ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 46/2023)

 

16 Ιουλίου 2024


[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Εφεσιβλήτου

 

--------------------------------------------

 

Α. Αντωνίου για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα

Γ. Πολυχρόνης για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκείς τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τις οποίες το Κακουργοδικείο Λάρνακας επέβαλε στον Εφεσίβλητο (Κατηγορούμενος 1) κατόπιν παραδοχής, για τα αδικήματα της εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης (6η κατηγορία) και παράνομου τραυματισμού (2η κατηγορία) κατά παράβαση των Άρθρων 228(α) και 234 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (εφεξής «ΠΚ») αντίστοιχα. Για το αδίκημα του Άρθρου 228(α) του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών και για το αδίκημα του Άρθρου 234 ποινή φυλάκισης 1 έτους. Του επιβλήθηκαν επίσης συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών για επίθεση με πρόκληση πραγματικής βλάβης (Άρθρο 234 ΠΚ), (3η κατηγορία) και ποινή φυλάκισης 4 μηνών για απειλή (Άρθρο 91Α ΠΚ), (4η κατηγορία). Αντιμετώπισε και κατηγορία συνωμοσίας (1η κατηγορία) για πρόκληση τραυματισμού του θύματος στην οποία δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε  ποινή. Τις κατηγορίες συνωμοσίας, πρόκλησης παράνομου τραυματισμού και πραγματικής σωματικής βλάβης, αντιμετώπισε και άλλο κατηγορούμενο πρόσωπο (Κατηγορούμενος 2) στο οποίο επιβλήθηκαν οι ίδιες ποινές. Ο Κατηγορούμενος 3 αντιμετώπισε μόνο μια κατηγορία για κοινή επίθεση στην οποία του επιβλήθηκε πρόστιμο 800 Ευρώ.

 

        Τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την επιβολή ποινής, ως εκτίθενται στην απόφαση του Κακουργοδικείου, είναι τα ακόλουθα:

 

        «Ο παραπονούμενος στην υπόθεση Α… Α…, 43 ετών, ήταν κατά τον επίδικο χρόνο ιδιοκτήτης καφενείου στην Λάρνακα. O 1ος κατηγορούμενος ήταν στο παρελθόν θαμώνας στο καφενείο και είχε φιλικές σχέσεις με τον παραπονούμενο. Προέκυψε στην συνέχεια κάποια οικονομική διαφορά μεταξύ τους.

 

        Στις 03/07/2020 ο 1ος κατηγορούμενος κάλεσε τον παραπονούμενο στο κινητό του τηλέφωνο και του ζητούσε να μεταβεί στο διπλανό καφενείο για να μιλήσουν. Ταυτόχρονα ο παραπονούμενος βγήκε έξω από το καφενείο και τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του μαζί με άλλα 6-7 πρόσωπα μεταξύ των οποίων και οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι. Ο 1ος κατηγορούμενος άρχισε να ρωτά τον παραπονούμενο σε σχέση με την διαφορά που είχαν μεταξύ τους. Αμέσως μετά οι κατηγορούμενοι μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα που ήταν μαζί τους επιτέθηκαν στον παραπονούμενο ρίχνοντας τον αρχικά στο έδαφος και στην συνέχεια κτυπώντας τον σε διάφορα σημεία του σώματος με τα χέρια και τα πόδια τους. Σε εκείνο το στάδιο δεν φαίνεται να προκλήθηκαν ουσιαστικές κακώσεις από τα κτυπήματα. Ο 1ος κατηγορούμενος όμως επιτέθηκε στον παραπονούμενο και τον δάγκωσε στο αυτί αποκόπτοντας το πάνω μέρος σε βάθος 1 εκατοστού περίπου. Η επίθεση τερματίστηκε όταν παρενέβηκαν θαμώνες του καφενείου. Τότε ο 1ος κατηγορούμενος άρχισε να απειλεί τον παραπονούμενο, μεταξύ άλλων λέγοντας «Ρε εμείς έντζίε έχουμε κοπελλούθκια, έγλεπε τα κοπελλούθκια σου καημένε μου». Οι κατηγορούμενοι σταδιακά απομακρύνθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το διπλανό καφενείο.

 

        Στην συνέχεια και ενώ ο παραπονούμενος μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιο φίλο του για να λάβει συμβουλή ως προς το πως θα χειριστεί το ζήτημα, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 επανήλθαν μαζί με 6-7 πρόσωπα, έχοντας στην κατοχή τους ξύλα και ρόπαλα και άρχισαν να κτυπούν τον παραπονούμενο ως αναφέρεται στην 2η και 3η κατηγορία. Υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να διευκρινιστεί ποιος κρατούσε τι και ποιος, υπό την πραγματική έννοια, προκάλεσε ποιο τραύμα. Η επίθεση τερματίστηκε και πάλι μετά από την επιμονή παρευρισκόμενων και ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε από φίλο του στο Τμήμα Α' Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας. Από τα κτυπήματα προκλήθηκαν οι ακόλουθοι τραυματισμοί και σωματικές βλάβες:

 

        -κάταγμα δεξιού οφθαλμικού κόγχου, δηλαδή του οστού αμέσως κάτω από το μάτι, το οποίο αποκαταστάθηκε με την πάροδο του χρόνου,

 

        -οπή στην επιφάνεια του δεξιού ματιού, για την οποία έγινε επέμβαση με λέιζερ προκειμένου να αποφευχθεί αποκόλληση και θα χρειάζεται χρόνια παρακολούθηση,

 

        -το κομμάτι που αποκόπηκε από το αυτί περιλάμβανε δέρμα και χόνδρο, δεν μπορούσε να συγκολληθεί, και προκειμένου να κλείσει η πληγή τοποθετήθηκε δερματικός κρημνός (μόσχευμα αντί δέρματος) με προοπτική μελλοντικής προσθετικής επέμβασης πλαστικού μοσχεύματος - κάτι που δεν έγινε μέχρι σήμερα λόγω του μεγάλου κόστους,

 

        -μώλωπες στην πλάτη.

 

        O παραπονούμενος καταχώρησε εναντίον των κατηγορουμένων την αστική αγωγή 12…/2000 στην κλίμακα 100000-500000».

 

        Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι η σωρευτική εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, ο οποίος είχε τον ηγετικό ρόλο στα δυο περιστατικά βίας, θα έπρεπε να οδηγήσει σε αυξημένη ποινή σε κάθε κατηγορία, επικαλούμενος τον λόγο της Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 54/2019, ημερ. 19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D195, χωρίς να αμφισβητεί ότι ορθώς επιβλήθηκε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης καθότι τα δυο περιστατικά ήταν χρονικά και τοπικά άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, αποτελώντας μια «ενιαία συμπεριφορά» (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποιν. Έφ. 132/17, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B260). Προσέτι, είναι η θέση του ότι εσφαλμένα (α) δεν προσμετρήθηκε ως επιβαρυντική η απουσία μεταμέλειας από τη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου απέναντι στη δικαστική διαδικασία, και (β) προσμέτρησε προς όφελος του η επικαλούμενη καθυστέρηση για την οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό.

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου στην ικανή του αγόρευση διαφωνεί με τις πιο πάνω θέσεις υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίζει επίσης ότι από τα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου, δεν προκύπτει ότι ο Εφεσίβλητος είχε τον ηγετικό ρόλο και πως αν τίθετο τέτοιος ισχυρισμός θα τύγχανε αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση και θα ακολουθείτο διαδικασία περιορισμένης ακρόασης «Newton Trial». Στη γραπτή του αγόρευση ενώπιον του Κακουργοδικείου ανέφερε (σελ. 7) ότι δεν υπάρχει μαρτυρία κατά πόσο τα υπόλοιπα άτομα που επιτέθηκαν στον παραπονούμενο είχαν μαζί του διαφορές ή ότι ο Εφεσίβλητος τους έδωσε οδηγίες να επιτεθούν στον παραπονούμενο ή ενεργούσαν υπό τις διαταγές του, ούτως ώστε να μπορεί να προβεί σε εύρημα ότι είχε τον ηγετικό ρόλο σύμφωνα και με τις Αγγλικές κατευθυντήριες γραμμές.

 

        Ο Εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου και κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 22,5 ετών.

 

        Είναι παγίως νομολογημένο ότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση δεν αποτελεί μέσο για επανακαθορισμό της ποινής. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται σε περίπτωση που η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική. Σύμφωνα με την κλασσική απόφαση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, «Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:- (1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται και, (2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου», το οποίο, ως εξηγείται, συναρτάται με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303). Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται επίσης όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τον νόμο ή τα γεγονότα ή και τα δυο, ή όπου λήφθηκε υπόψη εξωγενής παράγοντας (βλ. Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 97 - 102).

 

        Οι αποφάσεις επιβολής ποινών δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και τις συνθήκες διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Είναι όμως ενδεικτικές στον καθορισμό του μέτρου της τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1, A.R.R. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 20/22, ημερ. 30.4.2024).

 

        Αναφορικά με την αρχή της συνολικότητας της ποινής στις αναθεωρημένες κατευθυντήριες οδηγίες του Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου επί του θέματος, ισχύουσες από 1.7.2023, αναφέρεται ότι:

 

“When sentencing for more than one offence, the overriding principle of totality is that the overall sentence should:

·                reflect all of the offending behaviour with reference to overall harm and culpability, together with the aggravating and mitigating factors relating to the offences and those personal to the offender; and

·                be just and proportionate”.

 

        Περαιτέρω, αναφέρεται ότι εκεί που θα επιβληθούν συντρέχουσες ποινές, η κύρια ποινή (lead sentence) θα πρέπει να είναι δίκαιη και αναλογική ούτως ώστε να αντανακλά το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς.

 

        Στις υποθέσεις Νικολάου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά (ανωτέρω), όπου γίνεται ευρεία ανασκόπηση των αρχών που διέπουν την επιβολή συντρεχουσών και διαδοχικών ποινών φυλάκισης, αντλείται καθοδήγηση από τις κατευθυντήριες γραμμές του Sentencing Council του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

        Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τις θέσεις των δυο πλευρών και τα όσα ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι κατά τις προφορικές τους αγορεύσεις. Δεν συμφωνούμε ότι οι προσβληθείσες ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Το Κακουργοδικείο στην εμπεριστατωμένη του απόφαση φαίνεται να έλαβε υπόψη κάθε τι το οποίο θα μπορούσε να προσμετρήσει στον καθορισμό του ύψους της ποινής. Τονίστηκε η αυστηρότητα με την οποία θα πρέπει να τιμωρείται η χρήση βίας κατά συνανθρώπου η οποία πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλος (2001) 2 Α.Α.Δ. 95), καθώς και η ιδιάζουσα σοβαρότητα του αδικήματος του Άρθρου 228(α) του ΠΚ, για το οποίο προβλέπεται ως μέγιστη ποινή η δια βίου φυλάκιση (βλ. Πίσκοπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 172/2015, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:D108).

 

        Το Κακουργοδικείο αναφέρεται σε σωρεία επιβαρυντικών και ελαφρυντικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη βάσει της Κυπριακής και Αγγλικής νομολογίας εν σχέσει με το ανάλογο αδίκημα του Άρθρου 18 του Offences Against the Person Act 1861 (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023, Β2.82-99). Γενικά η έκταση της τιμωρίας ποικίλλει ανάλογα με τον βαθμό της ασκηθείσας βίας και των επιπτώσεων της στο θύμα. Η δε επίθεση σε δημόσιο χώρο στην παρουσία άλλων προσώπων, αποτελεί απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά, η οποία πέραν του σωματικού τραυματισμού, επιφέρει τον βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 581). Η διενέργεια επίθεσης με ομάδα προσώπων αποτελεί πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκκη (2012) 2 Α.Α.Δ. 285, Cotorceanu κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 84/20 κ.ά., ημερ. 17.2.2021, Andrew Ashworth Principles of Sentencing, 7η έκδοση (2021), παρ. 5.2.2.3).

 

        Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λαζαρή (ανωτέρω) επισημαίνεται η ανάγκη επιβολής αυστηρότερων ποινών στα αδικήματα που στρέφονται κατά της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου καθότι «όχι μόνον δεν παρουσιάζουν κάμψη αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας».

 

        Ως προς τον ρόλο του Εφεσίβλητου στα δυο περιστατικά βίας, το Κακουργοδικείο λαμβάνει υπόψη ότι παρότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε τον ηγετικό ρόλο, είναι αυτός που είχε οικονομικές διαφορές με τον παραπονούμενο για την επίλυση των οποίων κατέφυγε στη χρήση βίας. Εφόσον στα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή δεν αποδίδεται στον Εφεσίβλητο ηγετικός ρόλος και εν όψει της περί του αντιθέτου θέσης της Υπεράσπισης κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ορθώς δεν λήφθηκε υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, στην απουσία διεξαγωγής περιορισμένης δίκης γνωστής ως «Newton Trial» (βλ. Landau v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 178, Haggag v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 52, Αριστείδου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 212, Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 118). Εάν δεν διεξαχθεί διαδικασία Newton Trial για την επίλυση διαφοράς επί αμφισβητούμενου γεγονότος, η εκδοχή γεγονότων της υπεράσπισης πρέπει κατά το δυνατό να γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο (βλ. Sentencing in Cyprus, Γ.Μ. Πική, 2η έκδοση, σελ. 57-58, Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)) εκτός εάν είναι απίθανη ή παράλογη (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023, D20.18).  

 

        Εκείνο στο οποίο ορθώς αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα από το Κακουργοδικείο είναι ότι ο Εφεσίβλητος δάγκωσε τον παραπονούμενο στο δεξί αυτί με αποτέλεσμα να του αποκόψει κομμάτι, πράγμα το οποίο αποτελεί ιδιαίτερα βάναυση συμπεριφορά και αντικείμενο ξεχωριστής κατηγορίας. Ο Εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα δόντια του ως ισοδύναμο επιθετικού όπλου (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2023, B2.94, A-G’s Reference (No. 6 of 2015) (Voisey) [2015] EWCA Crim 625, παρ. 26), αφήνοντας μόνιμα κατάλοιπα στον παραπονούμενο. Περιπλέον, παρά την παρέμβαση τρίτων, εκστόμισε και απειλή εναντίον του. Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι στο πρώτο περιστατικό «δεν φαίνεται να δημιουργήθηκαν ουσιαστικές κακώσεις από τα χτυπήματα», πέραν της βαριάς σωματικής βλάβης που προκάλεσε ο Εφεσίβλητος. Με βάση αυτό το δεδομένο ο Κατηγορούμενος 3 κατηγορήθηκε μόνο για κοινή επίθεση.

 

        Λήφθηκε επίσης υπόψη η σχεδόν άμεση επανάληψη της βίας στο δεύτερο περιστατικό στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν ξύλα και ρόπαλα από ομάδα ατόμων στην οποία συμμετείχε ο Εφεσίβλητος, πράγμα το οποίο αποτελεί πρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο. Η εκ νέου άσκηση βίας κατά του θύματος, προκάλεσε τραυματισμό στο μάτι για τον οποίο υπεβλήθη σε εγχείρηση και θα χρειαστεί χρόνια παρακολούθηση. Σε σχέση με το δεύτερο περιστατικό, το Κακουργοδικείο επισημαίνει ότι δεν διακρίνει διαφοροποίηση των ρόλων του Εφεσίβλητου και του Κατηγορούμενου 2, καίτοι η συνολική αξιόποινη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου είναι σοβαρότερη λόγω της προηγηθείσας αποκοπής μέρους του αυτιού του θύματος κατά το πρώτο περιστατικό βίας.

 

        Σημαντική είναι επίσης η παρατήρηση του Κακουργοδικείου ότι η διαφοροποίηση γενικά του ρόλου εκάστου των τριών κατηγορούμενων προκύπτει και από τη διαφοροποίηση στο είδος των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν στο σύνολο, το οποίο οδήγησε στην επιβολή σαφώς αυστηρότερης ποινής στον Εφεσίβλητο για το αδίκημα του Άρθρου 228(α) του ΠΚ.

 

        Εν σχέσει με την κατανάλωση αλκοόλης και τη χρήση κοκαΐνης από τον Εφεσίβλητο πριν τη διάπραξη των αδικημάτων, η οποία ήταν εθελούσια, το Κακουργοδικείο απέδωσε μειωμένη σημασία στον εν λόγω παράγοντα με το σκεπτικό ότι δεν εξηγήθηκε ποια ακριβώς ήταν η επίδραση του στον Εφεσίβλητο. Συμφώνως της νομολογίας «[σ]το βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας· νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος» (βλ. Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417). Το θέμα αυτό δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω καθότι δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης (βλ. κατ’ αναλογία Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189).

 

        Προς μετριασμό της ποινής ορθώς ελήφθη υπόψη η απουσία ιδιαίτερου προσχεδιασμού και η συναισθηματική φόρτιση (βλ. Sentencing in Cyprus, Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σελ. 66-67) κάτω από την οποία ενήργησε ο Εφεσίβλητος. Διαφωνούμε με τη θέση ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας συνιστά έλλειψη μεταμέλειας η απουσία του Εφεσίβλητου από το Δικαστήριο για δυο δικασίμους μετά την παραδοχή του στις κατηγορίες. Με κάθε σεβασμό το εν λόγω ζήτημα δεν σχετίζεται με την έλλειψη μεταμέλειας αλλά με τον συνυπολογισμό του χρόνου από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής ως μετριαστικού παράγοντα. Η έμπρακτη μεταμέλεια του Εφεσίβλητου προκύπτει από την παραδοχή του στη διάπραξη των αδικημάτων μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, για την οποία δικαιολογείτο ανάλογη έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 208/18, ημερ. 27.11.2019).

 

        Σε ό,τι αφορά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, αυτό ορθώς προσμέτρησε ως μετριαστικός παράγοντας βάσει της πάγιας θέσης της νομολογίας, η οποία αντανακλάται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276:

 

“Εντούτοις, όπως διαπιστώνεται, το Κακουργιοδικείο προσέδωσε στην καθυστέρηση η οποία υπήρξε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής σχετική σημασία, αναγνωρίζοντας ότι αυτή αφορούσε, ούτως ή άλλως, σε «ένα αντικειμενικό δεδομένο», όπως ορθά την χαρακτήρισε. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την πάγια, πλέον, θέση της νομολογίας ότι, κατά την εξέταση του υπό αναφορά παράγοντα, συνεκτιμάται ο χρόνος που παρέρχεται από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής, ώστε το ύψος της επιβληθησομένης ποινής να αντανακλά την ωφελιμότητα της τιμωρίας, ως μέτρου αποτροπής ή/και αναμόρφωσης του παραβάτη, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αραμπίδη, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2011, ημερ. 5.12.2013). Συγχρόνως, όπου υπάρχει καθυστέρηση, όπως εδώ, δεν πρέπει να παραβλέπεται και η υποκειμενική πτυχή, η οποία αφορά σε τυχόν αλλαγές που μπορεί να έχουν επέλθει, στο μεταξύ, στις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου και πιθανόν να δικαιολογούν την επιβολή μιας πιο επιεικούς ποινής, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Σε σχέση με την τελευταία αυτήν πτυχή, δεν τέθηκε θέμα”.

 

        Εν προκειμένω η αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Εφεσίβλητου αφορούσε στο ότι (α) προγραμματίζει να αρραβωνιαστεί και (β) ενεπλάκη σε σοβαρό τροχαίο ατύχημα το οποίο επηρέασε την ικανότητα εργασίας του. Ο Εφεσείων εισηγείται ότι ο χρόνος δεν θα έπρεπε να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας καθότι πριν και μετά την παραδοχή, υπήρξαν επανειλημμένες αναβολές της υπόθεσης κυρίως εξ υπαιτιότητας του Εφεσίβλητου. Έχουμε διεξέλθει το πρακτικό της πρωτόδικης διαδικασίας. Από τις 12 ημερομηνίες που η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Κακουργοδικείου πριν την παραδοχή του Εφεσίβλητου, οι τρεις πρώτες αφορούσαν δικαιολογημένη απουσία του για ιατρικούς λόγους ένεκα σοβαρού τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα, τρεις άλλες αφορούσαν τη διαδικασία αίτησης και έγκρισης αιτήματος νομικής αρωγής περιλαμβανομένης της ετοιμασίας έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, και μια άλλη αφορούσε πάλι απουσία του λόγω νοσηλείας σε άλλο τροχαίο ατύχημα με μοτοσυκλέτα.

 

        Υπήρξαν και δυο αναβολές λόγω μη παρουσίας του Κατηγορούμενου 2, ο οποίος κρατείτο ως υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές για άλλη υπόθεση αφορώσα αδικήματα μεταγενέστερα της παρούσας, μια αναβολή λόγω αλλαγής δικηγόρου του Κατηγορούμενου 3 και μια αναβολή λόγω άλλης συνεχιζόμενης υπόθεσης του Κακουργοδικείου. Μετά την παραδοχή του, ο Εφεσίβλητος δεν παρουσιάστηκε δυο φορές ενώπιον του Κακουργοδικείου επειδή, ως ανέφερε, φοβόταν την ποινή φυλάκισης η οποία επρόκειτο να του επιβληθεί. Οι τελευταίες δυο φορές θεωρήθηκαν ως μη δικαιολογημένη απουσία και κατασχέθηκε μέρος της προσωπικής του εγγύησης.

 

        Από το ιστορικό της διαδικασίας δεν θεωρούμε ότι υπήρξε τέτοια καθυστέρηση εξ υπαιτιότητας του Εφεσίβλητου ώστε να καθίσταται εσφαλμένη η προσμέτρηση της ως ελαφρυντικού παράγοντα υπέρ του. Η απουσία του για λόγους υγείας δεν αποτελεί καθυστέρηση της διαδικασίας για την οποία ευθύνεται ο ίδιος, όπως ούτε και η διαδικασία υποβολής και έγκρισης αιτήματος δωρεάν νομικής αρωγής, πράγμα το οποίο αποτελεί δικαίωμα απορρέον εκ του νόμου. Περιπλέον, ακόμη και όπου για την καθυστέρηση ευθύνεται ο κατηγορούμενος, αυτή δύναται να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, εάν στο μεταξύ επήλθε μεταβολή των προσωπικών του συνθηκών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Επομένως, η προσέγγιση του Κακουργοδικείου επί του προκειμένου υπήρξε καθόλα ορθή.

 

        Το Κακουργοδικείο επίσης έλαβε υπόψη και στάθμισε στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής τις προσωπικές συνθήκες, το νεαρό της ηλικίας και λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσίβλητου. Σε άτομα νεαρής ηλικίας η ανάγκη για αποτροπή μετριάζεται από το συμφέρον της κοινωνίας στην αναμόρφωση (βλ. Sentencing in Cyprus, Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σελ. 88-90).

 

        Στον καθορισμό του ύψους της ποινής το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε ενδεικτικά σε προηγούμενη νομολογία αφορώσα αδικήματα του Άρθρου 228(α) του ΠΚ [(βλ. Πίσκοπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, Χατζηπέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 468, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (2008) 2 Α.Α.Δ. 207, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, (ανωτέρω)]. Λαμβάνουμε επίσης ενδεικτικά υπόψη τις υποθέσεις Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189, και Arhcraf v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/21 κ.ά, ημερ. 15.4.2022).

 

        Σχετική είναι και η Αγγλική υπόθεση A-Gs Reference (No.6 of 2015) (Voisey) (ανωτέρω), στην οποία αυξήθηκε ποινή φυλάκισης από 2,5 σε 4,5 έτη λόγω πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης από τον εκεί εφεσίβλητο σε πρόσωπο το οποίο εργαζόταν στην είσοδο μπιραρίας, όταν σε κατάσταση μέθης του επιτέθηκε δαγκώνοντας και αποκόπτοντας μεγάλο μέρος του αυτιού του (5 χ 2 εκατοστά) το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μερική απώλεια ακοής και απώλεια εργασίας (λόγω της παραμόρφωσης) με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Ο εφεσίβλητος ήταν 33 ετών με ιστορικό προηγούμενων αδικημάτων. Συγκριτικά η βαριά σωματική βλάβη του θύματος στην προκείμενη περίπτωση ήταν σαφώς μικρότερης έκτασης και χωρίς επιπτώσεις στην ακοή ενώ δεν υπήρξαν συνέπειες στην εργασία του.

 

        Γενικώς, στην παρούσα οι επιβληθείσες ποινές για βαριά σωματική βλάβη και παράνομο τραυματισμό συνιστούν δίκαιη και αναλογική αντιμετώπιση του Εφεσίβλητου, αντανακλώντας στο σύνολο την έκνομη του συμπεριφορά για τα δυο αλληλένδετα περιστατικά βίας.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.  

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο