ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση αρ. 186/2024)

24 Ιουλίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ- ΜΕΣΣΙΟΥ, ΠΙΚΗΣ Δ/στες]

                  

E. I. K.

Εφεσείουσα

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Κος Σωτήρης Αργυρού για Σωτήρης Αργυρού & Σία ΔΕΠΕ για εφεσείουσα.

Αντιγόνη Μιχαήλ (κα), για εφεσίβλητη.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(δοθείσα αυθημερόν)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η εφεσείουσα που είναι Γερμανίδα Υπήκοος, παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) όπως παρουσιαστεί στις 17.9.24 ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στην Λευκωσία, προκειμένου να απαντήσει σε 56 κατηγορίες που αφορούν αδικήματα δόλιων συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο, καθώς και αδικήματα παράνομης κατοχής και χρήσης γης σε σχέση με ακίνητη περιουσία στην κατεχόμενη Κύπρο, η οποία ανήκει σε αριθμό Ελληνοκύπριων. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, η εφεσείουσα μαζί με άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιούσε, διαφήμιζε και προωθούσε προς πώληση, περιουσίες Ελληνοκυπρίων που βρίσκονται στον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας. Η εφεσείουσα αντιμετωπίζει επίσης και μια κατηγορία για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από τις πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό παράνομες δραστηριότητες.

Μετά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παραπομπή της εφεσείουσας ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στις 17.9.2024, η κατηγορούσα αρχή υπέβαλε αίτημα όπως η εφεσείουσα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία. Το αίτημα της στηρίχθηκε αποκλειστικά στον κίνδυνο μη προσέλευσης της εφεσείουσας στην Δίκη της.

Η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να αποδείξει την πιθανότητα καταδίκης, μαρτυρικό υλικό  σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα είναι ιδρυτής και διευθύντρια γερμανικής εταιρείας, η οποία διαφημίζει και προωθεί προς πώληση οικίες που βρίσκονται σε τουριστικά συγκροτήματα στον Άγιο Αμβρόσιο Κερύνειας που έχουν αναγερθεί παράνομα σε περιουσίες Ελληνοκυπρίων. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι οι δεσμοί της εφεσείουσας η οποία είναι Γερμανίδα υπήκοος με την Κύπρο, περιορίζονται μόνο σε ιδιοκτησία ακινήτου στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, γεγονός που επαυξάνει τον κίνδυνο φυγοδικίας.

Η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην αιτούμενη κράτηση, υποδεικνύοντας ότι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει η εφεσείουσα δεν είναι ιδιαιτέρως σοβαρές αφού τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 7 χρόνια. Ως προς το ενδεχόμενο καταδίκης, η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι με βάση το κατατεθέν μαρτυρικό υλικό, αυτό καθίσταται απομακρυσμένο, επειδή η εφεσείουσα ενήργησε καλόπιστα χωρίς να γνωρίζει ότι τα ακίνητα επί των οποίων ανεγείρονται τα συγκροτήματα, ανήκουν σε Ελληνοκύπριους πρόσφυγες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, έκρινε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ορατός σε τέτοιο βαθμό, που δικαιολογεί το αίτημα της κατηγορούσας αρχής για κράτηση. Λέχθηκε επί του προκειμένου ότι καταδεικνύεται από το μαρτυρικό υλικό, σοβαρό ενδεχόμενο καταδίκης της εφεσείουσας, η οποία δεν έχει ιδιαίτερους δεσμούς με την Κύπρο. Κρίθηκε παράλληλα ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας που να αποτρέπουν τον κίνδυνο φυγοδικίας της, πέραν της αναγκαιότητας να βρίσκεται στην Γερμανία για τους σκοπούς της εταιρείας της,

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Νόμου 121 (Ι)/2016. Με παραπομπή σε νομολογία, έκρινε ότι η εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, προϋποθέτει κατάληξη του Δικαστηρίου ότι με βάση τις αρχές της Κυπριακής Νομοθεσίας και Νομολογίας, η παρουσία του κατηγορούμενου στη δίκη μπορεί να διασφαλιστεί με όρους. Μόνο τότε θα πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει να εξετάσει τους δεσμούς του κατηγορούμενου με το κράτος διαμονής του, δυνάμει του πιο πάνω Νόμου.

Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση της, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι η διαταγή για κράτηση εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραβλέποντας ουσιαστικά τις πρόνοιες του Νόμου 121(Ι)/2016. Τονίζεται ότι η εφεσείουσα είναι Γερμανίδα υπήκοος, η οποία δεν ομιλεί ούτε Αγγλικά ούτε Ελληνικά και δεν έχει κανένα συγγενή ή γνωστό στην Κυπριακή Δημοκρατία. Λογικό θα ήταν να αιτηθεί σύμφωνα με τον συνήγορο της, όπως αφεθεί ελεύθερη με όρους, τους οποίους θα αποφασίσει το Δικαστήριο.

Υποστηρίζεται επίσης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές συνθήκες της εφεσείουσας και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εσφαλμένα το γεγονός ότι η εφεσείουσα σε περίπτωση που παραμείνει υπό κράτηση θα καταστραφεί όλη της η ζωή και η εταιρεία της αφού είναι η μοναδική μέτοχος και υπάλληλος.

Από την πλευρά της, η συνήγορος για την Δημοκρατία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αφού σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό και την ανυπαρξία δεσμών της εφεσείουσας με τις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Εν πρώτοις, σημειώνουμε ότι η κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, είναι θέμα που άπτεται της άσκησης διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνον σ' εξαιρετικές περιστάσεις και για σοβαρούς μόνο λόγους (βλ. Οικονομίδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492).

Στη υπόθεση Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, 262, επαναλαμβάνεται η πάγια θέση ότι:

«η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση  της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου.  Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου.  Αναθεωρείται όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της».

Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του να δικαιολογήσει την κράτηση. Τον κίνδυνο φυγοδικίας, την πιθανότητα διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας.

Στην παρούσα περίπτωση, η κράτηση της εφεσείουσας διατάχθηκε αποκλειστικά για τον λόγο που αφορά τον κίνδυνο φυγοδικίας. Οι παράμετροι στη βάση των οποίων στηρίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας, είναι η σοβαρότητα του αδικήματος και το συνεπαγόμενο ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, η πιθανότητα καταδίκης όπως προκύπτει μέσα από το μαρτυρικό υλικό αλλά και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Βέβαια, η σοβαρότητα του αδικήματος από μόνη της όπως έχει επισημανθεί από τη νομολογία δεν πρέπει να απομονώνεται ούτε πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διαφεύγει της προσοχής ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος και ως ζήτημα γενικής αρχής πρέπει να αφήνεται ελεύθερος, εκτός και αν πληρούνται αυστηρά οι προϋποθέσεις του Νόμου (βλ. Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).

Στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνουμε ότι η σοβαρότητα των αδικημάτων που η εφεσείουσα αντιμετωπίζει, είναι δεδομένη. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από το ύψος της ποινής αλλά και από την ίδια την φύση των αδικημάτων που άπτονται της καταπάτησης ελληνοκυπριακών περιουσιών ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και της εδώ και 50 χρόνια παράνομης κατοχής μεγάλου μέρους της πατρίδας μας, από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα.  Πρόκειται ως εκ τούτου για υπόθεση που ενδιαφέρει άμεσα την κοινή γνώμη. Ο ίδιος ο συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ενώπιον μας ότι πρόκειται για πολύπλοκη και πρωτόγνωρη υπόθεση με πέραν των 500 σελίδων μαρτυρικό υλικό ενώ υπάρχουν και αρκετοί μάρτυρες. Οι ίδιοι ισχυρισμοί παρατίθενται και στην ειδοποίηση έφεσης.

Δεδομένο επίσης είναι ότι σε περίπτωση καταδίκης, η τιμωρία θα είναι αυστηρή λόγω ακριβώς της φύσης των αδικημάτων. Επικεντρωνόμαστε επομένως στην πιθανότητα καταδίκης όπως αυτή προκύπτει από το υλικό το οποίο έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και στις προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας.

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα καταδίκης, είναι νομολογημένο ότι στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που παρουσιάζεται ενώπιον του, με σκοπό τη διαπίστωση κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας ή αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα. Θέματα που ανάγονται σε μεταγενέστερο στάδιο κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Eυριπίδου κ.α. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135).

Έχοντας υπ' όψη μας τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε ότι στη βάση του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πολύ ορθά αυτό έκρινε ότι τεκμαίρεται η πιθανότητα καταδίκης της εφεσείουσας. Γίνεται ειδικότερα αναφορά στις δραστηριότητες εταιρείας που είναι ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, αλλά και σε έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοχή της κατά τη σύλληψη της, που οδηγούν σε συμπέρασμα ότι η υπάρχουσα μαρτυρία, είναι επαρκώς ισχυρή για να πιθανολογήσει καταδίκη της εφεσείουσας στα αδικήματα που αντιμετωπίζει.

Συμφωνούμε επί του προκειμένου με την πρωτόδικη διαπίστωση ότι παρουσιάστηκε επαρκές μαρτυρικό υλικό που αν στο τελικό στάδιο γίνει αποδεκτό από το Κακουργιοδικείο, θα οδηγήσει σε καταδίκη της εφεσείουσας.

Κατά συνέπεια θα προχωρήσουμε στη συνεκτίμηση του δεύτερου ζητήματος που αφορά τις προσωπικές συνθήκες της εφεσείουσας. Ο συνήγορος υπεράσπισης ισχυρίστηκε τόσο πρωτόδικα όσον και ενώπιον μας ότι η εφεσείουσα είναι η μόνη διευθύντρια της εταιρείας της και τυχόν κράτηση της θα οδηγούσε στην οικονομική της καταστροφή. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε κατά τον συνήγορο να θέσει σε εφαρμογή τις διατάξεις του Νόμου 121(Ι)/2016, δυνάμει των οποίων θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η παρουσία της εφεσείουσας στο Κακουργιοδικείο κατά την δίκη της, με την επιβολή των κατάλληλων όρων που θα έκρινε το Δικαστήριο.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε επί του προκειμένου ότι οι πρόνοιες του Νόμου 121(Ι)/2016, εφαρμόζονται μόνον όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η κράτηση και επιβάλει όρους εμφάνισης του κατηγορουμένου στην δίκη. Επιπλέον, η εφεσείουσα δεν έχει καμία σύνδεση με τις ελεύθερες περιοχές, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος φυγοδικίας να είναι ορατός.

Στο Προοίμιο του εν λόγω Νόμου αναφέρεται ότι αυτός αποσκοπεί στην εναρμόνιση με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Απόφαση Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση»·

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και μετά από προσεκτική μελέτη των διατάξεων του πιο πάνω Νόμου, κρίνουμε ότι είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του Νόμου 121(Ι)/2016, εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που επιβάλλονται όροι εμφάνισης στο Δικαστήριο και όχι όταν  κρίνεται αναγκαία η κράτηση του κατηγορουμένου.

Οι διατάξεις του Νόμου 121(Ι)/2016, εξετάστηκαν από το Εφετείο στην Ποινική Έφεση Γ.Ε. ν. S. Β αρ. 174/2023, ημερ. 16.8.2023. Αφού γίνεται αναφορά στο Άρθρο 2 του Νόμου, στην συνέχεια το Εφετείο αναφέρει τα πιο κάτω:

«Όπως προκύπτει, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να κρίνει με βάση τις αρχές της Κυπριακής Νομοθεσίας και Νομολογίας κατά πόσο η παρουσία του κατηγορούμενου στη δίκη μπορεί να διασφαλιστεί με όρους. Μόνο αφού υπάρξει θετική κατάληξη επί του ερωτήματος αυτού μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση του ποιοι είναι πλέον οι κατάλληλοι όροι.»

Είναι σαφές ότι από την στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση ήταν επιβεβλημένη για την παρουσία της εφεσείουσας στην δίκη της, δεν ετίθετο ζήτημα εφαρμογής των προνοιών του Νόμου 121(Ι)/2016.

Ανεξαρτήτως τούτου και επί της ουσίας κρίνουμε ως ορθή την θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι δεσμοί της εφεσείουσας με τις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, είναι ανύπαρκτοι αφού όπως αναφέρθηκε είναι ιδιοκτήτρια περιουσίας στα κατεχόμενα.

Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν Yenigun, Πολ. Έφεση 104/22 ημερ. 31.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B220, όπου λέχθηκε ότι οι δεσμοί με τις κατεχόμενες περιοχές όπου οι Αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ασκήσουν τις εξουσίες τους, δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας εστίασε στις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει η κράτηση της εφεσείουσας στην εταιρεία της και στην εν γένει οικονομική της δραστηριότητα. Σημειώνεται όμως, ότι η εν λόγω οικονομική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από την κατηγορούσα αρχή ως παράνομη και είναι και ο λόγος που η εφεσείουσα παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Ανεξαρτήτως τούτου, όπως έχει νομολογηθεί η οποία ταλαιπωρία του κατηγορουμένου από την διαταγή κράτησης του δεν μπορεί να υπερφαλαγγίζει την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και την εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στην δίκη του.

Εάν ο κίνδυνος διαφυγής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης, τότε δικαιολογείται η κράτηση του υπόδικου. Σε τέτοια περίπτωση όπως τονίστηκε στην υπόθεση Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ 7, οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υπόδικου έστω και αν είναι δυσμενείς, δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης. (βλ. επίσης ΑΚ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 74/23 ημερ. 15.5.23).

Σχετική είναι και η πολύ πρόσφατη υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας  Ποιν. Έφεση 152/24 ημ. 25.6.2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Το δημόσιο συμφέρον στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης υπερισχύει του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας οποτεδήποτε κατόπιν συνεκτίμησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων μέτρων εγγύησης.»

Συμφωνούμε ως εκ των πιο πάνω με την πρωτόδικη κρίση ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας της εφεσείουσας είναι ορατός, ενώ παράλληλα δεν έχουν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που να αποτρέπουν τον κίνδυνο φυγοδικίας, πέραν της αναγκαιότητας η εφεσείουσα να βρίσκεται στην Γερμανία για τους σκοπούς της εταιρείας της. Περιστάσεις όμως που δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον και την αποφυγή του κινδύνου φυγοδικίας που είναι ορατός στην παρούσα περίπτωση.

Είναι επιπλέον ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος κράτησης των δύο μηνών μέχρι που η εφεσείουσα θα εμφανιστεί στο Κακουργιοδικείο, δεν είναι τέτοιος που να υπερφαλαγγίζει το δημόσιο συμφέρον και του λόγους που βάρυναν υπέρ της κράτησης. Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην υπόθεση Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, στην οποία τονίστηκε ως προς τον χρόνο κράτησης ότι «.. το μήκος του πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης του ενδεχομένου που προορίζεται να αποτελέσει το έρεισμα για κράτηση».

Εν κατακλείδι βρίσκουμε, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εύλογα και ορθά τη διακριτική του εξουσία, διατάσσοντας την κράτηση της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται ευχέρεια για παρέμβαση μας.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

Στ. Χριστοδουλίδου - Μέσσιου, Δ.

 

 

 

Μ. Πικής, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο