ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ– ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E146/2019)

 

 

 3 Ιουλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                     

   D. STAVRINOS CONSTRUCTIONS LTD

Εφεσείουσα

και


      HADJIEFSTATHIOU BROS TOURIST ENTERPRISES LTD

Εφεσίβλητη

 

-----------------------------

 

 

Χρυστάλλα Χριστοφόρου (κα) για Χρίστος Γεωργιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ραφαέλλα Μούχλη (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

     ----------------------------

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ.31.5.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) απέρριψε την αγωγή 99/2017, αποφαινόμενο, μεταξύ άλλων, ότι εφαρμοζόταν κώλυμα λόγω δεδικασμένου (res judicata).

Με την απορριφθείσα αγωγή, η ενάγουσα - εργοληπτική εταιρεία (εφεξής η εφεσείουσα), αξίωνε από την εναγόμενη - εταιρεία ανάπτυξης τουριστικών καταλυμάτων (εφεξής η εφεσίβλητη), την καταβολή ποσού ύψους €697.576,20 πλέον τόκους και ΦΠΑ για αθέτηση των μεταξύ τους συμφωνιών, ημερ.3.6.2000 και 13.10.2001 αντίστοιχα.

Ήταν κοινώς αποδεκτό στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες συμφωνίες περιείχαν ρήτρα διαιτησίας. Παρόλα ταύτα, όταν προέκυψαν οικονομικές και άλλες διαφορές μεταξύ των μερών, η εφεσείουσα καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την αγωγή 1795/2003. Η αγωγή αυτή δεν προχώρησε. Αντίθετα, οι διάδικοι επιβεβαίωσαν την προσήλωση τους σε διαιτητική διαδικασία, με αποτέλεσμα η αγωγή να αποσυρθεί και να υπογραφεί μεταξύ τους, περαιτέρω συμφωνία ημερ.8.8.2007, παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία. Κατονόμασαν μάλιστα τον διαιτητή που επέλεξαν και διακήρυξαν ρητά στη συμφωνία, ότι η απόφαση του διαιτητή θα ήταν «οριστική και τελεσίδικη». Ο κατονομαζόμενος διαιτητής, εξέδωσε πράγματι απόφαση στις 15.11.2015, με την οποία η εφεσίβλητη κλήθηκε να καταβάλει στην εφεσείουσα ποσό ΛΚ97.075,23. Παράλληλα, ο διαιτητής έκανε μνεία για τα έξοδα της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά και για τη δική του αμοιβή.      

Στις 30.12.2015 η εφεσίβλητη καταχώρησε τη Γενική Αίτηση 334/2015, με την οποία ζητούσε αφενός την αναπομπή της διαιτητικής απόφασης για σκοπούς διόρθωσης αριθμητικών και τυπογραφικών λαθών και διαζευκτικά, αφετέρου, την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Η εφεσείουσα στο πλαίσιο της Αίτησης αυτής, εναντιώθηκε στην έκδοση της θεραπείας της αναπομπής, αλλά συναίνεσε στη θεραπεία της ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης. Στην πρωτόδικη διαδικασία, προβλήθηκε ισχυρισμός δια στόματος του συνηγόρου της, ότι η εφεσίβλητη, επιχείρησε στη συνέχεια να αποσύρει την αξιούμενη θεραπεία της ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, αλλά συνάντησε την ένσταση της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα η αίτηση να οδηγηθεί σε ακρόαση για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 26.1.2017, η εφεσείουσα καταχώρησε την επίμαχη αγωγή 99/2017. Ακολούθησε η καταχώρηση από μέρους της εφεσίβλητης, της αίτησης για αναστολή της διαδικασίας ημερ.27.9.2017, η οποία, ως προαναφέραμε, οδήγησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης ημερ.31.5.2019 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή λόγω εφαρμογής του κωλύματος του δεδικασμένου.

Σημειώνεται, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και σε δύο άλλα συμπεράσματα. Το πρώτον - ενόψει του γεγονότος ότι οι επίδικες διαφορές ήταν οι ίδιες με τις παραπεμφθείσες σε διαιτησία - θα ανέστελλε τη δικαστική διαδικασία λόγω ρήτρας διαιτησίας, εάν βέβαια δεν είχε προηγηθεί η έκδοση της διαιτητικής απόφασης, γεγονός που δικαιολογούσε την πλήρη απόρριψη της αγωγής. Το δεύτερον, ότι, επιπρόσθετα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου, η αγωγή ήταν απορριπτέα και λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.

Η πρωτόδικη απόφαση, προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. Ο πρώτος, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι θα διατασσόταν η αναστολή [της αγωγής]» λόγω ρήτρας διαιτησίας είναι εσφαλμένη. Ο δεύτερος, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή λόγω δεδικασμένου είναι επίσης εσφαλμένη. Ο τρίτος, ότι εσφαλμένη είναι και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη και η συνακόλουθη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να καταδικάσει την εφεσείουσα στα έξοδα. 

Σημειώνεται, ότι κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσώπησαν τους διαδίκους, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία έχουμε διεξέλθει με κάθε προσοχή.  

 

 Προέχει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης που άπτεται του κωλύματος λόγω δεδικασμένου. Τούτο, διότι ο λόγος έφεσης αυτός, αφορά την προεξάρχουσα κρίση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή στην ολότητα της. Το Δικαστήριο πραγματεύεται το θέμα, από νομικής και πραγματικής απόψεως, στις σελίδες 20-23 της απόφασης του.

Μια κεντρική επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσείουσας επί του συγκεκριμένου ζητήματος, τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, είναι ότι το προαναφερθέν κώλυμα (όπως και τα κωλύματα γενικότερα), για να μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο, θα έπρεπε απαρέγκλιτα να δικογραφηθεί και έπειτα, ως νομικό σημείο, να ζητηθεί η προδίκαση του δυνάμει της Διαταγής 27 των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Με εκτίμηση, δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Η κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των δεδομένων που τη συνθέτουν. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας, ότι δεν μπορεί να τεθεί θέμα κωλύματος και δη λόγω δεδικασμένου, παρά μόνον αν υπάρχει ρητή αναφορά σε δικόγραφο.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη, μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης, αλλά πριν την καταχώρηση Έκθεσης Υπεράσπισης, ως χρονικά όφειλε δυνάμει του άρθρου 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4, αιτήθηκε την αναστολή της διαδικασίας λόγω ρήτρας διαιτησίας. Εφόσον κατ’ ισχυρισμό, ανέκυπτε και καταλυτικής σημασίας για την αγωγή, θέμα κωλύματος λόγω δεδικασμένου, ήταν απολύτως λογικό και νομικά επιτρεπτό, να τίθετο και να εξεταζόταν στο πλαίσιο της ίδιας αίτησης. Καμία ανάγκη ή και δυνατότητα υπήρχε, υπό τις περιστάσεις, να δικογραφηθεί εκ των προτέρων το θέμα, αφού δικόγραφο από πλευράς εφεσίβλητου, δεν είχε καν καταχωρηθεί. Ούτε βεβαίως και υπήρχε λόγος ή δυνατότητα να ζητηθεί η προδίκαση τέτοιου θέματος δυνάμει της Διαταγής 27, αφού η προδίκαση και μάλιστα από το εντελώς αρχικό στάδιο, ήδη επιτυγχάνετο με την εξέταση του, στο πλαίσιο της υπό εκδίκαση αίτησης. Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση RECNEX TRADING LTD κ.α. v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866, θέμα δεδικασμένου, ασχέτως κατάληξης, τέθηκε στο πλαίσιο αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, χωρίς ποτέ να προηγηθεί η προβολή του σε οποιοδήποτε δικόγραφο.

 

Συναφώς με τα πιο πάνω, η εξέταση πάσης φύσεως κωλύματος είναι δυνατή από τα όσα εξυφαίνονται από τα γεγονότα, χωρίς ανάγκη ρητής αναφοράς στις έγγραφες προτάσεις. Μολονότι φαίνεται να υπάρχει και διιστάμενη άποψη επί του ζητήματος, η θέση που εδώ διατυπώνουμε, έλκει νομικό και νομολογιακό έρεισμα από τις υποθέσεις Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551 και Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 CL.R.542. Σχετική αναφορά υπάρχει και στη σελ.32 του συγγράμματος του Πόλυ Πολυβίου «Η Αρχή του Κωλύματος στο Σύγχρονο Δίκαιο».

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι ορθώς εξετάστηκε θέμα δεδικασμένου, προχωρούμε με την ουσία του λόγου έφεσης. Το κώλυμα λόγω δεδικασμένου συναρτάται με την αρχή της τελεσιδικίας που είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος (βλ. K.S.R. Commercio S.A. κ.α. v. Bluecoral Navigation Ltd. (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 και Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298).

 

Το κώλυμα λόγω δεδικασμένου έχει δύο εκφάνσεις. Το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) και το  κώλυμα επίδικου θέματος (issue estoppel). Ανεξαρτήτως έκφανσης, για να πετύχει η επίκληση του κωλύματος θα πρέπει (α) η απόφαση στην προηγηθείσα διαδικασία να είναι τελεσίδικη, και να υπάρχει (β)  ταύτιση διαδίκων (γ) ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και (δ) ταύτιση επιδίκων θεμάτων (βλ. Χριστοφίδης κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2166, Μιχαήλ ν. Σκουτέλλα (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1125 κ.α.).

 

Η εφεσείουσα, κατ’ ουσία, δεν αμφισβήτησε πρωτόδικα ότι ίσχυαν οι προϋποθέσεις (β), (γ) και (δ), ούτε και θα μπορούσε πιστεύουμε, αφού ήταν έκδηλο από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία, ότι τόσο η προηγηθείσα διαιτητική απόφαση ημερ.15.11.2015 όσο και η υπό συζήτηση αγωγή 99/2017 ήταν μεταξύ των ιδίων διαδίκων και αφορούσε αξιώσεις που απορρέαν από τις συμβάσεις ημερ.3.6.2000 και 13.10.2001. Σε ό,τι αφορά την τελεσιδικία, τα ίδια τα μέρη στη συμφωνία τους ημερ.8.8.2007 καθόρισαν ότι η απόφαση του διαιτητή θα ήταν «οριστική και τελεσίδικη». Η τελεσιδικία που είναι αναγκαία προϋπόθεση, αφορά βεβαίως την ουσία των επιδίκων θεμάτων προς επίλυση και όχι τυχόν ένδικα μέτρα που ενυπάρχουν για να απομακρυνθεί ο διαιτητής ή και να ακυρωθεί η απόφαση του λόγω παρατυπίας ή μεμπτής από μέρους του συμπεριφοράς (βλ. άρθρο 20 του Κεφ.4). Ούτε εν πάση περιπτώσει τελεσφόρησε ποτέ, ένα τέτοιο διάβημα.

 

Η τελεσιδικία επί της ουσίας των επιδίκων θεμάτων προκύπτει ως συνακόλουθο και της παραγράφου 6 του πρώτου παραρτήματος του Κεφ.4, όπου ρητά αναφέρεται ότι η διαιτητική απόφαση είναι «οριστική και δεσμευτική για τους διαδίκους…». Τα ίδια ισχύουν και στην Αγγλία δυνάμει του section 58(1) του Arbitration Act 1996 (βλ. Halsburys Laws of England (5th Edition) Arbitration (Volume 2 (2023) Par.668).

 

Επί του προκειμένου, επισημαίνουμε ότι δεν υπάρχει διάκριση ένεκα του γεγονότος ότι η προηγηθείσα απόφαση ήταν διαιτητική και όχι δικαστική, αφού το κώλυμα λόγω δεδικασμένου ισχύει ανεξαρτήτως. Δηλαδή, προηγηθείσα τελεσίδικη και οριστική διαιτητική απόφαση, δύναται να αποτελέσει το υπόβαθρο για την προβολή κωλύματος λόγω δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δικαστική ή και διαιτητική διαδικασία (βλ. Halsbury’s Laws of England (5th Edition) Civil Procedure (Volume 11 (2020) Par.1557 και HE Daniels Ltd v. Carmal Exporters and Importers Ltd [1953] 2 All E.R. 401).

 

Εν όψει των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι τύγχανε εφαρμογής η αρχή του κωλύματος λόγω δεδικασμένου και ορθώς απέρριψε την αγωγή για τον λόγο αυτό.   

    

Κάποιοι ισχυρισμοί που τέθηκαν πρωτόδικα και επαναλήφθηκαν ενώπιον μάς, δεν τεκμηριώνονται επ’ ουδενί από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εξ αυτών ήταν η θέση ότι η εφεσίβλητη δήθεν δήλωσε ανεπιφύλακτα ότι δεν αποδεχόταν τη διαιτητική απόφαση. Ουδόλως, προκύπτει τέτοιο γεγονός είτε από την Αίτηση 334/2015 είτε από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο. Συναφώς, ότι η εφεσίβλητη κωλυόταν να επικαλεστεί δεδικασμένο λόγω εγκατάλειψης (waiver) εκ της συμπεριφοράς της ή και δήθεν ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της διαιτητικής απόφασης. Με κάθε εκτίμηση, δεν θεωρούμε ότι οι θέσεις αυτές απηχούν την πραγματικότητα. Αποτελούν απλώς, επιλεκτική και εν πολλοίς αυθαίρετη διάγνωση κάποιων δεδομένων της όλης διαφοράς.

 

Εν όψει των πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Μολονότι η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας είναι διάχυτη από τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να επεκταθούμε με ανάλυση και εφαρμογή των αρχών της κατάχρησης, εξετάζοντας τον τρίτο λόγο έφεσης. Ο λόγος είναι απλός. Η αγωγή ορθώς απορρίφθηκε, ένεκα της εφαρμογής του κωλύματος λόγω δεδικασμένου. Συνεπώς, το κατά πόσο θα μπορούσε ή όχι να απορριφθεί ή και να διακοπεί η δικαστική διαδικασία λόγω και κατάχρησης, δεν έχει καμία απολύτως, πρακτική σημασία. Πρόκειται καθαρά για ακαδημαϊκό υπό τις περιστάσεις ζήτημα και ως γνωστό, τα Δικαστήρια έχουν ως αποστολή την επίλυση διαφορών και όχι την έκδοση γνωματεύσεων επί ακαδημαϊκών θεμάτων (βλ. Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176).

Το ίδιο ισχύει, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη επίταση, σε σχέση με τον πρώτον λόγο έφεσης, ο οποίος ουσιαστικά αφορά ένα υποθετικό σενάριο. Το σενάριο είναι η περίπτωση που ΔΕΝ είχε εκδοθεί η διαιτητική απόφαση ημερ.15.11.2015 και η διαιτητική διαδικασία ήτο ακόμα σε εκκρεμότητα ώστε να τίθετο θέμα αναστολής της, λόγω της ρήτρας διαιτησίας. Η απόρριψη της αγωγής έθεσε οριστικό τέρμα στην αντιδικία στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αγωγής. Συνεπώς, η όποια συζήτηση περί αναστολής της διαδικασίας [κάτι που εξυπακούει μεταγενέστερη αναβίωση], στη βάση ενός σεναρίου που δεν υφίσταται, είναι εγχείρημα ακαδημαϊκό και άγονο.

 

Τέλος ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά τη διαταγή ως προς τα έξοδα, απορρίπτεται. Τα έξοδα ως φυσικό επακόλουθο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ακολούθησαν το αποτέλεσμα.

 

          Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €5.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ – ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο