ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 137/2021)

 

18 Ιουλίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                                                           Εφεσείουσα,

v.

 

ΝΙΚΟΥ ΤΑΝΤΕΛΕ

                                                                                                          Εφεσίβλητου.

 

--------------------

Α. Χρίστου (κα), με Κ. Σοφοκλέους & Μ. Βρούζου (κα) (ασκούμενους δικηγόρους) για Ιωαννίδης – Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ξ. Ευγενίου (κα), για Α. Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

                                              --------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

   θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με απόφαση του ημερομηνίας 13/10/2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την Προσφυγή Αρ. 633/2019 που ο Εφεσίβλητος είχε καταχωρίσει εναντίον της απόφασης της Εφεσείουσας να προαγάγει αντί αυτού, τα Ενδιαφερόμενα μέρη (εφεξής Ε/Μ) Ε. Παπαϊωάννου και Κ. Αργυρού, στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Σταθμού-Τεχνικού Μηχανικού Σταθμού (Βάρδιας), Κλίμακα Α9, στον Σταθμό Δεκέλειας.

 

Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας λόγω της συμμετοχής της Προέδρου και δύο μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Εφεσείουσας και στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.  Συναφώς διαπιστώθηκε κακή σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, με συνέπεια την ακύρωση της προαγωγής των προαναφερθέντων Ε/Μ στην επίδικη θέση.

 

Με έξι Λόγους Έφεσης, οι οποίοι συνοψίζονται κατωτέρω, βάλλεται η πρωτόδικη κρίση.

 

Με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τον προβληθέντα από τον Εφεσίβλητο λόγο ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, παραλείποντας να εξετάσει αν ο λόγος αυτός προβάλλεται μετ’ εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος απεκλείσθη από το στάδιο της Ειδικής Επιτροπής, στάδιο το οποίο προηγείται του σταδίου της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.  Με τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης, προβάλλει η Εφεσείουσα ότι αγνοήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο τα νομολογηθέντα στην απόφαση στην Πετούσης ν. ΑΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 3764, στην οποία απερρίφθη ίδιος με τον προβληθέντα από τον Εφεσίβλητο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας.  Αντικείμενο του Τρίτου Λόγου Έφεσης, είναι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι δεν συμπεριελαμβάνετο στους λόγους ακυρότητας η αντίθεση του Κανονισμού 19 της ΚΔΠ 291/1986 με το Άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999).  Με τον Τέταρτο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τα αποφασισθέντα από το Διοικητικό Δικαστήριο στην Ιωσηφίδου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1424/2018, ημερομηνίας 21/6/2019, η οποία ανετράπη κατ’ έφεση.  Με τον Πέμπτο Λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε την πρόνοια του Κανονισμού 19(4) της ΚΔΠ 291/1986  που προβλέπει ρητά τη μη δέσμευση της κρίσης των μελών που αρχικώς συμμετείχαν στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και ακολούθως στο Διοικητικό Συμβούλιο.  Το εσφαλμένο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσείουσας λόγω της συμμετοχής σε αυτό των τριών μελών που απαρτίζουν τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, αποτελεί το αντικείμενο του Έκτου Λόγου Έφεσης.

 

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, μετά την έκδοση της πρωτόδικης Απόφασης, η Εφεσείουσα κατεχώρησε στις 5/11/2021 την παρούσα Έφεση και στις 9/11/2021, αίτηση αναστολής της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στις 17/12/2021 απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στις 25/1/2022, η Εφεσείουσα προέβη σε επανεξέταση και αποφάσισε την προαγωγή των Ε/Μ αναδρομικά από 1/5/2019.  Εναντίον της νέας αυτής απόφασης, ο Εφεσίβλητος κατεχώρησε την Προσφυγή Αρ. 443/2022 (i-Justice), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Η πιο πάνω εξέλιξη αποτέλεσε το έναυσμα για τον Εφεσίβλητο να προβάλει στο Περίγραμμα Αγόρευσής του ζήτημα, για το κατά πόσο διατηρεί το αντικείμενό της η παρούσα Έφεση.  Συναφώς δόθηκε η δυνατότητα στα μέρη να αναπτύξουν τις θέσεις τους δια της υποβολής συμπληρωματικών Περιγραμμάτων Αγόρευσης.

 

Όπως υποδεικνύεται από τον Εφεσίβλητο, με παραπομπή μεταξύ άλλων, στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία και Philips College Ltd, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 77/2018, ημερομηνίας 10/4/2024, η Εφεσείουσα προσπαθεί να ανατρέψει απόφαση που έχει ήδη αντικατασταθεί με νεότερη διοικητική πράξη, με ίδιο περιεχόμενο και η οποία έχει αμφισβητηθεί με νέα προσφυγή.  Συνεπώς έχει εκλείψει το αντικείμενό της παρούσας έφεσης και η δίκη καταργείται. 

 

Η Εφεσείουσα αντιτείνει ότι η επανεξέταση έγινε, όπως επισημαίνεται στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, ημερομηνίας 25/1/2022, «ανεξαρτήτως και άνευ βλάβης και με πλήρη επιφύλαξη της Έφεσης 137/2021 εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου […] επειδή, η πλήρωση των επίδικων θέσεων, επιβάλλεται για την εύρυθμη λειτουργία του επηρεαζόμενου Τμήματος του Οργανισμού».  Κατά συνέπεια, η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την Κυπριακή Δημοκρατία και Philips College Ltd (ανωτέρω), αφενός επειδή η επανεξέταση έγινε με πλήρη επιφύλαξη της παρούσας Έφεσης και αφετέρου, κατά την επανεξέταση δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα του Εφεσίβλητου.  Η δε Εφεσείουσα συμμορφώθηκε  προς σεβασμό με τη δικαστική απόφαση, έστω και αν διαφωνεί με το αποτέλεσμα της.  Προς υποστήριξη των θέσεών της, η Εφεσείουσα παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στα νομολογηθέντα στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού και Άλλων ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και Άλλων (2017) 3 Α.Α.Δ. 174.

 

Προέχει η εξέταση του πιο πάνω προδικαστικού ζητήματος, λόγω της σημασίας που ενέχει για την περαιτέρω πορεία της παρούσας Έφεσης.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (ανωτέρω), είχε προβληθεί η θέση ότι η Εφεσείουσα, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, κωλυόταν να προβάλει ζήτημα εσφαλμένης πρωτόδικης απόφασης, εφόσον η Διοίκηση είχε συμμορφωθεί με την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σημείωσε τα εξής:

 «Η Διοίκηση είχε υποχρέωση συμμόρφωσης με την πρωτόδικη απόφαση μέχρι την τυχόν ανατροπή της. Τέτοια συμμόρφωση δεν δημιουργεί κώλυμα, στη Διοίκηση, να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές από τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι η συμμόρφωση έγινε όχι επειδή η Διοίκηση συμφωνούσε με την ορθότητα της απόφασης, αλλά για λόγους σεβασμού προς τις αποφάσεις των Δικαστηρίων.».

 

Η δεσμευτικότητα των πάντων στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει διακηρυχθεί σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2016) 3 Α.Α.Δ. 234, στην οποία υιοθετήθηκαν και επαναλήφθηκαν τα νομολογηθέντα στην Μαρκίδης ν. Ellinas Finance Public Company Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 1934:

«Στην υπόθεση Μαρκίδης v. Ellinas Finance Public Company Ltd (2014) 1, ECLI:CY:AD:2014:A662Α.Α.Δ. 1934 το Εφετείο, το οποίο εξέταζε και αίτημα όπως η έφεση τεθεί προς εκδίκαση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είπε τα εξής σχετικά, τα οποία παραθέτουμε, συμφωνώντας απόλυτα με αυτά.

 

«Η Πλήρης Ολομέλεια αποτελεί διεύρυνση του τριμελούς ή πενταμελούς εφετείου, αναλόγως της περίπτωσης, και όχι εφετείο τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας. Αναλαμβάνει δε, σπανίως, η ίδια την εκδίκαση υποθέσεων κατ' έφεση και σε περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Αυτό συμβαίνει όταν, με την έφεση, κρίνεται ότι εγείρονται πολύπλοκα νομικά θέματα μείζονος σημασίας ή και θέματα, για την κατάληξη επί των οποίων έχει άμεσο ενδιαφέρον ολόκληρη η κοινωνία των πολιτών, ή μεγάλο μέρος της, και, ειδικά, όταν υπάρχει επηρεασμός των δικαιωμάτων της, τότε κρίνεται πως ορθό είναι να τεθεί , στην όποια απόφαση προκύψει από αυτή, ο συλλογικός προβληματισμός και η κρίση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενισχύοντας, έτσι, και το στοιχείο της δεσμευτικότητας των πάντων με αυτή, (βλ. Al-Hamad v. Police (1988) 2 C.L.R. 164, Γενικός Εισαγγελέας v. Λαζαρίδη κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 330 και Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1311).»

 

Τα αποφασισθέντα από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με την απώλεια του αντικειμένου της Έφεσης, υιοθετήθηκαν και επαναλήφθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου ν. Ποταμίτου κ.ά., Συνεκδ. Εφέσεις κατά αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 59/2020 και 104/2020, ημερομηνίας 7/6/2021, ως ακολούθως:

«Ούτως ή άλλως, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο μεταγενέστερος διορισμός έλαβε χώραν σε συμμόρφωση με την εκκαλούμενη απόφαση, οι Εφεσείοντες δεν θα εμποδίζονταν στην προώθηση της έφεσης, κατ΄ επίκληση του γνωστού δόγματος της ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Όπως επαναλαμβάνεται στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.ά., συνεκδ. εφέσεις αρ. 2/2016 και 7/2016, ημερ. 3.3.2017:[…]

 

Στη βάση των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της ή ότι έχει καταστεί αλυσιτελής και άνευ σημασίας για τα δικαιώματα των Εφεσειόντων».

 

Αναφορικά με την παραπομπή του Εφεσίβλητου στα αποφασισθέντα στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία και Philips College Ltd (ανωτέρω), ως ενισχυτικά της θέσης του, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι πρόκειται για περίπτωση της οποίας τα δεδομένα διαφοροποιούνται από αυτά της εξεταζόμενης.  Επρόκειτο για αίτημα του Εφεσίβλητου Ιδιωτικού Πανεπιστημίου Philips College, το οποίο ικανοποιήθηκε αναδρομικά με την έκδοση από την Εφεσείουσα Κυπριακή Δημοκρατία νέας διοικητικής απόφασης που λήφθηκε στα πλαίσια επανεξέτασης, μετά από ακυρωτική απόφαση.  Κρίθηκε ότι εξέλιπε πλέον το αντικείμενο του επίδικου ζητήματος, εφόσον είχε ικανοποιηθεί το αίτημα του προσφεύγοντος Ιδιωτικού Πανεπιστημίου διά της εκδόσεως μεταγενέστερης πράξης, η οποία περιείχε διαφορετική ρύθμιση του θέματος από την αρχική και τελικά απερρίφθη η Έφεση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως άνευ αντικειμένου, στη βάση της αρχής ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω και δεν αποφασίζουν ακαδημαϊκώς τα ζητήματα που τίθενται ενώπιον τουςΜεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

«Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι  μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στην Προσφυγή 4773/2013 και στα πλαίσια επανεξέτασης, οι Εφεσείοντες 1 αποφάσισαν στις 15.10.2019, ασκώντας τις εξουσίες τους δυνάμει του Άρθρου 15(2) του περί των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων (Ίδρυση, Λειτουργία και Έλεγχος) Νόμου του 2005 (Ν. 109(Ι)/2005), να επιτρέψουν την εγγραφή στο Μητρώο Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, του Ιδιωτικού Πανεπιστημίου «Philips University» και να εγκρίνουν την χορήγηση αρχικής άδειας λειτουργίας του για περίοδο 5 ετών, αναδρομικά από 5.2.2013.  Στη βάση της εν λόγω απόφασης, το Υπουργείο Παιδείας Αθλητισμού και Νεολαίας εξέδωσε στις 12.11.2019 Πιστοποιητικό Εγγραφής στο Μητρώο και Αρχική Άδεια Λειτουργίας.  Συνεπώς,  το αίτημα των Εφεσίβλητων ικανοποιήθηκε αναδρομικά, με μεταγενέστερη της καταχώρισης της παρούσας Έφεσης (14.6.2018), έκδοση νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης, γεγονός που συνεπάγεται, με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές, κατάργηση της δίκης, εφόσον έτσι, το επίδικο ζήτημα της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασίας, απώλεσε το αντικείμενο του.

 

          Συνακόλουθα, καταλήγουμε πως η Έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί.»

 

 

 

Αντίθετα, στην εξεταζόμενη υπόθεση, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και στα πλαίσια επανεξέτασης, δεν ικανοποιήθηκε ο Εφεσίβλητος από την νέα εκτελεστή διοικητική πράξη (την οποία και προσέβαλε), η οποία περιέχει ίδια ρύθμιση με την αρχική και δεν τον ικανοποιεί.  Επομένως, το επίδικο ζήτημα που εγείρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποτελεί ζήτημα το οποίο χρήζει δικαστικής κρίσης και δεν απώλεσε το αντικείμενο του.  Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου η Έφεση.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος των Λόγων Έφεσης, οι οποίοι κρίνονται συναφείς και αλληλένδετοι, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, λόγω της συμμετοχής στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσείουσας, της Προέδρου και δύο μελών οι οποίοι συμμετείχαν και στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή.  Επ’ αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Είναι σαφές ότι ο ρόλος της υπεπιτροπής είναι συμβουλευτικός προς το διοικητικό συμβούλιο το οποίο είναι το αποκλειστικά αρμόδιο για λήψη τελικής απόφασης. Είναι επίσης σαφές, όμως, ότι για να καταλήξει η υπεπιτροπή στην παροχή συμβουλής (εισήγησης) προς το διοικητικό συμβούλιο έχει μελετήσει τα δεδομένα των υποψηφίων και έχει αποκτήσει άποψη ως προς ένα ή περισσότερους καταλληλότερους υποψηφίους. Τα ίδια, λοιπόν, πρόσωπα που απαρτίζουν την υπεπιτροπή συμμετέχουν και στο διοικητικό συμβούλιο όπου μαζί με τα υπόλοιπα μέλη λαμβάνουν την τελική απόφαση. Είναι λογικώς αναμενόμενο ότι η κρίση που σχημάτισαν τα εν λόγω μέλη στα πλαίσια του ρόλου τους ως υπεπιτροπή, θα εξακολουθήσει να υφίσταται και στα πλαίσια του ρόλου τους ως συμμετέχοντες στο διοικητικό συμβούλιο. Η αναφορά στην παράγραφο (4) του κανονισμού 19 περί καμίας δέσμευσης των μελών της υπεπιτροπής από την απόφασή τους στην υπεπιτροπή, δεν διασώζει, κατά την άποψή μου, το παράδοξο της διαδικασίας εφόσον τυχόν μεταγενέστερη αλλαγή στην άποψη των μελών που απαρτίζουν την υπεπιτροπή στα πλαίσια της διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου, θα έχει κατά πάσα πιθανότητα ως αποτέλεσμα την εκ νέου αμφισβήτηση στο μυαλό του διοικουμένου για τους λόγους της αλλαγής αυτής.

Η αρχή της αμεροληψίας συνιστά μία από τις βασικές αρχές που περικλείονται στην έννοια της φυσικής δικαιοσύνης υπό την λατινική φράση "Nemo judex in sua causa". Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης είναι μέρος αναπόσπαστο του κράτους δικαίου και πρέπει να διαχέουν ολόκληρο το φάσμα της λειτουργίας της διοίκησης γιατι μόνο κατ' αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται, τελικά, η ισότητα. Η αμεροληψία ως έννοια σημαίνει την ύπαρξη μίας λειτουργικής προκατάληψης (operative prejudice) συνειδητής ή ασυνείδητης ως προς ένα πρόσωπο ή θέμα. Τέτοια λειτουργική προκατάληψη μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μίας προειλημμένης άποψης ή προδιάθεσης να αποφασίσει κάποιος επί ενός ζητήματος κατά συγκεκριμένο τρόπο έτσι ώστε να μην αφήνεται η σκέψη ελεύθερη.  

Δεν μου διαφεύγει ότι το διοικητικό συμβούλιο ενεργεί ως συλλογικό όργανο και ως τέτοιο δεν απαρτίζεται μόνο από τα τρία μέλη που απαρτίζουν την υπεπιτροπή. Εντούτοις, η συμμετοχή τους δεδομένης της ρητής έκφρασης κρίσης υπό την προηγούμενη ιδιότητά τους ως μέλη της υπεπιτροπής συνιστά κακή σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου.

Για σκοπούς της παρούσας απόφασης υιοθετώ, επίσης, όσα λέχθηκαν από τις αδερφές Δικαστές Καλλιγέρου, ΠΔΔ και Ζερβού, ΔΔΔ ως συνοψίζονται στην απόφαση της αδερφής Δικαστή Καλλιγέρου στην Ιωσηφίδου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1424/2018, 21.6.2019: […]».

 

 

Καταρχάς δεν συμμεριζόμαστε την άποψη της Εφεσείουσας, όπως αυτή προβάλλεται στον Πρώτο Λόγο Έφεσης, ότι ο λόγος ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας δεν προβάλλεται μετ’ έννομου συμφέροντος, καθότι ο Εφεσίβλητος απεκλείσθη από το στάδιο της Ειδικής Επιτροπής και ως εκ τούτου, τα έννομα του αποτελέσματα δεν μεταβλήθηκαν κατά το στάδιο της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Σύμφωνα με τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (ΚΔΠ 291/1986), Κανονισμός 18, συνίστανται Συμβουλευτικές Επιτροπές «προς τον σκοπόν βοηθείας της Αρχής εις την επιλογήν των καταλληλοτέρων υποψηφίων εκ των εκάστοτε υπαλλήλων διά την πλήρωσιν διά προαγωγής».  Οι Επιτροπές Επιλογής έχουν «συμβουλευτικήν μόνον ιδιότητα» και υποβάλλουν «εισηγήσεις εις την Αρχήν» επί θεμάτων της αρμοδιότητάς τους.  «Η λήψις όμως της τελικής αποφάσεως θα ανήκει εις την δικαιοδοσίαν και αρμοδιότητα της Αρχής».   Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την προβλεπόμενη στον Κανονισμό 19, Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, η οποία προβαίνει σε «συστάσεις και εισηγήσεις προς την Αρχήν» και της οποίας ο ρόλος είναι «συμβουλευτικός μόνον».  Η δε Αρχή «ουδόλως θα δεσμεύηται εξ’ οιασδήποτε συστάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής» και έχει «αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν να λαμβάνη τελικάς και δεσμευτικάς αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού».

 

Με το δεδομένο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν δεσμεύεται από τις εισηγήσεις και συστάσεις των συμβουλευτικών πιο πάνω Επιτροπών και επομένως η όποια εισήγηση υποβάλλεται δεν είναι δεσμευτική για την Αρχή κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου για προαγωγή, ο Εφεσίβλητος διατηρούσε το έννομο συμφέρον να προβάλλει λόγους που αφορούσαν τα επόμενα στάδια της όλης διοικητικής διαδικασίας.  Κατά συνέπεια, κρίνεται αβάσιμος ο Πρώτος Λόγος Έφεσης και απορρίπτεται.

 

Αβάσιμος κρίνεται και ο Τρίτος Λόγος Έφεσης, ότι εσφαλμένα εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγος ακύρωσης περί πάσχουσας σύνθεσης εξαιτίας της παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, αφού τέτοιος λόγος δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της Προσφυγής.  Είναι πάγια η θέση της νομολογίας ότι, ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη, όπως είναι το ζήτημα της κακής σύνθεσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ.  Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314). 

 

Η εξέταση των υπολοίπων Λόγων Έφεσης είναι κοινή και μας οδηγεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 19 της ΚΔΠ 291/1986, ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία επιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, θεμάτων διορισμού και προαγωγής του προσωπικού της Αρχής, είναι συμβουλευτικός και σκοπό έχει την παροχή βοήθειας προς την Αρχή για την επιλογή του καλύτερου διαθέσιμου υποψήφιου για διορισμό ή προαγωγή.  Η Αρχή δεν δεσμεύεται από οποιαδήποτε σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τα  μέλη της όταν συμμετέχουν στην ολομέλεια της Αρχής, δεν δεσμεύονται από οποιαδήποτε απόφαση που λήφθηκε από την Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έστω και αν συμμετείχαν τα μέλη στη λήψη της απόφασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχεται ότι ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής είναι συμβουλευτικός και ότι στη βάση των προνοιών του Κανονισμού 19(4), δεν υπάρχει οποιαδήποτε δέσμευση των μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής από την απόφασή τους στην Υπεπιτροπή.   Καταλήγει όμως, ότι η όλη διαδικασία παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας.  Προς επίρρωση δε των θέσεών του, το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τα νομολογηθέντα σε δύο αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Πρόκειται για την Ιωσηφίδου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1424/2018, ημερομηνίας 21/6/2019 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 35/2016, ημερομηνίας 28/5/2019.

 

Σημειώνεται ότι, η πρώτη πιο πάνω απόφαση έχει ανατραπεί με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ιωσηφίδου, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 139/2019, ημερομηνίας 20/1/2022.  Είχε κριθεί πρωτόδικα, ότι ετίθετο θέμα παραβίασης της αρχής αμεροληψίας, κυρίως λόγω της συμμετοχής του ίδιου προσώπου ως μέλους τόσο στην Α΄Κρίση της πρώτης ειδικής Επιτροπής όσο και στη Β΄Κρίση της δεύτερης ειδικής Επιτροπής.  Κατ’ έφεση επισημάνθηκε ότι:

 […]

 «στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ως ίσχυαν τον ουσιώδη χρόνο δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που θα επέβαλλε υποχρεωτικά μη συμμετοχή μέλους της πρώτης Επιτροπής, κατά την Α΄Κρίση στην δεύτερη ειδική Επιτροπή κατά τη Β΄Κρίση.   Ούτε στον Κώδικα Δεοντολογίας του Πανεπιστημίου υπάρχει τέτοια απαγόρευση […]. Θα ήταν λογικά αναμενόμενο να αναγράφετο τέτοια απαγόρευση, εάν όντως υπήρχε τέτοια ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας». 

 

Από την όλη δε φιλοσοφία των σχετικών διατάξεων προέκυπτε:

[…]

 «η αυτονομία κρίσης και η ανάγκη όπως αποσυνδεθεί η Α΄ Κρίση με τη Β΄ με αυτοτελή και διακριτό τρόπο, αφού αφορά νέα στοιχεία και νέα έρευνα, ώστε ακριβώς να μην παρεισφρήσει - αντικειμενικά -θέμα παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, επειδή μέλος της επιτροπής μετείχε στην Α΄ και στη Β΄ Κρίση.  Κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται ούτε από το Νόμο ούτε από τον Κανονισμό ούτε από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης για αντικειμενική αμεροληψία.  Διαφορετικό βεβαίως θα ήταν το θέμα και η κατάληξη αν εξετάζετο η πράξη κάτω από τις αρχές της παραβίασης της υποκειμενικής αμεροληψίας.  (Βλ.  Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.΄Εφ.125/17 κ.ά., ημερ. 26.4.2018).»

 

 

Θεωρήθηκε δε η αναφορά στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας υπ’ αριθμό 3720/06, ημερομηνίας 14/12/2006 (την οποία υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση) εσφαλμένη, ως αφορώσα υποκειμενική αμεροληψία.

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, όχι μόνο δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στη σχετική Νομοθεσία, η οποία να επιβάλλει υποχρεωτικά τη μη συμμετοχή μέλους της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, αλλά αντίθετα, ρητά και αποκλειστικά ορίζεται στον Κανονισμό 19(4) της ΚΔΠ 291/1986 ότι, τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όταν παρακάθηνται στην ολομέλεια της Αρχής «ουδόλως θα δεσμεύωνται υπό οιασδήποτε αποφάσεως ληφθείσας υπό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έστω και εάν ταύτα συμμετέσχον εις την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως».  Πρόσθετα, η σχετική νομοθεσία ρητά αναδεικνύει την αυτονομία της αρμοδιότητας της Αρχής ως έχουσας τον τελικό λόγο,  από αυτήν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, κατά τρόπο ώστε αποσυνδέονται μεταξύ τους οι δύο κρίσεις.   Συνεπώς  είναι η ύπαρξη των πιο πάνω σαφών νομοθετικών προνοιών που διαφοροποιεί την εξεταζόμενη υπόθεση από άλλες του είδους.

 

Χαρακτηριστικό για το ζήτημα που εδώ απασχολεί, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παπαστεργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. Αρ. 47/15, ημερομηνίας 14/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:C6:

«Κατά τα διαλαμβανόμενα στα Άρθρα 20(1) και 21(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 ο Ν.158(Ι)/99») - αλλά και συμφώνως εμπεδωμένων νομολογιακών αρχών - για να είναι νόμιμο ένα συλλογικό όργανο θα πρέπει κανονικώς εχόντων των πραγμάτων να είναι συγκροτημένο και συντεθειμένο από τα πρόσωπα που καθορίζει το νομοθέτημα (βλ. Χατζηπροδρόμου και Άλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 81/20, ημ. 14.9.21, Λαμπριανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 247/12, ημ. 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C131, Γρουτίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 220/12, ημ. 18.9.19, ECLI:CY:AD:2019:C379).

 […]

Η συγκρότηση και σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - νόμιμη ως ήταν καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους - δεν εξαρτάτο λοιπόν από τη βούληση και προθέσεις του xxx Παττίχη (ή της xxx Γεωργίου), ως ισχυρίζεται η Εφεσείουσα, αλλά καθορίστηκε ρητώς και αποκλειστικώς εκ του νόμου, και δη από το συνδυασμένο περιεχόμενο των Άρθρων 31(1)(β), 32(4), Ν.1/90 και 20(1), Ν.158(Ι)/99 (βλ. Κουλέντη ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 92/14, ημ. 2.12.20, ECLI:CY:AD:2020:C411, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, 276-279).».

 

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση, στην υπόθεση Σπύρος Πετούσης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3764, απασχόλησε το ζήτημα της αρχής «ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων», υπό την έννοια ότι τρία από τα οκτώ μέλη της Αρχής που είχαν λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν τα ίδια που απάρτιζαν την Υπεπιτροπή της Αρχής που προέβη σε σύσταση.  Κρίθηκε αβάσιμος ο ισχυρισμός, με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Στην υπόθεση Evripides v. Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 850, λέχθηκαν τα ακόλουθα, στη σελίδα 857:

"The fact that a Board for the purpose of efficient and expedient carrying out of its duties entrusts to a subcommittee of its members the task of considering a particular topic and report or make recommendations to the full Board, does not constitute such subcommittee a distinct organ, participation in which disentitles the members so participating from attending the meeting of the Board at which a final decision on the matter is to be taken."

Επιπρόσθετα, ο Κανονισμός 19 της ΚΔΠ 291/86 που θεσπίστηκε μετά την πιο πάνω απόφαση, προνοεί ρητά ότι ο ρόλος της Υπεπιτροπής είναι απλώς συμβουλευτικός και δε δεσμεύει ουδόλως, ούτε την Αρχή, ούτε τα ίδια τα μέλη της Υπεπιτροπής. Ο Κανονισμός 19(1), (2), (3) και (4), έχει ως εξής:

[…]

(4) Η Αρχή ουδόλως θα δεσμεύηται εξ' οιασδήποτε συστάσεως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τα δε μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όταν θα παρακάθηνται εις την ολομέλειαν της Αρχής ουδόλως θα δεσμεύονται υπό οιασδήποτε αποφάσεως ληφθείσης υπό της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έστω και εάν ταύτα συμμετέσχον εις την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως. Η Αρχή  εν  ολομελεία θα έχη αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν να λαμβάνη τελικάς και δεσμευτικός αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού."

Με βάση τα πιο πάνω, δε βρίσκω να υπάρχει παράβαση, στην προκειμένη περίπτωση, της αρχής "ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων".».

 

Υπό το φως των ανωτέρω, γίνονται αποδεκτοί οι συναφείς Λόγοι Έφεσης.

 

H Έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση, ως επίσης και τα επιδικασθέντα έξοδα, παραμερίζονται.   Η υπόθεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί κατά προτεραιότητα της υπόθεσης για την εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης που έθεσε ο Εφεσίβλητος.

 

Επιδικάζονται 3.500 ευρώ έξοδα (πρωτόδικα και κατ' έφεση), υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                  

                                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο