ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2018)

 

5 Ιουλίου 2024

 

[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος,

 Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,  Δ/στες]

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες

v.

 

1. ΑΝΤΡΟΝΙΚΗΣ Α. ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

2. ΡΑΦΑΕΛΛΑΣ – ΒΑΡΒΑΡΑΣ Α. ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ Α. ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων

 

Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

Μ. Μιχαηλίδης για Μιχάλης Α. Μιχαηλίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

 ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Με αγωγή τους, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, οι εφεσίβλητες αναζήτησαν την έκδοση διαταγμάτων προς άρση επέμβασης των εφεσειόντων σε μέρος ακινήτου τους, καθώς επίσης απόφαση για αποζημιώσεις για αυτήν τη χωρίς απαλλοτρίωση ή επίταξη επέμβαση και για επιζήμια επίδραση επί του υπολοίπου μέρους του εν λόγω ακινήτου.

 

Ως αποτυπώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι οι εφεσίβλητες είναι συνιδιοκτήτριες, ανά 1/3, του επιδίκου ακινήτου σε χωριό της επαρχίας Πάφου. Στις 14.7.2006, οι εφεσείοντες εξασφάλισαν πολεοδομική άδεια και, αργότερα, πολεοδομική έγκριση  για αποξήλωση υφιστάμενης εναέριας γραμμής και εγκατάσταση νέας, με σκοπό την επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου. Με την έκδοση της πολεοδομικής άδειας, υπογράφηκε, στις 31.1.2008 συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δυνάμει του Άρθρου 43(1) του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, η οποία προνοούσε ότι οι εφεσείοντες δεσμεύονταν να καταβάλουν την τυχόν αποζημίωση που θα καθοριζόταν, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 68 του ιδίου Νόμου, σε ιδιοκτήτη τεμαχίου το οποίο θα επηρεαζόταν από τη διέλευση ή τοποθέτηση εξοπλισμού ή από έργα που απαιτούνταν για την εγκατάσταση της εναέριας γραμμής, η οποία εξουσιοδοτήθηκε με την πιο πάνω πολεοδομική άδεια.

Οι εφεσείοντες προχώρησαν στη διαδικασία εξασφάλισης των συγκαταθέσεων από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, με βάση το Άρθρο 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170 και, προς τούτο, με επιστολές τους ημερομηνίας 22.9.2008 προς τις εφεσίβλητες, ζήτησαν τη συγκατάθεσή τους. Οι εφεσίβλητες δεν ανταποκρίθηκαν γραπτώς, είτε θετικά, είτε αρνητικά, στο περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών, εντός των καθορισμένων χρονικών ορίων, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να απευθυνθούν στον Έπαρχο, ζητώντας τη συγκατάθεση του για την εγκατάσταση της προτιθέμενης γραμμής, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας, Άρθρο 31(1) του του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170. Στις 4.3.2009, ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεση του υπό τους όρους της συμφωνίας ημερομηνίας 31.1.2008, η οποία καταρτίστηκε  με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Οι εφεσίβλητες ενημερώθηκαν, με επιστολές ημερομηνίας 9.3.2009, ότι ο Έπαρχος έδωσε την πιο πάνω συγκατάθεση του. Παρά την ενημέρωση που οι εφεσίβλητες έλαβαν με τις πιο πάνω επιστολές, ουδέποτε προσέβαλαν τη νομιμότητα της απόφασης. Οι εργασίες της επίδικης γραμμής στο ακίνητο τους έγιναν κατά ή περί τον Ιανουάριο του 2011 και οι εν λόγω εργασίες συνίστανται στην εγκατάσταση ενός πυλώνα στο επίδικο ακίνητο και σε εγκατάσταση ηλεκτρικού δικτύου υπεράνω του επίδικου ακινήτου. Το έργο της εγκατάστασης  της εν λόγω εναέριας γραμμής ολοκληρώθηκε κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2011 και η εν λόγω εναέρια γραμμή (μέρος της οποίας και η επίδικη) ενεργοποιήθηκε κατά ή περί το τέλος  Δεκέμβριου του 2011.

Από πλευράς εφεσειόντων, είχαν, πρωτοδίκως, εγερθεί τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις. Η πρώτη προέβαλλε ότι, στην έκταση που η αγωγή αφορούσε σε αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη ζημιά ή μείωση της αξίας του ακινήτου από την εγκατάσταση εναέριας γραμμής, αυτή ήταν απαράδεκτη και πρόωρη και δεν μπορούσε να προχωρήσει, καθότι οι εφεσίβλητες δεν συμμορφώθηκαν με τις πρόνοιες του Άρθρου 68 του Ν. 90/72 και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και/ή της Συμφωνίας. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορούσε την έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή, καθότι η σχετική συγκατάθεση αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που ούτε προσβλήθηκε, ούτε ακυρώθηκε και, συνεπώς, ήταν δεσμευτική, ενώ η τρίτη προέβαλλε τη συνεπακόλουθη στέρηση νομικής βάσης και πρόωρο της αγωγής για επέμβαση και επανάκτηση κατοχής. Η τέταρτη προδικαστική ένσταση προέβαλλε ότι η αγωγή δεν αποκάλυπτε βάση αγωγής και δεν στοιχειοθετείτο αγώγιμο δικαίωμα. 

 

Στο πλαίσιο των δεύτερης και τρίτης ως άνω προδικαστικών ενστάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά και σε νομολογία, κατέληξε ότι αυτές, στο μέρος που κάλυπταν τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των εφεσιβλήτων για παράνομη επέμβαση στο ακίνητό τους, επιτυγχάνουν και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορούσε ούτε να εξετάσει, ούτε να αποφασίσει τους όποιους ισχυρισμούς προβάλλονταν, αφορούσαν και σχετίζονταν με παράνομη επέμβαση στο ακίνητο, στη βάση απαίτησης που στηριζόταν στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Έκρινε, όμως, στη βάση συλλογιστικής που εξήγησε, ότι αυτό δεν καθιστούσε την αγωγή απορριπτέα, διαπιστώνοντας ότι «τα γεγονότα που οι ενάγουσες ισχυρίζονται με την έκθεση απαίτησης τους περιγράφουν το περιορισμό του δικαιώματος τους και συνδέονται με την απαίτηση τους για καταβολή αποζημιώσεων.» Με αυτή την κατάληξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την τέταρτη ως άνω προδικαστική ένσταση.

 

Απέρριψε, αφού εξέτασε, και την πρώτη ως άνω προδικαστική ένσταση και, αφού αξιολόγησε την προσκομισθείσα μαρτυρία και κατέληξε στα συμπεράσματα του επί των γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €53.851.- πλέον νόμιμο τόκο, πλέον δικηγορικά έξοδα της αγωγής.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης. Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν την απόρριψη των πρώτης και τέταρτης προδικαστική ένστασης, αντιστοίχως. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ως χρόνο υπολογισμού της αποζημίωσης τον χρόνο λήψης της συγκατάθεσης του Επάρχου, ενώ, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι λανθασμένα κατέληξε στην αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην κρίση του ότι οι εφεσίβλητες δικαιούνταν στην επιδίκαση νόμιμου τόκου, ενώ σε σφάλμα αποδίδεται, με τον έκτο λόγο έφεσης, η επιδίκαση των εξόδων στην ολότητά τους και ο μη περιορισμός τους. Ο έβδομος λόφος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την παράλειψη του να διατάξει την εγγραφή της αποζημίωσης στο Κτηματολογικό Γραφείο. Αντέφεση από την πλευρά των εφεσιβλήτων, απεσύρθη πριν την ακρόαση της έφεσης.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάθε τι που αφορά την παρούσα έφεση, τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων. Προχωρούμε με την εξέταση, πρώτα, των λόγων έφεσης 1 και 2 λόγω της συνάφειάς τους επί της ουσίας.

 

Προβάλλεται, όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε και βασίστηκε στο Άρθρο 68 του νόμου, λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη το συσχετισμό του εν λόγω άρθρου με το Άρθρο 67 του νόμου, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία διεκδίκησης της αποζημίωσης. Παραγνώρισε, έτσι, ότι οι όποιες απαιτήσεις για μείωση αξίας της επηρεαζόμενης περιουσίας, διεκδικούνται μέσω άλλων διαδικασιών και αν τέτοιες διαδικασίες δεν τελεσφορήσουν ή προκύψει διαφορά και δεν προκύψει συμφωνία, τότε μόνο η διαφορά παραπέμπεται στο Δικαστήριο. Συναφώς, καθ’ όσον αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως βάση του αγώγιμου δικαιώματος γενικά το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, παραγνωρίζοντας τον περί Πολεοδομίας Νόμο. Ενώ δε, προϋποτίθεται η ύπαρξη διαφωνίας, τέτοια διαφωνία ουδόλως προβάλλετο, είτε στην έκθεση απαίτησης, είτε στη μαρτυρία, ούτε προέκυπτε υποβολή απαίτησης για αποζημίωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προαναφέρθηκε, έχοντας ορθά αποδεχτεί τις προδικαστικές ενστάσεις δύο και τρία, κρίνοντας, ουσιαστικά, ότι δεδομένης της όλης διαδικασίας που ακολουθήθηκε, δεν χωρούσε θέμα εξέτασης απαίτησης στη βάση επέμβασης, έκρινε ότι υφίστατο απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων. Ως προς την πρώτη προδικαστική ένσταση, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η συμφωνία που έγινε στις 31.1.2008 με βάση το άρθρο 43(1) του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου δεσμεύει τα μέρη που την υπέγραψαν και μεταξύ άλλων ρυθμίζει την υποχρέωση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου για την καταβολή αποζημίωσης (βλέπε παρ. 4 της συμφωνίας Τεκμήρια 1 - 4) που θα καθοριστεί με βάση το άρθρο 68 του ιδίου Νόμου.

Το άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης στις ενάγουσες. Ο Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, Ν.90/72 καθορίζει πως και πότε ασκείται το δικαίωμα αυτό.

Το άρθρο του άρθρου 68 του περί Πολεοδομικής Αρχής και Χωροταξίας Νόμου (Ν.90/72), προβλέπει τα ακόλουθα: 

«Αποζημίωσις και τρόπος καθορισμού αυτής

68.-(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζημία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζημίωσις.

(2) Αποζημίωσις καταβάλλεται δυνάμει και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, μόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδομικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδιοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης μείωσις της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

(3) Για τον υπολογισμόν της αποζημίωσης για ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδομική απόφαση θα λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρμόσιμοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόμου εφαρμόζονται επίσης σε ό,τι αφορά την καταβολή της αποζημίωσης, εφόσο οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόμου.»

Σύμφωνα με το άρθρο 68 (3) η αποζημίωσης καταβάλλεται μόνον όταν αποδειχθεί ότι συνεπεία της πολεοδομικής απόφασης η οποία επηρεάζει την ακίνητη ιδιοκτησία σε σχέση με την οποία υποβλήθηκε απαίτηση, επήλθε ουσιώδης μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας.  Για δε τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που τίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου στο μέτρο που είναι εφαρμόσιμοι.  

Η θέση ότι, οι ενάγουσες εμποδίζονται να προσφύγουν  στο δικαστήριο, λόγω των προθεσμιών που τάσσονται στο άρθρο 67 του  Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, αλλά και γιατί δεν υπέβαλαν την νενομισμένη ειδοποίηση απαίτησης δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.

Σύμφωνα με το άρθρο 67 του Ν.90/72 «Ουδεμία απαίτησις δι’ αποζημίωσιν δυνάμει του παρόντος Μέρους γίνεται δεκτή και ουδεμία αποζημίωσις δυνάμει του παρόντος Μέρους καταβάλλεται εκτός εάν ειδοποίησις της τοιαύτης απαιτήσεως έχει επιδοθή εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός προθεσμίας εξ μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνίαν της ειδοποιήσεως της πολεοδομικής αποφάσεως εις την οποίαν αναφέρεται, και η απαίτησις υποβληθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Μέρους:

………………………………………………………………………………………………».

(Η πιο πάνω υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Το άρθρο 67 του Νόμου 90/72 αναφέρεται σε πολεοδομική απόφαση που  σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου “πολεοδομική απόφασις” σημαίνει «απόφασιν ληφθείσαν προς χορήγησιν ή άρνησιν χορηγήσεως αδείας δι’ ανάπτυξιν δυνάμει του Πέμπτου Μέρους ή προς χορήγησιν αδείας δι’ ανάπτυξιν υπό όρους ή άνευ όρων, περιλαμβάνει δε απόφασιν ληφθείσαν προς χορήγησιν προσωρινής πολεοδομικής αδείας ή προς καθορισμόν ή προς επίδοσιν ειδοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 28».

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγουσες δεν είχαν να κάνουν κάτι σε σχέση με Πολεοδομική άδεια  αρ.ΠΑΦ/0407/2004 ημερομηνίας 14/7/2006 και την Πολεοδομική Έγκριση αρ. ΠΑΦ/0407/2004/Α ημερομηνίας 31.1.2008 για την εγκατάσταση της εναέριας  γραμμής μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας 132ΚV  (η οποία αναφέρεται στην συμφωνία ημερομηνίας 31.1.208 δυνάμει του άρθρου 43(1) του Νόμου 90/72).

Η έκδοση της πολεοδομικής άδειας αρ.ΠΑΦ/0407/2004 ημερομηνίας 14/7/2006 επρόκειτο για ένα εσωτερικό θέμα της Αρχής χωρίς οποιαδήποτε δημοσιοποίηση ή κοινοποίηση της προς τις ενάγουσες.  Η διέλευση των γραμμών της Αρχής φαίνεται ότι αποτέλεσε μια σύνθετη ενέργεια εφόσον προϋπόθεση ήταν η έκδοση πολεοδομικής άδειας, η έγκριση διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων, η έγκριση επηρεαζόμενων ιδιοκτητών και σε περίπτωση άρνησης τους, έγκριση του αρμόδιου Επάρχου. Όλες οι πιο πάνω ενδιάμεσες πράξεις και ενέργειες, έχουν χαρακτήρα προπαρασκευαστικό  της τελικής όδευσης η οποία οριστικοποιείται μόνο με την απόφαση της Αρχής η οποία κοινοποιείται στους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, εφόσον θίγει άμεσα και οριστικά πλέον τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα τους. 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 67, που αναφέρεται σε πολεοδομική απόφαση   και ορθά κατά την άποψη μου  οι ενάγουσες  στράφηκαν εναντίον της εναγόμενης για την καταβολή αποζημιώσεων με την καταχώρηση αγωγής εναντίον της. 

Κατά συνέπεια η πρώτη προδικαστική ένσταση της εναγόμενης απορρίπτεται.»

 

          Με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, δεν μας βρίσκει σύμφωνους το σκεπτικό και η κατάληξή της επί του θέματος.

 

Αποτελεί δεδομένο, το οποίο αναλύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε κοινοποιήθηκε δεόντως στις εφεσίβλητες. Επομένως, αυτές έλαβαν γνώση τόσο των διαδικασιών που αφορούσαν το ακίνητό τους, όσο και, κατ’ επέκταση, των δικαιωμάτων τους.

 

Η Συμφωνία μεταξύ Πολεοδομικής Αρχής και εφεσειόντων όπως τυχόν αποζημίωση δυσμενώς επηρεαζόμενου ιδιοκτήτη, με βάση το Άρθρο 68 του νόμου, καταβληθεί από τους εφεσείοντες, ακριβώς φανερώνει την εφαρμογή του Άρθρου 67 του νόμου, εφόσον οι διαδικασίες που προβλέπονται απευθύνονται στην Πολεοδομική Αρχή. Κατά λογική συνέπεια, τίθεται η ανάληψη υποχρέωσης από μέρους των εφεσειόντων να καταβάλουν τυχόν τέτοια αποζημίωση. Δεν θα υπήρχε λόγος για τέτοια συμφωνία αν η πρόθεση ήταν ο δυσμενώς επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης να στρέφεται με αγωγή απευθείας εναντίον των εφεσειόντων.

 

Άλλωστε, η εφαρμογή του Άρθρου 67 προκύπτει να είναι σαφής με βάση το ρητό λεκτικό της νομοθετικής πρόνοιας, ενώ, σε πρακτικό επίπεδο, η μη τήρηση των προνοιών του αντικατοπτρίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, από την παντελή απουσία απαίτησης για αποζημίωση και την απουσία άρνησης για αποζημίωση ή διαφωνίας επί του ποσού αποζημίωσης, ώστε οι εφεσίβλητες να αναγκάζονταν να κινηθούν δικαστικά, αναζητώντας τα δικαιώματά τους.

 

Ούτε το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος εξαντλεί το θέμα, αποτελώντας βάση αγωγής, ως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, είναι ο Ν. 90/72 που καθορίζει πως και πότε ασκείται το δικαίωμα αποζημίωσης το οποίο προβλέπεται στο άρθρο του Συντάγματος. Άλλωστε, παράδοξη θα ήταν αντίθετη θεώρηση, αφού θα καθιστούσε χωρίς νόημα τις όποιες νομοθετικές διατάξεις, όπως τις επί του προκειμένου ή, επί παραδείγματι, εκείνες σε σχέση με απαλλοτριώσεις.

 

Περαιτέρω δε, είναι στη βάση του Άρθρου 68 του νόμου που υπολογίστηκαν και αποδόθηκαν οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις. Πώς θα μπορούσε, συνεπώς, να ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 68 χωρίς εφαρμογή του Άρθρου 67; Σημειωτέον ότι και στο Άρθρο 68, η πρόνοια αφορά ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται από πολεοδομική απόφαση και για την οποία υποβάλλεται απαίτηση. Που και πάλι φανερώνει την αναγκαιότητα υποβολής απαίτησης αλλά και ύπαρξης πολεοδομικής απόφασης, παραπέμποντας στις πρόνοιες του Άρθρου 67.

 

Ούτε η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων βοηθά τη θέση του, αφού αφορούσε απαίτηση για παράβαση των όρων που τέθηκαν στην πολεοδομική άδεια και, εμφανώς, διαφοροποιείται από την παρούσα περίπτωση, η οποία ξεκάθαρα διέπεται και καθορίζεται από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες.

 

Προκύπτει, συνεπώς, σφάλμα στη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 67. Δεδομένης δε, της απουσίας ισχυρισμού και μαρτυρίας για υποβολή απαίτησης και τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας από μέρους των εφεσιβλήτων, ώστε να καθίστατο αναγκαία η καταφυγή στο Δικαστήριο για καθορισμό της αποζημίωσης, αλλά και άρνησης ή διαφωνίας για αποζημίωση από μέρους των εφεσειόντων, καθίσταται προφανές ότι θα έπρεπε να γίνονταν αποδεκτές και οι προδικαστικές ενστάσεις 1 και 4. Υπό τας περιστάσεις που παρουσιάστηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσίβλητες στερούντο αγώγιμου δικαιώματος, με την αγωγή τους να ήταν πρόωρη και χωρίς έρεισμα.

 

Έπεται ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.

 

Καθίσταται προφανές ότι η επιτυχία των λόγων έφεσης 1 και 2, καθορίζει το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης, καθιστώντας τη σε ακαδημαϊκό πλέον επίπεδο ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης αχρείαστη.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα.

 

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης. Τα πρωτόδικα έξοδα καθορίζονται να είναι ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται στο ποσό των €3.100.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.

 

 

 

 

 

 

                                                               Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                 Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                             Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο