ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 157/2018)

 

19 Ιουλίου, 2024

 

[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ/στές]

 

ΡΙΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείουσα,

v.

 

ALLIANZ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ,

Εφεσίβλητοι.

____________________

 

Χρ. Μάγος για κ.κ. Ανδρέας Χρ. Μάγος & Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα.

Α. Τσάρκατζιης για κ.κ. Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.ΠΕ., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κίτσιο, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:   Η εφεσείουσα αξίωσε, πρωτόδικα, με την αγωγή της, την καταβολή του ποσού των €50.000,00 από τους εφεσίβλητους, στη βάση Ασφαλιστικού Συμβολαίου Ομαδικής Ασφάλισης – στο εξής το ασφαλιστικό συμβόλαιο -, το οποίο συνάφθηκε την 01.01.1996 και στο οποίο αυτή προσχώρησε την 01.01.2004, υπό την ιδιότητα της ως μέλος της ΣΠΕ Στροβόλου.  Η τελευταία είχε προβεί στη σύναψη του προαναφερόμενου συμβολαίου, για τα μέλη της, με τους εφεσίβλητους και/ή αντιπροσώπους τους.  Η βάση γεγονότων, στην οποία στηρίχθηκε η εφεσείουσα, είναι πως την 05.08.2008, ενώ εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο, υπέστη αυτόματη ενδοεγκεφαλική αιμορραγία, με ενδοκοιλιακή επέκταση και απώλεια συνειδήσεως, οπότε μεταφέρθηκε αμέσως στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου οδηγήθηκε επειγόντως στο χειρουργείο και της αφαιρέθηκε αιμάτωμα, με συνεπακόλουθες εξετάσεις, διαγνώσεις και αντιμετώπιση με θεραπείες αποκατάστασης.  Παρέμειναν, ωστόσο, κατάλοιπα με αποτέλεσμα να πάσχει από βαριά κλινική αναπηρία.  Ως ισχυρίστηκε, πρωτόδικα, δεν είναι ικανή για άσκηση εργασίας,  είναι άτομο πλήρως εξαρτώμενο από βοηθό, για την προσωπική της φροντίδα και ανάγκες, η δε μετακίνηση της γίνεται μόνο με τροχοκάθισμα.

 

Είχε ζητήσει αποζημίωση, από τους εφεσίβλητους, σύμφωνα με το ασφαλιστικό συμβόλαιο, για 100% μόνιμη ανικανότητα, ήτοι το ποσό των €50.000,00, καθώς επίσης είχε ζητήσει, η εφεσείουσα, να υλοποιηθεί το άρθρο 8.4 του ασφαλιστικού συμβολαίου το οποίο προνοεί για διαιτησία, πλην όμως οι εφεσίβλητοι απέρριψαν τα αίτηματα της.

 

Σημαντική υπερασπιστική γραμμή των εφεσίβλητων ήταν πως η εφεσείουσα δεν καλυπτόταν από το επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο,  καθότι δεν υπέστη σωματικές βλάβες από ατύχημα και/ή, ότι,  περαιτέρω, η περίπτωση της εμπίπτει σε μια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον όρο 3 της Πρόσθετης Πράξης Αρ. 1 όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται πως: «Δεν θα πληρωθεί κανένα Ωφέλημα σε σχέση με ανικανότητα που προήλθε άμεσα ή έμμεσα από: ...(στ) Διανοητικές, Νευρικές ή Νευροφυσικές Διαταραχές». Οι εφεσίβλητοι, επιπλέον, αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, σε σχέση με τα όσα συνέβησαν στις 05.08.2008 και όσα επακολούθησαν.  Επίσης, αρνήθηκαν ότι η εφεσείουσα ζήτησε μέσω δικηγόρου, από τους εφεσίβλητους, όπως υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8.4 του ασφαλιστικού συμβολαίου (το οποίο αναφέρεται σε διαιτησία), και ότι οι εφεσίβλητοι απέρριψαν το αίτημα της. Ως προς τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι, σύμφωνα με το εν λόγω ασφαλιστικό συμβόλαιο, αυτή δικαιούται 100% επί του ασφαλιστικού κεφαλαίου για την μόνιμη και ολική ανικανότητα της, ήτοι €50.000,00, οι εφεσίβλητοι τον αρνούνται και ισχυρίζονται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσείουσα ήταν ενταγμένη στο Σχέδιο Β το οποίο προέβλεπε κάλυψη μέχρι €42.716,00 και, εν πάση περιπτώσει, ότι η εφεσείουσα δεν δικαιούται οποιοδήποτε ποσό βάση του ασφαλιστικού συμβολαίου, καθ' ότι δεν συνέβη οποιοδήποτε ατύχημα, ώστε αυτή να καταστεί μόνιμα και ολικά ανίκανη. Περαιτέρω, ή/και διαζευκτικά των προαναφερόμενων, οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι δεν τηρήθηκαν από μέρους της εφεσείουσας ουσιώδεις όροι του συμβολαίου, καθ' ότι αυτή δεν υπέβαλε ή/και δεν ειδοποίησε γραπτώς τους εφεσίβλητους εντός 6 μηνών, ως προβλέπει ο όρος 5.1 του ασφαλιστικού συμβολαίου.

 

Το εκδικάσαν την αγωγή της εφεσείουσας Δικαστήριο,  ερμηνεύοντας, στη βάση σχετικής νομολογίας, τον ορισμό της «Μόνιμης και Ολικής Ανικανότητας», έκρινε ότι η περίπτωση της εφεσείουσας δεν εμπίπτει στον εν λόγω ορισμό, ως αυτός δίδεται στον όρο 2.1 της Πρόσθεσης Πράξης Αρ. 1 του ασφαλιστικού συμβολαίου. Κατ’ επέκταση έκρινε, στη βάση πάλι νομολογίας (βλέπε Tootall Broadhurst, Lee Co v. London and Lancashire Fire Insurance Co [1908], Times, May 21) ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ότι εφαρμόζεται κάποια από τις εξαιρέσεις του ασφαλιστικού συμβολαίου.  Εν όψει των εν λόγω συμπερασμάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή.

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την προαναφερόμενη, πρωτόδικη, κατάληξη με έξι λόγους έφεσης.  Ειδικότερα, προβάλλει τις θέσεις ότι, το κατώτερο Δικαστήριο, ερμήνευσε λανθασμένα τον όρο 2 του ασφαλιστικού συμβολαίου, και κατ’ επέκταση κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης), ότι δεν έλαβε υπόψη του την ιατρική μαρτυρία, ιδιαίτερα του Δρα Συμεωνίδη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι δεν έλαβε υπόψη του την αρχή πως κατά την ερμηνεία των συμβάσεων λαμβάνεται υπόψη πρώτιστα η γραμματική ερμηνεία, και, πως, όταν υπάρχει ασάφεια, η ασφαλιστική σύμβαση ερμηνεύεται εντονότερα εναντίον του συμβαλλομένου που συνέταξε τη σύμβαση (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τη γραμματική ερμηνεία του όρου «Ανικανότητα», (πέμπτος λόγος έφεσης) και ότι δεν έλαβε υπόψη του τη γραμματική ερμηνεία της λέξης «ατύχημα» (έκτος λόγος έφεσης).

 

Κρίνουμε χρήσιμο, συνακόλουθα των προλεχθέντων, αλλά και των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στα περιγράμματα αγόρευσης των συνηγόρων των διαδίκων, να παραθέσουμε, στη συνέχεια, μέρος των συμφωνηθέντων από τους διάδικους, ειδικότερα το περιεχόμενο του ορισμού της «Μόνιμης και Ολικής Ανικανότητας», όπως δίδεται μέσα από το επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο, ουσιαστικά στην Πρόσθετη Πράξη υπ’ αριθμό 1, ο οποίος έχει ως ακολούθως:

 

«1. ……………………………………………………………………….…..

2.  ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Ορισμός Ανικανότητας:

Μόνιμη και Ολική Ανικανότητα ορίζεται σαν η ανικανότητα:

1.  Που οφείλεται αποκλειστικά σε περιστατικό που οφείλεται σε αιτία βίαιη αιφνίδια, τυχαία, εξωτερική, απόλυτα ανεξάρτητη από την θέληση του Ασφαλιζομένου και η οποία προκαλεί ορατές σωματικές βλάβες που οφείλονται αποκλειστικά σ' αυτήν την αιτία.

2.  Που αποτρέπει επί μονίμου βάσεως τον Ασφαλιζόμενο από του να απασχολείται σε οποιοδήποτε επάγγελμα έναντι αμοιβής ή κέρδους

 

Και που διαρκεί για μια συνεχή περίοδο 6 ημερολογιακών μηνών.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε και ανέλυσε τις θέσεις των διαδίκων, με αναφορά στη νομολογία, ερμηνεύοντας τον πιο πάνω ορισμό, κατέληξε με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

“Ως προς την εισήγηση ότι δεν εμπίπτει η περίπτωση της ενάγουσας στον ορισμό της Μόνιμης και Ολικής Ανικανότητας ως καθορίζεται στο άρθρο 2 της Πρόσθετης Πράξης του 2004, σημειώνω ότι για να εμπίπτει, θα πρέπει να ικανοποιήσει 3 πτυχές σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό:

 

1.             Να οφείλεται αποκλειστικά σε περιστατικό που οφείλεται σε αιτία βίαιη αιφνίδια, τυχαία, εξωτερική, απόλυτα ανεξάρτητη από την θέληση του Ασφαλιζομένου και η οποία προκαλεί ορατές σωματικές βλάβες που οφείλονται αποκλειστικά σ’ αυτήν την αιτία.

2.             Να αποτρέπει επί μονίμου βάσεως τον Ασφαλιζόμενο από του να απασχολείται σε οποιοδήποτε επάγγελμα έναντι αμοιβής ή κέρδους

3.             Και που διαρκεί για μια συνεχή περίοδο 6 ημερολογιακών μηνών.

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία 2 και 3 πιο πάνω δεν αμφισβητούνται………………………………………………………..

 

Επομένως απομένει να εξεταστεί κατά πόσον η ανικανότητα αυτή προέκυψε κατά τρόπο ώστε να καλύπτεται από το στοιχείο 1 πιο πάνω. Μελετώντας δε τη σύμβαση στο σύνολο της και ιδιαίτερα τον ορισμό του όρου «Μόνιμη και Ολική Ανικανότητα» ο οποίος στο μέρος που ενδιαφέρει ορίζεται σαν, ανικανότητα που οφείλεται «αποκλειστικά σε περιστατικό που οφείλεται σε αιτία βίαιη αιφνίδια, τυχαία, εξωτερική, απόλυτα ανεξάρτητη από την θέληση του Ασφαλιζομένου και η οποία προκαλεί ορατές σωματικές βλάβες που οφείλονται αποκλειστικά σ' αυτήν την αιτία. …» καταλήγω στο εξής.  Ότι από  το λεκτικό που χρησιμοποιείται και ειδικά από τη λέξη «εξωτερική» εξάγεται ότι η πρόθεση των μερών ήταν να εξαιρεθούν οι περιπτώσεις όπου η ανικανότητα προκαλείται από φυσικά αίτια, όπως για παράδειγμα ασθένεια. Υποστήριξη από αυτή μου τη θέση αντλώ και από την υπόθεση Akritas lnsurance Company Ltd ν. Αντώνη Μιχαηλίδη, ως Διαχειριστή της Περιουσίας του Αποβιώσαντος Trevor Arthur James Norris (2009) 1 Α.Α.Δ. 1124. Στην εν λόγω υπόθεση το σχετικό συμβόλαιο προέβλεπε τα εξής:

 

«ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΝ ΜΑΡΤΥΡΕΙ ΟΤΙ εάν o «Ησφαλισμένος υποστεί κατά την Περίοδον Ασφαλίσεως Σωματικήν Βλάβην προκύπτουσαν αποκλειστικώς και αμέσως από ατύχημα προκληθέν από εξωτερικόν, βίαιον και ορατόν μέσον η οποία εντός δώδεκα μηνών αμέσως και ανεξαρτήτως οιασδήποτε άλλης αιτίας θα έχει ως αποτέλεσμα Θάνατον ή Ανικανότητα ή Ιατρικά Έξοδα τότε η Εταιρεία, υπό την αίρεσιν των Προνοιών Εξαιρέσεων και Όρων περιεχομένων εν τω παρόντι ή οπισθογραφηθέντων εν αυτώ (συλλογικώς καλουμένων «Πρόνοιαι του παρόντος Ασφαλιστηρίου»), θα πληρώσει εις τον Συμβαλλόμενον ή εις τους νομίμους αυτού αντιπροσώπους τα εις τον Πίνακα του παρόντος καθοριζόμενα Ωφελήματα.»

 

…………………………………………………………………………….

 

Επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ότι ο θάνατος του αποθανόντος καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, είναι ορθή, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στις λέξεις «εξωτερικόν, βίαιον και ορατόν μέσον» πρέπει να δίδεται ευρεία ερμηνεία υποστηρίζεται έμμεσα και από την υπόθεση Hamlyn, πιο πάνω, που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, αλλά και από το σύγγραμμα The Law Οf Insurance του Raoul Colinvaux, 5η έκδοση, σελ. 375-376, παραγρ. 17-15 και 17-16, όπου ερμηνεύονται οι όροι “violent”, “external” και “visible”,

 

Στην παράγραφο 17-15 του πιο πάνω συγγράμματος διαβάζουμε τα εξής:

 

«Violent»

…………………………………………………………………………….

 

Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση.

«Βίαια».

Στις περισσότερες από τις πιο πάνω υποθέσεις τα ασφαλιστικά συμβόλαια κάλυπταν σωματική βλάβη η οποία προκαλείτο «από βίαια, τυχαία, εξωτερικά και ορατά μέσα μόνο», αλλά οι αποφάσεις περιεστράφηκαν κυρίως στο ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη βλάβη προκλήθηκε ή όχι από τυχαία μέσα.  Κι' αυτό γιατί σε τέτοιες λέξεις όπως «βίαια», «εξωτερικά» και «ορατά» έχουν δοθεί ευρείες ερμηνείες, που στην πράξη συνάδουν με το «τυχαία».

 

Έτσι, «βίαια» δε σημαίνει κατ' ανάγκη πραγματική βία, όπως εκεί που o ασφαλιζόμενος έχει δαγκωθεί από ένα σκύλο. Η φράση «Βίαια μέσα» περιλαμβάνει οποιαδήποτε εξωτερική, απρόσωπη αιτία, όπως πνιγμό ή εισπνοή υγραερίου γκαζιού ή  ακόμη και από υπερβολική προσπάθεια από πλευράς του ασφαλιζόμενου. Η λέξη «βίαια» απλώς χρησιμοποιείται σε αντίθεση με το «χωρίς οποιαδήποτε απολύτως βία».

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Και στην παράγραφο 17-16 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«External» and «visible»

……………………………………………………………………………

 

«Εξωτερικά» και «εμφανή»

 

Παρομοίως «εξωτερικά» χρησιμοποιείται για να εκφράσει οτιδήποτε το οποίο δεν είναι «εσωτερικό» και οποιαδήποτε αιτία η οποία είναι «εξωτερική» μ' αυτή την έννοια, είναι επίσης «ορατή» με την έννοια που προσδιορίζεται σε ένα συμβόλαιο ατυχημάτων. Οι λέξεις αυτές αναφέρονται στο ατύχημα, όχι στην βλάβη, και χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν βλάβες που καλύπτονται από το συμβόλαιο από αυτές που απλώς αποδίδονται σε τέτοιες αιτίες, όπως ασθένεια ή γήρας που εμφανίζονται στον ασφαλισμένο.

 

Έτσι οι λέξεις «με βίαια, εξωτερικά και ορατά μέσα», προσθέτουν λίγα, ή και καθόλου, σε ένα συμβόλαιο ατυχημάτων και έχουν δυσμενώς επικριθεί από το Εφετείο.»    

 

Χωρίς λοιπόν να μου διαφεύγει η επισήμανση που εντοπίζεται στην ως άνω απόφαση ότι οι έννοιες αυτές (εξωτερική βίαιη κλπ) θα πρέπει να ερμηνεύονται με ευρύτητα στα πλαίσια αυτά, εντούτοις φαίνεται ξεκάθαρα από  τη μελέτη της σύμβασης και επιβεβαιώνεται από τα πιο πάνω, ότι η φράση εξωτερική αιτία χρησιμοποιείται για να εκφράσει ο,τιδήποτε δεν είναι εσωτερικό και ότι αναφέρεται στο περιστατικό συνεπεία του οποίου προκλήθηκε η βλάβη (ή όπως είναι εδώ η περίπτωση ανικανότητα) και όχι στη βλάβη που προκαλείται και ότι οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν βλάβες που καλύπτονται από το συμβόλαιο από αυτές που αποδίδονται σε τέτοιες αιτίες όπως ασθένεια ή γήρας. Φαίνεται δε ότι με την εισαγωγή του εν λόγω όρου μεταφέρεται στην ουσία όλη η έμφαση στην αιτία που προκάλεσε την ανικανότητα και είναι αυτή η οποία θα πρέπει να ικανοποιεί σωρευτικά όλα τα επίθετα που περιλαμβάνονται στον σχετικό όρο. Και λέγω σωρευτικά αφού δεν υπάρχει διάζευξη στο λεκτικό που  χρησιμοποιείται στο άρθρο 2.1 της πρόσθετης πράξης, ούτε και υπεβλήθη άλλωστε οποιαδήποτε αντίθετη προς τούτο εισήγηση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση αυτό το οποίο υπέστη η ενάγουσα ήταν αυτόματη ενδοεγκεφαλική αιμορραγία με ενδοκοιλιακή επέκταση, εν ολίγοις αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο ως φάνηκε κατόπιν διαγνωστικής προσπέλασης, προκλήθηκε από τη ρήξη ενός μηνιγγικού αρτηριο — φλεβικού συριγγίου, το οποίο υπήρχε λόγω αρτηριοφλβώδους δυσπλασίας την οποία είχε η ενάγουσα: πάθηση η οποία μπορεί να είναι είτε συγγενής είτε επίκτητη. Υπό το φως και του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύεταί ο όρος εξωτερική αιτία στα πλαίσια αυτά και δη ότι ο όρος εξωτερική αναφέρεται στο περιστατικό που προκάλεσε την ανικανότητα, θεωρώ ότι δεν έχει σημασία αν η πάθηση, δηλαδή η δυσπλασία, ήταν συγγενής ή επίκτητη, αφού ουσιώδες είναι η αιτία που προκάλεσε το περιστατικό που επέφερε την ανικανότητα - εδώ τη ρήξη - και όχι την πάθηση (δηλαδή τη δυσπλασία) που εν πάση περιπτώση προϋπήρχε ασυμπτωματική.

 

Ως προς την αιτία που προκάλεσε το περιστατικό που επέφερε την ανικανότητα που ήταν η ρήξη του μηνιγγικου αρτηριο-φλεβικού συριγγίου, αυτή δεν μπορώ να θεωρήσω ότι προκλήθηκε από περιστατικό που οφείλετο σε εξωτερική αιτία, αφού τίποτε δεν τέθηκε ενώπιον μού ότι έγινε εξωτερικά που να προκάλεσε τη ρήξη. Από πλευράς ενάγουσας δεν αναφέρθηκε ο,τιδήποτε ως η εξωτερική αιτία που να προκάλεσε τη ρήξη, ο δε o ΜΕ4 ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί πως ο,τιδήποτε θα μπορούσε να την προκαλέσει και ότι μια δεδομένη στιγμή απλά σπάει, αναφέροντας ότι και ένα βήξιμο μπορεί να την προκαλέσει αφού αυξάνει την ενδοκρανιακή πίεση. Ακόμα όμως και εάν η ενάγουσα είχε κάνει κάτι όπως το να βήξει (πράγμα για το οποίο τονίζω ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει μαρτυρία) και πάλιν αυτό δεν θεωρώ ότι θα διαφοροποιούσε τα πράγματα ούτε όμως το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν γνώριζε για την ύπαρξη αυτής της δυσπλασίας, δύναται να μεταβάλει την κατάσταση.

 

Στην παρ. 1641 του συγγράμματος McGilivray (ανωτέρω) διαβάζουμε τα εξής:

 

«1641. Pre-existing latent weakness of defect. Where the injury is due to the fact that the assured had some pre-existing weakness of anatomical defect, the existence or extent of which was unknown to him, and his physical structure gave way under an effort voluntarily undertaken, there is no «injury caused by accidental means».  Thus a claim under an accident policy failed where the assured, who was proved to have been suffering from fatty degeneration of the heart, attempted to eject a drunken man from his office, and the effort and excitement operating upon the defective condition of the heart, caused dilatation and subsequently death. In a Scottish case the assured had stooped down to put on his stocking and, owing to the attitude voluntarily assumed by him cobined by the peculiar structure of his intestines, the colon slipped in front of his liver and became strangulated causing death. Here again there was no accident. And so in an American case where the  assured took a long bicycle ride and the natural action of the psoas muscle wrapping against certain abnormal concretions in the appendix set up inflammation and caused death, the death was due to natural and not accidental means. In all these cases the only accidental element was that the assured was unaware of his own condition or of the natural consequence which would ensue from the voluntary effort which he made. Neither of the combined causes operating to cause the injury was accidental.»

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η ανικανότητα της ενάγουσας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ούτε ότι οφείλετο σε αιτία «τυχαία» (caused by accidental means). Εν ολίγοις δηλαδή μπορεί η ανικανότητα στην προκειμένη περίπτωση να επήλθε τυχαία με την έννοια του ότι η ενάγουσα δεν γνώριζε την ύπαρξη της δυσπλασίας, αλλά η αιτία δεν ήταν τυχαία διότι εξωτερικά δεν έγινε τίποτε από ή στην ασφαλισμένη, εκτός από αυτό που είχε την πρόθεση να κάνει τη συγκεκριμένη στιγμή, που στην περίπτωση της ενάγουσας φαίνεται ότι ήταν απλά να βρίσκεται στη δουλειά της.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου κρίνει και την έκβαση της παρούσας υπόθεσης η οποία και θα πρέπει να απορριφθεί. Υπό το φως δε της κατάληξης μου ότι δεν εμπίπτει η περίπτωση της ενάγουσας στον ορισμό της Ανικανότητας ως αυτός καθορίζεται στην πρόσθετη πράξη (βλ. όρο 2.1), είναι προφανές ότι σύμφωνα και με τη νομολογία που πιο πάνω παρέθεσα (βλ. Tootal Broadhurst Lee Co. v. London and Lancashire Fire lnsurance Co.) δεν δημιουργείται υποχρέωση στην υπεράσπιση για να αποδείξει ότι εφαρμόζεται κάποια από τις εξαιρέσεις, ενώ με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξη μου παρέλκει και η ανάγκη εξέτασης της εισήγησης περί εκπρόθεσμης υποβολής της απαίτησης για αποζημίωση.»

 

Έχουμε εξετάσει και αξιολογήσει τα επιχειρήματα και τις θέσεις των δύο πλευρών. Καταλήγουμε ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι νομικά τεκμηριωμένη και ορθή.  Η κύρια θέση, πυρήνας των επιχειρημάτων των συνηγόρων της εφεσείουσας, πως το λεκτικό του ορισμού της «Μόνιμης και Ολικής Ανικανότητας», επέβαλλε ερμηνεία τέτοια που θα έπρεπε να οδηγήσει σε αντίθετο αποτέλεσμα δεν μας βρίσκει σύμφωνους και απορρίπτεται. Διαφωνούμε ότι με τον εν λόγω όρο τέθηκαν διαζευκτικά, διαφορετικά, κριτήρια και το ένα είναι ανεξάρτητο του άλλου.  Θεωρούμε ότι το επίμαχο λεκτικό ορθά ερμηνεύθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και δη πως η μόνιμη ανικανότητα θα έπρεπε να προέρχεται σωρευτικά από όλες τις αιτίες, ήτοι βίαια, αιφνίδια, τυχαία και από εξωτερική αιτία.  Αυτήν την ερμηνεία υποστηρίζει, ως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, και η απουσία διαζευκτικού συνδέσμου «ή» ή «είτε» μεταξύ των διαφόρων αιτιών.  Σημειώνουμε δε την απουσία επίκλησης οποιασδήποτε αυθεντίας, εκ μέρους των συνηγόρων της εφεσείουσας, που να υποστηρίζει την ερμηνεία που αυτοί αποδίδουν για τον επίμαχο όρο. 

 

Συνακόλουθα οι πρώτος, δεύτερος και πέμπτος λόγος έφεσης, κρίνονται αβάσιμοι.

 

Όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, και δη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ιατρική μαρτυρία του Δρα Συμεωνίδη, ο οποίος χαρακτήρισε το επεισόδιο αιφνίδιο, ομοίως κρίνεται αβάσιμος.  Δεδομένης της ορθής ερμηνείας, που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και δη ότι οι αιτίες που οδήγησαν στο συμβάν, που είχε η εφεσείουσα θα έπρεπε να συντρέχουν σωρευτικά, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό.

 

Είναι γεγονός ότι ήταν κάτι αιφνίδιο, υπό την έννοια της απουσίας προγενέστερου συμβάντος, ή χωρίς να το αναμένει η εφεσείουσα, δεν ήταν όμως και εξωτερικής αιτίας, υπό την έννοια ότι δεν την προκάλεσε κάποια εξωτερική πράξη ή ενέργεια.  Εξάλλου, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και το σχετικό εύρημα του δεν εφεσιβάλλεται, καμιά μαρτυρία προσφέρθηκε πως κάποια εξωτερική ενέργεια οδήγησε στο επεισόδιο που είχε η εφεσείουσα. Η αναφορά του Δρα Συμεωνίδη ότι μπορεί τέτοια περιστατικά να προκληθούν και από ένα βήξιμο, ήταν θεωρητικής υφής και ορθά δεν κρίθηκε ικανοποιητική, αποδεικτικά, ως εξωτερική αιτία που προκάλεσε τη βλάβη στην εφεσείουσα.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης επίσης κρίνεται αβάσιμος. Καμία ασάφεια στη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο ασφαλιστικό συμβόλαιο υπήρχε, ούτως ώστε αυτή να ερμηνευθεί κατά τρόπο εντονότερο εναντίον των εφεσίβλητων, ως συμβαλλόμενων που συνέταξαν το συμβόλαιο. Άλλωστε δεν υποδείχθηκε, από τους συνηγόρους της εφεσείουσας, ποια είναι η ασάφεια που προκύπτει από τον επίμαχο όρο.

 

Τέλος, ομοίως, αβάσιμος κρίνεται και ο έκτος λόγος έφεσης.  Αδυνατούμε να κατανοήσουμε τη θέση, που εκφράζεται στην αιτιολογία του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, και δη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ακολουθήσει, και να ερμηνεύσει, τη λέξη «ατύχημα» ως αυτή ερμηνεύεται στο λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη. Τέτοια λέξη δεν περιέχεται στον ορισμό της Μόνιμης και Ολικής Ανικανότητας, ως αυτός προσδιορίζεται στην Πρόσθετη Πράξη Αρ. 1.  Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καθήκον να ερμηνεύσει εξωτερικούς του συμβολαίου όρους για να οδηγηθεί σε οποιαδήποτε συμπεράσματα.  Αν το έπραττε, ασφαλώς, θα ξέφευγε από τη γραμματική ερμηνεία που είναι η επικρατούσα στην ερμηνεία των συμβάσεων. 

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, η πρωτόδικη εκκαλούμενη απόφαση κρίνεται ορθή και επικυρώνεται. 

 

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας, €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

                                                                                                                             Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο