ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 163/24)

 

26 Ιουλίου 2024

 

 [Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσείων

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Δ. Λοχίας για Ε. Πουργουρίδη Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα 

Λ. Κάρνος για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση κράτησης του ημερομηνίας 25.6.2024, δοθείσα από το Ε.Δ. Λεμεσού, μετά την παραπομπή του σε απευθείας δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λεμεσού. Το διάταγμα κράτησης στηρίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ο Εφεσείων μαζί με άλλο συγκατηγορούμενο πρόσωπο, αντιμετωπίζει αριθμό κατηγοριών για σοβαρά ποινικά αδικήματα. Κατηγορείται, μεταξύ άλλων, για τρεις συνωμοσίες προς διάπραξη κακουργημάτων, ληστεία, απαγωγή  και βαριά σωματική βλάβη.

 

Πολύ συνοπτικά, με βάση την εκδοχή γεγονότων του παραπονούμενου, ο οποίος είναι ανήλικο πρόσωπο, το βράδυ της 12.6.24, ο Εφεσείων τού είπε να μπει σε αυτοκίνητο για να μιλήσουν. Στο αυτοκίνητο επέβαιναν τρία άλλα άτομα. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής άρχισαν να τον χτυπούν αποσπώντας του δια της βίας τσαντάκι με χρήματα και προσωπικά του αντικείμενα. Κατέληξαν σε χωράφι  όπου τον κατέβασαν και άρχισαν να τον χτυπούν με κλοτσιές και μπουνιές σε όλο του το σώμα. Εκείνος έπεσε στο έδαφος προσπαθώντας να προστατευτεί. Αυτό διήρκεσε περισσότερο από μια ώρα. Σε κάποια στιγμή όταν σταμάτησαν να τον χτυπούν, ο Εφεσείων με απειλές και ενώ τον βιντεογραφούσε από το κινητό του τηλέφωνο, ανάγκασε τον παραπονούμενο να αναφέρει ψευδώς ότι ο λόγος που τον χτύπησαν ήταν επειδή πήγε να τους κλέψει μια μοτοσυκλέτα. Ακολούθως τον μετέφεραν με το αυτοκίνητο σε άλλο μέρος, όπου τον ανάγκασαν να βγάλει τη φανέλα του (την οποία εν τέλει πήραν μαζί τους) και ο Εφεσείων τον έπλυνε με το λάστιχο για να φύγουν τα αίματα, ενώ οι άλλοι βιντεοσκοπούσαν και τον κορόιδευαν. Δεν πήγε σπίτι για δυο μέρες γιατί δεν ήθελε να τον δουν οι γονείς του στην κατάσταση που βρισκόταν. Καθυστέρησε δυο μέρες να καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία διότι τον απείλησαν ότι εάν καταγγείλει οτιδήποτε θα κάνουν κακό στους δικούς του.

 

Εναντίον του Εφεσείοντος εκκρεμούν άλλες τρεις ποινικές υποθέσεις, η μια εκ των οποίων αφορά σε επίθεση κατά οργάνου της τάξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και η άλλη συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κλοπής, και κακόβουλης ζημιάς σε περιουσία. Τα εν λόγω αδικήματα κρίθηκαν συναφή με τη φύση των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει στην παρούσα υπόθεση, δικαιολογώντας την κράτηση λόγω του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης ως ακολούθως: (α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αντιστάθμισε τους δεσμούς του Εφεσείοντος και τις προσωπικές του περιστάσεις έναντι της σοβαρότητας της υπόθεσης και της πιθανολόγησης καταδίκης. Οι δε προσωπικές περιστάσεις αξιολογήθηκαν κατά τρόπο εσφαλμένο καθότι αναφέρθηκε στις επιπτώσεις κράτησης, οι οποίες είναι παράγοντας άσχετος με ζητήματα κράτησης. Επιπρόσθετα υπέπεσε σε σφάλμα αρχής καθότι για την πιθανολόγηση καταδίκης δεν συνεκτίμησε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας, παρά μόνο τη μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντος. Ούτε δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στην προηγηθείσα  τήρηση όρων εμφάνισης σε ποινική υπόθεση εναντίον του η οποία εν τέλει διακόπηκε. (β) Οι εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις εναντίον του Εφεσείοντος δεν δικαιολογούσαν τη δημιουργία ισχυρής εντύπωσης για τη διάπραξη άλλων αδικημάτων. (γ) Η διαπίστωση κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων στη βάση εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ.

 

Οι εν λόγω θέσεις αναπτύχθηκαν ενώπιον μας προφορικά με αντίλογο από τον συνήγορο της Εφεσίβλητης, ο οποίος υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.

 

Οι αρχές βάσει των οποίων αποφασίζεται η κράτηση υποδίκου λόγω κινδύνου φυγοδικίας ή διάπραξης άλλων αδικημάτων είναι πολύ καλά γνωστές και έχουν εξεταστεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να τις επαναλάβουμε. Αρκούμεθα να παραπέμψουμε στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν Γ.Ν., Ποιν. Εφ. 145/23, ημερ. 21.7.23, Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 271/23, ημερ. 24.1.24, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 78/24, ημερ. 8.4.24, Παναγή ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 152/24, ημερ. 25.6.24.

 

Υπενθυμίζεται ότι βάσει της πάγιας νομολογίας το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πολύ περιορισμένο. Η διαταγή κράτησης δεν αναθεωρείται με γνώμονα την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Επέμβαση χωρεί μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία είτε επειδή παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 256, Dydi v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 103/20 κ.α., ημερ. 3.9.20, Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά., Ποιν. Εφ. 306/21, ημερ. 28.12.21). Γενικά το Εφετείο δεν επεμβαίνει «εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (βλ. Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 81/23, ημερ. 10.5.23).

 

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι καθόλα εμπεριστατωμένη με αναφορά σε όλο το φάσμα της σχετικής νομολογίας, ζυγίζοντας και σταθμίζοντας όλα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα προτού καταλήξει στην απόφαση για κράτηση του Εφεσείοντος λόγω του κινδύνου φυγοδικίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους δεσμούς του Εφεσείοντος με την Κύπρο, οι οποίοι όμως, όπως κατέληξε, συσταθμιζόμενοι με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανολόγηση καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή σε περίπτωση καταδίκης, δεν ήταν ικανοί  να αποτρέψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας, ο οποίος δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης.

 

Συμφώνως της νομολογίας οι δεσμοί ενός κατηγορούμενου με την Κύπρο δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή αδικημάτων για τα οποία διώκεται. «Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόπτου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του» (βλ. Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790).

 

Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει την πάγια νομολογιακή αρχή ότι εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης, δικαιολογείται η κράτηση του υποδίκου. Σε τέτοια περίπτωση «οι επιπτώσεις στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» [βλ. Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν. (ανωτέρω), Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)]. Δεν διακρίνουμε επομένως οποιοδήποτε σφάλμα στην αναφορά από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική ζωή του Εφεσείοντος.

 

Ως προς την εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να τον αφήσει ελεύθερο υπό όρους εκδίδοντας διάταγμα όπως βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό από τις 19:00 – 07:00 καθημερινώς, την οποία επανέλαβε ενώπιον μας, πέραν του ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν εξαλείφει τον κίνδυνο φυγοδικίας, με κάθε σεβασμό είμαστε της γνώμης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κέκτηται εξουσίας να εκδώσει τέτοιο διάταγμα. Δεν πρόκειται για «εύλογο όρο» απόλυσης τον οποίο το Δικαστήριο δύναται να θέσει στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας για απόλυση υποδίκου. Κρίνουμε ότι τα αποφασισθέντα στην Αστυνομία ν. Βούρκα, Ποιν. Εφ. 43/21, ημερ. 17.6.21, η οποία αφορούσε διάταγμα για ηλεκτρονική επιτήρηση υποδίκου, καλύπτουν το εν λόγω ζήτημα. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα στην απουσία ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης (βλ. Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 ΑΑΔ 1718).

 

Παραπονείται επίσης ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι σε άλλη πολύ πιο σοβαρή ποινική υπόθεση (υπ’ αριθμό 1357/18) η οποία στην πορεία αναστάλθηκε, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους και υπήρξε από μέρους του συμμόρφωση. Δεν λέχθηκε οτιδήποτε πρωτοδίκως σε σχέση με τη φύση των κατηγοριών τις οποίες αντιμετώπισε, ούτε παρουσιάστηκε η απόφαση απόλυσης υπό όρους στην εν λόγω υπόθεση για να διαφανεί κατά πόσο υπήρχε η όποια πιθανότητα καταδίκης. Ο κίνδυνος φυγοδικίας συναρτάται όχι μόνο με τη σοβαρότητα των κατηγοριών αλλά και με την πιθανολόγηση καταδίκης ως προκύπτει από την ισχύ του μαρτυρικού υλικού κρινόμενου στην όψη του (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023, D7.22). Στην απουσία ολοκληρωμένης εικόνας δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης εκτίμηση της σημασίας της προηγούμενης συμμόρφωσης επί του κινδύνου φυγοδικίας στην παρούσα υπόθεση. Πέραν τούτου η συμμόρφωση με όρους απόλυσης σε προηγούμενη ποινική υπόθεση δεν αποσοβεί χωρίς άλλο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Αποτελεί ένα από τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία ασκήθηκε εντός του ορθού νομικού πλαισίου.

 

Σε ό,τι αφορά την πιθανολόγηση καταδίκης, οι σχετικές αρχές συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση μας στη Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

 

«Ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ούτε το Δικαστήριο προβαίνει σε οποιαδήποτε κρίση επί της δεκτότητας ή αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, ούτε σε τελική διαπίστωση γεγονότων ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Περί πιθανολόγησης και μόνον ο λόγος (βλ. Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54). Το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσον η πιθανότητα καταδίκης προκύπτει από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού εκτιμώμενου στην όψη του, έστω και αν διαπιστώνεται εύλογη προσδοκία αθώωσης. 

 

Η εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε οι όποιες παρατηρήσεις ή σχόλια για την ισχύ του μαρτυρικού υλικού να μην επηρεάσουν ή προκαταλάβουν οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/20 κ.α., ημερ. 20.8.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 103/20, ημερ. 3.9.2020). Κατ' εξοχήν αρμόδιο να εκτιμήσει την πιθανολόγηση καταδίκης είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου το μαρτυρικό υλικό στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή (βλ. Georgi  Tasev v. Αστυνομίας (Αρ.1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 418, Κασίρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 146/21, ημερ. 29.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:B431, ECLI:CY:AD:2021:B431, Ύψου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/22)

 

 

(βλ. και Μαυρομιχάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. 31/20 κ.α, ημερ. 29.6.20, Παναγή ν. Αστυνομίας, ανωτέρω).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το σύνολο του μαρτυρικού υλικού (Τεκμήριο 1) καταλήγοντας ότι η πιθανολόγηση καταδίκης προκύπτει από: (α) Την κατάθεση του παραπονούμενου, την εκδοχή του οποίου παραθέτει εκτενώς, (β) Την κατάθεση του Α.Σ., ο οποίος αναφέρει ότι αργά το βράδυ στις 12.6.24 τον πήρε τηλέφωνο ο παραπονούμενος και του ανέφερε ότι τον χτύπησαν ο Εφεσείων  με τον συγκατηγορούμενο του. Ακολούθως συνάντησε τον παραπονούμενο στην οικία του A.H.M και είδε ότι ήταν πολύ κτυπημένος, (γ) Την κατάθεση του Α.Η.Μ. στο σπίτι του οποίου μετέβη ο παραπονούμενος πολύ κτυπημένος και αιμορραγούσε από τη μύτη, ενώ αργότερα στο σπίτι ήρθε και ο Α.Σ., (δ) Την κατάθεση του Μ.Β., στην οποία αναφέρει ότι την επομένη του επεισοδίου τον πήρε τηλέφωνο ο παραπονούμενος και του είπε ότι το προηγούμενο βράδυ τον συνάντησε ο Εφεσείων μαζί με άλλους τρεις και αφού τον πήραν κάπου με το αυτοκίνητο τον χτύπησαν πολύ άσχημα. Μάλιστα του έστειλε και μια φωτογραφία με αίματα για να του δείξει πόσο άσχημα τον κτύπησαν. Στη συνέχεια ο παραπονούμενος πήγε σπίτι του, όπου ο Μ.Β., διαπίστωσε ότι ήταν πολύ κτυπημένος και πονούσε, (ε) Την ιατρική έκθεση ημερομηνίας 14.6.24, στην οποία αναφέρεται ότι ο παραπονούμενος λόγω ξυλοδαρμού και άσκησης σωματικής βίας προ δύο ημερών, «έφερε εκχύμωση άνω οφθαλμού, μώλωπες προσώπου, άνω άκρων, ράχης θώρακος και οσφύος και αφού υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία αυτό έδειξε ότι ο παραπονούμενος έφερε κάταγμα στην εγκάρσια απόφυση αριστερά του Ο2 και Ο3 σπονδύλων».

 

Το παράπονο του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντος εστιάζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρεται και δεν συνυπολογίζει στην πιθανολόγηση καταδίκης την κατάθεση του πελάτη του ο οποίος αρνείται κάθε ανάμειξη στα υπό κατηγορία αδικήματα, προβάλλοντας άλλοθι ότι το βράδυ του επίδικου επεισοδίου βρισκόταν στο σπίτι του μαζί με τη μητέρα, τον πατριό του και το άλλο συγκατηγορούμενο πρόσωπο, το οποίο διαμένει μαζί του το τελευταίο διάστημα. Την ίδια εκδοχή προέβαλε στην κατάθεση του και ο συγκατηγορούμενος, ο οποίος επίσης αρνήθηκε κάθε ανάμειξη. Επικαλείται δε την υπόθεση Ιακωβίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 185/20, ημερ. 25.11.20, ECLI:CY:AD:2020:B405, για να υποστηρίξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αποσπασματική θεώρηση του μαρτυρικού υλικού. Στην Ιακωβίδης οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος οι οποίοι εσφαλμένα δεν λήφθηκαν υπόψη στην πιθανολόγηση καταδίκης, όχι μόνο δεν βρίσκονταν σε σύγκρουση με τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, αλλά κρίθηκαν ότι έδιναν μια πληρέστερη εικόνα των γεγονότων σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό εμπλοκή του στα υπό κατηγορία αδικήματα, με αποτέλεσμα η αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καθίστατο ελλιπής.  

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εν λόγω εισήγηση. Η παρούσα υπόθεση διαφέρει ουσιωδώς από την Ιακωβίδης. Εν προκειμένω το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο του μαρτυρικού υλικού (Τεκμήριο 1), έχοντας σφαιρική αντίληψη της μαρτυρίας. Στην απόφαση παραθέτει το μέρος της μαρτυρίας εκ του οποίου συνάγεται η πιθανολόγηση καταδίκης, επισημαίνοντας ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας, δεν δύναται να εξετάσει «ισχυρισμούς αναφορικά με την αλληλοσυγκρουόμενη εκδοχή των καταθέσεων εντός του Τεκμηρίου 1». Συμφωνούμε με την εν λόγω προσέγγιση καθότι ο όποιος σχολιασμός ή παρατηρήσεις επί τούτου στο πλαίσιο της πιθανολόγησης καταδίκης, αναπόφευκτα θα επηρέαζε ή προκαταλάμβανε θέματα τα οποία ανάγονται στη δίκη.

 

Δεν διαπιστώνουμε ότι το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του στερείται αποδεικτικής δύναμης ή ότι η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή, ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συμφωνούμε ότι το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του δικαιολογεί την πιθανολόγηση καταδίκης και ορθώς αυτή λήφθηκε υπόψη στη συνεκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος και λόγω του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, το οποίο αφορά τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης. Εν όψει όμως της ανωτέρω κατάληξης μας ότι δεν χωρεί επέμβαση στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για κράτηση του Εφεσείοντος λόγω του κινδύνου φυγοδικίας, η οποία οδηγεί σε απόρριψη της έφεσης, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης (βλ. κατ’ αναλογία Μαυρομιχάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                   Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                    Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο