ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 171/2023)

 

4 Ιουλίου 2024

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

LAURA SLETKEVICIUTE

Εφεσείουσα

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----


Λ. Νεοφύτου για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για την Εφεσείουσα

Ε. Κουμπαρή (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση Έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Ε.Δ. Αμμοχώστου με την οποία διατάχθηκε η κράτηση της Εφεσείουσας για τρεις μέρες προς τον σκοπό συμπλήρωσης του ανακριτικού έργου σε σχέση με υπό διερεύνηση αδικήματα. Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη Απόφαση η Εφεσείουσα είχε συλληφθεί αναφορικά με τα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας, της συνέργειας μετά τη διάπραξη κακουργήματος και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

        Πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ στην Έφεση περιλαμβάνονται τρεις Λόγοι Έφεσης, εντούτοις τόσο με το διάγραμμα του όσο και ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα επιχειρηματολόγησε μόνο σε σχέση με τους Λόγους Έφεσης 1 και 3. Θεωρούμε, συνεπώς, πως ο Λόγος Έφεσης 2 έχει εγκαταλειφθεί.

 

        Με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση των Συνταγματικών δικαιωμάτων της Εφεσείουσας προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης για αδικήματα άλλα από αυτά για τα οποία η Εφεσείουσα είχε συλληφθεί. Με τον Τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η πρωτόδικη Απόφαση είναι αναιτιολόγητη και δεν απαντά σε ουσιώδη νομικά επιχειρήματα της Υπεράσπισης. Μελέτη της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου οδηγεί στο ότι εστιάζει τη θέση του σε κατ’ ισχυρισμό μη εξέταση της εισήγησης που είχε υποβάλει πως η Αστυνομία με το αιτούμενο διάταγμα προσωποκράτησης αποσκοπούσε να διερευνήσει άλλα αδικήματα. Κατ’ επέκταση οι Λόγοι Έφεσης 1 και 3 διασυνδέονται και θα εξεταστούν ταυτόχρονα.

 

        Οι αρχές με βάση τις οποίες εκδίδονται διατάγματα προσωποκράτησης είναι καλά νομολογημένες και δεν απαιτείται η λεπτομερής παράθεση τους για σκοπούς της παρούσας. Περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε ότι για να εγκριθεί διάταγμα προσωποκράτησης θα πρέπει να καταδειχθεί: (i) Ότι υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα, (ii) Ότι η μαρτυρία δημιουργεί εύλογη υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του, (iii) Ότι οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και (iv) Ότι η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων (βλ. μεταξύ άλλων, Yordanova v. Αστυνομίας, Ποιν.  Έφ. 22/24, ημερ. 19.2.2024, Αριστοδήμου κ.ά. v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 667 και Ζαννέτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 652).

 

        Για σκοπούς εξέτασης των εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου κρίνεται χρήσιμη μια σύνοψη των όσων ανέφερε η Αστυνομία στα διάφορα στάδια της διαδικασίας που αφορούν στην παρούσα.

 

        Με τον όρκο που συνόδευε το αίτημα για έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης με το οποίο συνελήφθη η Εφεσείουσα, αλλά και με τη μαρτυρία που ο Λοχίας Νικολέττης έδωσε στο πλαίσιο της διαδικασίας προσωποκράτησης, φαίνεται ότι θέση της Αστυνομίας ήταν πως η Εφεσείουσα είχε τεθεί υπό παρακολούθηση μετά από πληροφορία για διακίνηση ναρκωτικών η οποία πληροφορία αφορούσε τόσο την ίδια όσο και τον συγκάτοικο της Μ.Μ.. Στις 20.7.2023 μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. προσέγγισαν όχημα στο οποίο επέβαιναν η Εφεσείουσα και ο Μ.Μ. φωνάζοντας τους να σταματήσουν. Ο Μ.Μ. προσπάθησε να διαφύγει και ανακόπηκε από τους αστυνομικούς, ενώ η Εφεσείουσα άρχισε να φωνάζει έντονα και να παρεμποδίζει την Αστυνομία να προβεί σε σωματική έρευνα της. Μετά τη σύλληψη της Εφεσείουσας και κατόπιν παροχής συγκατάθεσης από αυτήν, διενεργήθηκε έρευνα της οικίας της στο πλαίσιο της οποίας ανευρέθηκαν ένα κινητό, σε σχέση με το οποίο η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι δεν της ανήκει, χρηματικά ποσά €5.095, $2 και Δηναρίων 8.750, για τα οποία δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις υπό την έννοια ότι η Εφεσείουσα δεν έχει οποιουσδήποτε οικονομικούς πόρους αφού είναι άνεργη, καθώς και μικρή ποσότητα φυτικής ύλης κάνναβης σε σχέση με την οποία αυτή επανασυνελήφθη. Επιπλέον κατά την έρευνα εντοπίστηκαν άλλα 6 κινητά τηλέφωνα, κάρτες SIM, 5 μαύρες κουκούλες, 5 ζεύγη μαύρα γάντια, ένα μαχαίρι με τη θήκη του με λεπίδα 31 εκατοστών, μία μαύρη θήκη πιστολιού, ομοίωμα πιστολιού μάρκας Kariber 45 και ένα μαύρο γιλέκο με δύο θήκες πιστολιού, αντικείμενα τα οποία παραλήφθηκαν ως τεκμήρια σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση εναντίον του Μ.Μ..

 

        Αναφορικά με το ανακριτικό έργο για το οποίο ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι υπολείπετο, επίκληση έγινε και για διερεύνηση πληροφοριών σχετικών με αδικήματα ληστείας σε βάρος τουριστών στην Αγία Νάπα τα οποία διαπράχθηκαν από σπείρα ατόμων με την απειλή μαχαιριού και πιστολιού. Αυτή η αναφορά είναι που αποτέλεσε το έρεισμα για το παράπονο της Εφεσείουσας περί διερεύνησης άλλων αδικημάτων από αυτά για τα οποία είχε συλληφθεί.

 

        Όπως αναφέρεται στο Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, η παραπομπή σε αστυνομική κράτηση είναι νόμιμη «όταν αποδεικνύεται σε δικαστή ότι δεν συμπληρώθηκε η διεξαγωγή των ανακρίσεων για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος για το οποίο κάποιο πρόσωπο συλλήφθηκε…».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Αυτό σε συμμόρφωση με το Άρθρο 11(6) του Συντάγματος. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Αριστοτέλους ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 225 όπου κατ’ Έφεση κρίθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως το αίτημα για προσωποκράτηση αφορούσε και σε αδικήματα που σχετίζονταν με 13 άλλες υποθέσεις αλλοδαπών πέραν αυτών για τις οποίες ο εκεί εφεσείων είχε συλληφθεί:

 

        «Το Άρθρο 11.6 του Συντάγματος ρητά ορίζει ότι ένταλμα προσωποκράτησης μπορεί να εκδοθεί μόνο για το αδίκημα ή τα αδικήματα, για τα οποία έχει συλληφθεί ο ύποπτος. Η ίδια αρχή αντανακλάται και στις διατάξεις του Άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Περιορισμός θεμελιώδους δικαιώματος, όπως του δικαιώματος της ελευθερίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 11.1 του Συντάγματος, είναι επιτρεπτός μόνο για τους λόγους που καθορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, στενά ερμηνευόμενους, όπως ρητά προβλέπεται από το Άρθρο 33.2 του Συντάγματος.

       

        Στην προκείμενη περίπτωση, η κράτηση του εφεσείοντος διατάχθηκε, πρωτίστως, για τη διερεύνηση αδικημάτων άλλων από εκείνα για τα οποία είχε συλληφθεί. Η διαπίστωση αυτή εκθεμελιώνει το εκδοθέν ένταλμα και ανατρέπει τη διαταγή για την κράτησή του».

 

        Η απλή αναφορά εδώ από τον μάρτυρα, όμως, στη διερεύνηση αδικημάτων ληστείας δεν αρκεί για κατάληξη περί παραβίασης των Συνταγματικών δικαιωμάτων της Εφεσείουσας. Εκείνο που ενδιαφέρει και καθηκόντως εξετάζεται εν προκειμένω είναι το κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε στο να εκδώσει το διάταγμα ή και αν συνυπολόγισε τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων στον χρόνο κράτησης που διέταξε. Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από την πρωτόδικη Απόφαση.

 

        Επισημαίνουμε ότι αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν τα συμπεριέλαβε στην αίτηση και ούτε ζητούσε την κράτηση της Εφεσείουσας για να διερευνηθούν τα αδικήματα της ληστείας, ακριβώς λόγω του ότι η Αστυνομία δεν είχε στη διάθεση της επαρκή μαρτυρία για να τα συμπεριλάβει.

       

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ρητή αναφορά στα αδικήματα για τα οποία είχε συλληφθεί η Εφεσείουσα. Προς υποστήριξη της θέσης του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς αιτιολογία απέρριψε τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας περί έλλειψης εύλογων και γνήσιων υποψιών αλλά και εξέτασης άλλων αδικημάτων, ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέθεσε απομονωμένα την πιο κάτω πρόταση από την απόφαση:

 

        «…δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις του Συνηγόρου της υπόπτου περί έλλειψης εύλογων ή γνήσιων υποψιών που να συνδέουν την ύποπτη με τη διάπραξη των αδικημάτων, ούτε και με τις άλλες του εισηγήσεις του ότι δηλαδή η Αστυνομία αποσκοπεί με την παρούσα να εξετάσει άλλα αδικήματα».

 

        Η καταγραφή αυτή, όμως, παραβλέπει τα όσα καταγράφονται αμέσως μετά στην πρωτόδικη Απόφαση, ως συνέχεια της πιο πάνω πρότασης, και συγκεκριμένα:

 

        «Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου είμαι ικανοποιημένος, πάντα για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας, ότι πρώτον, έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση, ότι υπάρχει μαρτυρία σε σχέση με τη διάπραξη της παράνομης κατοχής περιουσίας, της συνέργειας της υπόπτου μετά τη διάπραξη κακουργήματος αλλά και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δημιουργεί εύλογη και γνήσια υποψία σύνδεσης της υπόπτου με τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων. Επί τούτου, παραπέμπω σε όσα αναφέρονται στην πρώτη και δεύτερη σελίδα του όρκου σε σχέση με πληροφορία και τη μαρτυρία, ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν μαζί με το άλλο καταζητούμενο πρόσωπο…διαμένει με τον καταζητούμενο και ότι η κατοικία είναι ενοικιαζόμενη στο όνομα της και υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι με την εν λόγω συγκατοίκηση και όσα έχουν λεχθεί ενώπιον μου να του παράσχει τη δυνατότητα να αποφύγει τη σύλληψη ή και την τιμωρία και να είναι συνεργός μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Υπάρχει επίσης μαρτυρία σε σχέση με την παράνομη κατοχή περιουσίας και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες…ότι κατά τη διάρκεια των ερευνών στην κατοικία του συγκεκριμένου προσώπου εντοπίστηκαν διάφορα αντικείμενα όπως και χρηματικά ποσά για τα οποία δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσει η ύποπτη για την προέλευση τους…».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Πιο κάτω δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του είναι ξεκάθαρη και «ότι ο λόγος που ζητείται η κράτηση είναι για τη διερεύνηση των συγκεκριμένων αδικημάτων». Ούτε και λήφθηκε υπόψη κατά τον καθορισμό του αναγκαίου χρόνου κράτησης η εν παρόδω στην πραγματικότητα αναφορά που έγινε από τον μάρτυρα σε αδικήματα ληστειών στην Αγία Νάπα.

 

        Κατάληξη μας αποτελεί ότι τα όσα επικαλείται η Εφεσείουσα δεν βρίσκουν έρεισμα στην πρωτόδικη Απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την 3ήμερη κράτηση της Εφεσείουσας μόνο σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία αυτή είχε συλληφθεί, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν εφαρμογής τα αναφερόμενα στην Αριστοτέλους (πιο πάνω).

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο