ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2018)

 

10 Ιουλίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

IVAN KIRILOV OPRENOV,

Εφεσείων

v.

 

1. ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

2. ΑΛΚΗ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥΣ,

Εφεσιβλήτων

 

Χρ. Χριστοδούλου για Μ. Ξ. Ιωάννου και Συνεργάτες για Εφεσείοντα

Κ. Κακουλλή (κα) για Chrysses Demetriades & Co. LLC για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

 ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Ως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων είναι Βούλγαρος υπήκοος και κατά πάντα ουσιώδη προς την επίδικη αγωγή χρόνο ήταν ηλικίας 47 ετών.  Οι εφεσίβλητοι 1 ήταν ιδιοκτήτες και διατηρούσαν, στη Λεμεσό, αδειούχο ιδιωτικό νοσηλευτήριο και προσέφεραν, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες νοσηλείας και περίθαλψης σε ασθενείς που παρακολουθούνταν και/ή τύγχαναν θεραπείας και/ή ιατρικής περίθαλψης από ιατρούς της επιλογής τους. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν ιατρός με ειδικότητα στην επανορθωτική μικροχειρουργική.

 

Περί την 11.7.2006, ο εφεσείων εργαζόταν σε στεγνοκαθαριστήριο, στη Λευκωσία, και ενώ ασχολείτο με σιδέρωμα ρούχων, με τη χρήση σιδερόπρεσας ή πρέσας ατμού, υπέστηκε ατύχημα στο αριστερό του χέρι, αγκώνα και ωμοπλάτη. Μετά το ατύχημα, ο εφεσείων μεταφέρθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου, κατά την αρχική εξέταση, διαπιστώθηκε έγκαυμα 2ου βαθμού αριστερού βραχίονα, αριστερής ωμοπλάτης και αριστερής ωλένης. Έγινε ακτινογραφικός έλεγχος, καθαρισμός και περιποίηση των τραυμάτων. Χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και ο εφεσείων εξήλθε, με οδηγίες όπως, την επομένη, επισκεφθεί το Μακάρειο Νοσοκομείο, όπως και έπραξε. Εκεί εξετάστηκε από τρεις ιατρούς.

Στις 13.7.2006, ο εφεσείων υποβλήθηκε, υπό γενική αναισθησία, σε εσχαρεκτομή στο αριστερό χέρι, ήτοι καθαρισμό τραύματος και αφαίρεση νεκρωτικής εσχάρας από την έσω επιφάνεια του αριστερού βραχίονα. Στις 19.7.2006, υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση στα πλαίσια της οποίας αφαιρέθηκε δέρμα/μόσχευμα από αμφοτέρους μηρούς του, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως μόσχευμα για κάλυψη του εγκαύματος.

 

Ο εφεσείων παρέμεινε στο Μακάρειο Νοσοκομείο από 13.7.2006 μέχρι 27.7.2006. Κατά την περίοδο 27.7.2006 μέχρι και τα μέσα Αυγούστου 2006, επισκεπτόταν τα εξωτερικά ιατρεία για αλλαγή επιδέσμων και για γενική εξέταση και παρακολούθηση των τραυμάτων του. Συνεπεία του εργατικού ατυχήματος, ο εφεσείων υπέστη έγκαυμα μερικού και ολικού πάχους βραχίονα και αντιβραχίου έκτασης 7%. Εισήχθη, εκ νέου, στο Μακάρειο Νοσοκομείο στις 17.8.2006, αφού, ως ενημερώθηκε, το μόσχευμα που είχε τοποθετηθεί στις 13.7.2006 αποκολλήθηκε. Στις 21.8.2006, εισήχθη στο χειρουργείο για χειρουργικό καθαρισμό (υπό γενική αναισθησία) νεκρωμένων ιστών του αριστερού άνω άκρου και λήψη μοσχεύματος από αριστερό μηρό - βουβωνική πτυχή - το οποίο φυλάχθηκε για μεταγενέστερη χρήση. Κατά την επέμβαση, διαπιστώθηκε αποκάλυψη νεύρων και τενόντων στο σημείο του τραύματος.

 

Στις 23.8.2006, και ενώ ο εφεσείων νοσηλευόταν στο Μακάρειο Νοσοκομείο, μεταφέρθηκε, από θεράποντα ιατρό, στο ιατρείο όπου ο εφεσίβλητος 2 εξέταζε ασθενείς στη Λευκωσία, για σκοπούς ιατρικής γνωμάτευσης. Τούτο κρίθηκε αναγκαίο από την ομάδα των ιατρών του Μακάρειου Νοσοκομείου λόγω του ότι κατέστη επιβεβλημένη η κάλυψη της άρθρωσης, των αγγείων και των νεύρων με αγγειούμενο κρημνό. Η συγκεκριμένη επέμβαση δεν μπορούσε να διενεργηθεί στο Μακάρειο Νοσοκομείο και έτσι ο εφεσείων παραπέμφθηκε στον εφεσίβλητο 2. Εξήλθε του Μακαρείου Νοσοκομείου στις 25.8.2006 και ακολούθως, στις 26.8.2006, εισήχθη στην κλινική των εφεσίβλητων 1, όπου και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης του τραύματος από τον εφεσίβλητο 2.  Ο εφεσίβλητος 2 δεν εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους 1.

 

Ο εφεσείων παρέμεινε στην κλινική των εφεσιβλήτων 1 μέχρι 29.8.2006 και έτυχε νοσηλείας σύμφωνα με τις οδηγίες του εφεσιβλήτου 2.

 

Με την πρωτόδικη αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 19.4.2010, αρχικά μόνο εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και, κατόπιν τροποποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος, σύμφωνα με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.5.2011, έγινε προσθήκη του εφεσίβλητου 2, ο εφεσείων αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ζημιές που, κατά τον ισχυρισμό του, υπέστη, ως αποτέλεσμα αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων των εφεσιβλήτων και/ή των υπηρετών και/ή αντιπροσώπων και/ή εργοδοτουμένων αυτών κατά τη διενέργεια πλαστικής χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε από τον εφεσίβλητο 2 στην κλινική των εφεσιβλήτων 1, κατά ή περί τις 23.8.2006.

 

Αμφότεροι οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, προέβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η αξίωση του εφεσείοντα είχε παραγραφεί, ενώ, χωρίς επηρεασμό αυτής, δικογράφησαν τους ισχυρισμούς τους προς υπεράσπιση τους επί της ουσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την ως άνω προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, κρίνοντας ότι δικαιολογείτο η έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας της αγωγής. Προχώρησε, όμως, για την περίπτωση που η κατάληξή του κρινόταν λανθασμένη, σε εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, καταλήγοντας ότι η αξίωση του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Σε αντίθεση με τις ανταπαιτήσεις των εφεσιβλήτων 1 και 2, για την αμοιβή των υπηρεσιών τους, τις οποίες αποδέχτηκε, εκδίδοντας ανάλογες αποφάσεις για €301,59.- και €1.366,88.-, αντιστοίχως, πλέον τόκο και έξοδα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης προβάλλει μη ύπαρξη παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος, ενώ ο δεύτερος, παραβίαση νομοθεσίας και λανθασμένη υπαγωγή των γεγονότων στις κρίσιμες διατάξεις αυτής και εύρημα απαλλαγής ευθύνης των εφεσιβλήτων. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται εσφαλμένη αξιολόγηση της ιατρικής μαρτυρίας, ενώ, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της προσκομισθείσας εξ ακοής μαρτυρίας, κατά παράβαση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται μη λήψη υπόψη νομοθεσίας που προσδιόριζε την ευθύνη των εφεσιβλήτων και, τέλος, ο έκτος λόγος έφεσης αναφέρεται σε λανθασμένο εύρημα ότι οι ανταπαιτήσεις επιτυγχάνουν, με έξοδα. Ο έκτος λόγος έφεσης, πέραν της ασάφειας του και την αδιευκρίνιστη αιτιολογία του, δεν φαίνεται να προωθήθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης για τον εφεσείοντα. Συνεπώς, κρίνεται ότι εγκαταλείφθηκε.  

 

 Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξίωση του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων είχε παραγραφεί. Παραπομπή έγινε στα όσα είχαν υποβληθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την αγόρευση του συνηγόρου και τις σχετικές διευκρινήσεις επί αυτής.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, έχοντας παραθέσει την εισήγηση της πλευράς των εφεσιβλήτων, επί του προκειμένου, και έχοντας προβεί σε λεπτομερή αναδρομή στην εξέλιξη των νομοθετικών προνοιών που αφορούν το θέμα της παραγραφής, ανέφερε τα εξής:

«Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα, η υπό κρίση χειρουργική επέμβαση διενεργήθηκε στις 26.8.2006 και για περίοδο τριών μηνών ο Ενάγοντας επισκεπτόταν τον Εναγόμενο 2 στο ιατρείο του στη Λευκωσία δυο φορές την εβδομάδα.  Και πάλι στη βάση των δικογράφων του Ενάγοντα, κατά τη λήξη της περιόδου των τριών μηνών, και παρόλο που υπήρξε μερική βελτίωση της κατάστασης του χεριού του, ο Εναγόμενος τον πληροφόρησε ότι ο πόνος που νιώθει στο αριστερό του χέρι δεν θα περάσει και θα παραμείνει αναπηρία στο χέρι του.  

Επισημαίνεται ότι η προσπάθεια του Ενάγοντα να εισάξει ισχυρισμούς περί ενημέρωσης του από τον Εναγόμενο 2 στις 22.8.2007 επί το ότι η κατάσταση του θα βελτιωνόταν εντός 2 ετών, πράγμα το οποίο και δεν έγινε τελικά (ώστε στην ουσία να εντάξει την υπόθεση του στο άρθρο 68(δ) του Κεφ. 148), δεν ήταν επιτυχής αφού το Δικαστήριο δεν επέτρεψε τις αναφορές του στις παραγράφους 56-59 και 71-76 της Γραπτής του Δήλωσης (Έγγραφο Α). Η διαγραφή των συγκεκριμένων παραγραφών δεν αφήνει επομένως περιθώριο εξέτασης οποιασδήποτε θέσης του Ενάγοντα για δόλια απόκρυψη (άρθρο 68 (δ)), ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ή έστω ισχυρισμός περί πρόκλησης νέας ζημιάς από το υπό κρίση αστικό αδίκημα (άρθρο 68 (β)).  

Στη βάση, λοιπόν, των δικογραφημένων θέσεων του Ενάγοντα αλλά και τη μαρτυρία του δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των παραγράφων (β)-(δ) του Κεφ. 148. 

 

Με δεδομένη, λοιπόν, την έγερση της παρούσας αγωγής στη βάση του αστικού  αδικήματος της αμέλειας και μόνο, και την συμπλήρωση του αγώγιμου δικαιώματος του Ενάγοντα στις 29.11.2006 (ήτοι τρείς μήνες μετά την χειρουργική επέμβαση), σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Κεφ. 148, η περίοδος των τριών ετών είχε παρέλθει στις 29.11.2009 και συνεπώς κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής ήτοι στις (19.4.2010), το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα είχε παραγραφεί.  Το δε γεγονός της ετοιμασίας των ιατρικών πιστοποιητικών (Τεκμήριο 10, 11, 12, 13 και 14) κατά τα έτη 2008 και 2010 δεν αλλοιώνει, κατά την κρίση μου, την όλη εικόνα δεδομένων όλων των πιο πάνω και δη της αναφοράς του Ενάγοντα ότι τρείς μήνες μετά την επέμβαση ενημερώθηκε περί της αναπηρίας στο χέρι του.  Επιπρόσθετα, τονίζεται ότι στα εν λόγω πιστοποιητικά και δη στα Τεκμήρια 10 και 11, τα οποία επικαλείται ο Ενάγοντας στην παράγραφο 69 της Γραπτής του Δήλωσης προκειμένου να ισχυριστεί ότι για πρώτη φορά ενημερώθηκε για την πραγματική ζημιά που έπαθε στις 24 και 25 Οκτωβρίου 2008, δεν υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα ή διαπίστωση περί σφάλματος ή αμελούς χειρισμού από πλευράς του Εναγόμενου 2. 

Επομένως, στη βάση όλων των πιο πάνω δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας της αγωγής.»

 

          Δεν εντοπίζουμε σφάλμα ούτε στην προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε επί της ουσίας της ανάλυσης και κατάληξης του. Το πραγματικό υπόβαθρο τέθηκε με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα, ενώ, διαφορετικοί ισχυρισμοί διαγράφηκαν, χωρίς να έχει εφεσιβληθεί η σχετική ενδιάμεση απόφαση. Επομένως, ορθές κρίνονται οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του πραγματικού υπόβαθρου. Ορθή, επίσης προκύπτει η υπαγωγή της υπό εξέταση περίπτωσης στο Άρθρο 68(α) του Κεφ. 148 και η μη εφαρμογή των παραγράφων (β) – (δ) του ιδίου άρθρου. (Χαραλαμπίδης ν. Louis Hotels Public Company Ltd,    ECLI:CY:AD:2019:A406, Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2013, ημερομηνίας 4.10.2019).

 

          Όπως αναφέρθηκε στην ως άνω υπόθεση:

 

«Η ιστορική πορεία των σχετικών νομοθεσιών αποκαλύπτει ότι οι πρόνοιες του άρθρου 68, όπως και οι πρόνοιες του Κεφ. 15, τέθηκαν σε αναστολή με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο του 1964, Ν. 57/1964, ο οποίος μαζί με του τροποποιητικούς αυτού Νόμους (Νόμοι 1964-1982) καταργήθηκαν με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 (Ν. 110(Ι)/2002), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1.6.2005.  Συνεπώς το άρθρο 68 επανήλθε σε ισχύ από 1.6.2005. 

Ακολούθως, με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012) καταργήθηκε τόσο το Κεφ. 15, όσο και ο Ν. 110(Ι)/2002, αλλά και το άρθρο 68 του Κεφ. 148, ως προς αυτό το τελευταίο όμως, αναφορικά με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2012.  Η παραγραφή αγωγίμων δικαιωμάτων σε σχέση με αστικά αδικήματα για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα προηγουμένως συνεχίζει να διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 68.  Για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα μετά, η παραγραφή ρυθμίζεται πλέον από το άρθρο 6 του Ν. 66(Ι)/2012

Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο, (στις 13.3.2009) που ήταν ο χρόνος καταχώρισης της αγωγής, (Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 636, Δημητρίου ν. Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834, 842), το καθεστώς παραγραφής διέπετο από τις πρόνοιες του άρθρου 68.  Το άρθρο 8Α του Κεφ. 15 το οποίο παρείχε στο Δικαστήριο διευκριτική ευχέρεια να μην εφαρμόσει τις πρόνοιες περί παραγραφής, σε αγωγές που αφορούσαν αποζημιώσεις για πρόκληση σωματικής βλάβης ή θανάτου ένεκα αστικού αδικήματος, τέθηκε σε ισχύ μαζί με τον προαναφερθέντα Ν.110(Ι)/2002 στις 12.7.2002, αλλά η ισχύς του αναστάληκε μαζί με ολόκληρο το Κεφ. 15 στις 30.5.2008.  Δεν ήταν, επομένως, σε ισχύ κατά τον επίδικο, ως άνω, χρόνο.  Άλλωστε επαναλαμβάνουμε ότι δεν τέθηκε ζήτημα μη εφαρμογής του άρθρου αυτού από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ούτε οι πρόνοιες του Ν. 66(Ι)/2012 ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο.»

 

          Με τα δεδομένα, συνεπώς, ως είχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ουδέν έρεισμα υφίσταται στον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος, συνακόλουθα, απορρίπτεται.

 

          Η δε αποτυχία του πρώτου λόγου έφεσης καθιστά την όποια ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που προωθήθηκαν ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος και, συνεπώς, αχρείαστη.

 

          Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

          Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων 1 και 2 και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της παρούσας έφεσης στο ποσό των €3.000.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει. Λόγω της κοινής αντιπροσώπευσης των εφεσιβλήτων, ένα κονδύλι εξόδων να καταβληθεί.

 

 

 

                                                               Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                            Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο