ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E115/2018)

 

4 Ιουλίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

-------------------------

LINDA GEEKIE

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

και

 

ΛΟΥΚΑΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΗΣ MARGARET GEEKIE

Εφεσίβλητος/Καθ΄ου η Αίτηση

-------------------------

 

M. Τελώνης μαζί με Α. Αθανασίου για Μερκούρης Τελώνης & Γιολάντα Ζυμπουλάκη Τελώνη, για την Εφεσείουσα.

Λ. Μαυρίκιος μαζί με Χρ. Μαυρικίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                     από τον κ. Κονή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου («το πρωτόδικο Δικαστήριο») με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για αντικατάσταση του εφεσίβλητου, εκτελεστή της διαθήκης της αποβιωσάσης Margaret Geekie από την ίδια («η Αίτηση»).

 

Θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος, καταχώρησε ένσταση στην Αίτηση, η οποία στη συνέχεια οδηγήθηκε σε ακρόαση η οποία διεξήχθηκε μέσω των αγορεύσεων των δύο πλευρών.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του («η πρωτόδικη απόφαση») καταγράφει με περιληπτικό τρόπο τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών.

 

Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την Αίτηση ότι είναι η μοναδική κληρονόμος της αποβιωσάσης, ότι θα έπρεπε να διαταχθεί αντικατάσταση του εκτελεστή γιατί αυτός με σκοπό να την εξαναγκάσει να του καταβάλει το ποσό που αξίωνε ως αμοιβή, αρνείτο να ολοκληρώσει τη διαχείριση και να μεταβιβάσει στο όνομα της την ακίνητη περιουσία που κατέλειπε η αποβιώσασα. Προέβαλε δε τη θέση ότι ο εκτελεστής χρησιμοποιούσε τη διαδικασία της διαχείρισης ως μοχλό πίεσης προς τον σκοπό αυτό. Σύμφωνα με την εφεσείουσα ο εκτελεστής διεκδικούσε ως αμοιβή μεγαλύτερο ποσό από αυτό που πραγματικά δικαιούτο και για να την εξαναγκάσει να του το καταβάλει, δεν προχωρούσε στη μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα της. Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της η εφεσείουσα επισύναψε στην ένορκη δήλωση της αριθμό τεκμηρίων.

 

Ο εφεσίβλητος μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση του, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας,  ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογούσε την έγκριση της Αίτησης, ότι η εφεσείουσα τον αντιμετώπιζε πάντοτε αρνητικά και για αυτό καταχώρησε εκδικητικά την Αίτηση. Ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα προέβηκε σε επιλεκτική αναφορά  κάποιων γεγονότων, αποκρύβοντας άλλα, πολύ ουσιαστικά γεγονότα που καταδεικνύουν την απροθυμία και την άρνηση της να συνεργαστεί μαζί του για τη διεκπεραίωση της διαχείρισης, όπως να τον ενημερώσει για τον θάνατο της αποβιωσάσης και να του προσκομίσει έγγραφα που ήταν απαραίτητα για την προώθηση και ολοκλήρωση της διαδικασίας της διαχείρισης. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η εφεσείουσα απέκρυψε, λόγω της διαφοράς που είχε προκύψει μεταξύ τους ως προς το ύψος της αμοιβής του, ότι αυτή διόρισε δικηγόρο από το Ηνωμένο Βασίλειο με τον οποίο συμφώνησε το ύψος της αμοιβής που θα έπρεπε να του καταβληθεί. Δήλωσε ότι έχει διαχειριστεί πιστά και σύμφωνα με τον Νόμο την περιουσία της αποβιωσάσης, ότι η διαχείριση έχει ολοκληρωθεί και το μόνο που απομένει είναι η εξόφληση της αμοιβής του η οποία έχει ήδη καθοριστεί κατόπιν αίτησης που υπέβαλε στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη συνέχεια ότι δικαιοδοτικό βάθρο της Αίτησης είναι το άρθρο 52 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 1891 το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία για παύση και αντικατάσταση εκτελεστή. Εξετάζοντας την ουσία της Αίτησης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Από την διατύπωση του άρθρου 52 προκύπτει σαφέστατα ότι για να διατάξει το Δικαστήριο την αντικατάσταση εκτελεστή ή διαχειριστή πρέπει ο αιτητής να αποδείξει ότι ο εκτελεστής ή διαχειριστής ευθύνεται για εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομιάς.

Τι συνιστά εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα δεν ορίζεται στο νόμο. Όπως καταγράφεται στο σύγγραμμα του Α. Αιμιλιανίδη Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 235 ως τέτοιο «.... νοείται ουσιαστικά η εκ προθέσεως διενέργεια ή αποφυγή διενέργειας κάποιας πράξης από πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να την διενεργήσει ή να μην την διενεργήσει και το οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας το καθήκον του αυτό».

Για αυτό σημαντικό είναι να εξετασθεί εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει διαφανεί ότι ο εκτελεστής έχει ενεργήσει κατά παράβαση των υποχρεώσεων του και με τρόπο που να καταδεικνύει ότι όντως υπήρξε εκ μέρους του εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα. Οι υποχρεώσεις που βαρύνουν κάποιο εκτελεστή διαθήκης και ο τρόπος που οφείλει να ενεργεί καθορίζονται από τα άρθρα 40, 41, 42 και 45 (1) του νόμου τα οποία χρήσιμο θεωρώ να παραθέσω αυτούσια.2»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει τα πιο πάνω αναφερόμενα άρθρα του Κεφ. 189 καταλήγει ως ακολούθως:

 

«Στην εξεταζόμενη περίπτωση αυτό που στην ουσία επιδιώκει η αιτήτρια είναι να πετύχει την παύση και αντικατάσταση του εκτελεστή για να μπορέσει η ίδια να ολοκληρώσει τη διαχείριση και να μεταβιβάσει το ακίνητο στο όνομα της. Και αυτό, ενώ η αμοιβή του εκτελεστή θα παραμένει χωρίς εξόφληση. Όμως αυτό δεν είναι δυνατό. Γιατί αντίθετα από όσα η αιτήτρια ισχυρίζεται, αποτελεί όχι μόνο δικαίωμα του εκτελεστή να εισπράξει τα έξοδα του, αλλά και υποχρέωση του, πριν προβεί σε διανομή της περιουσίας να μεριμνήσει για την εξόφληση της αμοιβής του εκτελεστή. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 41 (1) (β) όπου καθορίζεται ότι ανάμεσα στις υποχρεώσεις που τον βαρύνουν είναι και η καταβολή διαφόρων δαπανών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες που προέρχονται από τις διατάξεις τελευταίας βούλησης, σύμφωνα με την σειρά προτεραιότητας που καθορίζει το άρθρο 42 και στις οποίες σαφώς περιλαμβάνεται και η αμοιβή του εκτελεστή. Για αυτό και η άρνηση του να προχωρήσει σε μεταβίβαση του ακινήτου πριν την εξόφληση της αμοιβής του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, του γεγονότος ότι δεν έχει διαφανεί οποιοδήποτε εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα του εκτελεστή, με δεδομένο επίσης ότι αυτός αναμφίβολα δικαιούται να εισπράξει την αμοιβή του κρίνεται ότι η οποιαδήποτε διαφορά έχει ανακύψει μεταξύ του και της αιτήτριας όσο αφορά το ύψος της αμοιβής του δεν αποτελεί λόγο για παύση και αντικατάσταση του. Άξιο πάντως σχολιασμού είναι που στην ουσία έγκειται η διαφορά αφού η αμοιβή του εκτελεστή έχει ήδη υπολογιστεί από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.»

 

Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος της εφεσείουσας πληρωτέα από την περιουσία της αποβιωσάσης.

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα στην ουσία επιδιώκει να πετύχει την παύση και αντικατάσταση του εκτελεστή για να μπορέσει η ίδια να ολοκληρώσει τη διαχείριση και να μεταβιβάσει το ακίνητο επ’ ονόματι της και αυτό  ενώ η αμοιβή του εφεσίβλητου θα παραμείνει χωρίς εξόφληση. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα Τεκμήρια 6, 9, 12 και 18 τα οποία επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, τα οποία αφορούν επιστολές που αποστάλθηκαν από τους δικηγόρους της εφεσείουσας στον εφεσίβλητο, από το περιεχόμενο των οποίων διαφαίνεται η προθυμία της εφεσείουσας να εξοφλήσει τα έξοδα του εφεσίβλητου και μετά να προχωρήσει ο εφεσίβλητος να της μεταβιβάσει. Αυτό που επιδίωκε η εφεσείουσα ήταν η διαβεβαίωση ότι με την εξόφληση των εξόδων του που θα καθορίζονταν και/ή που αργότερα καθορίστηκαν από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο (€11.302,17), θα δεχόταν ο εφεσίβλητος πλήρη εξόφληση των εξόδων του και θα της μεταβίβαζε το ακίνητο, αντικείμενο της διαχείρισης και δεν θα επέμεινε στις υπερχρεώσεις στις οποίες προέβηκε (€25.836,51), πριν από τον καθορισμό των εξόδων του, σύμφωνα με το Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση.  Δεν έλαβε ποτέ όμως απάντηση και συνεπεία αυτού καταχωρήθηκε η Αίτηση.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος αρνείτο να μεταβιβάσει το ακίνητο – αντικείμενο της διαχείρισης πριν την εξόφληση της αμοιβής του και ότι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εσκεμμένη παράλειψη ή παράπτωμα. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποστηρίζεται ότι ο εφεσίβλητος, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία που ανταλλάγηκε μεταξύ των δικηγόρων της εφεσείουσας  και του ίδιου, δεν αξίωνε την εύλογη αμοιβή που θα εδικαιούτο ως εκτελεστής της διαθήκης της αποβιωσάσης πριν την μεταβίβαση αλλά αξίωνε υπερδιπλάσιο ποσό (€25.836,51) από αυτό που τελικά καθορίστηκε από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο (€11.302,17). Ο εφεσίβλητος ουδέποτε επιβεβαίωσε στην εφεσείουσα ότι παραιτείται από το ποσόν των €25.836,51 και ότι θα αρκείτο στο καθορισμένο από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο ποσό (€11.302,17) και/ή ουδέποτε επιβεβαίωσε στην κληρονόμο, παρά τη σωρεία αλληλογραφίας, ότι δεν θα προέκυπταν άλλα έξοδα και ότι θα της μεταβίβαζε το ακίνητο με την καταβολή του ποσού των €11.302,17. Το τεκμήριο Στ που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, επιστολή ημερομηνίας 29/4/2016 στην οποία αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος ακυρώνει όλες τις προηγούμενες καταστάσεις λογαριασμού ενώ εκκρεμούσε ο καθορισμός των εξόδων του από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, δεν φέρει απόδειξη αποστολής ενώ με την επιστολή του ημερομηνίας 14/9/2016 (Τεκμήριο 7 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση), ο εφεσίβλητος αξιώνει εκ νέου το ποσό των €25.836,51. Με την ίδια επιστολή ζητούσε τα κλειδιά του αντικειμένου της διαχείρισης, ειδάλλως απειλούσε ότι θα λάβει εναντίον της κληρονόμου τα αναγκαία μέτρα και χρέωσε το ποσόν των €119,00 ως έξοδα της επιστολής. Σύμφωνα με την πλευρά της εφεσείουσας,   είναι έκδηλο τόσο από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής όσο και από το περιεχόμενο της όλης αλληλογραφίας ότι ο εφεσίβλητος λειτουργούσε εκδικητικά έναντι της εφεσείουσας – κληρονόμου, την απειλούσε με μέτρα και χρεώσεις, ενώ αρνείτο να λάβει τη νόμιμη αμοιβή του και επομένως είναι προφανές ότι δεν προστάτευε τα συμφέροντα της νόμιμης κληρονόμου και προέβαινε σε εσκεμμένο παράπτωμα και/ή παράλειψη, ως οι πρόνοιες της κείμενης νομοθεσίας και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αντικατασταθεί.  Επομένως εύλογα κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της εφεσείουσας στο πρόσωπο του.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η οποιαδήποτε διαφορά που  είχε ανακύψει μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας όσον αφορά το ύψος της αμοιβής του, δεν αποτελεί λόγο για παύση και αντικατάσταση του. Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης υποστηρίζεται ότι η απραξία του εφεσίβλητου για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνάμα η αδικαιολόγητη άρνηση του να μην προχωρήσει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας διαχείρισης λόγω της επιμονής του να πληρωθεί το ποσόν των €25.836,51 που είναι υπερδιπλάσια χρέωση, αποτελούσε εσκεμμένη παράλειψη και/ή παράπτωμα από μέρους του που εμπίπτει εντός της σφαίρας εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 52(1)(α) του Κεφ. 189.  Με τη συμπεριφορά του, συνεχίζει η πλευρά της εφεσείουσας, έθεσε ουσιαστικά τη διαχείριση υπό ομηρία και κατέστησε τη διαδικασία ολοκλήρωσης αδρανή, παρά την προθυμία και ετοιμότητα της εφεσείουσας να του καταβάλει το ποσό των εξόδων του ως είχαν καθοριστεί.

 

Με τον τέταρτο λόγο ένστασης προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση έρχεται σε αντίφαση με δύο άλλες αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σε αιτήσεις αντικατάστασης διαχειριστή που ήταν και πάλι ο εφεσίβλητος, που στηριζόταν στους ίδιους περίπου λόγους.

 

Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε τα έξοδα να είναι σε βάρος της εφεσείουσας και αυτό γιατί για τους λόγους που περιέχονται στην παρούσα έφεση, η Αίτηση θα έπρεπε να επιτύχει.

 

Οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 1, 2 και 3 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την αναφορά του ότι η εφεσείουσα στην ουσία επιδιώκει την παύση και αντικατάσταση του εφεσίβλητου/εκτελεστή της διαθήκης για να μπορέσει η ίδια να ολοκληρώσει τη διαχείριση και να μεταβιβάσει το ακίνητο επ’ ονόματι της, ενώ η αμοιβή του εφεσίβλητου θα παραμείνει χωρίς εξόφληση,  ουσιαστικά επαναλαμβάνει το αίτημα της εφεσείουσας στα πλαίσια της Αίτησης. Το γεγονός ότι η αμοιβή του εφεσίβλητου δεν είχε (και δεν έχει μέχρι σήμερα) εξοφληθεί είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές, όπως παραδεκτό είναι και το γεγονός ότι το ακίνητο με αρ. εγγρ. 0/6408, τεμάχιο 368, Φ/Σχ. 51/100604, Τμήμα C, είναι η μοναδική ακίνητη περιουσία που κατέλειπε ο αποβιώσας ενώ δεν υπάρχει κινητή περιουσία. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση η εφεσείουσα ανέφερε ότι ως προτιθέμενη αντικαταστάτρια διαχειρίστρια δήλωνε ότι θα αποδεχόταν τον διορισμό εφόσον εκδίδετο σχετικό διάταγμα και ότι θα διαχειριζόταν πιστά την περιουσία της αποβιωσάσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε τίποτε περισσότερο από του να καταγράψει τί επιδίωκε η εφεσείουσα μέσα από την Αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε.

 

Η πλευρά της εφεσείουσας υποστηρίζει ότι αυτή επιδίωκε την διαβεβαίωση από τον εφεσίβλητο ότι με την εξόφληση των εξόδων του που θα καθορίζονταν και που τελικά καθορίστηκαν από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο θα δεχόταν πλήρη εξόφληση των εξόδων του και θα της μεταβίβαζε το ακίνητο και δεν θα επέμεινε σε υπερχρεώσεις. Αυτή όμως η θέση της εφεσείουσας ουσιαστικά επιβεβαιώνει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η οποιαδήποτε διαφορά είχε ανακύψει μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας αφορούσε το ύψος της αμοιβής του.

 

Αυτό το στοιχείο μπορεί να αποτελέσει λόγο για παύση και αντικατάσταση του εφεσίβλητου/εκτελεστή;

 

Θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο εκτελεστής ή ο διαχειριστής, καθίσταται προσωπικός αντιπρόσωπος του αποβιώσαντα (άρθρο 31 του Κεφ. 1893) και θεωρείται ως καταπιστευματοδόχος της κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας του (Ioannou v. Demetriou and another (1983) 1 CLR 892, Cacoyiannis v. Republic (1988) 3 CLR 1860, Millington v. Roubina 1 CLR 88 και Σύγγραμμα «Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο» του Αχ. Κ. Αιμιλιανίδη, 3η Έκδοση σελ. 230 και επόμενες). Ο προσωπικός αντιπρόσωπος υποχρεούται όπως ασκεί ορθά και έντιμα τα καθήκοντα του. Επομένως οφείλει να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα του επιδεικνύοντας τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια και να προστατεύει το συμφέρον της περιουσίας της κληρονομιάς και των δικαιούχων.  Το κατά πόσο ο προσωπικός αντιπρόσωπος έχει πράξει τα δέοντα, αποτελεί το πρωταρχικό κριτήριο όταν ζητείται η αντικατάσταση του. Η εξουσία αντικατάστασης ενός καταπιστευματοδόχου πηγάζει ήδη από το κοινοδίκαιο ως συμφυής διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Πέραν των όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει σχετικά  στην απόφαση του, «εσκεμμένη παράλειψη» («willfull neglect») σημαίνει την εκ προθέσεως ή απερίσκεπτη  παράλειψη εκπλήρωσης κάποιου καθήκοντος που πηγάζει από το νόμο, ενώ «παράπτωμα» («misconduct») σημαίνει την παραμέληση καθήκοντος, την παράνομη ή ανέντιμη ή ανάρμοστη συμπεριφορά ειδικά από πρόσωπο που κατέχει θέση εξουσίας ή εμπιστοσύνης (βλ. Blacks Law Dictionary, 11η Έκδοση, σελ. 1244 και 1195 αντίστοιχα).

 

Η έννοια της «εσκεμμένης παράλειψης» σε σχέση με τη διαχείριση ενός καταπιστεύματος έχει επεξηγηθεί ως εξής:

«It means deliberately and purposely doing something which he knows, when he does it, is a breach of trust, consisting in a failure to perform his duty as a trustee.»

 

(βλ. In re Trusts of Leeds City Brewery [1925] 1 Ch 532, 544, Petri v. Police (1968) 2 CLR 40, 89 και Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, 108).

 

Υπενθυμίζουμε ότι η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέσω αγορεύσεων χωρίς την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων στην Αίτηση και την ένσταση με ότι συνέπειες συνεπάγεται αυτό (Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980).

     

Η μελέτη των ενόρκων δηλώσεων στην Αίτηση και στην ένσταση και των τεκμηρίων που επισυνάπτονται σ’ αυτές, καταδεικνύει ότι η επικοινωνία και η συνεργασία των δύο πλευρών ήταν προβληματική σχεδόν από την αρχή. Εξάλλου αυτό είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές.

 

Κρίνουμε ότι η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα, δηλαδή το ύψος της αμοιβής του εφεσίβλητου, που ήταν σοβαρότατο σημείο τριβής μεταξύ των διαδίκων, θα έπρεπε να ιδωθεί όχι μεμονωμένα όπως έπραξε λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και ειδικότερα τα προβλήματα και τις προστριβές που υπήρχαν  ανάμεσα τους, αφού αποτελούν παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη.   

 

Όπως έχει λεχθεί στην  Χαραλάμπους v. K&T Andreou Ltd κ.α. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1296:

 

«Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca, "εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται.  Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 962).

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου.  Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλ. Νεάρχου (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).»

 (βλ. επίσης  Panayiotis  Georghiou  (Catering) Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 323 και Κολάνη ν. Ταμπούρα (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 1285).

 

Κρίνουμε επομένως ότι η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε εσφαλμένα αφού δεν συνυπολόγισε κατά την άσκηση της κρίσης του τα προβλήματα επικοινωνίας και συνεργασίας που υπήρχαν μεταξύ των δύο πλευρών.  

 

Αφού τα έξοδα του εφεσίβλητου καθορίστηκαν από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο την 3/12/2016 σε €9.011,49 πλέον ΦΠΑ, ανταλλάγηκαν επιστολές μεταξύ της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, προφανώς ηθελημένα δεν επιβεβαίωσε στην πλευρά της εφεσίβλητης ότι αποδέχεται το πιο πάνω ποσό και ότι με την καταβολή του από την εφεσίβλητη δεν θα εκκρεμούσε οποιοδήποτε άλλο ποσό ως έξοδα. Μάλιστα με την επιστολή του ημερομηνίας 6/7/2017 ανέφερε στην πλευρά της εφεσείουσας ότι θα χρεώσει οποιοδήποτε ποσό δικαιούται και ότι αναμένει πλήρη εξόφληση από την ίδια. Η τελευταία επιστολή των δικηγόρων της εφεσείουσας στάλθηκε στον εφεσίβλητο μέσω τηλεομοιότυπου την 18/9/2017 με την οποία του ανέφεραν ότι η εφεσείουσα ήταν πρόθυμη να καταβάλει το ως άνω ποσό πλέον €178,50 ως εκτιμητικά έξοδα πλέον €400,00 ως έξοδα της διαδικασίας καθορισμού των εξόδων (σύνολο €11.302,17), ως επίσης να του προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο τυχόν χρειαστεί και να του παράσχει κάθε είδους συνδρομή ώστε να ολοκληρώσει τη διαχείριση στον ταχύτερο δυνατό χρόνο και να μεταβιβάσει το ως άνω ακίνητο, που είναι το μοναδικό αντικείμενο της.  Τον καλούσαν να τους πληροφορήσει κατά πόσον αποδεχόταν την πληρωμή του συνολικού ποσού των €11.302,17 ως εξόφληση των εξόδων του ως εκτελεστής – δικηγόρος της διαχείρισης, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η διαχείριση το συντομότερο δυνατόν και να μεταβιβαστεί το αντικείμενο της διαχείρισης στην εφεσείουσα.   Τον πληροφορούσαν ακόμα ότι σε αντίθετη περίπτωση η εφεσείουσα προτίθετο να προχωρήσει σε αντικατάσταση του. Ο εφεσίβλητος δεν απάντησε στην επιστολή αυτή της εφεσείουσας.

 

          Κρίνουμε ότι η συμπεριφορά αυτή του εφεσίβλητου, δηλαδή η συνειδητή  απραξία του για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς μέχρι την καταχώρηση της Αίτησης (13/11/2017) να έχει γνωστοποιήσει στην πλευρά της εφεσείουσας την ακριβή ανάλυση της αμοιβής του, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που ήδη υπήρχαν μεταξύ του ίδιου και της εφεσείουσας, τα οποία γνώριζε πολύ καλά, είχε ως αποτέλεσμα τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας της διαχείρισης, αφήνοντας να αιωρείται ότι ενδεχομένως να του οφείλεται ένα απροσδιόριστο ποσό χρημάτων ως αμοιβή. Τούτο αποτελεί εσκεμμένη παράλειψη εκ μέρους του που εμπίπτει εντός της σφαίρας εφαρμογής του άρθρου 52(1)(α) του Κεφ. 189. Ο εφεσίβλητος γνώριζε μέσω της πιο πάνω επιστολής ημερομηνίας 18/9/2017 ότι αν δεν ανταποκρινόταν στην επιστολή θα καταχωρείτο αίτηση αντικατάστασης του, γεγονός που θα καθυστερούσε περαιτέρω την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαχείρισης και θα αύξανε έτι περαιτέρω την οικονομική τους διαφορά. Ο εφεσίβλητος με τη συμπεριφορά του επιδείνωσε την ήδη προβληματική  συνεργασία  που είχε με την πλευρά της εφεσείουσας με αποτέλεσμα η διαδικασία ολοκλήρωσης της διαχείρισης να καταστεί πλήρως αδρανής, κατάσταση που, όπως έχουν αποδεχθεί και οι δύο πλευρές, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

 

Συνεπεία των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 1, 2 και 3 επιτυγχάνουν.

 

Η επιτυχία των πρώτων τριών λόγων έφεσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη σχετική διαταγή για τα έξοδα, παραμερίζεται.

 

Εκδίδεται διάταγμα παύσης του εφεσίβλητου από εκτελεστή της διαθήκης και διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης. Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα διορισμού της εφεσείουσας ως νέας διαχειρίστριας της περιουσίας της αποβιωσάσης.

 

Η ισχύς του διατάγματος αυτού αναστέλλεται μέχρις ότου πληρωθεί στον εφεσίβλητο το ποσόν των €11.302,17 στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η αμοιβή του (€9.011,49 πλέον ΦΠΑ ως έχει καθοριστεί από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο) για τις υπηρεσίες του ως δικηγόρου - εκτελεστή διαθήκης και διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης πλέον το ποσό των €178,50 ως εκτιμητικά έξοδα πλέον το ποσό των €400,00 ως έξοδα της διαδικασίας καθορισμού εξόδων και η εφεσείουσα να προσκομίσει στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου σχετική απόδειξη καταβολής του ποσού ή άλλα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, εντός 5 (πέντε) ημερών.

 

Με την υλοποίηση των πιο πάνω ενεργοποιείται η ισχύς του διατάγματος διορισμού της εφεσείουσας ως νέας διαχειρίστριας της περιουσίας της αποβιωσάσης, η οποία υποχρεούται να ολοκληρώσει τη διαχείριση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 189 και των σχετικών Κανονισμών και να συμμορφωθεί με τις απαραίτητες πρόνοιες της νομοθεσίας περί παροχής εγγύησης.

 

Παρά την επιτυχία της έφεσης κρίνουμε ότι τα ιδιαίτερα γεγονότα που περιβάλλουν την όλη υπόθεση και ιδιαίτερα τα προαναφερθέντα προβλήματα μεταξύ των διαδίκων, στοιχείο που λήφθηκε υπόψη για την κρίση του τελικού αποτελέσματος, δικαιολογούν όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα έξοδα της.

  

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.                                  

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.                

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

_____________________________

[[1]] 52.-(1) Τo Δικαστήριo δύvαται αυταπάγγελτα ή με αίτηση oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ έχει συμφέρov στηv κληρovoμιά-

(α) vα παύσει oπoιoδήπoτε εκτελεστή ή διαχειριστή για εσκεμμέvη παράλειψη ή παράπτωμα σχετικά με τη διαχείριση της κληρovoμιάς

(β) vα χoρηγήσει έγγραφo διαχείρισης σε κάπoιo πρόσωπo για vα διεξαγάγει τη δέoυσα διαχείριση της κληρovoμιάς στη θέση εκτελεστή ή διαχειριστή πoυ παύθηκε, απεβίωσε ή κατέστη αvίκαvoς vα εvεργεί.

(2) Όταv χoρηγείται τo εv λόγω έγγραφo διαχείρισης, όλα τα δικαιώματα, καθήκovτα και εξoυσίες εκτελεστή ή διαχειριστή επάγovται στo vέo διαχειριστή.

 

 

[ 2 ] 40(1) Εκτελεστής πoυ επέτυχε επικύρωση διαθήκης ή διαχειριστής πoυ επέτυχε έγγραφo διαχείρισης είτε με επισυvημμέvη διαθήκη είτε με άλλo τρόπo, καταχωρίζει στo δικαστήριo, εvτός τέτoιας πρoθεσμίας ως τo Δικαστήριo ήθελε διατάξει, απoγραφή της κληρovoμιάς.

(2) Η απoγραφή συvoδεύεται από έvoρκη δήλωση κατά τov καθoριζόμεvo τύπo.

 

41(1) Εκτελεστής πoυ επέτυχε επικύρωση διαθήκης ή διαχειριστής πoυ επέτυχε έγγραφo διαχείρισης με επισυvημμέvη διαθήκη, πρoχωρεί, κατά τη διαχείριση της κληρovoμιάς, ως ακoλoύθως:

(α) συλλέγει και συvαθρoίζει τηv κληρovoμιά με κάθε εύλoγη ταχύτητα.

(β) καταβάλλει τις δαπάvες κηδείας και τις δαπάvες πoυ πρoέρχovται από διατάξεις τελευταίας βoύλησης και κάθε vόμιμo χρέoς τoυ απoθαvόvτoς σύμφωvα με τηv τάξη πρoτεραιότητας πoυ καθoρίζεται στo άρθρo 42.

(γ) πρoβαίvει σε απoτίμηση τoυ εvαπoμείvαvτoς μέρoυς της κληρovoμιάς πoυ, αv φαίvεται αvαγκαίo vα πράξει αυτό και εκτελεί τις διατάξεις της διαθήκης σύμφωvα με τo vόμo, μειώvovτας κατ' αvαλoγία τις κληρoδoσίες αv φαίvεται ότι o διαθέτης με τη διαθήκη διάθεσε περισσότερo από τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς.

(δ) τηρoυμέvωτωδιατάξεωτoυ άρθρoυ 46, διαvέμει σύμφωvα με τo vόμτεκ τoυ vόμoυ μη διαθέσιμμέρoς της κληρovoμιάς και ταδιάθετμέρoς της κληρovoμιάς.

(2) Όταv o απoθαvώκληρovoμείται εξ αδιαθέτoυ, o διαχειριστής πρoχωρεί στη διαχείριση της κληρovoμιάς κατά τov ίδιτρόππoυ καθoρίζεται στάρθραυτό για εκτελεστή, εκτός από τμέρoς πoυ αvαφέρεται στηεκτέλεση τωδιατάξεωτης διαθήκης.

 

42. Μετά τηκαταβoλή τωδαπαvώκηδείας και τωv δαπανών     τωv  συvαφώv με τηαπoδoχή και τηάσκηση τoυ λειτoυργήματoς τoυ εκτελεστή ή τoυ διαχειριστή, και μετά τηκαταβoλή της αμoιβής τoυ εκτελεστή ή διαχειριστή, τα vόμιμα χρέη τoυ απoθαvόvτoς εκκαθαρίζovται από τov εκτελεστή ή τδιαχειριστή σύμφωvα με τηπικάτω τάξη πρoτεραιότητας, δηλαδή-

(α) oι δαπάvες ιατρικής voσηλείας τoυ απoθαvόvτoς κατά τη διάρκεια της τελευταίας τoυ ασθέvειας και oι oφειλόμεvoι μισθoί τoυ oικιακoύ υπηρετικoύ πρoσωπικoύ αυτoύ, oι oπoίoι δευπερβαίvoυμισθoύς έξι μηvώv.

(β) τα χρέη πoυ καλύπτovται με ασφάλεια σύμφωvα με τηv τάξη πρoτεραιότητας τoυς.

(γ) oπoιoδήπoτε άλλo χρέoς.

 

45(1) Κάθε πρόσωπo στo oπoίo εκδόθηκε παραχωρητήριo επικύρωσης διαθήκης ή έγγραφo διαχείρισης και κάθε διαχειριστής πoυ διoρίστηκε από τo Δικαστήριo καταχωρίζει στo Δικαστήριo, μέσα σε δύo χρόvια από τηv ημερoμηvία πoυ εκδόθηκε τo παραχωρητήριo ή τo διάταγμα πoυ τov διόρισε, τoυς λoγαριασμoύς της διαχείρισης πoυ διεvεργήθηκε από αυτόv και, αv η διαχείριση δεv έχει συμπληρωθεί, δήλωση πoυ vα εξηγεί τoυς λόγoυς για τoυς oπoίoυς η διαχείριση δεv συμπληρώθηκε και ακoλoύθως και μέχρι τη συμπλήρωση της διαχείρισης, εξαμηvιαίoυς λoγαριασμoύς της διαχείρισης μαζί με τη δήλωση πoυ αvαφέρεται πιo πάvω.

 

[3] 31.(1) Εκτελεστής έχει τις εξoυσίες oι oπoίες παρέχovται σε αυτόv και  υπέχει τα καθήκovτα τα oπoία επιβάλλovται σε αυτόv από τo κoιvoδίκαιo (common law) και από τις αρχές τoυ δικαίoυ της επιείκειας (equity) τηρoυμέvης oπoιασδήπoτε άλλης πρόvoιας η oπoία έγιvε ή θα γίvει από oπoιoδήπoτε vόμo της Δημoκρατίας.

(2) Κάθε πρόσωπo στo oπoίo χoρηγείται η διαχείριση της κληρovoμιάς απoθαvόvτoς πρoσώπoυ έχει, τηρoυμέvωv τωv περιoρισμώv πoυ αvαφέρovται στo παραχωρητήριo, τα ίδια δικαιώματα και υπoχρεώσεις και είvαι υπόλoγoς κατά τov ίδιo τρόπo ωσάv vα ήταv o εκτελεστής τoυ απoθαvόvτoς.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο