ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 288/2018)

 

 

16 Ιουλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                        


 ΜΙΡΕΛΑ ΜΑΡΚΙΔΟΥ

Εφεσείουσα / Εναγόμενη

και

    ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ

Εφεσίβλητος / Ενάγοντας

 

 

-----------------------------

                                       

Στέλλα Ερωτοκρίτου (κα) για Α. Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Γιώργος Κωνσταντίνου και Μιχαέλλα Παναγιωτίδου (κα) για Στέλιος Αμερικανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

     -------------------------------

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Τροχαίο δυστύχημα επισυνέβη στις 11.4.2009 στην οδό Φρακλίνου Ρούσβελτ στη Λεμεσό, όταν το όχημα που οδηγούσε η εφεσείουσα προσέκρουσε στο προπορευόμενο και σχεδόν ακινητοποιημένο σε φώτα τροχαίας, όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος. Από το δυστύχημα, ο εφεσίβλητος υπέστη σωματική βλάβη, η φύση, έκταση και σοβαρότητα της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας στην πρωτόδικη διαδικασία. Περαιτέρω το όχημα του εφεσίβλητου υπέστη υλικές ζημιές, ενώ εξαιτίας του δυστυχήματος ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε σε διάφορα έξοδα, κυρίως ιατρικά, τα οποία επίσης αποτέλεσαν σημείο διαφωνίας στην πρωτόδικη διαδικασία.

 

            Παρά την αρχική άρνηση στην Έκθεση Υπεράσπισης, η εφεσείουσα στην πορεία της υπόθεσης, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα. Παράλληλα, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι η ζημία στο όχημα του εφεσίβλητου ανερχόταν στα €1.500. Έτσι τα θέματα που παρέμειναν προς επίλυση στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν η διάγνωση της σωματικής βλάβης που υπέστη ο εφεσίβλητος και ο συνακόλουθος, ανάλογος, καθορισμός του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, αλλά και ο καθορισμός των εναπομεινάντων ειδικών ζημιών που εδικαιούτο ο εφεσίβλητος.

 

            Τα ζητήματα αυτά ήταν αρκετά για να χρειαστεί μια επίπονη, χρονοβόρα και κρίνοντας από τα πρακτικά, αμφίρροπη δικαστική μάχη για να επιλυθούν. Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν δέκα μάρτυρες υπέρ του εφεσίβλητου (τότε ενάγοντα) και δύο εκ μέρους της εφεσείουσας (τότε εναγόμενης), εκ των οποίων οι οκτώ (σύνολο) ήταν γιατροί, διαφορών ειδικοτήτων. Παράλληλα, κατατέθηκε σωρεία εγγράφων ως τεκμήρια, όπως ακτινογραφίες, αποτελέσματα εξετάσεων, ιατρικές εκθέσεις, αποδείξεις πληρωμής, αποσπάσματα από συγγράμματα και άλλα πολλά.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του ημερ.31.7.2018 που καταλαμβάνει 56 σελίδες, αφού αξιολογεί την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος εξαιτίας του δυστυχήματος υπέστη (α) οπίσθια αποκόλληση του υαλώδους σώματος του αριστερού οφθαλμού, η οποία εξελικτικά οδήγησε σε αποκόλληση του αμφιβληστροειδή χιτώνα 10η με 12η ώρα. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση της αποκόλλησης. Μετά από κάποιες ταλαντεύσεις, η  όραση επανήλθε σχεδόν σε φυσιολογικά επίπεδα. Το 2014, διαπιστώθηκε καταρράκτης στο ίδιο μάτι και υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του. Η όραση επανήλθε στο 10/10, αλλά εξ απόψεως ποιότητας δεν είναι η ίδια με την όραση ενός φυσιολογικού ματιού, (β) σοβαρό διάστρεμμα αυχένα το οποίο του προκάλεσε ευθειασμό της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Επίσης υπέστη εγκεφαλική διάσειση με μεταδιασεισικό σύνδρομο, αισθητικές διαταραχές στο αριστερό άνω άκρο, στην αριστερή περιοχή του προσώπου και κάκωση στον αριστερό θώρακα.     

 

            Για τις πιο πάνω βλάβες, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσίβλητο υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων ποσό €45.000 (€40.000 για τη βλάβη στον αριστερό οφθαλμό και €5.000 για το διάστρεμμα αυχένα) πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του δυστυχήματος. Επιπλέον από τις δικογραφημένες ειδικές ζημιές ύψους €19.894 έκρινε πως αποδείχτηκαν μόνον ειδικές ζημιές ύψους €10.662,95, ποσό το οποίο του επιδίκασε, πάλι με νόμιμο τόκο. Τέλος, του επιδίκασε και τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

            Η προαναφερθείσα απόφαση δεν άφησε καθόλου ικανοποιημένη την εφεσείουσα η οποία την προσβάλλει με εννέα λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα δύο αυτοκίνητα που ενεπλάκησαν στο δυστύχημα υπέστησαν σοβαρές ζημιές, είναι αυθαίρετο. Ο δεύτερος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, αξιολογώντας τον ως αξιόπιστο στο ότι από τη σύγκρουση, το κεφάλι του τραντάχτηκε έντονα μπρος-πίσω και ως εκ τούτου υπέστη σοβαρότατο διάστρεμμα για το οποίο ο ΜΕ2 του συνέστησε να φοράει αυχενικό κολάρο.        Ο τρίτος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα αξιολόγησε τον Μ.Ε.2 ως αξιόπιστο μάρτυρα, αντιπαραβάλλοντας τη μαρτυρία του με αυτή των Μ.Ε.1, Μ.Ε.6 και Μ.Υ.2. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα συμπέρανε ότι υπήρξε έντονο τράνταγμα του κεφαλιού του ενάγοντα μπρος‑πίσω και εξαιτίας αυτού, πιθανό να υπήρξε ταυτόχρονο τράνταγμα των βολβών του οφθαλμού και πως τούτο ήταν η αιτία αποκόλλησης του υαλώδους σώματος, η οποία προκάλεσε το θάμβος της όρασης του με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η αποκόλληση, συγκριτικά με τη βιολογική πορεία των πραγμάτων. Ομοίως λανθασμένα έκρινε ότι η αποκόλληση δεν οφειλόταν είτε στη μυωπία του εφεσίβλητου, είτε λόγω εξέλιξης της βιολογικής πορείας του ματιού.
Σύμφωνα με τον πέμπτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και  λανθασμένα έκρινε τον Μ.Ε.3 αξιόπιστο, στη γνωμάτευση του οποίου, στηρίχθηκε ο
M.E.4 για να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα.       Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα  έκρινε ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει στη μαρτυρία του M.E.4 αναφορά ότι η ρευστοποίηση του υαλώδους προηγείται της αποκόλλησης, όπως κατάθεσε και ο Μ.Υ.1. Συναφώς, λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του M.E.4, η οποία επί του συγκεκριμένου σημείου ήταν αντιφατική. Ο έβδομος λόγος έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Ο όγδοος ότι το ποσό των €45.000, γενικές αποζημιώσεις, είναι υπερβολικό και εάν υποτεθεί ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και από τις ειδικές αποζημιώσεις, δεν δικαιολογούνται τα ποσά για τις οφθαλμολογικές επεμβάσεις. Τέλος, σύμφωνα με τον ένατο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, επιδικάζοντας νόμιμο τόκο επί των ποσών των αποζημιώσεων.

 

Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους, ενώ επιχειρηματολόγησαν και προφορικά εστιάζοντας σε κάποια από τα κύρια σημεία των εκατέρωθεν θέσεων τους. Διεξήλθαμε με προσοχή τα ομολογουμένως εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης και αναφορά θα γίνει στη συνέχεια, εκεί όπου κριθεί αναγκαίο.  

 

Το πρώτο μας σχόλιο είναι ότι οι λόγοι έφεσης 1-7, όπως αναγνωρίζει και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης της, αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Στην πρόσφατη απόφαση μας, AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024 σημειώσαμε τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα αυτό:

 

«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

          Σημειώνουμε επιπρόσθετα, ότι στην προκειμένη περίπτωση, με εξαίρεση τον εφεσίβλητο, η λοιπή μαρτυρία επί της οποίας ζητείται η παρέμβαση μας, προέρχεται από ιατρούς. Οι γιατροί, όπως σωστά επισημαίνει και το πρωτόδικό Δικαστήριο, είναι πραγματογνώμονες στον τομέα ειδίκευσης τους (βλ. Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 298 και Novichkova v. Βλαβή (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111). Οι πραγματογνώμονες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης όπως και οι λοιποί μάρτυρες, με επιπρόσθετο της αξιοπιστίας, να εξετάζεται η εν γένει πραγματογνωμοσύνη τους, η τεκμηρίωση και η πειστικότητα των λεγομένων τους, αλλά και η σαφήνεια της διαβιβασθείσας άποψης τους, στοιχεία βαρυσήμαντα ώστε να μπορεί το Δικαστήριο, στηριζόμενο σ΄ αυτή τη μαρτυρία, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώνει ιδίαν άποψη, επί του επίμαχου, επίδικου θέματος.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η πραγματογνωμοσύνη και η ειδίκευση των ιατρών/μαρτύρων, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.22 της απόφασης του, δεν αμφισβητήθηκε. Επομένως, εκείνο που απομένει προς εξέταση - πάντοτε υπό το στενό πρίσμα των νομολογιακών αρχών που έχουμε προαναφέρει - είναι η αξιοπιστία, υπό την έννοια της ειλικρίνειας, αλλά και η τεκμηρίωση,  πειστικότητα και σαφήνεια των λεγομένων των υπό συζήτηση ιατρών/μαρτύρων.

 

Με αυτά κατά νου προχωρούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης.  Η ιδιαιτερότητα του λόγου έφεσης αυτού, είναι ότι άπτεται μιας αναφοράς του εφεσίβλητου (ενάγοντος – Μ.Ε.5 στην πρωτόδικη διαδικασία), η οποία δεν έχει άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, όπως διαμορφώθηκαν στην πορεία της υπόθεσης. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι η ζημιά στο όχημα του εφεσίβλητου ανερχόταν σε €1.500, ενώ η ζημιά στο όχημα της εφεσείουσας, δεν ήταν επίδικο θέμα και δεν δόθηκε επ’ αυτού μαρτυρία. Απ’ εκεί και πέρα δεν ενδιέφεραν (άμεσα τουλάχιστον), οι ζημιές στα δύο οχήματα.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, ο υποκειμενικός προσδιορισμός στη γραπτή δήλωση του εφεσίβλητου ότι «και τα δύο οχήματα υπέστησαν σοβαρές ζημιές» όπως και η μετέπειτα αναφορά του, αντεξεταζόμενος από την κα Ερωτοκρίτου (βλ. σελ.159 πρακτικών ημερ.21.10.2016) ότι «Η ζημιά είναι €1500, δεν μπορώ να κρίνω κατά πόσο ήταν μεγάλη ή μικρή» είχαν μηδαμινή αξία και σημασία για την υπόθεση, αλλά και για την εν γένει αξιοπιστία του μάρτυρα. Δεν προσέθεσαν, αλλά ούτε και αφαίρεσαν οτιδήποτε από τους λοιπούς, σημαντικούς ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Συνακόλουθα, δεν υπήρχε λόγος για το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασχοληθεί ειδικά με την αναφορά αυτή κατά τη γενικότερη θεώρηση και εξέταση της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου.

 

Έπεται, ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι άνευ σημασίας και ως τέτοιος απορρίπτεται.    

 

Ο λόγος έφεσης 2 επίσης άπτεται της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου, αλλά επί ουσιαστικής για την εξέλιξη της υπόθεσης, αναφοράς.

 

Στο επίκεντρο του λόγου έφεσης αυτού, είναι η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο (σελ. 45 πρωτόδικης απόφασης) της αναφοράς του εφεσίβλητου ότι από τη σύγκρουση, το κεφάλι του τραντάχτηκε έντονα προς τα εμπρός και έπειτα προς τα πίσω, κτυπώντας στο μαξιλάρι (headrest) του καθίσματος του, προκαλώντας του σοβαρότατο διάστρεμμα για το οποίο ο Μ.Ε.2 του συνέστησε αυχενικό κολάρο. Σύμφωνα με την απόδειξη πληρωμής (τεκμήριο 7), ο εφεσίβλητος προμηθεύτηκε το αυχενικό κολάρο, λίγες ώρες αργότερα (ώρα 0:44 της 12.4.2009).

 

Είναι η θέση της εφεσείουσας, ως διατυπώνεται στην παράγραφο 2.7 της αιτιολογίας του λόγου έφεσης αυτού, ότι ουδείς μέχρι εκείνη τη στιγμή (12.4.2009) είχε συστήσει στον εφεσίβλητο τη χρήση αυχενικού κολάρου και έτσι η σπουδή του να το αγοράσει «αποδεικνύει το επιτήδειο της συμπεριφοράς του». Mε κάθε εκτίμηση, αδυνατούμε να ακολουθήσουμε αυτή τη συλλογιστική. Ότι δηλαδή, ο εφεσίβλητος, καθηγητής ως προκύπτει στο επάγγελμα, ο οποίος αίφνης έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος και βρέθηκε χωρίς να ευθύνεται και χωρίς να το θέλει στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Νοσοκομείου για περίθαλψη, είχε την επιτήδεια επινόηση, λίγες μόνο ώρες μετά το συμβάν, να καταστρώσει σχέδιο εξαπάτησης, αγοράζοντας εξ ιδίας πρωτοβουλίας αυχενικό κολάρο, ώστε προσποιούμενος προφανώς τον τραυματία, να καταφέρει σε μελλοντικό χρόνο να αποσπάσει χρήματα από την εφεσείουσα και/ή τους ασφαλιστές του οχήματος της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, δέχτηκε ότι κατά την επίσκεψη του στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών την ημέρα του δυστυχήματος (11.4.2009), του συνεστήθη η χρήση αυχενικού κολάρου. Το γεγονός, ότι επικρατούσε κάποια σύγχυση/αβεβαιότητα στο μυαλό του εφεσίβλητου ως προς το ακριβές όνομα του ιατρού που του το συνέστησε, όχι μόνον δεν ήταν επιλήψιμο, αλλά ίσως και αναμενόμενο, υπό τη δοθείσα, δύσκολη περίσταση υπό την οποία βρέθηκε. Η σύσταση για τη χρήση αυχενικού κολάρου, συνάδει πλήρως με την αγορά του, λίγες ώρες μετά. Η σύσταση επιβεβαιώθηκε και από τον Μ.Ε.2 και όπως καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, έγινε και από τον Μ.Ε.6. Δεν καταγράφεται μεν στο ιατρικό πιστοποιητικό του Μ.Ε.6 (τεκμήριο 37), ο οποίος τον εξέτασε στα εξωτερικά ιατρεία του Ορθοπεδικού Τμήματος του Νοσοκομείου στις 13.4.2009, αλλά τούτο - ως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο - οφείλεται στην προχειρότητα του περιεχομένου του πιστοποιητικού και όχι στην έλλειψη γνησιότητας του προβληθέντος από πλευράς εφεσίβλητου, ισχυρισμού. Στο εν λόγω πιστοποιητικό σημειώνουμε, δεν υπάρχει καμιά σύσταση για αντιμετώπιση του πόνου που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Καταγράφονται απλώς τα λεκτικά παράπονα που έγιναν από τον εφεσίβλητο προς τον Μ.Ε.6, χωρίς να ακολουθεί κάποιο δικό του εύρημα, σύσταση ή έστω σχόλιο.        

 

Η σύσταση αυχενικού κολάρου είναι συνάδουσα και με το ακτινολογικό εύρημα ευθειασμού της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, του διαστρέμματος που υπέστη ο εφεσίβλητος (στοιχεία που αποδέχεται και ο Μ.Υ.2 στο τεκμήριο 55), αλλά και της μακράς περιόδου αποθεραπείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εντόπισε κάποια υπερβολή στα λεγόμενα του εφεσίβλητου, αλλά με περισσή ανάλυση και αιτιολογία εξηγεί γιατί αποδέχεται την εν γένει μαρτυρία του, ως αξιόπιστη.  Ως εκ τούτου και με δεδομένο το περιορισμένο πεδίο παρέμβασης σε ζητήματα αξιοπιστίας όπως το προδιαγράψαμε ανωτέρω, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασης.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης συνεπώς απορρίπτεται

 

Οι λόγοι έφεσης 3-7 «βάλλουν» κατά της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας ιατρών που κάλεσε η πλευρά του εφεσίβλητου, της ταυτόχρονής απόρριψης της μαρτυρίας του ιατρού (Μ.Υ.1), αλλά και των συνακόλουθων συμπερασμάτων που εξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Η βλάβη που ισχυρίστηκε ότι υπέστη ο εφεσίβλητος περιστράφηκε γύρω από δυο άξονες. Ο πρώτος και σημαντικότερος αφορούσε τη βλάβη στον αριστερό οφθαλμό και ο δεύτερος τη βλάβη στον αυχένα και τη συναφή περιοχή.

 

Σε σχέση με τη βλάβη στον αριστερό οφθαλμό έδωσαν μαρτυρία οι οφθαλμίατροι Μ.Ε.3, Μ.Ε.4, Μ.Ε.7 και Μ.Υ.1. Η πραγματογνωμοσύνη αυτών, αλλά και των λοιπών γιατρών, υπενθυμίζουμε ήταν αδιαμφισβήτητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται με λεπτομέρεια και ανάλυση τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 στις σελ.24-30 της απόφασης του και του Μ.Ε.4 στις 30-37, εξηγώντας γιατί θεωρεί αμφότερους ανεξάρτητους και αξιόπιστους, υπογραμμίζοντας συνάμα πως και οι δύο έδωσαν απαντήσεις τεκμηριωμένες και πειστικές. Ο Μ.Ε.3 σημειώνουμε ήταν ο πρώτος οφθαλμίατρος που επισκέφθηκε ο εφεσίβλητος στις 15.4.2009 και ο Μ.Ε.4 ο οφθαλμίατρος που χειρούργησε το μάτι του στις 25.11.2010 (για διόρθωση της αποκόλλησης αμφιβλητροειδή χιτώνα) και στις 10.11.2015 (για αφαίρεση καταρράκτη). Η μαρτυρία των προαναφερθέντων εκτός από αυτοτελώς αξιόπιστη ήταν και συγκλίνουσα αλλά και επιβεβαιωτική/συμπληρωματική η μια της άλλης.      

 

Κατά προεξάρχοντα λόγο από τη μαρτυρία αυτή, συναρτώμενη βεβαίως και με την αξιόπιστη μαρτυρία του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε την απαιτούμενη επιστημονική καθοδήγηση, διαμόρφωσε τη δική του ανεξάρτητη κρίση και εξήγαγε τα δικά του αυτοτελή συμπεράσματα. Σύμφωνα με αυτά (σελ.38-39 της απόφασης) στις 15.4.2009 ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε τον Μ.Ε.3 σε σχέση με θάμπος στην όραση του αριστερού οφθαλμού. Έγινε έλεγχος των οπτικών πεδίων καθώς και εξέταση βυθοσκόπησης, χωρίς να προκύψει οτιδήποτε. Στις 12.6.2009 όμως, κατόπιν νέας βυθοσκόπησης που έγινε από τον Μ.Ε.3, διαπιστώθηκε οπίσθια αποκόλληση του υαλώδους σώματος του αριστερού οφθαλμού. Το θάμπος επιδεινώθηκε και στις 23.11.2010 έγινε νέα βυθοσκόπηση και διαπιστώθηκε αποκόλληση του αμφιβληστροειδή χιτώνα 10η με 12η ώρα. Την αποκόλληση αυτή τη διαπίστωσε στις 24.11.2010 και ο Μ.Ε.4 και την επομένη ημέρα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση. Μετά από κάποια περίοδο ελάττωσης, η όραση επανήλθε σχεδόν σε φυσιολογικά επίπεδα. Στις 15.4.2014 διαπιστώθηκε από τον Μ.Ε.3 καταρράκτης στον αριστερό οφθαλμό του εφεσίβλητου και στις 10.11.2015 υποβλήθηκε σε επιτυχημένη εγχείρηση αφαίρεσης του από τον Μ.Ε.4. Μετά την εγχείρηση, η όραση επανήλθε στο 10/10, δεν είναι όμως το ίδιο ποιοτική όπως ένα φυσιολογικό μάτι. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναγνώρισε από τη δοθείσα μαρτυρία, ότι η αποκόλληση υαλώδους σώματος, η αποκόλληση αμφιβληστροειδή χιτώνα, αλλά και η συνακόλουθη ανάπτυξη καταρράκτη είναι δυνατόν να επισυμβούν στη βιολογική πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, ιδίως σε άτομα με υψηλό βαθμό μυωπίας (ο εφεσίβλητος είχε μέτριου βαθμού μυωπία). Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δέχτηκε ότι προκλήθηκαν ή τουλάχιστον επιταχύνθηκαν συνεπεία του δυστυχήματος και ειδικά του απότομου τραντάγματος της κεφαλής [περιλαμβανομένων και των βολβών των ματιών] του εφεσίβλητου μπρος - πίσω, κατά τη στιγμή πρόσκρουσης των δύο οχημάτων. Σχετική η μαρτυρία που καταγράφεται στις σελ.9-12 της πρωτόδικης απόφασης. Σημειώνεται ότι ο Μ.Ε.3 εξήγησε ότι το βίαιο τράνταγμα, δυνατό να επιφέρει αποκόλληση ή ρωγμή, όχι μόνον τη μέρα του συμβάντος, αλλά και αργότερα – ακόμα και πέραν των τεσσάρων βδομάδων μετά. Ομοίως εξήγησε γιατί η αποκόλληση δεν διαπιστώθηκε από τη βυθοσκόπηση που έγινε στις 15.4.2009.   

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και ο Μ.Ε.7 που εξέτασε τον εφεσίβλητο στις 10.5.2012 εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας της εφεσείουσας συμφώνησε με τους Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4 σε ό,τι αφορά την αιτιώδη συνάφεια συμβάντος και βλάβης. Ενδεικτικό, το ακόλουθο απόσπασμα από την ιατρική του έκθεση (τεκμήριο 41):

 

«Η μειωμένη όραση του αριστερού οφθαλμού οφείλεται στην αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς η οποία οφείλεται στο τροχαίο ατύχημα που αρχικά προκάλεσε αποκόλληση υαλοειδούς και ακολούθως αποκόλληση αμφιβληστροειδούς σε άτομο με μεσαίου βαθμού μυωπία.»

 

Σε συναφή με το πιο πάνω ζήτημα ερώτηση της κυρίας Ερωτοκρίτου κατά την αντεξέταση που αφορούσε τη σύνδεση τραυματισμού τύπου «whiplash» και της αποκόλλησης υαλοειδούς σώματος, ο Μ.Ε.7 απάντησε χαρακτηριστικά ως ακόλουθα: (σελ.224 πρακτικών ημερ.20.1.2017)

 

«Η απάντηση μου είναι ότι δεν γνωρίζω στατιστικές μελέτες εγώ προσωπικά, απλώς από την εμπειρία του μπορεί να μιλήσει κάποιος, εγώ δεν ξέρω στη βιβλιογραφία στατιστικές μελέτες που να αναφέρονται σε εξειδικευμένη περίπτωση τέτοιου είδους. Να γίνουν μελέτες στατιστικές, οι οποίες να βάλουν τα ποσοστά που συμβαίνει αποκόλληση υαλοειδούς, μετά από τέτοιο ατύχημα, δεν γνωρίζω προσωπικά. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ο καθένας μας μπορεί να πει την άποψη του και τη γνώμη του, όμως επαναλαμβάνω ότι στην ιατρική δεν υπάρχει κάτι το οποίο να πεις με βεβαιότητα ότι είναι αυτό που προκάλεσε ή είναι το ένα ή το άλλο, μπορεί να πέσεις που ένα σκαλί και να πεθάνεις, μπορεί να πέσεις από πέντε μέτρα ύψος και να μην πάθεις τίποτε. Άρα λοιπόν πιστεύω ότι οι εντάσεις ή τέλος πάντων η οξύτητα ενός ατυχήματος πιστεύω από την προσωπική μου εμπειρία μιλώ τώρα σαν γιατρός παίζει ρόλο, αλλά όχι και τον καθοριστικό. Δηλαδή είναι πιο εξειδικευμένος ας πούμε και μπορεί να πάθει αποκόλληση υαλοειδούς οποιοσδήποτε από εμάς σαν κάθεται εδώ, όμως ένας o οποίος ενεπλάκη σε ένα τροχαίο ατύχημα έχει κάποιες πιθανότητες παραπάνω από οποιοδήποτε άλλο άτομο.»

 

Βέβαια, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο (σελ.33), στοιχείο που αναδεικνύει και την ενδελεχή διατριβή του με το θέμα της αξιολόγησης, η μαρτυρία του ΜΕ7 δεν είχε αυτοτελή δυναμική αφού ο μάρτυρας δεν διαβίβασε προς το Δικαστήριο την πλήρη εικόνα των δεδομένων που έλαβε υπόψη, με αποτέλεσμα να εξέλιπε το υπόβαθρο επί του οποίου βασίστηκε το συμπέρασμα του.

 

Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται εκτενώς μ’ αυτή στις σελ.34 – 37 της απόφασης του. Στη σελ.34 σημειώνει ότι η θέση του μάρτυρα ότι η αποκόλληση του αμφιβληστροειδή χιτώνα σε περίπτωση τραυματικής αιτιολογίας, θα επερχόταν εντός δύο μηνών, παρέμεινε ατεκμηρίωτη. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία του, σημειώνει σημαντική αντίφαση του μάρτυρα στο κατά πόσο είχε υπόψη του κατά τον χρόνο εξέτασης το γεγονός της αποκόλλησης του υαλώδους σώματος. Συνάμα στηλιτεύει τη σπουδή του μάρτυρα να «ερμηνεύσει» δυσανάγνωστα γραφόμενα του Μ.Ε.3 για να υποστηρίξει τη θέση του. Ομοίως το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή σε νομολογία, του αποδίδει υστεροβουλία αφού υποστήριξε θέσεις που δεν περιλαμβάνονται στην έκθεση του (τεκμήριο 49) και που δεν τέθηκαν στους μάρτυρες του εφεσίβλητου για σχολιασμό.

 

Σε ό,τι αφορά τη βλάβη στον αυχένα, σχετική είναι η μαρτυρία των ορθοπεδικών χειρουργών Μ.Ε.2, Μ.Ε.6 και Μ.Υ.2.  Σχέση έχει και η μαρτυρία του νευρολόγου-ψυχιάτρου Μ.Ε.1, αλλά και του φυσιοθεραπευτή Μ.Ε.8. 

 

Αναφορικά με τους προαναφερθέντες μάρτυρες, ευθέως,  αμφισβητείται η αξιοπιστία του Μ.Ε.2. Σχετικός είναι ο λόγος έφεσης 3, ο οποίος στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει ως αξιόπιστο τον εν λόγω μάρτυρα. Μολαταύτα, στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 2 (τον οποίο ήδη έχουμε εξετάσει), η πλευρά της εφεσείουσας επικαλείται συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, για να καταρρίψει την αξιοπιστία του εφεσίβλητου. Το ίδιο παρατηρούμε γίνεται σε μερικά σημεία της αιτιολογίας άλλων λόγων έφεσης, αλλά και στη μακρά επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, σε σχέση με άλλους μάρτυρες.

 

Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τον Μ.Ε.1 παρατηρεί ορθά στη σελ.40 της απόφασης του, ότι το πιστοποιητικό που εξέδωσε (τεκμήριο 1) και στο οποίο καταγράφεται διάγνωση για εγκεφαλική διάσειση και μεταδιασεισικό σύνδρομο δεν αμφισβητήθηκε. Η διάγνωση αυτή συνάδει με τα συμπτώματα ζάλης, ιλίγγου και κεφαλαλγίας στα οποία αναφέρθηκε ο Μ.Ε.2. Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 έγινε πλήρως αποδεκτή.

 

Με τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται εκτενώς στις σελ.41-44 διυλίζοντας κάθε πτυχή της και αντιπαραβάλλοντας την με την αντίστοιχη μαρτυρία του Μ.Υ.2. Αμφότεροι σημειώνεται, αντικρίστηκαν ως κατά βάση αξιόπιστοι. Με αυτό ως δεδομένο, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ότι υπάρχει ταύτιση μεταξύ των δύο ιατρών σε ό,τι αφορά το διάστρεμμα αυχένα το οποίο προκάλεσε ευθειασμό. Στη συνέχεια με απτή αιτιολογία, εξηγεί γιατί επέλεξε να δεχθεί τη θέση του Μ.Ε.2 περί σοβαρής μορφής διαστρέμματος και όχι του Μ.Υ.2 περί ελαφριάς μορφής (πρώτου βαθμού) διαστρέμματος. Το ίδιο πράττει σε σχέση με τον χρόνο αποκατάστασης, επιλέγοντας και πάλι, με αιτιολογία, να αποδεχθεί τη θέση του Μ.Ε.2.

 

Αντίθετα, αναφορικά με το τεκμήριο 8 (μαγνητική τομογραφία της σπονδυλικής στήλης του εφεσίβλητου) αποδέχεται την εκδοχή του Μ.Υ.2 ότι τα εκεί ευρήματα (όπως οι παρατηρηθείσες στενώσεις μεσοσπονδυλίων διαστημάτων) ήταν χρόνιες και όχι τραυματικής αιτιολογίας. Ο Μ.Ε.2 υποστήριξε ότι δυνατό να προκλήθηκαν από το ατύχημα.

 

Εφόσον αμφότεροι οι μάρτυρες ήταν κατά ουσιαστική βάση, αξιόπιστοι, ήταν απολύτως θεμιτό, σχεδόν επιβεβλημένο υπό τις περιστάσεις, για το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχθεί μέρη της μαρτυρίας τους και να απορρίψει άλλα. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, εξηγεί γιατί δεν αποδέχεται τη θέση του Μ.Υ.2 ότι κατά τη σύγκρουση και την πρόκληση βλάβης τύπου «whiplash» το κεφάλι κάνει κίνηση πρώτα προς τα πίσω και μετά προς τα εμπρός.

 

Ο Μ.Ε.8 κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιόπιστος, αφού γίνεται υπενθύμιση ότι η μαρτυρία του παρέμεινε αδιαμφισβήτητη. Τέλος, για τον Μ.Ε.6, χωρίς να απορρίπτεται η μαρτυρία του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, πάλι με αιτιολογία, εξηγεί γιατί δεν θεωρεί τη μαρτυρία του ιδιαίτερα βοηθητική.

 

Στη βάση αυτής της αξιολόγησης το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.46 και 47 της απόφασης του, καταλήγει, μεταξύ άλλων, στα εξής συμπεράσματα:

«[ο εφεσίβλητος] Υπέστη σοβαρό διάστρεμμα του αυχένα το οποίο του προκάλεσε ευθειασμό της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Δημιουργήθηκε, επίσης, μυϊκός σπασμός ο οποίος προκάλεσε δυσκαμψία και συνακόλουθα πόνο στον αυχένα. Υπέστη, επίσης, εγκεφαλική διάσειση με μεταδιασεισικό σύνδρομο, αισθητικές διαταραχές στο αριστερό άνω άκρο, στην αριστερή περιοχή του προσώπου καθώς και κάκωση στον αριστερό θώρακα.»

 

 

«…επισκέφθηκε τον χειρούργο ορθοπεδικό Σίμο Ιωάννου (Μ.Ε.2) ο οποίος του συνέστησε τη χρήση αυχενικού κολάρου, τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και την υποβολή του σε πρόγραμμα φυσιοθεραπείας. Υπεβλήθη δε σε πρόγραμμα 22 συνολικά φυσιοθεραπειών από τον φυσιοθεραπευτή Λουκά (Μ.Ε.8), οι οποίες διήρκεσαν από 14/4/2009 – 14/5/2009. Στις 17/7/2018, κατόπιν νέου ακτινολογικού ελέγχου στον οποίο υπεβλήθη, παρατηρήθηκε ότι υπήρχε ακόμα ευθειασμός της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Κατά την τελευταία εξέταση του ενάγοντα από τον Μ.Ε.2, η οποία έγινε στις 6/11/2009, συνέχιζε ο πόνος και η δυσκαμψία στον αυχένα με επέκταση του πόνου στο αριστερό άνω άκρο καθώς και οι ζαλάδες, κυρίως μετά από οδήγημα, γράψιμο και βαριές δουλειές. Επίσης, κατά την τελευταία εξέταση του από τον Μ.Ε.1, η κινητικότητα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης ήταν ελαφρώς περιορισμένη και επώδυνη στις ακραίες κινήσεις.»

 

Δεν θεωρούμε ότι η πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνακόλουθα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν είτε πλημμελή, είτε παράλογα, είτε αλληλοσυγκρουόμενα, ώστε να παρέχεται πεδίο παρέμβασης. Αντίθετα, όπως ήδη επισημάναμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδιάτριψε με σχολαστικότητα και με ορθή εφαρμογή των νομολογιακών αρχών κατά τη διεργασία της αξιολόγησης της μαρτυρίας και την εξαγωγή των δύσκολων, αλλά ορθών υπό τις περιστάσεις, συμπερασμάτων.

 

Ως εκ των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 6 και 7 απορρίπτονται.    

 

Με τον λόγο έφεσης 8, η εφεσείουσα αμφισβητεί το ύψος του ποσού που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων (€40.000 και €5.000 αντίστοιχα), καθώς και το κόστος των οφθαλμολογικών επεμβάσεων (μέρος των ιατρικών εξόδων) που περιλήφθηκαν στις επιδικασθείσες ειδικές αποζημιώσεις.

 

Στην υπόθεση Lankutis v. Νικόλα, (2002) 1 Α.Α.Δ. 1128, 1134 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με τις γενικές αποζημιώσεις:

 

«Η πρόσφατη σταθερή νομολογία μας θέλει τις αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο να αυξάνονται εξελικτικά. Η τάση αυτή της νομολογίας δεν οφείλεται σε συναισθηματική απόκλιση προς τα θύματα. Βασίζεται στις πραγματικότητες της ζωής. Τα δικαστήρια έχουν επίγνωση της υψηλής αξίας που συνεχώς αποδίδεται από πολιτισμένες κοινωνίες στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ατόμου μέλους της. Η πνευματική και σωματική υγεία συναποτελούν το προαπαιτούμενο στοιχείο για την καλή ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Οι αποζημιώσεις, που εκφράζονται σε χρήμα, αποσκοπούν όσο είναι δυνατό με το υλικό τους στοιχείο να προσφέρουν κάποια ποιότητα ζωής στο θύμα, επαναφέροντας την, όσο είναι δυνατό, στην προ του δυστυχήματος κατάσταση.  Γι΄ αυτό και οι αποζημιώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος ώστε να προσεγγίζεται η εύλογη αποκατάσταση της ζημιάς».

Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Αζοφ v. Προδρόμου κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 331, 340 και Ismail v. Αντωνίου κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ.347.

 

Στο πνεύμα της πιο πάνω νομολογίας, δεν συμφωνούμε ότι το επιδικασθέν ποσό - είτε για τη βλάβη στον αριστερό οφθαλμό είτε για το διάστρεμμα αυχένα και τα συναφή – υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, είναι υπερβολικό. Ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε σε σημαντικό πόνο και ταλαιπωρία. Σε σχέση με τον αριστερό οφθαλμό πέραν των παλινδρομήσεων θάμπους και αυξομείωσης της όρασης που αντιμετώπισε μέχρι να επέλθει σταθεροποίηση, υποβλήθηκε σε δύο επεμβάσεις, ενώ τελικώς, μολονότι η όραση επανήλθε πλήρως, δεν είναι το ίδιο ποιοτική όπως ένα φυσιολογικό μάτι. Συνάμα, υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής αποκόλλησης του αμφιβληστροειδή χιτώνα.

 

Δεν παραγνωρίσαμε βέβαια ότι τέτοια αποκόλληση δυνατό να επισυμβεί στη βιολογική πορεία της ζωής ενός ανθρώπου και συνεπώς εκείνο που κατ’ ουσία έγινε ήταν η χρονική επιτάχυνση. Αυτού λεχθέντος, κατά την εξασθένηση σώματος και πνεύματος που φυσιολογικά επέρχεται με το πέρασμα των χρόνων, πολλά είναι τα αναπόφευκτα ή και τα πολύ πιθανά που δυνατό να επισυμβούν. Τούτο όμως δεν θα πρέπει να έχει βαρυσήμαντη αντανάκλαση στο ποσό αποζημίωσης, όταν δια τραυματικής αιτιολογίας, επιταχύνονται χρονικά, επηρεάζοντας την ποιότητα της διανύουσας φάσης της ζωής ενός ανθρώπου, ιδιαίτερα ενός σχετικά νέου ανθρώπου, όπως ήταν ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο – 39 ετών κατά την ημέρα του δυστυχήματος, 40 ετών κατά την πρώτη επέμβαση και 44 ετών κατά τη δεύτερη επέμβαση.             

 

Πόνο και ταλαιπωρία υπέστη ο εφεσίβλητος και σε σχέση με το σοβαρό (όχι ελαφρύ) διάστρεμμα αυχένα που υπέστη, το οποίο του προκάλεσε ευθειασμό της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Έφερε αυχενικό κολάρο και υποβλήθηκε σε φαρμακευτική αγωγή. Οι φυσικοθεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε ήταν μεν διάρκειας μόνον ενός μηνός, αλλά ήταν σχεδόν καθημερινές – 22 στον αριθμό. Το βραχυπρόθεσμο των φυσικοθεραπειών δεν σημαίνει απαραιτήτως, ότι το πρόβλημα λύθηκε. Τουναντίον, στην τελευταία εξέταση που έγινε σχεδόν 7 μήνες μετά το δυστύχημα (6.11.2009), ο εφεσίβλητος συνέχιζε να έχει πόνο και δυσκαμψία στον αυχένα με επέκταση του πόνου στο αριστερό άνω άκρο, καθώς και ζαλάδες, κυρίως μετά από οδήγημα, γράψιμο και βαριές δουλειές.

 

Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις και ειδικά τα έξοδα των δύο επεμβάσεων που μαζί με τις επισκέψεις στον ιατρό ανήλθαν σε €5.950, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ότι το ποσό αυτό [ως προς το ύψος του] παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, γεγονός που αναγνώρισε και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας στη σελ. 54 του περιγράμματος αγόρευσης της. Το επιχείρημα συνεπώς για μη επιδίκαση του, ως το αντιλαμβανόμαστε, εστιάζεται στο γεγονός ότι η αποκόλληση δυνατόν να επισυμβεί οποτεδήποτε ή εν πάση περιπτώσει συμβαίνει κάποια στιγμή στη βιολογική εξέλιξη της πορείας ενός ανθρώπου. Ήδη έχουμε σχολιάσει πως τα αναπόφευκτα και τα πολύ πιθανά που δυνατόν να επισυμβούν δεν θα πρέπει να επηρεάζουν σημαντικά τις γενικές αποζημιώσεις που επιδικάζονται όταν τούτα επισυμβαίνουν πρωτύτερα δια τραυματικής αιτιολογίας με όλα τα δυσάρεστα συνακόλουθα στην ποιότητα ζωής του παθόντος. Πόσο μάλλον επομένως, ότι η συζήτηση αφορά τα έξοδα επεμβάσεων για βελτίωση, διόρθωση ή απάλειψη ενός τέτοιου, πρώιμου συμβάντος λόγω τραυματισμού. Ο εφεσίβλητος σαφέστατα εδικαιούτο αυτό το ποσό.

    

Στο περίγραμμα αγόρευσης αμφισβητούνται και κάποια άλλα επιμέρους κονδύλια που επιδικάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οποία όμως δεν περιλήφθηκαν στον λόγο έφεσης και επομένως δεν θα μας απασχολήσουν.

 

Εν όψει των πιο πάνω απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης

 

Έκθετος σε απόρριψη είναι και ο όγδοος λόγος έφεσης. Το Δικαστήριο, ως γνωστό, έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιδίκαση τόκου (βλ. άρθρο 58Α του Κεφ.148 σε συνάρτηση με το άρθρο 33 του Νόμου 14/60 ως έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί, καθώς και Φοινικαρίδης κ.α. ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1847  και Ανθή Θεοφάνους ν. Γιάννη Κουρούκλα και αντίστροφα  (2006) 1 Α.Α.Δ 528).

 

Στην υπόθεση Χρυσάνθου κ.ά v. Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1295 υποδείχθηκε ότι:  

 

«Εκτός ιδιαιτέρων συνθηκών, δεν είναι ορθό ο υποστείς τραυματισμούς από την αδικοπραξία του αντιδίκου του να μην λαμβάνει και το ευεργέτημα του νόμιμου τόκου από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος». 

 

Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή καταχωρίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, 3 ½ μήνες μετά το δυστύχημα. Απ’ εκεί και πέρα δεν βλέπουμε λόγο απόκλισης από τη γενική αρχή απόδοσης νόμιμου τόκου. Για τις τροποποιήσεις των δικογράφων για τις οποίες γίνεται αναφορά στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, ο υπαίτιος αυτών, κατά πάγιο νομολογιακό κανόνα, υποβάλλεται στα έξοδα τέτοιων αιτήσεων, αλλά και στα όποια απολεσθέντα έξοδα προκλήθηκαν εξαιτίας της εκτροπής. Μέχρι εκεί όμως. Η χρηματική «τιμωρία» για τροποποιήσεις, δεν είναι δίκαιο, φρονούμε, να έχει επεκτείνουσα αρνητική αντανάκλαση στον τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού, μιας τυχόν μελλοντικής απόφασης.   

 

Απορρίπτεται και ο όγδοος λόγος έφεσης.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο