ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 133/24)

 

11 Ιουλίου 2024


[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

E.A.B.O.

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

--------------------------------------------

 

Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα

Σ. Χρυσοστόμου για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι η διαταγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 10.5.2024, για την κράτηση του Εφεσείοντος λόγω του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Εφεσείων στρέφονται κατά της πρώην συζύγου του. Προσάπτονται εναντίον του 10 κατηγορίες αφορώσες απειλή κατά της ζωής της ιδίας και της οικογένειας της, δημόσια εξύβριση, είσοδο σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, παρενόχληση θύματος κατά τρόπο που επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει την εκδίκαση υπόθεσης βίας στην οικογένεια, πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος οικογένειας, άσκηση ψυχολογικής βίας, παρενόχληση, ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές και καταφρόνηση Δικαστηρίου. Οι δυο τελευταίες κατηγορίες σχετίζονται με φερόμενη παραβίαση διατάγματος αποκλεισμού εκδοθέντος από το Ε.Δ. Πάφου (στην ποινική υπόθεση υπ’ αριθμόν 5010/23) το οποίο απαγορεύει στον Εφεσείοντα να πλησιάζει σε απόσταση 100 μέτρων από την κατοικία της πρώην συζύγου του και ή να έρχεται σε επαφή και ή να την παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Εκκρεμούν άλλες δυο ποινικές υποθέσεις εναντίον του Εφεσείοντος, για ίδιας ή παρόμοιας φύσης αδικήματα κατά της πρώην συζύγου του. Στην ποινική υπόθεση 6535/23 αντιμετωπίζει 21 κατηγορίες οι οποίες περιλαμβάνουν απειλή και απειλή βιαιοπραγίας σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες - μια εξ αυτών στρέφεται κατά της ζωής της - δυο κατηγορίες παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, δυο κατηγορίες ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές και άλλες δυο για καταφρόνηση Δικαστηρίου, οι οποίες σχετίζονται με φερόμενη παραβίαση του προαναφερθέντος διατάγματος αποκλεισμού. Στη δε ποινική υπόθεση υπ’ αριθμόν 5010/23, αντιμετωπίζει 13 κατηγορίες περιλαμβανομένων δυο απειλών σε διαφορετικές ημερομηνίες, η μια κατά της ζωής της και η άλλη κατά της ζωής της ίδιας και της οικογένειας της.

 

Η διαταγή κράτησης προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης μέσω των οποίων υποστηρίζεται: (α) ότι δεν δικαιολογείτο η πιθανολόγηση διάπραξης άλλου αδικήματος από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία και παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας καθότι λήφθηκαν υπόψη δυο εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, (β) το μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την παρούσα υπόθεση δεν ήταν ικανοποιητικό για να διαταχθεί η κράτηση, (γ) εσφαλμένα εκρίθη ότι η κράτηση του Εφεσείοντος ήταν αναγκαία για την προστασία του κοινωνικού συνόλου, (δ) εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής άντλησε δικαστική γνώση για το ότι στη μια από τις δυο εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, ο ίδιος (δικαστής) απέρριψε αίτημα κράτησης του Εφεσείοντος λόγω κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, απολύοντας τον υπό όρους και εκδίδοντας διάταγμα αποκλεισμού.

 

Είναι παγίως νομολογημένο ότι η πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης κατηγορούμενου προσώπου είναι η απόλυση του υπό όρους, απόρροια του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου. Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ΄εξαίρεση. Ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων είναι ένας από τους τρεις αναγνωρισμένους αυτοτελείς κινδύνους οι οποίοι δικαιολογούν την κράτηση υποδίκου. Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία γίνεται, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023.

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων συγκεφαλαιώνονται στο κάτωθι απόσπασμα από τη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 130:

 

«Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα. Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή.  Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση.  Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου.  Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις…»

 

(βλέπε επίσης Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 25/22, ημερ. 4.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/23, ημερ. 10.5.2023).

 

Συμφώνως της νομολογίας στην εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις αφορώσες αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Αριστοδήμου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 567, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2024, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 42/74, ημερ. 11.3.2024).

 

Στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 227 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

Είναι γεγονός ότι, όπως υποδεικνύεται στη νομολογία, η ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων στον ενδιάμεσο χρόνο μέχρι τη δίκη από τον εφεσείοντα, μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε από στοιχεία που αφορούν σε προηγούμενη καταδίκη ή προηγούμενες καταδίκες, είτε ακόμα και από το γεγονός ότι εναντίον του εφεσείοντα εκκρεμούν προς εκδίκαση ή προς καταχώρηση, άλλες υποθέσεις σε σχέση με διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων. [Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130]. Το γεγονός της εκκρεμότητας άλλων υποθέσεων σε σχέση με διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων μπορεί, υπό τις κατάλληλες περιστάσεις, να θεωρηθεί ότι αναδεικνύει μια συμπεριφορά και τάση του εφεσείοντα η οποία κλίνει προς την πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων αν αυτός αφεθεί ελεύθερος. [Βλ. Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 567] …»

(Υπογράμμιση δική μας)

 

 

Ωσαύτως, πέραν των εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων στην εκτίμηση του υπό αναφορά κινδύνου μπορούν να ληφθούν υπόψη στοιχεία προερχόμενα από την ίδια την υπόθεση την οποία ο υπόδικος αντιμετωπίζει (βλ. Matznetter v. Austria (1969) Αίτηση 2178/66, ημερ. 1011.1969, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2023, Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024).

 

Πρόσφατα, στη Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/24, ημερ. 16.4.2024, επισημάνθηκε ότι όπου τα υπό κατηγορία αδικήματα εμπίπτουν σε χρονική περίοδο κατά την οποία ο κατηγορούμενος βρισκόταν ελεύθερος υπό όρους σε άλλη ποινική υπόθεση για αδικήματα ιδίας ή παρόμοιας φύσης, τούτο αποκτά αυξημένη ισχύ κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεικνύοντας συγκεκριμένη τάση επαναλαμβανόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς (βλ. Bail in Criminal Proceedings, Neil Corre and David Wolchover, 3η έκδοση, σελ. 70).

 

Η πιθανολόγηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων βάσει ποινικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν εναντίον του υποδίκου ή στοιχείων προερχόμενων από την υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει, δεν αντίκειται στο τεκμήριο της αθωότητας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373). Η εν λόγω αρχή επιβεβαιώθηκε πολύ πρόσφατα στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) και Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024, όπου γίνεται εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας, περιλαμβανομένης αυτής του ΕΔΑΔ.

 

Το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε τη διαταγή κράτησης υποδίκου είναι περιορισμένο. Όπως πλειστάκις έχει τονιστεί μέσα από δικαστικές αποφάσεις, η διαταγή κράτησης «δεν αναθεωρείται με γνώμονα την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου» (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256), παρά μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι «η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα» (βλ. Dydi v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 103/20 κ.ά, ημερ. 3.9.2020, Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά. Ποιν. Έφ. 306/21). Γενικά το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου «εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (βλ. Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/23, ημερ. 10.5.2023).

 

Στρεφόμενοι στην εξέταση των λόγων έφεσης, η διαταγή κράτησης λόγω του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων δεν παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας του Εφεσείοντος συμφώνως της προαναφερθείσας νομολογίας. Η υπόθεση την οποία ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τις εναντίον του εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, συνθέτουν μια εικόνα επαναλαμβανόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς, περιλαμβάνουσα φερόμενη ανυπακοή σε προηγούμενη διαταγή αποκλεισμού και καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι τα στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούσαν την πιθανολόγηση κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Τα δε αδικήματα τα οποία ο Εφεσείων αντιμετωπίζει τόσο στην παρούσα όσον και στις εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις, στα οποία αναφερθήκαμε συνοπτικά ανωτέρω, είναι ιδιαίτερης σοβαρότητας, εφόσον επανειλημμένα φέρεται να απείλησε τη ζωή της παραπονούμενης και της οικογένειας της, ενώ το διάταγμα αποκλεισμού δεν φαίνεται να λειτούργησε αποτρεπτικά προς τον ίδιο. Το ότι το μοναδικό παραπονούμενο πρόσωπο είναι η πρώην σύζυγος του Εφεσείοντος ουδόλως αποδυναμώνει τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Τουναντίον τον ενισχύει καθότι δεικνύει ροπή σε εγκληματική συμπεριφορά κατά του ιδίου προσώπου.

 

Σε ό,τι αφορά το μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι ήταν αρκούντως ικανοποιητικό για την πιθανολόγηση κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων σε συνάρτηση με τις άλλες δυο ποινικές υποθέσεις τις οποίες αντιμετωπίζει. Με βάση την κατάθεση της Παραπονούμενης στην Αστυνομία, στις 3.5.24 περί ώρα 2:00μμ, ενώ βρισκόταν στην οικία της και κοιμόταν, άκουσε φωνές και θόρυβο και κοιτάζοντας από τις κάμερες ασφαλείας διαπίστωσε ότι ήταν ο Εφεσείων. Ακολούθως πρόσεξε από τις κάμερες ασφαλείας ότι αυτός ήρθε κοντά στο παράθυρο όπου κοιμόταν και τον άκουσε να την απειλεί με τις φράσεις «I will kill you, I will kill your family, I will fuck you, I will destroy you». Ανακρινόμενος από την Αστυνομία ο Εφεσείων άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται την υπόθεση Ν.Ι. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 246/22, ημερ. 14.11.2022, ECLI:CY:AD:2022:B448, στην οποία, ακολουθώντας την Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 159/22, ημερ. 29.9.2022, ελέχθη ότι «δεν μπορεί οι ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ μέρους των μαρτύρων κατηγορίας να αποτελέσουν τη βάση της πιθανολόγησης για διάπραξη νέων αδικημάτων ως εάν να επρόκειτο για αποδεδειγμένα γεγονότα», διευκρινίζοντας, ταυτόχρονα, ότι «άλλο είναι το ζήτημα της συνολικής στάθμισης των δεδομένων περιλαμβανομένης της σοβαρότητας της υπόθεσης ως προκύπτει από το κατηγορητήριο». Είναι η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να πιθανολογήσει τη διάπραξη νέων αδικημάτων εφόσον οι κατηγορίες σε όλες τις υποθέσεις τις οποίες αντιμετωπίζει ο Εφεσείων βασίζονται σε ισχυρισμούς της πρώην συζύγου του. Δεν συμφωνούμε με αυτή την εισήγηση. Τυχόν αποδοχή της θα εσήμαινε μαρτυρία για αλλεπάλληλα περιστατικά φερόμενων αδικημάτων δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν εκτός αν είναι διαφορετικοί οι παραπονούμενοι το οποίο αντίκειται στην κοινή λογική.

 

Τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Ν.Ι και Δ.Α., ανωτέρω, δεν αποκλίνουν από την καθιερωμένη θέση της νομολογίας ότι η πιθανολόγηση διάπραξης νέων αδικημάτων μπορεί να βασιστεί σε εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις για ομοειδή αδικήματα ή άλλα αδικήματα ανάλογου βαθμού σοβαρότητας. Ούτε, με κάθε σεβασμό, θέτουν οποιονδήποτε άκαμπτο κανόνα ότι το μαρτυρικό υλικό επί του οποίου ερείδονται οι κατηγορίες δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συνολικής στάθμισης των δεδομένων της υπόθεσης. Στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη μαρτυρία αστυφύλακα ότι μετά την καταχώρηση της υπόθεσης εναντίον του κατηγορούμενου εξεταζόταν καταγγελία και αναμενόταν η καταχώρηση νέας ποινικής υπόθεση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης επειδή ενώ βρισκόταν ελεύθερος υπό όρους, επιτέθηκε με ρόπαλο σε δυο πρόσωπα προκαλώντας τους τραυματισμό. Η μαρτυρία αυτή οδήγησε σε κράτηση του κατηγορούμενου λόγω κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, εκρίθη δικαιολογημένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη του υπό αναφορά κινδύνου με βάση το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό που «σχετίζεται με τη φύση, σοβαρότητα και την ισχυριζόμενη μέθοδο διάπραξης των αδικημάτων». Στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων κρίθηκε δικαιολογημένος βάσει της μαρτυρίας η οποία αποτέλεσε το βάθρο των κατηγοριών και της παραπομπής του Εφεσείοντος σε δίκη ενώπιον Κακουργοδικείου. 

 

Εν προκειμένω η συνολική στάθμιση των δεδομένων για σκοπούς εκτίμησης του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, προκύπτει από το κάτωθι απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης το οποίο παραθέτουμε:

 

«Χωρίς σε καμιά περίπτωση να παραγνωρίζεται το τεκμήριο της αθωότητας του Κατηγορούμενου έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο του υφιστάμενου κατηγορητηρίου αλλά και τις κατηγορίες που αυτός αντιμετωπίζει σε δυο άλλες υποθέσεις που αφορούν την καταλογιζόμενη διάπραξη από μέρους του ίδιας φύσης αδικημάτων, μάλιστα σε επαναλαμβανόμενο χρόνο, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ότι το προσωρινό διάταγμα που έχει εκδοθεί στα πλαίσια της υπόθεσης 5010/23 δεν φαίνεται να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα όλα σωρευτικά ιδωμένα είναι αρκετά για να δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση στο Δικαστήριο ότι σε περίπτωση που αυτός αφεθεί ελεύθερος υπάρχει ο κίνδυνος διάπραξης από μέρους του άλλων αδικημάτων.

 

Αξιοσημείωτο πως με τα όσα καταλογίζονται στον κατηγορούμενο προκύπτει πως αυτός μεταξύ της περιόδου Αυγούστου 2022 με Μάιο 2024 επιδόθηκε κατά την Κατηγορούσα Αρχή σε 8 διαφορετικά περιστατικά με θύμα την πρώην σύζυγο του και παρά την ύπαρξη προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού που είχε εκδοθεί από την 1η υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον του».

 

 

        Πρόσθετα, δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με το ότι στο πλαίσιο εκτίμησης του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολογίζει  και την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Είναι αυτονόητο ότι η εγκληματική δράση εναντίον οποιουδήποτε προσώπου διαταράσσει την ευνομία και εύρυθμη λειτουργία κάθε πολιτισμένης κοινωνίας και υπ’ αυτή την έννοια το κοινωνικό σύνολο επηρεάζεται από πράξεις που συμβάλλουν στην παρανομία γενικότερα.   Ο Εφεσείων εισηγείται ότι η κρίση αυτή υπήρξε εσφαλμένη καθότι ο υπό αναφορά κίνδυνος περιορίζεται στην πρώην σύζυγο του. Διαφωνούμε. Η προστασία του κοινωνικού συνόλου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το δημόσιο συμφέρον στην πρόληψη του εγκλήματος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Human Rights & Criminal Justice, 3η έκδοση, των Ben Emmerson QC, Andrew Ashworth QC, Alison MacDonald κ.α., παρ. 8-44: “The public interest in the prevention of crime may justify detention where there are good reasons to believe that the accused, if released, would be likely to commit further offences” (βλ. Matznetter v. Austria (1979-80) 1 EHRR 198, para. 9, Tooth v. Austria (1992) 14 EHRR 551, para. 70, Clooth v. Belgium (1992) 14 EHRR 717, para. 40). Επομένως, το δημόσιο συμφέρον στην πρόληψη του εγκλήματος δικαιολογεί την κράτηση του υπόδικου εάν υπάρχουν καλοί λόγοι να πιστεύεται ότι εάν απολυθεί είναι πιθανόν να διαπράξει άλλα αδικήματα.

 

Τέλος, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άντλησε δικαστική γνώση για το ότι στην ποινική υπόθεση 6535/23 απέρριψε αίτημα κράτησης του από την Κατηγορούσα Αρχή λόγω του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, απολύοντας τον  υπό όρους και εκδίδοντας ανάλογο διάταγμα αποκλεισμού του από την παραπονούμενη. Το γεγονός αυτό δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή ή την Υπεράσπιση. Με κάθε σεβασμό, διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα Cross on Evidence, 12η έκδοση, στη σελ. 81 αναφέρονται τα εξής:

 

“The general rule is that neither judge nor juror may act on his personal knowledge of facts even if acquired only from previous cases heard in the same court. Nor may the court take steps to acquire such knowledge …”

 

Παρέχεται επομένως πεδίο για επέμβαση στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο θα πρέπει να διερωτηθεί πως θα έπρεπε να ασκηθεί η διακριτική εξουσία και δη κατά πόσο δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις διαφορετικό αποτέλεσμα με βάση τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία (βλ. R v. Cook (1959) 2 All E.R. 97, per Lord Devlin, Archbold 2021, παρ. 7-101). Είμαστε της γνώμης ότι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας θα απέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Τα στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ικανοποιητικά για τη στοιχειοθέτηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δικαιολογώντας τη διαταγή κράτησης του Εφεσείοντος.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο