ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 125/2024)

 

3 Ιουλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΓΓΕΛΟ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Κληρίδης, για Φοίβος Χρ. Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα

Ε. Νικολάου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων είναι ο Κατηγορούμενος 1 στην υπόθεση 13969/23 ενώπιον του Κακουργοδικείου Λευκωσίας, όπου αντιμετωπίζει με άλλα δύο πρόσωπα, κατηγορίες για διάφορα αδικήματα, μεταξύ των οποίων κατηγορίες για διαρρήξεις οικιών εν καιρώ νυκτός, κλοπές, συνωμοσίες, νομιμοποιήσεις εσόδων και μεταφορές δύο  στρατιωτικών τυφεκίων. Με τέσσερεις λόγους έφεσης προσβάλλει την απόφαση του Κακουργοδικείου να διατάξει την περαιτέρω κράτησή του μέχρι τη νέα ημερομηνία ακρόασης, στις 4.7.24.

 

        Η αρχική διαταγή κράτησης είχε εκδοθεί από το παραπέμψαν Δικαστήριο στις 7.9.23, χωρίς ένσταση του Εφεσείοντος, βάσει των κινδύνων φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων. Παρομοίως διετάχθη η κράτησή του και από το Κακουργοδικείο στις έξι επόμενες εμφανίσεις ενώπιόν του (2.10.23, 4.10.23, 20.10.23, 5.12.23, 5.2.24 και 8.4.24), ήτοι μέχρι και τις 20.5.24, ημερομηνία κατά την οποία, μετά τον επαναπρογραμματισμό της υπόθεσης για ακρόαση, ηγέρθη για πρώτη φορά ένσταση επί τη βάσει του ότι είχαν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα και τούτο επειδή λίγες μέρες προηγουμένως, ήτοι στις 17.5.24 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην υπόθεση 13970/23 εξέδωσε «διάταγμα θεραπείας» προς όφελος του βάσει του περί Θεραπείας Κατηγορουμένων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων Ν.41(I)/16. Ας σημειωθεί ότι, ως συνάγεται και από την αρίθμηση, η δεύτερη αυτή υπόθεση είχε καταχωριστεί αμέσως μετά την πρώτη, η οποία παρεπέμφθη στο Κακουργοδικείο.

 

        Στην εκκαλούμενη απόφαση, εν σχέσει με τον κίνδυνο φυγοδικίας το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε στο πιο πάνω ιστορικό της υπόθεσης, στο ότι δεν είχαν τεθεί ποτέ ενώπιόν του οι τυχόν δεσμοί του Εφεσείοντος με την Κύπρο (οικονομική και οικογενειακή κατάσταση κ.τ.λ) και κατέληξε ότι η έκδοση του διατάγματος θεραπείας δεν ήταν στοιχείο το οποίο μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος, αφού το διάταγμα δεν εξήλειφε τον κίνδυνο φυγοδικίας, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ισχυρός λόγω αφενός της σοβαρότητας των αδικημάτων και αφετέρου της πιθανότητας καταδίκης, η οποία δεν ετίθετο εν αμφιβόλω. Προσέθεσε δε πως η Αγία Σκέπη δεν φαίνεται να αποτελεί ασφαλή τόπο κράτησης όπως οι φυλακές, ότι η εξουσία της Αστυνομίας σε σχέση με το διάταγμα θεραπείας περιορίζεται στη μέριμνα για έκδοση εντάλματος σύλληψης σε περίπτωση πρόωρης  εγκατάλειψης του προγράμματος θεραπείας και τέλος ότι η εκφρασθείσα βούληση για ένταξη στο πρόγραμμα δεν μπορούσε να αποκλείσει τον κίνδυνο εκδήλωσης μελλοντικής επιθυμίας για φυγοδικία.

 

        Εν σχέσει με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων το Κακουργοδικείο υπενθύμισε ότι κατά την αρχική του αιτιολογημένη διαταγή (4.10.23) είχε λάβει υπ' όψιν τέσσερεις προηγούμενες καταδίκες με πολύμηνες ποινές φυλάκισης, ότι στις τρεις εκ των καταδικών τα αδικήματα ήταν ουσιαστικώς όμοιας φύσης με κάποια εκ των επίδικων εδώ κατηγοριών, ότι η διάπραξη των παλαιότερων αδικημάτων εκτείνετο σε βάθος χρόνου αφορώντας κάθε έτος από τα έτη 2016 έως 2022 (με εξαίρεση το 2020) και τέλος ότι ακόμα και τα αδικήματα της εκδικαζόμενης ενώπιόν του υπόθεσης φέρονταν να έχουν διαπραχθεί σε έξι διαφορετικές περιπτώσεις κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 2023. Ήταν λοιπόν η κατάληξή του πως ούτε ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων εξηλείφετο με την έκδοση του διατάγματος θεραπείας, αφενός διότι δεν προέκυπτε από τον Ν.41(I)/16 ότι η Αγία Σκέπη αποτελεί ασφαλή τόπο κράτησης και σίγουρα δεν μπορούσε να εξισωθεί με κράτηση σε φυλακές ή σε άλλο χώρο κράτησης υπό την φρούρηση της Αστυνομίας και αφετέρου επειδή η σημερινή βούληση του Εφεσείοντος για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά είναι μεταβλητή εξαρτώμενη αποκλειστικά από τον ίδιο.

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Με τους λόγους έφεσής του ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα κατέληξε: (1) Ότι η Αγία Σκέπη δεν αποτελεί κέντρο για ασφαλή κράτηση όπως οι Κεντρικές Φυλακές, (2) Ότι η βούληση ένταξης στο κλειστό πρόγραμμα είναι στοιχείο που δεν μπορεί να αποκλείσει τον κίνδυνο φυγοδικίας, (3) Να αγνοήσει εντελώς το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο διατάσσει την ένταξη στο πρόγραμμα μετά από προηγηθείσα θετική άποψη της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, και (4) Ότι η ένταξη στο πρόγραμμα δεν εμποδίζει τον Εφεσείοντα από του να διαπράξει άλλα ποινικά αδικήματα.

 

        Είναι προφανές ότι η κοινή συνισταμένη όλων των λόγων έφεσης έγκειται στο ότι, αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε προ τριημέρου εκδώσει το διάταγμα θεραπείας, έπεται ότι το Κακουργοδικείο δεν μπορούσε να απαγορεύσει τη μεταφορά και δεν έπρεπε να το αγνοήσει, διατάσσοντας την κράτηση. Όπως επί λέξει υποστηρίζεται στο εφετήριο «[Υ]πάρχει σε ισχύ μια απόφαση/διάταγμα δικαστηρίου που να διατάσσει την ένταξη του κατηγορούμενου στο εν λόγω πρόγραμμα και ο ίδιος τώρα βρίσκεται σε παρακοή του εν λόγω διατάγματος εν όψει της απόφασης άλλου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την μεταφορά σε αυτό το πρόγραμμα χωρίς να υπάρχει η οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του που να υποστηρίζει οτιδήποτε διαφορετικό» (τρίτος λόγος έφεσης).

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Άλλωστε και στο διάγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος αποσαφηνίστηκε έτι περαιτέρω ότι όλοι οι λόγοι έφεσης «θέλουν» να δείξουν ότι το Κακουργοδικείο αποφάσισε τη συνέχιση της κράτησής του, παρά την ύπαρξη του διατάγματος μεταφοράς στο κλειστό πρόγραμμα Αγίας Σκέπης. Αυτό, με την επεξήγηση ότι από τη μια έχουμε απόφαση άλλου ισοβάθμιου Δικαστηρίου που αποφασίζει ότι η μεταφορά στο κλειστό πρόγραμμα είναι ορθό διάβημα και από την άλλη έχουμε μια απόφαση Κακουργοδικείου η οποία διαφωνεί με τη μεταφορά στην Αγία Σκέπη. Μάλιστα, στη βάση χρησιμοποιηθέντων παραδειγμάτων (π.χ. διατάγματος ψυχιατρικής νοσηλείας), προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο αγνόησε και απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντος, καθώς και το συμπέρασμα των Υπηρεσιών που το εξέτασαν, εννοώντας μεταξύ άλλων και τη Συμβουλευτική Επιτροπή, στην οποία μετείχε (συμφωνώντας) και εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέως.

 

        Με κάθε σεβασμό προς τις εισηγήσεις και στη βάση των όσων εξηγούμε κατωτέρω, θεωρούμε πως δεν ευσταθούν τα όσα αποδίδονται στο Κακουργοδικείο. Σε πρώτο στάδιο κρίνουμε πως για την παρακολούθηση του συλλογισμού μας εξυπηρετεί η παράθεση του Άρθρου 6(1) του Ν.41(I)/16, το οποίο έχει ως εξής:

 

        «6. (1) Κατηγορούμενος ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι χρήστης ή ουσιοεξαρτημένος και ο οποίος κατηγορείται ενώπιον Δικαστηρίου σε συνοπτική δίκη για οποιοδήποτε αδίκημα, εξαιρουμένων των αδικημάτων της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου, της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου και της εμπορίας ελεγχόμενου φαρμάκου, όπως τα αδικήματα αυτά καθορίζονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο, και οποιουδήποτε αδικήματος για το οποίο η προβλεπόμενη ανώτατη ποινή φυλάκισης υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, πριν την επιβολή ποινής, να αιτηθεί στο Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος θεραπείας και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα θεραπείας με το οποίο να εξουσιοδοτεί την παραπομπή του προσώπου αυτού σε Κέντρο Θεραπείας».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Εύκολα συνάγεται από το λεκτικό της πιο πάνω πρόνοιας ότι το δικαίωμα σε διάταγμα θεραπείας δεν προσφέρεται γενικά και απεριόριστα σε οποιονδήποτε χρήστη ή ουσιοεξαρτώμενο πρόσωπο. Είναι σαφής η πρόθεση του Νομοθέτη να προσφέρει το δικαίωμα αυτό σε χρήστες, κατηγορούμενους μεν σε συνοπτική δίκη για οποιοδήποτε αδίκημα, αλλά όχι σε χρήστες οι οποίοι κατηγορούνται (i) για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, (ii) για εισαγωγή ναρκωτικών ή (iii) για οποιοδήποτε αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση πέραν των 10 ετών. Ασφαλώς, στο πλαίσιο της γενικής προληπτικής πολιτικής του, η τεκμαιρόμενη λογική και σοφία του Νομοθέτη είναι ότι το ευεργέτημα αυτό δεν αρμόζει και δεν ενδείκνυται για άτομα τα οποία εμπλέκονται σε αδικήματα που αφορούν είτε προμήθεια ή εισαγωγή ή εμπορία ναρκωτικών (οποιασδήποτε τάξης ή ποσότητας) είτε σε άλλα σοβαρά κακουργήματα τιμωρούμενα με φυλάκιση μεγαλύτερη των 10 ετών.

 

        Θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως δεν συμφωνούμε με την όποια τυχόν άποψη ότι σημασία έχει μόνο το κατηγορητήριο της συνοπτικής δίκης στην οποία υποβάλλεται το αίτημα για θεραπεία και ότι είναι άσχετες ή αδιάφορες οποιεσδήποτε άλλες ποινικές υποθέσεις εκκρεμούν είτε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε ενώπιον Κακουργοδικείου, ήτοι ότι αρκεί να υπάρχει έστω και μια υπόθεση χωρίς κάποιο από τα εξαιρούμενα αδικήματα. Για να το θέσουμε αλλιώς, θα ήταν εκτός γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας, καθώς και παράδοξο να αντιμετωπίζει κάποιος αριθμό ποινικών υποθέσεων ενώπιον Επαρχιακών Δικαστηρίων ή Κακουργοδικείων για ένα ή περισσότερα από τα αδικήματα τα οποία ρητώς εξαιρεί ο Νόμος (π.χ. για εμπορία ή εισαγωγή ναρκωτικών, φόνο, ληστεία, βιασμό κ.τ.λ) και να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα σε μια μεμονωμένη υπόθεση στην οποία δεν υπάρχει τέτοιας σοβαρότητας αδίκημα, αγνοώντας όλες τις υπόλοιπες και κυρίως τη ρητή επιλογή και βούληση του Νομοθέτη, με αποτέλεσμα να υπερισχύσει της βούλησης αυτής.

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργοδικείου αδικήματα κατοχής και μεταφοράς στρατιωτικών τυφεκίων, καθώς και αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων, τα οποία και τιμωρούνται με φυλάκιση πέραν των 10 ετών. Έχουμε την άποψη λοιπόν πως σε κατάλληλη διαδικασία θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 6(1) του Ν.41(I)/16. Δεν αναφέρουμε όμως τα πιο πάνω με την προοπτική ενασχόλησής μας με την ορθότητα ή εγκυρότητα του διατάγματος θεραπείας (κάτι το οποίο δεν εγείρεται και ούτε έχουμε τη δικαιοδοσία να το πράξουμε στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης) αλλά για να καταδείξουμε κάποιαν άλλη, ουσιωδέστερη πτυχή της υπόθεσης. Πρόκειται για τη γενικότερη ανάγκη, καθώς και υποχρέωση τόσο της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της Υπεράσπισης, να ενημερώνουν για την εκκρεμότητα άλλων ποινικών υποθέσεων ή και την τυχόν κράτηση σε κάποια από αυτές, το Επαρχιακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτημα για διάταγμα θεραπείας. Οφείλουμε να πούμε πως η παρούσα δεν είναι η πρώτη έφεση στην οποία διαπιστώσαμε ότι κρατούμενος για μια υπόθεση υποβάλλει αίτημα σε άλλη και παραπέμπεται σε θεραπεία χωρίς να είχε ενημερώσει οποιοσδήποτε για την κράτησή του για άλλο (σοβαρότερο) αδίκημα βάσει διαταγής άλλου Δικαστηρίου.

 

        Αυτή η αναγκαία ενημέρωση διασυνδέεται και με δύο άλλες νομοθετικές πρόνοιες και δη με τα Άρθρα 6(2) και 7(4) του Ν.41(I)/16. Το πρώτο προνοεί ότι κατά την έκδοση του διατάγματος θεραπείας το Επαρχιακό Δικαστήριο δύναται να θέσει όρους και να δώσει οδηγίες για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του και για την επίτευξη των σκοπών του. Το δεύτερο προβλέπει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφασίζει για την έκδοση διατάγματος θεραπείας αφού λάβει υπ' όψιν του τη γνωμάτευση και όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της φύσης του αδικήματος, του χαρακτήρα και του ιστορικού του χρήστη. Είναι λοιπόν αυτονόητο το πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζει το Επαρχιακό Δικαστήριο π.χ. το ότι ο ευρισκόμενος ενώπιόν του κατηγορούμενος είναι κρατούμενος (υπόδικος ή κατάδικος) ή το ιστορικό του, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εκκρεμών υποθέσεων. Αυτή η γνώση είναι που θα τού επιτρέψει αφενός να εξετάσει δεόντως το τυχόν αίτημα και αφετέρου να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες για να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή του.

 

        Τα προαναφερθέντα μας οδηγούν ακριβώς στο βασικό παράπονο του Εφεσείοντος, ήτοι ότι το Κακουργοδικείο αγνόησε το διάταγμα θεραπείας, ότι διαφώνησε με αυτό και ότι απέρριψε το αίτημά του για μεταφορά στην Αγία Σκέπη. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει δεν συμφωνούμε με τις εισηγήσεις αυτές.

 

        Κατ' αρχάς θα πρέπει να τονίσουμε με έμφαση ότι το Κακουργοδικείο εκ των πραγμάτων ούτε γνώριζε τα περί αιτήματος του Εφεσείοντος ούτε ενεπλάκη καθ' οιονδήποτε τρόπο στην όποια διαδικασία έκδοσης του διατάγματος και ούτε απαγόρευσε τη μεταφορά του στην Αγία Σκέπη. Όπως διαπιστώνουμε από την πρώτη γνωμάτευση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 8.3.24 το αίτημα του Εφεσείοντος είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης υπ' αριθμό 13970/23 και είχε διαβιβαστεί στην εν λόγω Επιτροπή με επιστολή του Πρωτοκολλητή ημερ. 3.10.23, ήτοι την επόμενη της πρώτης εμφάνισης στο Κακουργοδικείο (2.10.23) και την προηγούμενη της αιτιολογημένης αρχικής του απόφασης (4.10.23) για την κράτηση του Εφεσείοντος. Μετά από επιτυχή ψυχιατρική αξιολόγηση, ο Εφεσείων κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής την 1.3.24, η οποία με την γνωμάτευσή της ημερ. 8.3.24 αποφάσισε την παραπομπή του σε θεραπευτικό κέντρο και ζήτησε όπως τύχει αξιολόγησης από την Αγία Σκέπη για τυχόν αποδοχή. Με δική της έκθεση ημερ. 21.3.24 η Αγία Σκέπη απεδέχθη την ένταξη του Εφεσείοντος στο θεραπευτικό πρόγραμμα, εξέλιξη για την οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή ενημέρωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο με επιστολή της ημερ. 26.3.24. Όλο αυτό το διάστημα είχαν μεσολαβήσει τέσσερεις τουλάχιστον εμφανίσεις στο Κακουργοδικείο (4.10.23, 20.10.23, 5.12.23, 5.2.24) και κανένας δεν το είχε ενημερώσει για οτιδήποτε σχετικό. Κάποια νύξη για την πιθανότητα ένταξης του Εφεσείοντος σε πρόγραμμα έγινε στις 8.4.24, όταν η υπόθεση ανεβλήθη για τις 20.5.24 αλλά ως εκεί.

 

        Κατά τις αγορεύσεις ενώπιόν μας αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ούτε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 17.5.24 υπήρξε οποιαδήποτε συζήτηση περί του ότι ο Εφεσείων ευρίσκετο υπό κράτηση σε υπόθεση Κακουργοδικείου. Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε μάλιστα ότι δεν είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο για την εκκρεμότητα υπόθεσης ενώπιον του Κακουργοδικείου διότι δεν ήταν κάτι που επηρέαζε την απόφαση για διάταγμα θεραπείας, ούτε προβλέπεται κάτι τέτοιο στον Νόμο ενώ στη Συμβουλευτική Επιτροπή μετέχει και εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέως.

 

        Αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ενδεικτικό του όλου χειρισμού είναι πρώτον ότι η Επαρχιακή Δικαστής, μη ούσα ενημερωμένη για την υπόθεση του Κακουργοδικείου (και την υφιστάμενη εκεί διαταγή κράτησης) εξέδωσε το διάταγμα θεραπείας στις 17.5.24, δεύτερον ότι βάσει του Άρθρου 6(3)(α) του Ν.41(I)/16, καθώς και των οδηγιών της, ο Εφεσείων ώφειλε να παρουσιαστεί στην Αγία Σκέπη εντός 48 ωρών, δηλαδή πριν τις 20.5.24 που ήταν ορισμένη η υπόθεσή του στο Κακουργοδικείο και τρίτον ότι πριν την επόμενη αυτή εμφάνισή του στο Κακουργοδικείο, είχε ήδη συντελεστεί μη συμμόρφωσή του με τους τεθέντες όρους. Αυτό, χωρίς οποιαδήποτε ανάμιξη του Κακουργοδικείου.

 

        Αντιλαμβανόμαστε ότι υπήρξε αδυναμία στην εφαρμογή του διατάγματος θεραπείας και τούτο προφανώς επειδή ο Εφεσείων ήταν ήδη κρατούμενος στις Κεντρικές Φυλακές βάσει της διαταγής κράτησης του Κακουργοδικείου. Από την άλλη πλευρά όμως το ίδιο το Κακουργοδικείο δεν έπραξε ή παρέλειψε οτιδήποτε το οποίο να επέφερε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο Εφεσείων γνώριζε πολύ καλά τις υποθέσεις τις οποίες αντιμετώπιζε και την κατάσταση (κράτησης) στην οποίαν ευρίσκετο και προφανώς ευελπιστούσε πως άμα τη εκδόσει από το Επαρχιακό Δικαστήριο του διατάγματος θεραπείας, αυτό θα υπερίσχυε ή και θα οδηγούσε οπωσδήποτε στην ακύρωση της διαταγής του Κακουργοδικείου για κράτηση, ενώπιον του οποίου ο Νομοθέτης είχε αποκλείσει τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος θεραπείας. Πλην όμως η έκδοση διατάγματος θεραπείας δεν οδηγεί ούτε αυτομάτως ούτε απαρέγκλιτα στην ακύρωση της οποιασδήποτε διαταγής κράτησης.

 

        Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι στη βάση του κ.25 των περί Φυλακών (Γενικών) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 121/97): «[Κ]άθε κρατούμενος μετά την εισαγωγή του στις Φυλακές βρίσκεται υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή. Θεωρείται επίσης ότι βρίσκεται κάτω υπό τη νόμιμη κράτηση του Διευθυντή και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κρατούμενος μεταφέρεται ή βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο εκτός των Φυλακών, είτε κατόπιν άδειας του Διευθυντή, είτε κατόπιν οποιασδήποτε άλλης νόμιμης εξουσιοδότησης». Ο δε Διευθυντής των Φυλακών έχει την εξουσία να επιτρέπει τη μεταφορά κρατούμενου με κατάλληλη συνοδεία εκτός των Φυλακών αλλά τούτο στις προβλεπόμενες είτε υπό του Νόμου, όπως το Άρθρο 15, είτε υπό των Κανονισμών, όπως ο κ.40, περιπτώσεις. Τονίζοντας ότι η περίπτωση ψυχικά ασθενούς (που χρησιμοποίησε ο κ. Κληρίδης ως παράδειγμα) ρυθμίζεται εξειδικευμένα από τον κ.48 και σχετικό διάταγμα του Υπουργού Υγείας, αρκούμαστε στο να παραθέσουμε δύο εκ των εννέα περιπτώσεων μεταφοράς κρατουμένου τις οποίες προνοεί το Άρθρο 15 του Ν.62 (I)/96 και οι οποίες έχουν ως εξής:

 

«15. Ο Διευθυντής έχει στις ακόλουθες περιπτώσεις την εξουσία να επιτρέπει τη μεταφορά κρατουμένου με κατάλληλη συνοδεία, εκτός των Φυλακών:

 

(α)  Για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη σε νοσοκομείο ή ιδιωτική κλινική ή ιατρείο με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου ιατρικού λειτουργού, εκτός εάν πρόκειται για περιστατικό επείγουσας φύσης, οπότε η μεταφορά του δύναται να επιτραπεί από το Διευθυντή ή τον επί καθήκοντι αξιωματικό των Φυλακών.

....................................................................................................................

(θ) χωρίς να επηρεάζονται οι εξουσίες του Διευθυντή δυνάμει του άρθρου 15, για λόγους δημόσιου συμφέροντος έπειτα από αίτηση του Αρχηγού της Αστυνομίας προς τον Υπουργό και παροχή γραπτής εξουσιοδότησης του Υπουργού προς το Διευθυντή».

 

        Δεν μας έχει λεχθεί και δεν γνωρίζουμε κατά πόσον κατά την υποβολή του αιτήματος (για διάταγμα θεραπείας) εν γνώσει της διαταγής κράτησης και χωρίς ενημέρωση είτε του Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε του Κακουργοδικείου, υπήρχε πρόθεση επίκλησης αργότερα ενώπιον της Διεύθυνσης των Φυλακών κάποιας από τις πιο πάνω δυνατότητες με πρωτοβουλία οποιασδήποτε πλευράς, δηλαδή είτε εκ μέρους του κατηγορούμενου (που αιτήθηκε το διάταγμα) είτε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής (που συναινούσε). Αυτό όμως το οποίο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως δεν φαίνεται λογικό να αποδίδεται ευθύνη στο Κακουργοδικείο για την όλη πορεία, χειρισμό και κατάληξη αυτή ή για τις όποιες δυσκολίες είχαν τυχόν παρουσιαστεί. Με ισχυρότερη ακόμα βεβαιότητα κρίνουμε πως η πορεία που ακολούθησαν οι εμπλεκόμενοι και η έκδοση του διατάγματος θεραπείας δεν συνιστούσαν λόγο για διαφοροποίηση της διαταγής κράτησης του Κακουργοδικείου, η οποία και δεν είχε αμφισβητηθεί οποτεδήποτε προηγουμένως. Τα όσα επιμέρους σχολιάστηκαν στην κρινόμενη πρωτόδικη απόφαση (και έχουν προσβληθεί με την έφεση) ήταν ακριβώς απόρροια του γεγονότος ότι ζητήθηκε η υποκατάσταση μιας τελεσίδικης αιτιολογημένης διαταγής κράτησης με όρους, τους οποίους καθηκόντως έκρινε σκόπιμο να σχολιάσει το Κακουργοδικείο. Εν πάση περιπτώσει, όπως και εάν ιδωθούν τα πράγματα, η ουσία παραμένει ότι ήταν ορθή η κατάληξή του πως υπό τις περιστάσεις το μοναδικό νέο δεδομένο, αυτό της έκδοσης του διατάγματος θεραπείας, δεν ήταν ικανό να διαφοροποιήσει τη διαταγή κράτησης.

 

        Στη βάση των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο