ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 18/2023)

 

17 Ιουλίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/στες]

 

 

Δ. Κ.,

Εφεσείοντας,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητη.

____________________

 

Σ. Μάτσας και Δ. Τσολακίδης με Μ. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους (κα) για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείοντας παρών

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Με απόφαση Κακουργιοδικείου – στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο ή το εκδικάσαν ή το πρωτόδικο Δικαστήριο – ο εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε δέκα (10) κατηγορίες για το αδίκημα του Βιασμού, κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (κατηγορίες 1-6 επί του κατηγορητηρίου και 38-41 ως αυτές προστέθηκαν, κατ’ ενάσκηση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, των εξουσιών που παρέχονται από το Άρθρο 85(4) της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155).  Κρίθηκε επίσης, ο εφεσείοντας, ένοχος και για άλλα αδικήματα, ήτοι της Κοινής Επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 30), της Μεταφοράς Επιθετικού Όπλου κατά παράβαση του Άρθρου 80 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορίες 31-34) και για Απειλή κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 35).  Η παραπονούμενη, σε όλα τα αδικήματα Βιασμού, υπήρξε συμβία του εφεσείοντα με διακοπή της συμβίωσης κατά διαστήματα.

 

Ο εφεσείοντας αμφισβητεί την ορθότητα της προειρημένης, πρωτόδικης, απόφασης με πέντε (5) λόγους έφεσης.  Προβάλλει ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την παραπονούμενη αξιόπιστη (πρώτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοιας ποιότητας που μπορούσε να στηρίξει, από μόνη της, χωρίς ενίσχυση, την καταδίκη του (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι είναι λανθασμένη η ενδιάμεση απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 29.09.2022, με την οποία αποδέχθηκε την κατάθεση των Τεκμηρίων 21 και 22 (γραπτά μηνύματα από το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης), κατά την επανεξέταση της παραπονούμενης, γεγονός που παραβίασε τη δίκαιη δίκη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι, παρά το γεγονός πως μέσα από την προσαχθείσα μαρτυρία, και ειδικότερα της παραπονούμενης, απουσίαζε το συστατικό στοιχείο της ένοχης διάνοιας, εκ μέρους του εφεσείοντα, το εκδικάσαν Δικαστήριο, λανθασμένα, προχώρησε στην καταδίκη του (τέταρτος λόγος έφεσης), και, τέλος, πως, από το σύνολο της μαρτυρίας, προκύπτει ότι η καταδίκη στις κατηγορίες του βιασμού είναι εσφαλμένη και ακροσφαλής, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν αποδείχθηκε η ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση συνάγεται ότι, το κατώτερο  Δικαστήριο, αφού προέβη σε αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, καταγράφει, στην απόφαση του, τα γεγονότα που αποδέχθηκε ως αληθινά, και τα οποία αποτέλεσαν τα ευρήματα του.  Φρονούμε πως η σύνοψη των ουσιωδέστερων γεγονότων – πρωτόδικων ευρημάτων, είναι χρήσιμη προς καλύτερη κατανόηση της συνολικής εικόνας και των συνθηκών που οδήγησαν στην καταδίκη του εφεσείοντα.  Πρόκειται για γεγονότα που προέκυψαν από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι (ΜΚ1 ο αδελφός της παραπονούμενης, ΜΚ2 η αστυφύλακας η οποία στις 20.09.2020, λόγω συγκεκριμένου περιστατικού που έλαβε χώραν σε προαύλιο εκκλησίας, έλαβε καταθέσεις από τον ΜΚ1 και την παραπονούμενη, ΜΚ3 η μητέρα της παραπονούμενης, ΜΚ4 ο αστυνομικός που συνέλαβε τον εφεσείοντα, ΜΚ5 η γιαγιά της παραπονούμενης, ΜΚ6 η σύντροφος του ΜΚ1, ΜΚ7 η παραπονούμενη και ΜΚ8 η αστυνομικός η οποία έλαβε καταθέσεις, μεταξύ άλλων, από την παραπονούμενη και τον εφεσείοντα).  Ο εφεσείοντας, κατά τη δίκη, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής, κλήτευσε μία μάρτυρα, την αδελφή του, η μαρτυρία της οποίας δεν έγινε αποδεκτή.

 

Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία η παραπονούμενη, απόφοιτη Σχολής Κομμωτικής, γνώρισε τον εφεσείοντα όταν αυτή ήταν 16 ετών, μέσω της αδελφής του (Μ.Υ.1) με την οποία εργάζονταν μαζί.  Παραπονούμενη και εφεσείοντας ανέπτυξαν παροδικό φλερτ, το οποίο δεν οδήγησε τότε σε σταθερή σχέση.  Άρχισαν σταθερό δεσμό, κατά το 2018, δύο περίπου μήνες μετά που η παραπονούμενη εργοδοτήθηκε στο κομμωτήριο, το οποίο λειτουργούσε ο εφεσείοντας (ο οποίος δεν ήταν κομμωτής) με την αδελφή του. Από την αρχή της σχέσης τους η παραπονούμενη μετακόμισε και διέμενε στο σπίτι του εφεσείοντα. Είχαν καθημερινή σεξουαλική επαφή και πολλή τρυφερότητα μεταξύ τους.  Η σχέση τους άρχισε να χαλά λόγω του γεγονότος ότι ο εφεσείοντας ήταν χρήστης κοκαΐνης.  Η πρώτη εγκυμοσύνη της παραπονούμενης δεν ολοκληρώθηκε καθότι στους 2,5 μήνες απέβαλε, εξέλιξη η οποία της προκάλεσε σοκ και της επέφερε συναισθηματική κατάπτωση. Η παραπονούμενη είχε βιώσει άσχημα την αποβολή (απόξεση κ.λ.π.) και δεν επιθυμούσε να μείνει ξανά έγκυος, πλην όμως, η σχετική παραίνεση της, προς τον εφεσείοντα, δεν εισακούστηκε. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2018 διαπιστώθηκε ότι ήταν και πάλι έγκυος (δίδυμα). Η χρήση κοκαΐνης, από τον εφεσείοντα, ήταν αιτία καβγάδων μεταξύ του ζεύγους.  Άρχισε δε ψυχολογική και σωματική βία εναντίον της παραπονούμενης. Αρκετές φορές «πιάνονταν» στα χέρια, ο εφεσείοντας την ύβριζε, της έβαζε κατάρες, τη μείωνε, της έλεγε ότι δεν είναι δικά του τα μωρά, της δημιουργούσε προβλήματα με φίλους και φίλες, καθώς και με την οικογένεια της. Διαπιστώθηκε, πρωτόδικα, πως η συμπεριφορά του εφεσείοντα ήταν αλλοπρόσαλλη, επιθετική και με έντονα σκαμπανεβάσματα. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης η παραπονούμενη, και ενόσω ήταν έγκυος δίδυμα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη συμβίωση.  Διέμενε αρχικά στη μητέρα της, σε χωριό της Λευκωσίας και αργότερα, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, στον πατέρα της, στη Λάρνακα.

 

Λόγω της προαναφερόμενης συμπεριφοράς του εφεσείοντα, στις 16.02.2019 και 19.02.2019 η παραπονούμενη και η μητέρα της, είχαν προβεί σε σχετικές αναφορές σε Αστυνομικό Σταθμό, όπου ακολούθησαν καταχωρίσεις σε Ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων. Κατά την ίδια περίοδο, με μηνύματα, ο εφεσείοντας ανακοίνωνε στην παραπονούμενη πως δεν θα αναγνώριζε τα δίδυμα, και διερωτάτο, προς αυτήν, με ποιο τρόπο θα τα μεγαλώσει μόνη.

 

Ακολούθησε η επιστροφή της παραπονούμενης από τη Λάρνακα, διότι, μεταξύ άλλων, υπήρχε και ανάγκη, λόγω της εγκυμοσύνης, να επισκέπτεται το Μακάρειο Νοσοκομείο. Στο διάστημα αυτό ο εφεσείοντας έπεισε την παραπονούμενη να επιστρέψει στο σπίτι του οπότε και συνέχισαν τη συμβίωση. Η παραπονούμενη, η οποία ήταν ουσιαστικά χωρίς εργασία, έγκυος, δίδυμα, και χωρίς ιδιαίτερη οικονομική στήριξη, αποφάσισε να του δώσει δεύτερη ευκαιρία.  Εντός Μαΐου του 2019 επήλθε επανασυμβίωση.  Το ζεύγος είχε για κάποιο διάστημα συναινετική ερωτική επαφή διά κολπικής διείσδυσης.  Αποτέλεσε δε παραδεκτό γεγονός το ότι κάποια στιγμή ο ιατρός, ο οποίος παρακολουθούσε την παραπονούμενη, συνέστησε την αποφυγή σεξουαλικής επαφής προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες πρόωρου τοκετού.  Η σύσταση δεν άρεσε στον εφεσείοντα, ο οποίος επιζητούσε τη σεξουαλική επαφή. Στην αρχή κατέβαλαν κάποιες προσπάθειες για κολπική ερωτική επαφή αλλά φοβήθηκαν και σταμάτησαν.

 

Στο διάστημα επανασυμβίωσης η παραπονούμενη, λόγω προβλημάτων στην κύηση, παρέμεινε κάποιες περιόδους εντός νοσοκομείου για παρακολούθηση. Μετά τον τοκετό η παραπονούμενη επέστρεψε, με τα δίδυμα τέκνα της, στο σπίτι του εφεσείοντα ο οποίος δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση με τα νεογνά, θύμωνε επειδή έκλαιγαν, και ζητούσε, από τη μητέρα του, να μένει μαζί τους για βοήθεια, αλλά και από την παραπονούμενη να καλεί τη δική της μητέρα για βοήθεια.  Νευρίαζε, έβριζε ασύστολα, φώναζε, έσπαζε πράγματα και ζητούσε από την παραπονούμενη να επιστρέψει στην εργασία της. Ως αποτέλεσμα, πολλές φορές, η παραπονούμενη πήγε με τα νεογνά και έμενε στη μητέρα της, ενώ έμεινε και δύο-τρεις φορές στη μητέρα ή και στη γιαγιά του εφεσείοντα, με τα παιδιά τους.  Όταν τα δίδυμα ήταν περίπου 2,5 μηνών, και μετά από καβγά, η παραπονούμενη μετακόμισε, με τα παιδιά, στο σπίτι της μητέρας της. Υπήρξε δε και επεισόδιο κατά το οποίο ο εφεσείοντας έπιασε ρόπαλο για να επιτεθεί στη μητέρα της παραπονούμενης, ενώ αυτή κρατούσε το μωρό, οπότε η μητέρα της, φοβούμενη ότι θα την σκότωνε, τηλεφώνησε στον Μ.Κ.1 ο οποίος έφτασε εκεί, με κάποιο φίλο του, και το επεισόδιο έληξε χωρίς περαιτέρω τσακωμούς. 

 

 Η παραπονούμενη δεν είχε σκοπό να στερήσει από τον εφεσείοντα το δικαίωμα του να βλέπει τα παιδιά του, ως εκ τούτου, άρχισε να τα παίρνει σ΄ αυτόν για να τα βλέπει. Κατά κανόνα τα έπαιρνε στο σπίτι του, έτυχε όμως να τα πάρει και στο κομμωτήριο του.  Κάποια προβλήματα που δημιουργήθηκαν οδήγησαν τη μητέρα και τη γιαγιά της παραπονούμενης ξανά σε Αστυνομικό Σταθμό, στις 03.12.2019, για να καταγγείλουν εισόδους του εφεσείοντα στην οικία τους με απειλητικές διαθέσεις και φωνές.

 

Όταν τύχαινε, ο εφεσείοντας και η παραπονούμενη, να πηγαίνουν για ψώνια, ο εφεσείοντας ζητούσε βοήθεια συγυρίσματος, από την παραπονούμενη, για τα δικά του ατομικά ψώνια, οπότε, κατεβαίνοντας να τον βοηθήσει, βρέθηκε κάποιες φορές στο σπίτι του χωρίς τα παιδιά. Κατά το διάστημα που ακολούθησε, η παραπονούμενη διαπίστωσε πως ήταν ξανά έγκυος με πιθανή ημερομηνία σύλληψης περί τα τέλη Φεβρουαρίου-αρχές Μαρτίου του 2020.  Μεταξύ 02.07.2020 έως 13.07.2020 εμφανίζονται, στο Τεκμήριο 21, ύβρεις, κατάρες και απαίτηση του εφεσείοντα, προς την παραπονούμενη, να του απαντήσει ώστε να δει τα παιδιά του. Στις 04.08.2020, καθώς και στο διάστημα μεταξύ 17.09.2020 μέχρι 19.09.2020, ο εφεσείοντας εμφανίζεται να την απειλεί, μέσω μηνυμάτων, ότι δεν θα γίνονταν βαφτίσια την Κυριακή 20.09.2020, για τα δίδυμα παιδιά τους, ως είχε προγραμματιστεί, αλλά κηδείες.

 

Κατά την ημερομηνία της βάφτισης, 20.09.2020, ο Μ.Κ.1 με τη συμβία του και τη μητέρα του μετέβησαν σε εκκλησία, με το όχημα του Μ.Κ.1, ενώ η παραπονούμενη, με τη γιαγιά της και τα δίδυμα, μετέβηκε εκεί με ξεχωριστό όχημα.  Στο χώρο της εκκλησίας, ο εφεσείοντας, επιθετικά και παρορμητικά, προχώρησε και πήρε το ένα εκ των διδύμων από το αυτοκίνητο της παραπονούμενης. Ακολούθησε ένταση μεταξύ μελών της οικογένειας της παραπονούμενης και του εφεσείοντα.  Ο Μ.Κ.1 έβλεπε τον εφεσείοντα θυμωμένα και ο εφεσείοντας του ανέφερε τη φράση «Ίντα που με θωρείς ρε καραγκιόζη» και τον εξύβρισε με τη φράση «Γαμώ τη μάνα σου».  Επίσης, ο εφεσείοντας έφτυσε προς το μέρος των συγγενών της παραπονούμενης, ενώ παράλληλα εκστόμιζε έναντι τους απειλές για τη ζωή τους. Υπήρξε δε έντονη λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ του εφεσείοντα και του Μ.Κ.1, αδελφού της παραπονούμενης.  Ο εφεσείοντας αποκάλεσε τον Μ.Κ.1 «Γιο της πουτάνας».  Η γιαγιά της παραπονούμενης, βλέποντας τον εφεσείοντα σε αυτή την κατάσταση, πήρε από αυτόν το παιδί που κρατούσε και αυτός συναίνεσε, ενώ ο τελευταίος, στη συνέχεια, έβγαλε και πρόταξε πτυσσόμενο ρόπαλο που είχε στην τσέπη του, το σήκωσε ψηλά και το «ανέμιζε», κινούμενος απειλητικά προς το μέρος του ΜΚ1, με σκοπό να τον χτυπήσει, φωνάζοντας ότι θα τον σκοτώσει.  Ακολούθησαν περαιτέρω γεγονότα. Ο εφεσείοντας χρησιμοποίησε ψαροντούφεκο που είχε στο αυτοκίνητο του χωρίς όμως να τραυματίσει οποιονδήποτε, αφού το καμάκι του κτύπησε στην πόρτα της εκκλησίας. Ακολούθως ο εφεσείοντας έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση και λίγο αργότερα έφθασε, στον χώρο της εκκλησίας, μέλος της Αστυνομίας. Ακολούθησαν λήψεις καταθέσεων και μεταξύ άλλων έγιναν προφορικές αναφορές, από την παραπονούμενη, και σε βιασμούς της από τον εφεσείοντα.

 

Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία και τα  πρωτόδικα ευρήματα διαπιστώθηκε πως υπήρξαν συνουσίες, μεταξύ εφεσείοντα και παραπονούμενης, χωρίς τη θέληση ή τη συναίνεση της τελευταίας, και δη ότι οι συνουσίες επιτυγχάνονταν δια της βίας, εκ μέρους του εφεσείοντα, ή ισχύος ή δύναμης αυτού, τις οποίες το κατώτερο Δικαστήριο κατηγοριοποίησε, ως ακολούθως:

 

(i)     Πρωκτικές συνουσίες προ του τοκετού των διδύμων, ο οποίος επήλθε στις 26.08.2019, οι οποίες ονομάστηκαν ως η Πρώτη Ομάδα Περιστατικών,

 

(ii)    Κολπικές συνουσίες, οι οποίες έλαβαν χώραν, κατά τον χρόνο που η παραπονούμενη έπαιρνε τα δίδυμα στον εφεσείοντα για να τα βλέπει ή όταν ψώνιζαν γι’ αυτά, στο δωμάτιο του σπιτιού του και στο κομμωτήριο του, μετά τις 28.10.2019, μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου 2020, οι οποίες ονομάστηκαν ως η Δεύτερη Ομάδα Περιστατικών,

 

(iii)   Κολπικές συνουσίες της περιόδου μετά τις 28.10.2019, εξαιρουμένων των περιστατικών της δεύτερης ομάδας, οι οποίες ονομάστηκαν ως η Τρίτη Ομάδα Περιστατικών.

 

Ο εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα του βιασμού στις κατηγορίες 1 έως 6, και επιπλέον για δύο βιασμούς στο κομμωτήριο και δύο βιασμούς στο δωμάτιο του σπιτιού του, για τους οποίους προέκυψαν οι κατηγορίες 38 έως 41, τις οποίες, το εκδικάσαν Δικαστήριο, πρόσθεσε επί του κατηγορητηρίου.   

 

Διερχόμενοι το περιεχόμενο των λόγων έφεσης, αν και μεταξύ τους έχουν κάποια διασύνδεση, φρονούμε πως η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης επιβάλλεται να διενεργηθεί πρωθύστερα από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Αν ο τρίτος λόγος έφεσης επιτύχει, ασφαλώς, επειδή διαφαίνεται πως το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 21 και 22 λήφθηκε υπόψη στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, ενδεχομένως το γεγονός να έχει καταλυτική σημασία για την έφεση, δεδομένου ότι η καταδίκη στηρίχθηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης. 

 

Η ουσία της θέσης, και το συναφές παράπονο του εφεσείοντα, ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, έγκειται στο ότι κατά την επανεξέταση της παραπονούμενης επιτράπηκε, λανθασμένα, σε αυτήν να παρουσιάσει μαρτυρία την οποία η κατηγορούσα αρχή δεν προσκόμισε στην κύρια εξέταση της. Πρόκειται για περιεχόμενο μηνυμάτων που είχε ανταλλάξει ο εφεσείοντας με την παραπονούμενη.  Προκύπτει, είναι γεγονός, πως κατά την αντεξέταση της παραπονούμενης υποβλήθηκαν σ’ αυτήν ερωτήσεις αναφορικά με συγκεκριμένο περιεχόμενο συνομιλιών που αυτή είχε, κατά τον επίδικο χρόνο, με τον εφεσείοντα.  Είναι προφανές ότι στόχος της υπεράσπισης ήταν ο κλονισμός της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, και γενικότερα της εκδοχής της, ότι βιάστηκε, από τον εφεσείοντα, κατά τις περιπτώσεις που του αποδόθηκαν τέτοιες πράξεις.  Η παραπονούμενη είχε αποδεχθεί το περιεχόμενο των, υποδειχθέντων σ’ αυτήν, συνομιλιών, πρόβαλε όμως τη θέση ότι τα υποδειχθέντα, σ’ αυτήν, μηνύματα δεν ήταν τα μόνα, αφού υπήρχαν και άλλα μηνύματα που ενίσχυσαν την εκδοχή και αξιοπιστία της, κυρίως ως προς τη γενικότερη συμπεριφορά του εφεσείοντα εναντίον της.  Ως εκ τούτου, κατά την επανεξέταση της, το εκδικάσαν Δικαστήριο της επέτρεψε, με ενδιάμεση απόφαση, παρ’ ότι υπήρχε ένσταση, και παρουσίασε, ως Τεκμήρια 21 και 22, μαρτυρία για το περιεχόμενο των μηνυμάτων που υποστήριζαν, κατά τη θέση της κατηγορούσας αρχής, τη διαμόρφωση πλήρους εικόνας για το θέμα και όχι μόνο επιλεκτικά, ως συνέβαινε, κατ’ ισχυρισμό, με τα μηνύματα που προώθησε η υπεράσπιση.  Η ένσταση της υπεράσπισης, η οποία είχε απορριφθεί, στηριζόταν στη θέση πως (α) η νομολογία δεν επιτρέπει κατάθεση τεκμηρίων κατά την επανεξέταση μάρτυρα, (β) ότι επρόκειτο για μαρτυρικό υλικό το οποίο θα έπρεπε να είχε δοθεί προγενέστερα στην υπεράσπιση, και (γ) η αντεξέταση ήταν πολύ συγκεκριμένη επί του θέματος των μηνυμάτων.  Το κατώτερο Δικαστήριο αποφασίζοντας το θέμα, κατ’ επίκληση της υπόθεσης Μιχαήλ v. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2016:B199, Ποινική Έφεση 145/2014 (Σχ. με 146/2014), ημερομηνίας 15.04.2016, απέρριψε την ένσταση, υποδεικνύοντας ότι ήταν επιτρεπτό να αποδεχθεί τα Τεκμήρια 21 και 22, καθ’ ότι επρόκειτο για περίπτωση στην οποία η παραπονούμενη είχε αντεξετασθεί για ισχυριζόμενες ανακολουθίες της, σε σχέση με την εκδοχή της, και της είχε υποδειχθεί, κατά την αντεξέταση, μέρος μόνο των συνομιλιών.  Κρίθηκε, κατ’ επέκταση, ότι ήταν ορθό να της επιτραπεί να παρουσιάσει και αυτή συνομιλίες – μηνύματα, που ανταλλάχθηκαν με τον εφεσείοντα, οι οποίες αντέκρουαν, κατά τη θέση της, τις υποβολές της υπεράσπισης.

 

Έχουμε συνυπολογίσει καθετί που τέθηκε ενώπιον μας προς υποστήριξη του τρίτου λόγου έφεσης.  Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο με αναφορά στα γεγονότα, που βρίσκονταν ενώπιον του, τα ενέταξε στο ορθό νομολογιακό πνεύμα, το οποίο του επέτρεπε να αποδεχθεί τα Τεκμήρια 21 και 22.  Επικροτούμε ως ορθή την ενδιάμεση απόφαση, του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, ημερομηνίας 29.09.2022.  Δεν συμφωνούμε δε με την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα ότι η υπόθεση Parris David v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, βοηθά στην αποδοχή του υπό συζήτηση λόγου έφεσης. Υπενθυμίζουμε ότι μέρος των μηνυμάτων επικαλέστηκε η υπεράσπιση, συνεπώς, για λόγους δικαιότητας, ορθά έγιναν αποδεκτά και τα υπόλοιπα μηνύματα κατά την επανεξέταση.  Δεν βλέπουμε υπόβαθρο το οποίο να δικαιολογεί συμπέρασμα ότι επηρεάστηκε, δυσμενώς, ο εφεσείοντας, ο οποίος, επέλεξε να μην αντεξετάσει επί όλων των μηνυμάτων.   Επιπλέον, ο εφεσείοντας είχε δικαίωμα να σχολιάσει τα Τεκμήρια 21 και 22, είτε ενόρκως είτε ανωμοτί, ωστόσο επέλεξε, ως είχε βέβαια δικαίωμα, τη σιωπή.  Δεν νομιμοποιείται όμως, υπό τις εν λόγω περιστάσεις, να παραπονείται ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του.

 

Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.  

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά εξ ολοκλήρου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης.  Έπεται πως η εξέταση του χρήζει προτεραιότητας έναντι των εναπομείναντων λόγων έφεσης. Αν το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί αξιόπιστης μαρτυρίας της παραπονούμενης, ανατραπεί καθίσταται κατανοητό πως, ευθέως, θα εκθεμελιωθεί η καταδίκη του εφεσείοντα, αφού αυτή στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, ως έχουμε ήδη προαναφέρει, στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Οφείλουμε, συναφώς, να αναφερθούμε, εν πρώτοις, στα νομολογηθέντα, αναφορικά με την εξουσία του Εφετείου, ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων, στην υπόθεση Αθανασίου και άλλος, ως διαχειριστές της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου, αποβιώσαντος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ίδια προσέγγιση κατοπτρίζεται και στην Benmax v. Austin Motor Co. Ltd. [1955] 1 All E.R. 326. Kανένας, όπως υποδεικνύει ο Λόρδος Reid, δεν πρέπει να υποτιμά το πλεονέκτημα  του εκδικάζοντος Δικαστή, ο οποίος βλέπει και ακούει τους μάρτυρες, να κρίνει κατά πόσο ο συγκεκριμένος μάρτυρας είπε ή δεν είπε την αλήθεια· μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας. Επισημαίνουμε, το συσχετισμό ο οποίος γίνεται μεταξύ αξιοπιστίας και της κρίσης του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι, την αλήθεια στο Δικαστήριο.»

 

Στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, ECLI:CY:AD:2022:D288, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192).  Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407).   Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της  μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

Σχετική είναι η υπόθεση Παπασεργίου v. Τρίκκη, Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2015, ημερομηνίας 29.11.2023, υποδείχθηκε, και επιβεβαιώθηκε, ότι «Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες». Καθ’ όλα σχετική, επίσης, είναι και η πρόσφατη υπόθεση Δ.Β.Γ.Κ v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 03/22, ημερομηνίας 29.02.2024.

 

Με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (i) παρέλειψε να σχολιάσει ουσιώδεις αντιφάσεις της παραπονούμενης με άλλη μαρτυρία, (ii) παρέλειψε να θέσει στη βάσανο της λογικής τη μαρτυρία της παραπονούμενης και (iii) ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν τέτοιο που δεν δικαιολογούσε συμπέρασμα ότι ήταν αξιόπιστη. Με το διάγραμμα αγόρευσης προτάσσονται συγκεκριμένες θέσεις και επιχειρήματα, ως εντασσόμενα, κατά την πλευρά του εφεσείοντα, στα προαναφερόμενα παράπονα του.  Ως εκ τούτου θα αποφανθούμε, επί των συγκεκριμένων θέσεων, στο βαθμό που θεωρούμε ότι αυτό είναι αναγκαίο για την αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης και τα οποία αφορούν μόνο σε ουσιώδη θέματα.  Ακολουθεί η σχετική ετυμηγορία μας.

 

Πυρήνας των επιχειρημάτων, των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, αποτελεί η θέση ότι ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου υπήρχαν αρκετά στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία προέρχονται μέσα από την εκδοχή – μαρτυρία – της παραπονούμενης, τα οποία δεν αντέχουν τη βάσανο της λογικής, δεδομένης της ίδιας της συμπεριφοράς της, η οποία από τη μία έδειχνε τρυφερότητα, αγάπη, ως φαίνεται μέσα από φωτογραφίες και μηνύματα με τον εφεσείοντα, ή ενώ έφευγε από το σπίτι του στη συνέχεια επέστρεψε και συμβίωνε μαζί του, και, από την άλλη του απέδωσε πράξεις βιασμών.  Η καταληκτική δε εισήγηση είναι πως η καταγγελία της παραπονούμενης, για βιασμούς, ήταν πράξη εκδίκησης προκειμένου να αποστερήσει από αυτόν τα παιδιά του.

 

Έχουμε εξετάσει εκτενώς την πληθώρα επιχειρημάτων που υποστηρίζουν την εισήγηση των συνηγόρων του εφεσείοντα, έχοντας διεξέλθει με κάθε δυνατή προσοχή τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς, και το περιεχόμενο των επιχειρημάτων των δύο πλευρών, αλλά και την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Θεωρούμε ότι, κατ’ αρχήν, εξάγεται σαφής εικόνα, μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, υποδεικνύοντας, και επισημαίνοντας, συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία, κατά την κρίση του, απέδιδαν συνέπεια και σταθερότητα στην εκδοχή της, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα που συνθέτουν τις επίδικες ενώπιον του κατηγορίες, κατ’ επέκταση, και πειστικότητα στην αξιοπιστία της παραπονούμενης.  Το εν λόγω πρωτόδικο συμπέρασμα προβάλλει εύλογο και δικαιολογημένο, αφού, ως διαπιστώθηκε, μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπαναχώρηση ή ταλάντευση στην εκδοχή της, όπως την παρέθεσε στις γραπτές της καταθέσεις, προς την Αστυνομία, και την υποστήριξε ενόρκως κατά τη δίκη.

 

Εξάγεται, επίσης, σαφής εικόνα πως το κατώτερο Δικαστήριο διαφαίνεται να επικεντρώθηκε σε ορθά και καθιερωμένα κριτήρια αξιολόγησης, διενεργώντας, συνολικά, αποτίμηση της εκδοχής της παραπονούμενης και όχι αποσπασματικά. Εν πάση περιπτώσει, προκύπτει ότι το έχουν απασχολήσει εύλογα ερωτήματα, είτε αυτά ηγέρθηκαν από την υπεράσπιση ευθέως, είτε αναδείχθηκαν, έμμεσα, από την προσαχθείσα μαρτυρία. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη προσέγγιση.  Ειδικότερα, θεωρούμε πως ήταν εύλογο το εύρημα ότι, λόγω της συμπεριφοράς του εφεσείοντα, προς την παραπονούμενη, αλλά και σε μέλη της οικογένειας της, η οποία περιγράφεται, λεπτομερώς, στην εκκαλούμενη απόφαση, η παραπονούμενη, ενόσω ήταν έγκυος τα δίδυμα παιδιά, αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του εφεσείοντα, στο οποίο διέμεναν και να μένει στο σπίτι της μητέρας της, σε χωριό της Λευκωσίας, αλλά και σε διαμέρισμα του πατέρα της, στη Λάρνακα. Στη σχέση παραπονούμενης και εφεσείοντα, ενώ αυτή διερχόταν και από κάποιες καλές στιγμές, διαφαίνεται, εύλογα, ότι οι άσχημες στιγμές κυριαρχούσαν, με πολύ σοβαρής μορφής επιθετική, προσβλητική και μειωτική συμπεριφορά, εκ μέρους του εφεσείοντα, όπως προκύπτει και από πραγματική μαρτυρία, (περιεχόμενο μηνυμάτων που αντάλλασσαν, - Τεκμήρια 21 και 22), αλλά και από άλλη υποστηρικτική μαρτυρία, ήτοι των συγγενικών προσώπων της παραπονούμενης.  Εξάλλου ήταν παραδεκτό, μέσα από τη δίκη, καθώς και από τον συνήγορο υπεράσπισης, ότι υπήρχαν οι ύβρεις, εκ μέρους του εφεσείοντα, προς την εφεσείουσα, αλλά και προς άλλα μέλη της οικογένειας της, το περιεχόμενο των οποίων, σημειώνουμε ήταν βαρύτατο.  Επομένως ορθά, και εύλογα, το κατώτερο Δικαστήριο διαπίστωσε πως ο εφεσείοντας ήταν βίαιος, επιθετικός και προσβλητικός έναντι της παραπονούμενης.

 

Άλλωστε, είναι καθόλα λογικό τα αρνητικά αποτελέσματα σε μια σχέση να προκαλούνται όταν η σχέση βρίσκεται στις άσχημες στιγμές της και όχι στις καλές.  Με κάθε σεβασμό στα επιχειρήματα των συνηγόρων του εφεσείοντα, διαβλέπουμε να προωθείται, δικαιωματικά βέβαια, και να αξιοποιείται υπέρμετρα το γεγονός ότι επειδή υπήρχαν καλές στιγμές στη σχέση της παραπονούμενης και του εφεσείοντα, κατ’ επέκταση δεν ήταν λογικό η παραπονούμενη να επιστρέφει, στη συμβίωση με τον εφεσείοντα, αν ο τελευταίος τη βίαζε.  Αγνοείται όμως το γεγονός ότι το περιεχόμενο των ύβρεων, των κατάρων, των απειλών προς την παραπονούμενη και σε μέλη της οικογένειας της (μεταξύ άλλων το γεγονός της χρήσης ρόπαλου για να χτυπήσει τη μητέρα της παραπονούμενης), αν και δεν αποδεικνύουν τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών του βιασμού, αποδεικνύουν την παράλογη και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως την περιέγραψε στη μαρτυρία της η παραπονούμενη και ορθά την αποδέχθηκε, ως τέτοια, το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Απασχόλησαν, και προβλημάτισαν, το Δικαστήριο, τα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του από την υπεράσπιση. Προφανώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέδωσε τη συμπεριφορά της παραπονούμενης, να επιστρέψει στον εφεσείοντα, στο γεγονός ότι αυτή βρισκόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, λόγω της διακοπής της πρώτης εγκυμοσύνης, στο γεγονός ότι στη συνέχεια ήταν έγκυος δίδυμα χωρίς, οικονομικά, ιδιαίτερη στήριξη, με αδυναμία να επιβιώσει μόνη της οικονομικά και ανεξάρτητα, αλλά, και στη συνέχεια να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανάθρεψης των δύο, δίδυμων, παιδιών, ενώ προς το τέλος, χρονικά, πριν την καταγγελία, να ήταν έγκυος τρίτο παιδί του εφεσείοντα.  Η λογική κάποιας άλλης γυναίκας ίσως να την οδηγούσε σε ενωρίτερη διακοπή της σχέσης, και σε καταγγελία, ωστόσο, επειδή η παραπονούμενη δεν το έπραξε δεν αποδυναμώνεται, εκ του γεγονότος αυτού και μόνο, η αξιοπιστία της.  Εξάλλου, στην περίπτωση του εφεσείοντα, σημειώνουμε πως η παραπονούμενη τον αγαπούσε, ως μαρτύρησε, και ήλπιζε ότι θα άλλαζε, ως της υποσχόταν κάποιες φορές, ενώ ταυτόχρονα η συμπεριφορά του οφειλόταν, ως του αποδόθηκε, από την παραπονούμενη, και η θέση της έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, στη χρήση σκληρών ναρκωτικών (κοκαϊνη) που αυτός έκανε.  Το εν λόγω γεγονός, της χρήσης των ναρκωτικών, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ κατά την πρωτόδικη διαδικασία.  Με τα προαναφερόμενα δεδομένα δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην  προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο προφανώς δεν θεώρησε ως κλονιστικό στοιχείο, στην αξιοπιστία της παραπονούμενης, το γεγονός ότι αυτή δεν προέβη νωρίτερα στην καταγγελία.  Για το θέμα θα επανέλθουμε και σε κατοπινό στάδιο.

 

Εντοπίζουμε, επίσης, μία ομάδα παραπόνων του εφεσείοντα, τα οποία σχετίζονται με τη θέση του, πως η παραπονούμενη απέκρυψε στοιχεία από τις αστυνομικές αρχές, εννοώντας, προφανώς, ότι δεν ανέφερε στις καταθέσεις της πως συνέχισε να εργάζεται στο κομμωτήριο του εφεσείοντα ακόμη και μετά που έφυγε από το σπίτι του, τον Νοέμβριο του 2019, ότι δεν ανέφερε πως είχε διαμείνει στο σπίτι του όταν χάλασε το αυτοκίνητο της, τον Απρίλιο του 2020, ότι για πρώτη φορά ανέφερε στο Δικαστήριο ότι βιάστηκε κατά την επιστροφή της από μετάβαση στη θάλασσα, όταν της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 19 – φωτογραφία – καθώς και άλλα συναφή παράπονα τα οποία έχουμε εξετάσει.  Κρίνουμε πως η παραπονούμενη αν και έδωσε περισσότερες από μία καταθέσεις το γεγονός ότι δεν έχει καλύψει καθετί που ενδεχομένως θα την ρωτούσε ο συνήγορος υπεράσπισης, σε μία διαδικασία, καθ’ όλα επιτρεπτή, όμως, εξονυχιστικής αντεξέτασης, ορθά δεν επηρέασε την αξιοπιστία της. Διαφαίνεται, άλλωστε, πως όταν αντεξετάστηκε αποδέχθηκε πως επέστρεψε στο σπίτι του εφεσείοντα, από το οποίο είχε προηγουμένως αποχωρήσει, και ότι τηλεφώνησε σ’ αυτόν, που είναι ο πατέρας των διδύμων τα οποία είχε μέσα στο αυτοκίνητο της όταν αυτό υπέστη βλάβη στα φρένα.  Δεν αποδεχόμαστε πως αυτή η ενέργεια της αποδυναμώνει την εκδοχή της. Αντίθετα, επιβεβαιώνει το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη δεν είχε ουσιαστικά στήριγμα, ώστε να αντιμετωπίσει πιο νωρίς τη συμπεριφορά του εφεσείοντα και πως ήταν ευάλωτη. Αυτό αποδεικνύει η ενέργεια της να τηλεφωνήσει και να επιστρέψει στον εφεσείοντα από το σπίτι του οποίου είχε αποχωρήσει, λίγο νωρίτερα, με τα παιδιά, όταν είχε προηγηθεί η απόφαση της να διακόψει τη συμβίωση μαζί του.  Θεωρούμε ότι στις καταθέσεις της, η παραπονούμενη, έδωσε καθετί αναγκαίο, για στήριξη του παραπόνου της εναντίον του εφεσείοντα, με ικανοποιητική λεπτομέρεια. 

 

Κατά την αντεξέταση της η παραπονούμενη, όντως μαρτύρησε και για γεγονότα που δεν ανέφερε στις καταθέσεις της.  Το γεγονός όμως δεν αποτελεί εξ ορισμού κλονιστικό, της αξιοπιστίας της, στοιχείο, το οποίο να ανατρέπει τη βασική εκδοχή της.  Πρόκειται για στοιχεία επιβεβαίωσης της βίαιης συμπεριφοράς του εφεσείοντα.  Δεν επρόκειτο για κάτι καινούριο. Ειδικότερα, όταν της υποδείχθηκε φωτογραφία – Τεκμήριο 19 – τότε είναι που αναφέρθηκε ότι υπήρξε και βιασμός της κατά την επιστροφή της από τη θάλασσα που είχε πάει με τον εφεσείοντα. Αυτή της η μαρτυρία όμως δεν αφαιρεί από την εκδοχή της η οποία ήταν πως τις περισσότερες φορές το σεξ γινόταν χωρίς τη θέληση της.  Δεν θεωρούμε ότι η παραπονούμενη χρειαζόταν τέτοια μαρτυρία, ψευδή, ως είναι η θέση του εφεσείοντα, για να δημιουργήσει εντυπώσεις.  Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στο Τεκμήριο 19, και στη σχετική με αυτό μαρτυρία της παραπονούμενης, υποδεικνύοντας ότι τέτοιο γεγονός δεν αναφέρθηκε στις καταθέσεις της.  Φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός, προφανώς, δεν έκρινε το γεγονός ικανό για αρνητική επίδραση επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, και  κάνει λόγο για περιγραφή του γεγονότος, εκ μέρους της παραπονούμενης, με αυθορμητισμό, συνεπώς, είναι δικαιολογημένο να ειπωθεί ότι εξάγεται πως το σχολίασε, έστω συνοπτικά, πλην όμως με σαφήνεια, αλλά και πως δεν το θεώρησε ως αδυναμία.  Άλλωστε μέσα από το ολικό σκεπτικό της αξιολόγησης, στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνάγεται, ξεκάθαρα, ότι από όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του, μη αποκλειομένου και του υπό συζήτηση, δεν υπήρξε στοιχείο το οποίο να κριθεί ως κλονιστικό.

 

Έχουμε επίσης διεξέλθει όλες τις επιμέρους θέσεις, του εφεσείοντα, περί αντιφάσεων της παραπονούμενης, πλην όμως δεν αποδεχόμαστε ότι αυτές ευσταθούν ή βρίσκουν έρεισμα μέσα από τις προσαχθείσες μαρτυρίες.  Ειδικότερα, καμία αντίφαση προκύπτει αναφορικά με το κατά πόσο είχε άλλα άτομα παρόντα όταν την βίαζε, στο σπίτι του, ο εφεσείοντας.  Το ζήτημα ξεκαθαρίστηκε, νωρίς, με την κατάθεση της παραπονούμενης – Έγγραφο ΙΔ – διευκρινίζοντας ότι δεν υπήρχε άλλο άτομο μέσα στο σπίτι.  Δεν πρόκειται σαφώς για αντίφαση αλλά για διευκρίνιση, την οποία έδωσε, και δη ότι αυτό που εννοούσε σε προγενέστερη της κατάθεση είναι πως αυτή αναγκαζόταν να κάνει αυτό που ήθελε ο εφεσείοντας για να μην δίνει έρεισμα για φασαρίες, που θα έκανε ο εφεσείοντας μπροστά στα μωρά και σε άλλους, και προφανώς δεν αναφερόταν πουθενά σε παρουσία άλλων προσώπων κατά τους βιασμούς της.

 

Όσον αφορά δε στο παράπονο, του εφεσείοντα, ότι δεν αξιολογήθηκε σωστά το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της παραπονούμενης, με την οποία υποστήριξε την αίτηση της για διατροφή, θεωρούμε ότι το ζήτημα αξιολογήθηκε, πρωτοδίκως, ορθά.  Η παραπονούμενη έδωσε εξήγηση πως η αναφορά της, επί της εν λόγω ένορκης δήλωσης, για επανασύσταση της σχέσης της με τον εφεσείοντα, αφορούσε στην αποκατάσταση της σχέσης των παιδιών με τον πατέρα τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τοποθετήθηκε πως η εν λόγω ένορκη δήλωση αφορούσε έναν εξειδικευμένο σκοπό, και παράθεση κάποιων αναγκαίων γεγονότων, προς εξασφάλιση κατεπειγόντως διατάγματος διατροφής για τα δίδυμα παιδιά, και, επομένως, δεν ήταν αναμενόμενο να δηλώσει, η παραπονούμενη, ότι η νέα εγκυμοσύνη της, το τρίτο παιδί, ήταν αποτέλεσμα βιασμού από τον εφεσείοντα.  Σημειώνουμε, άλλωστε, ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε κάνει καταγγελία στην Αστυνομία, για τους βιασμούς της, οπότε, θα ήταν παράλογο να το παραθέσει εντελώς άκαιρα στην εν λόγω ένορκη δήλωση.  Τότε είναι που θα δημιουργούνταν γνήσια ερωτηματικά.  Καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη αντίκριση του υπό συζήτηση θέματος ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις που είχε ενώπιον του το εκδικάσαν Δικαστήριο.   

 

Γενικότερα, φρονούμε πως τα παράπονα του εφεσείοντα αφορούν σε θέσεις οι οποίες δεν δικαιολογούν έρεισμα για ανατροπή των συμπερασμάτων του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, το οποίο έχει αφ’ ενός αντιπαραβάλει τη μαρτυρία της παραπονούμενης, στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων, αφετέρου έχει αναλύσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία στο πλαίσιο των αρχών της νομολογίας.  Θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα του, για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, ήταν εύλογα και ορθά.

 

Επιπλέον, έχουμε αξιολογήσει και το γενικότερο επιχείρημα ότι δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής να βιάστηκε η παραπονούμενη, για όσες φορές μαρτύρησε ότι αυτό συνέβη, και από την άλλη να έγραφε μήνυμα στον εφεσείοντα και να του παραπονείται ότι δεν την χαϊδευε (σιουμαλίζει) στην κοιλιά της.  Δεν αποδεχόμαστε ότι η εν λόγω αναφορά της παραπονούμενης, πως δεν την χαϊδευε, αντικρούει τη θέση της για τα συναισθήματα της προς αυτόν.  Η επιθυμία της για χάδια στην περιοχή της κοιλιάς, που ήταν έγκυος το τρίτο παιδί του εφεσείοντα, υπό την ψυχολογική κατάσταση που αυτή βρισκόταν, προφανώς, δεν σημαίνει ότι του ζητούσε ή αποδεχόταν να την βιάζει με τον τρόπο που όντως πολύ παραστατικά περιέγραψε, η παραπονούμενη, στη μαρτυρία της.  Πρόκειται για δύο ξεχωριστές, εντελώς, συμπεριφορές.  Περισσότερο, διαφαίνεται, πως, η παραπονούμενη επιζητούσε αγάπη από αυτόν και όχι βιασμούς και παραλογισμούς, ή και απαξιωτικές ύβρεις ή ακατανόμαστες κατάρες, ως προκύπτει από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 21 και 22 το οποίο, παρατίθεται στην εκκαλούμενη απόφαση.

 

Μια άλλη σειρά παραπόνων του εφεσείοντα, σχετίζεται, με τη συμπεριφορά της παραπονούμενης, και, ειδικότερα, την πράξη καταγγελίας εναντίον του, η οποία, κατά την πλευρά του εφεσείοντα, επίσης, δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής.  Επί του θέματος αυτού επιθυμούμε να υποδείξουμε πως όντως η κοινή λογική αποτελεί εργαλείο για τα Δικαστήρια το οποίο όμως δεν έχει πάντοτε την ίδια χρήση ή αποτέλεσμα.

 

Στο σύγγραμμα ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ, Β ΕΚΔΟΣΗ, των Τ. Ηλιάδη & Ν. Σάντη, διαβάζουμε, απόσπασμα, στις σελίδες 7 και 8 το οποίο είναι σχετικό, και έχει ως ακολούθως:

 

«Αρκετές είναι οι φορές που το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων επειδή η κρίση των τελευταίων είτε δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική στην κοινή λογική (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v Κυριάκου (2009) 2 ΑΑΔ 367), είτε τα σχετικά τους ευρήματα την αντιστρατεύονταν (Ισιδώρου v GM Christofi Enterprises Ltd και Άλλης (1998) 2 ΑΑΔ 204), ή ακόμη τα ενώπιον τους γεγονότα θα έπρεπε ευλόγως να τους είχαν οδηγήσει σε αντίθετη κατάληξη (Maifoshis v The Police (1978) 2 CLR 9).  Η κάθε περίπτωση απόφανσης περί του ορθού ή λανθασμένου εφαρμογής της κοινής λογικής ως παραμέτρου διάπλασης του δικαστικού συλλογισμού πρέπει να κρίνεται αναλόγως των γεγονότων και ιδιομορφιών του εκάστοτε υπό κρίση συμβάντος.  Το τι μπορεί να προβάλλει ως πράξη ή ενέργεια πλήρως ταυτισμένη με την κοινή λογική σε μια περίπτωση, μπορεί να μην προβάλλει ως τέτοια σε άλλη περίπτωση, διότι απλούστατα, τα δεδομένα και συνθήκες πιθανόν να κατατείνουν προς άλλη κατεύθυνση από απόψεως ερμηνείας και αξιολόγησης των ανθρωπίνων αντιδράσεων και χειρισμών (βλ. κατ’ αναλογίαν, Βούτουνος v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 71).»

 

Κατ’ αρχήν σημειώνουμε πως η επιχειρηματολογία, που αναπτύσσεται εκ μέρους των συνηγόρων του εφεσείοντα, περί των ερωτημάτων που δεν αντέχουν στη βάσανο της λογικής, και η οποία όμως σχετίζεται με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας, αλλά και πώς αυτοί αντέδρασαν ή δεν αντέδρασαν, δεν εξετάζεται από το παρόν Εφετείο καθ’ ότι δεν ηγέρθηκε σχετικός λόγος έφεσης. 

 

Περαιτέρω, γίνεται αντιληπτό, από το προαναφερόμενο απόσπασμα, πως η κάθε περίπτωση πρέπει να αντικρίζεται στη βάση των δικών της ξεχωριστών ιδιαιτεροτήτων, είτε αυτές προέρχονται από γεγονότα είτε από χαρακτήρες προσώπων ή και άλλες περιστάσεις.  Ο κάθε άνθρωπος, ως ψυχοσωματική ύπαρξη, δεν αντιδρά ή δρα πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ακόμη και ενώπιον των ίδιων γεγονότων.  Δεν επιθυμούμε να εμβαθύνουμε περαιτέρω επί του θέματος.  Εν πάση περιπτώσει, το θέμα του χρόνου αποκάλυψης τέτοιων γεγονότων, ως ο βιασμός και γενικότερα σεξουαλικής φύσεως γεγονότα, αποτελεί, νομολογιακά, ζήτημα το οποίο εξετάζεται υπό το πρίσμα των ξεχωριστών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (βλέπε υπόθεση Ν.Σ. v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2018:B72, Ποινική Έφεση 184/2015, ημερομηνίας 13.02.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72).  Αρκούμαστε στα όσα η νομολογία έχει υποδείξει, γενικά, αλλά και έχει καθορίσει, ειδικά, για τις περιπτώσεις των γυναικών που, παρ’ ότι έχουν βιαστεί, πλην όμως, δεν αποφασίζουν να καταγγείλουν πάντοτε αμέσως τους βιαστές τους (βλέπε υπόθεση Ε.Α. v. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2019:B473, Ποινική Έφεση 231/2018, ημερομηνίας 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473). Διαφαίνεται πως ο χρόνος υποβολής σχετικής καταγγελίας, για βιασμό, δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για τη γνησιότητα τέτοιου παραπόνου, αλλά η στιγμή που, προφανώς, αποτελεί το ξεχύλισμα του ανθρώπου που υφίσταται την κακοποίηση και αισθάνεται να ωθείται, μέσα από κάποιο γεγονός, ότι έφτασε η στιγμή να μιλήσει.  Σημασία επίσης έχει, ως είναι αντιληπτό, η διαπίστωση για έλλειψη καθοδηγούμενης καταγγελίας προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών. Οφείλεται βέβαια κάποια εξήγηση, εκ μέρους του θύματος, για τον λόγο που δεν γίνεται νωρίτερα τέτοια καταγγελία.  Στην υπό κρίση υπόθεση η παραπονούμενη έδωσε πειστική, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξήγηση.  Ουσιαστικά πρόκειται για τον φόβο της, τη ψυχολογική της κατάσταση και αδυναμία της, αλλά και τις ελπίδες της ότι ο εφεσείοντας θα άλλαζε, ως της υποσχόταν.  Επιπλέον, έλαβε υπόψη ότι η καταγγελία έγινε όταν προέκυψε το περιστατικό κατά τη βάπτιση των δίδυμων παιδιών και ενεπλάκη η Αστυνομία, οπότε, η παραπονούμενη, νοιώθοντας ασφάλεια και κάποιο στήριγμα, αποκάλυψε τους βιασμούς της.   Δεν εντοπίζουμε λάθος στην εν λόγω πρωτόδικη κρίση.

 

Επιγραμματικά, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, περί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, συνυπολογίζοντας κάθε αναγκαία παράμετρο και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση της, τη δε μαρτυρία της είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει, ζωντανά, ενώπιον του.  Η πεποίθηση του Δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτό να τίθεται εν αμφιβόλω λαμβανομένης υπόψη όλης της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, συνυπολογιζόμενων και αξιολογούμενων όλων των επιχειρημάτων και παραπόνων του εφεσείοντα.  Από το σύνολο του κειμένου της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι, το περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονούμενης τέθηκε στη βάσανο της αξιολόγησης, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να εντριφεί επί αυτής και να καταλήγει σε εύλογα και ορθά συμπεράσματα.  Έχει δε επικεντρωθεί στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.  Δεν διαπιστώνουμε ούτε ανυπόστατα ούτε παράλογα συμπεράσματα, επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης ή αντιφάσεις που να είναι σε τέτοιο βαθμό ουσιώδεις ώστε να δικαιολογούνταν διαφορετικά συμπεράσματα, ως είναι η θέση του εφεσείοντα, την οποία απορρίπτουμε.

 

Συνακόλουθα και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας θεωρεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, λανθασμένα, στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοιας ποιότητας που μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη του εφεσείοντα χωρίς ενίσχυση.  Ό,τι εισηγείται ο εφεσείοντας είναι πως η καταδίκη ήταν λανθασμένη, ακροσφαλής και αντινομική. Αξιολογήσαμε τη θέση και τα επιχειρήματα των συνηγόρων του εφεσείοντα.  Δεν συμφωνούμε ότι προκύπτει, από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σφάλμα, αντινομία ή ακροσφαλής επιλογή.  Αντίθετα προκύπτει ότι η σχετική κατάληξη του ήταν προϊόν σοβαρού προβληματισμού και πλήρους επίγνωσης του ζητήματος της έλλειψης ενισχυτικής μαρτυρίας. Η αντίκριση του ζητήματος διατυπώνεται στο σκεπτικό, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο μας βρίσκει σύμφωνους, γι’ αυτό και παρατίθεται, μέρος αυτού, στη συνέχεια, αυτούσιο:

 

“Δίδοντας κάποια συνέχεια στο θέμα του κανόνος πρακτικής (για αναζήτηση ενίσχυσης σε προβλεπόμενα στον Ποινικό Κώδικα αδικήματα) οφείλουμε να πούμε ότι έχουμε υπόψιν μας την όλη συζήτηση και τους προβληματισμούς που έχουν εκφραστεί στις υποθέσεις Ε.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.18 και Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω). Σημειώνουμε ότι θεωρείται κατακριτέα πλέον η απόλυτη υποχρέωση για προειδοποίηση, γενικά, σε σχέση με κατηγορίες μαρτύρων, όπως είναι οι παραπονούμενοι σε σεξουαλικά αδικήματα και ειδικότερα ότι είναι προσβλητική για τις γυναίκες η καθοδήγηση περί εγγενώς επισφαλούς μαρτυρίας όταν είναι αυτές τα παραπονούμενα πρόσωπα σε σεξουαλικά αδικήματα (ως συμβαίνει κατά κανόνα). Οι πεπαλαιωμένες αυτές αντιλήψεις οφείλοντο στην έμφυτη δυσπιστία περί της αξιοπιστίας των γυναικών ως μαρτύρων-παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα, οι οποίες δεν υιοθετούνται σήμερα αν και μέχρι στιγμής οι νέες αντιλήψεις αντανακλώνται στην κυπριακή νομοθεσία μόνο κατά τρόπο αποσπασματικό, ως εξηγείται στην προαναφερθείσα νομολογία. Από την άλλη πλευρά στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (ανωτέρω, σελ. 528) εκφράστηκε η άποψη ότι οι σύγχρονοι προβληματισμοί δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ότι ακυρώνουν συθέμελα την αναγκαιότητα ιδιαίτερης προσοχής από πλευράς δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση μαρτυρίας παραπονουμένων σε αυτού του είδους τα αδικήματα πλην όμως αυτό επιβάλλεται να γίνεται ανεξαρτήτως φύλου του θύματος.

 

………………………………………………………………………………

 

  Έχοντας τα πιο πάνω υπόψιν στα πλαίσια του καθήκοντος μας να προειδοποιηθούμε για τυχόν κινδύνους οι οποίοι προκύπτουν από τυχόν καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και πάντοτε στα πλαίσια των περιστάσεων της εκδικαζόμενης υπόθεσης, στρέψαμε την προσοχή μας στην εξέταση διαφόρων πτυχών που θα μπορούσαν να ασκούν επίδραση στην αξιοπιστία της Παραπονούμενης και σε πιθανούς συνακόλουθους κινδύνους.

 

  Κατ’ αρχάς στρέψαμε την προσοχή μας στο κατά πόσον η Παραπονούμενη είχε ή έχει οποιαδήποτε κίνητρα να εξυπηρετήσει εάν προέβαλλε και προωθούσε μια ανυπόστατη καταγγελία για βιασμό. Διαπιστώσαμε όμως μέσα από τα γεγονότα και τα ευρήματα μας ότι πρόκειται για μια νεαρή γυναίκα η οποία εξαρχής και για πολύ μεγάλο διάστημα επιθυμούσε να διατηρήσει τη σχέση της και να δημιουργούσε ένα σταθερό περιβάλλον στο οποίο να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Οικονομικά δεν ήταν καθόλου ισχυρή και είχε και θα έχει την ανάγκη για στήριξη και σε αυτό τον τομέα. Βασικά δεν έχει οτιδήποτε να ωφεληθεί καταγγέλλοντας ψευδώς τον Κατηγορούμενο. Αντιθέτως, θα λέγαμε ότι προξενείται ποικιλοτρόπως κόστος στην ίδια και στα παιδιά των οποίων ο πατέρας αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες, με κίνδυνο να στερηθούν την όποια υποστήριξη και παρουσία του μελλοντικά. Ούτε εν πάση περιπτώσει διαπιστώσαμε να έχει η Παραπονούμενη εκδικητικές διαθέσεις έναντι του Κατηγορούμενου για τυχόν άλλες συμπεριφορές (μη σεξουαλικής φύσης) οι οποίες διαθέσεις να την οδηγούσαν στο να κατασκευάσει ψευδείς καταγγελίες). Ούτε έχει υποβληθεί ούτε και γενικότερα αναδύεται κάτι τέτοιο από τη μαρτυρία. Ελέγξαμε επίσης κατά πόσον εξυπονοούν τέτοια κίνητρα οι αναφορές της Μ.Υ. περί του ότι στις 20.9.20, στην εκκλησία άκουσε την Παραπονούμενη να φωνάζει στον Κατηγορούμενο «Εγώ εν να σε κάμω να μεν ξαναδείς τα μωρά». Όμως δεν συμφωνούμε ότι δημιουργείται βάσιμα οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα αφού ένα τέτοιο επιχείρημα προσκρούει αφενός στην αναξιοπιστία της Μ.Υ. για το τι είδε και αντιλήφθηκε εκείνη τη μέρα και αφετέρου στην ακολουθήσασα πορεία των πραγμάτων αφού με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία, ακόμα και μετά την καταγγελία της υπόθεσης, η Παραπονούμενη διασφαλίζει την επικοινωνία του με τα παιδιά του. Δεν θεωρούμε συνεπώς ότι η Παραπονούμενη ωθήθηκε από οποιαδήποτε αλλότρια κίνητρα στην υποβολή της καταγγελίας και στη δοθείσα υπ’ αυτής μαρτυρία.

 

  Εξετάσαμε επίσης το κατά πόσον υπάρχουν προηγούμενες αντιφατικές δηλώσεις ή συμπεριφορές τέτοιας φύσης που να επηρεάζουν την αξιοπιστία της και να καθιστούν ριψοκίνδυνη τη στήριξη σε αυτή. Για οποιεσδήποτε εκφράσεις τρυφερότητας, αγάπης ή ενδιαφέροντος στα ενδιάμεσα διαφόρων περιστατικών παραπέμπουμε κατ’ αρχάς στα όσα ήδη σχολιάσαμε. Εκείνο το οποίο πρέπει να επαναλάβουμε, με κάποια έμφαση, είναι πως η περίπτωση δεν αφορά δύο άγνωστους μεταξύ τους ή έστω κάποιους με κάποια ολιγόωρη ή ολιγοήμερη γνωριμία. Πρόκειται για δύο πρόσωπα τα οποία ανέπτυξαν άλλου είδους σχέση, τα οποία συγκατοικούσαν ως ζεύγος και που απέκτησαν παιδιά μαζί. Δεν θεωρούμε καθόλου τυχαίο που η Παραπονούμενη εν τη ρύμη του λόγου της αποκαλούσε «σύζυγο» τον Κατηγορούμενο, σε διάφορες στιγμές αυτοαποκαλείτο ως η «γυναίκα του», η οποία έπρεπε να τον ικανοποιεί ή να ανέχεται διάφορες συμπεριφορές και ορμές ενώ σε διάφορα άλλα σημεία εξηγούσε την προσπάθεια της να διασώσει την «οικογένεια» τους για το καλό των μωρών τους ενώ και ο ίδιος την έλεγε «γυναίκα» του. Δεν μας φαίνεται καθόλου παράλογο το ότι σε όλη αυτή την πορεία υπήρξαν ενδιάμεσα διαλείμματα με «κάποιες καλές στιγμές», όπως και η ίδια τις χαρακτήρισε. Μια τέτοια ενδιάμεση καλή στιγμή προφανώς υπήρξε και στις 28.2.20, όταν η ίδια αποκάλεσε συγκεκριμένη ερωτική επαφή ως «απλά πιο καλό σεξ και όχι άγριο» ενώ πολύ αργότερα, στην ένορκη δήλωση της ημερ. 26.6.20, αναφερόμενη σε περίπου την ίδια χρονική περίοδο, την περιέγραψε ως δική της προσπάθεια για επανασύσταση της σχέσης, μη θέλοντας όμως τότε για λόγους που εξηγήσαμε, να πει περισσότερα. Η υπεράσπιση θέτει σειρά ερωτημάτων τα οποία έχουν όλα ως υπόβαθρο το αδύνατο της ύπαρξης εναλλαγών της διάθεσης και των συναισθημάτων στη σχέση δύο ανθρώπων που έχουν συμβιώσει ως ζευγάρι και απέκτησαν τέκνα μαζί πλην όμως η απάντηση είναι ακριβώς το αντίθετο της ερώτησης, δηλαδή ότι απλά είναι δυνατό και όντως συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, όπου ακόμα και μεταξύ προσώπων με μόνιμη σχέση ή και γάμο ακόμα, η ανοχή ή η συγκατάθεση της μιας μέρας δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένη για όλες τις ημέρες του έτους.

 

  Τα προηγηθέντα αναμφίβολα συνδέονται και με τον χρόνο καταγγελίας από την Παραπονούμενη. Να υπενθυμίσουμε ότι, ως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω), η παραδοσιακή αντίληψη ότι το θύμα σεξουαλικής επίθεσης αναμένεται να προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία επίσης θεωρείται πλέον ως απηρχαιωμένη. Αυτό διαπιστώνεται σε σειρά αποφάσεων σχετικών με σεξουαλικά αδικήματα, ως συνάγεται από την υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.476 η οποία παρότι παραπέμπει σε άλλη υπόθεση που αφορούσε ανήλικα πρόσωπα, εντούτοις θέτει γενικότερες αρχές.

 

………………………………………………………………………………

 

  Βασικά γίνεται πλέον δεκτό πως τα θύματα, λόγω της τραυματικής τους εμπειρίας, δεν αναμένεται να ενεργήσουν κατά τον «αναμενόμενο» τρόπο ώστε να υποβάλουν άμεσο παράπονο.

 

………………………………………………………………………………

 

  Επισημαίνουμε από τα πιο πάνω ότι δεν υπάρχει στερεότυπη αντίδραση, ότι τα τραυματικά βιώματα δυνατό να προκαλέσουν διάφορα αισθήματα (όπως ντροπή, σοκ, ενοχή) τα οποία εμποδίζουν την υποβολή παραπόνου και τέλος ότι ένα αργοπορημένο παράπονο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ψευδές παράπονο. Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι βασικές διαπιστώσεις συνιστούν γνώση βασιζόμενη στην κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Στην οποία με τη σειρά μας βασιζόμαστε σε σχέση με την παρούσα, όχι απλά επειδή είναι κοινό κτήμα των σύγχρονων κοινωνιών αλλά επειδή πράγματι αυτά τα στοιχεία έχουν αναδυθεί μέσα από τα ευρήματα μας. Θυμίζουμε μόνον ότι η Παραπονούμενη, προερχόμενη από ένα όχι και τόσο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον και με οικονομικές δυσκολίες, βρέθηκε σε μια σχέση με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, το κυριότερο εκ των οποίων ήταν η εναλλαγή της διάθεσης και συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, κυρίως λόγω της χρήσης σκληρών ναρκωτικών. Κατά τη διάρκεια της σχέσης η Παραπονούμενη βίωσε πολλά άλλα περιστατικά βίας, επιθέσεων, προσβολών και οχλήσεων προς την ίδια και τους συγγενείς της, τα οποία την είχαν πείσει για το πόσο επικίνδυνος γινόταν ο Κατηγορούμενος όταν εξοργίζετο. Παράλληλα, με αυτόν τον άνθρωπο είχε αποκτήσει δύο τέκνα και εγκυμονούσε το τρίτο τους παιδί, πράγμα που την οδηγούσε και στην κατάσταση να χρειάζεται όντως και την οικονομική του υποστήριξη ενώ ως έχουμε διαπιστώσει για κάποιο διάστημα ήλπιζε κιόλας ότι θα μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά της ένα περιβάλλον οικογενειακής υφής.

 

  Είμαστε πεπεισμένοι ότι κατά τη διάρκεια της ιδιάζουσας αυτής σχέσης η Παραπονούμενη βίωσε διαδοχικώς σειρά συναισθημάτων πόνου, σοκ, ντροπής, ανασφάλειας, αγωνίας και κυρίως φόβου για τις πιθανές συνέπειες, τα οποία συναισθήματα ευθύνονται αποκλειστικά για την όποια καθυστέρηση στην καταγγελία της. Για μας δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι μόλις υπήρξαν οι συνθήκες σοβαρής εμπλοκής της Αστυνομίας (εξ αφορμής των διαδραματισθέντων στη βάφτιση) η Παραπονούμενη αισθάνθηκε την ασφάλεια που δεν είχε νιώσει ποτέ προηγουμένως στο να αποκαλύψει όσα είχε βιώσει. Βασικά δεν δεχόμαστε σε καμμιά περίπτωση ότι επειδή βίωσε στη βάφτιση ακόμα ένα περιστατικό ύβρεων, ανησυχίας και γενικά φασαρίας από τον Κατηγορούμενο ωθήθηκε να κατασκευάσει εντός τριών ημερών ψευδές παράπονο και να υποβληθεί σε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία με στόχο να πλήξει τον πατέρα των παιδιών της. Αν και εκ του περισσού, κατ’ αναλογίαν των όσων λέχθηκαν στην Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω), οφείλουμε να πούμε πως σαφής αντένδειξη για την κατασκευή παραπόνου μετά τη βάφτιση συνιστούν και στην παρούσα οι προαναφερθείσες δηλώσεις της προς τη Μ.Κ.6 και αργότερα προς τη Μ.Κ.5, οι οποίες δηλώσεις, αν και δεν έγιναν δεκτές ως πρώτο παράπονο (εν τη εννοία του άρθρου 10) δύνανται να ληφθούν υπόψιν για τη συνέπεια της Παραπονούμενης ενόψει της τεκμαιρόμενης υποβολής περί κατασκευασμένου παραπόνου (βλ. Archbold 2000, §8-103επ.).

 

  Καταληκτικά, ως προς το θέμα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε πλήρη επίγνωση ότι η εκδικαζόμενη υπόθεση αφορά και εστιάζεται κυρίως σε ζητήματα συναίνεσης. Υπ’ αυτή την έννοια κυρίαρχο ζήτημα είναι πάντοτε η βούληση του ατόμου να συναινέσει, να συγκατατεθεί να συμφωνήσει με την πράξη η οποία επιζητείται ή επίκειται. Έχοντας υπόψιν την προηγηθείσα συζήτηση αντιλαμβανόμαστε ότι παρόμοια ζητήματα δυνατό να τίθενται και σε σχέση με άλλες ενέργειες ή πράξεις και ότι το θέμα δεν περιορίζεται μόνο σε σεξουαλικής φύσης δραστηριότητες και ούτε διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο ενός παραπονούμενου. Πιστεύουμε λοιπόν πως η ίδια προσοχή επιβάλλεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες εκ των πραγμάτων εμπλέκεται και άρα συνακόλουθα κρίνεται, το νοητικό αυτό στοιχείο, δηλαδή η συναίνεση, συγκατάθεση ή συμφωνία ενός ατόμου για κάτι το οποίο ένας τρίτος θα πράξει σε σχέση με το σώμα του παραπονούμενου (π.χ. μια χειρουργική επέμβαση ιατρικής ή αισθητικής μορφής).

 

………………………………………………………………………………

 

  Είναι ακριβώς στη βάση των πιο πάνω που στην παρούσα περίπτωση έχουμε ειδικά, έντονα, ενσυνείδητα, με πλήρη συναίσθηση και προβληματισμό αυτοπροειδοποιηθεί για τον κίνδυνο αποδοχής της μαρτυρίας της Παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση. Ειδικότερα έχουμε αυτοπροειδοποιηθεί επισταμένα για τον κίνδυνο να συνιστά η περίπτωση κάποιο είδος δεύτερων σκέψεων μετά τα διαδραματισθέντα στην εκκλησία στις 20.9.20 και τη μεταγενέστερη δραστικότερη εμπλοκή του συγγενικού περιβάλλοντος ή και της Αστυνομίας. Όμως εν πλήρη συνειδήσει και χωρίς ίχνος οποιουδήποτε δισταγμού καταλήγουμε ότι είναι απολύτως ασφαλές να στηριχθούμε στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία της Παραπονούμενης, της οποίας την εκδοχή αποδεχόμαστε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη για όλους τους λόγους που έχουμε εξηγήσει προηγουμένως.”

 

Πέραν του ζητήματος της μη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας, ως διαπιστώνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο απαντά και στο ζήτημα του χρόνου της καταγγελίας, εκ μέρους της παραπονούμενης, και στα ερωτήματα του εφεσείοντα γιατί αυτή δεν κατήγγειλε προγενέστερα τους βιασμούς της.  Και αυτό το ζήτημα αντικρίστηκε στη βάση των νομολογηθέντων και το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογο, κατόπιν ορθής αξιολόγησης της παραπονούμενης που είχε ενώπιον του.

 

Και ο δεύτερος λόγος κρίνεται αβάσιμος.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας υποστηρίζει τη θέση ότι μέσα από την προσκομισθείσα μαρτυρία απουσίαζε, και δεν αποδείχθηκε, το συστατικό στοιχείο της ένοχης διάνοιας (mens rea) του εφεσείοντα, ως εκ τούτου η καταδίκη είναι εσφαλμένη για τις κατηγορίες 1 έως 6 και 38 έως 41 (αδικήματα βιασμού). Η σχετική, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αιτιολογία συνίσταται στο ότι «Η Μ.Κ.7 σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας της ανέφερε σε σχέση με τις σεξουαλικές επαφές που είχε με τον Εφεσείοντα ότι «ένιωθα ότι έπρεπε να το κάνω» και «στην αρχή το έβλεπα ότι έπρεπε να γίνεται, ότι όντως επειδή ήμουν η γυναίκα του έπρεπε να τον ικανοποιώ», αναφορές οι οποίες δεν συνάδουν με την μαρτυρία της περί αντιστάσεων κατά την σεξουαλική επαφή ενώ περαιτέρω δημιουργούν και αμφιβολία ως προς την στοιχειοθέτηση του συστατικού στοιχείου της αναγκαίας ένοχης διάνοιας (mens rea) του Εφεσείοντα.».

 

Το εγειρόμενο ζήτημα απασχόλησε πρωτόδικα με αναφορά στο θέμα της συναίνεσης της παραπονούμενης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τα ενώπιον του γεγονότα, όπως αυτά προέκυψαν από την αποδεκτή μαρτυρία, κατέληξε πως ο εφεσείοντας, υπό τις συνθήκες των επίμαχων περιστατικών, «δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να πιστεύει ότι η Παραπονούμενη συναινούσε στις συνουσίες αυτές», και πως «Η δε υπάρχουσα μαρτυρία περί της αντίστασης σφραγίζει το όποιο πιθανό επιχείρημα περί συναινετικών σεξουαλικών επαφών στα πιο πάνω περιστατικά (Archbold 2000, §20-27)».  Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη.  Κρίνουμε πως το περιεχόμενο της αιτιολογίας του τέταρτου λόγου έφεσης παρατίθεται απομονωμένα από το υπόλοιπο περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, το οποίο δεν επιτρέπει αμφιβολίες για το αν αυτή συναινούσε ή όχι. Η θέση της ήταν ξεκάθαρη πως δεν συναινούσε και εξήγησε με λεπτομέρεια τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την έλλειψη συναίνεσης της, και τα οποία όντως δεν αφήναν περιθώρια να μην αντιλαμβανόταν ο εφεσείοντας πως αυτό που έκανε ήταν χωρίς τη θέληση – συγκατάθεση της.  Απλά την αγνοούσε ενεργώντας προς την επίτευξη της δικής του θέλησης. Επιπλέον, κρίνουμε πως, ακόμη και απομονωμένα να εξετασθεί το περιεχόμενο της πιο πάνω αιτιολογίας, πάλι το πρωτόδικο συμπέρασμα προβάλλει εύλογο, αφού η παραπονούμενη αναφέρεται στο αρχικό στάδιο της σχέσης της,  πλην όμως είναι ξεκάθαρο ότι δεν συναινούσε, και στη συνέχεια αντιστεκόταν.

 

Κατ’ επέκταση των προλεχθέντων κρίνεται αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Τέλος, ο πέμπτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά στη γενικότερη θέση του εφεσείοντα, ότι η καταδίκη του στα αδικήματα του βιασμού είναι εσφαλμένη, και ακροσφαλής, και πως η καταδίκη του δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, κρίνουμε πως έχει ήδη απαντηθεί μέσα από την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης, για την οποία τα όποια  επιχειρήματα αναπτύχθηκαν δεν κρίθηκαν ικανά για την ανατροπή του τελικού συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ως εκ τούτου και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.  Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο