ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 26/24)

 

3 Ιουλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΤΗΣ

Εφεσείων

v.

 

ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΗΛΟΥ

Εφεσίβλητου

 

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 27/24)

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

Εφεσείων

v.

 

ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΗΛΟΥ

Εφεσίβλητου

 

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 32/24)

 

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΗΛΟΣ

Εφεσείων

v.

 

1. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΗ

  2. ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΕΤΤΗ

Εφεσίβλητων

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Η. Στεφάνου, για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε. με Α. Κλαΐδη (κα) και M. Σπύρου, για Εφεσείοντες στις 26/24 & 27/24 και Εφεσίβλητους στην 32/24

Α. Γεωργίου, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο στις 26/24 & 27/24 και Εφεσείοντα στην 32/24

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες στις εφέσεις 26/2024 και 27/2024 (εφεξής «οι Εφεσείοντες 1 και 2») κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας καταδικάστηκαν για το ότι συνέδραμαν την εταιρεία De. Zo. Constructions & Developers Ltd (εφεξής «Εταιρεία») στην πρόκληση μη εξόφλησης τριών επιταγών χωρίς εύλογη αιτία κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(2) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επρόκειτο για τρεις επιταγές της Τράπεζας Κύπρου, ήτοι: (α) Επιταγή για ποσό 100.000 πληρωτέα στις 15.1.2017 (2η Κατηγορία), (β) Επιταγή για ποσό 300.000, πληρωτέα στις 15.2.2017 (4η Κατηγορία), και (γ) Επιταγή για ποσό 55.000 πληρωτέα στις 30.10.2016 (6η κατηγορία) (εφεξής «επιταγές»). Κατά το χρόνο πρόκλησης μη εξόφλησης των επιταγών οι Εφεσείοντες ήταν διευθυντές της Εταιρείας μαζί με τον Π.Ν., ο οποίος έδωσε τις οδηγίες ανάκλησης (stop payment) των επιταγών προς την Τράπεζα, ημερομηνίας 1.12.2016. Στους Εφεσείοντες επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 5, 8 και 3 μηνών αντίστοιχα. Η εταιρεία, η οποία επίσης καταδικάστηκε για τα ίδια αδικήματα (Κατηγορίες 1, 3, 5), δεν εφεσιβάλλει την καταδίκη της. Ο τρίτος διευθυντής Π.Ν. ήταν συγκατηγορούμενος των Εφεσειόντων για τις ίδιες κατηγορίες πλην όμως η εναντίον του ποινική δίωξη αποσύρθηκε.

 

Με όμοιους λόγους έφεσης οι Εφεσείοντες 1 και 2 προσβάλλουν την καταδίκη τους ως εσφαλμένη καθότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για συμμετοχή τους στη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων. Επίσης υποστηρίζουν πως εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οδηγίες προς την Τράπεζα για ανάκληση των επιταγών, οι οποίες δόθηκαν από τον έτερο διευθυντή Π.Ν., ήταν εις γνώσιν των Εφεσειόντων (2ος λόγος). Ελλείψει μαρτυρίας για συμμετοχή στη διάπραξη των αδικημάτων, είναι η θέση τους ότι δεν θα έπρεπε να κληθούν σε απολογία, αλλά να αθωωθούν και απαλλαγούν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο (3ος λόγος). Επίσης, η διατύπωση των λεπτομερειών αδικημάτων επί του κατηγορητηρίου δεν αποκαλύπτει συνέργεια των Εφεσειόντων (4ος λόγος). Επιπροσθέτως, με ξεχωριστό λόγο έφεσης ο Εφεσείων 2 υποστηρίζει ότι εσφαλμένα κατεδικάσθη και του επεβλήθη ποινή στην 6η κατηγορία,  η οποία βάσει των λεπτομερειών αδικήματος αφορούσε μόνο τον Εφεσείοντα 2 (5ος λόγος).

 

Από την άλλη, με τη δική του ποινική έφεση υπ΄ αρ. 32/2024 ο Παραπονούμενος προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές των Εφεσειόντων ως έκδηλα ανεπαρκείς εν όψει της φύσεως και συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων.

 

Κατά τη δίκη οι Εφεσείοντες άσκησαν το δικαίωμα της σιωπής και προέβησαν σε ανωμοτί δήλωση. Ο Π.Ν. δεν έδωσε μαρτυρία πρωτοδίκως. Στην ανωμοτί δήλωση στην οποία οι Εφεσείοντες αρνούντο κάθε ανάμειξη στα υπό κατηγορία αδικήματα, δεν δόθηκε οποιαδήποτε αξία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χειρισμός ο οποίος δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.

 

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ιδιαίτερη έκταση στα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση των επιταγών προς όφελος του παραπονούμενου και τον λόγο ανάκλησης τους, εφόσον το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών χωρίς εύλογη αιτία δεν αμφισβητείται. Αρκούμεθα να πούμε μόνον ότι οι επιταγές εκδόθηκαν στο πλαίσιο ιδιωτικής συμφωνίας ημερομηνίας 27.9.2016, ως μέρος αποπληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους της εταιρείας και των Εφεσειόντων στην αγωγή 1639/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το οποίο όφειλαν να πληρώσουν στον παραπονούμενο (Μ.Κ.2) ομού και ή κεχωρισμένως. Προηγήθηκε γραμμάτιο αναγνώρισης χρέους ημερομηνίας 31.12.2013, προς όφελος του παραπονούμενου το οποίο υπέγραψε η Εταιρεία και εγγυήθηκαν οι Εφεσείοντες. Οι επιταγές υπογράφηκαν από τον Εφεσείοντα 2.

 

Έχουμε μελετήσει τα όσα αναφέρονται στα διαγράμματα αγόρευσης των δυο πλευρών και τα όσα λέχθηκαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνήγορους. Η βασική θέση του Εφεσίβλητου σε ό,τι αφορά την καταδίκη είναι ότι πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψιν η πρακτική αδυναμία απόδειξης της συμμετοχής των Εφεσειόντων στη διάπραξη των αδικημάτων, καθότι τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών ευρίσκονται στην αποκλειστική τους γνώση.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία η εταιρεία διωκόταν ως Κατηγορούμενη 1, οι Εφεσείοντες 1 και 2, ως Κατηγορούμενοι 4 και 2 αντίστοιχα, και ο έτερος διευθυντής Π.Ν., ως Κατηγορούμενος 3. Το δε παραπονούμενο πρόσωπο ήταν ο Μ.Κ.2.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο οποίο στηρίζεται η καταδίκη των Εφεσειόντων 1 και 2, σελ. 15-16:

 

«Αναφορικά με την ανάκληση των επιταγών, οι Κατηγορούμενοι 2 και 4 κατηγορούνται ότι παρείχαν συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 να τις ανακαλέσει υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές ή και εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι ή και εντολοδόχοι ή και υπάλληλοι της Κατηγορούμενης 1.

 

Από την ενώπιον μου αποδεχθείσα μαρτυρία ο ΜΚ2 ουδέποτε είχε οποιαδήποτε επαφή με τον πρώην Κατηγορούμενο 3 και όλες οι συναλλαγές ήταν με τους Κατηγορούμενους 2 και 4. Το κατά πόσο το άτομο που έδωσε τις οδηγίες για ανάκληση των επιταγών ήταν ο πρώην Κατηγορούμενος 3 είναι άσχετο με την κρίση μου με το κατά πόσο οι Κατηγορούμενοι 2 και 4 συνέδραμαν προς τούτο.

 

Εξηγώ. Οι συναλλαγές όλες με τον παραπονούμενο γίνονταν από τους Κατηγορούμενους 2 και 4. Αυτοί επίσης εγγυήθηκαν την Κατηγορούμενη 1 κατά την υπογραφή του γραμματίου (Τεκμήριο 9). Εάν οι οδηγίες έπρεπε να δοθούν από τον πρώην Κατηγορούμενο 3 προς την τράπεζα αυτό έγινε προφανώς επειδή ο πρώην Κατηγορούμενος 3 ήταν το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο από την Κατηγορούμενη 1 και δηλωμένο στην τράπεζα για να μπορεί να πράξει τούτο. Η ευθύνη των Κατηγορούμενων 2 και 4 ούτε αλλοιώνεται ούτε μεταβάλλεται εάν υπάρξει συμμετοχή ή συμπεριφορά η οποία να στοιχειοθετεί την συνέργεια ή παράλειψη η οποία να συμβάλει στην δημιουργία αδικήματος.

 

Δεν έχει τεθεί μαρτυρία ενώπιον μου ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 4 έδωσαν οδηγίες στον πρώην Κατηγορούμενο 3 να προβεί σε οδηγίες ανάκλησης των επιταγών στην τράπεζα. Από την ενώπιον μου αποδεχθείσα μαρτυρία προβάλλεται ξεκάθαρος ο ρόλος των Κατηγορούμενων 2 και 4 σε όλες τις συναλλαγές μεταξύ της Κατηγορούμενης 1 και του παραπονούμενου.

 

Δεδομένου τούτου και δεδομένης της απόφασης της Κατηγορούμενης 1 (Τεκμήριο 18) να εξουσιοδοτήσει τον Κατηγορούμενο 2 να υπογράψει επιταγές και ο Κατηγορούμενος 2 υπέγραψε επιταγές για οφειλή της Κατηγορούμενης 1 την οποία φαίνεται ότι εγγυήθηκαν ταυτόχρονα με τον Κατηγορούμενο 4 και χωρίς μαρτυρία από πλευράς του πρώην Κατηγορούμενου 3 ότι δεν έγινε νομότυπα η ανάκληση των επιταγών, οδηγεί κατά την κρίση μου στο μόνο συμπέρασμα, ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 4 συνέδραμαν στην ανάκληση των επίδικων επιταγών».

(Υπογράμμιση δική μας)

 

Πρόσθετα, στη σελ. 18 της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι: «οι οδηγίες στην Τράπεζα για την ανάκληση των επιταγών δόθηκαν από τον πρώην Κατηγορούμενο 3 εις γνώση των Κατηγορούμενων 2 και 4 οι οποίοι συνέδραμαν στην ανάκληση τους». Οι λόγοι στους οποίους ερείδεται το εν λόγω συμπέρασμα είναι ότι η Εταιρεία και οι Εφεσείοντες: (α) Με επιστολή ημερομηνίας 13.12.2016, προέβησαν σε καταγγελία στην Aστυνομία εναντίον του παραπονούμενου για εξαπάτηση τους, η οποία στις 15.3.2018, επιστράφηκε με οδηγίες όπως η υπόθεση ταξινομηθεί ως «Ανύπαρκτη», και (β) Καταχώρισαν την υπ’ αριθμό 22/2017 αγωγή του Ε.Δ. Λάρνακας αιτούμενοι την ακύρωση της προαναφερθείσας εκ συμφώνου απόφασης. Η εν λόγω αγωγή διεγράφη κατόπιν σχετικής αίτησης των δικηγόρων του παραπονούμενου και απόφαση του Ε.Δ. Λάρνακας ημερομηνίας  8.11.2021.  

 

Με κάθε σεβασμό το όλο σκεπτικό και συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί συνέργειας των Εφεσειόντων στην ανάκληση των επίδικων επιταγών από την Εταιρεία, είναι εσφαλμένο. Ελλείψει μαρτυρίας για συνέργεια με οποιοδήποτε από τους τρόπους που καθορίζει το Άρθρο 20 του Κεφ. 154, δεν υπήρχε μαρτυρικό υπόβαθρο για την καταδίκη. Η περιστατική μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, τουτέστιν (α) ότι οι συναλλαγές με τον παραπονούμενο γίνονταν από τους Εφεσείοντες, οι οποίοι εγγυήθηκαν την Εταιρεία με την υπογραφή του γραμματίου, και (β) η υπογραφή των επίδικων επιταγών από τον Εφεσείοντα 2, δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε ενοχοποιητικό συμπέρασμα περί συνέργειας των Εφεσειόντων στην πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών. Περί τούτου μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Με κάθε σεβασμό το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να συμπλέκει εσφαλμένα την περιστατική μαρτυρία υπό στοιχεία (α) και (β) ανωτέρω, με τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πρόκλησης μη εξόφλησης των επιταγών κάτω από το Άρθρο 305Α(2) του Κεφ. 154. Το πρώτο δεν οδηγεί σε απόδειξη του δεύτερου. Προσέτι, αν με την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Κατηγορούμενος 3 δεν έδωσε μαρτυρία «ότι δεν έγινε νομότυπα η ανάκληση των επιταγών», ήθελε να πει ότι απαιτείτο μαρτυρία ότι έγινε νομότυπα η ανάκληση (δηλαδή χωρίς το «δεν») αυτό συνιστά εσφαλμένη μετάθεση του αποδεικτικού βάρους στους ώμους των Εφεσειόντων.

 

Ούτε εκ των μεταγενέστερων ενεργειών των Εφεσειόντων 1 και 2 στις οποίες αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε ενοχοποιητικό συμπέρασμα περί συνδρομής τους στην πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών. Δεν υπάρχει καμία άμεση ή περιστατική μαρτυρία για την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) των αδικημάτων, τοσούτω μάλλον για την ύπαρξη ένοχης διάνοιας (mens rea), η απόδειξη της οποίας είναι αυστηρότερη από εκείνη που απαιτείται για τον αυτουργό. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από τον Blackstones Criminal Practice 2024, A4.5:

 

“The actus reus of D2 involves two concepts: (a) aiding, abetting, counselling and procuring (b) an offence (committed by D1 as principal). The mens rea can also be expected to relate to these two concepts. The mental element for D2 is generally considerably narrower and more demanding than that required for D1 in that intention or knowledge rather than recklessness or negligence or any other less culpable state of mind is required. The classic statement of the mensrea for D2 is that of Lord Goddard CJ in Johnson v Youden [1950] 1 KB 544 at p. 546 that: 'Before a person can be convicted of aiding and abetting the commission of an offence, he must at least know the essential matters which constitute that offence”.

 

(βλ. και Ανδρέου ν. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Ποιν. Έφ. 42/2021, ημερ. 22.9.23, Μ & Κ Telephone Ltd v. Νικολάου κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/22, ημερ. 30.5.2024).

 

Περιπλέον, δεν υπήρξε μαρτυρία ότι οι Εφεσείοντες 1 και 2 ως διευθυντές γνώριζαν και ήταν σε θέση να ελέγξουν τις πράξεις του έτερου διευθυντή (Π.Ν.) για την πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών, αλλά δεν το έπραξαν, το οποίο θα αρκούσε για την απόδειξη της παροχής βοήθειας ή παρακίνησης στη διάπραξη των υπό εξέταση αδικημάτων (βλ. JF Alford Transport Ltd [1997] 2 Cr. App. R. 326, Blackstone’s Criminal Practice 2024, A4.22). Επί της ποινικής ευθύνης διευθυντών εταιρείας και της αναγκαιότητας ποινικά κολάσιμης πράξεως ή παραλείψεως για τη στοιχειοθέτηση της ποινικής του ευθύνης σχετική είναι η κάτωθι αναφορά από το σύγγραμμα Corporate Criminal Liability, 3η έκδοση (2013), Amanda Pinto QC & Martin Evans, σελ. 69, παρ. 6-2:

 

“The principles of limited liability and a company being separate entity do nor protect a company officer from criminal liability but equally such an officer will not ordinarily be criminally liable unless he himself has behaved culpably. In criminal law there is no parasitic liability of directors, so a director is not guilty of an offence simply because the corporation is guilty; a condition precedent to conviction of a director or other officer is some act (or omission) on his or her part …”

(Έμφαση δοθείσα)

 

Επισημαίνουμε τη θεμελιακή αρχή του ποινικού δικαίου ότι: «Ή απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά βαρύνουν εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη» (βλ. Λοϊζου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 383, Παφίτης & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102). Η αυστηρή προσήλωση στην εν λόγω αρχή επιβάλλεται από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου. Με κάθε σεβασμό η μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούσε να οδηγήσει σε κανένα ασφαλές συμπέρασμα συνδρομής των Εφεσειόντων στην πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών.

 

Εν σχέσει με τη θέση του Εφεσίβλητου περί αποκλειστικής γνώσης των Εφεσειόντων για τις συνθήκες που περιβάλλουν την πρόκληση μη εξόφλησης των επίδικων επιταγών, στο σύγγραμμα Cross on Evidence, 12η έκδοση (2010) σελ. 140 υπό τον τίτλο Facts peculiarly within the knowledge of the accusedαναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως δεν υπάρχει οτιδήποτε υπό μορφή γενικού κανόνα ότι το βάρος απόδειξης γεγονότων τα οποία βρίσκονται στην αποκλειστική γνώση του κατηγορούμενου μετατίθεται στους ώμους του. Το θέμα αυτό έτυχε εκτενέστατης ανάλυσης στην υπόθεση R v. Edwards (1974) 2 All E.R. 1085, όπου μετά από ιστορική αναδρομή σε ολόκληρο το φάσμα της σχετικής νομολογίας, αποφασίστηκε ότι το κοινοδίκαιο, μέσα από αιώνες εμπειρίας, ανέπτυξε μια εξαίρεση στον θεμελιακό κανόνα ότι στο ποινικό δίκαιο η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει κάθε στοιχείο της κατηγορίας, η οποία περιορίζεται σε νομοθετήματα τα οποία απαγορεύουν την τέλεση πράξης εκτός σε καθορισμένες περιπτώσεις ή από άτομα συγκεκριμένης τάξης ή με καθορισμένα προσόντα ή με άδεια ή έγκριση καθορισμένων αρχών. Εάν κατά την ορθή του ερμηνεία το νομοθέτημα απαγορεύει την τέλεση πράξης τηρουμένων επιφυλάξεων (provisos), εξαιρέσεων και τα τοιαύτα, τότε η Κατηγορούσα Αρχή δύναται να στηριχτεί σε αυτή την εξαίρεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις το αποδεικτικό βάρος του κατηγορούμενου είναι μόνο πειστικό (persuasive).

 

Η εν λόγω απόφαση επιδοκιμάστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση R v. Hunt (1987) 1 All E.R. 1, διευρύνοντας τον σκοπό της ώστε να καλύπτει όχι μόνο πρόνοιες εντός των γλωσσικών ορίων νομοθετικών εξαιρέσεων αλλά και εκείνες στις οποίες εκ του λεκτικού τους προκύπτει ασάφεια ως προς την πλευρά η οποία φέρει το αποδεικτικό βάρος. Ο λόγος της Hunt αποτυπώνεται με σαφήνεια στη Σιδηρόπουλος ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 15, στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση του Γαβριηλίδη Δ.:

 

“Όταν μια νομοθετική διάταξη προβλέπει ρητά ότι εναπόκειται στην Υπεράσπιση να αποδείξει ορισμένα γεγονότα τότε, αναμφίβολα, το βάρος της απόδειξης των γεγονότων αυτών βρίσκεται στους ώμους της.  Όταν, όμως, η νομοθετική διάταξη δεν περιέχει τέτοια πρόβλεψη, τότε το κατά πόσο οι πρόνοιες της δημιουργούν σιωπηρά (impliedly) τέτοια υποχρέωση στην Υπεράσπιση εξαρτάται από την ερμηνεία που θα τους δοθεί.  Όταν το λεκτικό της διάταξης δεν επιδέχεται σαφή ερμηνεία, το Δικαστήριο, στην προσπάθεια του να εξακριβώσει την πραγματική πρόθεση του νομοθέτη, μπορεί να προστρέξει και σε εξωγενή κριτήρια όπως, λόγου χάριν, στην αιτιολογία της διάταξης, στους σκοπούς που επιδιώκει, στη φύση της βλάβης που στοχεύει να αποτρέψει, αλλά και σε άλλα, καθαρά πρακτικής φύσεως κριτήρια, που αφορούν το βάρος της απόδειξης και, ειδικότερα, στην ευκολία ή τη δυσκολία της κάθε πλευράς να αποσείσει το βάρος της απόδειξης”

(βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση, Τ. Ηλιάδη & Ν.Γ. Σάντη, σελ. 178 - 183).

 

Επισημαίνεται ότι εκεί όπου συνεπεία του πιο πάνω κανόνα μετατοπίζεται το βάρος απόδειξης στους ώμους του κατηγορούμενου, τούτο αφορά μόνο το αποδεικτικό (evidential) και όχι το νομικό (legal) βάρος. Άλλως πως παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 6(2) της ΕΣΔΑ (βλ. R v. Lambert (2001) 3 All E.R. 577).

 

Εν σχέσει με το Άρθρο 305 Α(2) του Κεφ. 154, η μετάθεση του αποδεικτικού βάρους στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων στον κατηγορούμενο, αφορά μόνο την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας (βλ. Ttozios Management Ltd v. Κυριάκου (2016) 2 Α.Α.Δ. 277, Γλυκύς ν. Λαρτίδη, Ποιν. Έφ. 85/19, ημερ. 30.6.2021). Το οποίο δεν είναι επίδικο θέμα ενώπιον μας. Εν σχέσει με το αδίκημα της συμμετοχής στην πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής, δεν  υπάρχει οτιδήποτε στο λεκτικό του Άρθρου 20 του Κεφ. 154, το οποίο να μεταθέτει το βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια περί τούτου, ώστε να τίθεται θέμα νομοθετικής ερμηνείας βάσει των αποφασισθέντων στη Hunt. Επομένως, όλα τα γεγονότα που αφορούν τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συμμετοχής των Εφεσειόντων στην πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών από την Εταιρεία έπρεπε να αποδειχθούν από τον Εφεσίβλητο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο πρώτος και δεύτερος λόγος των εφέσεων υπ΄ αρ. 26/2024 και 27/2024 επιτυγχάνουν. Εν όψει τούτου παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης σε κάθεμια εξ αυτών ενώ καθίσταται άνευ αντικειμένου η έφεση του παραπονούμενου υπ΄ αρ. 32/2024, η οποία υπόκειται σε απόρριψη.

 

Οι εφέσεις υπ΄ αρ. 26/2024 και 27/2024 επιτυγχάνουν. Η καταδίκη και οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στους Εφεσείοντες ακυρώνονται. Η έφεση υπ΄ αρ. 32/2024 απορρίπτεται.

 

 

            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο