ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 362/19)

 

10 Ιουλίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΟΛΗΣ

Εφεσείοντας/Εναγόμενος

v.

 

SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LTD

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

-----------------------------

 

Ο. Λάμπρου (κα), για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Μ. Πανταζή (κα), για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας, για χρεωστικό υπόλοιπο στη βάση συμφωνίας στεγαστικού δανείου. Με αντέφεση, η εφεσίβλητη τράπεζα προσβάλλει την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της απαίτησης της που επίσης διεκδικείτο πρωτοδίκως, για κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο από τον εφεσείοντα χρεωστικό υπόλοιπο δανείου σε τρεχούμενο λογαριασμό (αποκαλούμενου στην πρωτόδικη απόφαση και στην παρούσα ως λογαριασμός παρατραβήγματος).

 

 Πριν εξετάσουμε έκαστο λόγο έφεσης είναι αναγκαίο όπως αναφερθούμε στα τεκμήρια που κατατέθηκαν από την εφεσίβλητη για απόδειξη του ως άνω επιδικασθέντος ποσού. Κατατέθηκε χωρίς ένσταση από τον εφεσείοντα, κατάσταση του λογαριασμού κεφαλαίου και του λογαριασμού καθυστερημένων δόσεων αναφορικά με το επίδικο στεγαστικό δάνειο. Επεξηγήθηκε από μάρτυρα της εφεσίβλητης, που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αρμόδιο, ότι οι εν λόγω καταστάσεις προήλθαν από το ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης όπου φυλάσσονται τα στοιχεία και οι καταχωρίσεις των λογαριασμών και όπου υπολογίζονται αυτόματα ο τόκος και το υπόλοιπο του κάθε λογαριασμού. Η μάρτυρας ανέλυσε περαιτέρω, με λεπτομέρεια, τον τρόπο λειτουργίας του εν λόγω αρχείου. Ήταν η θέση της μάρτυρος ότι το εν λόγω αρχείο χρησιμοποιείται ως τραπεζικό βιβλίο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η εν λόγω κατάσταση πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 («ο Νόμος»). Τονίζουμε ότι δεν έγινε ένσταση για την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου στη βάση του ότι δεν είχε προσαχθεί πιστοποιητικό όπως προβλέπεται από το Άρθρο 35 του Νόμου.

 

Επιπλέον της πιο πάνω κατάστασης, κατατέθηκαν από άλλο μάρτυρα της εφεσίβλητης και αναδομημένες καταστάσεις, στις οποίες υπολογίστηκε ο οφειλόμενος τόκος. Επεξηγήθηκε από τον μάρτυρα που τις κατέθεσε ότι αποτελούν αναπαραγωγή (extract) από το κατατεθέν ως ανωτέρω ηλεκτρονικό αρχείο, το οποίο όπως προαναφέραμε, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποτελούσε τραπεζικό βιβλίο εν τη εννοία του Νόμου. Ο συνήγορος του εφεσείοντα ήγειρε ένσταση στην κατάθεση των αναδομημένων καταστάσεων, λόγω του ότι δεν συνοδεύονταν από το πιστοποιητικό που προβλέπεται από το Άρθρο 35 του Νόμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση, με το σκεπτικό ότι εφόσον είχαν ήδη κατατεθεί οι αρχικές καταστάσεις λογαριασμού, χωρίς αντίστοιχη ένσταση, δεν υπήρχε λόγος πλέον να απαιτηθεί η παρουσίαση τέτοιου πιστοποιητικού για την κατάθεση των αναδομημένων καταστάσεων, αφού πρόκειται κατ’ ουσία για τους ίδιους λογαριασμούς. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε από τον μάρτυρα που κατέθεσε τους αναδομημένους λογαριασμούς, πληρούνταν και σε σχέση με αυτούς, οι προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του Νόμου, αναφορικά με τα τραπεζικά βιβλία. Ενόψει όλων των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στα ως άνω τεκμήρια για να εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε στο σημείο αυτό, τα πιο πάνω Άρθρα του Νόμου, που αφορούν την κατάθεση στο Δικαστήριο ως μαρτυρίας, αντιγράφων από τραπεζικά βιβλία:

 

«Τραπεζικά βιβλία

22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.

(2) Αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί ότι κατά τo χρόvo της καταχώρισης τo βιβλίo ήταv έvα από τα συvήθη βιβλία της τράπεζας και η καταχώριση έγιvε κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv και ότι τo βιβλίo βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τov έλεγχo της τράπεζας.

Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί από διευθυvτή ή υπάλληλo της τράπεζας είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση.

(3) Αvτίγραφo της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί περαιτέρω ότι τo αvτίγραφo έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι  είvαι oρθό.

Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση, από πρόσωπo τo oπoίo έλεγξε τo αvτίγραφo με τηv αρχική καταχώριση…

τραπεζικά βιβλία", oπoυδήπoτε απαvτάται, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει διαφoρετική έvvoια, περιλαμβάvει καθoλικά, ημερoλόγια, ταμεία, λoγιστικά βιβλία και άλλα αρχεία χρησιμoπoιoύμεvα κατά τη συvήθη εργασία τράπεζας,  είτε αυτά είvαι σε γραπτή μoρφή είτε φυλάσσovται σε μικρoταιvίες, μαγvητoταιvίες ή σε oπoιαδήπoτε άλλη μoρφή μηχαvικoύ ή ηλεκτρovικoύ μηχαvισμoύ αvάκτησης πληρoφoριώv.»

 

«Αρχεία

35.-(1)  Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω απόδειξη.

(2) Έγγραφο, το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το Δικαστήριο.

(3) Έγγραφο θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, εφόσον προσάγεται στο Δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής με το οποίο βεβαιούται το γεγονός αυτό.

Για το σκοπό αυτό-

(α) πιστοποιητικό, το οποίο φέρεται να είναι πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό επιχείρησης ή δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής, τεκμαίρεται μαχητώς ότι έγινε και υπογράφτηκε δεόντως από τον εν λόγω λειτουργό· και

(β) πιστοποιητικό θεωρείται ότι έχει υπογραφεί από πρόσωπο και στην περίπτωση που αυτό φέρει σφραγίδα της υπογραφής του…

«αρχείο» σημαίνει αρχείο σε οποιαδήποτε μορφή·…»

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού πληρούν τις προϋποθέσεις του ως άνω Άρθρου 35. Με την αιτιολογία αναφέρεται ότι δεν έπρεπε να γίνει αποδεχτή η κατάθεσή τους, διότι δεν συνοδεύονταν από πιστοποιητικό ως προβλέπεται στο εν λόγω Άρθρο 35. Επίσης, υποστηρίζεται ότι αποτελούσαν ξεχωριστά έγγραφα από τις αρχικές καταστάσεις και θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι ήταν μέρος του αρχείου της επιχείρησης.

 

          Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε μεμπτό στην ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τα νομολογηθέντα στην υπόθεση ΧΑΡΗ ΦΩΤΙΟΥ κ.ά. v. ALPHA BANK CYPRIS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.39/2012, 3/5/2018, όπου επεξηγήθηκε ότι το Άρθρο 35 του Νόμου, αφορά στην αποδεκτότητα αρχείου ως μαρτυρία και όχι την αποδεικτική του αξία, δύο θέματα που είναι ξεχωριστά. Από τη στιγμή δε που έγγραφο κατατίθεται άνευ ενστάσεως, το Άρθρο 35 του Νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής, με την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάσει κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για αποδοχή του ως τεκμηρίου. 

 

Τονίζουμε παράλληλα, ότι εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, η κατάθεση αναδομημένων λογαριασμών, περιόρισε την απαίτηση της εφεσίβλητης, με υπολογισμό των τόκων με σταθερό επιτόκιο, αφαιρώντας τον τόκο υπερημερίας που περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις (τραπεζικό βιβλίο) που κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Όπως αναφέραμε στην Λοφίτης v. Gordian Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 304/2018, 19/1/2024, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομική αρχή που να απαγορεύει στον ενάγοντα να περιορίσει την απαίτηση του προς όφελος του εναγομένου. Κατά την άποψή μας, ο περιορισμός της απαίτησης της εφεσίβλητης θα μπορούσε να γίνει με την απόδειξη του οφειλόμενου ποσού με αποδεκτή και ικανή μαρτυρία περί τούτου, η οποία να συναρτάται με τα ήδη κατατεθέντα ως τεκμήριο τραπεζικά βιβλία. Οι αναδομημένες καταστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τέτοιο περιορισμό, εφόσον επεξηγούνται ως προς τον επαναϋπολογισμό της αξίωσης, σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα ως τεκμήριο τραπεζικά βιβλία, δεν είναι απαραίτητο να πληρούν τις προϋποθέσεις των Άρθρων 35 και 22 του Νόμου. Αυτό προκύπτει και από τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.75/2013, 28/3/2019:

 

«Όσον αφορά το ζήτημα του ποσού που αποδόθηκε πρωτοδίκως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ανατροπής της εκδοθείσας απόφασης με δεδομένο ότι το Τεκμήριο Α8 ήταν όντως πιστοποιητικό κατατεθέν δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε. Η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να παρουσιάσει τη λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού και το έπραξε με την κατάθεση του σχετικού ως άνω Τεκμηρίου στο οποίο επισυνάφθηκαν οι σχετικές καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν καταχωρήσεις σε τραπεζικό βιβλίο στην έννοια του άρθρου 22 του εν λόγω Νόμου. Στη συνέχεια ο Μ.Ε.2 επαναϋπολόγισε την αξίωση της εφεσίβλητης και κατέθεσε ως Τεκμήριο Β1 νέα κατάσταση λογαριασμού επεξηγώντας στη δήλωση του και τη μεθοδολογία που ακολούθησε. Η διαφορά που προέκυπτε μεταξύ της αρχικής αξίωσης και της τελικής αφορούσε τα δικαιώματα ενοικιαγοράς που θα έπρεπε να είχαν αφαιρεθεί από τις μη ληγμένες δόσεις ενοικιαγοράς. Καμία από τις συναλλαγές που κατατέθηκαν με το Τεκμήριο Α8 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και ούτε προσκομίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία ως προς τον υπολογισμό των τόκων ή των όποιων δικαιωμάτων που προέκυπταν από τη συμφωνία ενοικιαγοράς.»

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναδομημένες καταστάσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του Νόμου. Με την αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης δεν εξειδικεύεται ποιες προϋποθέσεις του εν λόγω Άρθρου 22 δε πληρούνταν. Αντιπαραβάλαμε, εν πάση περιπτώσει, την προσκομισθείσα μαρτυρία με τα όσα προβλέπονται στο Άρθρο 22 και συμφωνούμε με το υπό κρίση συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης επομένως δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών αποδεικνύουν το ποσό για το οποίο εξέδωσε απόφαση. Προβάλλεται ότι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να στηριχθεί το Δικαστήριο σε αυτές, ήταν επειδή ετοιμάστηκαν από το λογιστήριο και όχι από τους μάρτυρες που τις κατέθεσαν. Ο λόγος αυτός δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στον Νόμο ή την νομολογία. Παρατηρούμε δε ότι με τη γραπτή αγόρευσή τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα δεν εισηγήθηκαν καμία σχετική παραπομπή.

 

Επισημαίνουμε ότι δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι οι αναδομημένες καταστάσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του Νόμου, ήταν απόλυτα ορθό να στηριχθεί σε αυτές. Τα εξής λεχθέντα στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ v. ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DEME-DAIRY LTD κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ.246/2013, 11/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A523, επεξηγήσαν τον ορθό τρόπο εφαρμογής του Άρθρου 22 του Νόμου σε υπόθεση με όμοιες περιστάσεις ως η παρούσα:

 

«Εξετάζοντας περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν οι επίδικες καταστάσεις, το Δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφάλαιο 9. Έκρινε ότι συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των καταχωρήσεων, θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σε αυτές. Σημειώνοντας στη συνέχεια ότι το άρθρο 22 δημιουργεί ένα μαχητό τεκμήριο που αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, τόνισε ότι «Το βάρος απόδειξης, επομένως, για αντίκρουση των καταχωρήσεων στους επίδικους λογαριασμούς, ή, καλύτερα, στις καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών έχουν οι Εναγόμενοι.».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Τα υπό αναφορά έγγραφα, στην απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησής τους, συνιστούσαν ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της Εφεσείουσας τράπεζας. Υπό το πρίσμα αυτό, το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των Εφεσιβλήτων, προκειμένου να αποδείξουν τη μη ύπαρξη των καταχωρήσεων και/ή την καταχώρηση εσφαλμένων καταχωρήσεων (Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 479, 493). Οι Εφεσίβλητοι απέτυχαν να αντικρούσουν τα πιο πάνω, δεδομένου ότι δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε σχετική ή περί του αντιθέτου μαρτυρία».

 

Τονίζουμε στο σημείο αυτό, ότι για τους σκοπούς του Άρθρου 22, πρέπει να αποδειχθεί από την τράπεζα ότι το έγγραφο έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι  είvαι oρθό. Όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι μάρτυρες βεβαίωσαν, αφού έλεγξαν τις εγγραφές μία προς μία, ότι αποτελούν πιστή αντιγραφή του τραπεζικού βιβλίου το οποίο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή. Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επομένως ότι το γεγονός ότι οι αναδομημένες καταστάσεις δεν ετοιμάστηκαν από τους ίδιους του μάρτυρες είναι αδιάφορο.

 

Εν όψει των πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στον σύνολο της και η πρωτόδικη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα επικυρώνεται.

 

Ο μοναδικός λόγος αντέφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την απαίτηση της εφεσίβλητης αναφορικά με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού παρατραβήγματος. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου βασίστηκε στο ότι ενώ κατατέθηκαν ως τεκμήρια δύο συμφωνίες παραχώρησης πιστωτικού ορίου, η πρώτη ημερομηνίας 23/1/2009 και η δεύτερη ημερομηνίας 19/8/2009, η πρώτη δεν δικογραφήθηκε. Η δε αναδομημένη κατάσταση αναφορικά με τον εν λόγω λογαριασμό, περιελάβανε χρεοπιστώσεις πριν την ημερομηνία υπογραφής της δεύτερης συμφωνίας, οι οποίες εν όψει της μη δικογράφησης της πρώτης συμφωνίας παροχής πιστωτικού ορίου, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Το ζήτημα της δικογράφησης εξετάζεται σε σχέση με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης γι’ αυτό είναι χρήσιμο όπως παραθέσουμε τις εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις αναφορικά με το υπό κρίση ζήτημα.

 

Η σχετική δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης της είχε ως εξής:

 

«Δυνάμει εγγράφου συμφωνίας ημερομηνίας 19/8/09 (από τούδε και στο εξής αναφερόμενη ως «Συμφωνία Παρατραβήγματος») μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγόμενου 1, η Ενάγουσα συμφώνησε και παρείχε στον Εναγόμενο 1 όριο παρατραβήγματος €20.000 στον υπ’ αριθμό … λογαριασμό παρατραβήγματος του Εναγόμενου 1

 

Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης, δικογραφήθηκαν μερικοί εκ των όρων της «Συμφωνίας Παρατραβήγματος.»

 

Ο εφεσείοντας στην Υπεράσπιση του δικογράφησε τα εξής σχετικά:

 

«Ο Εναγόμενος 1 αρνείται ή/και απορρίπτει τους ισχυρισμούς που περιέχονται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης της Ενάγουσας αναφορικά με την «Συμφωνία Παρατραβήγματος» μεταξύ αυτού και της Ενάγουσας εταιρείας και καλεί την ενάγουσα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της.» Δικογράφησε επίσης, ότι «ειδικότερα» το ποσό που ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι της οφείλεται όπως αναφέρεται στους όρους της «Συμφωνίας Παρατραβήγματος» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και το συνολικό επιτόκιο είναι υπέρμετρα επαχθές ή/και περιέχει παράνομες υπερχρεώσεις ή/και ο τόκος υπερημερίας είναι υπερβολικός ή/και ουδέποτε έχει συμφωνηθεί μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας.

 

Από μελέτη των θέσεων που τέθηκαν με την αντεξέταση του συνηγόρου του εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση, είναι εμφανές ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε το συμφωνηθέν άνοιγμα του δικογραφημένου επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού, αναφορικά με τον οποίο συμφωνήθηκε η παροχή παρατραβήγματος. Επίσης, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η υπογραφή των δύο συμφωνιών παρατραβήγματος από τους διαδίκους. Αντίθετα, οι θέσεις που υποβλήθηκαν αφορούσαν την κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικότητα των όρων των επίδικων συμφωνιών, καθώς και τις συνθήκες υπογραφής των συμφωνιών. Η υπογραφή αυτών ήταν δεδομένη καθ’ όλη τη διάρκεια της αντεξέτασης. Ο εφεσείοντας δεν προσκόμισε καμία περί του αντιθέτου μαρτυρία.

 

Στην Ζερβού Παναγιώτης και Άλλη v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 2192, επισημάνθηκαν τα εξής:

 

«Το αγώγιμο δικαίωμα των Εφεσιβλήτων δεν σχετιζόταν με το όριο του λογαριασμού, αλλά με τη διεκδίκηση υπολοίπου χρεωστικού λογαριασμού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας. Όμως το θέμα του ορίου αφορούσε σε δευτερεύων θέμα».

 

 

Επίσης:

«…η διαφορά στα όσα ισχυρίζονται οι δύο πλευρές ξεκαθάρισε και η δίκη ξεκίνησε με σαφή τη διαφορά μεταξύ τους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι οι Εφεσείοντες καταλήφθηκαν εξ απήνης κατά τη δίκη

 

Στην υπόθεση Ζερβού, ανωτέρω, επισημάνθηκε επίσης ότι ο δικηγόρος των εκεί εφεσειόντων δεν προχώρησε σε καμιά αντεξέταση ως όφειλε, εφόσον διαφωνούσε με το ύψος του ορίου, εφόσον εκείνο ήταν το εκεί θέμα που ηγέρθη σε σχέση με τη μη δικογράφηση.

 

Αυτό που προκύπτει από την υπόθεση Ζερβού επομένως, είναι ότι στην παρούσα υπόθεση η μη δικογράφηση της πρώτης συμφωνίας παρατραβήγματος δεν ήταν απαραίτητη. Και αυτό, λόγω του ότι ο επίδικος τρεχούμενος λογαριασμός είχε δικογραφηθεί, λόγω της γραμμής της υπεράσπισης του εφεσείοντα, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, ο οποίος, υπογραμμίζουμε, δεν τέθηκε εξαπίνης κατά την δίκη αναφορικά με τον επίδικο λογαριασμό και τις σε σχέση με αυτόν παραχωρήσεις παρατραβήγματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αντέφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τον επίδικο λογαριασμό παρατραβήγματος παραμερίζεται. Λαμβάνεται υπόψη για την έκδοση της πιο κάτω απόφασης μας, ο αναδομημένος λογαριασμός αναφορικά με τον επίδικο λογαριασμό μέχρι 30/11/2011 και ο όρος 5 των συμφωνιών παρατραβήγματος αναφορικά με τον συμβατικό τόκο. Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση στην αντέφεση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €11.488,30, πλέον τόκο προς 8.5% επί του ως άνω ποσού από 1/12/2011 με κεφαλαιοποίηση την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. 

 

Επιδικάζονται έξοδα €5.200, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα αναφορικά με την έφεση.

 

Επιδικάζονται επίσης έξοδα €2.800, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα αναφορικά με την αντέφεση.

 

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο