ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 306/2019)

 

9 Ιουλίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δικαστές]

                  

 

Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού

Εφεσείων

ν.

Θεονίτσας Νικολάου

 

Ζήνα Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για εφεσείοντα.

Ζένιος Νικολάου για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητη.

                  

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η εφεσίβλητη εργοδοτήθηκε στην εταιρεία ΣΟΔΑΠ ΛΤΔ (η εργοδότρια εταιρεία) από 7.11.1983 μέχρι και τον Μάιο του 1990 και από τις 11.5.1992 μέχρι τις 21.5.2012, οπόταν και η απασχόληση της τερματίστηκε για λόγους πλεονασμού.

 

Μετά τον τερματισμό της απασχόλησης της, η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (το Ταμείο) για πληρωμή λόγω απόλυσης που οφείλεται σε πλεονασμό. Το Ταμείο ενέκρινε την αίτηση και της κατέβαλε το ποσόν των €18.683,52 που αντιστοιχεί σε πληρωμή με βάση την δεύτερη περίοδο απασχόλησης της, ήτοι από 11.5.1992 μέχρι τις 21.5.2012. Η πρώτη περίοδος απασχόλησης δεν συμπεριλήφθηκε στην εν λόγω πληρωμή, αφού κρίθηκε ότι υπήρξε διακοπή της εργοδότησης και επαναπρόσληψη στην ίδια εργοδότρια την δεύτερη περίοδο.

 

Η εφεσίβλητη με αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο), αξίωσε συμπληρωματική πληρωμή λόγω πλεονασμού που να περιλαμβάνει την πρώτη περίοδο εργοδότησης της, ήτοι από 7.11.1983 μέχρι και τον Μάιο του 1990. Υποστήριξε ότι η απασχόληση της στην εργοδότρια εταιρεία υπήρξε συνεχής και ότι κατά την περίοδο που δεν της καταβάλλονταν εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αυτή απουσίαζε από την εργασία της με άδεια άνευ απολαβών.

 

Η θέση του Ταμείου, όπως προβλήθηκε στους γενικούς λόγους του εγγράφου εμφανίσεως του, ήταν ότι δεν υπήρξε συνεχής απασχόληση και ότι τον Μάιο του 1990, η εφεσίβλητη αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της και επαναπροσλήφθηκε στις 11.5.1992. Για αυτό τον λόγο δικαιούται πληρωμή λόγω πλεονασμού, μόνο για την δεύτερη περίοδο απασχόλησης της και όχι και για την πρώτη όπως ζητούσε με την αίτηση της ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία, έκρινε αξιόπιστη την εφεσίβλητη που ήταν και η μοναδική μάρτυρας που κατέθεσε ενώπιον του. Αποδέχθηκε μεταξύ άλλων την θέση της εφεσίβλητης ότι η πρόθεση της ιδίας αλλά και της εργοδότριας εταιρείας, ήταν η συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης και η παραχώρηση σε αυτήν, αδείας άνευ απολαβών μέχρι να ξεπεράσει τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, αυτή και το νεογέννητο παιδί της.

 

Όσον αφορά το Ταμείο, λέχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στο έγγραφο εμφανίσεως του, εκτός του ότι δεν αποδείχθηκαν με οιανδήποτε θετική μαρτυρία, επιπλέον δεν στηρίζονται σε οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να παραμείνουν μετέωροι και ατεκμηρίωτοι.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην παράγραφο 7 (η) του Μέρους ΙΙ, του Δεύτερου Πίνακα του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, που καθορίζει τις προϋποθέσεις για το συνεχές της απασχόλησης, έκρινε με παραπομπή και σε σχετική νομολογία, ότι η άδεια άνευ απολαβών της εφεσίβλητης, συνιστούσε προσωρινή απουσία και δεν διέκοψε την εργοδότηση της. Ως εκ τούτου, η εφεσίβλητη εδικαιούτο σε πληρωμή λόγω πλεονασμού και για την πρώτη περίοδο εργοδότησης της, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόρισε στο ποσόν των €6.732,80. Εκδόθηκε ως εκ τούτου πρωτοδίκως, απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του Ταμείου, απόφαση για το πιο πάνω ποσόν, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Το Ταμείο με δύο λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το πρωτόδικο εύρημα ως προς το συνεχές της απασχόλησης της εφεσίβλητης στην εργοδότρια εταιρεία. Υποστηρίζεται ότι υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των δεδομένων της υπόθεσης αφού με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία δεν είχε καταδειχθεί η πρόθεση των μερών και ειδικά της εργοδοτικής πλευράς για παραχώρηση άδειας άνευ απολαβών, στοιχείο που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για το συνεχές της απασχόλησης.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη κατάφερε να αποδείξει τις θέσεις της, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Είναι η θέση του Ταμείου ότι δεν προσκομίστηκε από πλευράς εφεσίβλητης οποιαδήποτε μαρτυρία της εργοδότριας εταιρείας που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες, της παραχωρήθηκε άδεια άνευ απολαβών, καθώς και για τα γεγονότα που οδήγησαν στην επαναφορά της στην εργασία της, μετά από δύο χρόνια απουσίας. Η δε μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν ήταν τέτοια που να οδηγεί σε εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος, αναφορικά με το καθεστώς εργοδότησης της.

 

Η εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της, εισηγείται ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί αφορά αποκλειστικά, την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παρέπεμψε επί του προκειμένου, στον Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό (1/99) και σε σχετική Νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται έφεση σε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εκτός αν αφορά νομικό σημείο.

 

Η συνήγορος του Ταμείου από την άλλη, στο περίγραμμα αγόρευσης της, εισηγήθηκε ότι η ερμηνεία που δόθηκε στην παρούσα υπόθεση από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το συνεχές της απασχόλησης, άπτεται νομικού ζητήματος αφού η πρόθεση των μερών και δη της εργοδοτικής πλευράς για παραχώρηση άδειας απολαβών, θα πρέπει να αποδεικνύεται ξεκάθαρα ενώπιον του Δικαστηρίου. Διευκρίνισε ότι με αυτό εννοεί ότι θα έπρεπε η εφεσίβλητη να προσκομίσει σχετική μαρτυρία από την εργοδότρια εταιρεία, με την οποία να επιβεβαιώνονται οι ισχυρισμοί της για παραχώρηση άδειας άνευ απολαβών. Περαιτέρω, όφειλε να αναφερθεί αναλυτικά στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δόθηκε η άδεια, αλλά και υπό ποιες συνθήκες επέστρεψε στην εργασία της, τον Μάιο του 1992.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στην νομική ερμηνεία του όρου «συνεχές της απασχόλησης». Η έννοια του πιο πάνω όρου καθορίζεται στην παρ. 7 του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου 24/67 ως ακολούθως:

 

          «ΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ

7.      Το συνεχές απασχολήσεως δεν διακόπτεται λόγω οιουδήποτε των ακολούθων:

(α)     απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις υπηρεσίαν εις τας ενόπλους δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας·

(β)απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις εργατικήν διαφοράν·

(γ) αλλαγής εργοδότου ως εκτίθεται εν τη επιφυλάξει της παραγράφου 3 του παρόντος Πίνακος·

(δ) απουσίας εκ της εργασίας λόγω ασθενείας, βλάβης, τοκετού ή νόσου·

(ε) απουσίας εκ της εργασίας λόγω προσωρινής διακοπής εργασιών·

(στ) απουσίας εκ της εργασίας υπό τοιαύτας συνθήκας ώστε δυνάμει διευθετήσεως ή εθίμου ή νόμου η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου θεωρείται υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ως συνεχιζομένη·

(ζ) απουσίας από την εργασία λόγω απασχόλησης στο εξωτερικό σε επιχείρηση η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο στον εργοδότη·

(η) απουσίας εκ της εργασίας επ' αδεία μετά ή άνευ απολαβών·

(θ) απουσίας εκ της εργασίας οφειλομένης εις ανωτέραν βίαν, πολεμικήν ενέργειαν, πολιτικήν εξέγερσιν ή θεομηνίαν·

(ι) απουσίας από την εργασία με γονική άδεια ή άδεια πατρότητας ή άδεια φροντίδας ή με άδεια για λόγους ανωτέρας βίας».

 

Προκύπτει από την παράγραφο 7(η) ότι η παραχώρηση άδειας άνευ απολαβών δεν διακόπτει την εργοδότηση αλλά αντιθέτως, συνιστά ένα από τα στοιχεία που καταδεικνύει, το συνεχές της απασχόλησης.

 

Πολύ ορθά ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρει ότι το κυρίαρχο θέμα που θα έπρεπε να αποφασιστεί, ήταν το κατά πόσον όντως δόθηκε τέτοια άδεια στην εφεσίβλητη, οπόταν καταδεικνύεται το συνεχές της απασχόλησης ή σε αντίθετη περίπτωση αν δεν δόθηκε τέτοια άδεια, προκύπτει ότι η εργοδότηση διακόπηκε μετά την πρώτη περίοδο εργασίας της εφεσίβλητης. Όπως πολύ ορθή ήταν και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ζήτημα αυτό ως αμιγές πραγματικό και όχι νομικό, θα κρινόταν αποκλειστικά στην βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

 

Στην πρόσφατη απόφαση μας Vouros Healthcare Ltd v Βάσος Ανδρέου, Πολ. Εφ. 196/18 ημερ. 20.5.2024, είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε ότι απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται μόνο νομικό σημείο (βλ. Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου Ν8/1967 και Άρθρο 16 του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού 1/99).

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση Vouros:

 

«Όπως λέχθηκε στην Spinneys Cyprus Ltd v Χρίστου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1883 λόγοι έφεσης που στόχο έχουν την ανατροπή των γεγονότων και των επ’ αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου δεν θα πρέπει να εξετάζονται, ακριβώς λόγω του πιο πάνω περιορισμού του δικαιώματος έφεσης σε νομικά σημεία μόνο. (βλ. και In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980). Όπως δε λέχθηκε στην Αντέννα ν Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 392 λόγος έφεσης που στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου, όπως ούτε μπορεί Λόγος Έφεσης να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν η αιτιολογία που παρέχεται προς υποστήριξη αυτού απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες.

Πιο πρόσφατα, με τις αποφάσεις στις Kallinika Developments Limited ν Γεωργίου, Πολ. Εφ. 383/14 ημερ. 12.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A451, Πόλυς Γρηγορίου Λτδ ν Μιχαήλ Κονναφή, Πολ. Εφ. 321/12 ημερ. 25.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A44, Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020 και Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου ν Μιχάλη Κτίστη, Πολ. Εφ. 384/18 ημερ. 30.11.2023 διασαφηνίστηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο είναι επιτρεπτή μόνο όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης.

 

Στην υπόθεση Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020, λέχθηκε ότι, το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο, δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 C.L.R 513, 519).

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου «νομικό σημείο». Ωστόσο, ο όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του Νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, αλλά και η κατάληξη του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί.

 

Ως εκ των πιο πάνω, είναι σημαντικό να διαπιστώνεται σε κάθε περίπτωση, η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος για πραγματικά γεγονότα και δικαστικού συμπεράσματος ως αποτέλεσμα νομικής ερμηνείας, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785)».

 

Στην υπόθεση Vouros (ανωτέρω), τονίσαμε επίσης ότι στην αιτιολογία που συνοδεύει τους Λόγους Έφεσης που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε ποιο σημείο, η εν λόγω αξιολόγηση αποτέλεσε προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης, με παραπομπή στην νομική αρχή που κατ’ ισχυρισμό παρερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό, ως απόρροια του ότι δεν πρέπει συγκαλυμμένα να προβάλλονται Λόγοι Έφεσης που αποσκοπούν ουσιαστικά στην προσβολή της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου κάτι που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις και την νομολογία.

 

Η συνήγορος για το Ταμείο, εισηγήθηκε ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το «συνεχές της απασχόλησης», άπτεται νομικού ζητήματος.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω άποψη. Εν πρώτοις, διαπιστώνουμε ότι η νομική ερμηνεία για το τι συνιστά «συνεχές της απασχόλησης» δεν αμφισβητήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία. Αντιθέτως, ήταν σαφές ότι σε αυτή συμπεριλαμβάνεται και η περίπτωση όπου παραχωρείται στον εργοδοτούμενο, άδεια άνευ απολαβών (βλ. παρ. 7(η) του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου 24/67).

 

Πολύ ορθά ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεσήμανε ότι η υπόθεση θα έπρεπε να κριθεί στην βάση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ότι το βάρος ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης να αποδείξει, το κατ’ ισχυρισμό πραγματικό γεγονός της παραχώρησης σε αυτήν, άδειας άνευ απολαβών και κατ’ ακολουθίαν, την πρόθεση της εργοδότριας εταιρείας και της ιδίας, να μην διακοπεί η απασχόληση της.

 

Σημειώνουμε ότι σε κανένα σημείο στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά και στο Εφετείο, αμφισβητήθηκε η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η παραχώρηση άδειας άνευ απολαβών συνιστά προϋπόθεση για το συνεχές της απασχόλησης, σύμφωνα με την παράγραφο 7 (η) του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου 24/67. Αντιθέτως, εκεί που επικεντρώθηκε η διαφορά των διαδίκων, ήταν στο κατά πόσον όντως δόθηκε άδεια άνευ απολαβών, με αποτέλεσμα να υπάρχει συνέχεια στην εργοδότηση ή αν δεν δόθηκε τέτοια άδεια, οπόταν η εργοδότηση διακόπηκε.  

 

Ούτε εντοπίζουμε στους λόγους έφεσης που καταχώρησε το Ταμείο, οποιοδήποτε ισχυρισμό ως προς το προβαλλόμενο με το περίγραμμα αγόρευσης επιχείρημα για λανθασμένη νομική ερμηνεία του όρου, «συνεχές της απασχόλησης». Αντιθέτως, είναι ξεκάθαρο ότι με τους δύο λόγους έφεσης, αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το πραγματικό γεγονός, της παραχώρησης στην εφεσίβλητη άδειας άνευ απολαβών, κάτι που καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε πρόθεση να διακοπεί η εργοδότηση της. Πρόκειται σαφώς για δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων ως αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας, για τα οποία δεν παρέχεται ευχέρεια για αμφισβήτηση με έφεση δυνάμει του Άρθρου 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου Ν8/1967 και του 16 του Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού 1/99.

 

Η συνήγορος του Ταμείου ισχυρίστηκε επιπλέον ότι το πρωτόδικο εύρημα ως προς το συνεχές της απασχόλησης, αφορά λανθασμένη εφαρμογή νομικών αρχών από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εισηγούμενη ότι η άδεια άνευ απολαβών θα πρέπει να αποδεικνύεται όπως είπε «ξεκάθαρα». Η συνήγορος δεν επεξήγησε τι εννοεί με τον όρο «ξεκάθαρα» αν δηλαδή αυτός εξισώνεται με υποχρέωση του εργοδοτουμένου για αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του, πέραν του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε νομολογία. Η συνήγορος περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε μαρτυρία και από την εργοδότρια εταιρεία, προκειμένου να επιβεβαιώσει την θέση της για παραχώρηση αδείας άνευ απολαβών.  

 

Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας ορθά την ερμηνεία που δόθηκε στον όρο «άνευ απολαβών», στην υπόθεση Κώστας Λουκά v. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1995) 1 Α.Α.Δ 90, σημείωσε ότι το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκε η μαρτυρία της εργοδοτικής πλευράς, δεν συνιστά εγγενή αδυναμία στην μαρτυρία της εφεσίβλητης επί της οποίας στηρίχθηκε. Η παρατήρηση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή, διότι όπως λέχθηκε στην υπόθεση Λουκά (ανωτέρω), η κρίση του Δικαστηρίου βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και όχι στο αν ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος χαρακτηρίζουν την απουσία του τελευταίου ως άδεια «άνευ απολαβών».

 

 Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η αξιολόγηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν εν πάση περιπτώσει, ενδελεχής και δεν διαπιστώνουμε να ήταν το αποτέλεσμα οιασδήποτε εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης.

 

Ούτε εντοπίζουμε στην πρωτόδικη απόφαση, λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, λανθασμένη άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές ή οιαδήποτε συμπεράσματα που δεν συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. Το μεγάλο χρονικό διάσημα απουσίας της εφεσίβλητης από την εργασία της, καθώς και οι ισχυρισμοί για ανυπαρξία άμεσης μαρτυρίας ως προς τις προθέσεις των μερών αναφορικά με την παραχώρηση άδειας άνευ απολαβών, είναι στοιχεία που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο με επαρκή αιτιολογία κατέληξε στο εύρημα του, ως προς το συνεχές  της απασχόλησης.

 

Στον βαθμό λοιπόν που με την παρούσα έφεση προσβάλλονται  αποκλειστικά ευρήματα αξιοπιστίας και πραγματικών γεγονότων και όχι οιαδήποτε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη νομική ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτή είναι αβάσιμη και υποκείμενη σε απόρριψη. 

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000,00 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος Ταμείου.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

                                     Α. Κονής, Δ.

 

 

                                     Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο