ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 332/18)

 

4 Ιουλίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείουσα/Εναγόμενη 1

v.

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΗΛΙΑΔΗ

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

-----------------------------

 

Μιχάλης Ιωάννου για Μιχάλης Β. Ιωάννου, Έλενα Ιωάννου, Άνθια Ιωάννου, για την Εφεσείουσα.

Παναγιώτης Κλεοβούλου, για Παναγιώτης Κλεοβούλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

         ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επιδίκασε αποζημιώσεις στον εφεσίβλητο, ενοικιαστή καταστήματος ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, λόγω παράβασης από πλευράς της  εξυπακουόμενου όρου, της μεταξύ τους συμφωνίας ενοικίασης.  Ο όρος αφορούσε στο δικαίωμα του εφεσιβλήτου σε ειρηνική απόλαυση και χρήση του καταστήματος ως ταχυφαγείο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα παρέβη τον εν λόγω όρο, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να υποστεί ζημιές, ήτοι απώλεσε κέρδη από πωλήσεις γύρου, που εμποδίστηκε συνεπεία της παράβασης της εφεσείουσας, να πραγματοποιήσει.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του εναντίον της εφεσείουσας. Μεταξύ άλλων, με την αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, προβάλλεται ότι η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, ήταν ότι ενέγραψε την επιχείρηση σε χρόνο προγενέστερο της κατ’ ισχυρισμό ζημίας του, επ’ ονόματι της συζύγου του.

 

Αποτελεί βασική αρχή του δικαίου ότι ο ενάγοντας αποζημιώνεται για τη ζημιά που ο ίδιος υπέστη (βλ. McGregor on Damages, 20η έκδοση, Sweet & Maxwell, σελ. 13).  Συνεπώς, ο εφεσίβλητος είχε στους ώμους του το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι ασκούσε κατά τους επίδικους χρόνους, ο ίδιος, επιχείρηση ταχυφαγείου και ότι θα πωλούσε ο ίδιος τους γύρους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο του επιδίκασε αποζημιώσεις και θα καρπωνόταν, φυσικά, και το αντίστοιχο κέρδος. Επισημαίνεται συναφώς, ότι με την Υπεράσπιση της εφεσείουσας, ηγέρθη το ζήτημα  της ιδιοκτησίας της επιχείρησης, ως λόγος απόρριψης της αγωγής.

 

Στα συμπεράσματά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε σχετικά με το καίριο, κατά την άποψή μας, ζήτημα του ποιος ασκούσε την επιχείρηση ταχυφαγείου κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως ακολούθως:

 

«Αναφορικά με την θέση των Εναγομένων ότι ο Ενάγων δεν έχει δικαίωμα έγερσης της αγωγής καθότι προγενέστερα μεταβίβασε και ενέγραψε επ' ονόματι της συζύγου του την αναφερόμενη επιχείρηση ταχυφαγείου, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα:

 

Ως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου αυτό που έγινε ήταν η εγγραφή της επιχείρησης του ταχυφαγείου στο όνομα της συζύγου του Ενάγοντα για φορολογικούς και μόνο σκοπούς. Αυτό όμως πέραν της υποχρέωσης που δημιουργείται στην σύζυγο του στα πλαίσια της φορολογικής νομοθεσίας, δεν συνιστά και μεταβίβαση της επιχείρησης και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν, στην σύζυγο του Ενάγοντα, ως ουσιαστικά υποστηρίζουν οι Εναγόμενοι. Συνεπώς ούτε αυτή η θέση των Εναγομένων ευσταθεί

 

 

Το σχετικό με το ζήτημα της ιδιοκτησίας εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχθηκε στη μαρτυρία λογιστή, (ΜΕ2), μέλους του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, ο οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας του εφεσιβλήτου. Ο ΜΕ2 κατέθεσε γραπτή δήλωση όπου δήλωσε ότι ετοίμασε οικονομική έκθεση για την επιχείρηση «Σουβλάκια Γιαννάκης» και ότι ήταν σε θέση να διευκρινίσει κάθε στοιχείο της. Κύριο αντικείμενο της έκθεσης, ήταν ο υπολογισμός της ζημιάς της επιχείρησης κατά τους ουσιώδεις χρόνους. Η έκθεση κατατέθηκε ως τεκμήριο και επί αυτής επισυνάπτονταν τα τεκμήρια, στα οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω.

 

Αξιολογώντας, λοιπόν τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσίβλητου επί του ζητήματος της ιδιοκτησίας της επιχείρησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο πιο κάτω εύρημα:

 

«Αναφορικά δε με την θέση του ότι ποτέ η επιχείρηση δεν μεταβιβάσθηκε στην σύζυγο του, ο Μ.Ε.2 που ήταν πιο ειδικός και γνώριζε το σύνολο των γεγονότων εξήγησε τι ακριβώς έγινε και ότι η εγγραφή στο όνομα της συζύγου του Ενάγοντα έγινε μόνο για φορολογικούς σκοπούς, κάτι που αποτελούσε και θέση του Ενάγοντα και δεν προκύπτει κάποια ουσιώδης αντίφαση μεταξύ τους. Ήταν δε επίσης λογική η θέση του Ενάγοντα ότι για αυτό το θέμα δεν όφειλε να ενημερώσει την Εναγόμενη 1 εφόσον δεν ήταν υπενοικίαση και δεν παρέβηκε τους όρους του συμβολαίου. Το γεγονός ότι στην κυρίως εξέταση ανέφερε ότι δημιούργησε την επιχείρηση από κοινού με την σύζυγο του δεν έρχεται, κατά την κρίση μου, σε αντίθεση με τα πιο πάνω εφόσον ανέφερε επίσης ότι επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση την οποία διεύθυνε ο ίδιος, υπέγραφε τα ενοικιάστρια έγγραφα, τις αγορές, τις πωλήσεις και απλώς η σύζυγος του με τα παιδιά τους, τον βοηθούσαν στην όλη εργασία του μαγαζιού και ότι από τον Φεβρουάριο 2011, για φορολογικούς λόγους και μόνο «ενεγράφη» επ' ονόματι της συζύγου του

 

 

Ενόψει του πιο πάνω ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξετάζεται στο σημείο αυτό, παράλληλα με τον πρώτο λόγο έφεσης και ο όγδοος λόγος έφεσης, με τον οποίο προωθείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2.

 

Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία στηρίχθηκαν στη μαρτυρία του ΜΕ2, εξετάζονται υπό το φως των όσων λέχθηκαν από τον Χ. Μαλαχτό Δ., στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AG ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 178/2022, κ.ά., 12/1/2023:

«Ο πρώτος ήταν ακαδημαϊκός νομικός ο οποίος παρουσιάστηκε ως εμπειρογνώμονας σε σχέση με τη νομική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γενικά και στη βάση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α., τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ε.Δ.Α.Δ. και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε…..     Η μαρτυρία του θα έπρεπε να αγνοηθεί και επομένως δεν έχει σημασία να εξεταστούν οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε.  Και αυτό γιατί δεν είναι επιτρεπτή η παρουσίαση μαρτυρίας ως προς το δίκαιο που θα πρέπει να εφαρμόσει το Δικαστήριο, εκτός και αν πρόκειται για αλλοδαπό δίκαιο.  Ως προς την εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου και ότι αυτό περιλαμβάνει, είναι απαράδεκτη η προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Δικαστήριο)

 

Επισημαίνουμε ότι, εν προκειμένω, ο ΜΕ2 αναφέρει στην έκθεση του ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης, διευθυντής και δικαιούχος επιχείρησης που λειτουργούσε ως ταχυφαγείο στο επίδικο κατάστημα και ότι η επιχείρηση «για φορολογικούς σκοπούς και μόνο ενεγράφη τυπικά στη σύζυγο του Ενάγοντα, … η οποία πάντοτε βοηθούσε μαζί με τα παιδιά τους σε κάποιο βαθμό στη λειτουργία της επιχείρησης». Επισύναψε στην έκθεσή του φορολογικές δηλώσεις προς την Υπηρεσία ΦΠΑ για την περίοδο 01/2/2011-30/9/2011, οι οποίες εκδόθηκαν από ταμειακή μηχανή εκ μέρους της συζύγου του εφεσιβλήτου. Επισύναψε επίσης, αναφορικά με τους ουσιώδεις χρόνους, αντίγραφο είσπραξης εισφορών και τέλους εργοδότη, όπου φαίνεται ως εργοδότης μιας υπαλλήλου του ταχυφαγείου η σύζυγος του εφεσιβλήτου, καθώς και εισπράξεις εισφορών αυτοτελώς εργαζόμενου που αφορούν και πάλι τη σύζυγο του εφεσιβλήτου προσωπικά και οι οποίες εκδόθηκαν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Αντεξεταζόμενος, ο ΜΕ2 έδωσε κάποια εξήγηση ως προς το γιατί, κατά τη γνώμη του, ήταν πιο συμφέρον από οικονομικής σκοπιάς όπως η επιχείρηση ταχυφαγείου εγγραφεί στο όνομα της συζύγου του εφεσιβλήτου. Εξέφρασε επίσης γνώμη ως προς το ποιο άτομο ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Ήταν η θέση του ότι παρά την εγγραφή της επιχείρησης στο όνομα της συζύγου του εφεσιβλήτου, για σκοπούς της νομοθεσίας του φόρου προστιθέμενης αξίας, εντούτοις η επιχείρηση «ήταν καθαρά» δική του εφεσιβλήτου.

 

Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ AG ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, ανωτέρω, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς το συμπέρασμα του ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης ταχυφαγείου, εφόσον όφειλε να αποφασίσει το εγερθέν νομικό ζήτημα αναφορικά με την ιδιοκτησία της επιχείρησης, βάσει της ενώπιον του μαρτυρίας και του κυπριακού δικαίου, ζητήματα εκτός της εμπειρογνωμοσύνης εγκεκριμένου λογιστή, και ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από τη γνώμη του ΜΕ2 επί του νομικού αυτού ζητήματος.

 

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της ιδιοκτησίας της επιχείρησης, είναι εσφαλμένη και για τον επιπλέον λόγο ότι είναι αντίθετη με τη δικογραφημένη θέση του εφεσιβλήτου, η οποία έχει ως εξής:

 

«Η επιχείρηση Ταχυφαγείου αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση την οποία ο Ενάγων δημιούργησε από κοινού με τη σύζυγο του και την οποία επιχείρηση διευθύνει μεν ο ίδιος αλλά από τον Φεβρουάριο του 2011, για φορολογικούς λόγους και καθ’ υπόδειξη του λογιστή του, ενεγράφη επ’ ονόματι της συζύγου του …, ως κατεπιστευματοδόχου του Ενάγοντα και/ή άλλως.»

 

 

Κρίνεται σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να υπομνησθεί η αρχή πως τα δικόγραφα καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης. Η σύνταξη τους διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες που ενσωματώνονται στη Δ.19 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και διασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, κατά την άποψή μας, δέχθηκε τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσείοντα, ότι αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης του ταχυφαγείου. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση την οποία ο εφεσίβλητος δημιούργησε από κοινού με τη σύζυγο του, και σε κατοπινό στάδιο αυτή ενεγράφη στη σύζυγο του, ως κατεπιστευματοδόχος του. Η πιο πάνω δικογραφημένη θέση του εφεσιβλήτου, δεν συνάδει με την ως άνω προσκομισθείσα μαρτυρία, που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι ότι ο εφεσίβλητος ήταν εξ αρχής, και καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Μάλιστα, σε αντίθεση με τη δικογραφημένη θέση του εφεσιβλήτου, ο ΜΕ2, αντεξεταζόμενος, κατέθεσε ότι γνωρίζοντας τη σύζυγο του ιδιοκτήτη, όντας γαμπρός του εφεσιβλήτου, και έχοντας μιλήσει μαζί της πριν προσέλθει στο Δικαστήριο, θεωρούσε ότι δεν ήταν σε θέση να κατέχει και να διευθύνει επιχείρηση, ούσα μία απλή νοικοκυρά.  Ως εκ τούτου αυτή η μαρτυρία θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως εκτός δικογράφου και είτε θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί, είτε να μην ληφθεί υπόψη.

 

Στην υπόθεση Πούρικκος v. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507,  αναφέρθηκε ότι:-

«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι για τους σκοπούς έκδοσης της απόφασής του το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιόν του η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δε συνάδει με αυτά. Τα επίδικα θέματα αναφορικά με τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι με αναφορά σε μαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα».

 

Παραπέμπουμε σχετικά επίσης στις Παφίτης κ.ά. v. Κουκουρή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154 και Παπαγεωργίου v. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 A.A.Δ. 24.

 

Τονίζουμε, ότι εν πάση περιπτώσει, ούτε η μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης του ταχυφαγείου, υποστηρίζει το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τη γραπτή του δήλωση ο εφεσίβλητος ανέφερε σχετικά:

 

«Η επιχείρηση Ταχυφαγείου αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση, την δημιούργησα από κοινού με τη σύζυγό μου και την οποία επιχείρηση διεύθυνα μεν ο ίδιος αλλά από τον Φεβρουάριο του 2011, για φορολογικούς λόγους και καθ’ υπόδειξη του λογιστή μου, ενεγράφη επ’ ονόματι της συζύγου μου, … ως κατεπιστευματοδόχου μου. Την παρούσα Αγωγή την ήγειρα λοιπόν ως μισθωτής του Καταστήματος και ως διευθυντής και ως δικαιούχος του Ταχυφαγείου ή καλύτερα εν μέρη δικαιούχος και εν μέρη ως αντιπρόσωπος της συζύγου μου, η οποία συμμετείχε στην επιχείρηση Ταχυφαγείου, υπό την ιδιότητας της ως καταπιστευματοδόχος μου

 

Αντεξεταζόμενος επί της πιο πάνω δήλωσης του, ο εφεσίβλητος επέμενε ότι επειδή ο λογιστής του, του είχε πει έπρεπε να μεταβιβασθεί τυπικά στη σύζυγο του για φορολογικούς σκοπούς, έτσι και έγινε. Η δικογραφημένη όμως θέση του είναι ότι επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση που δημιούργησε με τη σύζυγο του και όχι αποκλειστικά δική του επιχείρηση όπως υποστήριξε ο ΜΕ2 και όπως προέβη σε σχετικό εύρημα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Επισημαίνεται ότι βάσει του Άρθρου 6 του περί Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 μέχρι 2010, («ο Νόμος»), υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ή που απαιτείται να είναι εγγεγραμμένο με βάση τον Νόμο. Βάσει του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου υποχρέωση προς εγγραφή έχει πρόσωπο που πραγματοποιεί φορολογητέες συναλλαγές. Επομένως, δεν νοείται βάσει του Νόμου, «τυπική» εγγραφή. Τα δε υποκείμενα σε εγγραφή πρόσωπα, υποχρεούνταν κατά τον επίδικο χρόνο να συμπληρώσουν και υποβάλουν στην αρμόδια αρχή, αίτηση για εγγραφή σε έντυπο που εκδίδετο κατά τον ουσιώδη χρόνο δυνάμει των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001 μέχρι 2010, (Κ.Δ.Π. 239/2010). Το εν λόγω έντυπο, προβλέπει, μεταξύ άλλων όπως ο αιτητής περιγράψει την επιχειρηματική δραστηριότητα και όπως αναφέρει ποιος ασκεί τις επιχειρηματικές αυτές δραστηριότητες. Το έντυπο αποτέλεσε το αντικείμενο γνωστοποίησης βάσει των πιο πάνω  Κανονισμών, και ενόψει της δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση αυτού (βλ. σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδη και Σάντη, έκδοση 2014, σελ.259, και Κυπριακή Δημοκρατία v. Ιωσήφ και Άλλης (2004) 3 ΑΑΔ 420).

 

Είναι φανερό ότι βάσει της νομοθεσίας δεν νοείται «τυπική» εγγραφή στο όνομα ενός ιδιοκτήτη επιχείρησης για σκοπούς Φ.Π.Α. και μόνον, και άλλου προσώπου για άλλους σκοπούς, ως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνεται ακροσφαλές και λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης ταχυφαγείου και ότι ως εκ τούτου υπέστη τη ζημιά για την οποία του απέδωσε αποζημιώσεις.

 

Έπεται ότι ο πρώτος λόγος και ο όγδοος λόγος έφεσης επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, η δε εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης παρέλκει.

 

Παραμερίζεται επίσης και η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, τα οποία επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσιβλήτου. Εκδίδεται διαταγή εναντίον του εφεσιβλήτου και υπέρ της εφεσείουσας για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Σημειώνουμε τέλος ότι κατά την αντεξέταση του, την 26.10.17 ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι ήταν υπάλληλος στα «Δημόσια Έργα». Στην ερώτηση τι δουλειά κάνει στα «Δημόσια Έργα», απάντησε: «Δεν είναι ανάγκη. Είμαι υπάλληλος στα Δημόσια Έργα. Τι κάνω--» . Ερωτηθείς αμέσως μετά αν είχε υψηλή θέση, απάντησε: «Δεν έχει σχέση.». Με τη γραπτή δήλωση του εφεσίβλητου, που κατατέθηκε κατά τη ακρόαση της αγωγής, αναφέρει ότι αγόρασε την επιχείρηση το 2004 από τρίτο πρόσωπο, την οποία και λειτουργούσε ο ίδιος, χωρίς προσκόμματα μέχρι τον Οκτώβριο του 2010.

 

Παρά το ότι δεν τέθηκε πρωτοδίκως ζήτημα παράβασης της νομοθεσίας αναφορικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα του εφεσιβλήτου, ο οποίος φαίνεται να ήταν δημόσιος υπάλληλος, το παρόν Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να μείνει απαθές, εφόσον περιήλθε εις γνώσιν του η ως άνω μαρτυρία, αναφορικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα του εφεσίβλητου, κάτι που δεν συνάδει με τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα. Δεύτερο ζήτημα εγείρεται από τις συνέπειες της «τυπικής», σύμφωνα με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μεταβίβασης της επιχείρησης στη σύζυγο του εφεσιβλήτου και κατ’ επέκταση,  σε σχέση με τις δηλώσεις που έγιναν για την εγγραφή στη σύζυγό του, για «τυπικούς λόγους». Δηλώσεις που εκ πρώτης όψεως δημιουργούν την εντύπωση για παραπλάνηση των αρχών, αναφορικά με τον πραγματικό ιδιοκτήτη του ταχυφαγείου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δίδονται οδηγίες στην Πρωτοκολλητή όπως αποστείλει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας καθώς και αντίγραφα των γραπτών δηλώσεων του εφεσιβλήτου και του ΜΕ2 και των τεκμηρίων που κατέθεσαν, στον Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης πιθανής διάπραξης πειθαρχικού και/ή ποινικού αδικήματος από τον εφεσίβλητο και άλλα εμπλεκόμενα με τη ως άνω εγγραφή της επιχείρησης στο όνομα της συζύγου του, πρόσωπα.

 

Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολο της, ως αναφέρθηκε πιο πάνω. Επιδικάζονται ως έξοδα για την παρούσα έφεση €3.400, πλέον Φ.Π.Α εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσιβλήτου.

 

 

 

                                                                    Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

                                                                    Μ. Τουμαζή, Δ.

 

 

                                                                    Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο