ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε138/2019)

 

16 Ιουλίου, 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

1.   ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ,

2.   ΦΑΙΔΩΝΑΣ ΦΑΙΔΩΝΟΣ,

Εφεσείοντες,

v.

 

ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΩΗΣΗ,

Εφεσίβλητου.

____________________

 

Σ. Ζαχαρία (κα) για κ.κ. Λ. Λουκαϊδου – Θεοφάνους Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Μ. Βασιλειάδης για κ.κ. Μιχάλης Βασιλειάδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος, ως ενάγοντας, καταχώρισε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, ως εναγόμενων 1 και 2, αντίστοιχα, ζητώντας αποζημιώσεις, για παράνομη επέμβαση, καθώς και έκδοση διατάγματος για να παύσουν να επεμβαίνουν σε δύο τουρκοκυπριακά τεμάχια επί των οποίων ανήγειρε και διατηρούσε πλυντήριο αυτοκινήτων.

 

Στις 28.05.2019 κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε, στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, κατόπιν ακρόασης μονομερούς αίτησης, της οποίας είχε διαταχθεί η επίδοση, προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύθηκε στον εφεσείοντα 1, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, να κατεδαφίσει και/ή να καταστρέψει την περίφραξη και/ή το κλουβί σκύλου του εφεσίβλητου και/ή άλλες κατασκευές επί των τουρκοκυπριακών τεμαχίων 3091 και 3092 στην Πάφο.  Η αίτηση στο βαθμό που αφορούσε τον εφεσείοντα 2, ο  οποίος είναι ο Δήμαρχος του εφεσείοντα 1, απορρίφθηκε.  Τα έξοδα της αίτησης επιδικάστηκαν προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα 1, ενώ, ως προς τον εφεσείοντα 2, δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε διαταγή, με την αιτιολογία ότι αυτός είχε κοινή εκπροσώπηση με τον εφεσείοντα 1.

 

Η διαφωνία των εφεσειόντων με την προαναφερόμενη, εκκαλούμενη, απόφαση εκφράζεται με τέσσερις λόγους έφεσης.  Οι πρώτοι τρεις, οι οποίοι είναι συνυφασμένοι μεταξύ τους και αφορούν στην εφαρμογή των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960, αλλά και της σχετικής νομολογίας, προωθούνται από τον εφεσείοντα 1.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης προωθείται μόνο από τον εφεσείοντα 2, ο οποίος αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην του επιδικάσει έξοδα, παρ’ ότι η αίτηση απορρίφθηκε εναντίον του.

 

Ως διαφαίνεται, από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, το εκδικάσαν Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου.  Ειδικότερα, έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 (ο Περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960)  στη βάση γεγονότων που παρουσιάστηκαν ενώπιον του, και αξιολογήθηκαν, έχοντας επίγνωση του σταδίου και του αντικειμένου στο οποίο αφορούσε η αίτηση.  Συνοπτικά, η εκδοχή του εφεσίβλητου συνίσταται στο ότι, αυτός, κατόπιν εξασφάλισης προκαταρκτικής έγκρισης, από τον εφεσείοντα 1, προχώρησε στην κατασκευή και ανέγερση πλυντηρίου αυτοκινήτων εντός δύο τουρκοκυπριακών τεμαχίων, 3091 και 3092, τα οποία, σύμφωνα με την τελευταία εν ισχύει Σύμβαση Παραχώρησης Άδειας Χρήσεως Τ/Κ κατοικίας, είχαν παραχωρηθεί στη γιαγιά του, η οποία διέμενε στην οικία που βρίσκεται εντός των εν λόγω τεμαχίων.  Σ’ αυτή διέμενε και ο εφεσίβλητος.  Ο τελευταίος υπέβαλε, μετά την προκαταρκτική έγκριση, αρχιτεκτονικά σχέδια στην Πολεοδομική Αρχή Πάφου, η οποία, ως ισχυρίζεται, καθυστερούσε την έκδοση πολεοδομικής άδειας και/ή της σχετικής διαδικασίας έκδοσης άδειας. Στις 25.06.2018 μετέβηκαν στον χώρο όπου βρίσκεται το πλυντήριο του εφεσίβλητου υπάλληλοι του εφεσείοντα 1, οι οποίοι, είχαν πρόθεση, με οδηγίες του εφεσείοντα 2, να κατεδαφίσουν την περίφραξη του χώρου που διατηρεί καθώς και ένα κλουβί του σκύλου του, που βρίσκεται εντός της περιφραγμένης περιοχής και εν γένει της επιχείρησης του.  Όταν, όμως, μετέβηκαν στον χώρο οι συνήγοροι του εφεσίβλητου, και αφού μεσολάβησε κάποια συζήτηση, οι υπάλληλοι του εφεσείοντα 1 αποχώρησαν. Την ίδια ημέρα, αργότερα, υπάλληλος του εφεσείοντα 1 επέδωσε στον εφεσίβλητο Ειδοποίηση Επιβολής, με την οποία ο εφεσείοντας 1 τον καλούσε όπως εντός 21 ημερών κατεδαφίσει τα υπόστεγα που κατασκεύασε με ευτελή υλικά, διότι δεν κατείχε πολεοδομική άδεια, και να αποκαταστήσει τον χώρο ελεύθερο και καθαρό.

 

Την επόμενη ημέρα, 26.06.2018, ο εφεσείοντας 2 μαζί με υπάλληλους του εφεσείοντα 1 μετέβησαν στο διπλανό, από την επιχείρηση του εφεσίβλητου, τεμάχιο με μηχανήματα, έτοιμοι να προχωρήσουν σε κατεδάφιση και/ή καταστροφή της μεταλλικής περίφραξης και του κλουβιού του σκύλου του εφεσίβλητου, ισχυριζόμενοι ότι η περίφραξη επεμβαίνει στο διπλανό τεμάχιο το οποίο ανήκει σε τρίτο πρόσωπο, από το οποίο ο εφεσείοντας 2 ισχυρίστηκε ότι είχε εξουσιοδότηση, την οποία όμως δεν παρουσίασε, και, εν πάση περιπτώσει, τέτοιο ζήτημα, κατά τον εφεσίβλητο,  συνιστά συνοριακή διαφορά μεταξύ δύο ιδιωτών.  Κατόπιν οδηγιών του εφεσείοντα 2, υπάλληλοι του εφεσείοντα 1 προχώρησαν σε κατεδάφιση και/ή καταστροφή μέρους της περίφραξης, και τούτο πριν λήξει η προθεσμία των 21 ημερών που τέθηκε στον εφεσίβλητο με την Ειδοποίηση Επιβολής. Ο δε εφεσείοντας 2 προειδοποίησε τον εφεσίβλητο ότι θα επανερχόταν σε 2-3 ημέρες για να κατεδαφίσει την υπόλοιπη περίφραξη, το κλουβί του σκύλου του και τις υπόλοιπες κατασκευές που αποτελούν την επιχείρηση του.  Με την καταστροφή μέρους της περίφραξης προκλήθηκαν ζημιές, ως επίσης δημιουργήθηκε πολύ επικίνδυνη κατάσταση διότι ο σκύλος του εφεσίβλητου είναι εύσωμος, είχε αγριέψει λόγω της παρουσίας μηχανημάτων και της κατεδάφισης μέρους της περίφραξης, και ήταν ενδεχόμενο, αν κατεδαφιζόταν και το υπόλοιπο μέρος της περίφραξης, να παραμένει εντελώς ελεύθερος.  Ο δε χώρος που βρισκόταν ο σκύλος του εφεσίβλητου είχε κριθεί  κατάλληλος από αρμόδια υπηρεσία.

 

Από την αντίπερα όχθη, η εκδοχή των εφεσειόντων ήταν πως, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την παραχωρηθείσα άδεια χρήσης του υποστατικού,  η οποία δόθηκε στη γιαγιά του εφεσίβλητου, το εν λόγω υποστατικό θα χρησιμοποιούνταν μόνο ως κατοικία. Όσον αφορά δε στις κατασκευές, στις οποίες προέβη ο εφεσίβλητος, δεν είχε εξασφαλισθεί πολεοδομική άδεια, την οποία όφειλε ο εφεσίβλητος να εξασφαλίσει.  Η προκαταρκτική έγκριση που του είχε δοθεί το 2013 ήταν για περίοδο δύο ετών. Ο εφεσίβλητος, στις 31.07.2017, απέστειλε επιστολή στο Υπουργείο Εσωτερικών και στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου, με την οποία ενημέρωνε τις δύο Αρχές, μεταξύ άλλων, ότι ζητούσε να του παραχωρηθεί άλλο τουρκοκυπριακό τεμάχιο, κατάλληλο για τη λειτουργία της επιχείρησης του, ώστε να μετακινηθεί εκεί.  Με απαντητική επιστολή, ο εφεσείοντας 1 ενημέρωσε σχετικά τον Έπαρχο Πάφου και αποφασίστηκε όπως επανεξετασθεί η αίτηση του εφεσίβλητου, αλλά και κατά πόσο θα διδόταν χρόνος για εξεύρεση άλλου υποστατικού, για να μεταφέρει την επιχείρηση του.  Ακολούθησε νέα επιστολή του εφεσίβλητου με την οποία, μεταξύ άλλων, εισηγείτο να παραμείνει η επιχείρηση του εντός το χώρου που την διατηρούσε.  Κατά την επανεξέταση του εν λόγω αιτήματος αποφασίστηκε ότι, λόγω της περιοχής, δεν θα ήταν ορθό να ενθαρρύνονται επιχειρήσεις ως αυτή του εφεσίβλητου.  Περαιτέρω, και ειδικότερα με το θέμα της κατεδάφισης, ήταν η εκδοχή των εφεσειόντων ότι στις 26.06.2018 η μετάβαση υπαλλήλων του εφεσείοντα 1 ήταν για να κατεδαφιστεί η περίφραξη που κατασκεύασε ο εφεσίβλητος, η οποία επενέβαινε σε γειτονικό τεμάχιο, ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου, ο οποίος ήταν ενήμερος για τις ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε ο εφεσείοντας 1.  Ήταν, επίσης, κατηγορηματική η θέση ότι ουδείς εκ των εφεσειόντων επενέβη μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Επιβολής, επί του τεμαχίου που κατείχε ο εφεσίβλητος με σκοπό την κατεδάφιση των υποστατικών και κατασκευών, στις οποίες προέβη ο εφεσίβλητος.  Στις 11.07.2018 στάλθηκε επιστολή, από τον Έπαρχο Πάφου προς τον εφεσείοντα 2, ότι είχε εξευρεθεί εναλλακτικό τουρκοκυπριακό τεμάχιο και ζητήθηκε επιβεβαίωση κατά πόσο η επιχείρηση του εφεσίβλητου θα μπορούσε να μεταφερθεί στο προτεινόμενο τεμάχιο.  Ως εκ τούτου, η δυνατότητα μετακίνησης εξεταζόταν.

 

Ως έχει ήδη προαναφερθεί, οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης άπτονται της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960, οπότε, αυτό, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, ως προς το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, εξέδωσε το προαναφερόμενο προσωρινό διάταγμα.  Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 ώστε να ήταν δίκαιο να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου, ενάντια στην Ειδοποίηση Επιβολής, επηρέαζε το αποτέλεσμα της αίτησης, και, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι η θεραπεία του προσωρινού διατάγματος είναι ίδια με τη θεραπεία που ζητείται στην αγωγή.

 

Πριν εξετάσουμε τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, από αυτό το στάδιο, ότι το παράπονο του εφεσείοντα 1, πως το κατώτερο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του ότι ο εφεσίβλητος, με την αίτηση του, δεν είχε προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, καθ’ ότι απέκρυψε γεγονότα, καθώς και τα όσα σχετικά επιχειρήματα αναπτύσσονται, δεν εξετάζονται από το Εφετείο καθ’ ότι δεν εγείρεται τέτοιος λόγος έφεσης.  Το εν λόγω παράπονο δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε στον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960, ιδιαίτερα όταν στην αιτιολογία του πρώτου λόγου δεν αναπτύσσεται τέτοιο παράπονο, ή καμία σχετική αναφορά γίνεται.

 

Προτού αναφερθούμε στην ουσία των λόγων έφεσης, κρίνουμε χρήσιμο όπως παρατεθούν, στη συνέχεια, οι διατάξεις των Άρθρων 46 και 49 του Ν. 90/1972 οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

«46.-(1) Τηρουμένων των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου και, εν τη περιπτώσει αρχής τινος εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες, οιασδήποτε Εντολής δοθείσης υπό του Υπουργού, οσάκις η Πολεοδομική Αρχή θεωρή ότι-

(α) οιαδήποτε ανάπτυξις ακινήτου ιδιοκτησίας εξετελέσθη άνευ της χορηγήσεως πολεοδομικής αδείας απαιτουμένης προς τούτο συμφώνως προς το Πέμπτον Μέρος ή

(β) οιοιδήποτε όροι ή περιορισμοί υπό τους οποίους είχε χορηγηθή πολεοδομική άδεια δεν ετηρήθησαν,

τότε η Πολεοδομική Αρχή δύναται, εάν θεωρή τούτο σκόπιμον προς το συμφέρον της πρεπούσης πολεοδομικής ρυθμίσεως, να επιδώση ειδοποίησιν δυνάμει του παρόντος άρθρου (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένην ως “ειδοποίησις επιβολής”).

(2) Οσάκις η Πολεοδομική Αρχή επιδίδη ειδοποίησιν επιβολής, η ειδοποίησις-

(α) επιδίδεται εις τον ιδιοκτήτην και εις τον κάτοχον της ακινήτου ιδιοκτησίας εις την οποίαν αύτη αναφέρεται και

(β) δύναται, εάν η Πολεοδομική Αρχή νομίζη τούτο πρέπον, να επιδοθή ωσαύτως εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον έχον συμφέρον εν τη ακινήτω ιδιοκτησία, το οποίον είναι συμφέρον ουσιωδώς επηρεαζόμενον, κατά την κρίσιν αυτής, υπό της ειδοποιήσεως.

(3) Η ειδοποίησις επιβολής-

(α) ορίζει την φύσιν της αναπτύξεως περί της οποίας υπάρχει ισχυρισμός ότι εξετελέσθη άνευ της χορηγήσεως πολεοδομικής αδείας ως αναφέρεται εν τη παραγράφω (α) του εδαφίου (1) ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τα σημεία ως προς τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι οιοιδήποτε όροι ή περιορισμοί ως οι εν τη παραγράφω (β) του ρηθέντος εδαφίου αναφερόμενοι δεν ετηρήθησαν και

(β) δύναται να απαιτήση όπως εντός τοιαύτης προθεσμίας οία ήθελεν ούτως ορισθή ληφθώσι τοιαύτα μέτρα οία απαιτούνται διά την αφαίρεσιν της άνευ αδείας διενεργηθείσης αναπτύξεως και, εις καταλλήλους περιπτώσεις, την επαναφοράν της ακινήτου ιδιοκτησίας εις ην κατάστασιν ήτο αύτη προτού ή περί ης ο ισχυρισμός άνευ αδείας διενεργηθείσα ανάπτυξις λάβη χώραν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, την εξασφάλισιν συμμορφώσεως προς τους όρους ή περιορισμούς, ειδικώτερον δε δύναται, προς τον σκοπόν τούτον, να απαιτήση την κατεδάφισιν ή μετατροπήν οιωνδήποτε οικοδομών ή έργων, τον τερματισμόν οιασδήποτε χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας ή την επί ακινήτου ιδιοκτησίας εκτέλεσιν οιωνδήποτε οικοδομικών ή άλλων εργασιών.

(4) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος Μέρους, ειδοποίησις επιβολής λαμβάνει ισχύν κατά την λήξιν τοιαύτης προθεσμίας οία ήθελεν ορισθή εν τη ειδοποιήσει.»

 

“49. Εάν, εντός της εν τη ειδοποιήσει επιβολής οριζομένης προθεσμίας ή τοιαύτης παραταθείσης προθεσμίας οίαν η Πολεοδομική Αρχή ήθελε παράσχει, οιαδήποτε μέτρα απαιτούμενα υπό της ειδοποιήσεως όπως ληφθώσιν (άλλα ή ο τερματισμός της χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας) δεν έχωσι ληφθή, η Πολεοδομική Αρχή δύναται να εισέλθη εντός της ακινήτου ιδιοκτησίας και να λάβη τα μέτρα ταύτα, δύναται δε να ανακτήση παρά του προσώπου το οποίον ήτο τότε ο ιδιοκτήτης της ακινήτου ιδιοκτησίας οιασδήποτε δαπάνας εις τας οποίας αύτη ευλόγως υπεβλήθη προς τον σκοπόν τούτον:

 

Νοείται ότι η Πολεοδομική Αρχή δεν επιτρέπεται να εισέλθη-

 

(α) εις οιανδήποτε κατοικίαν άνευ δεόντως ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος

 

(β) εις οιανδήποτε οικοδομήν, άλλην ή κατοικίαν, εάν δεν δώση εις τον κάτοχον αυτής οκτώ ημερών έγγραφον προειδοποίησιν περί της σκοπουμένης εισόδου

 

(γ) εις οιανδήποτε ετέραν ακίνητον ιδιοκτησίαν εάν δεν δώση εις τον κάτοχον αυτής μιας ημέρας έγγραφον προειδοποίησις περί της σκοπουμένης εισόδου,

 

εκτός εάν ο κάτοχος συναινή εγγράφως εις την τοιαύτην είσοδον.”

 

Έχουμε εξετάσει τα παράπονα του εφεσείοντα 1 και τα σχετικά, υποστηρικτικά των θέσεων του, επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από τους συνήγορους του.  Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση, δεδομένων των ιδιαίτερων στοιχείων και περιστάσεων που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος είχε αποδείξει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας ήταν ορθό.  Δεν παραγνωρίζεται, το αποδεκτό γεγονός, ότι για όλες τις κατασκευές δεν υπήρχε πολεοδομική άδεια. Κυρίαρχο, όμως, στοιχείο, ως διαφαίνεται, το οποίο λήφθηκε πρωτόδικα υπόψη, και τούτο ορθά, είναι πως η ενέργεια του εφεσείοντα 1, να κατεδαφίσει μέρος της περίφραξης που ανήγειρε ο εφεσίβλητος, ήταν υπό τις περιστάσεις εκ πρώτης όψεως εκτός των εξουσιών και των προνοιών του Άρθρου 49 του Ν. 90/1972, αφού, ακόμη και στην περίπτωση που υπήρχε ισχυρισμός ότι η περίφραξη, που έφτιαξε ο εφεσίβλητος, παρενέβαινε επί τρίτου ακινήτου, ήταν απαραίτητη, προκειμένου να είναι επιτρεπτή η ενέργεια του εφεσείοντα 1, η επίδοση σχετικής Ειδοποίησης Επιβολής και να δοθεί στον εφεσίβλητο γραπτή προειδοποίηση 8 ημερών, περί της σκοπούμενης εισόδου για κατεδάφιση της κατασκευής ή της περίφραξης, στη βάση του ότι αυτή επενέβαινε σε τρίτο ακίνητο.  Ειδοποίηση Επιβολής για τέτοιο λόγο, και δη επέμβαση σε τρίτο – διπλανό ακίνητο, δεν επιδόθηκε. Άλλος ήταν ο λόγος στον οποίο βασιζόταν η Ειδοποίηση Επιβολής, που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 25.06.2018, η προθεσμία συμμόρφωσης της οποίας δεν είχε λήξει. Το επιχείρημα του εφεσείοντα 1 ότι δεν υπήρξε είσοδος στον χώρο του εφεσίβλητου, διότι η κατεδάφιση έγινε από το διπλανό τεμάχιο, δεν γίνεται αποδεκτό.  Κάποια παρέμβαση ή είσοδος έστω και μέρος του μηχανήματος υπήρξε ώστε να καταστεί δυνατή η κατεδάφιση.

 

Ορθό επίσης κρίνεται και το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση που δεν εκδιδόταν το προσωρινό διάταγμα η επιχείρηση του εφεσίβλητου θα υφίστατο ανεπανόρθωτη ζημιά, υπό την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίζει τη λειτουργία της, λαμβάνοντας υπόψη, και συνυπολογίζοντας, ότι εκ μέρους του εφεσείοντα 1 δεν είχε προβληθεί θέση ότι ήταν πιθανό να προκύψει οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά από την έκδοση του διατάγματος.  Παρεμβάλλει εδώ χρήσιμο να επισημάνουμε πως ο εφεσείοντας 1 δεν είχε απαντήσει στην αίτηση του εφεσίβλητου για πολεοδομική άδεια,  αλλά και πως προγενέστερα του είχε παραχωρηθεί έγκριση, σε αίτηση του για προκαταρκτικές απόψεις, για λειτουργία πλυντηρίου αυτοκινήτων, χωρίς μηχανικά μέσα, στη βάση προσωρινής άδειας ισχύος 2 ετών από το 2013, ενώ, ταυτόχρονα, ήταν εις γνώση του εφεσείοντα 1 αίτημα του εφεσίβλητου για μετακίνηση του σε άλλο ακίνητο, αν τέτοιο του παραχωρείτο από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.  Επιθυμούμε να ξεκαθαρίσουμε πως δεν εννοούμε ότι είναι ορθό ή είναι κανόνας να εκδίδονται τέτοιου είδους διατάγματα εναντίον των δήμων, και ότι δέον είναι να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή, ούτως ώστε αυτοί να μην εμποδίζονται να εφαρμόζουν τις εξουσίες που τους παρέχονται από τα Άρθρα 46 και 49 του Ν. 90/1972, ωστόσο είναι σαφές, από το νόμο, ότι οι παρεχόμενες εξουσίες υπόκεινται σε προϋποθέσεις.  Δεν παραγνωρίζεται η θέση, του εφεσείοντα 1, πως το μέρος της περίφραξης που κατεδάφισε επενέβαινε σε διπλανό ακίνητο, και ότι ο ιδιοκτήτης αυτού συναινούσε στην ενέργεια του εφεσείοντα 1. Ωστόσο, δεν γίνεται αποδεκτό πως μια τέτοια ενέργεια θα ήταν αρκετό να στηριχθεί σε ισχυρισμό του ενός εκ των δύο εμπλεκομένων, αλλά θα ήταν ορθότερο να εξασφαλιζόταν γνώμη ή πληροφόρηση από το Κτηματολόγιο, ή από κάποιον ειδικό, η οποία να βεβαιώνει περί της επέμβασης στο διπλανό ακίνητο, ούτως ώστε να εξασφαλιζόταν η μέγιστη δυνατή βεβαιότητα ότι πρόκειται για επέμβαση στο διπλανό ακίνητο. Εν πάση περιπτώσει, ως διαφάνηκε, ο εφεσείοντας 1 ενημέρωσε για τις προτειθέμενες πράξεις του τον ιδιοκτήτη του διπλανού ακινήτου, όχι όμως τον εφεσίβλητο και καμιά Ειδοποίηση Επιβολής επέδωσε στον τελευταίο για το λόγο ότι επενέβη σε γειτονικό ακίνητο.

 

Περαιτέρω, κρίνεται ότι, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ορθά υποδείχθηκε, και λήφθηκε υπόψη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται μόνο με την αυστηρή έννοια της υλικής ζημιάς (βλέπετε Highgate Primary School Ltd κ.α. v. Φυλακτίδη κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317).  Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν ενέργειες του εφεσείοντα 1, και προθέσεις για κατεδάφιση και των υπόλοιπων κατασκευών, χωρίς την τήρηση της νομοθεσίας.

 

Τέλος, θεωρούμε πως, δεδομένου ότι, εκ μέρους του εφεσείοντα 1, δεν προκρίθηκε θέση ότι λόγω των κατασκευών, στις οποίες προέβη ο εφεσίβλητος, θα προκαλούνταν άμεση ζημιά ή βλάβη στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια ή επικινδυνότητα, η οποία θα επηρέαζε το δημόσιο συμφέρον, ορθά κρίθηκε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλεινε υπέρ του εφεσίβλητου. Προφανώς, η πρόνοια του Άρθρου 49 δεν είναι άσχετη με τέτοιες περιστάσεις, γι’ αυτό δίδεται εξουσία στους δήμους για είσοδο και επέμβαση εντός ακινήτου, νοουμένου βέβαια ότι θα εξασφαλιστεί δικαστικό ένταλμα, όταν πρόκειται για είσοδο σε οικία, που δεν ήταν η περίπτωση στην υπόθεση μας, ή όταν πρόκειται για είσοδο σε οικοδομή να δίδεται γραπτή προειδοποίηση 8 ημερών, και αφού επιδοθεί, προηγουμένως, Ειδοποίηση Επιβολής και παρελθούσης οποιασδήποτε ταχθείσας προθεσμίας για συμμόρφωση.  Εδώ προβάλλει χρήσιμο να σημειωθεί ότι το εκδοθέν διάταγμα σχετίζεται σαφώς με την τελευταία περίπτωση, και επομένως, δεν ευσταθεί η θέση, του εφεσείοντα 1, ότι παραγνωρίστηκε η πρόνοια του Άρθρου 49 ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει δεσμεύσει ή έχει αδρανοποιήσει τη δυνατότητα του να εκτελέσει τα, εκ του νόμου, καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του.  Πρόκειται για δύο ξεχωριστά, διακριτά, ζητήματα.  Η απαγόρευση, με το επίδικο προσωρινό διάταγμα, ήταν προϊόν των συγκεκριμένων γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του εκδικάσαντος, την αίτηση, Δικαστηρίου, με κυρίαρχα στοιχεία ότι, αφενός, για την περίφραξη και λοιπές κατασκευές εντός των ακινήτων που κατείχε ο εφεσίβλητος είχε επιδοθεί Ειδοποίηση Επιβολής στις 25.06.2018, με προθεσμία συμμόρφωσης 21 ημερών, ωστόσο, σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσίβλητος, ο εφεσείοντας 2 τον ενημέρωσε, προφορικά, αμέσως μετά την διενεργηθείσα κατεδάφιση του μέρους της περίφραξης, ότι θα επανερχόταν, εντός 2-3 ημερών, για κατεδάφιση και των υπόλοιπων κατασκευών, τη στιγμή που εκκρεμούσε η προθεσμία συμμόρφωσης, αφετέρου, για την κατεδάφιση του μέρους της περίφραξης δεν είχε επιδοθεί Ειδοποίηση Επιβολής, αλλά ούτε και δόθηκε γραπτή προειδοποίηση 8 ημερών.  Συνεπώς, αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 49 του Ν. 70/1972 δεν θα εμποδιζόταν ο εφεσείοντας 1 να προχωρήσει στην άσκηση των εξουσιών του.  Αυτό ήταν το πνεύμα του προσωρινού διατάγματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις, θα ήταν πιο ορθό, να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα, με διευκρινιστικό όρο, επί του διατάγματος, και δη, ότι η απαγόρευση του εφεσείοντα 1 θα αφορούσε τις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 49 του Ν. 70/1972.  Δεν πρόκειται όμως για κάποια παράλειψη η οποία να επιδρά επί της εγκυρότητας του προσωρινού διατάγματος, αλλά για ανάγκη ρητής διευκρίνισης επί του διατάγματος, δεδομένης της μη ύπαρξης πολεοδομικής άδειας.

 

Ενόψει των προλεγόμενων, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης και δη ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν εξέτασε την επίδραση της Ιεραρχικής Προσφυγής του εφεσίβλητου, επί της Ειδοποίησης Επιβολής, φρονούμε πως ούτε αυτός είναι βάσιμος.  Το ζήτημα της Ιεραρχικής Προσφυγής είναι ανεξάρτητο με την πλήρωση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 και με το σκεπτικό που εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα. Ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα προσφυγής και το άσκησε.  Εξαρτάτο από το αρμόδιο όργανο να αποφανθεί νωρίτερα από το 2019 (χρόνος που αποφασίστηκε η Προσφυγή), ώστε η προθεσμία της Ειδοποίησης Επιβολής να τεθεί πιο νωρίς σε ισχύ.

 

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, και τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο παραχώρησε την ίδια θεραπεία με αυτή που ζητείται με την αγωγή, σημειώνουμε πως, κατ’ αρχήν, τέτοια θεραπεία είναι δυνατόν να παραχωρηθεί εφ’ όσον το επιτρέπουν τα γεγονότα και το Δικαστήριο ασκεί διακριτική ευχέρεια (βλέπε Re Χ’’Κωνσταντή, Αίτηση 89/98 (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1827) και, κατά δεύτερο λόγο, με την αγωγή του ο εφεσίβλητος επιδιώκει και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.  Είναι δε σημαντικό, δεδομένων των όσων βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει νωρίτερα, συνέτρεχε το στοιχείο της έλλειψης της τήρησης της νομοθεσίας, η οποία δεν θα ήταν ορθό να συνεχιστεί. 

 

Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω προκύπτει ότι ορθά εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα.

 

Ωστόσο ενόψει της ανάγκης πλήρους και ρητής διευκρίνισης, στην οποία έχουμε προαναφερθεί, ως προς το περιεχόμενο και το λεκτικό του προσωρινού διατάγματος, αυτό διαφοροποιείται με την προσθήκη σ’ αυτό της λέξης «παράνομα» μετά τη λέξη επεμβαίνουν στην τέταρτη γραμμή και έκτη γραμμή ούτως ώστε να διαβάζεται ως ακολούθως:

 

«Α)  Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει μέχρι την πλήρη και τελική εκδίκαση και αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής και/ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου στους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους, από του να επεμβαίνουν παράνομα με οποιονδήποτε τρόπο και/ή να προβούν σε οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια και/ή παράνομα κατεδαφίσουν και/ή καταστρέψουν την περίφραξη και/ή το κλουβί του σκύλου και/ή άλλες κατασκευές, εντός των τεμαχίων 3091 και 3092, Φ/Σχ. 51/030406, τα οποία βρίσκονται στην Λεωφόρο Ευαγόρα Παλλικαρίδη 12 στην Πάφο, στα οποία διατηρεί την επαγγελματική του στέγη και/ή την επιχείρηση του ο Ενάγοντας – Αιτητής.»

 

Κατ’ επέκταση των προλεχθέντων η έφεση, στο βαθμό που αφορά τον εφεσειόντα 1 απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση, στο βαθμό που αφορά τον εφεσείοντα 1, επικυρώνεται με τη διαφοροποίηση ως προς το λεκτικό του διατάγματος, ως έχουμε αποφανθεί πιο πάνω.

 

Όσον αφορά στον τέταρτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ότι ο εφεσείοντας 2 έχει δίκαιο.  Η αίτηση εναντίον του απέτυχε, συνεπώς, αυτός ήταν ο επιτυχών διάδικος, ως εκ τούτου δικαιούνταν σε έξοδα (βλέπε υπόθεση Κυριάκου v. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 416).  Το γεγονός ότι ο εφεσείοντας 2 είχε κοινή νομική εκπροσώπηση δεν είναι ικανοποιητικός λόγος πλήρους στέρησης των εξόδων του.  Ως εκ τούτου ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.  Το θέμα μπορεί να ρυθμιστεί με επιδίκαση του 1/2 των εξόδων και αυτό είναι δικαιολογημένο λόγω της κοινής εκπροσώπησης, όχι όμως αποστέρηση των εξόδων του. 

 

Η έφεση αναφορικά με τον εφεσείοντα 2 επιτυγχάνει, και η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα αναφορικά με τον εφεσείοντα 2 παραμερίζεται.

 

Εκδίδεται, δυνάμει των εξουσιών του Εφετείου όπως αυτές καθορίζονται στο Μέρος 41.12(1) και (2) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, διαταγή με την οποία επιδικάζονται έξοδα, της αίτησης, στην πρωτόδικη διαδικασία, προς όφελος του εφεσείοντα 2 και εναντίον του εφεσίβλητου κατά το 1/2, λόγω της κοινής νομικής εκπροσώπησης του εφεσείοντα 2, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή.

 

Καμιά διαταγή για έξοδα της έφεσης, ως προς τον εφεσείοντα 1 και τον εφεσίβλητο, και επιδικάζονται έξοδα, προς όφελος του εφεσείοντα 2 και εναντίον του εφεσίβλητου ύψους €1.250,00 (μειωμένα κατά 1/2  λόγω της κοινής νομικής εκπροσώπησης με τον εφεσείοντα 1) πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει).

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο