ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Αρ.: 05/2023)

 

04 Ιουλίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

G. L.,

Εφεσείουσα,

 

v.

 

G. A.,

Εφεσίβλητου.

 

____________________

 

Λ. Λουκά με Σ. Χριστοδούλου (κα) και Β. Χριστοφόρου (κα) για κ.κ. Λουκάς Π. Λουκά Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ν. Μαλά (κα) για κ.κ. Αρετή Χαριδήμου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Οι διάδικοι, τέλεσαν γάμο στις 27.07.2002 στη Ρωσία.  Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί.  Η διάσταση στη σχέση τους επήλθε στις 21.05.2012 και ο γάμος τους λύθηκε στις 11.12.2012, με απόφαση του Δικαστηρίου της Μόσχας.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αίτηση περιουσιακών διαφορών με την οποία διεκδικούσε από τον εφεσίβλητο, στη βάση της συνεισφοράς της, όπως της μεταβιβασθεί το ½ μερίδιο κατοικίας που αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου. Δικαιούχος προς εγγραφή ολόκληρης της κατοικίας, με βάση συμφωνία πώλησης, ήτο ο εφεσίβλητος.  Διαζευκτικά, ζητούσε απόφαση για το ποσό των €421.721,00 που αντιπροσώπευε, σύμφωνα με τη θέση της, το 50% της αξίας της κατοικίας, κατά τον χρόνο διακοπής της συμβίωσης.

 

Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, έδωσαν μαρτυρία για την εφεσείουσα, η ίδια (ΜΑ1) και εκτιμητής ακινήτων (ΜΑ2), ο οποίος ετοίμασε εκτίμηση για το επίδικο ακίνητο. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος δεν πρόσφερε μαρτυρία, κατέθεσε όμως γι’ αυτόν υπάλληλος στην εταιρεία από την οποία αγοράστηκε η επίδικη κατοικία (ΜΥ1).

 

Η αξίωση της εφεσείουσας απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της ποιότητας της μαρτυρίας της, την οποία χαρακτήρισε ως μετέωρη, αστήρικτη και αβάσιμη, διατυπώνοντας το εύρημα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε οποιαδήποτε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου.

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το  πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της, αφού δεν υπήρχε αντίλογος στους ισχυρισμούς της. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη το Άρθρο 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν. 232/91), δηλαδή δεν καθόρισε τη συνεισφορά της εφεσείουσας, με βάση το τεκμήριο του 1/3.

 

Η υπό κρίση υπόθεση εδράζεται στο Άρθρο 14 του Ν. 232/91, το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή, άλλη χαριστική αιτία·

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»

 

Οι όροι «περιουσία» και «συνεισφορά» στο Άρθρο 2 του Ν. 232/91, εξηγούνται ως ακολούθως:

 

««περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους»

…………………………………………………………………………..

 

««συνεισφορά» σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»

 

Στη θεμελιακή υπόθεση επί του θέματος Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ' εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.

(γ)  Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, όπως και στο Αγγλικό δίκαιο το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη.  Αντίθετα όμως, από το Αγγλικό δίκαιο, εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο.

….………………………………………………………………………..

Η αύξηση της περιουσίας είναι στοιχείο σχετικό. Συναρτάται, αφενός, με την αξία της περιουσίας και αφετέρου, με τις οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία. Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σ' αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας.

Το πρώτο που πρέπει να τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού…... Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, και το τρίτο, ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς.  Εάν η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική, ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του νόμου.

……………………………………………………………………………

Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου.»

 

Για τον υπολογισμό της αύξησης, πρέπει να συγκριθεί η περιουσία του συζύγου, κατά το χρόνο της δημιουργίας της, η αρχική δηλαδή περιουσία και κατά τη διάσταση, η τελική.  Η διαφορά συνιστά την αύξηση και αυτή αποτιμάται σε χρήμα (βλ. Σοφοκλέους v. Σοφοκλέους (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1030). 

 

Ο δικαιούχος σύζυγος δύναται να επικαλεστεί, είτε το τεκμήριο του 1/3, τον τεκμαρτό δηλαδή υπολογισμό, είτε τον πραγματικό υπολογισμό.  Αίτημα του δικαιούχου συζύγου για ποσοστό συνεισφοράς μεγαλύτερο του 1/3, δηλαδή αίτημα του να υπολογισθεί η συνεισφορά του με βάση τον πραγματικό υπολογισμό, δεν αποκλείει τον τερμακτό υπολογισμό του 1/3, εφόσον η συμβολή κατά το ποσοστό αυτό τεκμαίρεται εν πάση περιπτώσει από το νόμο (βλ. Σκουτέλλα v. Σκουτέλλα, Έφεση Αρ. 43/12, ημερ. 24.03.2017, ECLI:CY:DOD:2017:3).

 

Από τα δικόγραφα που καταχώρησαν οι διάδικοι, προκύπτουν τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:

 

(i)  Στις 06.07.2009 αγοράστηκε η επίδικη κατοικία στη Λεμεσό για το ποσό των €867.000,00, δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου επ’ ονόματι του εφεσίβλητου, το οποίο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο.

 

(ii)  Για την πιο πάνω αγορά, δόθηκε προκαταβολή ύψους €298.303,00.

 

(iii)  Για το υπόλοιπο ύψους €569.000,00, ο εφεσίβλητος συνήψε δάνειο, με εγγυήτρια την εφεσείουσα.

 

(iv)  Οι αξιώσεις που υπήρχαν για την περιουσία που απέκτησαν στη Ρωσία, διευθετήθηκαν κατόπιν μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, προέκυψε από τη μαρτυρία και τα κατατεθέντα τεκμήρια ότι η επίδικη κατοικία πωλήθηκε, ότι το χρέος ξοφλήθηκε και ότι η εφεσείουσα απαλλάχθηκε από τις εξ’ εγγυήσεως υποχρεώσεις της στις 22.02.2019.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία και κατέληξε στη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε οποιαδήποτε συνεισφορά.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό του Δικαστηρίου:

 

«Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε στην μαρτυρία της ότι κατέβαλε το ποσό των €298.303,00 που καταβλήθηκε ως προκαταβολή για την αγορά της κατοικίας [               ] στη Λεμεσό και ότι για το υπόλοιπο ποσό για την αγορά €569.000 σύναψαν δάνειο στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα με τον Καθ' ου η αίτηση ως πρωτοφειλέτη και την ίδια ως εγγυήτρια. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι το ποσό της μηνιαίας δόσης του δανείου καταβαλλόταν από τον κοινό λογαριασμό των διαδίκων. Καμιά μαρτυρία δεν προσέφερε η Αιτήτρια προς ενίσχυση των πιο πάνω ισχυρισμών της αντίθετα ο Καθ' ου η αίτηση μέσω της μαρτυρίας της κας         [                               ] που εργάζεται στις πωλήσεις ακινήτων της εταιρείας CYBARCO CONTRACTING LIMITED προσέφερε μαρτυρία για την αγορά επ' ονόματι του, του διαμερίσματος με αριθμό [      ] στο συγκρότημα [                                            ] στη Λεμεσό δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 15/12/2007 τεκμήριο 11 και ακύρωσης αυτού στις 06/07/2009 τεκμήριο 13 με αποτέλεσμα να τον πιστώσουν στον λογαριασμό του το ποσό των €298.303 για την αγορά της κατοικίας [              ] δυνάμει δεύτερου αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 06/07/2009 Τεκμήριο 14 ως επίσης και πλήρης εξόφλησης του υπολοίπου εκ μέρους του Καθ' ου η αίτηση στις 26/11/2009 Τεκμήριο 15. Το Δικαστήριο δέχεται την μαρτυρία της κας [                     ] στο σύνολο της ως ορθή και αληθή. Κατά συνέπεια, η μαρτυρία της Αιτήτριας παρέμεινε μετέωρη χωρίς ουσιαστικά να αποδείξει ότι συνεισέφερε προσωπικά για την απόκτηση της κατοικίας [       ] καθ' οιονδήποτε τρόπο αφού απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία που να ενισχύει τους ισχυρισμούς της.

 

Η Αιτήτρια προσπάθησε να αποδείξει με διάφορους ισχυρισμούς της που οι περισσότεροι δεν είναι δικογραφημένοι ότι μέσω των δικών της επιχειρήσεων που κληρονόμησε από τον πατέρα της χρηματοδότησε την αγορά της κατοικίας [           ] στη Λεμεσό χωρίς να τεκμηριώσει αυτούς, ενώ παραδέχεται ότι ο Καθ' ου η αίτηση εργαζόταν και αφιέρωνε περισσότερες ώρες εργαζόμενος από ότι η ίδια και είχε αρκετά καλά εισοδήματα από την εργασία του. Καμιά απόδειξη δεν προσκόμισε η Αίτήτρια για την αγορά της επίπλωσης και διακόσμησης της κατοικίας από την ίδια. Καμιά μαρτυρία δεν προσκόμισε για την πληρωμή των δόσεων του δανείου για την αγορά της κατοικίας [            ] από κοινό λογαριασμό των διαδίκων.

 

Δεν προσκόμισε μαρτυρία αναφορικά με την πληρωμή του ποσού των €298.303 ότι αυτό πληρώθηκε από χρήματα των εταιρειών της όπως ισχυρίζεται.

 

Δεν προσκόμισε μαρτυρία αναφορικά με τις πληρωμές του δανείου που έγινε αρχικά από την Λαϊκή Τράπεζα και μετέπειτα από την Τράπεζα Κύπρου για την αγορά του ακινήτου.

 

……………………………………………………………………………..

 

Σύμφωνα με την μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο, η κατοικία με αριθμό  [                                         

                 ] έχει εξοφληθεί από τον Καθ' ου η αίτηση, χωρίς η Αιτήτρια να παρουσιάσει μαρτυρία για την συμβολή της στην εξόφληση της Τράπεζας Κύπρου Λτδ καθ' οιονδήποτε τρόπο.

 

……………………………………………………………………………..

 

Συνακόλουθα, η μαρτυρία της Αιτήτριας απορρίπτεται ως μετέωρη, αστήρικτη και αβάσιμη.»

 

Θα εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεκτεί τη μαρτυρία της εφεσείουσας, λόγω του ότι, κατά τη θέση της, ήτο αναντίλεκτη.

 

Είναι νομολογημένο ότι αν μια υπόθεση οδηγείται σε απόδειξη, με την προσκόμιση μαρτυρίας μόνο από τον ενάγοντα, τούτο δεν οδηγεί, εκ προοιμίου και άνευ ετέρου, σε έκδοση απόφασης υπέρ του, ως η απαίτηση (βλ. Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386, Pashkovskiy v. Pashkovskayia (2011) 1 Α.Α.Δ. 657).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, η μαρτυρία της εφεσείουσας δεν ήτο αναντίλεκτη εφόσον, ναι μεν ο ίδιος ο εφεσίβλητος δεν έδωσε μαρτυρία, αλλά κατέθεσε γι’ αυτόν η ΜΥ1.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ανέφερε ότι η επιλογή διαδίκου να μη δώσει μαρτυρία, αφ’ εαυτής δεν ενισχύει τους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς και στη συνέχεια προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της πλευράς της εφεσείουσας, αλλά και της πλευράς του εφεσίβλητου και συγκεκριμένα της μαρτυρίας της ΜΥ1 και κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε συνεισφορά.   

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι έστω και αν η εφεσείουσα δεν απέδειξε το ύψος της συνεισφοράς της, το Δικαστήριο όφειλε να αποδώσει στην εφεσείουσα το 1/3 της περιουσίας του εφεσίβλητου. Υποστηρίχθηκε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχτεί τη μαρτυρία της εφεσείουσας, η οποία είχε οικονομική συνεισφορά στην απόκτηση της κατοικίας, αλλά και έμμεση συνεισφορά με τη φροντίδα της οικογένειας και την υπογραφή εγγύησης για το δάνειο και να απορρίψει τη μαρτυρία της ΜΥ1, η οποία δεν είχε προσωπική γνώση των οικονομικών των διαδίκων.

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Εφετείο, κατά κανόνα, δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός εάν αυτά, αντικειμενικά κρίνοντας, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (βλ. Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδη  (1990)  1 Α.Α.Δ. 1026,    Αντρέου  v.  Τσίρου, Έφεση Αρ. 26/2017, ημερομηνίας 28.07.2020,  ECLI:CY:DOD:2020:29).

 

Στην Ελευθερίου v. Ελευθερίου, Έφεση Αρ. 11/2018, ημερομηνίας 03.06.2021, ECLY:CY:DOD:2021:11 όπου επικυρώθηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής του τεκμηρίου που προνοείται στο Άρθρο 14(2) του Νόμου, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η αδυναμία εφαρμογής του τεκμηρίου συνεισφοράς δικαιολογείται λόγω έλλειψης μαρτυρίας και απόδειξης συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για τη διακρίβωση της συνεισφοράς του ενός συζύγου στην περιουσία του άλλου. Στην υπόθεση Μαλαός κ.ά. ν. Χρίστου (2005) 1 Α.Α.Δ. 191, στην οποία υπόθεση ο αιτητής ζητούσε το ½ της ακίνητης περιουσίας ή οποιοδήποτε άλλο μερίδιο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την εφαρμογή του 1/3:

 

«Δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του Άρθρου 14(2) του Νόμου. Η αδυναμία εφαρμογής του τεκμηρίου, που δημιουργείται με το πιο πάνω Άρθρο, ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης μαρτυρίας και απόδειξης συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για τη διακρίβωση της συνεισφοράς του αιτητή στην περιουσία της καθ'ης η αίτηση.»

 

Μόνο όπου ενώ υπάρχει μαρτυρία συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, αλλά η μαρτυρία ως προς την έκταση της δεν είναι καταληκτική ως προς την έκταση της, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 14(2) του Νόμου. (Α. Σταυρινού ν. Η. Στυλιανού, Έφεση αρ. 18/2017, ημερ. 7/5/2020).

 

……………….……………………………………………………………..

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις σχετικές αρχές της νομολογίας, κρίνοντας ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά στην επαύξηση της περιουσίας, αυτή δεν μπορούσε να αξιώνει την εφαρμογή του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2), το οποίο προϋποθέτει την απόδειξη κάποιας συνεισφοράς είτε σε χρήματα, είτε σε υπηρεσίες. Το εύρημα του Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας της Εφεσείουσας που είχε προηγηθεί ήταν σαφές, όπως καταγράφεται στη σελ. 46 της Απόφασης, ότι η Εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι είχε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του Εφεσίβλητου. Τούτου δοθέντος, ορθά κατέληξε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το τεκμήριο του 1/3.»

 

Σχετική επί του θέματος είναι και η απόφαση Γ.Μ.Β. v. Τ.Α., Έφεση Αρ. 15/20, ημερ. 24.11.2022, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στις υποθέσεις περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων, αυτή ή αυτός που διεκδικεί, οφείλει να αποδείξει την αξία της επαύξησης της περιουσίας του άλλου και τη δική του συνεισφορά στην απόκτηση της, έχοντας, ως προς το δεύτερο σκέλος, το ευεργέτημα του νόμου, ώστε στην περίπτωση που αποδείξει την επαύξηση και ότι συνείσφερε, αλλά όχι το μέγεθος της συνεισφοράς του, να του αποδοθεί το ένα τρίτο της επαύξησης.»

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, η εφεσείουσα προέβαλε ότι η επίδικη κατοικία αγοράστηκε από χρήματα που προήλθαν από τις επιχειρήσεις που κληρονόμησε από τον πατέρα της, όμως δεν υπάρχει τέτοιος ισχυρισμός στην αίτηση της, όπως ορθώς ανέφερε το Δικαστήριο και γι’ αυτό τον λόγο δεν τον έλαβε υπόψη. Είναι καλά εμπεδωμένη αρχή ότι η δίκη διεξάγεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων. Κάθε παρέκκλιση, συνιστά εκτροχιασμό της δίκης (βλ. Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 836).  Όπως δε υπέμνησε το Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει η εφεσείουσα δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της.  Κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκόμισε ότι το ποσό της προκαταβολής των €298.303,00 καταβλήθηκε από χρήματα που προέρχονταν από τις εταιρείες του πατέρα της, στη δε αντεξέταση της δεν θυμόταν αν η προκαταβολή καταβλήθηκε με επιταγή ή σε μετρητά. Ως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η  εφεσείουσα δεν τεκμηρίωσε τη θέση της ότι οι δόσεις του δανείου καταβάλλοντο από κοινό λογαριασμό, με κοινή συνεισφορά και δεν ήτο σε θέση να απαντήσει ποιο ήτο το ύψος της δόσης.  Περαιτέρω, η εφεσείουσα, αντεξεταζόμενη, είχε άγνοια για το ύψος του χρέους, κατά τη διάσταση. Ούτε τα στοιχεία ως προς τη μισθοδοσία της εφεσείουσας, ήσαν επαρκή.  Ο δε ισχυρισμός της ότι ήτο επιφορτισμένη με το μεγάλωμα των παιδιών ήτο λακωνικός. Καμία επεξηγηματική μαρτυρία δόθηκε, από την εφεσείουσα, σε τι συνίστατο η φροντίδα των παιδιών εκ μέρους της.  Τέτοια μαρτυρία ήταν αναγκαία, δεδομένων και των υποβολών προς την εφεσείουσα, ότι ο εφεσίβλητος εργοδοτούσε κοπέλλες οι οποίες φρόντιζαν τα παιδιά (είχε παιδιά και από άλλη σχέση), αλλά και ότι αυτός πλήρωνε όλα τα έξοδα τους. Επιπλέον το γεγονός ότι η εφεσείουσα εγγυήθηκε τον εφεσίβλητο στο εν λόγω δάνειο, δεν θα μπορούσε, από μόνο του, να λογιστεί ως συνεισφορά ικανή για να ενεργοποιήσει το τεκμήριο του 1/3.

 

Έχουμε μελετήσει τα δικόγραφα, τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και την εκκαλούμενη απόφαση και θεωρούμε ότι δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης.  Η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι είχε οποιαδήποτε συνεισφορά στην απόκτηση της επίδικης κατοικίας, συνεπώς ορθώς ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν εφάρμοσε το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Ν. 232/91.

 

Ούτε, βεβαίως, αποδείχτηκε η αξία της αύξησης της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά το χρόνο της διάστασης, εφόσον θα έπρεπε να αφαιρεθεί το δάνειο του εφεσίβλητου. Η εφεσείουσα δεν προσκόμισε μαρτυρία για το ύψος του χρέους του εφεσίβλητου κατά τη διάσταση, το οποίο θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί.  Είναι νομολογημένο ότι η αύξηση η οποία υπόκειται σε διανομή δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας (βλ. Ορφανίδης, ανωτέρω). 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα €5.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο