ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                  Συνεκδικασθείσες Εφέσεις Αρ, 16/2023, 17/2023 και 18/2023

 

3 Ιουλίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

  (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 16/2023)

 

       ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΑΤΖΗ

 

                                                                                                                   Εφεσείουσα,

   v.

 

 ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

 

                                                                            Εφεσίβλητου,

 

                                v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                  Καθ’ ης η αίτηση.

-------------------

  (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 17/2023)

 

ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                                                                                                       Εφεσείων,

   v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

  (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 18/2023)

 

    ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

  ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                                                                                           Εφεσείουσα,

   v.

 

   ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                                                                                         Εφεσίβλητου.

--------------------

Α. Πολυδώρου και Λ. Αντωνίου (κα), για ΑΝΤΗΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 16/2023 και Ενδιαφερόμενο Μέρος στις Εφέσεις Αρ. 17/2023 και 18/2023.

Α. Αγγελίδης και Ξ. Ευγενίου (κα), για ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 17/2023 και Εφεσίβλητο στις Εφέσεις Αρ. 16/2023 και 18/2023.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Καθ’ ης η αίτηση στην Έφεση Αρ. 16/2023, Εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 17/2023 και Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 18/2023.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

 ---------------------

    ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.12.2022 στην Προσφυγή Αρ. 1479/2019 ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ακυρώθηκε η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δρώσα μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με την οποία προάχθηκε η κα Κυρατζή στη μόνιμη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (εφεξής η «επίδικη θέση») από τις 15.7.2019, αντί και/ή στη θέση του προσφεύγοντα.

 

Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, κατά προτεραιότητα, τους λόγους ακύρωσης που προωθήθηκαν σε σχέση με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή (η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), η οποία είχε δοθεί υπέρ της κας Κυρατζή.

 

Αφού παρέθεσε τη νομολογία, η οποία διέπει τέτοια σύσταση ως η δοθείσα (δυνάμει του Άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90 – εφεξής ο «Νόμος») και αφού σημείωσε ότι, αυτή δεν συνοδεύεται (επιτρεπτώς, κατά τη νομολογία, ως επεξηγήθηκε) από οποιαδήποτε αιτιολογία για την επιλογή του Γενικού Διευθυντή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι, προκύπτει ισοδυναμία μεταξύ των διαδίκων στο κριτήριο της βαθμολογημένης αξίας (με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία πέντε χρόνια).

 

Κατόπιν, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό του προσφεύγοντα ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Αποφάσισε, συγκεκριμένα, ότι, με το πτυχίο (του) Κοινωνικής Εργασίας και MSc in Social Work and Social Care το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε (και δικαστικώς, βλ. απόφαση ημερομηνίας 3.7.2019 στην Προσφυγή Αρ. 715/2015 Συμεωνίδης ν. Δημοκρατίας) ότι, πληροί το Σχέδιο Υπηρεσίας της αμέσως προηγούμενης της επίδικης θέσης (αυτής του Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών) και, άρα, με δεδομένο ότι τα απαιτούμενα προσόντα της επίδικης θέσης είναι τα ίδια με της προηγούμενης, υφίσταται αμάχητο τεκμήριο κατοχής των απαιτούμενων προσόντων (και) της επίδικης θέσης από το ενδιαφερόμενο μέρος, παραπέμποντας, συναφώς και σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι, υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα στη βάση σειράς σεμιναρίων που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, και, αφού παρέθεσε τη σχετική νομολογία, κατέληξε ότι, ως προς τα προσόντα οι διάδικοι παρουσιάζονται ουσιαστικά ίσοι.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο προσφεύγων υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 3 χρόνια και 8 ½ μήνες σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται σε υπηρεσία στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτής του Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών.

 

Επικαλούμενο, μετέπειτα, νομολογία ότι, σε περίπτωση ισοβαθμίας σε αξία και προσόντα, η αρχαιότητα αποκτά αυξημένη σημασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ο αιτητής υπερέχει σαφώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στην αρχαιότητα (καθώς και σε πείρα που συνοδεύει αυτή και προσθέτει στην αξία του) και, συνακόλουθα, κατέληξε ότι, η σύσταση του Διευθυντή αντιμάχεται των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αφού τέτοια παράνομη σύσταση λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Επί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι, δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος κα Κυρατζή αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη» (σε αντίθεση με τον αιτητή που αξιολογήθηκε ως «Πάρα Πολύ Καλός») στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, πλην, όμως, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε:

 

«…η προφορική εξέταση διενεργήθηκε μετά την υποβολή της σύστασης, της οποίας βεβαίως ο έλεγχος νομιμότητας προηγείται. Η δε νομιμότητα και ορθότητα της σύστασης, ως αυτοτελούς στοιχείου κρίσης που «επαυξάνει τη συνολική αξία του συστηνόμενου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διεκδικήσεις του για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση» (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Βάσου Ν. Μέζου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 362), ελέγχεται στη βάση του συνόλου των στοιχείων που είχε ενώπιον του ο Γενικός Διευθυντής κατά το χρόνο υποβολής της. Συνεπώς, από τη στιγμή που κρίνεται πάσχουσα η εν λόγω σύσταση, την οποία η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της και η οποία αποτέλεσε έναν από τους ουσιώδεις λόγους επιλογής του Ε.Μ. έναντι του αιτητή, η σύσταση αυτή επηρεάζει αναπόφευκτα τη νομιμότητα και εγκυρότητα της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. και συμπαρασύρει αυτήν σε ακυρότητα, είναι δε αδιάφορο το κατά πόσον το Ε.Μ. κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ότι υπερείχε στην προφορική εξέταση, εφόσον διαπιστώνεται σφάλμα και/ή ελάττωμα σε στάδιο που προηγείται της προφορικής συνέντευξης, ήτοι στην σύσταση του Γενικού Διευθυντή.»

 

 

Τέλος, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων του δεν μπορεί να τύχει επίκλησης ο ισχυρισμός περί ανάγκης απόδειξης έκδηλης υπεροχής, αφού η διαδικασία παραγωγής της ίδιας της επίδικης πράξης δεν υπήρξε νόμιμη, κατέληξε ως εξής:

 

«Καταλήγω λοιπόν, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει ως πεπλανημένη και/ή συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων, εφόσον παραγνωρίστηκε η σαφέστατη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε.Μ. σε αρχαιότητα και η εξ' αυτής της αρχαιότητας απορρέουσα πείρα, η οποία προσθέτει στην αξία, ενώ στα λοιπά στοιχεία κρίσης οι δυο υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι.

 

Κατά συνέπεια, και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, ως ρητά αναγράφεται στο σχετικό πρακτικό, στηρίχθηκε και/ή έλαβε υπόψη της για την λήψη της επίδικης απόφασης, και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, πάσχει, υποκείμενη ωσαύτως σε ακύρωση. Τονίζεται εκ νέου ότι σύμφωνα και με την αιτιολογία της απόφασης της καθ' ης η αίτηση, ένας εκ των δυο βασικών λόγων επιλογής του Ε.Μ. έναντι του αιτητή, ήταν η υπέρ του Ε.Μ. σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, κρίνεται τρωτή.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της παρούσας προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ' ης η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..»

 

 

Όλοι οι διάδικοι στην Προσφυγή Αρ. 1479/2019 άσκησαν εφέσεις εναντίον της ως άνω δικαστικής απόφασης.

 

Το πρωτόδικα ενδιαφερόμενο μέρος άσκησε την Έφεση Αρ. 16/2023, προωθώντας τέσσερις λόγους έφεσης, περιγραφικά ότι: α) εσφαλμένα  το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη ή έλαβε σε βαθμό που επηρέασε την κρίση της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία κρίθηκε ως πεπλανημένη και/ή ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως πεπλανημένη και/ή ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων τη δοθείσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή και έκρινε ότι, αυτή συμπαρασύρει την επίδικη απόφαση σε ακυρότητα, γ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι, η προφορική εξέταση διενεργήθηκε μετά την υποβολή της σύστασης του Γενικού Διευθυντή και, ως εκ τούτου, λανθασμένα έκρινε ότι είναι αδιάφορο, κατά πόσον το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του προσφεύγοντος στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και δ) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε, κατά πόσο ο προσφεύγων απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, για να μπορούσε να είναι εφικτή η ακύρωση της επίδικης απόφασης.

 

Με δύο λόγους έφεσης, η πλευρά του (επιτυχόντος) προσφεύγοντος αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση με την Έφεση Αρ. 17/2023 και, συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται αμάχητο τεκμήριο κατοχής των απαιτούμενων προσόντων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας από το ενδιαφερόμενο μέρος, με δεδομένη την επαναδιερεύνηση των προσόντων του από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους ακυρότητας που ήγειρε πρωτόδικα ο προσφεύγων και, συγκεκριμένα, ότι (i) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα επιπρόσθετα προσόντα του προσφεύγοντος (μεταπτυχιακό σεμινάριο διαρκείας ενός έτους στις Εγκληματολογικές Σπουδές και Επιμορφωτικό Πρόγραμμα Κατάρτισης Επιμελητών Ανηλίκων διάρκειας 200 ωρών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών) και (ii) ότι έπασχε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας επειδή παραγνώρισε την υπεροχή του προσφεύγοντος σε αρχαιότητα και πείρα και έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη διαφορά των διαδίκων στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της.

 

Τέλος, η πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την Έφεση Αρ. 18/23 αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση με τρεις λόγους έφεσης, ήτοι ότι α) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι ασύμβατη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, λόγω υπεροχής του προσφεύγοντος στο στοιχείο της αρχαιότητας, ενόψει και της υψηλής στην ιεραρχία επίδικης θέσης, για την οποία η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία, β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι, η προφορική εξέταση διενεργήθηκε μετά την υποβολή της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, ο έλεγχος νομιμότητας της οποίας προηγείται, αφού η διεξαγωγή της προφορικής συνέντευξης προηγήθηκε της σύστασης και το αποτέλεσμα επαυξάνει την αξία του ενδιαφερόμενου μέρους και γ) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, αφού η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στην (κριθείσα ως) πάσχουσα σύσταση του  Γενικού Διευθυντή οφείλει να ακυρωθεί.

 

Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνήγορων και το ενώπιον μας πραγματικό υλικό. Δεν απαιτείται η παράθεση, πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες έκδοσης της απόφασης μας, ενός εκάστου των επιχειρημάτων των πλευρών, τα οποία έχουμε ενδελεχώς εξετάσει (βλ., σχετικά, απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23).

 

Όσον αφορά, καταρχάς, τον πρώτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23 κρίνουμε ότι, αυτός δεν ευσταθεί. Ως ρητώς αναφέρεται στα επίδικα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 5.7.2019, προσμέτρησε στην επιλογή της κας Κυρατζή για την επίδικη θέση και η υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή, την οποία οι μη επιλεγέντες, συμπεριλαμβανομένου και του προσφεύγοντος, δεν διέθεταν. Ως εκ τούτου, η εν λόγω σύσταση κατέστη ουσιώδες μέρος της συγκεκριμένης επιλογής και, δεδομένης της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πάσχουσας σύστασης, η απόφαση ότι πάσχει κατ’ επέκταση και η επίδικη απόφαση διότι έλαβε υπόψη (και) αυτήν, είναι ορθή (και πλήρως συμβατή με τα ορισθέντα στο Άρθρο 46(2) του Ν. 158(Ι)/1999: «Αν η πλάνη έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, είναι ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη».). Αυτό ασχέτως αν λήφθηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας υπόψη, σταθμίστηκαν και προσμέτρησαν και άλλα στοιχεία κρίσης και σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων (ως επιχειρηματολογεί ο Εφεσείων), όπως η διαφορά αρχαιότητας και η διαφορά στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Δεν προκύπτει από τα επίδικα πρακτικά, ούτε μπορεί, βάσει του πραγματικού υλικού, να στοιχειοθετηθεί η θέση ή να υπάρξει δικαστική εκτίμηση ότι, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας θα ήταν η ίδια, χωρίς την σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ της επιλεγείσας ή, ακόμα και στην περίπτωση που αυτή δινόταν υπέρ του προσφεύγοντος. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23 κρίνουμε ότι, ούτε αυτός ευσταθεί. Ως επαναλήφθηκε και στην Αλέξανδρος Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 230 η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, διατηρεί δε την εγκυρότητα της, μόνο όταν δεν αντιμάχεται τα στοιχεία των φακέλων (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 881). Η εξέταση των στοιχείων των φακέλων ως προς το κατά πόσο συνάδουν με τη δοθείσα σύσταση, όπως και η έκφραση κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του περιεχομένου τους κινείται εντός των παραμέτρων της προαναφερόμενης νομολογίας. Χαρακτηριστικά, στην Αλέξανδρος Χριστοδούλου, supra, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε και τα εξής:

 

«Ό,τι συνάγεται εκ των στοιχείων του φακέλου κάθε άλλο παρά υποστηρίζει υπεροχή του ΕΜ, αντιθέτως προβάλλει υπεροχή του εφεσείοντος στην αρχαιότητα και την πείρα, στοιχεία που παραγνωρίστηκαν πλήρως τόσο από την ΕΔΥ όσο και από το Διευθυντή. Αρχαιότητα κατά έντεκα χρόνια στην αμέσως προηγούμενη θέση του εφεσείοντος και πείρα που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286). Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η πείρα για να είναι αποφασιστικής σημασίας πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση (Μεστάνας (ανωτέρω), Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112). Ως εκ τούτου αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο και λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπου κατά τα άλλα οι υποψήφιοι κρίνονται ισάξιοι (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649).

 

Ότι η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία που επιτρέπει ευρεία διακριτική ευχέρεια της Αρχής κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου τίθεται υπό την αίρεση, ανάμεσα σ' άλλα, ότι η σύσταση, η οποία λειτούργησε ως επιπρόσθετο προσόν υπέρ του ΕΜ, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου, ως η περίπτωση (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, 721 και Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475).

 

Εμφανώς στη βάση των επιμέρους αξιολογικών κριτηρίων και της δοθείσας αιτιολογίας, η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Οπότε κατά πάγια νομολογία δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί η βαρύτητα που της προσδόθηκε.»

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μέσα από το περιεχόμενο των φακέλων, διαπίστωσε ουσιαστική ισοδυναμία μεταξύ της βαθμολογημένης αξίας και των προσόντων των διαδίκων. Όπως, εξάλλου, εμμέσως πλην σαφώς, είχε διαπιστώσει και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την δική της αξιολόγηση, αναφέροντας, σχετικά, ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί σε αξία και προσόντα του προσφεύγοντος. Το εν λόγω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επαληθεύεται, ως προς τη βαθμολογημένη αξία, ως ορθό μέσα από το περιεχόμενο των ετήσιων αξιολογήσεων των υποψηφίων, ενώ όσον αφορά τα προσόντα των υποψηφίων, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντανακλά την πάγια νομολογία επί της σημασίας τους και του βαθμού προσμέτρησης τους. Ανέφερε, συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τη θέση του κ. Βαλιαντή ότι ο αιτητής υπερέχει έναντι του Ε.Μ. σε προσόντα. Πράγματι, σύμφωνα και με τα ενώπιον μου στοιχεία, ο αιτητής παρακολούθησε σειρά σεμιναρίων, μεταξύ των οποίων και μεταπτυχιακό σεμινάριο Εγκληματολογικών Σπουδών, διάρκειας ενός έτους, και επιμορφωτικών προγραμμάτων, ωστόσο τα προσόντα αυτά δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα (πτυχία και μεταπτυχιακά, περιλαμβανομένων των διδακτορικών), τα οποία και μόνον, κατά τη νομολογία, λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D588, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012 και Μάριος Στεφανίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2011, ημερ.15.2.2013). Ούτε, βεβαίως, τα εν λόγω προσόντα προβλέπονται και/ή απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν, ούτως ή άλλως, οριακή και/ή περιθωριακή σημασία (βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1040, Πούρος κ.α. v. Xατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374, την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Λαζαρίδου-Νικολάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1355/2017, ημερ. 30.10.2020). Ούτε και υπήρχε υποχρέωση ειδικής αναφοράς στα εν λόγω προσόντα, εφόσον, ως έχει προαναφερθεί, δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης και δεν ήσαν ακαδημαϊκά (Χρυσόστομος Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 613).»

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, δεν εντοπίζουμε ούτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το συμπέρασμα του ότι, προσφεύγων και ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζουν ουσιαστική ισοδυναμία σε βαθμολογημένη αξία και προσόντα.

Περαιτέρω, δεν διακρίνουμε σφάλμα ούτε και στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την υπεροχή σε αρχαιότητα του προσφεύγοντος κατά 3 χρόνια και 8 ½ μήνες σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται σε υπηρεσία στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτής του Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς παρέπεμψε σε σχετική νομολογία όσον αφορά την σημασία της αρχαιότητας, όταν, κατά το μάλλον ή ήττον, οι συγκρινόμενοι είναι ίσοι σε προσόντα και αξία. Το επιχείρημα ότι, η αρχαιότητα δεν είναι καθοριστική όταν η θέση, ως η εδώ επίδικη, είναι ψηλά στην ιεραρχία, δεν ευσταθεί. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας, αλλά προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι την αξία και τα προσόντα, όπως παρατηρείται στην παρούσα περίπτωση  (βλ. Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 343 και Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Τονίστηκε δε, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Άρτεμις Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 273, ότι (η υπογράμμιση προστέθηκε):

«Όπως ήδη καταγράψαμε, συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3 ΑΑΔ 921, 928).»

 

Η ημεδαπή νομολογία αναγνωρίζει ότι η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο παράκαμψης ακόμη και πλεονεκτήματος, όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα περίπου ίσοι σε αξία (βλ. Αναστασία Βιολάρη, ανωτέρω, Δώρα Ζήνωνος Παρτασίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (2015) 3 ΑΑΔ 179 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Συνεπώς, στη βάση των ανωτέρω λεχθέντων και ο δεύτερος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23 απορρίπτεται.

 

Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23 ευσταθεί. Είναι αδιάφορο για την κρίση περί νομιμότητας ή μη της δοθείσας σύστασης το κατά πόσο προηγήθηκε ή μη αυτής η προφορική εξέταση των υποψηφίων. Και αυτό γιατί, κατά πάγια νομολογία, ο Διευθυντής δεν λαμβάνει υπόψη (και δεν έλαβε υπόψη, όπως ευκρινώς προκύπτει από τα επίδικα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 5.7.2019), για σκοπούς της σύστασης του την (επακόλουθη, εν πάση περιπτώσει) της σύστασης του αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στην υπόδειξη αυτού αποσκοπούσαν οι σχετικές παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω). Δεν λαμβάνεται, επίσης, υπόψη η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από τον ίδιο τον συστήνοντα Διευθυντή σε σχέση με τη σύσταση του αλλά, μόνο το περιεχόμενο των φακέλων, σε σχέση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, ως προς αυτή. Συναφώς, στην Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 457, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων και τα εξής: 

 

«Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις».

 

Στην Αλίκη Στυλιανού v. Δημοκρατίας, (2015) 3 ΑΑΔ 426 αποφασίστηκε ότι (με δική μας υπογράμμιση):

 

«.Όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση, με αναφορά στην υπόθεση Καφά ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η προφορική εξέταση γίνεται προς όφελος της Επιτροπής η οποία είναι και το μόνο όργανο το οποίο έχει δικαίωμα σύμφωνα με το νόμο να βασίζεται στην προφορική εξέταση και να αξιολογεί τους υποψηφίους ανάλογα. Η τυχόν παρουσία του Προϊσταμένου στην προφορική εξέταση, αποσκοπεί στο να βοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγησή της. Δεν επιτρέπεται όμως στον Προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύστασή του.»

 

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23.

Τέλος, όσον αφορά στον τέταρτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23 αποφαινόμαστε ότι, ούτε αυτός ευσταθεί. Με δεδομένη την κρίση του Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε ως πεπλανημένη και/ή συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων και αυτή λανθασμένα εκλήφθηκε ως έγκυρη και συνυπολογίστηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, το υπόβαθρο των ουσιωδών πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη έχει, ως προς τη νομιμότητα του, ανατραπεί. Εξέταση, όμως, ισχυρισμού περί έκδηλης υπεροχής προϋποθέτει τη νομιμότητα όλων των υπό στάθμιση από το δικαστήριο ουσιωδών στοιχείων κρίσεως που έλαβε υπόψη η διοίκηση. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος των αιτητών είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ως στηριζόμενης πάνω σε ανυπόστατα πραγματικά περιστατικά (βλ. Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900). Στο σύγγραμμα του εκλ. καθ. Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), εκεί σελ. 304 και 305 το θέμα τίθεται ως εξής:

 

«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».

 

Συνεπώς, ακόμα και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού υπόβαθρου της προσβαλλόμενης πράξης αρκεί, όπως έχει νομολογηθεί, για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξεταστεί η υπόθεση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (1992) 3 Α.Α.Δ. 228; ΙΟΡΔΑΝΟΥ v. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250), στη βάση, αυτή τη φορά, επαρκώς επιβεβαιωμένου και ορθού υπόβαθρου γεγονότων.

 

Συνεπώς, στη βάση των προαναφερθέντων και ο τέταρτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 16/23 απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά στον πρώτο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 17/23 ούτε αυτός, βρίσκουμε, ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε περίπτωση αμάχητου τεκμηρίου ως προς την κατοχή των απαραίτητων προσόντων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας από το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω του ότι (ως κρίθηκε και δικαστικώς, βλ. απόφαση Συμεωνίδης, supra) πληρούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας της αμέσως προηγούμενης της επίδικης θέσης, της οποίας τα απαιτούμενα προσόντα είναι τα ίδια με της επίδικης. Το επιχείρημα ότι επειδή η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν επικαλέστηκε αμάχητο τεκμήριο αλλά επανεξέτασε την κατοχή των προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος διαφοροποιεί τα δεδομένα, έχει απορριφθεί από τη νομολογία. Τέτοια αναψηλάφιση αμάχητου τεκμηρίου είναι, έτσι και αλλιώς νομικά ανεπίτρεπτη. Ως λέχθηκε και στην Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422:

 

«Ως εκ τούτου η κοινή λογική αναντίρρητα επιβάλλει, και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε παραπέρα "έρευνα" από την ΕΔΥ, να κρίνει ως πραγματικό γεγονός ότι ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείται για τη θέση, στην οποία διορίστηκε από 1.3.84. Το συμπέρασμα όμως αυτό δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική, αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου στην προηγούμενη θέση, που ουδέποτε προσεβλήθη. Οποιαδήποτε "έρευνα" από την ΕΔΥ για το επίμαχο προσόν, όπως την έχει εισηγηθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ενώπιόν μας ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου, θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος, που έγινε την 1.3.84 στη θέση ειδικού ιατρού, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.»

 

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 17/23  απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης στην Έφεση Αρ. 17/23  ούτε αυτός δύναται να επιτύχει. Οι λόγοι ακυρότητας που κατ’ ισχυρισμό δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα (βλ. ανωτέρω) αφορούν τη στάθμιση, στην οποία προέβη η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στα επιπρόσθετα προσόντα του προσφεύγοντος και την κατ’ ισχυρισμό παραγνώριση της υπεροχής του προσφεύγοντος σε αρχαιότητα και πείρα, καθώς και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στη διαφορά των διαδίκων στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της. Έχουμε την άποψη ότι, με δεδομένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πάσχουσας σύστασης του Γενικού Διευθυντή και την πρωτόδικη κατάληξη ότι, η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, ως ρητά αναγράφεται στο σχετικό πρακτικό, στηρίχθηκε και/ή έλαβε υπόψη της την εν λόγω

σύσταση, έπασχε, έχει παραμεριστεί η αιτιολογία της τελικής απόφασης, στο σύνολο της, ως παράνομης, με αποτέλεσμα, να παρέλκει, όντως, η εξέταση άλλων πτυχών αυτής. Τίποτε δεν εμποδίζει τον προσφεύγοντα να εγείρει τα εν λόγω ζητήματα, αν απαιτείται σε μελλοντική δικαστική διαδικασία, κατόπιν επανεξέτασης, αν παρόμοιες επιμέρους κρίσεις, ως αυτές που πρωτόδικα, ενόψει του αποτελέσματος, δεν εξετάσθηκαν, τυχόν επαναληφθούν στην όποια (νέα) αιτιολογία ήθελε δοθεί για την νέα, κατόπιν επανεξέτασης, απόφαση.

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, και ο δεύτερος λόγος έφεσης στην Έφεση Αρ. 17/23  απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά στην Έφεση Αρ. 18/23, όλοι οι εκεί προβληθέντες λόγοι έφεσης (βλ. ανωτέρω) έτυχαν ήδη, στην ουσία τους, εξέτασης στα πλαίσια της  Έφεσης Αρ. 16/23  και απορρίφθηκαν. Συνεπώς, κατ’ υιοθέτηση των αναφερθέντων σε σχέση με την Έφεση Αρ. 16/23, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, καμία εκ των Εφέσεων δεν ευσταθεί και απορρίπτονται.  Ενόψει του αποτελέσματος, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο