ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε64/2019)

16 Ιουλίου, 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΧΑΡΗΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΛΤΔ 

Εφεσείουσα/Εναγόμενη

και

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΥΛΑ

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

 

------------------------------

 

Μιχάλης Ιωάννου για Εφεσείουσα.

Στέλλα Στυλιανού (κα) και Μαρίνα Κίτσιου (κα) για Κώστας Τσιρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για Εφεσίβλητη.

Ο διευθυντής της εφεσείουσας παρών

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί   

               από τον κ. Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερ.27.2.2019, με την οποία αποδέχτηκε αίτηση της εφεσίβλητης‑αιτήτριας για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της εφεσείουσας‑καθ’ ης η αίτηση («η Αίτηση»).

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του καταγράφει αρχικά τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με αυτές, η εφεσίβλητη αξίωνε την έκδοση απόφασης για το ποσό των €3.750 ως αξία συμφωνηθέντων ενοικίων και/ή ως υπόλοιπο καθυστερημένων ενοικίων από 1.1.2018 ‑ 30.9.2018. Επιπρόσθετα αξίωνε το ποσό των €416,67 μηνιαίως από την 1.1.2018 ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή ως αποζημιώσεις μέχρι την παράδοση της κατοχής του ακίνητου που βρίσκεται στη Μονή της επαρχίας Λεμεσού Φ/Σχ. LIV/40 αποτελούμενο από τα τεμάχια 706, 709 και 494 («το Ακίνητο»). Περαιτέρω ζητούσε την έκδοση διατάγματος εναντίον της εφεσείουσας για παράδοση της κατοχής του Ακίνητου.

 

            Σύμφωνα με το Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα κατά τις 20.12.2009 η εφεσείουσα συνήψε συμφωνία ενοικίασης του Ακίνητου με τη μητέρα της εφεσίβλητης, η οποία κατά τον ως άνω χρόνο ήταν η ιδιοκτήτρια του Ακίνητου, το οποίο κατά τις 8.1.2013 μεταβιβάστηκε στην εφεσίβλητη.   

 

            Η διάρκεια της συμφωνίας ενοικίασης καθορίστηκε σε 8 έτη, ήτοι μέχρι τις 20.12.2017 και το ποσό ενοικίου καθορίστηκε σε €7.200 ετησίως διαιρετέο σε δόσεις των €600, προπληρωτέο την πρώτη μέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης την 20.12.2009. Αποτελούσε όρο της συμφωνίας ενοικίασης ότι μετά τη λήξη της περιόδου των 8 ετών, η εφεσείουσα θα είχε το δικαίωμα ανανέωσης για επιπρόσθετη περίοδο ενός έτους εφόσον έδινε προειδοποίηση ενός μηνός στην εφεσίβλητη και νοουμένου ότι η εφεσίβλητη συμφωνούσε με την ανανέωση της ενοικίασης.

 

            Κατά τις 11.12.2017, η εφεσίβλητη με επιστολή των δικηγόρων της ενημέρωσε την εφεσείουσα ότι δεν έλαβε οποιαδήποτε ειδοποίηση για την πρόθεση της να ανανεώσει την ενοικίαση και παράλληλα την πληροφόρησε ότι η ίδια δεν επιθυμούσε την ανανέωση της και κάλεσε την εφεσείουσα όπως παραδώσει την κατοχή του ακίνητου εντός 20 ημερών από τη λήψη της εν λόγω επιστολής. Η εφεσείουσα με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 20.12.2017, αρνήθηκε να παραδώσει το ακίνητο ισχυριζόμενη ότι επήλθε προφορική συμφωνία με την αιτήτρια για επέκταση της ενοικίασης για 4 ακόμα έτη. Η εφεσίβλητη αρνούμενη τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, υποστήριξε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρξε προφορική συμφωνία δυνάμει της οποίας απλώς μειώθηκε το ετήσιο ενοίκιο από €7.200 σε €5.000, καθώς παραχωρήθηκε στην ίδια μέρος του ακίνητου.

 

            Η εφεσείουσα, αυθαίρετα και/ή αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας ενοικίασης δεν κατέβαλε τα ενοίκια των μηνών Ιανουαρίου του 2018 μέχρι και Σεπτεμβρίου του 2018, δηλαδή καθυστερούσε την πληρωμή του ποσού των €3.750. Η εφεσίβλητη με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 30.5.2018, τερμάτισε τη συμφωνία ενοικίασης και κάλεσε την εφεσείουσα όπως καταβάλει εντός 7 ημερών τα μέχρι τότε οφειλόμενα ενοίκια, τα οποία μέχρι την καταχώριση της αγωγής αμελούσε και/ή παρέλειπε να τα καταβάλει και εξακολουθούσε να κατακρατεί το Ακίνητο.

 

            Αφού η εφεσείουσα καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης την 31.10.2018, η εφεσίβλητη καταχώρισε στις 9.11.2018 την Αίτηση.

 

            Η Aίτηση υποστηρίζετο από ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης με την οποία επαναλάμβανε τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονταν στην Έκθεση Απαίτησης επισυνάπτοντας σχετικά Τεκμήρια.

            Πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών, η εφεσίβλητη ισχυρίζετο ότι στις 9.5.2018 με επιστολή της εφεσείουσας στάλθηκε επιταγή για το ποσό των €5.000 επ' ονόματι της μητέρας της προς εξόφληση των ενοικίων για το έτος 2018. Η εφεσείουσα γνώριζε τόσο από ενημέρωση που είχε λάβει από την ίδια, όσο και από επιστολή των δικηγόρων της ημερ.11.12.2017 ότι ιδιοκτήτρια του ακίνητου από το 2013 είναι η ίδια και όχι η μητέρα της. Ως εκ των ανωτέρω με την επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 30.5.2018 με την οποία τερμάτισε τη συμφωνία ενοικίασης, επέστρεψε και την επιταγή που εκδόθηκε από την εφεσείουσα επ' ονόματι της μητέρας της. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη δήλωνε ότι ενοποίησε το Aκίνητο το οποίο αποτελείτο από 3 τεμάχια σε ένα τεμάχιο (Τεκμήριο 4). Τέλος, η εφεσίβλητη ισχυρίζετο ότι η εφεσείουσα δεν διέθετε οποιαδήποτε υπεράσπιση και ότι μοναδικός σκοπός της για την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης ήταν η πρόκληση καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης και κατ' επέκταση καθυστέρηση στην πληρωμή των υποχρεώσεων της και την παράδοση του ακίνητου.  

 

            Η εφεσείουσα εναντιώθηκε στην Aίτηση προβάλλοντας λόγους ένστασης οι οποίοι μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

·        Η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση έπασχε καθώς η εφεσείουσα δεν ανέφερε κατά ποσό εξουσιοδοτήθηκε από τη μητέρα της, η οποία ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία ενοικίασης ημερομηνίας 20.12.2009, για να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση και κατά πόσο είχε λάβει οποιεσδήποτε πληροφορίες από την τελευταία.

·        Η εφεσεσίουσα διέθετε καλή υπεράσπιση καθώς αφενός υπήρξε προφορική συμφωνία για παράταση της περιόδου ενοικίασης για ακόμα 4 χρόνια και αφετέρου δεν όφειλε οποιαδήποτε ενοίκια εφόσον το ενοίκιο για το έτος 2018 στάλθηκε με επιστολή στη μητέρα της εφεσίβλητης.

·        Η αιτήτρια ενώ παραδεχόταν την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας, εντούτοις δεν αποκάλυπτε μεταξύ ποιων μερών έγινε η εν λόγω συμφωνία, ούτε και ανέφερε κατά πόσο είχε προσωπική γνώση των συμφωνηθέντων ή κατά πόσο πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της από άλλο πρόσωπο και εν πάση περιπτώσει δεν αποκάλυπτε ποιο ήταν το εν λόγω πρόσωπο.

 

            Η ένσταση υποστηρίζετο από ένορκη δήλωση του διευθυντή της εφεσείουσας, o οποίος ισχυρίζετο ανάμεσα σε άλλα ότι η εφεσείουσα ήταν συνεπής στην καταβολή των ενοικίων, τα οποία εισπράττονταν πάντοτε από τον πατέρα της εφεσίβλητης.  Επισυνάπτετο ως Τεκμήριο Δ απόδειξη πληρωμής του ενοικίου για το έτος 2017 υπογεγραμμένο από τον πατέρα της εφεσίβλητης.

 

            Το ενοίκιο για το έτος 2018, το οποίο αξίωνε με την αγωγή η εφεσίβλητη, πληρώθηκε με επιταγή ημερομηνίας 9.5.2018 η οποία στάλθηκε μέσω ταχυδρομείου και παραδόθηκε στον πατέρα της. (Τεκμήρια Ε και Ζ αντίστοιχα).

 

            Κατά τα έτη 2011‑2012 επήλθε προφορική συμφωνία δυνάμει της οποίας μειώθηκε το ενοίκιο και παραδόθηκε μέρος του Ακίνητου. Επιπρόσθετα με την εν λόγω συμφωνία, όπως προκύπτει και από την επιστολή ημερομηνίας 20.12.2017 των τότε δικηγόρων της εφεσείουσας, η ενοικίαση του Ακίνητου επεκτάθηκε για 4 ακόμη έτη. Η επέκταση της συνιστούσε το αντάλλαγμα για την παραχώρηση μέρους του Ακινήτου. Στη βάση των πιο πάνω, η εφεσείουσα ισχυρίζετο ότι διέθετε καλή υπεράσπιση και ότι η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια που θα έπρεπε να της δοθεί από το Δικαστήριο το δικαίωμα για υπεράσπιση. Περαιτέρω, ο ενόρκως δηλών ισχυρίζετο ότι η συμφωνία ενοικίασης υπογράφηκε από τη μητέρα της εφεσίβλητης, η οποία ήταν και η μόνη που γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης και ότι o ίδιος, ως ο μοναδικός διευθυντής της εφεσείουσας, ουδέποτε συνομίλησε με την εφεσίβλητη, αλλά πάντοτε η επικοινωνία γινόταν με τη μητέρα της τελευταίας και τον πατέρα της προς τον οποίο πληρωνόταν το ενοίκιο.

        Η ακρόαση της Αίτησης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων οι οποίες συνόδευαν την αίτηση και την ένσταση, ως επίσης μέσω των αγορεύσεων των δικηγόρων των δύο πλευρών.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αφού παραθέτει τη νομική πτυχή που διέπει το όλο ζήτημα, προχώρησε στην εξαγωγή συμπερασμάτων.

 

        Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο προέβη ήταν η διαπίστωσή του ότι ικανοποιούνταν και οι τρεις προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (όπως ίσχυαν τότε), ότι δηλαδή το κλητήριο ένταλμα ήταν ειδικά οπισθογραφημένο, η εφεσείουσα καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης την 31.10.2018 και η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης υπογράφετο από την ίδια την εφεσίβλητη η οποία δήλωνε ότι «εξ όσων πιστεύει και συμβουλεύεται από τους δικηγόρους της, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή».

 

        Με την ικανοποίηση των τριών προϋποθέσεων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.18, θ.1(α), το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το βάρος απόδειξης μετατίθετο πλέον στην πλευρά της εφεσείουσας η οποία θα έπρεπε να καταδείξει ότι διέθετε καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ως ικανά για να της επιτραπεί να προβάλει την υπεράσπισή της. Πρόσθεσε ότι το έργο του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην στερεί τον διάδικο από το δικαίωμά του να προβάλει την υπεράσπισή του και ότι άδεια για υπεράσπιση θα πρέπει να παρέχεται ακόμα και εκεί όπου φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες επιτυχίας.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε ότι οι ουσιαστικοί ισχυρισμοί που προέβαλε η εφεσείουσα ως υπεράσπιση, συνίσταντο σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας αφορούσε τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία ενοικίασης ανανεώθηκε περί τα έτη 2011‑2012 δυνάμει προφορικής συμφωνίας για περαιτέρω περίοδο 4 ετών. Ως εκ τούτου, ήταν η εισήγηση της πλευράς της ότι δεν υπήρχε νομιμοποιητική βάση για την επιστολή της εφεσίβλητης ημερομηνίας 11.12.2017. Ο δεύτερος πυλώνας αφορούσε τον ισχυρισμό ότι δεν οφείλετο οποιοδήποτε ενοίκιο στην εφεσίβλητη, εφόσον το ενοίκιο για το έτος 2018 που ανέρχετο στο ποσό των €5.000 πληρώθηκε με τραπεζική επιταγή ημερομηνίας 9.5.2018. Συνεπώς, δεν υπήρχε βάσιμος λόγος για τερματισμό της επίδικης συμφωνίας και κατ' επέκταση δεν υφίστατο αιτία αγωγής εναντίον της εφεσείουσας. Περαιτέρω ετίθετο ακροθιγώς το επιχείρημα ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο στην καταχώριση της αγωγής, ενόψει του ότι η συμφωνία ενοικίασης υπογράφηκε μεταξύ της μητέρας της και της εφεσείουσας. Για το επιχείρημα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν μπορεί να προβληθεί ως υπεράσπιση, καθώς ήταν ουσιαστικά αποδεκτό ότι η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν και εξακολουθούσε να είναι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου. Δεν αμφισβητείτο από την εφεσείουσα ότι μεταβιβάστηκε το ακίνητο στην εφεσίβλητη από την προηγούμενη ιδιοκτήτρια του - μητέρα της, ούτε και ότι αυτό ενοποιήθηκε σε ένα τεμάχιο με βάση το Τεκμήριο 4 της αίτησης.

 

        Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο ασχολήθηκε στη συνέχεια με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που προέβαλε ως υπεράσπιση η εφεσείουσα.

 

        Όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα της προτεινόμενης υπεράσπισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να προβληθεί επιτυχώς λόγω του ότι η κατ΄ ισχυρισμό ανανέωση της περιόδου ενοικίασης για ακόμη 4 έτη δεν μπορούσε εκ του νόμου να γίνει προφορικά. Το άρθρο 77 (1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 1491 ορίζει ρητά ότι για να είναι έγκυρη και εκτελεστή μια συμφωνία ενοικίασης για περίοδο πέραν του ενός έτους θα πρέπει να είναι έγγραφη και να υπογράφεται στην παρουσία δύο μαρτύρων.

 

        Η θέση της εφεσείουσας ότι με την κατ΄ ισχυρισμό προφορική συμφωνία, τροποποιήθηκε η υφιστάμενη έγκυρη συμφωνία, δεν μπορούσε να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο και παρέπεμψε στην υπόθεση Petrolina Ltd v. Vassiliades (1975) 1 CLR 289, παραθέτοντας το κάτωθι απόσπασμα (υπογραμμίζοντας τα σημεία που θεωρούσε ως ιδιαίτερα σημαντικά):

 

«There is no doubt that under the provisions of s. 77 of our law, contracts relating to leases of immovable property for any term exceeding one year shall not be valid and enforceable unless (a) expressed in writing and (b) signed at the end thereof in the presence of at least two witnesses . By each party to be charged therewith or by a person who is himself competent to contract and who has been duly authorised to sign on behalf of such party. This section was judicially construed in Stavrou v. Stylianou and Another, 23 C.L.R. 217, but in my view, it is not authority as to the question regarding the variation of the said contract of lease.

 

It has not been challenged by counsel that the original contract of lease was within the provisions of s. 77 of our law, and the question posed is whether the said contract was properly varied as to the increase of rent and whether such variation was legally made. It has been said in a number of cases in England that if the contract is one which is required by law to be made and evidenced by writing, it cannot be varied by a new oral agreement, even if the variation relates only to a part of the contract which, if it stood by itself, would not be required to be in writing.

 

………………………………………………………………………………………………

 

In the light of the authorities and having regard to the argument of both counsel, we are of the view that the argument of counsel on behalf of the appellant succeeds on this issue because in our view, there was no valid variation of the original contract once the contract was within the provisions of s. 77 of our law

 

        Πρόσθεσε ότι η κατ΄ ισχυρισμό περίοδος παράτασης της διάρκειας ενοικίασης (4 έτη), καθιστούσε από μόνη της υποχρεωτική την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας δυνάμει του άρθρου 77 (1) του Κεφ. 149.

 

        Επεσήμανε ότι όταν τα νομικά και πραγματικά ζητήματα, λόγω της φύσης τους, είναι απλά και είναι δυνατό για το Δικαστήριο να διαμορφώσει άποψη, χωρίς άλλη περαιτέρω διευκρίνιση στο στάδιο της δίκης, τότε μπορεί να εκδίδεται συνοπτική απόφαση υπέρ του Ενάγοντα παραπέμποντας στις υποθέσεις Ανδρονίκου κ.α. v. Τράπεζας Κύπρου Δημ. Εταιρ. Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ 977 και Nichimen Corporation v. Catoil Overseas Inc. CL [1987] 2 Lloyds Rep. 46).

 

        Συνεπεία των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ισχυρισμός περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας παράτασης της ενοικίασης για ακόμα 4 έτη δεν μπορούσε να αποτελέσει καλόπιστη υπεράσπιση.

 

        Όσον αφορά τον δεύτερο πυλώνα της προτεινόμενης υπεράσπισης, το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο δεύτερος πυλώνας της προτεινόμενης υπεράσπισης συνίσταται, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο ότι δεν οφείλεται οποιοδήποτε ενοίκιο και επομένως η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο στον τερματισμό της ενοικίασης. Η κατάληξη μου όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησης της ισχυριζόμενης προφορικής συμφωνίας παράτασης της ενοικίασης συμπαρασύρει και τον δεύτερο πυλώνα. Αυτό διότι δεν μπορεί να προβληθεί ζήτημα νομιμότητας τερματισμού. Η συμφωνία ενοικίασης έληξε στις 20.12.17 και επομένως δεν απαιτείτο τερματισμός της από τη στιγμή που δεν υπήρχε πρόνοια περί αυτόματης ανανέωσης της, αλλά αντιθέτως χρειαζόταν η συγκατάθεση της Αιτήτριας η οποία εν προκειμένω με την επιστολή της ημερ. 11.12.17 εκδήλωσε την άρνηση της σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (NAT JANGO FASHION LTD και Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ Πολ. Έφεση αρ. 105/14 ημερ. 15.10.18, ECLI:CY:AD:2018:A443.) Συνεπώς η Καθ' ης η αίτηση όφειλε να παραδώσει την κατοχή του ακινήτου με τη λήξη της σύμβασης ενοικίασης.  Ενόψει τούτου δεν μπορεί να προβάλλεται ως καλόπιστη υπεράσπιση ο ισχυρισμός ότι ο τερματισμός δεν είναι νόμιμος επειδή δεν οφείλονται οποιαδήποτε ενοίκια για το έτος 2018, δηλαδή για περίοδο μεταγενέστερη της λήξης της συμφωνίας ενοικίασης.

 

Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός της Καθ' ης η αίτηση περί πληρωμής των ενοικίων για το έτος 2018 δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα που επικαλείται η τελευταία. Συγκεκριμένα αποτελεί κοινό έδαφος ότι στις 09.05.18 η Καθ' ης η αίτηση απέστειλε τραπεζική επιταγή για το ποσό των €5.000, ποσό που αντιστοιχεί στο ενοίκιο του έτους 2018, επ' ονόματι της μητέρας της Αιτήτριας και πρώην ιδιοκτήτριας του ακινήτου. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι επέστρεψε την επιταγή (Τεκμήριο 19 της αίτησης) και η Καθ' ης η αίτηση δεν αρνείται τον εν λόγω ισχυρισμό, ούτε και προβάλλει τη θέση ότι η επιταγή εξαργυρώθηκε. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πληρωμή των ενοικίων.» 

 

        Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρόσθεσε τα ακόλουθα:

 

«Παρά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το ότι δεν αποκαλύπτονται τέτοια γεγονότα που να δίδουν το δικαίωμα στην Καθ' ης η αίτηση να προβάλει υπεράσπιση, παρενθετικά σημειώνω τα ακόλουθα.  Ακόμα και αν μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός της Καθ' ης η αίτηση περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας δεν θα διαφοροποιούνταν τα πράγματα και τούτο διότι  η Καθ' ης η αίτηση δεν ισχυρίζεται ότι με την προφορική συμφωνία τροποποιήθηκε ο όρος της αρχικής συμφωνίας που αφορούσε τη συχνότητα πληρωμής των ενοικίων. Επομένως διατηρήθηκε η  υποχρέωση της περί προπληρωμής των ενοικίων την πρώτη μέρα κάθε μήνα. Στη Nicos Christou Developments Ltd v. Τοφινή (1998) 1 Α.Α.Δ 1990 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου ο ενοικιαστής λαμβάνει κατοχή του ακινήτου και πληρώνει το συμφωνηθέν με βάση το άκυρο έγγραφο ενοίκιο, η ενοικίαση καθίσταται ενοικίαση από έτος εις έτος ή από μήνα σε μήνα, ανάλογα με το αν με βάση το συμβόλαιο το ενοίκιο είναι πληρωτέο ετήσια ή κατά μήνα. (Δέστε Georghiades & Others v. Lambis(1976) 8 J.S.C. 1332, Petrolina Ltd v. Vassiliades (1975) 1 C.L.R. 289, L. & A. Tryfon Co. Ltd v. Black & Decker Co Ltd (1983) 1 C.L.R. 975 και Woodfall' s Law of Landlord and Tenant 27η Έκδοση, Τόμος 1, §§ 446, 663).

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω η ορθή θέση είναι ότι το υπό εξέταση άκυρο συμβόλαιο αφού προνοούσε για πληρωμή μηνιαίου ενοικίου κατέστησε τη σύμβαση εκμισθώσεως σύμβαση από μήνα σε μήνα».

 

Ενόψει των πιο πάνω η Καθ' ης η αίτηση παραβίασε ουσιώδη όρο εφόσον δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα ενοίκια της περιόδου Ιανουαρίου 2018 ‑ Ιουνίου 2018 όταν αυτά κατέστησαν απαιτητά.  Κλείνοντας την πιο πάνω παρένθεση σημειώνω ότι ακόμα και αν μπορούσε να γίνει επίκληση της προφορικής συμφωνίας παράτασης του χρόνου ενοικίασης, η Αιτήτρια  θα είχε το δικαίωμα να τερματίσει την ενοικίαση.»

 

        Καταλήγοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που της αναλογούσε προκειμένου να καταδείξει ότι είχε καλή υπεράσπιση ή ότι συνέτρεχαν τέτοια γεγονότα που να δικαιολογούν την παραχώρηση του δικαιώματος υπεράσπισης και προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας διά ποσό:

 

        «Α. €3.750 με νόμιμο τόκο επί του πιο πάνω ποσού από τις 2.10.2018 μέχρι εξόφλησης,

        Β. €416,67 μηνιαίως από 1.10.2018 ως ενδιάμεσα οφέλη ή/και αποζημιώσεις μέχρι την παράδοση της κατοχής του ακινήτου».

 

        Περαιτέρω εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εφεσείουσα όπως παραδώσει την κατοχή του Ακινήτου και επιδίκασε τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

 

        Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με 10 λόγους έφεσης.  Με τον  πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι πληρούνταν οι τρεις προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1(α) και ειδικότερα ότι η εφεσίβλητη είχε γνώση των γεγονότων της υπόθεσης και μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα και τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποβάλλεται ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 20.12.2009 δεν είχε υπογραφεί μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης, αλλά είχε υπογραφεί από τη μητέρα της εφεσίβλητης, η οποία κατά την υπογραφή του ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου και η εφεσίβλητη το ανέφερε στην παράγραφο 1 της έκθεσης απαίτησής της, πλην όμως η τελευταία δεν ανέφερε στην ένορκη δήλωσή της που υποστήριζε την αίτηση κατά πόσο έλαβε πληροφόρηση είτε για τους όρους ενοικίασης είτε για άλλη συμφωνία που επακολούθησε ή ήτο εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της μητέρας της. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι η εφεσίβλητη στην παράγραφο 1 της ένορκης δήλωσής της που υποστήριζε την Αίτηση ανέφερε γενικά και αόριστα ότι είχε καλή και προφορική γνώση των γεγονότων χωρίς να αποκαλύπτει την πηγή γνώσης της και στην ίδια παράγραφο ανέφερε επίσης γενικά και αόριστα ότι ήταν εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση, χωρίς να αποκαλύπτει από ποιο πρόσωπο ήταν εξουσιοδοτημένη. Η εφεσίβλητη στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσής της αναφέρεται σε προφορική συμφωνία σε σχέση με το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 20/12/2019 (που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3) που έγινε τα έτη 2011 και 2012, όταν η ίδια δεν ήταν ιδιοκτήτρια του ακινήτου και συνεπώς δεν είχε θετική γνώση των γεγονότων εκείνων τα οποία είχαν συμφωνηθεί τα έτη 2011 και 2012, αφού η ίδια επισύναψε στην ένορκη δήλωσή της τον τίτλο ιδιοκτησίας εις τον οποίο αναφέρεται ότι κατέστη ιδιοκτήτρια του ακινήτου μεταγενέστερα, ήτοι την 8.1.2013 και ούτε ανέφερε σε οποιοδήποτε σημείο της ένορκης δήλωσης της ότι έλαβε πληροφόρηση από τη μητέρα της που ήταν και το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα και να επιβεβαιώσει την αιτία αγωγής.  Περαιτέρω, δεν προσκομίστηκε ένορκη δήλωση του πατέρα της, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που είσπραττε τα ενοίκια από την εφεσείουσα, όπως φαίνεται και στην απόδειξη εξόφλησης του ενοικίου για το έτος 2017, το οποίο η εφεσείουσα επισύναψε ως Τεκμήριο Δ στην ένορκη δήλωσή της.

 

        Ως δεύτερος λόγος έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι το βάρος απόδειξης είχε μετατεθεί στην εφεσείουσα, αφού όπως υποστηρίζεται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, η εφεσίβλητη δεν γνώριζε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα εν λόγω γεγονότα και επομένως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 Θ.1(α) ούτως ώστε το βάρος απόδειξης να μετατεθεί στην εφεσίβλητη.

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εκδώσει συνοπτική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, ότι δηλαδή η εφεσείουσα παραβίασε ουσιώδη όρο της συμφωνίας εφόσον δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα ενοίκια της περιόδου Ιανουαρίου του 2018 - Ιουνίου 2018, όταν αυτά κατέστησαν απαιτητά ήταν εσφαλμένη και αυθαίρετη. Προς υποστήριξη του τρίτου λόγου έφεσης υποβάλλεται ότι η εφεσίβλητη δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της εφεσείουσας αφού προέβαλε αξίωση για ενοίκια βάσει ενοικιαστηρίου εγγράφου, ενώ τα ενοίκια κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής ήταν πληρωμένα. Η ίδια η εφεσίβλητη στην παράγραφο 19 της ένορκης δήλωσής της, συνεχίζει η πλευρά της εφεσείουσας, παραδέχεται ότι η εφεσείουσα πλήρωσε τα ενοίκια για το έτος 2018 και επισύναψε ως Τεκμήριο 8 την επιταγή που απέστειλε η εφεσείουσα προς την μητέρα της που ήταν το άτομο με το οποίο υπογράφηκε το ενοικιαστήριο έγγραφο. Η εφεσείουσα ήταν πάντοτε συνεπής στην καταβολή των ενοικίων της και στο κάτω μέρος της επιστολής υπάρχει η σχετική επιταγή για το ποσό των €5.000 που αντιπροσώπευε το ενοίκιο του έτους 2018. Η εφεσίβλητη στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσής της αναφέρει ότι τα έτη 2011 και 2012 έγινε μια άλλη συμφωνία με την οποία μειώθηκε το ενοίκιο σε €5.000 ετησίως και συνεπώς πολύ ορθά έπραξε η εφεσείουσα και απέστειλε το ενοίκιο των €5.000. Ενώ η εφεσίβλητη στην έκθεση απαίτησής της (παράγραφος 11) επικαλείται προφορική σύμβαση, παραλείπει να εκθέσει με λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία αφορούν την ισχυριζόμενη σύμβαση ήτοι τους όρους της σύμβασης τα ονόματα των συμβληθέντων μερών, τον χρόνο και τρόπο κατάρτισης της ισχυριζόμενης σύμβασης και παραλείπει να αναφέρει την πηγή της πληροφόρησής της στους όρους της σύμβασης.

 

        Υποβάλλεται επίσης ότι η εφεσείουσα είχε υπεράσπιση επί της ουσίας, καθώς και υπεράσπιση επί των πραγματικών γεγονότων και νομικών σημείων, αφού εκείνο που ζητείται με την αγωγή ήτο η πληρωμή του ενοικίου για το έτος 2018, κάτι που είναι παραδεκτό από την ίδια την εφεσίβλητη στην παράγραφο 19 της ένορκης δήλωσής της, ότι δηλαδή η εφεσείουσα της πλήρωσε το ενοίκιο για το έτος 2018. Ήταν επίσης παραδεκτό από την ίδια την εφεσίβλητη στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσής της ότι περί τα έτη 2011 ‑ 2012 έγινε προφορική συμφωνία με την οποία μειώθηκε το ενοίκιο και παραχωρήθηκε μέρος του ενοικιαζόμενου ακινήτου. Το κατά πόσο είχε παραβιάσει ή όχι όρους της συμφωνίας η εφεσείουσα μπορούσε μόνο να διαφανεί μόνο μέσα από ακροαματική διαδικασία.

 

        Ως τέταρτος λόγος έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που της αναλογούσε προκειμένου να αποδείξει ότι είχε καλή υπεράσπιση και ότι συνέτρεχαν τέτοια γεγονότα που να δικαιολογούσαν την παραχώρηση του δικαιώματος καταχώρισης υπεράσπισης.

 

        Προς υποστήριξη του τέταρτου λόγου έφεσης, υποβάλλεται ότι η εφεσείουσα δεν γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης και δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα αυτά. Η εφεσείουσα είχε πολύ καλή υπεράσπιση και η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια που θα έπρεπε να δοθεί από το Δικαστήριο το δικαίωμα για υπεράσπιση, ενώ με την ένστασή της αποκάλυπτε τέτοια γεγονότα που της έδιδαν το δικαίωμα να υπερασπιστεί σε ολόκληρη την απαίτηση της εφεσίβλητης. Υποβάλλεται περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη δεν ανέφερε κατά πόσο εξουσιοδοτήθηκε από τους γονείς της να προβεί στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ως επίσης δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες της Δ.19, θ.2, θ.20 και 21, αφού δεν αποκάλυψε τις πηγές πληροφόρησής της, ούτε και αποκάλυψε από ποιον ήταν εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

        Ως πέμπτος λόγος έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας παράτασης της ενοικίασης για ακόμα 4 έτη, δεν μπορούσε να αποτελέσει καλόπιστη υπεράσπιση. Υποβάλλεται και σε αυτόν τον λόγο έφεσης ότι η εφεσίβλητη στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσής της αναφέρετο σε προφορική συμφωνία που έγινε τα έτη 2011‑ 2012 όταν η εφεσίβλητη δεν ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου αλλά η μητέρα της.  Συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε θετική μαρτυρία ενώπιόν του σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία και τις λεπτομέρειες της, με αποτέλεσμα να μην μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε. Υποστηρίζεται επίσης ότι η αναφορά του Δικαστηρίου σε σχέση με την παράταση διάρκειας της ενοικίασης ότι καθιστούσε από μόνη της υποχρεωτική την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας είναι ανυπόστατη αφού δεν είχε μαρτυρία ενώπιόν του μεταξύ ποιων έγινε η εν λόγω συμφωνία, πότε έγινε και τι ακριβώς προνοούσε, με αποτέλεσμα η κατάληξή του να αποτελεί υποθετικό και αυθαίρετο συλλογισμό.

 

        Με τον έκτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για πληρωμή ενοικίων, αφού το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αυθαίρετο και δεν υποστηρίζετο από την ενώπιόν του μαρτυρία. Αντίθετα, η μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδείκνυε ότι η εφεσείουσα είχε καταβάλει το ενοίκιο για το έτος 2018.

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να προβληθεί ως καλόπιστη υπεράσπιση ο ισχυρισμός ότι ο τερματισμός δεν ήταν νόμιμος επειδή δεν οφείλονταν οποιαδήποτε ενοίκια για το έτος 2018.

 

        Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποβάλλεται ότι ήταν παραδεκτό ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγινε μια άλλη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μεταξύ των ετών 2011 ‑ 2012, οι όροι και λεπτομέρειες της οποίας παρέμειναν άγνωστοι, ως επίσης ότι η εφεσείουσα είχε αποστείλει το ενοίκιο του έτους 2018 με επιταγή. Ενόψει των πιο πάνω ο τερματισμός ήταν υπό τις περιστάσεις κακόπιστη πρόφαση της εφεσίβλητης προκειμένου να πετύχει έξωση της εφεσείουσας και η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν αντίθετη με την ενώπιόν του μαρτυρία, αφού ήταν παραδεκτό ότι το ενοίκιο για το έτος 2018 είχε πληρωθεί με αποστολή σχετικής επιταγής και ήταν αδιάφορο εάν η εφεσίβλητη εξαργύρωσε ή όχι την επιταγή. Τέλος, υποβάλλεται ότι το κατά πόσο ήταν νόμιμος ή όχι ο τερματισμός μπορούσε να διαφανεί μόνο μετά από ακροαματική διαδικασία.

 

        Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη και προς υποστήριξη του λόγου αυτού υποβάλλεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με την ενώπιόν του προσαχθείσα μαρτυρία, δεν έλαβε υπ' όψιν του τις σχετικές νομολογημένες αρχές και δεν δίδεται εξήγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο για το συμπέρασμα το οποίο κατέληξε.

 

        Με τον ένατο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος της εφεσείουσας, διά ποσό €3.750 με νόμιμο τόκο από 2.10.2018 μέχρι εξόφλησης, ως επίσης για ποσό €416,67 μηνιαίως από την 1.10.2018 ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή αποζημιώσεις μέχρι την παράδοση της κατοχής του ακινήτου. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι στην παράγραφο 19Α του παρακλητικού της αγωγής, η εφεσίβλητη δεν αξίωνε το ποσό των €3.750 από την 2.10.2018 ως καθυστερημένα ενοίκια, αλλά το ποσό των €3.750 ως υπόλοιπο καθυστερημένων ενοικίων από την 1.1.2018 μέχρι 30.9.2018, δυνάμει έγγραφης συμφωνίας ημερομηνίας 20.12.2009. Δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο παρείχε θεραπεία άλλη από αυτή που ζητούσε η εφεσίβλητη στην παράγραφο 19Α της έκθεσης απαίτησης και δεν έλαβε υπ' όψιν του ότι το ενοίκιο για ολόκληρο το έτος 2018 είχε πληρωθεί. Η εφεσίβλητη στην παράγραφο 19Β του παρακλητικού της αγωγής αξίωνε €416,17 μηνιαίως ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή αποζημιώσεις, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η εφεσείουσα παραβίασε όρο της συμφωνίας και δεν πλήρωσε τα ενοίκια της περιόδου Ιανουαρίου του 2018 έως Ιουνίου του 2018.

 

        Περαιτέρω υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε υπολογισμό προκειμένου να επιδικάσει αποζημιώσεις και ούτε έλαβε υπ' όψιν του ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να δικογραφούνται ειδικά με λεπτομέρειες. Τέτοιες αποζημιώσεις δεν δικογραφήθηκαν, ούτε αποδείχτηκαν με μαρτυρία από την εφεσείουσα. Υποστηρίζεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με το θέμα της δικαιοδοσίας κατά τρόπο ώστε να καταλήγει σε συμπέρασμα ότι το ακίνητο δεν ήταν ενοικιοστασιακό και ότι είχε δικαιοδοσία να εκδώσει απόφαση για ενοίκια. Τέλος, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για ενοίκια, αφού αυτά ήταν παραδεκτό ότι ήταν πληρωμένα και η εφεσείουσα απέστειλε επιταγή για το ενοίκιο ολόκληρου του έτους 2018 και το κατά πόσο η εφεσίβλητη εξαργύρωσε ή όχι την επιταγή δεν ήταν λόγος για το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης για τα ενοίκια.

 

        Τέλος, με τον δέκατο λόγο έφεσης η πλευρά της εφεσείουσας υποβάλει ότι εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για παράδοση της κατοχής του Ακινήτου. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποβάλλεται ότι η εφεσίβλητη στο παρακλητικό της αγωγής της δεν αξίωνε την έκδοση διατάγματος για παράδοση κατοχής του συγκεκριμένου ακινήτου στην τοποθεσία «ΒΑΡΕΣΚΟΣ» της επαρχίας Λεμεσού, Φ/Σχ. 54/40, Τεμάχιο 998, Αρ. Εγγραφής 0/10857 αλλά αξίωνε την παράδοση του ενοικιαζόμενου ακινήτου το οποίο περιγράφετο στην παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης που αναφερόταν ότι βρισκόταν στην τοποθεσία Μονή της επαρχίας Λεμεσού Φ./Σχ. LIV/40 αποτελούμενο από τα τεμάχια 706, 709 και 494.

 

        Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η έκδοση διατάγματος παράδοσης κατοχής σε αίτηση για συνοπτική απόφαση χωρίς να ακουστεί η εφεσείουσα/εναγόμενη είναι πράξη εσφαλμένη και αυθαίρετη ως προς τα δικαιώματα της εφεσείουσας λαμβάνοντας υπ' όψιν τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Συντάγματος και τις ανάλογες διατάξεις της σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Υποστηρίζεται επίσης ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος που επιφέρει δραστικές συνέπειες σε διαδικασία έκδοσης για συνοπτική απόφαση, χωρίς να δοθεί το δικαίωμα στην εφεσείουσα να ακουστεί, συνιστά ατέλεια σε δικαστική διαδικασία και καταφανή παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Υποστηρίζεται ακόμα ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση δεν περιείχε τόσα και τέτοια στοιχεία και/ή γεγονότα κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος. Τέλος, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με το θέμα δικαιοδοσίας κατά τρόπο ώστε να κατέληγε σε συμπέρασμα ότι το ακίνητο δεν ήτο ενοικιοστασιακό και ότι είχε δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα έξωσης.

 

        Οι λόγοι έφεσης 1 έως 7 επικαλύπτουν ο ένας τον άλλο και θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας αφού προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως ίσχυαν τότε, ότι το βάρος απόδειξης είχε μετατεθεί στην εφεσείουσα και ότι αυτή δεν κατάφερε να το αποσείσει, αφού δεν κατέδειξε καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια ικανοποιητικά  γεγονότα για να της δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

 

        Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση έχουν κατ'  επανάληψη διατυπωθεί μέσα από την νομολογία.  Η τότε εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει συνοπτικές αποφάσεις δυνάμει της Δ.18 ασκείτο μόνο σε περιπτώσεις που δεν υπήρχε λογική αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούτο σε απόφαση και ως εκ τούτου ήταν άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει υπεράσπιση για σκοπούς καθυστέρησης. Η Δ.18  προνοούσε για μια ειδική διαδικασία καθορισμού δικαιωμάτων χωρίς την πλήρη διεξαγωγή δίκης και κατά τρόπο που απέκλειε τον εναγόμενο να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Απόφαση δυνάμει της Δ.18 δινόταν μόνο όπου υπήρχε αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις της Δ.18 και όταν τα γεγονότα δεν άφηναν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης.  Η τήρηση και συμμόρφωση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που έθετε η Δ.18 ήταν απαραίτητες για να παρέχετο στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση και αν ο ενάγων δεν ικανοποιούσε πρώτα αυτές τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, το ζήτημα κατά πόσο ο εναγόμενος θα πρόβαλλε ισχυρισμούς τέτοιους που θα του έδιναν δικαίωμα να υπερασπιστεί, δεν εξεταζόταν.

 

Σύμφωνα με την Δ.18 θ.1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τότε) υπήρχαν τρεις προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται προτού το Δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου.

 

1.      Το κλητήριο ένταλμα έπρεπε να είναι ειδικά οπισθογραφημένο   

δυνάμει της Δ.2 θ.6.

2.  Ο εναγόμενος έπρεπε να έχει εμφανιστεί.

3.  Η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση έπρεπε να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορούσε θετικά να ορκιστεί ως προς τα γεγονότα και που να μπορούσε να επαληθεύει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείτο και να δήλωνε ότι εξ όσων πίστευε δεν υπήρχε υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130).

 

Εάν και εφόσον οι πιο πάνω προϋποθέσεις ικανοποιούνταν από τον ενάγοντα, τότε το βάρος μετατοπίζονταν στους ώμους του εναγομένου ο οποίος έπρεπε να δείξει στο Δικαστήριο ότι είχε καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνταν ικανοποιητικά για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (βλ. μεταξύ άλλων Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 CLR 265, CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Cooperative Industries Co Ltd  (1982) 1 C.L.R. 897,  Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Χ”Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd ν. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, Melita Manuf. Ltd v. Chris Joannou Ltd (1996) 1 (B) A.A.Δ. 1238, Σωκράτους ν. Ανδρέου κ.α. (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 40, Αυγουστή κ.α. ν. Πίριλλου (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 5 και Νεάρχου κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 818.

 

       Είχε καθιερωθεί νομολογιακά ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση, όταν και εφόσον το βάρος μετατοπίζετο στους ώμους του εναγομένου, έπρεπε να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη υπεράσπισης. (βλ. Hermes Insurance Co Ltd v. Thoedorides, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Χ"Νέστωρος και Trans Middle East Trading (T.M.E.T) v. Abdul Aziz Tlais (ανωτέρω)). Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Trans Middle East (ανωτέρω) στις σελ. 243-244 είναι σχετικό:

 

«H βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.  Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (βλ. CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Coοperative Industries Co. Ltd (1982) 1 Α.Α.Δ. 897).  Έτσι είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο.»

 

        Στην υπόθεση Λαζάρου κ.α. ν. Μακεδόνα (1999) 1 (Β) ΑΑΔ 817 επεξηγείτο ακόμα ότι:

 

«Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση (δέστε Supreme  Court Practice 1999 1st Ed. p. 174, para. 14/4/9).»

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα ορθά έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 Θ.1(α) αφού το κλητήριο ένταλμα ήταν ειδικά οπισθογραφημένο, η εφεσείουσα είχε καταχωρήσει εμφάνιση στις 31/10/2018 και η ένορκη δήλωση υπογράφετο από την εφεσίβλητη η οποία δήλωνε ότι ήταν η ενάγουσα και είχε «καλή και προσωπική γνώση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης», ήταν «πλήρως» εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης και όπου δεν είχε προσωπική γνώση αποκάλυπτε την πηγή γνώσης της. Στη Σύγγελου v. Λοίζου κ.α. Πολ. Έφ. Ε120/2013 ημερ. 21/12/2017 ECLI:CY:AD:2017:A480 το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εκεί ενόρκως δηλών συμμορφούμενος με τις πρόνοιες της Δ.39 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ανέφερε τις πηγές γνώσεις του και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Το εφετείο συμφώνησε ότι η δήλωση του ομνύσαντα ότι ήταν «δεόντως εξουσιοδοτημένος» ήταν αρκετή για να θεμελιώσει την εξουσιοδότηση του να προβεί στην ένορκη δήλωση και θεώρησε τη λέξη «δεόντως»  ως υποδηλούσα την τήρηση των αναγκαίων ως προς τη κατοχή της εξουσιοδότησης του από τον εφεσείοντα. Περαιτέρω λέχθηκε ότι «η μη κατοχή προσωπικής γνώσης κάποιων γεγονότων δεν επηρεάζει το σύννομο και την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης, εφόσον ο ομνύων για τα γεγονότα αυτά αποκαλύπτει την πηγή άντλησης της πληροφόρησης του». Τα ίδια ισχύουν  κατ’ αναλογίαν και στην παρούσα υπόθεση όπου η εφεσίβλητη ανέφερε στην ένορκη δήλωση της ότι ήταν «πλήρως» εξουσιοδοτημένη και ότι για οποιαδήποτε γεγονότα δεν είχε προσωπική γνώση, αποκάλυπτε την πηγή της γνώσης της.

 

        Όσον αφορά το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 20/12/2009 η εφεσίβλητη ως η νέα ιδιοκτήτρια του ακινήτου, είχε στην κατοχή της το έγγραφο αυτό, εξού και το επισύναψε στην ένορκη δήλωση της ως Τεκμήριο 3.  Επομένως είχε γνώση του περιεχομένου και ειδικότερα των προνοιών του .

 

        Περαιτέρω όσον αφορά τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρξε προφορική συμφωνία δυνάμει της οποίας μειώθηκε το ετήσιο ενοίκιο από €7.200 σε €5.000, είναι παραδεκτό εκ μέρους της εφεσείουσας, ότι το ετήσιο ενοίκιο μειώθηκε σε €5.000 δυνάμει προφορικής συμφωνίας. Βέβαια η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι συμφωνήθηκε και επέκταση της ενοικίασης για ακόμα 4 έτη και ότι είναι για αυτό το λόγο που παραχωρήθηκε στην Αιτήτρια μέρος του ακινήτου και όχι σε σχέση με τη μείωση του ενοικίου.  Τοποθέτησε επίσης χρονικά αυτή την προφορική συμφωνία περί τα έτη 2011-2012 δηλαδή πριν την μεταβίβαση του ακινήτου επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης.

 

        Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1(α) ως επίσης ότι το βάρος απόδειξης είχε μετατεθεί στους ώμους της εφεσείουσας.

 

        Όσον αφορά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η συμφωνία ενοικίασης ανανεώθηκε περί τα έτη 2011-2012 δυνάμει προφορικής συμφωνίας για περαιτέρω περίοδο 4 ετών, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποτελούσε υπεράσπιση που θα μπορούσε να προβληθεί επιτυχώς, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο του άρθρου 77(1)1 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 το οποίο προβλέπει ότι για να είναι έγκυρη και εκτελεστή μια συμφωνία ενοικίασης για περίοδο πέραν του ενός έτους, θα πρέπει να είναι έγγραφη και να υπογράφεται στην παρουσία δύο μαρτύρων και πολύ εύστοχα  παρέπεμψε στην υπόθεση Petrolina Ltd v. Vassiliades (1975) 1 CLR 289.  Επομένως το ζήτημα αυτό τελειώνει εν τη γενέσει του χωρίς να τίθεται ζήτημα μαρτυρίας που δεν ήταν σε γνώση της εφεσίβλητης ή παρουσίασης μαρτυρίας εκ μέρους της μητέρας της εφεσίβλητης ή συμφωνίας στην οποία η εφεσίβλητη δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος.

 

        Σε σχέση με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι δεν οφειλόταν οποιοδήποτε ενοίκιο και επομένως η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο στον τερματισμό της ενοικίασης, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι δεδομένης της κατάληξης του όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησης της κατ΄ ισχυρισμό προφορικής συμφωνίας παράτασης της ενοικίασης (την οποία κρίναμε ως ορθή), συμπαρασύρονταν και οι πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. Από τη στιγμή που η συμφωνία ενοικίασης έληξε στις 20/12/2017, δεν απαιτείτο τερματισμός της αφού δεν υπήρχε πρόνοια περί αυτόματης ανανέωσης της. Για να γίνεται λόγος περί ανανέωσης, χρειαζόταν η συγκατάθεση της εφεσίβλητης η οποία όμως με την επιστολή της ημερομηνίας 11/12/2017 εκδήλωσε την άρνηση της σε κάτι τέτοιο και επομένως με τη λήξη της σύμβασης ενοικίασης η εφεσείουσα όφειλε να παραδώσει την κατοχή του ακινήτου (βλ. ΝΑΤ JANGO FASHION LTD v. Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ, Πολ. Έφεση Αρ.105/2014, ημερ. 15/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:A443, ECLI:CY:AD:2018:A443, στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο).  Τα πιο πάνω αναλύονται με σαφήνεια και καθαρότητα στην πρωτόδικη απόφαση όπως και το πολύ ορθό συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τερματισμό που δεν ήταν νόμιμος λόγω του ότι δεν οφείλονται ενοίκια του έτους 2018, δηλαδή για περίοδο μεταγενέστερη της λήξης της συμφωνίας ενοικίασης.

 

        Όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό πληρωμής  των ενοικίων, είναι παραδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι την 9/5/2018  η εφεσείουσα απέστειλε τραπεζική επιταγή για το ποσό των €5000 επ’ ονόματι της μητέρας της εφεσίβλητης, πρώην ιδιοκτήτριας του ακινήτου. Η εφεσίβλητη, μέσω της ένορκης δήλωσης της ισχυρίστηκε ότι επέστρεψε την επιταγή. Η πλευρά της εφεσείουσας δεν αρνήθηκε τον πιο πάνω ισχυρισμό. Μάλιστα στην αιτιολογία του έβδομου λόγου έφεσης αναφέρεται από πλευράς εφεσείουσας ότι «ήτο αδιάφορο εάν η ενάγουσα εξαργύρωσε ή όχι την επιταγή» ως επίσης στην αιτιολογία του ένατου λόγου έφεσης αναφέρεται από πλευράς εφεσείουσας ότι «εάν η Ενάγουσα εξαργύρωσε ή όχι την επιταγή αυτός δεν ήταν λόγος για το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση για τα ενοίκια.»  Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη χωρίς την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων στην Αίτηση και την ένσταση (βλ. Σεβαστου ν. Σεβαστού (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1980).  Με την επιστροφή της εν λόγω επιταγής δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πληρωμή ενοικίων.

 

        Περαιτέρω είναι αδιάφορο το κατά πόσον η εν λόγω επιταγή παραδόθηκε μέσω επιστολής ημερομηνίας 9/5/2018 στον πατέρα της εφεσίβλητης, ούτε τίθεται ζήτημα ανάγκης προσκόμισης μαρτυρίας εκ μέρους του εν λόγω προσώπου.

 

        Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που της αναλογούσε προκειμένου να καταλήξει ότι διέθετε καλή υπεράσπιση ή ότι υπήρχαν τέτοια γεγονότα που να δικαιολογούσαν την καταχώρηση υπεράσπισης.

       

        Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 1 έως 7 απορρίπτονται.

 

        Η κατάληξη μας όσον αφορά τους λόγους έφεσης υπ’ αρ. 1 έως 7 συμπαρασύρει και τον όγδοο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη λόγω του ότι είναι αντίθετη με τη προσκομισθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, ότι το Δικαστήριο δεν δίδει εξήγηση για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, το οποίο είναι ενάντια με τις σχετικές αρχές της νομολογίας. Προσθέτουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εναρμονισμένη με την νομολογία, ενώ η τελική κρίση του συνάδει πλήρως με τα συμπεράσματα και το σκεπτικό του. Συμπαρασύρει επίσης

τον ένατο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος της εφεσείουσας λόγω του ότι εξέδωσε απόφαση διά:

 

Α. €3.750,00 με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από τις 2/10/2018 μέχρι εξόφλησης,

Β. €416,67 από την 1/10/2018 ως ενδιάμεσα οφέλη και/η αποζημιώσεις μέχρι την παράδοση κατοχής του ακινήτου.

       

        Απέδωσε δηλαδή, σύμφωνα με την εφεσείουσα, στην παράγραφο Α θεραπεία άλλη από αυτή που αξίωνε η εφεσίβλητη στην παράγραφο 19Α της Έκθεσης Απαιτήσεως και ούτε έλαβε υπόψιν του ότι το ενοίκιο για ολόκληρο το έτος 2018 είχε πληρωθεί με την αποστολή της  σχετικής επιταγής, ανεξάρτητα αν η εφεσίβλητη την εξαργύρωσε ή όχι. Περαιτέρω στη παράγραφο 19Β της Έκθεσης Απαίτησης η εφεσίβλητη αξίωνε €416,67 μηνιαίως ως ενδιάμεσα οφέλη και/η αποζημιώσεις ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα παραβίασε ουσιώδη όρο της συμφωνίας και δεν πλήρωσε τα ενοίκια της περιόδου Ιανουαρίου – Ιουνίου 2018 παρόλο που είναι παραδεκτό ότι η εφεσείουσα απέστειλε επιταγή για το ενοίκιο ολόκληρου του έτους.

 

        Διευκρινίζουμε ότι δεν διαπιστώνουμε το Δικαστήριο να απέδωσε θεραπεία διαφορετική από αυτή που αξιώνετο στην αγωγή. Τα όσα αφορούν την αποστολή της επιταγής έχουν αναλυθεί πιο πάνω.  Όσον αφορά το ζήτημα της δικαιοδοσίας, το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε πρωτόδικα, ούτε και έχουν τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση την καθ΄ ύλη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Δίδονται περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα αυτό κατά την εξέταση του δέκατου λόγου έφεσης.

 

        Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 8 και 9 επίσης απορρίπτονται.

 

        Απομένει ο δέκατος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας με το οποίο διατάσσεται η τελευταία όπως παραδώσει τη κατοχή του ακινήτου που βρίσκεται στη Μονή, τοποθεσία «ΒΑΡΕΣΚΟΣ» της Επαρχίας Λεμεσού, Φ/Σχ. 54/40, Τεμάχιο 998, Αρ. Εγγρ. 0/10857 εντός 15 ημερών από την επίδοση του διατάγματος. Η εφεσείουσα στην παράγραφο 19Γ της Έκθεσης Απαίτησης δεν αξίωνε την έκδοση διατάγματος για παράδοση κατοχής του συγκεκριμένου ακινήτου, αλλά την παράδοση κατοχής του ενοικιαζόμενου ακινήτου το οποίο περιγράφεται στην παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης που όπως αναφερόταν ευρίσκετο στην τοποθεσία Μονή της Επαρχίας Λεμεσού Φ/σχ. LIV/40, αποτελούμενο από τα τεμάχια 706, 709 και 494.

 

        Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην έκδοση του πιο πάνω διατάγματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εφεσείουσα στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρει ότι είχε προβεί σε διαδικασία ενοποίησης των τριών τεμαχίων τα οποία πλέον είχαν καταστεί και/ή δημιουργηθεί ένα ακίνητο. Ο πιο πάνω ισχυρισμός επαναλαμβάνεται και στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση και γίνεται παραπομπή σε συγκεκριμένο τεκμήριο που επισυνάπτεται σ’ αυτή (Τεκμήριο 4).  Ήταν επομένως απολύτως λογικό το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος κατοχής με τα στοιχεία του νέου ακινήτου που δημιουργήθηκε. Εξ’ άλλου δεν υπήρξε αμφισβήτηση του ισχυρισμού αυτού εκ μέρους της εφεσείουσας κατά την πρωτόδικη διαδικασία και δεν μπορεί να εγείρεται κατ’ έφεση. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση της εφεσείουσας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα της δικαιοδοσίας κατά τρόπο ώστε να κατέληγε σε συμπέρασμα ότι το Ακίνητο δεν ήταν ενοικιοστασιακό και ότι είχε δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα έξωσης.  Η εφεσίβλητη τόσο στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης όσο και στην παράγραφο 26 της ένορκης δήλωσης της που συνοδεύει την Αίτηση, αναφέρει ότι το Ακίνητο δεν εμπίπτει στις περιοχές που συμπεριλαμβάνονται και καλύπτονται από τον Περί Ενοικιοστασίου Νόμο και ως εκ τούτου οι πρόνοιες του δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση.  Η εφεσίβλητη δεν προβαίνει σε οποιοδήποτε λόγο ένστασης στο σώμα της ένστασης ή σε οποιοδήποτε ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση σε σχέση με το θέμα αυτό. 

 

        Τέλος οι θέσεις της εφεσείουσας ότι η έκδοση διατάγματος παράδοσης κατοχής σε αίτηση για συνοπτική απόφαση είναι πράξη εσφαλμένη και αυθαίρετη ως προς τα δικαιώματα της εφεσείουσας, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Συντάγματος και τις ανάλογες «Διατάξεις της Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», επιφέρει δραστικές συνέπειες χωρίς να δοθεί το δικαίωμα στην εφεσείουσα να ακουσθεί και ότι συνιστά ατέλεια σε δικαστική διαδικασία και καταφανή παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης , έχουν απαντηθεί κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1 έως 7.

 

        Επομένως και ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με €1.900 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.                      

                   

         

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.                                  

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.                

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

________________________________

[1] 77.-(1) Σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν-

(α) είναι γραπτή~ και

(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο