ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε15/24)

(i-justice)

 

26 Ιουλίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΑΜΠΙΖΑΣ, TΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

 

Φ. Κ.,

Εφεσείοντας,

v.

 

Χ. Π.,

Εφεσίβλητης.

 

-----------------------------

 

 

Α. Ιακώβου (κα) για Μ. Ιακώβου & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Αρτέμης για Τορναρίτης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

       

          ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Οι διάδικοι είναι σύζυγοι και από τον γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τη Μ που γεννήθηκε το 2012 και τον Π, που γεννήθηκε το 2014. Από τον Απρίλιο του 2023, βρίσκονται σε διάσταση. Η εφεσίβλητη διαμένει με τα ανήλικα εκτός της συζυγικής κατοικίας, στην οποία εξακολουθεί να διαμένει ο εφεσείοντας.

 

          Με μονομερή αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στις 3.8.2023, στα πλαίσια εναρκτήριας αίτησης, η εφεσίβλητη αιτήθηκε την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή των ανήλικων τέκνων του, στο συνολικό ποσό των €1.500 μηνιαίως.  Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο διέταξε επίδοση της αίτησης στον εφεσείοντα, ο οποίος καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως στις 10.11.2023.

 

          Η εφεσίβλητη, στην ένορκο της δήλωση που συνόδευε την αίτησή της, ισχυρίστηκε ότι από τη διάσταση διαμένει με τα παιδιά σε διαμέρισμα, με ενοίκιο ύψους €950 μηνιαίως. Υποστήριξε ότι ο εφεσείοντας είναι τραπεζικός υπάλληλος με μισθό που υπερβαίνει τις €3.500 μηνιαίως, ότι έχει επιπλέον εισοδήματα από οικοδομικές και άλλες συναφείς εργασίες και ότι έχει επίσης αποταμιεύσεις ύψους €105.000, €6.000 και €10.000, σε τρεις διαφορετικές τράπεζες. Η εφεσίβλητη κατέθεσε ως τεκμήριο 1 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού του εφεσείοντα, όπου εμφαίνεται κατατεθειμένο το ποσό των €5.335,28. Η ίδια, όπως ανέφερε, από την εργασία της, κερδίζει μηνιαίως το καθαρό ποσό των €3.587. Λαμβάνει, επίσης, €1.100 μηνιαίως από την ενοικίαση κατοικίας και €502 μηνιαίως από ενοίκιο διαμερίσματος. Συνολικά, υπολόγισε τα εισοδήματα της στο ποσό των €5.189 μηνιαίως.

 

          Η εφεσίβλητη κατέγραψε αναλυτικά το μηνιαίο εξοδολόγιο για κάθε παιδί, το οποίο καθόρισε στο συνολικό ποσό των €2.890, ήτοι €1.465 για τη Μ και €1.424 για τον Π και ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι η ανήλικη Μ θα χρειαστεί ορθοδοντική θεραπεία, η οποία θα κοστίζει €120 μηνιαίως. Επιπλέον, καταβάλλει το ποσό των €100 για οικιακή βοηθό.

 

          Ισχυρίστηκε, τέλος, ότι από τη διάσταση ο εφεσείοντας δεν έχει συνεισφέρει καθόλου στα έξοδα των παιδιών και ότι, με βάση τα εισοδήματα του, δύναται να της καταβάλλει το ποσό των €1.500 για τη διατροφή και συντήρηση τους.

 

         Από την άλλη, ο εφεσείοντας, στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, υποστήριξε ότι από την εργασία του λαμβάνει το καθαρό ποσό των €3.078,71 και προς τούτο κατέθεσε ως τεκμήριο 1 κατάσταση των απολαβών του. Αυτό είναι και το μοναδικό του εισόδημα, από το οποίο καταβάλλει το ποσό των €1.342 περίπου για την αποπληρωμή δύο δανείων, πλέον ένα ποσό για τα ασφάλιστρα των δανείων και του απομένει μηνιαίως το ποσό των €1.623. Το ποσό των €100.000 που ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη ότι έχει ο ίδιος κατατεθειμένο, είναι ποσό το οποίο συγκέντρωσαν τα αδέλφια του από την Κυβέρνηση, τους εργοδότες του και το Ταμείο Υγείας της τράπεζας όπου εργάζεται, για την κάλυψη των ιατρικών του εξόδων στο εξωτερικό, μετά από ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που είχε. Το ποσό αυτό ήτο κατατεθειμένο σε λογαριασμό που ανήκε στον ίδιο και στα αδέλφια του. Ο λογαριασμός εκείνος έκλεισε, εφόσον τα χρήματα δόθηκαν στα αδέλφια του για τα ιατρικά του έξοδα τα οποία είχαν καλύψει. Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι έχει καταθέσεις ύψους €5.500.

 

         Δεν αμφισβήτησε ότι η εφεσίβλητη, από την εργασία της, λαμβάνει καθαρά €3.587, αλλά εισηγήθηκε ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τυχόν επιδόματα τα οποία αυτή λαμβάνει. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι περί το 2018 εξέδωσε επιταγή ύψους €178.390,85 προς όφελος της εφεσίβλητης, ούτως ώστε να μην έχει οποιαδήποτε απαίτηση στη συζυγική τους οικία.

 

         Προέβαλε, επίσης, ότι τα έξοδα των παιδιών, όπως τα καθόρισε η εφεσίβλητη, ήσαν αδικαιολόγητα αυξημένα και κάποια δεν υφίστανται, όπως το έξοδο ενοικίου, εφόσον αυτή διαμένει σε οικία ιδιοκτησίας της μητέρας της, και τα έξοδα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, λόγω εφαρμογής του Γενικού Συστήματος Υγείας. Τέλος, κάλεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην εκδώσει προσωρινό διάταγμα διατροφής και να απορρίψει την αίτηση.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων, επί των οποίων δεν υπήρξε αντεξέταση. Κατέληξε στην έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο ο εφεσείοντας διατάχθηκε να καταβάλλει €780 μηνιαίως, από 3.8.2023, ως συνεισφορά του στη διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων του.

        

         Με έξι λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε το προσωρινό διάταγμα διατροφής, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και ιδιαίτερα η τρίτη προϋπόθεση, καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσείοντα στα €780 μηνιαίως. Λανθασμένη, επίσης, θεωρεί ο εφεσείοντας, με τον τρίτο λόγο έφεσης,  την απόφαση του Δικαστηρίου ότι τα εισοδήματα του ανέρχονται στο ποσό των €3.078 μηνιαίως, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι καταβάλλει από το ποσό αυτό μηνιαίες δόσεις σε δάνειο που συνήψε προς τον σκοπό αποπληρωμής οφειλής του προς την εφεσίβλητη. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει την απόφαση του, περιοριζόμενο σε πρόχειρο καθορισμό ενός κατ’ αποκοπήν ποσού. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη πως η εφεσίβλητη αδικαιολόγητα δεν επιτρέπει στον ίδιο να έχει επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του από τη διάσταση και με τον έκτο λόγο ότι παραβίασε τον νομολογιακά καθιερωμένο κανόνα ότι θα έπρεπε να επιληφθεί της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, να την αποφασίσει άμεσα και να καθορίσει περίοδο ισχύος του προσωρινού διατάγματος, ουχί μεγαλύτερο των δύο μηνών.

 

         Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι, στα περιγράμματα αγόρευσής τους στην Έφεση, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις των πελατών τους.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει στην απόφασή του, αναφέρθηκε στο Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90, το οποίο επιβάλλει στους γονείς υποχρέωση για από κοινού διατροφή του ανήλικου τέκνου τους, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός.

 

    Το Άρθρο 37 του ιδίου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

 

«37.-(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

 

(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.

 

(3) Σε περίπτωση που ο γονέας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό ή το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής δυνατόν να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη 13η ή και 14η καταβολή, ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.»

         Με δεδομένο ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε ενδιάμεση διαδικασία, το Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στις τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται με βάση το Άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), ήτοι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία στην αγωγή και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης σε σχετική νομολογία (Βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 CLR 557, M & Ch Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 ΑΑΔ 1791).

 

         Θα εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εφεσείοντας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Όπως αποσαφηνίστηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 που ουσιαστικά αμφισβητείται.

 

         Ο εφεσείοντας υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη είχε μηνιαία συνολικά εισοδήματα πέραν των €5.000, ως επίσης και αποταμιεύσεις και συνεπώς δεν τίθετο σε κίνδυνο η επιβίωση των παιδιών. Για τον λόγο αυτό, κατά τη θέση του, δεν θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι η υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν τα ανήλικα τέκνα τους πηγάζει από τον Νόμο και ότι επομένως υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην κυρίως αίτηση. Έκανε, επίσης, αναφορά στη νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση διάστασης, όταν υπάρχουν ανήλικα παιδιά, είναι αυτονόητο ότι είναι απαραίτητη η έκδοση διατάγματος για τη διατροφή τους και παρέπεμψε στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Έφεση Αρ. 21/2019, ημερομηνίας 29.6.2020, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«… Η μη αποκάλυψη των αληθών εισοδημάτων εκάστου δεν εξουδετερώνει την ανάγκη διατροφής από τον έτερο των συζύγων διότι το άρθρο 33(1) καθορίζει ως απόλυτη την υποχρέωση διατροφής με μόνο μέτρο τις εισοδηματικές δυνάμεις των γονέων.  Η  υποχρέωση αυτή είναι διαρκής.  Η πιθανότητα διακοπής της συνεισφοράς του εφεσείοντος ανά πάσα στιγμή και για οποιοδήποτε λόγο δεν τίθεται στη βάσανο μαρτυρίας προς τούτο.  Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη διεκδίκησε δικαστική συνεισφορά υπό το φως της απομάκρυνσης του εφεσείοντος από τη συζυγική οικία, παραμένει αυτονόητο ότι είτε συναινετικά, είτε διά αποφάσεως μετά από ακρόαση, ένα διάταγμα μέσω Δικαστηρίου, είναι απαραίτητο, προς διασφάλιση των βασικών αναγκών των ανηλίκων.

 

……………………………………………………………………….…….

 

Υπενθυμίζεται ότι η φύση της παρούσας διαφοράς είναι πολύ διαφορετική από τα συνηθισμένα άλλα προσωρινά διατάγματα που αφορούν συμβατικές, κατά κανόνα, σχέσεις μεταξύ των διαδίκων.»

  

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι πληρείτο και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

"Ο εφεσείοντας δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι από τη διάσταση στις σχέσεις τους δεν έχει συνεισφέρει με οποιοδήποτε τρόπο στα έξοδα διαβίωσης των παιδιών τους. Με αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται η έκδοση ενός διατάγματος, του οποίου η δεσμευτικότητα θα διασφαλίσει διαχρονικά και σταθερά την καταβολή από μέρους του ενός ποσού που το Δικαστήριο κρίνει εύλογο για την συνεισφορά του στην διατροφή των δικαιούχων ανήλικων τέκνων του, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διατροφή και η ευημερία τους.  

 

 

         Συμφωνούμε με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Ο εφεσείοντας δεν μπορεί να εξαιρεθεί της υποχρέωσης διατροφής των τέκνων του.

 

         Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Με τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου στον καθορισμό του ύψους του ποσού διατροφής στα €780 μηνιαίως.

 

         Στην αιτιολογία των πιο πάνω λόγων έφεσης, ο εφεσείοντας υποστήριξε ότι το Δικαστήριο βασίστηκε στη θέση της εφεσίβλητης, ως προς τα έξοδα των ανηλίκων, η οποία ήτο ατεκμηρίωτη, ότι λανθασμένα θεώρησε ότι οι απολαβές του ανέρχονται στα €3.078 μηνιαίως, χωρίς να αφαιρέσει τις δόσεις δανείων και ότι κατέληξε σε ένα πρόχειρο καθορισμό ενός κατ’ αποκοπή ποσού.

 

         Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αφού υπέδειξε τη γενική νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο, στο στάδιο αυτό, δεν καταλήγει σε ευρήματα επί διαφιλονικούμενων θεμάτων, αναφέρθηκε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Α.Μ v. Μ.Ζ., Έφεση Αρ. 23/2019, ημερομηνίας 28.07.2020, αναφορικά με τα προσωρινά διατάγματα διατροφής και τον τρόπο προσέγγισης:

 

«Ως προς τα έξοδα της ανήλικης, όπως προαναφέραμε, καθορίζονται αφού το Δικαστήριο προβεί σε μια σφαιρική αντίκριση των δεδομένων. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι πρόκειται για ενδιάμεσο διάταγμα, το οποίο εκδίδεται γιατί υπάρχει η υποχρέωση και των δύο γονέων να συνεισφέρουν στη διατροφή του ανήλικου από τη διάσταση και πως αυτό περιορίζεται μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης με βάση τα πραγματικά εισοδήματα των διαδίκων και των αναγκών του ανηλίκου και θα προβεί σε καταμερισμό στον κάθε γονέα».

 

         Παραπέμπουμε, επίσης, στην Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1 ΑΑΔ 604 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις ενδιάμεσες διαδικασίες:

 

«Εκείνο το οποίο πρέπει ξανά εδώ να υπενθυμιστεί είναι η πραγματική φύση της υπό εξέτασης ενδιάμεσης διαδικασίας. Με αυτή δεν κρίνονται τελικά και ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων έτσι ώστε με αυστηρούς κανόνες απόδειξης να αξιολογηθεί η εκατέρωθεν προσκομισθείσα μαρτυρία, να εξαχθούν τελικά ευρήματα και να κατανεμηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις». 

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, προέβη σε μια σφαιρική εξέταση των ισχυριζόμενων εξόδων των ανηλίκων και σχολίασε αρνητικά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία για ορισμένα κονδύλια, όπως για τις απογευματινές τους δραστηριότητες. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, δεν ευσταθεί. Ως προς τα εισοδήματα των διαδίκων, το Δικαστήριο, αφού κατέγραψε τις εκατέρωθεν θέσεις τους, ανέφερε ότι ήτο αρκετό, για σκοπούς έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος, το γεγονός ότι οι διάδικοι εργάζονται και λαμβάνουν ικανοποιητικά εισοδήματα, με τα οποία δύνανται να συνεισφέρουν στα έξοδα διατροφής των παιδιών τους. Σφαιρικά αντίκρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εισοδήματα των διαδίκων και ορθά δεν κατέληξε σε ευρήματα ως προς αυτά, αλλά και ούτε σε σχέση με τους ισχυρισμούς για επιδόματα και αποταμιεύσεις. Η διεργασία αυτή θα επιτελεστεί κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης.

 

         Επίσης, ορθά υπέδειξε, αναφορικά με τα δάνεια του εφεσείοντα, ότι σε υποθέσεις διατροφής ανηλίκων, η ύπαρξη χρεών δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο γονέα από τη νομική του υποχρέωση να συνεισφέρει στη διατροφή των παιδιών του. Η διατροφή ανηλίκων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση των γονέων και προηγείται των άλλων οικονομικών τους υποχρεώσεων. (βλ. Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1418, Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951 και Konyalian v. Paskulov, ECLI:CY:DOD:2021:17, Έφεση αρ. 2/2020, ημερ. 24.6.2021).

 

         Ως προς το ύψος του ποσού της διατροφής, έχουμε διεξέλθει της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τις θέσεις του εφεσείοντα και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα που θα δικαιολογούσε την παρέμβασή μας.

 

         Ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης, απορρίπτονται.

 

         Ο πέμπτος λόγος έφεσης, επίσης δεν μπορεί να επιτύχει. Με δεδομένο ότι τα ανήλικα διαμένουν με την εφεσίβλητη, η έκδοση διατάγματος διατροφής εκ μέρους του εφεσείοντα ήτο επιτακτική και απαραίτητη. Το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείοντας δεν είχε επικοινωνία με τα παιδιά του δεν θα μπορούσε να είναι λόγος μη έκδοσης διατάγματος διατροφής.

 

         Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Απορριπτέος κρίνεται και ο έκτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείοντας εισηγείται ότι το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα θα έπρεπε να έχει ισχύ ουχί μεγαλύτερη των δύο μηνών.

 

         Όπως αναφέρθηκε στη Δημοσθένους (ανωτέρω), η υποχρέωση των γονέων για διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους «είναι διαρκής», στη δε A.M. v. M.Z. (ανωτέρω), λέχθηκε ότι το προσωρινό διάταγμα διατροφής ισχύει «μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης». Ήτο, συνεπώς, ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα «θα ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή νεοτέρας Διαταγής του Δικαστηρίου». Η αναφορά στην Anton v. Ευέλθοντος (2011)          1 ΑΑΔ 2051 στην οποία παρέπεμψε η δικηγόρος του εφεσείοντα, όπου λέχθηκε ότι θα πρέπει να καθορίζεται προθεσμία ισχύος του διατάγματος διατροφής ουχί πέραν των δύο μηνών, έγινε ως «γενική παρατήρηση» και δεν είναι δεσμευτική.

 

         Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

         Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.100 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

                                                                                     ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                    Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

/γα


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο