύ συνεναγομένων κατ' επίκληση της απόφασης Ιωαννίδης v. Χαραλάμπους και άλλου (1992) 1Α.Α.Δ. 558, όπου αναφέρθηκε ότι οι οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων είναι αναγκαίες ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφασίσει θέματα συνεισφοράς και πρέπει να ακολουθείται παρόμοια διαδικασία με αυτή της έκδοσης οδηγιών στην περίπτωση ειδοποίησης τριτοδιάδικου.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ενόψει των ανωτέρω απόφαση υπέρ του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 και εναντίον των εναγομένων 1‑εφεσειόντων και εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €400.000 πλέον νόμιμο τόκο από 16.9.2016 πλέον έξοδα.

 

            Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν άφησε ικανοποιημένους τους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες, οι οποίοι την εφεσιβάλλουν προβάλλοντας 4 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς παράδοξα και λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες υπέχουν ευθύνη έναντι του ενάγοντα-εφεσίβλητου 1 για αμέλεια σε σχέση με το εργατικό ατύχημα, εκδίδοντας μάλιστα απόφαση εναντίον τους, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2 για όλο το ποσό της απόφασης και για όλο το ποσό των εξόδων. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έκρινε τον ενάγοντα‑εφεσίβλητο 1 υπεύθυνο για το επίδικο εργατικό ατύχημα με βάση τη δικογραφημένη αρχή του Volenti non fit Injuria, παραγνωρίζοντας τις ξεκάθαρες παραδοχές του κατά τη μαρτυρία του και περαιτέρω ότι λανθασμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ του, χωρίς να του καταμερίσει συντρέχουσα αμέλεια, τουλάχιστον όσον αφορά το καθήκον προστασίας του εαυτού του. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην καταμερίσει, εσφαλμένα κατά τους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες, την ευθύνη μεταξύ των συνεναγομένων σύμφωνα με την ειδοποίηση για συνεισφορά που καταχώρισαν οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες εναντίον του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2 και τη λανθασμένη έκδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο απόφασης εναντίον των εναγομένων 1‑εφεσειόντων και του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για ολόκληρο το ποσό της απόφασης και των εξόδων. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να καταλήξει σε εύρημα αξιοπιστίας του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 και του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2, αφού ήδη τους είχε κρίνει αναξιόπιστους για το πιο ουσιαστικό και επίδικο ζήτημα αναφορικά με το ποιος ήταν ο εργοδότης του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1.

 

            Οι συνήγοροι των εναγομένων 1‑εφεσειόντων όπως και του εφεσίβλητου 1‑ενάγοντα καταχώρισαν περιγράμματα σύμφωνα με τους θεσμούς και υποστήριξαν εκατέρωθεν τις θέσεις τους τόσο υιοθετώντας τα περιγράμματα που καταχώρησαν, όσο και προφορικά κατά τη διαδικασία της ακρόασης της έφεσης. Ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2 προς τον οποίο δεόντως επιδόθηκε η έφεση, και ήταν παρών στο Δικαστήριο την ημέρα της ακρόασης, δεν εμφανίστηκε δεόντως στη διαδικασία ούτε και καταχώρισε περίγραμμα.

 

            Αποτελούν ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετική είναι η σελίδα 18 της πρωτόδικης απόφασης, ότι:

 

«Την ίδια μέρα επισκέφθηκε το χώρο του ατυχήματος, ο Χρύσανθος Νικολάου, Επιθεωρητής Εργασίας (Μ.Ε.1) ο οποίος, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμία περίφραξη, τόσο στα άκρα του δαπέδου του μπαλκονιού του δεύτερου ορόφου, από το οποίο έπεσε ο Ενάγοντας, όσο και στα άκρα των υπόλοιπων μπαλκονιών της υπό ανέγερση διώροφης οικοδομής. Το αμαξάκι το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ενάγοντας για μεταφορά και χρήση του ζυμωμένου υλικού (πηλός), είχε διαστάσεις 60x60x90 cm (ύψος). Την ίδια ώρα του ατυχήματος ευρισκόταν στον χώρο και ο υπεργολάβος και εργοδότης του Ενάγοντα, Σταύρος Σωτηρίου o οποίος εργαζόταν σε άλλο δωμάτιο. Στο χώρο της οικοδομής υπήρχαν αποσυναρμολογημένα ικριώματα αλλά κανένα δεν ήταν συναρμολογημένο και τοποθετημένο γύρω από την οικοδομή για χρήση. Κατά την επιθεώρηση στο πιο πάνω εργοτάξιο, εκτός από την απουσία προστασίας στα άκρα των δαπέδων των μπαλκονιών, δεν υπήρχε προστασία στο άνοιγμα του χώρου διαδρομής του ανελκυστήρα και στους δύο ορόφους καθώς επίσης δεν υπήρχε καθόλου γενική περίφραξη του χώρου του εργοταξίου για προστασία των τρίτων προσώπων. Στο πιο πάνω εργοτάξιο δεν υπήρχε Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας ούτε Συντονιστής Ασφάλειας και Υγείας.»

 

            Είναι ισχυρισμός των εναγομένων 1‑εφεσειόντων με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1‑εφεσειόντων χωρίς να προσδιορίσει ορθά τα επίδικα θέματα και χωρίς να λάβει υπόψη του τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιόν του, λαμβάνοντας υπόψη του και αποδεχόμενο νομικό ισχυρισμό του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 που δικογραφήθηκε για πρώτη φορά με την Απάντηση στην Υπεράσπιση του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, για ευθύνη των εναγομένων 1‑εφεσειόντων ως ιδιοκτήτες και κάτοχοι του χώρου εργασιών όπου εργαζόταν ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1.

 

            Είναι η θέση τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη του αυτόν τον ισχυρισμό του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, o οποίος για πρώτη φορά δικογραφήθηκε με την Απάντηση στην Υπεράσπιση του και δεν κατέστη ποτέ επίδικο θέμα. Με αναφορά σε νομολογία είναι η θέση τους ότι η Απάντηση στην Υπεράσπιση δεν αποτελεί δικόγραφο στο οποίο προβάλλονται οι αξιώσεις ενός ενάγοντα, άρα ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν ορθά δικογραφημένος ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εντελώς αυθαίρετα επομένως προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο εύρημα ότι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ήταν ιδιοκτήτες και κάτοχοι του επίδικου χώρου και κατ’ επέκταση ένεκα της ιδιότητας τους αυτής έχουν ευθύνη για τον τραυματισμό του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, αφού προηγουμένως εσφαλμένα αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 και του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2 ότι τη συγκεκριμένη μέρα το εργοτάξιο δεν ήταν κλειστό.

            Είναι η θέση τους ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες δεν γνώριζαν ότι την επίδικη μέρα ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 μαζί με τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2 θα πήγαιναν στην οικοδομή για να εργαστούν, ούτε από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι ενημέρωσαν για το γεγονός αυτό τους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων, υπενθυμίζουμε ότι η ημέρα του ατυχήματος ήταν η 28.12.2006. Είχε τεθεί μαρτυρία ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κανένα πρόσωπο εκ πλευράς εναγομένων 1‑εφεσειόντων ήταν παρών στο εργοτάξιο για να εργαστεί εκείνη την ημέρα και συνεπώς υποστηρίζουν ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 βρισκόταν στην οικοδομή κατόπιν οδηγιών του εργοδότη του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2, ο οποίος είχε το καθήκον παροχής ασφαλούς χώρου και συστήματος εργασίας σε αυτόν. Τούτο δεν λήφθηκε σωστά υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

            Είναι η θέση τους, ότι εφόσον την εν λόγω ημερομηνία οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες δεν γνώριζαν ότι υπήρχε άτομο στο εργοτάξιο, ούτε ήταν οι ίδιοι παρόντες, δεν είχαν ούτε τον έλεγχο ούτε την επίβλεψη του εν λόγω εργοταξίου την επίδικη μέρα. Λανθασμένα βρέθηκαν υπόλογοι ως έχοντας ευθύνη κατόχου (Occupiers Liability), αιτία αγωγής η οποία δεν δικογραφήθηκε στην αγωγή του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1.

 

            Σε σχέση με τον εν λόγω λόγο έφεσης, εντελώς διαφορετική θέση έχει προβάλει ο συνήγορος του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας του διευθυντή των εναγομένων 1‑εφεσειόντων, τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο, απεφάνθη, ορθά, ότι το εργοτάξιο δεν ήταν κλειστό την επίδικη μέρα. Θέση του επίσης ήταν ότι πέραν του ότι δικογραφείται ξεκάθαρα στην Απάντηση στην Υπεράσπιση, που είναι δικόγραφο τόσο με βάση τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας αλλά και τη νομολογία, το θέμα της κατοχής του εργοταξίου από τους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες, το θέμα αυτό αναδεικνύεται και στην Έκθεση Απαίτηση, εφόσον στους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες αποδίδεται κατοχή του υποστατικού τόσο από πλευράς ιδιοκτησιακού καθεστώτος, όσο και υπό την ιδιότητα τους ως κύριου εργολάβου έργου που είχε την ευθύνη για την εκτέλεση του έργου και τον προγραμματισμό και έλεγχο της πορείας των εργασιών.

 

            Είναι επίσης επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον ενάγοντα‑εφεσίβλητο 1, ότι η αρχή της δικογράφησης έχει τη ρίζα της στις αρχές της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων, αφού κάθε πλευρά θα πρέπει να ξέρει πού θα κυμανθεί η γραμμή του κάθε διάδικου κατά την πορεία της ακρόασης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες δεν βρέθηκαν καθόλου σε μειονεκτική θέση σε σχέση με το θέμα κατοχής της επίδικης οικοδομής, αφού ο δικηγόρος τους είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει τον ενάγοντα‑εφεσίβλητο 1 και τους μάρτυρες του για τα θέματα αυτά, αλλά και να αγορεύσει για το θέμα, προβάλλοντας στην τελική του αγόρευση αυτή τη θέση στηριζόμενη σε νομολογία.

            Σε ό,τι αφορά το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο σε σχέση με το κατά πόσο το εργοτάξιο ήταν ανοιxτό ή όχι την επίδικη ημερομηνία, αλλά γενικότερα, υπενθυμίζουμε τις πάγιες νομολογιακές αρχές αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως τις έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024


«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

   Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

            Κρίνουμε ότι από τη μαρτυρία του ίδιου του διευθυντή των εναγομένων 1‑εφεσειόντων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι εναγόμενοι 1 ήταν ο κύριος εργολάβος, ιδιοκτήτες του έργου αλλά και κάτοχοι του επίδικου χώρου. Ανέθεσαν στον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2 συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες και γνώριζαν καλά ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 ως εργοδοτούμενος του εναγόμενου 2-εφεσίβλητου 2 θα διεκπεραίωνε τις εργασίες αυτές στον χώρο του εργοταξίου. Η ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας ρυθμίζεται νομοθετικά από το άρθρο 52 (2) (β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Ο κύριος εργολάβος έχει υποχρέωση να προστατεύει όλους τους εργαζόμενους στο εργοτάξιο. Την επίδικη μέρα το εργοτάξιο δεν ήταν κλειστό, δεν ήταν περιφραγμένο ούτως ώστε να εμποδιστεί οποιοσδήποτε να μπει μέσα και να εργαστεί, υπήρχαν εκεί 3 άτομα τα οποία εργάζονταν, ενώ οι εφεσείοντες‑εναγόμενοι 1, ως ήταν υποχρέωση τους, μερίμνησαν για την ύπαρξη ικριωμάτων στον χώρο της οικοδομής, τα οποία όμως δεν ήταν συναρμολογημένα. Δεν σταματά η ευθύνη του κυρίως εργολάβου με την παροχή αποσυναρμολογημένων ικριωμάτων σε υπεργολάβο. Ο κυρίως εργολάβος παραμένει κάτοχος της οικοδομής καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ό,τι συμβαίνει σε μία οικοδομή μέσα στο πλαίσιο του κανονικού ρυθμού εργασίας της τον αφορά και αποτελεί δική του ευθύνη. Κάτοχοι του εργοταξίου παρέμεναν για όλους τους ουσιώδεις χρόνους που είχαν να κάνουν με την ανέγερση της οικοδομής, οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες.

 

            Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 εργαζόταν στο εργοτάξιο ως οικοδόμος και νόμιμα βρισκόταν εκεί. Τον έλεγχο του εργοταξίου είχαν οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ως κύριοι εργολάβοι, ιδιοκτήτες και κάτοχοι του χώρου. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε, παρέλειψαν να έχουν ασφαλισμένο χώρο εργασίας για τους οικοδόμους που εργάζονταν εκεί, παρέλειψαν να έχουν περίφραξη στα άκρα του δαπέδου του μπαλκονιού του δεύτερου ορόφου που να εμποδίζει την πτώση των οικοδόμων που εργάζονταν ή πιθανόν να εργάζονταν, όσο και στα άκρα των υπόλοιπων μπαλκονιών της υπό ανέγερση οικοδομής και παρέλειψαν να έχουν ικριώματα, συναρμολογημένα (δική μας σημείωση) και προστατευτικά γύρω από την οικοδομή που να εμποδίζουν πτώσεις. Ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα του αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επικυρώνεται. Παραπέμπουμε σχετικά στις υποθέσεις Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας v. Νικήτα (2000) 1Α.Α.Δ. 1712, Κυριακίδης v. Tenekedzian (1994) 1Α.Α.Δ. 504, G.I.P. Constructions Ltd v. Neophytou and Another (1983) 1Α.Α.Δ. 669, Φραγκεσκίδης v. Μάμα (1989) 1Α.Α.Δ. (Ε) 70 και Papadakis v. Constantinou (1986) 1 C.L.R. 496.

 

            Συναφώς, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τη θέση των εφεσειόντων‑εναγομένων 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έκρινε τον εφεσίβλητο 1‑ενάγοντα υπεύθυνο για το ατύχημα με βάση την αρχή του Volenti non fit Injuria, παραγνωρίζοντας τις ξεκάθαρες παραδοχές του κατά τη μαρτυρία του και/ή ότι λανθασμένα δεν του καταμέρισε συντρέχουσα αμέλεια τουλάχιστον όσον αφορά το καθήκον προστασίας του εαυτού του.

 

            Στην απόφαση Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28, έχουν λεχθεί τα ακολούθα:

«Η συντρέχουσα αμέλεια, όπως λέχθηκε και στην Θεόδωρος Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325, δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά στο καθήκον αυτοπροστασίας του με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Το βάρος της απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας, το φέρει ο εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να το αποσείσει εκ προοιμίου (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. Σελ. 146‑147, παρ. 3‑11).

 

Το ατύχημα εδώ συνέβη λόγω του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν εν ώρα εργασίας, να παρέχουν οποιοδήποτε ασφαλές σύστημα διακίνησης του εφεσίβλητου, υπό την ευθύνη τους, από τον ένα χώρο προς τον άλλο. Αναμφίβολα, οι οδηγίες που έδωσαν οι εφεσείοντες, μέσω της Πλάτωνος, ενείχαν κίνδυνο για τον εφεσίβλητο, κίνδυνο που ναι μεν αντιλήφθη ο εφεσίβλητος (να ίσταται στο πίσω μέρος της καρότσας, με ανοικτή μάλιστα την πόρτα για να στηρίζει τα κιβώτια), αλλά με την απειλή της επανόδου του στη Συρία, αν δεν εκτελούσε τις οδηγίες της Πλάτωνος, δεν στοιχειοθετείται δική του αμέλεια. Τα γεγονότα εμπίπτουν στη νομολογία (Fysko Constructing Co Ltd v. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014), ότι η εκτέλεση επικίνδυνης εργασίας από εργοδοτούμενο, όταν δεν έχει στην ουσία επιλογή, διότι διαφορετικά κινδυνεύει να απωλέσει την εργασία του, δεν είναι παράγωγος συντρέχουσας αμέλειας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενέταξε τα ευρήματα του στη νομική πτυχή, μη καταλογίζοντας οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο. Γενικώς, το Δικαστήριο προέβη, στην εκτεταμένη απόφαση του, σε μια αρκούντως ικανοποιητική αξιολόγηση, με ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία.»


            Παραθέτοντας μέρος της μαρτυρίας του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, όπου φαίνεται να παραδέχεται ότι η εργασία που έκανε την επίδικη μέρα ήταν επικίνδυνη και ότι είδε τις σκαλωσιές εκεί χωρίς όμως να τις έχει συναρμολογήσει, εισηγούνται οι συνήγοροι των εφεσειόντων ότι είναι ολοφάνερο ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου και με τη συμπεριφορά του τον αποδέχτηκε ρητά ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο της υπό ανέγερση οικοδομής να δουλέψει.

            Είναι συναφώς η θέση των συνηγόρων των εναγομένων 1‑εφεσειόντων ότι, η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Fysco Constructing Co Ltd v. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1Α.Α.Δ. 1014 που εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου εκεί η επιλογή του εφεσίβλητου ήταν ή να εκτελέσει την εργασία του με το σύστημα και τα μέσα που του παρείχαν οι εφεσείοντες ή να χάσει τη δουλειά του. Στην παρούσα υπόθεση, ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 είχε επιλογή να λάβει μέτρα αυτοπροστασίας και δεν το έκανε. Αναφέρονται επίσης στην υπόθεση Kouris Dam Joint Venture κ.ά. ν. Kυριάκου Γ. Πεττή (1998) 1 Α.Α.Δ. 856, όπου επικυρώθηκε κατ' έφεση ο καταμερισμός ευθύνης 75% στους εργοδότες και 25% στον εργοδοτούμενο.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλούμενο επίσης την υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου v. Χριστόφορος Χριστοφόρου, Πολιτική Έφεση 82/10 ημερ.5.2.2015, αποφάσισε ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη, ούτε έπραξε οτιδήποτε που να δικαιολογεί οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια του, γιατί την ευθύνη για την ασφάλεια του χώρου την είχαν οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ως o κύριος εργολάβος της οικοδομής και όχι o ίδιος και είχε λάβει συγκεκριμένες οδηγίες από τον εργοδότη του να εργαστεί στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου και ενήργησε σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες.

 

            Με βάση τα όσα έχουν επαναληφθεί στην υπόθεση Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ (ανωτέρω) για τη συντρέχουσα αμέλεια, όπως λέχθηκαν και στην υπόθεση Θεόδωρος Λαζάρου v. Νέμεσις (ανωτέρω), η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο εναγόμενος έναντι στον ενάγοντα, αλλά στο καθήκον αυτοπροστασίας του ενάγοντος με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Το βάρος της απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας το φέρει ο εναγόμενος.

 

            Από τη μαρτυρία, όπως έχει τεθεί ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα συμπεράσματα και τα ευρήματα του, είναι ολοφάνερο ότι δεν υπήρχε περίφραξη τόσο στα άκρα του δαπέδου του μπαλκονιού του δεύτερου ορόφου που να εμποδίζει την πιθανή πτώση των οικοδόμων που εργάζονταν ή πιθανόν να εργάζονταν, όσο και στα άκρα των υπόλοιπων μπαλκονιών της υπό ανέγερση οικοδομής και επίσης δεν υπήρχαν συναρμολογημένα ικριώματα και προστατευτικά γύρω από την οικοδομή που να εμποδίζουν πτώσεις.

 

            Όπως επίσης φαίνεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, γεγονότα τα οποία δεν αμφισβητούνται, την ημέρα του ατυχήματος, ο ενάγων‑εφεσίβλητος 1, μαζί με τον πατέρα του εναγόμενου 2‑εφεσίβλητου 2 ως βοηθό, ανέλαβαν να συμπληρώσουν την τοιχοποιία στον εσωτερικό χώρο στον δεύτερο όροφο της υπό ανέγερση οικοδομής. Την ώρα του ατυχήματος ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1, είχε στείλει τον βοηθό του να φέρει κάτι από το ισόγειο και o ίδιος, ενώ ήταν μόνος του, άρχισε το επίχρισμα στον χώρο που ήταν ο χώρος εργασίας του. Ειδικότερα, άρχισε να συμπληρώνει το επίχρισμα σε μέρος της τοιχοποιίας μεταξύ δύο ανοιγμάτων, σε σημείο που προοριζόταν για θύρες και συγκεκριμένα στο σημείο κάτω από τη δοκό σε ύψος 2,3 μέτρα από το δάπεδο του μπαλκονιού οπόταν και έχασε την ισορροπία του, άγνωστο πώς, και έπεσε στο κενό μαζί με το αμαξάκι από το πιο πάνω μπαλκόνι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογραμμίζει το γεγονός ότι την ώρα του ατυχήματος ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 ήταν μόνος του στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Καταγράφονται επίσης στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όλες οι παραλείψεις των εναγομένων 1‑εφεσειόντων σε σχέση με την ευθύνη έναντι των εργοδοτούμενων τους.

 

            Στη μαρτυρία του ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 παραδέχτηκε ότι η δουλειά που έκανε την επίδικη μέρα του ατυχήματος, ήταν επικίνδυνη και ξεκίνησε να την κάνει γνωρίζοντας ότι τα προστατευτικά ικριώματα (σκαλωσιές) δεν ήταν συναρμολογημένα. Γνώριζε επίσης, όπως προκύπτει από τη δική του μαρτυρία όπως τέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, πώς να χρησιμοποιεί και να συναρμολογεί τις σκαλωσιές, αλλά θεώρησε ότι δεν ήταν δικό του καθήκον να το πράξει αλλά των εργοδοτών του, καθ' ότι ο ίδιος ήταν απλά υπάλληλος. Επίσης, την επίδικη μέρα δεν υπήρχε πολύς κόσμος στην οικοδομή. Ειδικότερα, μόνο τρία πρόσωπα βρίσκονταν εκεί.  O ίδιος, ο βοηθός του και ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2. Περαιτέρω, γνώριζε ότι το σημείο στο οποίο καλείτο να εργαστεί ήταν επικίνδυνο, αφού το επίχρισμα τοιχοποιίας που καλείτο να εκτελέσει βρισκόταν μεταξύ δύο ανοιγμάτων και επέλεξε να αρχίσει την εργασία που του ανατέθηκε ενώ βρισκόταν μόνος του στο σημείο, έχοντας προηγουμένως στείλει τον βοηθό του κάτω για να φέρει κάτι.

 

            Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτές οι πράξεις και αποφάσεις του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 μπορούν να τον κατατάξουν ως ένοχο συντρέχουσας αμέλειας. Στην υπόθεση Μακρίδης v. Dharaghii κ.ά. (1990) 1Α.Α.Δ. 1013 έχουν λεχθεί τα ακολούθα σε σχέση με τον καταμερισμό αμέλειας:


«Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική, τότε εξετάζει με βάση το Άρθρο 57 αν ο ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ εναγομένων, από τη μια, και ενάγοντα, από την άλλη, και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα. Εάν επιδόθηκαν ειδοποιήσεις, με βάση το Άρθρο 64 και τη Δ.10, θ.12(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προχωρεί στον καταμερισμό της ευθύνης και στον καθορισμό του ποσοστού της συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ των εναγομένων.»

 

            Στην υπόθεση Θεράπων Μιχαήλ v. Ιωάννου & Παρασκευαΐδης Λτδ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1494, έχει αναφερθεί ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας φέρει ο εναγόμενος που την επικαλείται. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο.

 

            Επίσης, στην υπόθεση Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1Α.Α.Δ. 815, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναφέρει τα ακολούθα:

«Η συντρέχουσα αμέλεια δεν στηρίζεται στην ύπαρξη καθήκοντος του ζημιωθέντος προς τον εναγόμενο. Εκείνο που είναι αναγκαίο να αποδειχθεί όταν εγείρεται ισχυρισμός συντρέχουσας αμέλειας, είναι ότι αυτός που ζημιώθηκε δεν πήρε για τον ίδιο του τον εαυτό και συμφέρον, λογικές προφυλάξεις και συνέβαλε έτσι με την έλλειψη φροντίδας, στη ζημιά του. Δεν πρόκειται στην ουσία για υπεράσπιση, αλλά για συνθήκη δυνάμει της οποίας μειώνονται αναλογικά οι αποζημιώσεις που δικαιούται ο ενάγοντας.»

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βρήκε ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια, καθ' ότι ευθύνη για την ασφάλεια του χώρου την είχαν οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες ως ο κύριος εργολάβος της οικοδομής και όχι o ίδιος, ενώ ως προς την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας πήρε οδηγίες από τον εργοδότη του να εργαστεί στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου και ενήργησε σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες. Σχετική είναι η σελίδα 25 της πρωτόδικης απόφασης.

 

            Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο σημείο αυτό. Θεωρούμε υπό τις περιστάσεις ότι η θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων‑εναγομένων 1, ότι θα έπρεπε να καταμεριστεί ποσοστό ευθύνης στο πρόσωπο του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, είναι ορθή. Τουλάχιστον ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 θα έπρεπε να αναμένει τον βοηθό του, τον οποίο έστειλε στο ισόγειο της οικοδομής για να φέρει κάτι, προτού προχωρήσει στη διαδικασία επίχρισης της τοιχοποιίας των μπαλκονιών του δεύτερου ορόφου, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτό που τον εξέθεσαν οι εργοδότες του. Θεωρούμε ότι θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να του αποδώσει ένα ποσοστό ευθύνης της τάξης του 20%, και διαφοροποιούμε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

 

            Η απόφαση αυτή αντανακλάται και στους δύο εναγόμενους, εφεσείοντες και εφεσίβλητο 2.

            Με δεδομένη την κρίση μας ως ανωτέρω, δεν τίθεται θέμα επιτυχίας της Υπεράσπισης της αρχής του Volenti non fit Injuria. Οι δύο θέσεις αυτές δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Δεν τίθεται θέμα στην παρούσα περίπτωση με τα δεδομένα που έχουν αναφερθεί απαλλαγής των εναγομένων 1‑εφεσειόντων από την ευθύνη η οποία τους βαραίνει και η οποία είναι με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί και από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, εκτενείς παραλείψεις και λανθασμένος τρόπος διαχείρισης της ασφάλειας των εργοδοτούμενων τους στο συγκεκριμένο εργοτάξιο.

 

            Σε ό,τι αφορά το θέμα της αρχής Volenti non fit Injuria πρέπει να αναφερθεί ότι ουσιαστικά η θέση αυτή δεν προωθείται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγομένων 1‑εφεσειόντων με το περίγραμμα του. Εν πάση περιπτώσει έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω ότι οι δύο θέσεις, δηλαδή συντρέχουσα αμέλεια και Volenti non fit Injuria δεν μπορούν να συνυπάρχουν, αφού είναι εντελώς διαφορετική η αρχή θεώρησης τους. Τυχόν επιτυχής επίκληση της αρχής Volenti non fit Injuria οδηγεί σε απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη και όχι σε καταμερισμό ποσοστού ευθύνης και προϋποθέτει την απόδειξη του γεγονότος ότι ο εργοδοτούμενος όχι απλώς γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου, αλλά και τον αποδέχτηκε ρητά ή με τη συμπεριφορά του, με την έννοια ότι συμφώνησε να υποστεί τον κίνδυνο παραιτούμενος του δικαιώματος του να αξιώσει αποζημιώσεις. Προϋποθέτει επίσης την  επιλογή και/ή αποδοχή του κινδύνου, ως αποτέλεσμα προϊόντος της ελεύθερης βούλησης του εργοδοτούμενου, κάτι που εξυπακούει δυνατότητα επιλογής που δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις εργοδότη‑εργοδοτουμένου.

 

            Έτσι ο δεύτερος λόγος έφεσης πετυχαίνει μερικώς, αφού έχουμε ήδη αναφέρει ότι έχουμε αποφασίσει ότι θα έπρεπε να καταμεριστεί ευθύνη στον ενάγοντα‑εφεσίβλητο 1 του ύψους του 20%.

 

            Το αντικείμενο του τρίτου λόγου έφεσης, είναι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για ολόκληρο το ποσό της απόφασης και των εξόδων, χωρίς να καταμερίσει ευθύνη μεταξύ των συνεναγομένων, σύμφωνα με την ειδοποίηση για συνεισφορά.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι πράγματι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες έχουν αποστείλει ειδοποίηση για συνεισφορά και κάλυψη από τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2, για αμέλεια και/ή παράβαση των νόμιμων καθηκόντων του που είχε ως εργοδότης του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά δεν προχώρησαν με καταχώριση κλήσης για οδηγίες, ούτε και έχουν ανταλλαγεί δικόγραφα μεταξύ των εναγομένων 1 και 2 και έτσι δεν είναι δυνατό να γίνει καταμερισμός ευθύνης μεταξύ συνεναγομένων.

 

            Είναι η θέση του συνηγόρου των εναγομένων 1‑εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα στην υπό κρίση περίπτωση την απόφαση Ιωαννίδης v. Χαραλάμπους κ.α. (1992) 1Α.Α.Δ. 558, με βάση την οποία «Οι οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ συνεναγομένων είναι αναγκαίες, ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφασίσει θέματα συνεισφοράς και πρέπει να ακολουθείται παρόμοια διαδικασία με αυτή της έκδοσης οδηγιών στην περίπτωση ειδοποίησης τριτοδιάδικου.»

 

            Είναι η θέση των εναγομένων 1‑εφεσειόντων, ότι οι συνεναγόμενοι στην επίδικη αγωγή (εναγόμενοι 1 και 2), είναι συναδικοπραγήσαντες (Joint Tortfeasors), γεγονός το οποίο δεν επιβάλλει την ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των συνεναγομένων.

 

            Σύμφωνα με το σύγγραμμα The Annual Practice 1985 Vol. 1 σελίδα 398, κάτω από τον τίτλο «Application of the rule», αναφέρονται τα εξής:

«Except where the two defendants are sued as joint tortfeasors liable in respect of the same damage, it is necessary for a defendant who claims against his co‑defendant relief of any of the kinds mentioned in the rule to issue and serve upon him o third party notice under this rule and a summons for third party directions under r.7.» 

 

            Στην υπόθεση Clayson v. Rolls Royce Ltd and another (1950) 2 All E.R. 884, τόσο ο Λόρδος Somervell όσο και ο Λόρδος Denning, ουσιαστικά ανάφεραν ότι όπου τα επίδικα θέματα μεταξύ των συνεναγομένων είναι απλά και εξαντλούνται στη σχέση τούτων με τον ενάγοντα, όπως για παράδειγμα αμέλεια όπου η μόνη απαίτηση είναι η συνεισφορά ή ολοκληρωτική κάλυψη της απαίτησης, δεν επιβάλλεται ανταλλαγή δικογράφων. Ανταλλαγή δικογράφων επιβάλλεται εκεί όπου η σχέση των συνεναγομένων διέπεται από ιδιαίτερο νομικό και/ή πραγματικό ζήτημα. Σχετική αναφορά υπάρχει επίσης και στο σύγγραμμα Αστικά Αδικήματα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου Τόμος 2, στη σελίδα 86, όπου σχολιάζεται η υπόθεση Ιωαννίδης v. Χαραλάμπους (ανωτέρω) και αναφέρονται τα εξής:

«Συμπέρασμα ‑ Έχοντας υπόψη τη νομολογία η οποία έχει αναφερθεί πιο πάνω καθώς και τα σχόλια και τη νομολογία που περιέχονται στο Halsbury's Laws of England (3rd Edition, Vol. 37, Παρ. 248 και υποσημειώσεις) εισηγούμαστε ως θέμα ορθής πρακτικής, ανάλογα με την περίπτωση, τα πιο κάτω:


(α) Όπου το θέμα είναι απλό και αφορά συνυπεύθυνους συνεναγόμενους, να ακολουθείται η διαδικασία ειδοποίησης, με την οποία δυνατό να μην απαιτείται ανταλλαγή δικογράφων.


(β) Όπου το θέμα είναι περίπλοκο και χρειάζεται η ανταλλαγή δικογράφων ή όπου δεν είναι όλα τα μέρη συνεναγόμενοι, να ακολουθείται διαδικασία τριτοδιαδίκου.


(γ) Όπου δεν έχει ακολουθηθεί διαδικασία ειδοποίησης και ούτε διαδικασία τριτοδιαδίκου να καταχωρείται ανεξάρτητη αγωγή για συνεισφορά.»
 

            Είναι η θέση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως θέμα αρχής με τη θέση του ότι επειδή οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες δεν προχώρησαν με καταχώριση κλήσης για οδηγίες, ούτε και έχουν ανταλλαγεί δικόγραφα μεταξύ των εναγομένων 1 και 2, δεν είναι δυνατό να γίνει καταμερισμός ευθύνης μεταξύ συνεναγομένων. Όμως δεν έσφαλε στην ουσία της απόφασης του να μην καταμερίσει την ευθύνη μεταξύ των εναγομένων 1 και 2, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και οι εναγόμενοι 1 και 2 ενάγονται ως συναδικοπραγήσαντες, ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο συνέταξαν το δικόγραφο τους οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες και ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν την πρωτόδικη διαδικασία, αντεξετάζοντας τον ενάγοντα‑εφεσίβλητο 1 και τους μάρτυρες του, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χρειαζόταν στην παρούσα περίπτωση να γίνει ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των συνεναγομένων, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγκεκριμενοποίηση της αμέλειας που αποδίδουν οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες προς τον εναγόμενο 2‑εφεσίβλητο 2, όπως επίσης και το ποσοστό που ισχυρίζονται, με δεδομένη τη θέση τους ότι ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2 ως ο κατ' εξοχήν εργοδότης του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, ήταν αμελής αλλά και παρέλειψε να λάβει ουσιαστικές ενέργειες για την προστασία του εργοδοτούμενου του.

 

            Συνεπώς, μολονότι οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο ότι δεν είναι απαραίτητο πάντοτε να υπάρχουν κλήσεις για οδηγίες και ανταλλαγές δικογράφων μετά την επίδοση αίτησης ειδοποίησης συνεναγόμενου για τον καταμερισμό ευθύνης, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται, αφού ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν απαραίτητη η ανταλλαγή δικογράφων για να μπορούσε να προχωρήσει στον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ των εναγομένων.

 

            Επομένως, η απόφαση μας για απόδοση συντρέχουσας ευθύνης στον εφεσίβλητο 1-ενάγοντα της τάξης του 20%, αντανακλάται και στους δύο εναγόμενους, δηλαδή στους εφεσείοντες-εναγόμενους 1 και τον εφεσίβλητο 2-εναγόμενο 2.

 

            Ερχόμαστε τώρα στον τελευταίο λόγο έφεσης, που αφορά το κατ’ ισχυρισμό λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 και ο εναγόμενος 2‑εφεσίβλητος 2 ήταν αξιόπιστοι, ενώ τους έκρινε αναξιόπιστους για το πλέον ουσιαστικό και επίδικο ζήτημα, ως ισχυρίζονται οι συνήγοροι των εφεσειόντων, του ποιος ήταν ο εργοδότης του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έκρινε αναξιόπιστο τον ενάγοντα για το θέμα εργοδότησης του, αλλά ανάφερε απλά ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ότι ήταν εργοδοτούμενος και των εναγομένων 1‑εφεσειόντων κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού για πρώτη φορά τέθηκε τέτοιος ισχυρισμός στη μαρτυρία του. Επομένως, όπως ορθά συμφωνεί και ο δικηγόρος του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1, δεν κρίθηκε αναξιόπιστος ο ενάγοντας‑εφεσίβλητος 1 για τον εν λόγω ισχυρισμό του, απλά το τι, ορθά, έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να πει ότι δεν μπορεί να εξετάσει τον ισχυρισμό αυτό συνεπεία του ότι δεν είχε τεθεί με τον ορθό τρόπο ενώπιόν του, προφανώς με τη σωστή δικογράφηση.


            Επομένως και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται με τον καταμερισμό ευθύνης της τάξης του 20% στο πρόσωπο του ενάγοντα‑εφεσίβλητου 1. Συνεπώς το συμφωνηθέν ποσό των αποζημιώσεων μειώνεται κατά 20%. Δηλαδή από €400.000 γίνεται €320.000. Το ποσό αυτό μειώνεται ανάλογα και για τον εναγόμενο 2-εφεσίβλητο 2, ο οποίος ευθύνεται αλληλέγγυα και ξεχωριστά για την πληρωμή του.


            Κατά τα άλλα η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στα υπόλοιπα σημεία της. 

            Επιδικάζονται επίσης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων 1 ποσό €1.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ. (Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 20% του ποσού των εξόδων της έφεσης συνολικά, που είναι €5.200).

 



               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                            

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο