ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ


 (Πολιτική Έφεση Αρ.: 429/19)

 

11 Ιουλίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

              1. MEA IOANNOU PROPERTIES LIMITED

2. ΜΙΧΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 

Εφεσείοντες / Εναγόμενοι

και

 OLGA VASILYEVA 

Εφεσίβλητη / Ενάγουσα

 

-----------------------------

 

Αντρέας Π. Ποιητής μαζί με Κωνσταντίνο Κότροφο για Αντρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Χρίστος Πουργουρίδης και Χαράλαμπος Ιωάννου για Χρίστος Πουργουρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Χ.Π. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.


  Ο Εφεσείοντας 2 είναι παρών

 

-----------------------------

 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας 2 είναι δικηγόρος από τη Λεμεσό και η εφεσείουσα 1 εταιρεία δικών των συμφερόντων. Η εφεσίβλητη κατάγεται από τη Ρωσία και είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του εφεσείοντα 2 για διάφορες δοσοληψίες που έγιναν μεταξύ της και της εφεσείουσας 1 σε σχέση με διάφορες περιουσίες. Μεταξύ εφεσείοντα 2 και εφεσίβλητης αναπτύχθηκε διαπροσωπική σχέση.

            Η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αναφορικά με διάφορες συμφωνίες που έκανε με την εφεσείουσα 1, ισχυριζόμενη ότι όλες οι συμφωνίες είναι άκυρες και/ή πρέπει να ακυρωθούν λόγω δόλου, ψυχικής πίεσης, δόλιων παραστάσεων και παρανομίας, θέση την οποία οι εφεσείοντες αρνήθηκαν. Επιπρόσθετα, η εφεσίβλητη αξίωνε από τον εφεσείοντα 2 διάφορα ποσά που ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε για υπηρεσίες που της προσέφερε, χωρίς όμως να τα δικαιούται.

 

            Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μετά από ακρόαση της υπόθεσης εξέδωσε απόφαση στις 24.10.2019, στην οποία η κατάληξη του ήταν η ακόλουθη:

 

«Εκδίδεται απόφαση με την οποία οι συμφωνίες ημερ.16.10.2008, 11.3.2009 (και 30.9.2008) και 7.9.2009 μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1 ακυρώνονται.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1 για το ποσό των €603.073 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση με την οποία οι συμφωνίες ημερ.20.5.2008 και 29.8.2008 μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1 ακυρώνονται.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1 για το ποσό των €102.516,09 με τόκο, με επιτόκιο 6% από 20.5.2008‑15.10.2008 και στη συνέχεια όπως ο εκάστοτε σε ισχύ νόμιμος τόκος μέχρι εξοφλήσεως.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση με την οποία οι συμφωνίες που υπογράφηκαν περί την 5.8.2008 μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1 αναφορικά με το ακίνητο στον Άγιο Τύχωνα ακυρώνονται.

 

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1 για το ποσό των €410.075,95 με τόκο, με επιτόκιο 6% από 5.8.2008‑15.10.2008 και στη συνέχεια όπως ο εκάστοτε σε ισχύ νόμιμος τόκος μέχρι εξοφλήσεως.

 

Νοείται ότι η Ενάγουσα θα πρέπει να μεταβιβάσει όλα τα μερίδια του ακινήτου στην Παρεκκλησιά και το ακίνητο στον Άγιο Τύχωνα στο όνομα της Εναγόμενης 1, χωρίς υποχρέωση να καταβάλει τυχόν τέλη και δικαιώματα που πρέπει να πληρωθούν.

 

Περαιτέρω νοείται ότι η Ενάγουσα θα πρέπει να αποσύρει την συμφωνία ημερ.7.9.2009 από το Κτηματολόγιο.

 

Περαιτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 2 για το ποσό των €50.000 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.

 

Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα στην Απαίτηση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα €500.000 ‑ €2.000.000 και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Περαιτέρω, επιδικάζονται έξοδα στην Απαίτηση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 2 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα €25.000 ‑ €50.000 και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα έξοδα εναντίον του Εναγόμενου 2 θα είναι σε συνάρτηση με τα έξοδα εναντίον της Εναγόμενης 1, που οριοθετούν το μέγιστο ποσό που η Ενάγουσα μπορεί να εισπράξει.

 

 

Στην Ανταπαίτηση που αφορούσε θεραπείες μόνο προς όφελος της Εναγόμενης 1, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης 1 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα €500.000 ‑ €2.000.000 και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Εφόσον Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν, για τις κοινές εμφανίσεις η Ενάγουσα θα δικαιούται ένα σετ εξόδων.

 

Η Απόφαση να μη συνταχθεί προτού η Ενάγουσα καταχωρίσει τροποποιημένη έκθεση απαίτησης που να περιλαμβάνει τις Λεπτομέρειες που αναφέρονται στην ενότητα Θ πιο πάνω.»

 

            Οι εφεσείοντες 1 και 2 καταχώρισαν έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης στις 23.9.2023, με την οποία εγείρουν 61 λόγους έφεσης. Πέραν του μεγάλου αριθμού των λόγων έφεσης, σημειώνουμε ότι η Ειδοποίηση Έφεσης είναι ακόμα πιο πολυσέλιδη, εφόσον η αιτιολογία που προβάλλεται για συγκεκριμένους λόγους έφεσης αποτελείται από αρκετές παραγράφους και ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης καταλαμβάνει 59 υποπαραγράφους.

 

            Τόσο το έντυπο ειδοποίησης έφεσης, όπως και το περίγραμμα που καταχωρήθηκε εκ πλευράς των εφεσειόντων, δεν είναι σύμφωνα με τους σχετικούς θεσμούς. Ειδικά αναφέρουμε ότι το περίγραμμα αγόρευσης πρέπει να ενσωματώνει συνοπτικά και περιεκτικά την επιχειρηματολογία υπέρ των θέσεων του διαδίκου στην έφεση ή αντέφεση ανάλογα, χωρίς επαναλήψεις και αναφορά σε αποφάσεις που επαναλαμβάνουν το ίδιο νομικό σημείο. Και αυτό ακριβώς είναι ό,τι δεν έχουν πράξει οι εφεσείοντες με το περίγραμμα που έχουν καταχωρίσει. Οι λόγοι έφεσης υπερκαλύπτουν ο ένας τον άλλο, η αιτιολογία τους, αλλά και ο αριθμός των λόγων έφεσης, 61, ουσιαστικά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέση των εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εκδώσει μία εσφαλμένη από κάθε άποψη απόφαση, αφού κάθε αναφορά και εύρημα του, ακόμα και η καταγραφή των γεγονότων και της μαρτυρίας, αλλά και η ερμηνεία τόσο των δικογράφων, όσο και των Τεκμηρίων ενώπιόν του, αποτελούν αντικείμενο λόγων έφεσης εκ πλευράς των εφεσειόντων.

 

            Παραπέμπουμε για τα θέματα αυτά στην απόφαση Γ. Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1Α.Α.Δ. 1238, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήγει ως ακολούθως:

«... η βραχυλογία θα πρέπει πλέον να θεωρείται αρετή και όχι ελάττωμα και η καθαρότητα και περιεκτικότητα του λόγου αναμφίβολα βοηθά τα μέγιστα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.»

 

            Η εφεσίβλητη καταχώρισε αντέφεση στις 11.10.2021.

 

            Η ειδοποίηση αντέφεσης περιέχει ένα και μοναδικό λόγο και αφορά τον ισχυρισμό ότι θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η αξίωση της εφεσίβλητης για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσείουσα 1 για την εκτέλεση συγκεκριμένων οικοδομικών εργασιών, είναι λανθασμένο και θα πρέπει εκείνο το μέρος της απόφασης να παραμεριστεί και να εκδοθεί απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και για τα ποσά που κατέβαλε για τις εν λόγω οικοδομικές εργασίες.

 

            Σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου αντέφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε λανθασμένα ότι η εφεσίβλητη με το να αναθέσει στην εφεσείουσα 1, η οποία δεν είχε άδεια εργολήπτη, την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, ήταν εξίσου παράνομη, in pari delicto, με την εφεσείουσα 1 η οποία ανέλαβε την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών και λανθασμένα κατέληξε στο εύρημα ότι χρήματα που πληρώθηκαν στη βάση παράνομης σύμβασης δεν μπορούν να ανακτηθούν όταν οι συμβαλλόμενοι ευθύνονται στον ίδιο βαθμό. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η ίδια δεν γνώριζε ότι η εφεσείουσα 1 δεν είχε άδεια εργολήπτη σε αντίθεση με την εφεσείουσα 1, η οποία ενώ γνώριζε καλά το γεγονός αυτό, συμφώνησε και ανέλαβε την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών. Επίσης, ισχυρίζεται ότι εφόσον ο εφεσείων 2 που ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας 1, ήταν ταυτόχρονα δικηγόρος και σύμβουλος της εφεσίβλητης, δεν θα ήταν δυνατό να την εμπλέξει στον καταρτισμό παράνομης συμφωνίας και έτσι, εισηγείται, ότι ο βαθμός ευθύνης που τυχόν έχει ήταν ασήμαντος, αφού δεν είχε λόγο να υποψιαστεί ότι αυτή η συμφωνία δεν ήταν νόμιμη από τη στιγμή που ο καταρτισμός της έγινε με την εισήγηση και προτροπή του δικηγόρου της.

 

 

            Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρισαν περιγράμματα, υποστηρίζοντας την έφεση, την αντέφεση, όπως και την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αντίστοιχα. Τα περιγράμματα τους είναι πολυσέλιδα και υπάρχει πλήρης αναφορά και σε διάφορα Τεκμήρια, αλλά και στη νομολογία.

 

            Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ενάγουσας‑εφεσίβλητης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σε 59 υποπαραγράφους υποδεικνύονται, πάντα κατά τη θέση των εφεσειόντων, τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ενάγουσας‑εφεσίβλητης. Πέραν του πρώτου λόγου έφεσης, που αφορά καθαρά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ενάγουσας‑εφεσίβλητης γενικά, ο δεύτερος λόγος έφεσης και πάλι αφορά ουσιαστικά το ίδιο θέμα και αφορά τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι γνώσεις της ενάγουσας‑εφεσίβλητης της αγγλικής γλώσσας κατά το δεδομένο χρόνο ήταν περιορισμένες.

 

            Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 6, 7 και 9, και πάλι αφορούν αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα‑εφεσίβλητη λειτουργούσε υπό καθεστώς ψυχικής πίεσης, θεωρώντας ότι δεν μπορεί αφ' ενός να υπάρχει εύρημα ότι η ενάγουσα‑εφεσίβλητη δεν μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως νομικά έγγραφα και από την άλλη καταλήγει σε εύρημα για ψυχική πίεση.

            Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, προσβάλλονται τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις διάφορες δοσοληψίες και συμφωνίες που είχαν γίνει μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας 1, όπως και τα ευρήματα του αναφορικά με την ακυρότητα συμφωνιών αλλά και με γεγονότα που οδηγούσαν σε ψυχική πίεση εκ πλευράς του εφεσείοντα 2 προς την εφεσίβλητη.

 

            Θα επιχειρηθεί να γίνει μία σύνοψη των αξιώσεων της εφεσίβλητης για να μπορεί να είναι πιο εύκολα κατανοητή η απόφαση.

 

            Σύμφωνα με την αγωγή και την πρωτόδικη απόφαση, η ενάγουσα‑εφεσίβλητη αγόρασε από την εφεσείουσα 1 μία κατοικία στην Παρεκκλησιά, η οποία ανήκε σε κάποια Marie Murtagh, εν τοις εφεξής η «Marie». Ουσιαστικά η εφεσείουσα 1 αγόρασε την κατοικία από τη Marie και την πώλησε στην εφεσίβλητη με συμφωνία ημερ.20.5.2008 και συμφωνηθείσα τιμή πώλησης €598.010,50. Η εφεσίβλητη κατέβαλε ως προκαταβολή το ποσό των €102.516,09 και ενώ η συμφωνία αυτή ακυρώθηκε με ακυρωτική συμφωνία ημερ.29.8.2008, η προκαταβολή που η εφεσίβλητη κατέβαλε προς την εφεσείουσα 1 δεν της επιστράφηκε παρά τις αλλεπάλληλες ενοχλήσεις της προς τους εφεσείοντες.

 

            Άλλο μέρος της αξίωσης της εφεσίβλητης εναντίον των εφεσειόντων, αφορά μερίδια ενός χωραφιού στην Παρεκκλησιά. Πρόκειται για 33/56 μερίδια τα οποία η εφεσίβλητη συμφώνησε με την εφεσείουσα 1 δυνάμει συμφωνίας 30.9.2008 να τα ανταλλάξει με την κατοικία της οποίας ήταν ιδιοκτήτρια την οδό Παρθενώνος στον Άγιο Αθανάσιο. Το ποσό της συμφωνίας πληρωτέο στην εφεσείουσα 1 ήταν €256.500, ποσό το οποίο εμβάστηκε σε λογαριασμό του εφεσείοντα 2 στις 29.9.2008 κατόπιν δικών του οδηγιών.

 

            Με άλλη συμφωνία ημερ.16.10.2008, η εφεσίβλητη αγόρασε από την εφεσείουσα 1 ακόμη 8/56 μερίδια του ιδίου χωραφιού έναντι του ποσού των €179.403 τα οποία ανήκαν σε τρίτο πρόσωπο και η εφεσείουσα 1 τα αγόρασε για να τα πωλήσει στην εφεσίβλητη. Ακολούθησε και τρίτη συμφωνία ημερ.7.9.2009, με την οποία η εφεσίβλητη αγόρασε από την εφεσείουσα 1 ακόμα 96/784 μερίδια για το ποσό των €167.170. Υπάρχει ισχυρισμός ότι την ίδια μέρα καταβλήθηκε από την εφεσίβλητη στον εφεσείοντα 2 το ποσό των €38.170. Σε σχέση με το εν λόγω χωράφι στην Παρεκκλησιά, η εφεσίβλητη κατέβαλε στην εφεσείουσα 1 και άλλα ποσά ως έξοδα ανόρυξης γεώτρησης και οριοθέτησης του χωραφιού, συμποσούμενα σε €6.000.

            Άλλη δοσοληψία των διαδίκων αφορούσε μία κατοικία στον Άγιο Τύχωνα, την οποία ο εφεσείοντας 2 πώλησε στην εφεσίβλητη με δύο συμφωνίες. Μία για το ποσό των €256.290,22 και άλλη για το ποσό των €410.075,95, ποσά που καταβλήθηκαν από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα 1. Παρά το ότι η κατοικία ήταν ημιτελής, σε καμία από τις δύο συμφωνίες δεν καταγράφεται η υποχρέωση της εφεσείουσας 1 για αποπεράτωση της κατοικίας. Ακολούθως, σε σχέση με την ίδια κατοικία, υπογράφηκε άλλη συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας 1 και της εφεσίβλητης με την οποία συμφωνήθηκε η κατασκευή πισίνας και η ανάληψη και διεκπεραίωση διαφόρων εργασιών στην εν λόγω κατοικία, για την οποία η εφεσίβλητη έμβασε το ποσό των Δολαρίων Αμερικής 220.000 στον λογαριασμό πελατών του εφεσείοντα 2. Υπογράφηκε επίσης επιπρόσθετη συμφωνία στις 5.10.2009 με την οποία η εφεσίβλητη συμφώνησε να πληρώσει στην εφεσείουσα 1 το ποσό των €195.000 με αντάλλαγμα την υπόσχεση της εφεσείουσας 1 να αποπερατώσει τις εργασίες στην κατοικία στον Άγιο Τύχωνα μέσα σε 6 μήνες.

 

            Η εφεσίβλητη σε σχέση με τα ποσά που πλήρωσε στην εφεσείουσα 1 για τις διάφορες οικοδομικές εργασίες, ισχυρίστηκε ότι όλες οι συμφωνίες για οικοδομικές εργασίες είναι άκυρες, αφού η εφεσείουσα 1 δεν είχε άδεια εργολήπτη, και ότι η συνολική αξία των εργασιών που η εφεσείουσα 1 εκτέλεσε περιορίζεται στο ποσό των €110.756, ενώ η ίδια της κατέβαλε το ποσό των €343.450.

 

            Η εφεσίβλητη επίσης αξίωνε διάφορα ποσά που πλήρωσε στην εφεσείουσα 1 για διάφορες υπηρεσίες και συγκεκριμένα €50.000 ως έξοδα υποβολής αίτησης προς εξασφάλιση άδειας παραμονής στη Δημοκρατία για την ίδια και τον ανήλικο γιο της, €15.000 για αίτηση απόκτησης κυπριακού διαβατηρίου τόσο για την ίδια όσο και για τον γιο της, €52.400 για δικηγορικές υπηρεσίες χωρίς να λάβει ανάλογη απόδειξη, (η απόδειξη που εξέδωσε η εφεσείουσα 1 είναι για €15.403,26), €29.000 ως προμήθεια για την αγορά ακίνητου στο Δήμο Γερμασόγειας και €20.496 ως προμήθεια για την αγορά της κατοικίας στον Άγιο Τύχωνα, τα οποία ποσά ισχυρίζεται ότι ο εφεσείων 2 εισέπραξε παράνομα, αφού δεν ήταν εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης. Ισχυρίζεται επίσης η εφεσίβλητη στην αγωγή της ότι πέραν του ότι τα ποσά που τη χρέωσε ο εφεσείων 2 ήταν υπέρμετρα υψηλά και αδικαιολόγητα ώστε η απόκτηση τους από αυτόν να συνιστά αθέμιτο πλουτισμό, ότι οι παραστάσεις που της έγιναν από τον εφεσείοντα 2 ήταν ότι θα έπρεπε να έχει τη δική της ακίνητη περιουσία στην Κύπρο για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας και συνδέει τις διάφορες συμφωνίες αγοράς περιουσίας και επενδύσεων στην Κύπρο, με αυτές.

 

            Η εφεσίβλητη ζητούσε με την αγωγή της όπως κηρυχτούν άκυρες οι συμφωνίες που έκανε με την εφεσείουσα 1 λόγω δόλου, ψυχικής πίεσης, δόλιων παραστάσεων και παρανομίας και όπως της επιστραφούν τα ποσά που πλήρωσε, ειδικά €256.290,22, €410.064,35, €195.000 και 220.000 Δολάρια Αμερικής πλέον τόκους. Διαζευκτικά αξιώνει αποζημιώσεις για παράβαση διαβεβαιώσεων που δόθηκαν από τους εφεσείοντες.

 

            Οι εφεσείοντες 1 και 2 ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου προέβαλαν τις δικές τους θέσεις αναφορικά με τη συνομολόγηση των συμφωνιών και τα ποσά που κατέβαλε η εφεσίβλητη και ισχυρίστηκαν ειδικότερα ότι ουδέποτε ενήργησαν ή ανέλαβαν διεκπεραίωση οποιωνδήποτε εργασιών ως εργολήπτες, ότι τα χρήματα που κατέβαλε η εφεσείουσα για εργοληπτικές εργασίες πληρώθηκαν για τις εργασίες που έγιναν, με τον εφεσείοντα 2 να ενεργεί ως μεσολαβητής μεταξύ εφεσίβλητης και των αρχιτεκτόνων και εργοληπτών. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι κάποιες από τις συμφωνίες ήταν εικονικές για να εξυπηρετηθεί φορολογικά η εταιρεία που πώλησε την κατοικία στον Άγιο Τύχωνα στην εφεσείουσα 1. Αρνήθηκαν ότι ενήργησαν ως κτηματομεσίτες και ότι εισέπραξαν οποιαδήποτε προμήθεια για τέτοια εργασία, και είχαν τη θέση ότι με τη συμφωνία ημερ.7.9.2009 είχαν διευθετηθεί όλες οι οικονομικές εκκρεμότητες μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσειόντων. Υποστήριξαν τέλος, ότι οι αξιώσεις της εφεσίβλητης είναι το αποτέλεσμα εμπάθειας της εφεσίβλητης εναντίον του εφεσείοντα 2 λόγω του ότι αυτός διέκοψε την ερωτική τους σχέση και τη συμβίωση μαζί της.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιόν του και αφού παρέθεσε τη σωστή νομική βάση εξέτασης των διαφόρων αξιώσεων της ενάγουσας ‑ εφεσίβλητης, όπως και μετά που προσέγγισε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που έδωσαν μαρτυρία ενώπιόν του με βάση τις αρχές που η νομολογία έχει καθορίσει αναφορικά με την αξιολόγηση μαρτυρίας, τις οποίες και παραθέτει, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 αλλά απέρριψε την απαίτηση της εφεσίβλητης σε σχέση με χρήματα που δόθηκαν στους εφεσείοντες για οικοδομικές εργασίες.

 

            Σε σχέση με το κατά πόσο υπήρχε ερωτική σχέση μεταξύ της εφεσίβλητης και του εφεσείοντα 2, ως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 24 της απόφασης του αναφέρει ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να εξεύρει κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού κατάληξε με βεβαιότητα από τα ενώπιον του δεδομένα, ότι η σχέση ήταν αναμφίβολα φιλική και στενή. Αν ήταν ή δεν ήταν και ερωτική, δεν αλλάζει αυτό που ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας αγωγής, ότι δηλαδή δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης της εφεσίβλητης προς το πρόσωπο του εφεσείοντα 2, πέραν της συνήθους σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, αλλά και που θα μπορούσε αντικειμενικά να δικαιολογήσει κάποιες εξυπηρετήσεις από τον εφεσείοντα 2 εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής του ιδιότητας, ως δικηγόρου.

 

            Ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκαν επίσης και από τις δύο πλευρές εκτιμήσεις αναφορικά με την αξία των ακίνητων στην Παρεκκλησιά και τον Άγιο Τύχωνα σε διάφορους χρόνους, σκοπός των οποίων ήταν να βοηθηθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει επί της αξίας των ακίνητων κατά τους ουσιώδεις χρόνους και να αντιπαραβάλει την αξία αυτή με τα ποσά που η εφεσίβλητη πλήρωσε για την απόκτηση τους και έτσι να αποφανθεί κατά πόσο οι συμφωνίες ήταν ετεροβαρείς ενάντια στην εφεσίβλητη.

            Έχει δοθεί μαρτυρία από πολλούς μάρτυρες ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίοι και κατέθεσαν ενώπιόν του διάφορα Τεκμήρια που αφορούσαν όλες τις συμφωνίες που υπεγράφησαν μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσειόντων. Όλοι οι μάρτυρες, όπως και τα διάφορα Τεκμήρια που κατέθεσαν, έτυχαν ενδελεχούς αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο κατέληξε στα εκκαλούμενα συμπεράσματα του. Αναφέρουμε επίσης ότι η αξιολόγηση που έγινε τόσο σε σχέση με την εφεσίβλητη, αλλά και σε σχέση με τον εφεσείοντα 2, είναι πλήρης και ορθή και κατά την άποψη μας δεν χωρεί η επέμβαση του Εφετείου. Είναι άλλωστε γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και των περιθωρίων που υπάρχουν για επέμβαση από το Εφετείο.

 

            Αναφέρουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία αναφορικά με το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως την έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024


«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

 

            Επισημαίνουμε επίσης ότι αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων ανάγεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνον όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και/ή δεν δικαιολογούνται  από τη δοθείσα μαρτυρία ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. Παραπέμπουμε σχετικά στη Μάρκου Κουζαλή (αποβιώσαντα, διά του διαχειριστή της περιουσίας του, Τζιοβάνη Κουζαλή) v. Gordian Holdings Ltd Πολ. Έφ. Αρ. Ε4/18, ημερ.28.9.2023 και σε προγενέστερη συναφή νομολογία (Χ’ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) A.A.Δ. 108, Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367, T.J.S. Enterprises Ltd v. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ.108).

 

            Είναι πολύ σημαντική η αξιολόγηση και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον εφεσείοντα 2. Στη σελίδα 34 της πρωτόδικης απόφασης, ο πρωτόδικος Δικαστής καταλήγει ως εξής:

 

«Η συμπεριφορά του Εναγόμενου 2 είναι κατακριτέα και ενδεικτική της εν γένει συμπεριφοράς τους έναντι της Ενάγουσας. Επιβεβαιώνει τον άκρως συμφεροντολογικό τρόπο με τον οποίο ενήργησε και την προσέγγιση του έναντι της. Επιβεβαιώνεται ακόμη ότι είναι πρόσωπο που καταφεύγει στο ψεύδος προκειμένου να εξυπηρετήσει τα οικονομικά και άλλα προσωπικά του συμφέροντα.  Αναμφίβολα, πρόσωπο στη μαρτυρία του οποίου κάθε άλλο παρά θα μπορούσε με ασφάλεια το Δικαστήριο να βασιστεί. Επιβαρύνεται η θέση του Εναγόμενου 2 και η συμπεριφορά του λαμβάνει και άλλη διάσταση ως εκ του γεγονότος ότι ήταν ο δικηγόρος της Ενάγουσας και σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι της. Ως δικηγόρος της δεν ενήργησε για την προώθηση των συμφερόντων της αλλά, αντίθετα, εκμεταλλεύθηκε τη θέση του έτσι ώστε να αποκομίσει οικονομικό όφελος ή ΜΕΑ σε βλάβη της.»

 

            Και περαιτέρω, στη σελίδα 78 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει τα εξής:

 

«Παραβλέπουν όμως να αντιμετωπίσουν κεφαλαιώδη στοιχεία που προκύπτουν από αδιαμφισβήτητα γεγονότα και που αναδεικνύουν μια άθλια συμπεριφορά εκ μέρους του Εναγόμενου 2, που τον καθιστά ένα εντελώς αναξιόπιστο μάρτυρα στα λεχθέντα του οποίου δεν μπορεί να βασιστεί για οτιδήποτε το Δικαστήριο.»

 

            Όπως ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη στηρίζει τις αξιώσεις της σε δόλο και απάτη, ψυχική πίεση, πραγματική και τεκμαιρόμενη, όπως και κατάχρηση εμπιστοσύνης εκ μέρους του εφεσίβλητου 2. Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει τα σχετικά άρθρα του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, άρθρα 10, 14, 16, 17, 18, 19 και 20, όπως και σχετική νομολογία για το εν λόγω θέμα και αναφέρεται ενδεικτικά στην απόφαση Κεφάλας και άλλη v. Νικόλα (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1226 και το βάρος απόδειξης που προνοεί το άρθρο 16 (3) του Κεφ. 149, ορθά σημειώνει ότι εφόσον η συναλλαγή είναι υπέρμετρα επαχθής, το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί του άλλου έχει το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης. Σημειώνει επίσης ότι οι ειδικές σχέσεις που ενεργοποιούν το Τεκμήριο της ψυχικής πίεσης είναι δύο ειδών. Αυτές που ως θέμα δικαίου δημιουργούν το Τεκμήριο και οι άλλες η ύπαρξη των οποίων θα πρέπει να τεκμηριωθεί από τον παραπονούμενο. Στην πρώτη περίπτωση ο παραπονούμενος πρέπει να αποδείξει απλώς την ύπαρξη μίας ιστορικά καθιερωμένης σχέσης εμπιστοσύνης, π.χ. δικηγόρος και πελάτης από όπου προκύπτει το Τεκμήριο της ψυχικής πίεσης με όλα τα συνεπακόλουθα.

 

            Η εφεσίβλητη υποστήριξε πρωτόδικα ότι εφόσον ο εφεσείων 2 ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους ο δικηγόρος της, βρισκόταν σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι της και θεωρείται ότι ήταν σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης της και συνεπώς οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν συνεπεία ψυχικής πίεσης και χωρίς την ελεύθερη της συναίνεση. Προέβαλε περαιτέρω τη θέση ότι ο εφεσείων 2 γνωρίζοντας την επιθυμία της να αποκτήσει άδεια παραμονής κατηγορίας F στην Κύπρο, της παρέστησε ότι έπρεπε να αποκτήσει αρκετή ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο, ασκώντας της κατ' αυτό τον τρόπο ψυχική πίεση.

 

            Αναφέροντας τις νομικές αρχές που διέπουν το συγκεκριμένο θέμα και με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Σ.Π.Ε. Αγίας Φυλάξεως v. Πούλλα (2004) 1 (Β) Α.Α.Δ. 961, και ιδιαίτερα για τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, (βλ. Demerara Bauxite Co Ltd [1923] AC 673, 682, Gillespie & Sons v. Gardner (1909) και Wright v. Carter and Others (1900‑3) All E.R. 706, 718), το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καταλήγει ότι ο δικηγόρος οφείλει να αποδείξει κατά τρόπο θετικό ότι είχε αποκαλύψει, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, όλες τις πληροφορίες που είχε στην κατοχή του και περαιτέρω ότι η συναλλαγή ήταν αφ' εαυτής δίκαια, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις.

 

            Με αναφορά στο σύγγραμμα Pollock and Mulla on Indian Contract, 10η έκδοση σελ. 172-173, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι το αθέμιτο όφελος δεν είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται για το πρόσωπο που είχε τη σχέση εμπιστοσύνης, και αυτό με αναφορά στο επιχείρημα των εναγομένων ότι συμβάσεις καταρτίστηκαν μεταξύ της εφεσίβλητης και τις εφεσείουσας 1 και όχι του εφεσείοντα 2. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι στις πλείστες των συναλλαγών, ο εφεσείων 2 ήταν αξιωματούχος της εφεσείουσας 1 και σε εκείνες όμως που δεν ήταν, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της. Με αναφορά στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 33η έκδοση Τόμος 1, §8-10 καταλήγει ότι ακόμα και για τις συναλλαγές που έγιναν κατά τον χρόνο που ο εφεσείων 2 δεν ήταν αξιωματούχος της εφεσείουσας 1, η εφεσείουσα 1 δεσμεύεται εφόσον αυτός λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος της. Δεν βρίσκουμε κανένα λάθος στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αυτά τα ευρήματα του, τα οποία και επικυρώνονται.

 

            Ακολούθως απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο η γνώση της αγγλικής γλώσσας που είχε η εφεσίβλητη, αφού παραθέτει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του για το συγκεκριμένο ζήτημα τόσο από τους μάρτυρες που κάλεσε η εφεσίβλητη, όσο και τους μάρτυρες εκ πλευράς των εφεσειόντων 1 και 2, και αξιολογώντας τους σωστά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη σελίδα 23 της απόφασης του ως ακολούθως:


«Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι αρχές του 2008 το επίπεδο της Ενάγουσας στα αγγλικά ήταν χαμηλό. Μέχρι τον Ιούνιο του ιδίου έτους βελτιώθηκε και έφθασε το βασικό επίπεδο. Δεν θα μπορούσε όμως να αντιληφθεί πλήρως νομικά έγγραφα. Με τα μαθήματα που είχε στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο του 2008 το επίπεδο της ανέβηκε.  Είχε αφομοιώσει τα ουσιώδη της γλώσσας και μπορούσε να επικοινωνεί με ικανότητα και άνεση σε πολλά επαγγελματικά και προσωπικά περιεχόμενα και μπορούσε να εξεύρει διαφορετικούς τρόπους σύνταξης αυτού που επιθυμούσε να εκφράσει. Οι γνώσεις της αναμφίβολα βελτιώθηκαν με τη δεύτερη σειρά μαθημάτων στην Αγγλία τον Ιανουαρίου του 2009».

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης ορθά σημειώνει ότι δεν μπορεί να συνυπάρξει η απόκρυψη κάποιων πτυχών μιας συμφωνίας με τον καταρτισμό της σε γλώσσα που δεν αντιλαμβάνεται ή δεν κατανοεί πλήρως ο αντισυμβαλλόμενος. Μπορεί να υπάρχουν στοιχεία ψυχικής πίεσης σε σχέση με άλλες πτυχές της συμφωνίας, όμως δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα ψυχικής πίεσης σε σχέση με γεγονότα που δεν μπορούσε ο αντισυμβαλλόμενος να αντιληφθεί λόγω μη κατανόησης της γλώσσας στην οποία έχει συνταχθεί η συμφωνία. Εφόσον με τη ψυχική πίεση ο αντισυμβαλλόμενος πείθεται να αποδεχτεί κάτι, σημαίνει ότι το γνωρίζει. Εάν του αποκρύφτηκε, δεν θα υπήρχε λόγος να ασκηθεί ψυχική πίεση για να το αποδεχτεί. 

            Έχοντας ορθά καταλήξει στη θέση ότι δημιουργήθηκε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της εφεσίβλητης προς το πρόσωπο του εφεσείοντα 2 πέραν της συνήθους σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, που θα μπορούσε αντικειμενικά να δικαιολογήσει κάποιες εξυπηρετήσεις από τον εφεσείοντα 2, εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής του ιδιότητας ως δικηγόρου, και με το δεδομένο ότι η σχέση τους αναμφίβολα ήταν πέραν από επαγγελματική και φιλική και στενή, προχωρά το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει τα διάφορα ποσά που κατέβαλε η εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα 1 σε σχέση με τα διάφορα ακίνητα που αφορούν την αγωγή και ειδικά τα ακίνητα στην Παρεκκλησιά και στον Άγιο Τύχωνα και καταλήγει ότι οι τιμές του Κτηματολογίου ήταν ορθές και για τα δύο ακίνητα.


            Σε ό,τι αφορά την κατοικία της
Marie στην Παρεκκλησιά, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του για τη σύμβαση αυτή, καταλήγει καταπελτικά εναντίον του εφεσείοντα 2 όπως έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως στη σελίδα 34 της απόφασης του. Το εν λόγω απόσπασμα έχει αναφερθεί αυτούσιο πιο πάνω στην απόφαση μας.

 

            Συνεπεία των πιο πάνω, καταλήγει ότι τόσο η συμφωνία ημερ.20.5.2008 για την αγορά της κατοικίας της Marie μεταξύ της ενάγουσας και της ΜΕΑ, όσο και η μεταξύ τους ακυρωτική συμφωνία ημερ.29.8.2008, ήταν ετεροβαρής για την εφεσίβλητη. Καταλήγει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι και οι δύο αυτές συμφωνίες ήταν προϊόντα δόλου εκ μέρους του εφεσείοντα 2 ως αντιπροσώπου της εφεσείουσας 1 εναντίον της εφεσίβλητης, η συναίνεση της οποίας στη συνομολόγηση τους εξασφαλίστηκε με δόλο και θα πρέπει συνεπώς να ακυρωθούν και το ποσό που πληρώθηκε από την εφεσίβλητη στην εφεσείουσα 1 ως προκαταβολή να της επιστραφεί.

 

            Αναφορικά με τα μερίδια στην Παρεκκλησιά, με τα οποία η εφεσίβλητη αντάλλαξε την κατοικία της στον Άγιο Αθανάσιο αποκτώντας τα από τη ΜΕΑ, μερίδια 33/56, με βάση τη συμφωνία ανταλλαγής ακίνητων ημερ.30.9.2008, αλλά και τη συμφωνία ημερ.16.10.2008 για αγορά ακόμα 8/56 μεριδίων του ακίνητου στην Παρεκκλησιά από την εφεσείουσα 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας ενδελεχώς τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, την οποία και σημειώνει στην απόφαση του, κατέληξε ότι η εφεσείουσα 1 ενεργώντας μέσω του εφεσείοντα 2 αποκόμισε οικονομικό όφελος αγοράζοντας τα συγκεκριμένα μερίδια από τρίτο πρόσωπο και πωλώντας τα 2 μέρες μετά στην εφεσίβλητη με επ' αυξημένη τιμή, κάτι που καθιστούσε εμφανές, και είναι και εύρημα του Δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα 1 τα αγόρασε για να τα πουλήσει στην εφεσίβλητη.

 

            Σε σχέση με τη συμφωνία ημερ.11.3.2009, το πρωτόδικο Δικαστήριο με σαφήνεια κατέληξε ότι η εν λόγω συμφωνία συνιστά πτυχή του δόλιου σχεδιασμού του εφεσείοντα 2 να αποκτήσει την κυριότητα της κατοικίας της εφεσίβλητης στον Άγιο Αθανάσιο. Η εμπλοκή τρίτου «ανεξάρτητου» δικηγόρου o οποίος ουσιαστικά, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, λειτουργούσε κατ' εντολή του εφεσείοντα 2, όχι μόνο δεν ενδυναμώνει την υπόθεση της Υπεράσπισης, καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά επιβεβαιώνει ότι ο εναγόμενος 2‑εφεσείοντας 2 είχε δόλιους σχεδιασμούς και ενεργούσε κακόπιστα για να τους υλοποιήσει. Κατέληξε, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει όλων των δεδομένων που είχε ενώπιον του, ότι όλες οι συμφωνίες για την ανταλλαγή και την απόκτηση μεριδίων στο ακίνητο στην Παρεκκλησιά ήταν υπέρμετρα επαχθείς για την εφεσίβλητη. Το Τεκμήριο του νόμου εγείρεται και ενεργοποιείται. Ο εφεσείων 2 ήταν ο δικηγόρος της εφεσίβλητης και σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι της. Οι συμφωνίες θεωρούνται ότι επιτεύχθηκαν συνεπεία ψυχικής πίεσης.  Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τίποτε από τα όσα έχουν ακουστεί κατά τη δίκη δεν ανατρέπουν το Τεκμήριο. Αντίθετα, από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και τις προτροπές του εφεσείοντα 2 για να προβεί στις αγορές επιβεβαιώθηκε η ψυχική πίεση και ως γεγονός. Και καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατά την άποψη μας, ότι στις συμφωνίες αυτές η συναίνεση της εφεσίβλητης εξασφαλίστηκε με ψυχική πίεση, δεν ήταν ελεύθερη και συνεπώς οι συμφωνίες θα πρέπει να ακυρωθούν και να επιστραφεί στην εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των €603.073 που πλήρωσε.

 

            Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την κατοικία στον Άγιο Τύχωνα, τόσο για την ανέγερση της όσο και την αγορά της και μεταβίβαση της στην εφεσίβλητη, αλλά και τις διάφορες οικοδομικές εργασίες που συμφωνήθηκε να γίνουν στην εν λόγω κατοικία, αφού παραβάλλει με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του σε σχέση με αυτή από τους μάρτυρες τόσο δια ζώσης, αλλά και από τα διάφορα Τεκμήρια που κατατέθηκαν και αξιολογώντας τα ορθά και δίκαια με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας. Όπως καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφάνηκε ότι η εφεσίβλητη αγόρασε την εν λόγω κατοικία στον Άγιο Τύχωνα πληρώνοντας στις 5.8.2008, €410.064,35 στην εφεσείουσα 1, η οποία δεν ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και τα δικαιώματα της εδράζονταν επί πωλητήριου εγγράφου που είχε καταθέσει στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Η μεταβίβαση στο όνομα της εφεσίβλητης έγινε 8 μέρες αργότερα, διάστημα κατά το οποίο η εφεσίβλητη ήταν εκτεθειμένη. Το ποσό ήταν μεγαλύτερο από αυτό που συμφώνησε να το αγοράσει η εφεσείουσα 1, 17 μήνες προηγουμένως, αλλά και από την αξία που εκτιμήθηκε από το Κτηματολόγιο κατά τη μεταβίβαση. Σημειώνει επίσης ότι η εφεσίβλητη πλήρωσε για την κατοικία στον Άγιο Τύχωνα €410.064,35, ενώ η εφεσείουσα 1 την είχε αγοράσει 17 μήνες προηγουμένως για το ποσό των €256.290,22. Η αύξηση του 60% μεταξύ των δύο πράξεων σε χρόνο 15 μηνών, είναι μεγάλη.

            Για τις οικοδομικές εργασίες για την εν λόγω κατοικία επίσης το Δικαστήριο άκουσε αρκετή μαρτυρία, την οποία και καταγράφει στην απόφαση του. Σημειώνει επίσης ότι η εφεσείουσα 1 δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Η θέση της εφεσείουσας 1, την οποία ορθά κατά την άποψη μας απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι η ΜΕΑ δεν ανέλαβε τη διεκπεραίωση των οικοδομικών εργασιών, αλλά υπηρεσίες διαμεσολαβητή προς ανάθεση των εργασιών σε συγκεκριμένους εργολήπτες. Το Δικαστήριο αναφέρει ότι από τη μαρτυρία που έχει παρατεθεί προκύπτει με σαφήνεια ότι τόσο η εφεσείουσα 1 όσο και ο εφεσείων 2 συναλλάττονταν με τρίτα πρόσωπα για το έργο και όχι ως αντιπρόσωποι της εφεσίβλητης. 

 

            Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι με τη συμφωνία ημερ.5.10.2009 η εφεσείουσα 1 ανέλαβε την εκτέλεση οικοδομικού έργου, το οποίο νόμιμα μπορούσε να εκτελέσει μόνο εγγεγραμμένος εργολήπτης, που παραδεχτά η εφεσείουσα 1 δεν ήταν. Σχετικό είναι το άρθρο 24 (δ) του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως και η υπόθεση Χριστοφή και άλλη v. Φετοκάκη (2009) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1208. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι όσο παράνομη ήταν η εφεσείουσα 1 στην ανάληψη του κατασκευαστικού έργου, άλλο τόσο παράνομη ήταν και η εφεσίβλητη να της το αναθέσει. Και είναι γνωστή η αρχή ότι χρήματα τα οποία πληρώθηκαν στη βάση παράνομης σύμβασης δεν μπορούν να ανακτηθούν όταν οι συμβαλλόμενοι ευθύνονται στον ίδιο βαθμό.

 

            Σημειώνουμε εδώ ότι αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου αποτελεί και τον μοναδικό λόγο αντέφεσης επί του οποίου θα επανέλθουμε.

 

            Όπως περαιτέρω όμως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ποσό που έχει καταβληθεί για την εκτέλεση οικοδομικών έργων, που παραδεχτά δεν εκτελέστηκαν, αναγνωρίστηκε από την εφεσείουσα 1 ως επιστρεπτέο προς την εφεσίβλητη και συμπεριλήφθηκε στη συμφωνία ημερ.7.9.2009. Καταλήγει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, η συμφωνία που φέρεται να υπογράφτηκε την 5.8.2008 για την αγορά του ακίνητου στον Άγιο Τύχωνα ήταν έκδηλα επαχθής για την εφεσίβλητη που πλήρωσε €410.075,95, ενώ το ακίνητο άξιζε €320.000. Το Τεκμήριο του νόμου εγείρεται και ενεργοποιείται. Ο εφεσείων 2 ήταν ο δικηγόρος της εφεσίβλητης και σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι της, η συμφωνία θεωρείται ότι επιτεύχθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συναίνεση της εφεσίβλητης εξασφαλίστηκε με ψυχική πίεση, δεν ήταν ελεύθερη και συνεπώς η συμφωνία θα πρέπει να ακυρωθεί και να επιστραφεί στην εφεσίβλητη το ποσό των €410.075,95 που πλήρωσε. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ορθή κατά την άποψη μας, είναι ότι η εφεσείων 2 ψευδώς παρέστησε στην εφεσίβλητη ότι η αξία της γης και μόνο άξιζε την τιμή αγοράς της κατοικίας στον Άγιο Τύχωνα, γνωρίζοντας ότι η τιμή αγοράς ήταν υπερβολική υψηλή ακόμα και σε σχέση με το ακίνητο όπως πωλείτο, δηλαδή γη και κατοικία μαζί. Όπως επίσης ορθά καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, εάν η ενάγουσα‑εφεσίβλητη γνώριζε την πραγματικότητα σε σχέση με την αξία της γης, αναμφίβολα δεν θα συναινούσε στη συνομολόγηση συμφωνίας για την αγορά της. Η συναίνεση της προκλήθηκε από τη ψευδή παράσταση του εφεσείοντα 2. Κατά συνέπεια, η συμφωνία είναι ακυρώσιμη κατ' επιλογή της και λόγω δόλου εκ μέρους του εφεσείοντα 2 για την εφεσείουσα 1.

            Ακολούθως απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσο ισχύει η θέση της υπεράσπισης ότι η εφεσίβλητη επιβεβαίωσε με πράξεις της τη συμφωνία ανταλλαγής. Όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η σύμβαση που προέκυψε από την εξάσκηση ψυχικής πίεσης δεν είναι άκυρη, αλλά ακυρώσιμη. Το αθώο μέρος θα πρέπει να επιδιώξει την ακύρωση της μέσα σε εύλογο χρόνο μετά τη διακοπή της επιρροής η οποία οδήγησε στη σύναψη της, διαφορετικά θα θεωρηθεί ότι εγκρίνει την επίδικη πράξη και μάλιστα την επικυρώνει. Το επιχείρημα των εφεσειόντων είναι ότι η εφεσίβλητη είχε καταχωρίσει στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ.7.9.2009 για την αγορά των 96/784 μεριδίων του χωραφιού στην Παρεκκλησιά. Την ίδια μέρα καταχώρισε και το αγοραπωλητήριο ημερ.11.3.2009 για την ανταλλαγή της κατοικίας της με 33/56 μεριδίων του ιδίου χωραφιού. Την καταχώριση αυτή την απέσυρε κατόπιν συμβουλής που έλαβε από υπάλληλο του Κτηματολογίου. Ήταν η θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων ότι κατ' εκείνο το χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη λάμβανε συμβουλή από ανεξάρτητο δικηγόρο και όπως ισχυρίζεται στα δικόγραφα της, είχε ήδη αντιληφθεί ότι ο εφεσείων 2 την είχε καταδολιεύσει, άρα η καταχώριση αυτή των αγοραπωλητηρίων στο Κτηματολόγιο έγινε σε χρόνο που η εφεσίβλητη είχε πλήρως απαλλαγεί από την επίδραση του εφεσείοντα 2 και ενεργούσε ελεύθερα.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά απέρριψε και αυτή τη θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων, αναφέροντας ότι είναι πρόδηλο πως η κατάθεση της σύμβασης στο Κτηματολόγιο έγινε ως δέσμευση περιουσίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά ως εξασφάλιση για την είσπραξη αποζημιώσεων που θα μπορούσαν να επιδικαστούν υπέρ της και εναντίον της εφεσείουσας 1. Σημείωσε δε και το αυτονόητο, ότι ο όρος που προνοείτο στη συμφωνία ημερ.7.9.2009 ότι με αυτή διευθετούνταν όλες οι διαφορές μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας 1, δεν θα μπορούσε να ισχύει υπό τις περιστάσεις, αφού όταν επιζητείται η ακύρωση συμφωνιών συνεπεία ψυχικής πίεσης, η υπογραφή από το αθώο μέρος συμφωνίας ότι δεν έχει απαιτήσεις, δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή άκυρη.

 

            Είναι συναφώς η θέση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση του.

            Ειδικά, όσον αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε αξιολόγηση ή σε σωστή αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, απλή ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι η μαρτυρία της εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με μεγάλη προσοχή, και έγιναν δεκτές μόνο οι θέσεις της οι οποίες υποστηρίζονταν από έγγραφα και άλλα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, καθώς και από μαρτυρίες άλλων ανεξάρτητων και αξιόπιστων μαρτύρων. Είναι σημαντικό να αναδειχθεί ότι οι αξιώσεις της εφεσίβλητης αφορούσαν κυρίως το πρόσωπο του εφεσείοντα 2, o οποίος ήταν και αντιπρόσωπος και διευθυντής της εφεσείουσας 1. Αδιαμφισβήτητα μεταξύ εφεσείοντα 2 και εφεσίβλητης υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης, εφόσον υπήρχε αδιαμφισβήτητα σχέση δικηγόρου‑πελάτη, όπως και διαπροσωπική σχέση και ενδεχόμενα και ερωτική σχέση. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικεντρώνεται και εξηγείται σαφώς και εξαντλητικά στη σχέση εμπιστοσύνης δικηγόρου‑πελάτη. Υπενθυμίζουμε ξανά τα όσα ανάφερε το Δικαστήριο στη σελίδα 24 της απόφασης του, τα οποία έχουμε παραθέσει και πιο πάνω.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά αποφασίζοντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει κατά πόσο η σχέση εφεσείοντα 2 και εφεσίβλητης ήταν και ερωτική, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης βασιζόμενο στα διάφορα έγγραφα‑Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του, αλλά και στη μαρτυρία ανεξάρτητων αξιόπιστων μαρτύρων που ενίσχυσαν αυτή τη μαρτυρία. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έχοντας ως δεδομένη την αδιαμφισβήτητη σχέση δικηγόρου‑πελάτη μεταξύ εφεσείοντα 2 και εφεσίβλητης, και τις ξεκάθαρες νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα, ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο η πλευρά των εφεσειόντων απέτυχε να αποδείξει κατά τρόπο θετικό ότι αποκάλυψε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη όλες τις πληροφορίες που ο εφεσείων 2 είχε στην κατοχή του ως δικηγόρος, αλλά και επιπρόσθετα ότι οι συναλλαγές ήταν δίκαιες αφ' εαυτών, έχοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο στη σελίδα 34 όσο και στη σελίδα 78 της απόφασης του ήταν καταπέλτης σε σχέση με τη συμπεριφορά του εφεσείοντα 2 έναντι της εφεσίβλητης. Χαρακτηριστικά υπενθυμίζουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 34 της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο έχουμε παραθέσει ανωτέρω.

 

            Οι λόγοι έφεσης που αφορούν την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο μέρους της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και πάλι δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να μην αποδεχτεί μέρος μαρτυρίας μάρτυρα νοουμένου ότι τον έχει κρίνει κατά βάση αξιόπιστο. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Νίκος Αυξεντίου v. Λαουάχα Δίγκλη (2007) 1Α.Α.Δ. 1367 και Φάρμα Ρένος Χ"Ιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Πανίκκου Χίννη (2012) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1331.

            Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου για το σπίτι στον Άγιο Τύχωνα, αλλά και για τα μερίδια στην Παρεκκλησιά, είναι ιδιαίτερα ενδελεχής, λεπτομερής και αποτελούν αντικείμενο ορθής σκέψης και κρίσης. Ενδεικτικό είναι το εύρος των σελίδων της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τα θέματα αυτά.

 

            Ούτε οι λόγοι έφεσης που αφορούν τη θέση ότι η εφεσίβλητη καταδολίευσε το δημόσιο ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι συμφωνίες και τα αγοραπωλητήρια έγγραφα μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης συντάσσονταν και κατατίθονταν στο Κτηματολόγιο από τον εφεσείοντα 2, o οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ενεργούσε τόσο ως εκπρόσωπος του πωλητή (εφεσείουσας 1) όσο και ως δικηγόρος της αγοραστού (εφεσίβλητης). Επίσης, πλείστα των Τεκμηρίων ετοιμάστηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα 2 και μάλιστα στα ελληνικά, γλώσσα που ως το συμπέρασμα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τον επίδικο χρόνο η εφεσίβλητη δεν αντιλαμβανόταν ούτε κατ' ελάχιστο. Ο εφεσείων 2 ως δικηγόρος ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να έχει ευθύνη, εφόσον γνώριζε ως δικηγόρος, τι είναι μεμπτό και τι επιτρέπεται και επομένως οι ισχυρισμοί περί ψευδούς δήλωσης στην οποία προέβηκε η εφεσίβλητη ενώπιόν του Κτηματολογίου, πρόκειται για το Τεκμήριο 47 που είναι συνταγμένο εξ ολόκληρου στα ελληνικά, δεν μπορούσε να είχε συνταχθεί από την ίδια.

 

            Ορθό είναι και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι καταδολιεύτηκε το δημόσιο από τις συναλλαγές μεταξύ εφεσείουσας 1 και τρίτου προσώπου, του Θεμιστοκλέους, και ο λόγος έφεσης που αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι το εύρημα αυτό είναι λανθασμένο και το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε αυτό εφόσον δεν έλαβε υπόψη του το Τεκμήριο 178, που ήταν η φορολογική δήλωση της εφεσίβλητης για το έτος 2008, είναι εντελώς λανθασμένο. Αναφέρουμε σε σχέση με το θέμα αυτό ότι η εμπορική πράξη αρχικά μεταξύ εφεσείουσας 1 και Θεμιστοκλέους και ακολούθως της εφεσίβλητης, έγινε τον Αύγουστο του 2008. Το Τεκμήριο 178 που ήταν η φορολογική δήλωση της εφεσίβλητης για το έτος 2008, ετοιμάστηκε και κατατέθηκε 3 χρόνια σχεδόν μετά και συγκεκριμένα στις 5.5.2011. Και όπως ορθά σημειώνει και ο συνήγορος της εφεσίβλητης, είναι σημαντικό το γεγονός ότι το Τεκμήριο αυτό ετοιμάστηκε και κατατέθηκε στον Φόρο Εισοδήματος μετά που η εφεσίβλητη κατέστησε γνωστό στον εφεσείοντα 2 ότι είχε αντιληφθεί ότι είχε πέσει θύμα εξαπάτησης του και ότι επιθυμούσε την ακύρωση όλων των συμφωνιών και την επιστροφή των χρημάτων της.

 

            Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεχόμενο ως ορθές τις τιμές των επίδικων ακίνητων εκείνες του Κτηματολογίου, ήταν η καλύτερη δυνατή μαρτυρία ως ανεξάρτητη και ρεαλιστική που θα μπορούσε να έχει το Δικαστήριο για να καταλήξει στα συμπεράσματα του κατά πόσο οι εφεσείοντες πώλησαν τα διάφορα ακίνητα και δη την κατοικία στον Άγιο Τύχωνα στην εφεσίβλητη σε σωστή ή επαχθή τιμή.

 

            Όσον αφορά τα ποσά που η εφεσίβλητη διεκδικούσε να της επιστραφούν αναφορικά με την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι δήθεν αυτό που ανέλαβαν ήταν υπηρεσία διαμεσολαβητή προς ανάθεση εργασιών σε εγκεκριμένους εργολήπτες, ενώ υπήρχαν γραπτές συμφωνίες δυνάμει των οποίων η εφεσείουσα 1 ανέλαβε να εκτελέσει οικοδομικές εργασίες και όχι τη διαμεσολάβηση.

 

            Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη λειτουργούσε κάτω από ψυχική πίεση και ορθά απέρριψε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι επειδή είχε εμπειρία αναφορικά με την αγορά γης, είχε ελεύθερη σκέψη να λάβει την οποιαδήποτε απόφαση για αγορά ή όχι της επίδικης ιδιοκτησίας. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει, το ζήτημα δεν είναι η απόκτηση ακίνητης περιουσίας γενικά, αλλά η απόκτηση συγκεκριμένων ακίνητων στις τιμές που η εφεσίβλητη τα απέκτησε και με τα μειονεκτήματα που είχαν. Στη σελίδα 69 της πρωτόδικης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στο εξής συμπέρασμα το οποίο δεν αποτελεί λόγο έφεσης: «Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 2 ψευδώς παρέστησε στην ενάγουσα ότι η αξία της γης και μόνο άξιζε την τιμή αγοράς, γνωρίζοντας ότι η τιμή αγοράς ήταν υπερβολικά ψηλή, ακόμα και σε σχέση με τον ακίνητο όπως πωλείτο, δηλαδή τη γη και την κατοικία μαζί.»

            Οι τελευταίοι λόγοι έφεσης, 59, 60 και 61, αφορούν τη θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, τις αρχές της δίκαιης δίκης και την αρχή της ακρόασης και των δύο μερών, ισχυριζόμενοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τον συνήγορο της εφεσίβλητης στο ιδιαίτερο του γραφείο στις 7.10.2019, χωρίς να ειδοποιήσει τους εφεσείοντες και κατ' εκείνη την ημερομηνία άκουσε τον δικηγόρο της εφεσίβλητης, δεν κράτησε πρακτικά, ενώ οι συνήγοροι των εφεσειόντων ήταν ειδοποιημένοι για εμφάνιση στο Δικαστήριο για την υπόθεση στις 8.10.2019.


            Σε σχέση με το θέμα αυτό, υπάρχει σχετική σημείωση του πρωτόδικου δικαστή στον φάκελο. Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε ζητήσει να εμφανιστούν οι συνήγοροι των μερών στις 8.10.2019 για διευκρινίσεις σε σχέση με τον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμο του 2001 και 2004, αφού στις τελικές γραπτές αγορεύσεις των μερών γινόταν αναφορά σε παλαιότερη νομοθεσία. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήθελε τις θέσεις των μερών σε σχέση με το άρθρο 25 των εν λόγω νόμων που προνοεί ότι «Κανένας δεν μπορεί να αναθέσει ή να επιτρέψει την εκτέλεση οποιουδήποτε οικοδομικού ή τεχνικού έργου από πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης ή/και δεν κατέχει κατά τον ουσιώδη χρόνο ετήσια άδεια της τάξης και κατηγορίας στην οποία ανήκει το έργο.» Όπως αναφέρει στο σημείωμα του ο πρωτόδικος Δικαστής, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης τον επισκέφθηκε στις 7.10.2019 αναφέροντας του ότι είχε κάποιο κώλυμα για τις 8.10.2019 και συμφώνησε με τη θέση του Δικαστηρίου ότι ίσχυαν οι πιο πάνω νόμοι και το σχετικό άρθρο 25. Δεν τηρήθηκε πρακτικό επειδή δεν υπήρξε επιχειρηματολογία από πλευράς συνηγόρου εφεσίβλητης, παρά μόνο όπως έχει ήδη αναφερθεί αποδοχή της θέσης του Δικαστηρίου. Μάλιστα, στην τελική απόφαση δε του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το συγκεκριμένο ζήτημα αποφασίστηκε εναντίον της εφεσίβλητης και υπέρ των εφεσειόντων.

 

 

            Είναι φανερό ότι η ακρόαση της υπόθεσης είχε ολοκληρωθεί, είχαν γίνει οι τελικές αγορεύσεις και ο πρωτόδικος Δικαστής δεν απέκρυψε τη συνάντηση ημερ.7.10.2019, αντίθετα την αποκάλυψε στους συνηγόρους των εφεσειόντων όταν εμφανίστηκαν ενώπιόν του στις 8.10.2019, και επίσης σε αρμονία με τις θέσεις της νομολογίας, παραπέμπουμε σχετικά στην υπόθεση Locabail Ltd v. Bayfied Properties Ltd (2000) 1 All E.R. 65, ετοίμασε σχετική δήλωση περί του τι έλαβε χώρα. Σημειώνουμε επίσης ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε έθεσαν θέμα εξαίρεσης του πρωτόδικου Δικαστή, ούτε και ήγειραν τότε οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με τη συνάντηση που έγινε στις 7.10.2019. Αντίθετα περίμεναν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης που ήταν στις 24.10.2019 και ακολούθως ζήτησαν από τον Πρωτοκολλητή στις 11.11.2019 να πληροφορηθούν κατά πόσο υπήρχε πρακτικό για τη συνάντηση.

 

            Σύμφωνα με τις αρχές της υπόθεσης Locabail Ltd (ανωτέρω), οι εφεσείοντες κωλύονται από το να επικαλούνται την εμφάνιση του συνηγόρου της εφεσίβλητης στις 7.10.2019 και χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής:

«If, appropriate disclosure having been made by the judge, a party raises no objection to the judge hearing or continuing to hear the case, that party cannot thereafter complain of the other party and undermine both the reality and the appearance of justice to allow him to do so.»

 

            Ως εκ των ανωτέρω, κανένας από τους λόγους έφεσης δεν επιτυγχάνει. Αντίθετα, όλοι απορρίπτονται.

 

            Απομένει η εξέταση του μοναδικού λόγου αντέφεσης, o οποίος έχει καταγραφεί πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά αποφάσισε ότι η εφεσείουσα στην αντέφεση δεν δικαιούται την επιστροφή του συνολικού ποσού των €343.450 το οποίο είχε καταβάλει στην εναγόμενη 1 δυνάμει συμφωνιών για την εκτέλεση οικοδομικών έργων. Αντίθετα, την απέρριψε μερικώς με το αιτιολογικό ότι ανέθεσε παρανόμως την εκτέλεση οικοδομικών έργων στην εναγόμενη 1, η οποία δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 63‑67 της απόφασης του, παραθέτει νομολογία όπως και πρόνοιες του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων 2001 και 2004 όπως ίσχυε τότε και δη το άρθρο 25 του εν λόγω νόμου. Αφού αναφέρει ότι το θέμα παρανομίας μιας σύμβασης μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προέκυψε από τη μαρτυρία και παρά το γεγονός ότι δεν εγείρεται στη δικογραφία, και σχετικά παραθέτει τις αποφάσεις Ιωάννου και άλλοι v. Μουσκάλλη και άλλοι (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1595, και στην Ayia Napa Nissi Ltd και άλλοι v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 549 και Χρίστου v. S. D. Clinic Co Ltd (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2039 και Πισιάρας και άλλοι v. Μιχαηλίδη και άλλοι (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 817 και καταλήγει στη σελίδα 67 της απόφασης του ως ακολούθως:


«Συνεπώς όσο παράνομη ήταν η ΜΕΑ στην ανάληψη του κατασκευαστικού έργου, άλλο τόσο παράνομη ήταν και η ενάγουσα να της το αναθέσει. Χρήματα τα οποία πληρώθηκαν στη βάση παράνομης σύμβασης, δεν μπορούν να ανακτηθούν όταν οι συμβαλλόμενοι ευθύνονται στον ίδιο βαθμό... »

 

            Είναι σαφές δηλαδή από την κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι θεώρησε την εφεσείουσα στην αντέφεση και τους εναγόμενους-εφεσίβλητους ότι ευθύνονται στον ίδιο βαθμό. Γι' αυτό και αποφάσισε να μην αποδώσει στην εφεσείουσα στην αντέφεση τα ποσά των €214.450.

 

            Θεωρούμε ορθή την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας στην αντέφεση ότι στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα στην αντέφεση και η εναγόμενη 1 δεν ήταν in pari delicto. Από τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και τα ευρήματα του, προκύπτει σαφώς ότι η εφεσείουσα στην αντέφεση προέβηκε στην ανάθεση οικοδομικών εργασιών στην εναγόμενη 1, βασιζόμενη στο γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 που ήταν ο δικηγόρος της και σε σχέση εμπιστοσύνης με αυτή, αλλά ταυτόχρονα και ο αντιπρόσωπος της εναγόμενης 1, δεν θα την προέτρεπε να καταρτίσει συμφωνία που ήταν παράνομη. Προφανώς και η εφεσείουσα στην αντέφεση προέβη στην ανάθεση των οικοδομικών εργασιών στην εναγόμενη 1 βασιζόμενη στις παραστάσεις που της έγιναν από τον δικηγόρο της, ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη. Περαιτέρω, από κανένα σημείο της μαρτυρίας δεν φαίνεται να προκύπτει η θέση ότι ο εναγόμενος 2 ως όφειλε και είχε σχετικά ευθύνη και υποχρέωση ως δικηγόρος προς πελάτη να ενημερώσει την εφεσείουσα στην αντέφεση, ότι η εναγόμενη 1 δεν είχε άδεια εργολήπτη και ότι σύμφωνα με τον νόμο δεν μπορούσε να συναφθεί τέτοια συμφωνία. Ας μην ξεχνούμε ότι η εφεσείουσα στην αντέφεση ήταν αλλοδαπή και στηριζόταν, όπως διαφάνηκε μέσα από τη μαρτυρία, εξ ολόκληρου στις παραστάσεις και συμβουλές του εναγόμενου 2.

 

            Εν πάση περιπτώσει, αν η εφεσείουσα στην αντέφεση διέπραξε ποινικό αδίκημα (ενδεχόμενο που σαφώς δεν αποφαινόμαστε) με το να αναθέσει την εκτέλεση οικοδομικών έργων στην εναγόμενη 1, είναι διαφορετικό από το αν αυτή μπορεί να διεκδικήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εναγόμενη 1. 

            Στο σύγγραμμα Law of Contract, υπό Chashire Fifoot & Furmston, 11 έκδοση, σελ. 366, παρατηρούνται τα ακολούθα:

 

«If the parties to an illegal contract are not in pari delicto, the court in certain circumstances will allow the less blameworthy to recover what he may have transferred to the other. This relief is granted to the plaintiff upon proof that he has been the victim of fraud, duress or oppression at the hands of the defendant, or that the latter stood in a fiduciary position towards him and abused it. Where, for instance, the plaintiff has effected an insurance which in fact is illegal but which was represented to him by the insured as lawful, he will be entitled to recover the premiums which he has paid if the representation was fraudulent, but not if was not.» 

 

            Όπως αναφέρει και ο Lord Denning στην απόφαση Shelly v. Paddock [1980] 1 All E.R. 1009 την οποία οι εν λόγω συγγραφείς παραθέτουν μαζί με άλλες αποφάσεις:

 
«... I know that there are some cases where a person has not been able to recover when he has been guilty of evating the exchange control requlations or similar requlations... but it seems to me all together deferent when the parties are not in pari delicto... if there is something more in addition to a mistake of law ‑ if there is something in the defendant's conduct which shows that, if out of the two of them he is the one primary responsible for the mistake ‑ then it may be recovered back.»

 

            Ενόψει των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και απορρίπτονται. Η έφεση των εφεσειόντων 1 και 2 απορρίπτεται στην ολότητα της.

 

            Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 €10.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

 

            Με βάση την κατάληξη μας στην αντέφεση, κρίνουμε ότι θα πρέπει να επιστραφεί στην εφεσείουσα το ποσό των €214.450 και έτσι ο μοναδικός λόγος αντέφεσης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται με την προσθήκη απόφασης υπέρ της ενάγουσας στην αγωγή ‑ εφεσείουσας στην αντέφεση και εναντίον της εναγόμενης 1 στην αγωγή και εφεσίβλητης 1 στην αντέφεση για το ποσό αυτό με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής μέχρι εξόφλησης.


            Δεν εκδίδεται ξεχωριστή διαταγή για τα έξοδα στην αντέφεση, δεδομένου ότι αυτή εκδικάστηκε στα πλαίσια της έφεσης.

 

 

 

                ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                     Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                            

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο