ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 274/18)

19 Ιουλίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ 

Εφεσείοντας / Ενάγοντας

και

1. TORGUT YASHAR
2.
DYRIYE DJAVIT HJIMELVIT

  (υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της                     περιουσίας του αποβιώσαντος Τζαβίτ)
3. ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
4. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 

Εφεσίβλητοι / Εναγόμενοι

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 12.4.2024 υπό των εφεσίβλητων-εναγομένων 3 και 4-Αιτητών για παράταση χρόνου καταχώρησης αντέφεσης

 

-----------------------------

 

Έλλη Φλωρέντζου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Αιτητές-Εφεσίβλητους.

Ανδρέας Π. Ποιητής για Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ’ ου η αίτηση-Εφεσείοντα.

Δώρος Κακουλλής, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

-----------------------------

 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Υπηρεσιών, αιτούνται παράταση χρόνου για καταχώριση αντέφεσης, κατά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου η οποία εκδόθηκε στις 29.6.2018 σε πολιτική διαφορά μεταξύ του εφεσείοντα αφ’ ενός και των διαχειριστών περιουσίας αποβιώσαντα (εναγόμενοι ‑ εφεσίβλητοι 1 και 2) αλλά και του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (εναγόμενοι 3 και 4-εφεσίβλητοι 3 και 4), αφ’ ετέρου.

 

        Όπως προκύπτει από τον δικαστικό φάκελο, αντικείμενο της διαφοράς των διαδίκων είναι αγοραπωλητήριο έγγραφο το οποίο υπογράφηκε το 2002 μεταξύ του ενάγοντα‑εφεσείοντα και των εναγόμενων 1 και 2- εφεσίβλητων 1 και 2 για αγορά συγκεκριμένης περιουσίας στα Κούκλια της επαρχίας Πάφου έναντι του ποσού των Λ.Κ. 20.000, ως ήταν τότε. Το 2006 ο ενάγοντας κάλεσε τους εναγόμενους-εφεσίβλητους 1 και 2 να ολοκληρώσουν την πράξη και να μεταβιβάσουν επ' ονόματί του το ακίνητο, δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ πλευράς τους, κάτι που οδήγησε τον ενάγοντα‑εφεσείοντα στην καταχώριση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ισχυριζόμενος ότι είχε διαρρηχθεί η σύμβαση από πλευράς των εναγόμενων-εφεσιβλήτων 1 και 2 και απαιτούσε αποζημιώσεις ύψους €265.828 που κατά τον ίδιο, αντικατοπτρίζει τη ζημιά του, στρεφόμενος και εναντίον των εναγομένων 3 και 4- εφεσίβλητων 3 και 4.

 

        Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε την αγωγή του ενάγοντα ο οποίος και καταχώρισε έφεση εναντίον της απόφασης την οποία επέδωσε τόσο στον δικηγόρο των εναγόμενων 1 και 2 όσο και στον δικηγόρο των εναγόμενων 3 και 4. Η έφεση εκ πλευράς ενάγοντα‑εφεσείοντα καταχωρήθηκε στις 7.8.2018 και με αυτήν προβάλλονται επτά λόγοι έφεσης. Ο συνήγορος της εναγόμενης 2 καταχώρισε αντέφεση στις 18.9.2018 την οποία επέδωσε τόσο στον δικηγόρο του εφεσείοντα όσο και στον δικηγόρο των εναγόμενων 3 και 4. Υπάρχουν πέντε λόγοι αντέφεσης.  

 

        Στις 12.4.2024, η συνήγορος των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητά παράταση του χρόνου για καταχώριση αντέφεσης εκ πλευράς των εναγόμενων 3 και 4- εφεσίβλητων 3 και 4. Νομική βάση της αίτησης είναι το άρθρο 30 του Συντάγματος, το Μέρος 41 και ειδικότερα ο Κανονισμός 41(6) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ο περί Εφέσεως (προδιαδικασία, περιγράμματα αγορεύσεων, περιορισμός του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων και συνοπτική διαδικασία για την απόρριψη προδήλως αβάσιμων εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, οι συμφυείς εξουσίες και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Την αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της Ν.Π. Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού τοποθετημένης στο αρχείο του αστικού τομέα της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία δηλώνει εξουσιοδοτημένη από τους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση εκ πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να προβεί σε αυτή, και προβάλλει τους λόγους που ώθησαν τους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4 να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση. Ως αναφέρεται στην ένορκη της δήλωση, την αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αρχικά χειριζόταν συγκεκριμένη δικηγόρος της Δημοκρατίας η οποία έχει πλέον αφυπηρετήσει. Η εν λόγω δικηγόρος είχε καταχωρίσει το δικόγραφο Υπεράσπισης των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4. Ακολούθως τον χειρισμό της αγωγής ενώπιον Δικαστηρίου για σκοπούς ακρόασης ανέλαβε άλλος δικηγόρος της Δημοκρατίας ο οποίος μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερομηνίας 29.6.2018 με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή για όλους τους εναγόμενους, δεν ετοίμασε ενημερωτικό σημείωμα ως είναι οι οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα ούτως ώστε να ενημερωθούν οι υπεύθυνοι του τομέα και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αλλά ούτε και κοινοποιήθηκε η απόφαση στο αρμόδιο τμήμα, την Υπηρεσία Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Επίσης δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε ενημέρωση ούτε για την έφεση η οποία καταχωρίσθηκε στις 7.8.2018.

 

        Στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του αστικού τομέα της Νομικής Υπηρεσίας τον Ιούλιο του 2023, ο φάκελος της αγωγής στάλθηκε στη Λευκωσία για χειρισμό από τον νέο αρμόδιο δικηγόρο και διαφάνηκε ότι η έφεση του ενάγοντα‑εφεσείοντα ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 14.2.2024, εντός του φακέλου υπήρχε το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα αλλά και το προσχέδιο περιγράμματος αγόρευσης των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4. Η νέα αρμόδια δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας όταν μελέτησε τον φάκελο και κυρίως την πρωτόδικη απόφαση, διαπίστωσε ότι σε αυτήν περιέχονται ευρήματα με τα οποία διαφωνεί και θα έπρεπε να απαντηθούν εκ πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στη βάση της νομοθεσίας και νομολογίας, ανεξάρτητα του ότι οι εναγόμενοι 3 και 4- εφεσίβλητοι 3 και 4 είναι επιτυχόντες διάδικοι στην απόφαση. Διαμόρφωσε δε το περίγραμμα αγόρευσης της σχετικά και είχε σχετική επικοινωνία και με τον δικηγόρο του εφεσείοντα αλλά και με το Πρωτοκολλητείο. Διαφάνηκε στις 14.2.24, τη μέρα που ήταν ορισμένη η έφεση για ακρόαση ενώπιον του Εφετείου, ότι ο συνήγορος του εφεσείοντα ήταν αρνητικός στην καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσης που είχε ετοιμαστεί εκ πλευράς των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 αναφέροντας ότι η έφεση που ο ίδιος καταχώρισε εκ μέρους του εφεσείοντα δεν στρέφεται εναντίον των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 αλλά μόνο κατά των εναγόμενων‑εφεσίβλητων 1 και 2 και, κατά τη δική του θέση, δεν χρειάζεται να καταχωρίσουν περίγραμμα ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. Διαφάνηκε ακολούθως ότι με βάση την πρόθεση του συνηγόρου του εφεσείοντα αλλά και με δεδομένη την ύπαρξη ευρημάτων στην πρωτόδικη απόφαση, ότι είναι απαραίτητο να δοθεί στην πλευρά των εναγόμενων 3 και 4- εφεσίβλητων 3 και 4 το δικαίωμα να θέσουν ζητήματα στην ορθή νομική τους βάση και γι' αυτόν τον λόγο υποβάλλεται η αίτηση για να δοθεί η ευκαιρία στους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4 να καταχωρήσουν αντέφεση.

 

        Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του συνηγόρου του εφεσείοντα η οποία καταχωρίσθηκε στις 31.5.2024 με ίδια νομική βάση όπως και η αίτηση. Επιπλέον στηρίζεται και στους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 23 Κανονισμοί 7 ‑ 13, Μέρος 41 Κανονισμοί 1‑ 6 και στον περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο Ν.33/64. Την ένσταση συνοδεύει η ένορκη δήλωση της γραμματέα του δικηγόρου του εφεσείοντα Κ.Κ. η οποία επίσης δηλώνει εξουσιοδοτημένη τόσο από τον εφεσείοντα όσο και τον συνήγορό του να προβεί σε αυτήν αναφέροντας ότι έχει λάβει νομική συμβουλή από τον συνήγορο του εφεσείοντα σχετικά. Σε αυτήν επαναλαμβάνει τη θέση του εφεσείοντα και του συνηγόρου του ότι η έφεση στρέφεται μόνο εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2‑εναγόμενων 1 και 2 και δεν αφορά τους αιτητές‑εναγόμενους 3 και 4 παρά το ότι η έφεση επιδόθηκε και σε αυτούς. Επικαλείται επίσης το γεγονός ότι έχουν παρέλθει έξι χρόνια από την καταχώριση της έφεσης και έρχονται τώρα οι αιτητές να καταχωρήσουν αντέφεση σε μια έφεση στην οποία δεν είναι διάδικοι και συνεπώς δεν νομιμοποιούνται να καταχωρίσουν. Επίσης η αντέφεση επιδιώκεται να καταχωρισθεί για σημεία της απόφασης τα οποία δεν εφεσίβαλε ο εφεσείων, οι αιτητές δεν αναφέρουν οτιδήποτε συγκεκριμένο σε σχέση με το τι αφορά η προτιθέμενη αντέφεσή τους, ούτε επισυνάπτουν έστω ένα προσχέδιο της προτιθέμενης αντέφεσής τους και είναι περαιτέρω η θέση του ότι η αίτηση υποβάλλεται παράτυπα εφόσον έπρεπε πρώτα να καταχωρισθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και μόνο σε περίπτωση που αυτή τύγχανε απόρριψης να καταχωρισθεί στο Εφετείο.

 

        Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτά περιγράμματα προωθώντας η κάθε πλευρά τη δική της θέση.

 

        Είναι η θέση της συνηγόρου των αιτητών‑εναγόμενων 3 και 4 ότι από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε πρωτόδικα η υπόθεση από τον εφεσείοντα, ο τρόπος με τον οποίο προωθείται η έφεση από τον εφεσείοντα και η θέση που γενικά εκφράστηκε από την πλευρά του εφεσείοντα για ικανοποίηση της όποιας απαίτησής του από την περιουσία του αποβιώσαντα, δεν μπορεί πάρα να συμπεριλαμβάνει εξ αντικειμένου τους εναγόμενους 3 και 4- εφεσίβλητους 3 και 4 ως απαραίτητους διαδίκους στη διαδικασία. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι εάν ο σκοπός είναι η ικανοποίηση του εφεσείοντα από την περιουσία του αποβιώσαντα, συνεπάγεται ότι έχει ουσιαστικό λόγο ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εν λόγω περιουσία δεν είναι τουρκοκυπριακή εν τη εννοία του νόμου, βρίσκει κάθετα αντίθετους τους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4. Άρα είναι η θέση της ότι τα όσα ισχυρίζεται ο εφεσείοντας, ότι δηλαδή η έφεσή του δεν στρέφεται εναντίον των εφεσίβλητων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4, ενώ ο σκοπός του είναι να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, να δικαιούται αποζημίωση και να προωθήσει μέτρα εκτέλεσης ή ακόμα και εκποίηση της επίδικης περιουσίας, η οποία κατά τη θέση της συνηγόρου των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 εμπίπτει στην εξουσία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, τότε σαφέστατα οι εναγόμενοι 3 και 4- εφεσίβλητοι 3 και 4 έχουν λόγο παρουσίας και υπόστασης στην υπόθεση αφού αναπόφευκτα θα πρέπει να συζητηθεί η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δηλαδή εάν η επίδικη περιουσία εμπίπτει ή όχι στο πλαίσιο του νόμου του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και σε περίπτωση που εμπίπτει, κατά πόσο η σύναψή της χωρίς την έγκριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, οδηγεί σε ακυρότητα της σύμβασης.

 

        Η συνήγορος των αιτητών έχει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στην πρωτόδικη εκκαλούμενη απόφασή του καταλήγει ότι η επίδικη περιουσία, αντικείμενο της σύμβασης αγοραπωλησίας, δεν είναι τουρκοκυπριακή, επειδή ο αποβιώσας και ιδιοκτήτης της επίδικης περιουσίας δεν μπορεί να εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» εν τη εννοία του Νόμου, αφού απεβίωσε στις 10.10.1972. Είναι αυτό το πολύ σημαντικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου του οποίου επιδιώκεται η ανατροπή.

 

        Είναι περαιτέρω η θέση της συνηγόρου των αιτητών, ότι για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης αλλά και για λόγους δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει το Εφετείο να έχει ενώπιόν του όλες τις θέσεις  επί των ζητημάτων που εγείρονται και όχι να περιοριστεί στους συγκεκριμένους λόγους που προτάσσονται από τον εφεσείοντα. Και τούτο διότι λανθασμένα δεν είχε καταχωρισθεί αντέφεση από τους επιτυχόντες διαδίκους της διαδικασίας, εναγόμενους 3 και 4, και δεν θα πρέπει να αποστερηθούν τώρα του δικαιώματος να θέσουν τις θέσεις τους ενώπιον του Εφετείου για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που αφορά την ερμηνεία της ειδικής νομοθεσίας του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.

 

        Είναι επίσης η θέση της ότι η αντέφεση εγείρεται για ζητήματα που ήδη αποτελούν αντικείμενο της έφεσης, δηλαδή το ζήτημα της εγκυρότητας της σύμβασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το εν λόγω θέμα στενά κάτω από τον περί Διαχειρίσεων Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμο και τούτο επειδή είχε προβεί σε εύρημα ότι η επίδικη περιουσία «επειδή πέθανε ο ιδιοκτήτης προ του 1974» δεν εμπίπτει στην έννοια της τουρκοκυπριακής περιουσίας ως ο νόμος ορίζει και αυτός ισχυρίζεται περαιτέρω είναι και ο λόγος αντέφεσης, δηλαδή ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη περιουσία δεν είναι τουρκοκυπριακή επειδή ο αποβιώσας πέθανε πριν το 1974. Επομένως κατά την κρίση της ούτε ο λόγος ένστασης που αφορά το ότι ο αιτητής δεν παρουσιάζει προσχέδιο αντέφεσης ή δεν αναφέρει ποιοι θα είναι οι λόγοι αντέφεσης, ευσταθεί.

 

        Θεωρεί ότι οι εναγόμενοι 3 και 4-εφεσίβλητοι 3 και 4 έχουν locus standi, να καταχωρήσουν αίτηση στα πλαίσια της έφεσης, εφόσον ο ίδιος ο ενάγων ‑ εφεσείων τους ενήγαγε αρχικά.

 

        Σε ό,τι αφορά τον χρόνο που παρήλθε, η πλευρά των αιτητών θεωρεί ότι έχει δώσει δικαιολογία και εξήγησε γιατί ενήργησε τώρα και υποστηρίζει επίσης τη θέση ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε αίτημα παράτασης χρόνου, είναι πρωτογενής, συναρτάται αποκλειστικά με την κρίση για το βάσιμο του αιτήματος και παραθέτει σχετική νομολογία και συγκεκριμένα τις υποθέσεις Χόππη v. Παναγή (1993) 1 ΑΑΔ 140, The Turkish Co Operative Carob Marketing Society Ltd v. Lutfi Kiamil & Another (1973) 1 CLR, Erini Costa HadjiMichael v. Maria Karamichael and two Others (1967) 1 CLR 61, Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ v. Χ''Νικόλα (1990) 1 ΑΑΔ 470, Σολιάτης & Συνεργάται v. Α. Χριστοδουλίδη (1990) 1 ΑΑΔ 1162 και Πεύκιος Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (Προσφ. Αρ. 547/90, ημερ. 30/4/92, όπου καταδεικνύουν ότι αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

        Σημειώνει δε ότι η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή έχει εφεσιβληθεί, τόσο από τον ενάγοντα αλλά και τον εναγόμενο 2 που έχει καταχωρήσει αντέφεση, ώστε τίθεται κάτω από το μικροσκόπιο του Εφετείου για να κριθεί τελεσίδικα η ορθότητά της και δεν τίθεται ζήτημα ασφάλειας δικαίου εφόσον δεν έχει τελεσιδικίσει η πρωτόδικη απόφαση. Θέση της είναι ότι «το σφάλμα του δικηγόρου» που παρατηρήθηκε στην παρούσα υπόθεση ικανοποιεί «το συμφέρον της δικαιοσύνης» που αποτελεί τον γνώμονα για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Χόππη (ανωτέρω).

 

        Αναφέρει ότι το αίτημα έχει υποβληθεί πριν να ξεκινήσει η ακρόαση της έφεσης και επαναλαμβάνει τη θέση της ότι η αντέφεση στρέφεται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης, άρα θα πρέπει να εγκριθεί το αίτημα ούτως ώστε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βρίσκεται κάτω από το μικροσκόπιο της έφεσης να εξεταστεί από κάθε οπτική γωνία. Το σφάλμα του δικηγόρου στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει επέλθει λόγω αδιαφορίας αλλά λόγω λανθασμένης αντίληψης των προεκτάσεων της πρωτόδικης απόφασης. Το δημόσιο συμφέρον απαιτεί, υπό το πρίσμα της ειδικής νομοθεσίας για τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αυτός να έχει λόγο στην έφεση. Περαιτέρω δεν επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα του εφεσείοντα που συνδέονται με το ζητούμενο που ο ίδιος θέτει προς αμφισβήτηση από το Εφετείο, δηλαδή κατά πόσο ήταν έγκυρη ή μη η σύμβαση για την πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

        Ο συνήγορος του εφεσείοντα θεωρεί ότι η αίτηση των εναγόμενων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 είναι παραπλανητική γιατί επιδιώκεται μεν παράταση του χρόνου για καταχώριση αντέφεσης, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκουν οι αιτητές είναι η καταχώριση έφεσης. Επαναλαμβάνουν τη θέση ότι οι αιτητές δεν έχουν locus standi, γιατί δεν αποτελούν μέρος στη διαδικασία της έφεσης αφού η έφεση δεν στρέφεται εναντίον τους. Παραθέτει σχετική νομολογία, Μιχάλης Φιλίππου v. Ανδρέα Γιαννήταη κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 8978, 27.11.1996, Re Cavender's Trusts (1881) 16 Ch. D. 270, StrojInvest Ltd v. NL Nova Trade (Offshore) Ltd και Άλλου (2007) 1 ΑΑΔ 524, Frame Transports Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 561, Δώρα Παπαγεώργιου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίες, υπόθεση αρ. 669/2006, 15.05.2008, Σολιάτης και Συνεργάται v. Ανδρέα Χριστοδουλίδη (1990) 1 ΑΑΔ 1162, ΜΕΑ Ιωάννου Properties Ltd κ.α. v. Vasilyeva, Πολιτική Έφεση Αρ. 429/2019, 6/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A433, σύμφωνα με την οποία για να επιτραπεί η αντέφεση θα πρέπει εν πρώτοις να υπάρχει έφεση από τον αντίδικο, στην προκειμένη περίπτωση τον εφεσείοντα, εναντίον του προσώπου που επιθυμεί να υποβάλει την αντέφεση, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

 

        Θεωρεί επίσης ότι τα όσα αναφέρονται από τη συνήγορο των αιτητών αναφορικά με το σφάλμα του δικηγόρου που χειριζόταν την υπόθεση και τα της εσωτερικής ρύθμισης της Νομικής Υπηρεσίας σε ό,τι αφορά τις αστικές υποθέσεις, δεν αφορούν το Δικαστήριο και ούτε μπορούν να θεωρηθούν ως εύλογη δικαιολογία για να γίνει δεχτό το αίτημα. Οι λόγοι καθυστέρησης δεν εξηγούν, κατά τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα, την πάροδο έξι και πλέον ετών που θεωρεί ότι είναι απαράδεχτος χρόνος για να επιτραπεί η παράταση, με τρομερές δυσμενείς επιπτώσεις για τον εφεσείοντα.

 

        Είναι η θέση του συνοπτικά, ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθότι οι αιτητές προσπαθούν να υπεισέλθουν σε υπόθεση που δεν είναι διάδικοι χωρίς καν να ζητούν να καταστούν διάδικοι και να υποβάλουν αντέφεση χωρίς να υπάρχει εναντίον τους έφεση, και προσπαθούν επίσης να χρησιμοποιήσουν ως όπλο τους την αμέλειά τους να διορθώσουν κάτι που δεν έπραξαν για έξι ολόκληρα χρόνια. Επαναλαμβάνει επίσης τον λόγο ένστασης ότι δεν επισυνάπτεται προσχέδιο της αντέφεσης για να δείξουν εκείνο που επιδιώκουν, και υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθεί στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας σε σχέση με την προθεσμία έφεσης η ερμηνεία ότι θα πρέπει τυχόν αίτηση να υποβάλλεται σε πρώτο στάδιο στο πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της Δ.35 θ.10 ως ήταν, και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας να υποβάλλεται σχετικό αίτημα στο ανώτερο Δικαστήριο όπως προνοείται στη Δ.35 θ.19 των παλιών θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και επικαλείται την απόφαση ΜΕΑ Ιωάννου Properties Ltd κ.ά. v. Vasilyeva, Πολιτική Έφεση Αρ. 429/2019, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A433, γι' αυτό και εισηγείται ότι θα πρέπει η αίτηση να απορριφθεί.

 

            Ξεκινώντας από αυτό τον λόγο ένστασης, ότι δηλαδή η αίτηση των εναγομένων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 είναι καταδικασμένη σε αποτυχία γιατί δεν έχει πρώτα υποβληθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, αναφέρουμε τα ακολούθα: Οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι εφαρμόζονται στο Εφετείο είναι οι Νέοι Κανονισμοί, δηλαδή οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Στο Μέρος 41 των Κανονισμών με τίτλο «Εφέσεις», υπάρχει η πρόνοια στον Κανονισμό 41.3(3), ότι: «Η ειδοποίηση εφεσίβλητου (αντέφεση) πρέπει να καταχωρείται εντός 28 ημερών από την ημερομηνία που επιδίδεται στον εφεσίβλητο η ειδοποίηση εφεσείοντα». Σύμφωνα με τον Κανονισμό 41.6(1) «Αίτηση για διαφοροποίηση προθεσμίας για καταχώριση ειδοποίησης έφεσης υποβάλλεται στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο».  (Δική μας υπογράμμιση και έντονη γραφή).    

 

            Το πνεύμα θέσπισης των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας είναι μεταξύ άλλων, να ρυθμιστούν τυχόν θέματα που ήταν ασαφή με τους προηγούμενους θεσμούς και να δοθεί στα δικαστήρια η εξουσία και δικαιοδοσία να λύνουν τα θέματα για τις ενώπιόν τους διαδικασίες με αποτελεσματικό και πρακτικό τρόπο, αποφεύγοντας την πρόκληση αδικίας σε οποιαδήποτε πλευρά.

 

            Εφόσον έχει ήδη καταχωρηθεί έφεση από πλευράς εφεσείοντα, αλλά και αντέφεση εκ πλευράς του εναγόμενου 2, το θέμα πλέον είναι ενώπιόν του Εφετείου. Θα ήταν κατά την άποψη μας λανθασμένη προσέγγιση να πρέπει το θέμα της αντέφεσης από τους εναγόμενους 3 και 4- εφεσίβλητους 3 και 4 να τύχει χειρισμού από το κατώτερο Δικαστήριο σε αυτή την περίπτωση. Τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά εάν τίθετο θέμα καταχώρισης αίτησης για παράταση χρόνου από πλευράς ενάγοντα για καταχώριση έφεσης που ενδεχόμενα να ήταν ορθότερο να τεθεί πρώτα ενώπιόν του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εφόσον όμως η διαδικασία ήδη είναι σε εξέλιξη ενώπιόν του Εφετείου, θεωρούμε ότι η ορθή ερμηνεία του εν λόγω θεσμού είναι ότι η περίπτωση αυτή πρέπει να τύχει χειρισμού από το Εφετείο.

 

            Η πιο πάνω προσέγγιση, φαίνεται να ενισχύεται και με την ισχύουσα κατάσταση στην Αγγλία. Παραπέμπουμε σχετικά στο White Book  2015 volume 1, όπου στη σελίδα 1897 και κάτω από τον τίτλο «Variation of time» ο σχετικός Κανονισμός 52.6 (1) των αγγλικών θεσμών προνοεί ότι «An application to vary the time limit for filing an appeal notice must be made to the appeal court.». Επομένως θεωρούμε ότι ο εν λόγω λόγος ένστασης, ότι δηλαδή η αίτηση δεν υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο πρώτα, δεν ευσταθεί.

 

            Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι αιτητές‑εναγόμενοι 3 και 4 θεωρούνται ως εφεσίβλητοι στην έφεση και κατ’ επέκταση αν νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση. Σύμφωνα με τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα το Μέρος 41: Εφέσεις, και ειδικότερα στην παράγραφο 41.1 με τίτλο «Πεδίο Εφαρμογής και Ερμηνεία» διαβάζουμε τα ακολούθα στον Κανονισμό 41.1(2)(ε) «Στο παρόν μέρος: «εφεσίβλητος» σημαίνει: (i) πρόσωπο άλλο από τον εφεσείοντα το οποίο ήταν διάδικος στη διαδικασία στο κατώτερο Δικαστήριο και το οποίο επηρεάζεται από την έφεση· και (ii) πρόσωπο στο οποίο επιτρέπει το Εφετείο να καταστεί διάδικος στην έφεση·»

            Είναι η θέση μας ότι οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρα εμπίπτουν εντός της έννοιας «εφεσίβλητος» ως αυτή απαντάται στον Κανονισμό 41.1(2)(ε)(
i), δηλαδή είναι πρόσωπα άλλα από τον εφεσείοντα τα οποία ήταν διάδικοι στη διαδικασία ενώπιόν του κατώτερου Δικαστηρίου, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και τα οποία σαφέστατα επηρεάζονται από την έφεση ως είναι η θέση της συνηγόρου τους και ως κατωτέρω παραθέτουμε.

 

            Το θέμα παραμένει απλό. Οι εναγόμενοι 3 και 4-εφεσίβλητοι 3 και 4 ζητούν άδεια να καταχωρήσουν αντέφεση σε μία υπόθεση η οποία τους αφορά ξεκάθαρα, o ίδιος ο ενάγοντας‑εφεσείοντας αποφάσισε να τους συνενώσει ως διάδικους πρωτόδικα, θεωρώντας ότι το θέμα τους αφορά. Το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης, που θεωρητικά «δικαιώνει» τους εναγόμενους, εξακολουθεί να αφορά όλους τους διάδικους που ήταν ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

            Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του ενάγοντα‑εφεσείοντα ότι η έφεση δεν αφορά τους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4 και συνεπώς δεν έχουν locus standi να υποβάλουν την αίτηση, με όλο τον σεβασμό προς τον δικηγόρο του εφεσείοντα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέρει ορθά και η συνήγορος των αιτητών‑εναγομένων 3 και 4, από τους λόγους έφεσης που προβάλλει ο εφεσείοντας, για την προσπάθεια του για ικανοποίηση της όποιας απαίτησης του από την περιουσία του αποβιώσαντα, θα πρέπει να ακουστεί και ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και κατ' επέκταση ο εναγόμενος 4. Αυτό γιατί για να εκτελεστεί τυχόν απόφαση που μπορεί να ληφθεί υπέρ του εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης του, και ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, θα πρέπει να προωθηθούν μέτρα εκτέλεσης. Αναπόφευκτα συνεπώς θα πρέπει να αποφασιστεί αν η επίδικη περιουσία εμπίπτει ή όχι εντός της διαχείρισης περιουσιών από τον Κηδεμόνα και αν εμπίπτει, θα πρέπει να εξεταστεί το θέμα εγκυρότητας της σύμβασης πώλησης της επίδικης ιδιοκτησίας εξ αρχής, αφού είναι παραδεχτό ότι αυτή έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του εναγόμενου 3.

 

            Η θέση της συνηγόρου των εναγομένων 3 και 4, ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περιουσία δεν είναι τουρκοκυπριακή επειδή ο πωλητής, o οποίος απεβίωσε στις 10.10.1972 δεν εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκύπριος» εν τη εννοία του νόμου, είναι σημαντικό και κεντρικό σημείο στην υπόθεση και θα πρέπει το Εφετείο να έχει λόγο.

 

            Ανεξάρτητα του ορισμού της λέξης «εφεσίβλητος» ανωτέρω, που είναι η θέση μας ως σαφώς έχει αναφερθεί πιο πάνω ότι σε αυτή εμπίπτουν οι εναγόμενοι 3 και 4‑αιτητές, η παρούσα υπόθεση φρονούμε εντάσσεται στις περιπτώσεις όπου το Εφετείο θα μπορούσε να επιτρέψει στους εναγόμενους 3 και 4‑εφεσίβλητους 3 και 4 έτσι και αλλιώς να καταστούν διάδικοι στην έφεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 41.1(2)(ε)(ii), ο οποίος προνοεί ότι εφεσίβλητος σημαίνει και πρόσωπο στο οποίο επιτρέπει το Εφετείο να καταστεί διάδικος στην Έφεση.

 

            Είναι γεγονός ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης ενώπιόν μας. Είναι επίσης γεγονός ότι τα όσα επικαλείται η συνήγορος των εναγομένων 3 και 4-εφεσίβλητων 3 και 4 ως δικαιολογία για τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει, δεν αφορούν ούτε τον ενάγοντα‑εφεσείοντα, αλλά ούτε και το Δικαστήριο και δεν είναι λόγοι που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος. Οι εσωτερικές ρυθμίσεις της Νομικής Υπηρεσίας και η αμέλεια ενδεχόμενα των δικηγόρων αυτής, είτε να ακολουθήσουν τις εγκύκλιους που εκδίδονται από τον Γενικό Εισαγγελέα είτε να ενημερώσουν άμεσα και έγκαιρα τα ενδιαφερόμενα τμήματα και/ή τους προϊστάμενους τους, δεν μπορούν να αφορούν το Δικαστήριο και να παρέχουν δικαιολογία η οποία να μπορεί να δικαιολογηθεί από το Δικαστήριο με αυτά τα δεδομένα.

 

            Όμως, το θέμα είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, άπτεται γενικότερα της εμβέλειας και των αρμοδιοτήτων του εναγόμενου 3‑εκ των αιτητών, o οποίος ενδεχόμενα να κληθεί να έχει λόγο σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη περιουσία. Είναι δηλαδή θέμα δημόσιου συμφέροντος, του ευρύτερου συμφέροντος της δικαιοσύνης όπως ορίζεται στην υπόθεση Χόππη (ανωτέρω).

 

            Επίσης δεν φαίνεται να προκαλείται οποιαδήποτε βλάβη στα συμφέροντα του ενάγοντα‑εφεσείοντα η οποία στο στάδιο αυτό να μην μπορεί να αποζημιωθεί με την ορθή διαταγή για έξοδα σε ό,τι αφορά την αίτηση. Η τυχόν περαιτέρω καθυστέρηση που θα προκληθεί με το να επιτραπεί η καταχώριση αντέφεσης από τους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4 δεν θα είναι μεγάλη. Η πρωτόδικη απόφαση δεν έχει κριθεί σε δεύτερο βαθμό, η ακρόαση της έφεσης δεν έχει ακόμα ξεκινήσει και μπορεί το Εφετείο να μειώσει περαιτέρω την οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επέλθει από τώρα και στο εξής, δίδοντας σύντομες προθεσμίες για καταχώριση της αντέφεσης, όπως και των σχετικών περιγραμμάτων που θα ακολουθήσουν και ακολούθως να οριστεί η υπόθεση για ακρόαση σε μία σύντομη ημερομηνία.

 

            Καταλήγουμε ότι ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, και επαναλαμβάνουμε, χωρίς η δικαιολογία που προβάλλεται όπως και ο χρόνος που έχει παρέλθει να μπορούν να θεωρηθούν ως οδηγός για μελλοντικές υποθέσεις, αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση το συμφέρον της δικαιοσύνης και το θέμα που έχει ιδιάζουσα σημασία στην παρούσα υπόθεση, επιτρέπεται στους εναγόμενους 3 και 4-εφεσίβλητους 3 και 4 να καταχωρήσουν αντέφεση, ο χρόνος για την καταχώριση της οποίας παρατείνεται σε 10 μέρες από σήμερα με οδηγίες όπως επιδοθεί στον εφεσείοντα και στον εφεσίβλητο 2 εντός 7 ημερών από την καταχώριση της.

 

            Ακολούθως το Πρωτοκολλητείο με δικές μας οδηγίες θα ορίσει την υπόθεση τάχιστα για προδικασία για να δοθούν σχετικές οδηγίες και έπειτα σε σύντομη ημερομηνία για ακρόαση.


            Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα ‑ καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών‑εναγομένων, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της έφεσης.


 

                ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                            

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο